Κυριακή 30 Ιουνίου 2019

Το έπος των Βυζαντινών Ελλήνων στην Αφρική (Μέρος Β) : Η μάχη στα Πεδία του Κάτωνος 548 Μ.Χ.

Την άνοιξη του 548 μ.Χ. η κατάσταση για τους Βυζαντινούς στη Βόρεια Αφρική δεν ήταν ευχάριστη.Οι μικρές βυζαντινές δυνάμεις είχαν ηττηθεί από από τους εξεγερμένους Νουμίδες. Ο στρατηγός Ιωάννης Τρωγλίτης όμως που στάλθηκε από τον Ιουστινιανό δεν ήταν από αυτούς που παραιτούνταν εύκολα. Ο Ιωάννης κινήθηκε προς την πεδιάδα του Αρσούρις. Εκεί συναντήθηκε με τους Νουμίδες συμμάχους του οι δυνάμεις των οποίων αριθμούσαν 142.000 άνδρες. Ο Ο εν λόγω αριθμός που αναφέρουν κάποιες πηγές είναι προφανώς εξαιρετικά υπερεξογκωμένος ακόμα και σε αυτόν υπολογιζόταν το σύνολο του πληθυσμού των φυλών που συντάχθηκαν με τους Βυζαντινούς.  Ένας αριθμός 14-15.000 Νουμίδων πολεμιστών φαντάζει πιο κοντά στην πραγματικότητα και είναι ακόμα και έτσι μάλλον εξογκωμένος. Οι ίδιες δυνάμεις του Ιωάννη από την άλλη δεν θα μπορούσαν να αριθμούν περισσότερους από 3-5.000 στρατιώτες, δηλαδή τα υπολείμματα των δυνάμεων που υπήρχαν στην περιοχή μαζί με φρουριακά στρατεύματα που του διατέθηκαν καθώς δεν υπάρχουν αναφορές ότι ενισχύθηκε με στρατεύματα από την Κωνσταντινούπολη. Στο μεταξύ οι εξεγερμένοι υπό τους φυλάρχους Καρκασάν και Αντάλαείχαν στρατοπεδεύσει στην πεδιάδα των Μαμμών, στο κέντρο σχεδόν της επαρχίας του Βυζακίου, στην σημερινή κεντρική Τυνησία, η οποία ταυτίζεται με την εν λόγω βυζαντινή επαρχία. Στις τάξεις τους όμως επικρατούσε διχογνωμία. Ο μεν Καρκασάν επιθυμούσε να συγκρουστεί άμεσα με τους Βυζαντινούς, ενώ ο πιο επιφυλακτικός Αντάλας, ο οποίος είχε στο παρελθόν πολλές φορές ηττηθεί, συνιστούσε πιο μετριοπαθή στάση.Τελικά επικράτησε η γνώμη του Αντάλα και οι Νουμίδες υποχώρησαν νοτιοανατολικά, εφαρμόζοντας την τακτική της καμένης γης, θέλοντας να υποχρεώσουν τους Βυζαντινούς να καταπονηθούν καταδιώκοντάς τους και να απομακρυνθούν από τις βάσεις ανεφοδιασμού τους. Οι Νουμίδες υποχωρούσαν επί 10 συνεχείς ημέρες φτάνοντας τελικά στο Λούντσι, 45 χλμ. νότια της σημερινής Σφαξ της Τυνησίας. Σε όλο αυτό το διάστημα ο Ιωάννης ακολουθούσε με την εμπροσθοφυλακή του να συγκρούεται συχνά με τις εχθρικές οπισθοφυλακές. Όταν οι Βυζαντινοί έφτασαν στο Λούντσι οι Νουμίδες υποχώρησαν και πάλι προς τα βουνά. Ενήμερος όμως για τα σχέδια των αντιπάλων του από πράκτορές του ο Ιωάννης δεν τους ακολούθησε αλλά στρατοπέδευσε κοντά στο μικρό λιμάνι του Λαρίσκου από όπου μπορούσε να ανεφοδιάζει ευχερώς τις δυνάμεις του. Ωστόσο οι στρατιώτες του που αδυνατίσουν να κατανοήσουν τις κινήσεις του επικεφαλής τους σχεδόν στασίασαν. Σύντομα όμως τα πνεύματα ηρέμησαν.
Μετά από αυτό ο Ιωάννης βάδισε κατά των αντιπάλων του που είχαν στρατοπεδεύσει στα λεγόμενα Πεδία του Κάτωνος. Οι Νουμίδες, μαζί με Βέρβερους συμμάχους τους είχαν δημιουργήσει οχυρό στρατόπεδο εναντίον του οποίου ο Ιωάννης δίσταζε να επιτεθεί, αφού δε διέθετε και πολιορκητικές μηχανές. Έτσι προτίμησε να το αποκλείσει φιλοδοξώντας να εξαναγκάσει τους εχθρούς να κινηθούν λόγω της πείνας. Αφού για μερικές ημέρες διατήρησε τον αποκλεισμό ώστε να εξαντληθούν τα εχθρικά εφόδια, εφάρμοσε ένα άλλο στρατήγημα για να τους παρασύρει σε μάχη. Σκηνοθέτησε επεισόδια μεταξύ των ανδρών του και διέσπειρε τη φήμη ότι οι άνδρες του ήταν έτοιμοι να στασιάσουν. Έτσι οι Νουμίδες και οι σύμμαχοί τους αποφάσισαν να επιτεθούν. Επέλεξαν μάλιστα να επιτεθούν ημέρα Κυριακή πιστεύοντας πως στο βυζαντινό στρατόπεδο θα επικρατούσε χαλαρότητα. Ενθαρρυμένοι και από τις θυσίες που οι σαμάνοι τους εκτέλεσαν για να ζητήσουν τη βοήθεια των θεών τους, οι Νουμίδες επιτέθηκαν. Ο Ιωάννης όμως μόνο απροετοίμαστος δεν ήταν. Ωστόσο οι αντίπαλοι ήταν πολλοί. Η μάχη ξεκίνησε με τους Βυζαντινούς να βάλλουν με τα τόξα τους κατά των επιτιθέμενων αντιπάλων τους. Σύντομα όμως η κλαγγή των όπλων αντήχησε στην πεδιάδα. Ήταν μια σύγκρουση των αριθμών έναντι της ποιότητας. Σταδιακά οι Βυζαντινοί άρχισαν να κερδίζουν έδαφος. Ο Κόρριπος αναφέρει πως ο Ιωάννης και πάλι οδήγησε τους άνδρες του μαχόμενος στην πρώτη γραμμή σκοτώνοντας με τα ίδια του τα χέρια τουλάχιστον τέσσερις αντιπάλους. Το παράδειγμά του ακολούθησαν και οι άνδρες του και οι Νουμίδες του Αντάλα και οι Νουμίδες και Βέρβεροι του Καρκασάν άρχισαν να υποχωρούν. Ο Καρκασάν όμως αναδιοργάνωσε τους άνδρες του και εκτέλεσε νέα επίθεση τιθέμενος προσωπικά επικεφαλής. Τότε ενώπιον του στάθηκε ο Ιωάννης. Οι δύο στρατηγοί ενεπλάκησαν σε μια θανάσιμη μονομαχία που θα έλεγε κανείς πως ξεπήδησε από τις σελίδες του Ομήρου. Ο έμπειρος Ιωάννης όμως κατάφερε να σκοτώσει τον αντίπαλό του. Οι άνδρες του γενναίου Καρκασάν βλέποντας το κεφάλι του να πέφτει στο χώμα δείλιασαν και τράπηκαν σε φυγή. Αμέσως το βυζαντινό ιππικό ρίχθηκε στην καταδίωξη των ηττημένων σφαγιάζοντας εκατοντάδες από τους φυγάδες που έτρεχαν πανικόβλητοι , ανίκανοι να υπερασπιστούν και τις ζωές τους ακόμα.  Οι έφιπποι Νουμίδες και Βέρβεροι, χάρη στην ταχύτητα των αλόγων τους εν πολλοίς ξέφυγαν. Δεν συνέβη το ίδιο όμως και τους πεζούς που κατακόπηκαν. Ο Αντάλας πάντως κατάφερε να σωθεί και παραδόθηκε στον Ιωάννη. Η νίκη αυτή έθεσε οριστικό τέλος στον πόλεμο και εμπέδωσε τη βυζαντινή κυριαρχία στη περιοχή.
Σχετική με τις κατακτήσεις των Λογγοβάρδων είναι και μια σημαντική μεταβολή που έγινε στη διοίκηση της Ιταλίας, η οποία μαζί με μια παρόμοια καινοτομία που έγινε στη διοίκηση της Β. Αφρικής, έθεσε τις βάσεις για τη νέα διοίκηση των επαρχιών της αυτοκρατορίας: το σύστημα δηλαδή των Θεμάτων.
Οι αρχές της Ιταλίας δεν μπόρεσαν να αντισταθούν όπως έπρεπε στους Γερμανούς Λογγοβάρδους, οι οποίοι κατέλαβαν τα 2/3 της χερσονήσου με μεγάλη ευκολία. Για το λόγο αυτόν, αντιμετωπίζοντας το μεγάλο κίνδυνο, η κυβέρνηση του Βυζαντίου, αποφάσισε να ενισχύσει την εξουσία της στην Ιταλία, αναθέτοντας την πολιτική διοίκηση στα χέρια των στρατιωτικών διοικητών. Τη διοίκηση της Ιταλίας θα αναλάμβανε ένας στρατιωτικός γενικός διοικητής, ο Έξαρχος, ο οποίος θα διεύθυνε από τη Ραβέννα όλη τη δράση των πολιτικών υπαλλήλων. Η δημιουργία του Εξαρχάτου της Ραβέννας ανάγεται στα τέλη του 6ου αιώνα, την εποχή δηλαδή του αυτοκράτορα Μαυρίκιου. Ο συνδυασμός των διοικητικών και των δικαστικών υπηρεσιών με τη στρατιωτική εξουσία δεν είχε ως αποτέλεσμα την άμεση κατάργηση των ανώτερων πολιτικών υπαλλήλων, οι οποίοι συνέχιζαν το έργο τους μαζί με τους στρατιωτικούς διοικητές, αλλά κάτω από την καθοδήγηση του στρατιωτικού Έξαρχου. Μόνον αργότερα φαίνεται ότι οι ανώτεροι πολιτικοί υπάλληλοι αντικαταστάθηκαν τελείως από τις στρατιωτικές αρχές. Ο Έξαρχος, ως αντιπρόσωπος της αυτοκρατορικής δύναμης, ακολούθησε στη διοίκησή του ορισμένες αρχές του καισαροπαπισμού, που τόσο πολύ ευνοούσαν οι αυτοκράτορες. Η τακτική αυτή εκδηλωνόταν με πράξεις τέτοιες, όπως είναι η επέμβαση στις θρησκευτικές υποθέσεις του Εξαρχάτου. Απεριόριστος στην εξουσία του, ο Έξαρχος, απολάμβανε αυτοκρατορικές τιμές. Το ανάκτορό του στη Ραβέννα θεωρείτο ιερό και ονομαζόταν Sacrum palatium, με όνομα δηλαδή που συνήθως δινόταν στην αυτοκρατορική κατοικία. Όταν ερχόταν στη Ρώμη τού γινόταν αυτοκρατορική υποδοχή: η Σύγκλητος, ο κλήρος και ο λαός τον συναντούσαν με μια θριαμβευτική πομπή, έξω από τα τείχη της πόλης. Όλες οι στρατιωτικές υποθέσεις, η διοίκηση, καθώς και οι δικαστικές και οικονομικές υποθέσεις, ήταν στη διάθεση του Έξαρχου. Όπως το Εξαρχάτο της Ραβέννας δημιουργήθηκε εξαιτίας των επιθέσεων των Λογγοβάρδων στην Ιταλία, έτσι διαμορφώθηκε το Εξαρχάτο της Αφρικής λόγω της απειλής των Αφρικανών μαύρων ή, όπως μερικές φορές ονομάζονται στα βιβλία, Βέρβερων, οι οποίοι συχνά επαναστατούσαν κατά του στρατού του Βυζαντίου, που κατείχε τη χώρα αυτή. Η διαμόρφωση του Εξαρχάτου της Αφρικής ή της Καρχηδόνας ανάγεται επίσης στα τέλη του 6ου αιώνα, στην εποχή δηλαδή του αυτοκράτορα Μαυρίκιου. Το Εξαρχάτο της Αφρικής διαμορφώθηκε, όπως και αυτό της Ραβέννας, διαθέτοντας την ίδια απεριόριστη δύναμη. Φυσικά μόνον η εξαιρετική ανάγκη οδήγησε τον αυτοκράτορα στο να δημιουργήσει μια τέτοια απεριόριστη εξουσία, όπως αυτή του Έξαρχου, που κάτω από τις κατάλληλες συνθήκες μπορούσε να μεταβληθεί σε πολύ επικίνδυνο αντίπαλο του ίδιου του αυτοκράτορα. Και πράγματι, ο Έξαρχος της Αφρικής επαναστάτησε κατά του Φωκά, ενώ ο γιος του Έξαρχου έγινε αυτοκράτορας το 610.
Στην Αφρική οι Έξαρχοι εκλέγονταν πολύ σοφά από τον Μαυρίκιο και διέθεταν μεγάλη ικανότητα και ενεργητικότητα για τη διοίκηση της χώρας και την επιτυχημένη άμυνά της κατά των επιθέσεων των εγχωρίων. Αφετέρου οι Έξαρχοι της Ραβέννας ήταν ανίκανοι να υπερνικήσουν την απειλή των Λογγοβάρδων. Όπως λέει ο Γάλλος επιστήμονας Diehl, τα δύο Εξαρχάτα πρέπει να θεωρηθούν ως πρόδρομοι των Θεμάτων, της μεταρρύθμισης δηλαδή της διοίκησης των επαρχιών, που άρχισε τον 7ο αιώνα για να απλωθεί σιγά - σιγά σε όλη την αυτοκρατορία και της οποίας κύριο χαρακτηριστικό υπήρξε η βαθμιαία επικράτηση της στρατιωτικής επί της πολιτικής εξουσίας. Ενώ οι επιθέσεις των Λογγοβάρδων και των Βερβερίνων προκάλεσαν σημαντικές μεταβολές στη Δύση και το Βορρά, στα τέλη του 6ου αιώνα, οι επιθέσεις των Περσών και των Αβάρων προκάλεσαν αργότερα την ανάληψη ίδιων μέτρων στην Ανατολή, ενώ η επίθεση των Σλάβων και των Βουλγάρων οδήγησαν σε παρόμοιες μεταρρυθμίσεις στη Βαλκανική χερσόνησο.
Πηγή : https://slpress.gr/istorimata/pedia-toy-katonos-vyzantino-stratigima-kai-megali-niki/
http://byzantin-history.blogspot.com/2010/10/blog-post.html





Το έπος των Βυζαντινών Ελλήνων στην Αφρική (Μέρος Α) : Η μάχη της Μάμμης 535 Μ.Χ.

Μετά την καταστροφή των Βανδάλων από τον Βελισάριο, η νέα επαρχία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, στη σημερινή Λιβύη, Τυνησία και Αλγερία, δεν ησύχασε. Οι Μαυριτανοί απόγονοι των αρχαίων Νουμίδων, επαναστάτησαν κατά της αυτοκρατορίας. Με τον Βελισάριο και το άνθος του Βυζαντινού Στρατού στην Ιταλία, η διοίκηση της ταραγμένης επαρχίας ανατέθηκε στον στρατηγό Σολόμωνα, ο οποίος έμελλε να γράψει νέες σελίδες δόξας, αλλά και να αφήσει την τελευταία του πνοή εκεί, ηρωικά μαχόμενος. Ο Ιουστινιανός ανέθεσε στον Σολόμωνα τόσο την στρατιωτική, όσο και τη πολιτική διοίκηση της επαρχίας, στα τέλη της άνοιξης του 534 μ.Χ. δίνοντάς του τον τίτλο του Magister Militum Africae, αλλά και του Praetorian Prefect Africae (στρατιωτικός διοικητής Αφρικής και πολιτικός διοικητής Αφρικής). Το 534 μ.Χ. οι Μαυριτανοί είχαν εξεγερθεί και είχαν συγκεντρώσει πολύ μεγάλες δυνάμεις. O Σολόμων αντίθετα είχε στη διάθεσή του μερικούς Βουκελάριους (επίλεκτοι ιππείς) που του εμπιστεύτηκε ο Βελισάριος, στην Καρχηδόνα. Στις λοιπές επαρχίες είχαν εγκατασταθεί βυζαντινές φρουρές, οι οποίες όμως, μετά το ξέσπασμα της εξέγερσης είχαν απομονωθεί και πάλευαν μόνο για την επιβίωσή τους. Κέντρο της εξέγερσης ήταν η επαρχία του Βυζακίου, η οποία ταυτίζεται με την σημερινή νότια Τυνησία. Στην περιοχή αυτή στάθμευαν βυζαντινές δυνάμεις υπό τον στρατηγό Ρουφίνο. Οι δυνάμεις αυτές όμως, περί τους 500 μόλις άνδρες, συντρίφθηκαν από τους Μαυριτανούς και ο Ρουφίνος αιχμαλωτίστηκε, και σύντομα αποκεφαλίστηκε. Η εξέλιξη αυτή κατάστησε φανερό στον Σολόμωνα ότι απαιτούντο ισχυρές δυνάμεις για να αντιμετωπιστεί η εξέγερση, στην οποία πλέον μετείχαν οι μεγαλύτεροι πολέμαρχοι των Μαυριτανών, ο Κουτζίνας, ο Εσδιλάσα, ο Ιουρφούρθης και ο Μεδισινίσσας. Ο τελευταίος ήταν που αποκεφάλισε και τον Ρουφίνο και μάλιστα πήρε το κεφάλι του ως τρόπαιο. Ο Σολόμων αποφάσισε να ενεργήσει άμεσα. Κατ’ αρχήν έστειλε μήνυμα στον Ιουστινιανό ζητώντας του ενισχύσεις. Παράλληλα προσπάθησε να έρθει σε συνεννόηση με τους εξεγερμένους, ώστε να λήξει ειρηνικά το όλο θέμα. Ενώπιον της αδιαλλαξίας των Μαυριτανών όμως ο Σολόμων αποφάσισε να τους αποστείλει μια επιστολή. Ουσιαστικά προσπαθούσε να κερδίσει χρόνο, περιμένοντας την αποστολή ενισχύσεων, οι οποίες αναμενόταν στις αρχές της άνοιξης του 535 μ.Χ. Οι Μαυριτανοί απάντησαν με θράσος στην επιστολή του Σολόμωνα και του ανακοίνωσαν πως είναι αποφασισμένοι να πολεμήσουν. Στο μεταξύ οι αναμενόμενες ενισχύσεις έφτασαν και ο Σολόμων είχε στη διάθεσή του περί τους 18.000 άνδρες. Η δύναμη αυτή ήταν πολύ μικρή για να αντιμετωπίσει τις πολλές χιλιάδες των Μαυριτανών. Παρόλα αυτά ο Σολόμων βάδισε με τον στρατό του εναντίον των αντιπάλων. Η μικρή βυζαντινή στρατιά κινήθηκε νοτιοδυτικά της Καρχηδόνας και συνάντησε τους εχθρούς στη θέση Μάμμες, στα όρια των επαρχιών Βυζακίου - Νουμιδίας.
Οι Μαυριτανοί ηγέτες είχαν ενώσει τις δυνάμεις τους και διέθεταν συντριπτική αριθμητική υπεροχή έναντι των Βυζαντινών. Παρόλα αυτά, μη διαθέτοντες βαρύ ιππικό, οι Μαυριτανοί αποφάσισαν να εφαρμόσουν ένα στρατήγημα με τον οποίο, παλαιότερα, είχαν συντρίψει τους Βανδάλους. Οι Μαυριτανοί έταξαν το πεζικό τους στην πεδιάδα των Μαμμών, στα όρια μιας σειράς λόφων. Στους λόφους έταξαν το ιππικό τους, με σκοπό, όταν οι Βυζαντινοί εμπλακούν με το πεζικό, το μαυριτανικό ιππικό να τους επιτεθεί στα πλευρά, επιχειρώντας να τους κυκλώσει. Όσον αφορά το πεζικό τους, αυτό τάχθηκε κυκλικά, ανάμεσα σε μια σειρά 12 ζυγών καμηλών, τις οποίες είχαν υποχρεώσει να γονατίσουν. Τα μη συνηθισμένα στη θέα, στις φωνές και στη μυρωδιά των καμηλών άλογα των Βυζαντινών, θα πανικοβάλλονταν, όπως είχαν πάθει και τα άλογα των Βανδάλων. Οι Μαυριτανοί πεζοί τάχθηκαν ανάμεσα και πίσω από τις καμήλες, έτοιμοι να πλήξουν με μια βροχή ακοντίων τους προελαύνοντες Βυζαντινούς. Οι Μαυριτανοί πεζοί ήταν εξοπλισμένοι με ακόντια, σπαθί και ασπίδα. Ορισμένοι έφεραν τόξο και σφενδόνη. Πολεμούσαν «πελταστικώς», δηλαδή σε χαλαρή τάξη, πλήττοντας τον αντίπαλο με τα ακόντιά τους και υποχωρώντας όταν δέχονταν πίεση. Μόνο όταν ο αντίπαλος, καταπονημένος από τη βροχή των ακοντίων και των λοιπόν βλημάτων, άρχιζε να δείχνει σημάδια αταξίας και διάλυσης εφορμούσαν εναντίον του. Το ιππικό τους επίσης ήταν ελαφρύ. Η προτιμώμενη τακτική των Μαυριτανών ιππέων ήταν να πλησιάζουν τον εχθρό, να τον πλήττουν με ακόντια και να υποχωρούν, χωρίς να εμπλέκονται σε μάχη μαζί του. Κάθε ιππέας ριχνόταν στη μάχη με μερικά ακόντια, σπάθη και μικρή ασπίδα. Κράνη και θώρακες φορούσαν μόνο οι ευγενείς και οι σωματοφύλακές τους και αυτοί όχι πάντα. Για τη σύνθεση της στρατιάς του Σολόμωνα δεν υπάρχουν ακριβείς πληροφορίες. Ωστόσο γνωρίζουμε ότι ο πυρήνας της στρατιάς ήταν μια ομάδα επίλεκτων Βουκελάριων ιππέων της φρουράς του Βελισάριου. Σίγουρα θα διέθετε και αρκετούς Καβαλάριους, τον κλασικό τύπο ιππέα του Βυζαντινού Στρατού της εποχής, δηλαδή, και προφανώς έναν αριθμό Σκουτάτων βαρέων πεζών και αριθμό ελαφρών πεζών, τοξοτών, ακοντιστών και σφενδονητών και ίσως ορισμένα τμήματα Ούννων και Γερμανών μισθοφόρων. Οι Βουκελάριοι έφεραν μακριά λόγχη, μακριά σπάθη, αλλά και τόξο. Άρχιζαν τη μάχη τοξεύοντας τον αντίπαλο και μόλις αυτός άρχιζε να χάνει την συνοχή του εφορμούσαν εναντίον του με τη λόγχη και την σπάθη. Οι Καβαλάριοι έφεραν τόξο και σπάθη, αλλά όχι ακόμα λόγχη. Η τακτική τους ήταν παρόμοια με αυτή των Βουκελάριων, αλλά μπορούσαν να πολεμήσουν ακόμα και σε διάταξη ακροβολισμού. Οι Σκουτάτοι ήταν το βαρύ πεζικό του Βυζαντινού Στρατού. Την ονομασία τους την όφειλαν στο «σκούτουμ», την οβάλ σχήματος ασπίδα που έφεραν, απόγονο της αρχαίας ασπίδας τύπου θυρεού. Ήταν οπλισμένοι με ένα ελαφρύ δόρυ, το οποίο χρησιμοποιείτο και ως ακόντιο και με μια μακριά σπάθη. Πολεμούσαν σε πυκνή τάξη. Εναντίον του αντιπάλου πεζικού εκτόξευαν τα ελαφρά τους δόρατα, πριν την επαφή και στη συνέχεια εφορμούσαν εναντίον τους με τις σπάθες, όπως οι Ρωμαίοι λεγεωνάριοι. Εναντίον αντιπάλου ιππικού πύκνωναν τις τάξεις τους και πρότασσαν τα δόρατά τους, σχηματίζοντας ένα φράγμα δοράτων και ασπίδων, όπως οι αρχαίοι Έλληνες οπλίτες. Οι Σκουτάτοι διέθεταν και άλλα μικρότερα ακοντίδια, τα λεγόμενα «ριπτάρια». Σε περίπτωση ανάγκης το πεζικό σχημάτιζε το λεγόμενο «Φούλκον», έναν εξαιρετικά πυκνό σχηματισμό, που επέτρεπε ολόπλευρη άμυνα, όπως τα κλειστά ναπολεόντεια τετράγωνα. Το βυζαντινό ελαφρύ πεζικό πολεμούσε αποκλειστικά σε διάταξη ακροβολισμού. Σε πολλές περιπτώσεις όμως τμήματα ελαφρών πεζών διατίθεντο ως οργανικές υπομονάδες στα τάγματα των Σκουτάτων, για να τους παράσχουν υποστήριξη «πυρός». Από τα παραπάνω καθίσταται φανερό πως ο Βυζαντινός Στρατός υπερείχε συντριπτικά σε «βάρος», οργάνωση και οπλισμό των αντιπάλων του, αλλά όχι σε αριθμό.
Φτάνοντας στην πεδιάδα της Μάμμης, ο Σολόμων διέταξε την κατασκευή οχυρού στρατοπέδου για να αποφευχθεί εχθρική αιφνιδιαστική επίθεση. Παρόλα αυτά έβλεπε πως το ηθικό των ανδρών του δεν ήταν όσο υψηλό θα έπρεπε, καθώς υπήρχε το πρόσφατο προηγούμενο του αφανισμού των δυνάμεων του Ρουφίνου. Ο Σολόμων, ως έμπειρος στρατηγός που ήταν αποφάσισε, πριν πολεμήσει , να εμψυχώσει τους άνδρες του. Για τον λόγο αυτό τους συγκέντρωσε και τους μίλησε. «Βλέπετε πως ο εξοπλισμός σας είναι καλύτερος αυτού των αντιπάλων και πέραν αυτού έχετε ανδρεία ψυχής και πείρα πολέμου και σωματική δύναμη ανώτερη. Οι Μαυριτανοί τίποτα από αυτά δεν διαθέτουν, παρά μόνο μεγάλο αριθμό. Όμως είναι εύκολο σε λίγους, μα καλά οπλισμένους άνδρες να νικήσουν ένα συρφετό χωρίς συνοχή. Ο γενναίος στρατιώτης εμπιστεύεται τις δυνάμεις του, ο δειλός το πλήθος…», είπε, μεταξύ άλλων, ο Σολόμων. Οι άνδρες του ξέσπασαν σε επευφημίες και αμέσως σχημάτισαν τις γραμμές τους. Ο Σολόμων, αν και υστερούσε αριθμητικά τουλάχιστον 3:1, είχε αποφασίσει να επιτεθεί, αντί να περιμένει τον αντίπαλο να κινηθεί. Η στρατιά του με υποδειγματική τάξη εξήλθε του οχυρού στρατοπέδου, στο οποίο όμως αφέθηκε η αναγκαία, φρουρά, για την περίπτωση ατυχήματος, και αναπτύχθηκε για μάχη, έναντι των Μαυριτανών. Ο Σολόμων εκμεταλλεύτηκε την παθητική διάταξη των αντιπάλωνκαι κίνησε την στρατιά του λοξώς δεξιά, ώστε το δεξιό του πλευρό να υπερκερά τον εχθρικό κύκλο, αλλά και να καλύπτεται από το ανεπτυγμένο στους κοντινούς λόφους εχθρικό ιππικό. Ήταν ένας παρακινδυνευμένος ελιγμός, καθώς το βυζαντινό αριστερό πλευρό αφήνονταν ακάλυπτο και υποκείμενο σε υπερκερωτική κίνηση. Όμως ο ελιγμός βασιζόταν στην ψυχρή λογική και πάνω από όλα στη γνώση του αντιπάλου. Το μαυριτανικό ιππικό, το μόνο ικανό να εκτελέσει τον υπερκερωτικό ελιγμό, ήταν ταγμένο απέναντι από το βυζαντινό δεξιό και λόγω των υπαρχόντων ορέων, δεν μπορούσε να ελιχθεί επί εσωτερικών γραμμών και να μετακινηθεί τασσόμενο έναντι του βυζαντινού αριστερού. Οι Μαυριτανοί θα μπορούσαν, ενδεχομένως, να χρησιμοποιήσουν το πολυάριθμο πεζικό τους. Τότε όμως ο αμυντικός κύκλος που είχαν δημιουργήσει θα έσπαζε και αν το βυζαντινό ιππικό, που αποτελούσε την πλαγιοφυλακή στο βυζαντινό αριστερό εφορμούσε, θα τους σάρωνε, στην πεδιάδα. Η καλύτερη λύση για τους Μαυριτανούς θα ήταν η προσπάθεια υπερκέρασης του βυζαντινού αριστερού πλευρού με τμήματα πεζικού μεταφερόμενα επί καμηλών. Με τον τρόπο αυτό και πιο γρήγορα θα κινούντο, αλλά και τον κίνδυνο από το βυζαντινό ιππικό θα εξουδετέρωναν. Παρόλα αυτά φαίνεται πως η προηγούμενη νίκη τους έναντι του μικρού τμήματος του Ρουφίνου είχε σε τέτοιο βαθμό εξυψώσει το ηθικό των ηγετών των Μαυριτανών, που επηρέασε τις αποφάσεις τους. Αυτό άλλωστε φαίνεται και από τον λόγο που εκφώνησαν προς τους άνδρες τους, πριν τη μάχη. Στο μεταξύ η βυζαντινή στρατιά άρχισε να βαδίζει εναντίον τους με απόλυτη ησυχία και τάξη. Το μόνο που ακούγονταν ήταν τα παραγγέλματα των αξιωματικών. Όταν όμως το βυζαντινό ιππικό του αριστερού πλευρού πλησίασε τον κύκλο των καμηλών τα άλογα τρομοκρατήθηκαν από τις καμήλες και αρνήθηκαν να προχωρήσουν. Έτσι προκλήθηκε σύγχυση την οποία οι Μαυριτανοί έσπευσαν να εκμεταλλευτούν, εξαπολύοντας αντεπίθεση. Ο Σολόμων είδε τα συμβαίνοντα και αμέσως βρήκε τη λύση. Διέταξε τους ιππείς του να κατέβουν από τα άλογα και να πεζομαχήσουν. Τα άλογα, προφανώς, αποσύρθηκαν πίσω από τους άνδρες, υπό τον έλεγχο των ιπποκόμων. Ο Σολόμων αφίππευσε και τέθηκε ο ίδιος επικεφαλής 500 Βουκελαρίων που είχε υπό τον άμεσο έλεγχό του. Με τη δύναμη αυτή κινήθηκε πεζός εναντίον του εχθρικού αριστερού πλευρού, με τους Βουκελάριους να μάχονται καλυμμένοι από τις μικρές τους ασπίδες, χρησιμοποιώντας τις λόγχες τους ως δόρατα. Σε λίγο η μικρή αυτή δύναμη πλησίασε τον κύκλο των καμηλών. Τότε ο Σολόμων διέταξε τους άνδρες του να επιτεθούν σφάζοντας τις καμήλες. Οι Βουκελάριοι έσφαξαν 200 περίπου καμήλες, ανοίγοντας διάδρομο ανάμεσα στην εχθρική παράταξη και φτάνοντας στο κέντρο του κύκλου, όπου οι Μαυριτανοί είχαν συγκεντρωμένες τις οικογένειές τους. Οι άμαχοι τρομοκρατήθηκαν και επιχείρησαν να ξεφύγουν αποδιοργανώνοντας πλήρως το μαυριτανικό πεζικό, δίνοντας την ευκαιρία στους υπόλοιπους Βυζαντινούς ιππείς να ανέβουν και πάλι στα άλογά τους και να ορμήσουν κατά του ατάκτως φεύγοντα εχθρού. Τα γυναικόπαιδα των Μαυριτανών αιχμαλωτίστηκαν, ενώ από το πεζικό τους 10.000 άνδρες σκοτώθηκαν, στη φάση της καταδίωξης, χωρίς το ιππικό τους να επιχειρήσει να τους καλύψει. Η συντριβή των Μαυριτανών ήταν απόλυτη, όσο και ο θρίαμβος του Σολόμωνα. Ψάλλοντας ύμνους, η στρατιά του νικητή στρατηγού επέστρεψε στην Καρχηδόνα με τους αιχμαλώτους, τα λάφυρα και όλες τις υπόλοιπες, πλην των 200, καμήλες, καθώς δεν μπορούσε να παραμείνει στην εχθρική ενδοχώρα, με εκτεθειμένες τις γραμμές ανεφοδιασμού της.
Πηγή : https://slpress.gr/istorimata/i-machi-tis-mammis-535-m-ch-to-stratigima-toy-solomona/





Κυριακή 16 Ιουνίου 2019

Αρβανίτικα : Μία λαϊκή γλώσσα των ηρώων του 1821

Είναι γνωστό σε όλους ότι παράλληλα με την έναρξη της επανάστασης του ’21 και τη συγκρότηση του ελληνικού κράτους η χώρα είχε να αντιμετωπίσει και το γλωσσικό πρόβλημα, δηλαδή ποια γλώσσα θα ομιλείται και θα γράφεται, ποια θα διδάσκεται στα σχολεία, με ποια θα σκέφτονται οι άνθρωποι, με ποια θα νομοθετούν, θα συνεννοούνται, θα αισθάνονται και θα δημιουργούν. Ως τότε η γλώσσα παράδερνε στην προφορική εκδοχή της, όπως αυτή αποτυπωνόταν σε διάφορες διαλέκτους που μιλιούνταν σε επιμέρους περιοχές του ελληνόφωνου κόσμου. Από την κρητική έως την ποντιακή διάλεκτο, τα κερκυραϊκά και τα κυπριακά, τα μανιάτικα και τα μακεδονίτικα, τα πελαγίσια και τα βουνίσια, η γλώσσα ήταν σκόρπια στους πέντε ανέμους, όπως και ο διάσπαρτος στον κόσμο ελληνισμός. Καθώς γράφει ο Φίνλεϊ, τότε την Ελλάδα την κατοικούσαν δυο φυλές, οι Έλληνες και οι Αρβανίτες, που μιλούσαν, φυσικά, τα ελληνικά και τ’ αρβανίτικα. Ωστόσο, πέραση είχαν και οι προφορικές ντοπιολαλιές, αυτές που με άνεση και γνήσιο αίσθημα ομιλούνταν από τους τοπικούς πληθυσμούς, δηλαδή τους Μανιάτες και τους Λαλαίους, τους Υδραίους και τους Ψαριανούς, τους Βραχωρίτες και τους Σουλιώτες. Αυτή την εποχή όλοι μιλούσαν, αλλά ελάχιστοι έγραφαν. Η γραφή και η ανάγνωση ανήκε αποκλειστικά στους «μορφωμένους» ιερείς και στους λεγόμενους γραμματικούς, τους σπουδαγμένους και στους εμπόρους. Ανάμεσα στον πληθυσμό κάποιοι είχαν μάθει και μερικά κολλυβογράμματα στο αλληλοδιδακτικό σχολείο, και μπορούσαν να ορνιθοσκαλίζουν τις σκέψεις τους, δίχως καν να έχουν τη δυνατότητα να αντεπεξέλθουν, για παράδειγμα, στις απαιτήσεις του πολεμικού ταχυδρομείου.
Τα κείμενα και οι προκηρύξεις της Επανάστασης, τα Συντάγματα και οι αποφάσεις της συντάχθηκαν από άτομα υψηλής μόρφωσης, Φαναριώτες και προύχοντες, σε μια γλώσσα αποκαθαρμένη, πλούσια και επιμελημένη. Η αλληλογραφία των οπλαρχηγών, που θα μπορούσε, από την πλευρά αυτή, να μας μεταφέρει την υφή του απλού λόγου των αμόρφωτων η ελάχιστα μορφωμένων αυτών ανθρώπων, δεν βοηθά, συχνά, ούτε κι αυτή, καθώς τη σύνταξη των μηνυμάτων και των επιστολών τους αναλάμβαναν οι «γραμματιζούμενοι» γραμματικοί τους. Αν το πρόβλημα αυτό για την ελληνική γλώσσα είναι μεγάλο, γίνεται αξεπέραστο και πελώριο όταν πρόκειται για τη γλώσσα των πολυάριθμων εκείνων αγωνιστών που ήταν αλλόγλωσσοι ή δίγλωσσοι, και μάλιστα σε γλώσσες προφορικές και όχι γραπτές, όπως συνέβαινε με τους Βλάχους και τους Αρβανίτες. Σπάνια από τα κείμενα-πηγές του Αγώνα μπορούμε να αντλήσουμε έστω μνεία γι' αυτές: έτσι π.χ., ο Ν. Κασομούλης στα απομνημονεύματά του, τα τόσο πολύτιμα και λεπτομερή, αναφερόμενος σ' ένα περιστατικό που αφορά τον Υδραίο- αρβανιτόφωνο Κουντουριώτη, καταγράφει την παροιμία που αυτός ανεφώνησε εις άπταιστον αλβανικήν «βάτε με κάλε, έρδε με γκομάρ» (που θα πει «πήγε με άλογο, γύρισε με γαϊδούρι»). Κατά τον ίδιο τρόπο, ο Κ. Μεταξάς στα απομνημονεύματά του, αναφερόμενος σε μια ομιλία του Μάρκου Μπότσαρη προς τους συμπολεμιστές του Σουλιώτες, αρκείται να σημειώσει: «τους ελάλησεν εις την γλώσσαν των, αλβανιστί, οι δε λόγοι του ήσαν πλήρεις ενθουσιασμού και πατριωτισμού...». Το ότι οι αγωνιστές του '21 -είτε ελληνόφωνοι είτε αλλόφωνοι είτε δίγλωσσοι- βωμολοχούσαν και έβριζαν είναι περισσότερο από βέβαιο. Οι βωμολοχίες αυτές μόνο σε λίγες περιπτώσεις καταγράφτηκαν κι έφτασαν ως εμάς· η ευπρέπεια που υποβάλλει ο γραπτός λόγος, καθώς και η επιδίωξη λόγιου λόγου που επέλεξαν οι περισσότεροι από τους αγωνιστές όταν αργότερα, μετά τον Αγώνα, έγραφαν τα απομνημονεύματα τους, δεν επέτρεψαν να γνωρίζουμε πολλά για το θέμα αυτό. Γνωρίζουμε ότι πριν από τις μάχες οι αντίπαλοι συνομιλούσαν κατ' αρχάς ήρεμα, για να καταλήξουν -συνήθως αλβανιστί- σε ύβρεις αισχρές ο ένας για τη θρησκεία του άλλου, ύβρεις που από μόνες τους έδιναν το σύνθημα της μάχης και περιέγραφαν το μίσος και το πάθος. «Τούρκε, γαμώ την πίστη σου και το συκώτι σου», κραύγαζαν οι Έλληνες της Νάουσας, όταν κατά την εξέγερση τους έσφαζαν τους παλιούς τους φίλους Τούρκους συντοπίτες τους, όπως με φρίκη καταγράφει ο Κασομούλης στα απομνημονεύματα του.
Άγνοια η και διαστρέβλωση της Ιστορίας προδίδει η καινοφανής άποψη που ακούσθηκε ότι δηλαδή μεγάλοι ήρωες του 1821 και των μετέπειτα εθνικών αγώνων υπήρξαν Αλβανοί. Γίνεται σύγχυση με τους Αρβανίτες, τους αρβανιτόφωνους Έλληνες. Άλλο, όμως, Αλβανοί και άλλο Αρβανίτες. Υπάρχει μεγάλη διαφορά. Και εξηγούμεθα: Ο Μάρκος Μπότσαρης, στη μνήμη του οποίου ασεβούν πολλοί, ήταν Έλλην αρβανιτόφωνος, όπως όλοι οι Σουλιώτες. Η ελληνική του συνείδηση φαίνεται και από την περίφημη φράση που είπε όταν πρωτοπάτησε στα Επτάνησα : Ο Έλλην δεν μπορεί να αισθάνεται ελεύθερος εκεί όπου κυματίζει η Βρετανική σημαία”.  Οι Αρβανίτες είναι μεταξύ των πρωταγωνιστών κατά τον δεκαετή Αγώνα της Επανάστασης του 1821 και στην στεριά και στην θάλασσα. Είναι γνωστό ότι τα περισσότερα χωριά της Αττικής, Βοιωτίας, Νότιας Εύβοιας, Αργολιδοκορινθίας, νησιά Αργοσαρωνικού αλλά και άλλες περιοχές της Πελοποννήσου, όπως τα χωριά του Σουλιμά στην Τριφυλία από όπου κατάγονταν και οι περίφημοι Ντρέδες του Μωριά, χωριά του Παναχαϊκού στην Ηλεία, χωριά της Θεσπρωτίας και της Πρέβεζας και κυρίως τα χωριά του Σουλίου, κατοικούνταν από Αρβανίτες. Είχαν εγκατασταθεί στον ελλαδικό χώρο κυρίως κατά την περίοδο της όψιμης Φραγκοκρατίας και λιγότερο, από διάφορες μικρότερες μετακινήσεις κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας. ΄Ετσι λοιπόν η πτώση του Βυζαντίου το 1453 βρίσκει τους Αρβανίτες εγκατεστημένους στον νοτιο-ελλαδικό χώρο να έχουν πλέον πλήρη εθνική συνείδηση και να έχουν εξελιχθεί σε αξιόλογο παράγοντα του πολιτικού, κοινωνικού και πνευματικού βίου. Ταύτισαν την μοίρα τους με την μοίρα του Ελληνισμού στην προσπάθειά του να διατηρήσει την εθνική και πολιτιστική του αυτοτέλεια και κυρίως έλαβαν μέρος με πρωταγωνιστικό πάρα πολλές φορές ρόλο σε όλα τα γεγονότα εναντίον των κατακτητών σε όλη την διάρκεια της σκλαβιάς. Σε έγγραφο ήδη από το 1479, του Προβλεπτή Μάρκου Βαρβαρίγου προς την Γερουσία της Βενετίας αναφέρονται τα εξής: «Οι Αρβανίτες και οι Έλληνες δεν είναι παρά ένας και μόνο λαός, που μισεί κάθε ξένο». Βεβαίως και Λόρδος Βύρων είναι θαυμαστής των Αρβανιτών. Τους γνώρισε κατά την προεπαναστατική περίοδο και τους αφιέρωσε πολλές ωραίες στροφές στο ποίημά του «Τσάιλντ Χάρολντ». Η μεγαλύτερη δε απόδειξη της ελληνικής τους συνείδησης ήταν και η τεράστια συμμετοχή τους και συμβολή τους στην Επανάσταση του 1821. Πολλοί από αυτούς ή ήταν μέλη της Φιλικής Εταιρείας ή είχαν ταυτιστεί με τους εξεγερμένους κλέφτες και αρματωλούς.
Όπως αναφέρει ο Τίτος Γιοχάλας στο βιβλίο του για τους αρβανίτες της Εύβοιας, «Η συμμετοχή των Αρβανιτών της Εύβοιας στον Αγώνα του ΄21 …. δεν εμφανίζει όψιμα ελληνοποιημένους «αλλοδαπούς» αλλά συνειδητοποιημένους Ρωμιούς». Και πιο κάτω «Η ολοκλήρωση της αφομοίωσης συντελέστηκε κατά την Τουρκοκρατία, όπου η ορθοδοξία βοήθησε καθοριστικά στην εθνική ταύτιση των δύο στοιχείων με την αντιδιαστολή τους προς τον αλλόθρησκο δυνάστη». «Αν στη γενιά του ‘21 οφείλουμε τη λευτεριά, στις προηγούμενες χρωστάμε την προετοιμασία της. Δίχως αυτές δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν η Επανάσταση θα είχε εκραγεί το 1821 κι όχι μεταγενέστερα και αν η έκβασή της θα ήταν η ίδια με αυτή που γνωρίζουμε. Στη γενιά της προπαρασκευής ανήκουν οι γονείς και οι παππούδες των μαχητών του ‘21. Οι περισσότεροι από εκείνους έκλεισαν τα μάτια τους χωρίς να προλάβουν να ζήσουν την Επανάσταση ή να δουν την πατρίδα τους ελεύθερη…».
Και στη θάλασσα ο κύριος κορμός της επανάστασης στηρίχθηκε στους αρβανίτες μια και οι πλέον ένδοξοι ναύαρχοι και ναυμάχοι είναι αρβανίτες και διέθεσαν στον αγώνα τα μεγαλύτερα και ισχυρότερα πλοία όπως και το μεγαλύτερο κομμάτι των περιουσιών τους. Για την Ύδρα ενδεικτικά αναφέρουμε τα ονόματα του Ανδρέα Μιαούλη και των γιών του Δημήτρη και Αντώνη, του Ανδρέα Πιπίνου του πυρπολητή, του Γεώργιου Σαχτούρη, του Αναστάση και Λάζαρου Τσαμαδού, του Ιάκωβου, Γεώργιου και Μανώλη Τομπάζη, του Αντώνη και Αλέξανδρου Κριεζή. Για τις Σπέτσες του Γκίκα Μπόταση και των γιών του Θεοδόση και Νικόλα, του αδελφού του Παναγιώτη, του Γιάννη Μέξη και των γιών του και τη θρυλική Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα. Οι ναυτικές τους επιχειρήσεις και οι νικηφόρες ναυμαχίες τους αποτελούν τον κορμό της Ναυτικής Ιστορίας της Επανάστασης του 1821. Με τα λίγα παραπάνω γεγονότα που αναφέρθηκαν γίνεται κατανοητή η μεγάλη συμβολή των αρβανιτών και στην στεριά και στην θάλασσα στην νικηφόρα έκβαση του αγώνα για την απελευθέρωση του 1821. Δεν είναι βέβαια δυνατόν στα πλαίσια ενός περιορισμένου άρθρου να γίνει μία πλήρης καταγραφή των γεγονότων και κυρίως της πλήρους εξιστόρησης όλων των πτυχών του αγώνα. Αδιαμφισβήτητη όμως είναι η καθοριστική συμβολή όλων αυτών των μεγάλων Ελλήνων Αρβανιτών, από όποιο σημείο και αν αγωνίστηκαν στον Αγώνα της Εθνεγερσίας. Δόθηκε δε ιδιαίτερη βαρύτητα στον αγώνα στην Αττική και στην απελευθέρωση της Αθήνας, γιατί ποτέ από την πολιτεία επίσημα δεν καθιερώθηκε και δεν τιμάται από το επίσημο κράτος. Μέχρι σήμερα όποιες πρωτοβουλίες έχουν γίνει προς αυτή την κατεύθυνση έχουν γίνει από τους περιφεριακούς δήμους της Αττικής, από εκεί που κατάγονταν οι αγωνιστές της επανάστασης που απελευθέρωσαν την Αττική και την Αθήνα. Θα πρέπει επιτέλους να καθιερωθεί η 25η Απριλίου σαν επίσημη εορτή της πρώτης απελευθέρωσης της Αθήνας και να τιμηθούν οι αγωνιστές εκείνοι που πρώτοι όρθωσαν το ανάστημά τους στους κατακτητές και έφεραν τον αέρα της λευτεριάς στην μετέπειτα πρωτεύουσα της πατρίδας μας.
Πηγή : http://www.fourtounis.gr/arthra/2011/11/27/27-11-2011.html
https://www.antibaro.gr/article/4050
https://paraktios.gr/2019/03/25/%CE%B7-%CF%83%CF%85%CE%BC%CE%B2%CE%BF%CE%BB%CE%B7-%CF%84%CF%89%CE%BD-%CE%B1%CF%81%CE%B2%CE%B1%CE%BD%CE%B9%CF%84%CF%89%CE%BD-%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%B5%CF%80%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CF%83%CF%84%CE%B1/




Μέγας Αλέξανδρος : Οι κατακτήσεις που δεν έγιναν πότε για έναν πλανήτη γεμάτο Ελλάδα

Ο Μέγας Αλέξανδρος γεννήθηκε στην Πέλλα της Μακεδονίας τον Ιούλιο του έτους 356 π.Χ.. Γονείς του ήταν ο βασιλιάς Φίλιππος Β' της Μακεδονίας και η πριγκίπισσα Ολυμπιάδα της Ηπείρου. Ως βασιλιάς της Μακεδονίας, συνέχισε το έργο του πατέρα του, Φιλίππου Β', και του παππού του, Αμύντα Γ', ικανών στρατηγών, πολιτικών και διπλωματών, οι οποίοι διαδοχικά αναμόρφωσαν το μακεδονικό βασίλειο και το εξέλιξαν σε σημαντική δύναμη του ελληνικού κόσμου, και με τη σειρά του ο Αλέξανδρος το διαμόρφωσε σε παγκόσμια υπερδύναμη. Ως Μακεδόνας είχε συνείδηση της ελληνικής του καταγωγής. Υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους στρατηγούς στην ιστορία, και κατά την περίοδο των 13 ετών της βασιλείας του (336 - 323 π.Χ.) κατέκτησε το μεγαλύτερο μέρος του τότε γνωστού κόσμου προς την ανατολή (Μικρά Ασία, Περσία, Αίγυπτο κλπ), φτάνοντας στις παρυφές της Ινδίας, και χωρίς να έχει ηττηθεί σε μάχη που ο ίδιος συμμετείχε. Οι Αλεξανδρινοί χρόνοιαποτελούν το τέλος της κλασικής αρχαιότητας και την απαρχή της περιόδου της παγκόσμιας ιστορίας γνωστής ως Ελληνιστικής. Πέθανε στη Βαβυλώνα, στο παλάτι του Ναβουχοδονόσορα Β' στις 10 Ιουνίου του 323 π.Χ., σε ηλικία 32 ετών και 11 μηνών. Το σύνολο της επιρροής του, συχνά τον κατατάσσει μεταξύ των κορυφαίων παγκοσμίων προσωπικοτήτων όλων των εποχών με τη μεγαλύτερη επιρροή, μαζί με τον δάσκαλο του Αριστοτέλη.
Ο Αλέξανδρος θεωρείται ως ένας από τους μεγαλύτερους στρατηγούς όλων των εποχών, και αποτέλεσε στρατιωτικό πρότυπο για όλους τους μετέπειτα μεγάλους στρατηγούς της ιστορίας. Αυτό οφείλεται στο ότι ποτέ δεν έχασε μια μάχη, έναν ανταρτοπόλεμο ή μια πολιορκία στα 12 χρόνια της βασιλείας του.βΕπίσης, με την ίδρυση πόλεων και βιβλιοθηκών, και τη συμμετοχή επιστημόνων και γεωγράφων στις εκστρατείες του, άλλαξε την ιστορία του κόσμου με την διάδοση του ελληνικού πολιτισμού στην Ευρασία και τη μίξη του με τις τοπικές παραδόσεις και έθιμα των άλλων πολιτισμών. Κατά τη διάρκεια των αιώνων, υπήρξαν πολλοί προσκυνητές της σορού του στην Αλεξάνδρεια, όπως ο Ιούλιος Καίσαρας, ο Οκταβιανός, και άλλοι. Η επίδραση των εκστρατειών του παρέμεινε μέσω των διαδόχων και επιγόνων του στις διάφορες περιοχές που είχε κατακτήσει μακριά από την Ελλάδα, όπως την Αίγυπτο της δυναστείας των Πτολεμαίων, Μέση Ανατολή της δυναστείας των Σελευκιδών, καθώς και το μετέπειτα Ελληνικό βασίλειο της Βακτριανής και το Ινδοελληνικό βασίλειο στην Κεντρική Ασία και Ινδία. Ο Αλέξανδρος αποτέλεσε πρότυπο για πολλούς μεταγενέστερους στρατηγούς και ηγεμόνες ιδίως στον τομέα της ψυχολογικής στρατηγικής. Προσωπικότητες όπως ο Αννίβας και ο Ναπολέων τον θεωρούσαν το μεγαλύτερο στρατηγικό εγκέφαλο στην ιστορία. Ο Σάχης Αλαντίν Μουχάμαντ Β', ιδρυτής της μεγάλης περσικής Αυτοκρατορίας των Χωρεσμίων (13ος αιώνας), που επί εποχής του κάλυπτε έκταση από την Κασπία Θάλασσα και το Καζακστάν ως τον Ινδικό Ωκεανό, είχε κόψει νομίσματα με τη μορφή του ως νέου Αλεξάνδρου και την επιγραφή Iskandar i Thani (Δεύτερος Αλέξανδρος). Η συνολική επιρροή του, συχνά τον φέρνει μεταξύ των προσωπικοτήτων με τη μεγαλύτερη επιρροή διεθνώς.
Ο Μέγας Αλέξανδρος υπήρξε αναμφισβήτητα ένας πάρα πολύ φιλόδοξος ηγέτης. Το μυαλό του δεν έπαψε ποτέ να επεξεργάζεται σχέδια για εξερευνήσεις και κατακτήσεις νέων εδαφών. Όταν το 323 π.Χ πέθανε σε ηλικία 33 ετών, βρισκόταν στην Βαβυλώνα, όπου αναπαυόταν μετά την επιστροφή του από την εκστρατεία στην Ινδία. Αυτή η περίοδος ανάπαυλας όμως ήταν εντελώς προσωρινή. Ο Μακεδόνας βασιλιάς δεν σκόπευε σε καμία περίπτωση να αποσυρθεί από τις μάχες και να κυβερνήσει την αυτοκρατορία του ειρηνικά. Ποιες καινούργιες πολεμικές επιχειρήσεις είχε άραγε στο νου του λίγο πριν πεθάνει;
Σχεδόν όλες οι αρχαίες πηγές συμφωνούν πως, μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωής του, ο Μέγας Αλέξανδρος οργάνωνε πυρετωδώς μια μεγάλη εκστρατεία στην Αραβία. Ο απόπλους του στόλου μάλιστα αναβαλλόταν συνεχώς, εξαιτίας της σταθερής επιδείνωσης που παρουσίαζε η υγεία του Μακεδόνα βασιλιά. Στην εκστρατεία θα συμμετείχαν βέβαια και χερσαίες δυνάμεις. Ως αφορμή για την εισβολή θα χρησίμευε το γεγονός ότι τα αραβικά έθνη δεν είχαν στείλει ποτέ πρεσβευτές στον Αλέξανδρο ούτε είχαν επιδιώξει με κάποιον επίσημο τρόπο την φιλία του. Παρόλα αυτά, οι Μακεδόνες διοικητές γνώριζαν ελάχιστα πράγματα για την χώρα στην οποία σκόπευαν να εκστρατεύσουν. Ο Αλέξανδρος είχε στείλει τρεις ναυτικές αποστολές, με εντολές να περιπλεύσουν την Αραβική Χερσόνησο μέχρι την Αίγυπτο, αλλά όλες απέτυχαν να πραγματοποιήσουν τον σκοπό τους. Εντούτοις κατάφεραν να συλλέξουν αρκετές πολύτιμες πληροφορίες για τις δυνατότητες των περιοχών που εξερεύνησαν. Οι αναφορές των τριών αποστολών μιλούσαν για μια τεράστια χώρα, με ακτογραμμή όχι πολύ μικρότερη από εκείνη της Ινδίας. Ο Αλέξανδρος μάθαινε ενθουσιασμένος ότι στα παράλια των περιοχών που εξερευνήθηκαν υπήρχαν δεκάδες φυσικά λιμάνια, κατάλληλα για την ίδρυση πόλεων και εμπορικών ναύσταθμων. Ένα επιπλέον κίνητρο για τις μελλοντικές επιχειρήσεις στην Αραβία ήταν φυσικά και ο πλούτος της χώρας, η οποία φημιζόταν για την σμύρνα, το λιβάνι, την κανέλα και τα διάφορα αιθέρια έλαιά της.
Εκτός από την συλλογή γεωγραφικών πληροφοριών, οι προετοιμασίες της σχεδιαζόμενης εκστρατείας περιλάμβαναν συγκέντρωση στρατευμάτων από διάφορα σημεία της αυτοκρατορίας, ναυπήγηση νέων πλοίων και στρατολόγηση επιπλέον πληρωμάτων. Παράλληλα είχαν ξεκινήσει εργασίες επέκτασης του λιμανιού της Βαβυλώνας. Ο Αλέξανδρος ήθελε να αυξήσει την χωρητικότητα του ώστε να μπορεί να φιλοξενήσει 1000 πολεμικά πλοία, διαθέτοντας ταυτόχρονα ισάριθμους νεώσοικους. Η Βαβυλώνα θα χρησίμευε ως βάση για τις επιχειρήσεις στην Αραβία. Από εκεί θα ξεκινούσε ο στόλος, ο οποίος θα διέσχιζε τον ποταμό Ευφράτη και θα εξερχόταν στον Περσικό Κόλπο. Μέσω της ίδιας διαδρομής θα γινόταν και ο ανεφοδιασμός των ελληνικών στρατευμάτων που θα βρίσκονταν στην Αραβική Χερσόνησο, καθώς και η αποστολή των απαιτούμενων εφεδρειών. Όλα αυτά όμως ματαιώθηκαν με τον πρόωρο και ξαφνικό θάνατο του Αλεξάνδρου, οι διάδοχοι του οποίου δεν είχαν το ίδιο ενδιαφέρον για νέες εξερευνήσεις και κατακτήσεις.
Σύμφωνα με τον αρχαίο Έλληνα ιστορικό Διόδωρο τον Σικελιώτη, μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου βρέθηκαν κάποιες προσωπικές του σημειώσεις, οι λεγόμενες «Υπομνήματα». Σε αυτές, ο Μακεδόνας στρατηλάτης περιέγραφε με λεπτομέρειες τα μελλοντικά του σχέδια για μια εκστρατεία στις βόρειες ακτές της Αφρικής. Οι κύριοι στόχοι της φιλόδοξης εκείνης επιχείρησης θα ήταν η Καρχηδόνα, η Λιβύη και οι Ηράκλειες Στήλες, δηλαδή το σημερινό Στενό του Γιβραλτάρ. Ο Αλέξανδρος είχε ως απώτερο σκοπό να θέσει υπό τον έλεγχό του τα βόρεια παράλια της Αφρικής και να τοποθετήσει κατά μήκος τους μια σειρά από ναύσταθμους. Με αυτόν τον τρόπο θα δημιουργούσε ένα δίκτυο εμπορικών δρόμων που θα ξεκινούσε από τις Ηράκλειες Στήλες και θα κατέληγε στα λιμάνια της Μέσης Ανατολής και του Ινδικού Ωκεανού. Βασικοί αντίπαλοι του Αλεξάνδρου σε αυτήν την εκστρατεία θα ήταν όχι μόνο οι Καρχηδόνιοι και τα έθνη των βορειοαφρικανικών ακτών αλλά και κάποιες παράλιες φυλές της Ιβηρικής Χερσονήσου και της Σικελίας. Για την προέλαση των μακεδονικών δυνάμεων προς την Δύση είχε προγραμματιστεί η κατασκευή 1000 καινούργιων πολεμικών πλοίων στα ναυπηγία της Φοινίκης, της Συρίας, της Κιλικίας και της Κύπρου. Ο ίδιος στόλος εξάλλου θα συμμετείχε και στην σχεδιαζόμενη εκστρατεία της Αραβίας, που αναφέρθηκε προηγουμένως. Ορισμένοι μελετητές υποστηρίζουν ότι ο Μακεδόνας βασιλιάς σκόπευε να χρησιμοποιήσει την Βόρειο Αφρική ως βάση για μελλοντικές επιχειρήσεις στην Ιταλία, όπου η Ρώμη άρχιζε να αναδεικνύεται σε περιφερειακή δύναμη.Κάτι παρόμοιο εξάλλου είχε ήδη πραγματοποιηθεί από κάποιο μέλος της οικογένειάς του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ο αδερφός της μητέρας του, ο Αλέξανδρος Α΄ o Μολοσσός, βασιλιάς της Ηπείρου, εκστράτευσε το 333 π.Χ στην κάτω Ιταλία για να βοηθήσει τους Ταραντίνους εναντίον των Λευκανών και των Βρεττίων. Η άποψη αυτή όμως παραμένει στα όρια της απλής εικασίας, καθώς οι αρχαίες πηγές δεν αναφέρουν κάποια συγκεκριμένα σχέδια του Μεγάλου Αλεξάνδρου για επιχειρήσεις εναντίον των Ρωμαίων.
Ο Μέγας Αλέξανδρος επιθυμούσε ανέκαθεν να διαπιστώσει αν η Κασπία Θάλασσα ήταν μια πολύ μεγάλη λίμνη όπως υποστήριζε ο Αριστοτέλης ή κάποιος τεράστιος θαλάσσιος κόλπος. Επιπλέον η θέση της βρισκόταν σε ένα στρατηγικό σημείο, ενώνοντας γνωστές περιοχές της Ασίας με άγνωστες περιοχές της Ευρώπης. Για τον λόγο αυτό ο στρατηγός Ηρακλείδης τέθηκε επικεφαλής μιας αποστολής στην Υρκανία, την περιοχή που βρίσκεται νότια της Κασπίας Θάλασσας. Εκεί, ο Μακεδόνας διοικητής, με εντολή του Αλεξάνδρου, θα συγκέντρωνε στρατεύματα και θα ναυπηγούσε επί τόπου έναν νέο στόλο, χρησιμοποιώντας την ξυλεία των γειτονικών δασών. Στη συνέχεια θα εξερευνούσε τις ακτές της Κασπίας Θάλασσας, συγκεντρώνοντας πληροφορίες για τα έθνη που κατοικούσαν γύρω από αυτήν και τους ποταμούς που κατέληγαν στα νερά της. Κάποιοι σύγχρονοι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι αυτή η εξερευνητική εκστρατεία δεν παρέμεινε στο στάδιο του σχεδιασμού και τελικά πραγματοποιήθηκε. Είναι όμως πρακτικά αδύνατο να εξακριβωθεί με βεβαιότητα αν κάτι τέτοιο ισχύει.
Η εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ανατολή άλλαξε για πάντα την ιστορία της Ασίας, επιφέροντας ριζικές μεταβολές μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Ποια θα ήταν όμως τα αποτελέσματα μιας παρόμοιας επιχείρησης στην Δύση; Θα μπορούσε άραγε να ιδρυθούν και να μακροημερεύσουν ελληνικά κρατίδια στην Βόρειο Αφρική; Θα κατάφερναν οι Ρωμαίοι και οι Καρχηδόνιοι να δημιουργήσουν τις δικές τους αυτοκρατορίες; Πώς θα διαμορφωνόταν η ιστορία των λαών της Αραβικής Χερσονήσου και της περιοχής γύρω από την Κασπία, αν υποτάσσονταν στους Μακεδόνες και έρχονταν σε επαφή με τον ελληνικό πολιτισμό; Όλα αυτά είναι ερωτήματα που εκ των πραγμάτων θα μείνουν αναπάντητα, όσοι αιώνες κι αν περάσουν.
Πηγή : http://reporter24.gr/2018/11/25/oi-ekstrateies-tou-megalou-aleksandrou-pou-den-eginan-pote/
https://el.m.wikipedia.org/wiki/%CE%91%CE%BB%CE%AD%CE%BE%CE%B1%CE%BD%CE%B4%CF%81%CE%BF%CF%82_%CE%BF_%CE%9C%CE%AD%CE%B3%CE%B1%CF%82




Η θρησκευτική πολιτική του Ιουστινιανού : Ο εμφύλιος πόλεμος των Βυζαντινών που οδήγησε στην κατάρρευσή και τις βαρβαρικές κατακτήσεις

Κύριος στόχος της θρησκευτικής πολιτικής του Ιουστινιανού αποτέλεσε η επιβολή του ορθόδοξου δόγματος σε όλη την αυτοκρατορία. Η πολιτική  αυτή βοηθούσε τον αυτοκράτορα, που αποσκοπώντας στην ανασύσταση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, προσπαθούσε να βελτιώσει τις σχέσεις του με τον Πάπα ύστερα από την επιδείνωση που είχε επέλθει με το Ακακιανό Σχίσμα (519). Ανασταλτικό παράγοντα στην άσκηση μιας συνεπούς πολιτικής αποτελούσε και η Θεοδώρα, η οποία για πολιτικούς λόγους αλλά και λόγω ιδιαίτερων σχέσεων με στελέχη του Μονοφυσιτισμού, υποστήριζε τους τελευταίους. Ο Ιουστινιανός καταδίκασε το 527 και 528 τις αιρέσεις και έλαβε αυστηρά μέτρα κατά των αιρετικών, ανάμεσα στα οποία ήταν και η διακοπή το 529 της λειτουργίας της φιλοσοφικής σχολής της Αθήνας. Στο πλαίσιο αυτό καταδίκασε και το Μονοφυσιτισμό. Ωστόσο, ύστερα από μεσολάβηση της Θεοδώρας, αποδέχτηκε την άνοδο στον πατριαρχικό θρόνο του Aνθίμου, γνωστού για τις μονοφυσιτικές τάσεις του. Το γεγονός αυτό προκάλεσε την επίσκεψη του πάπα Αγαπητού στην Κωνσταντινούπολη, την παραίτηση του Ανθίμου και την άνοδο ορθόδοξου πατριάρχη στο θρόνο. Ακολούθησε όχι μόνο σύνοδος στην Κωνσταντινούπολη το 536 και καταδίκη του Μονοφυσιτισμού αλλά και σφοδροί διωγμοί και εκτελέσεις εναντίον τους. Το 543 η αυτοκράτειρα μεσολάβησε και πάλι και ο Ιουστινιανός εξέδωσε "Λόγο" που αποσκοπούσε στη συμφιλίωση ορθοδόξων-μονοφυσιτών καταδικάζοντας τα έργα τριών νεστοριανών θεολόγων, "Τα τρία κεφάλαια" όπως είναι γνωστά, κάτι που αποτελούσε μακροχρόνιο αίτημα των μονοφυσιτών. Έτσι οι μονοφυσίτες βρέθηκαν προσωρινά να υπερέχουν. Ο θάνατος της Θεοδώρας αναχαίτισε κάθε προσπάθεια συμφιλίωσης μονοφυσιτών και ορθοδόξων, καθώς οι τελευταίοι στράφηκαν ξανά ενάντια στους μονοφυσίτες με σφοδρότητα. Tο 553 η νέα οικουμενική σύνοδος στην Kωνσταντινούπολη καταδίκασε για άλλη μια φορά "Τα τρία κεφάλαια" προσβλέποντας σε μια συμφιλιωτική προσπάθεια με τους μονοφυσίτες. Η θρησκευτική πολιτική του Ιουστινιανού όχι μόνο δε γεφύρωσε το χάσμα ανάμεσα σε ορθοδόξους και μονοφυσίτες αλλά αντίθετα δημιούργησε μεγαλύτερες αντιθέσεις οι συνέπειες των οποίων, κυρίως για την τύχη των ανατολικών μονοφυσιτικών επαρχιών, επρόκειτο να φανούν στο μέλλον. Ιδιαίτερος στόχος της θρησκευτικής πολιτικής του Ιουστινιανού ήταν και το ιεραποστολικό έργο του με την κήρυξη του Ευαγγελίου και την προσχώρηση στο Χριστιανισμό λαών της Αιγύπτου και της βορείου Αφρικής, καθώς και λαών γύρω από την Ερυθρά θάλασσα και νότια του Καυκάσου.
Ως διάδοχος των Ρωμαίων αυτοκρατόρων ο Ιουστινιανός θεωρούσε καθήκον του να ανασυγκροτήσει τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, ενώ συγχρόνως  ευχόταν να μπορέσει να καθιερωθεί στο κράτος του ενιαία νομοθεσία και ενότητα πίστεως. << Ένα κράτος, μια νομοθεσία, μια Εκκλησία>>, αυτή υπήρξε με λίγα λόγια, όλη η γραμμή της πολιτικής του Ιουστινιανού. Στο θρησκευτικό τομέα προσπάθησε να επιβάλλει την ορθοδοξία σε όλη την αυτοκρατορία , καταδιώκοντας τους οπαδούς της αρχαίας θρησκείας, αναστέλλοντας τη λειτουργία της Νεοπλατωνικής Ακαδημίας και διαδίδοντας τον Χριστιανισμό στους λαούς του Καυκάσου και της ανατολικής Αφρικής.  H πολιτική του Ιουστινιανού στα θρησκευτικά θέματα αντικατόπτριζε την πεποίθηση ότι η ενότητα της αυτοκρατορίας προϋπέθετε την ενότητα της θρησκείας. Αρα ο αυτοκράτορας έπρεπε να μεριμνά όχι μόνο για την καλή διοίκηση της Εκκλησίας αλλά και για την ενότητα του δόγματος σε ολόκληρη την αυτοκρατορία.H αποκατάσταση της ρωμαϊκής κυριαρχίας στη Δύση θα γινόταν άλλωστε ευκολότερα αν η Εκκλησία και οι πιστοί στην Ιταλία και στις άλλες πρώην δυτικές ρωμαϊκές επαρχίες καθώς και στην Αφρική συμφωνούσαν με τις θρησκευτικές απόψεις του Αυτοκράτορα και της Εκκλησίας της Ανατολής. Αυτό εξηγεί το γιατί μεγάλο μέρος των νόμων του Ιουστινιανού αφορά θρησκευτικά θέματα. Ο Ιουστινιανός, καθ’ όλη την διάρκεια της βασιλείας του δεν έπαψε να ασχολείται και με τα εκκλησιαστικά ζητήματα. Ο πρωταρχικός του στόχος ήταν η πραγμάτωση μιας μεγάλης και ενιαίας κρατικής θρησκείας, της Ορθοδοξίας, η οποία θα αντανακλούσε στο θρησκευτικό πεδίο την πολιτική και κοινωνική ενότητα του κράτους.Όμως, το σχέδιο αυτό γεννούσε μεγάλα διλήμματα, από την στιγμή που διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές είχαν αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα και άλλες θρησκευτικές πεποιθήσεις.
Στην αρχή, το 536, για να ικανοποιήσει τους δυτικούς, τους οποίους είχε ανάγκη για την κατάκτηση της Ιταλίας, καταδίωξε τις αιρέσεις και απαγορεύτηκε σε οπαδούς του μονοφυσιτισμού να καταλαμβάνουν κρατικά και στρατιωτικά αξιώματα. Όμως ο μονοφυσιτισμός είχε σημαντικό λαϊκό έρεισμα στην Συρία και την Αίγυπτο, όπου αποτελούσε την θρησκευτική πλειοψηφία και διαπλεκόταν με τα εθνικά αισθήματα των κατοίκων, που δεν αναγνώριζαν τον πρωτεύοντα ρόλο της Κωνσταντινούπολης. Μοιραία λοιπόν η θρησκεία ταυτιζόταν με την πολιτική και η σκληρή πολιτική του Ιουστινιανού δεν επέφερε παρά μόνο την ολοένα και περισσότερο ογκούμενη λαϊκή δυσαρέσκεια. Όσο ζούσε η Θεοδώρα, η οποία καταγόμενη από την Αίγυπτο (ή την Κύπρο) είχε μια πιο ολοκληρωμένη εποπτεία των πραγμάτων στις σημαντικότατες αυτές επαρχίες, σε σημείο που να θεωρείται οπαδός του Μονοφυσιτισμού, προσπαθούσε να πείσει τον Ιουστινιανό να ακολουθήσει πιο συμβιβαστική πολιτική. Γι’ αυτό, το 543 ο Ιουστινιανός σταμάτησε τις διώξεις και επέτρεψε μάλιστα στους μονοφυσίτες να ανασυστήσουν την εκκλησία τους. Αυτοί που αντιδρούσαν σε κάθε συνεννόηση με τους μονοφυσίτες ήταν οι δυτικοί επίσκοποι, που παρεμπόδιζαν τις συμβιβαστικές απόπειρες του αυτοκράτορα. Ο Ιουστινιανός το 544 εξέδωσε ένα Διάταγμα, στο οποίο καταδίκαζε κάποιες θέσεις των μονοφυσιτών, κυρίως της σχολής της Αντιόχειας, αλλά παράλληλα έπραττε το ίδιο και με τρία κείμενα (τα λεγόμενα Τρία Κεφάλαια ) που περιείχαν αντιμονοφυσιτικές θέσεις και είχαν αναγορευθεί ως επίσημα κείμενα της Ορθοδοξίας, από την Σύνοδο της Χαλκηδόνος. Οι δυτικοί αντέδρασαν σφοδρά και ο πάπας Βιγίλιος, αν και χρωστούσε το αξίωμα του στην Θεοδώρα, έγινε ο πρωτεργάτης της αντίστασης. Ο Ιουστινιανός τον ανάγκασε να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη, όπου μετά από πολλές πιέσεις, ο Βιγίλιος αναγκάστηκε απρόθυμα να καταδικάσει τα Τρία Κεφάλαια. Όμως το αποτέλεσμα ήταν να σημειωθούν μεγάλες αντιδράσεις στην Δύση και ο αυτοκράτορας αποφάσισε να συγκαλέσει Οικουμενική Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη. Χωρίς να περιμένει τις αποφάσεις της Συνόδου, ο Ιουστινιανός επανέλαβε την καταδίκη των Τριών Κεφαλαίων και παράλληλα απαγόρευσε κάποια κείμενα από σημαντικές εκκλησιαστικές μορφές της Αντιόχειας, πρωτεργάτες του μονοφυσιτισμού. Την ίδια στιγμή ο Βιγίλιος πρωτοστατούσε στις εναντίον του επιθέσεις από την Χαλκηδόνα, στην οποία είχε βρει άσυλο σε ένα ναό. Οι απόψεις του Ιουστινιανού τελικά υπερίσχυσαν στην 5η Οικουμενική Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης του 553, ο Βιγίλιος υποχώρησε, αλλά η πλειοψηφία των δυτικών επισκόπων δεν αποδέχτηκε τις αποφάσεις της. Έτσι δημιουργήθηκε σχίσμα ανάμεσα στις Εκκλησίες, που θα διαρκέσει για 50 περίπου χρόνια, αλλά και στο εσωτερικό της δυτικής Εκκλησίας, που θα κρατήσει για 150 περίπου χρόνια.
Ο Ιουστινιανός λοιπόν, στον τομέα αυτό δεν κατάφερε και πολλά πράγματα. Δεν μπόρεσε να κερδίσει την εύνοια των μονοφυσιτών και παράλληλα αποξενώθηκε από τους δυτικούς, που δεν έβλεπαν με καλό μάτι την ωμή παρέμβαση του σε εκκλησιαστικά ζητήματα. Ο αυτοκράτορας αντίθετα θεωρούσε χρέος και αποστολή του να καθοδηγεί τα θέματα της Εκκλησίας και γι’ αυτό αποκαλούσε τον εαυτό του “Αυτοκράτορα και Ιερέα ”.  Στο τέλος οι συνεχείς ασκήσεις εξισορρόπησης των αντίθετων ιδεών Δυτικών και Ανατολικών, τους οποίους ο Ιουστινιανός χρειαζόταν το ίδιο για την εκπλήρωση των σχεδίων του, θα οδηγηθούν σε αδιέξοδο και αποτυχία. Προς το τέλος μάλιστα της ζωής του, θα οδηγηθεί και ο ίδιος σε αιρετικές θέσεις, προπαγανδίζοντας την θεωρία πως το ανθρώπινο σώμα του Ιησού στην πραγματικότητα ήταν Θείο και ο Ιησούς φαινομενικά υπέφερε. Μόνο με τον θάνατο του αυτοκράτορα θα αποφευχθούν καινούργιες συγκρούσεις και διαμάχες στο εσωτερικό της Εκκλησίας. Πάντως ο Ιουστινιανός είναι ένα τυπικό παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες θα αντιμετωπίζουν σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας του Βυζαντίου την θρησκεία και της ιδέας που είχαν για τον δικό τους ρόλο. Στο πλαίσιο της θρησκευτικής πολιτικής του Ιουστινιανού εντάσσεται και ο εκχριστιανισμός αλλοδόξων πληθυσμών της Δυτικής Μικράς Ασίας, της Λυδίας, της Καρίας, της Αιθιοπίας, της Συρίας, της Αιγύπτου και άλλων περιοχών. Για να επιτύχει εξάλλου τη διάδοση του χριστιανισμού σε βαρβαρικούς λαούς ο Ιουστινιανός ενίσχυσε σημαντικά τον μοναχισμό και τον ασκητισμό ιδρύοντας πολλά νέα μοναστήρια και συγκροτώντας πραγματική στρατιά ιεραποστόλων οι οποίοι ανελάμβαναν το καθήκον του προσηλυτισμού στον χριστιανισμό των βαρβαρικών φυλών. Λιγότερες δυσκολίες αντιμετώπισε ο Ιουστινιανός με τον παγανισμό, που ήταν πια πολύ αδύναμος για να αντιδράσει. Ήδη από το 528, με διάταγμα του έκλεισε την φιλοσοφική σχολή των Αθηνών, τελευταίο προπύργιο της διδασκαλίας της αρχαίας λατρείας, ενώ απαγορεύτηκε στους οπαδούς της να καταλαμβάνουν θέσεις στην κρατική μηχανή. Τέλος καταδίωξε και τους Σαμαρείτες, την ιουδαϊκή αίρεση, που εξεγέρθηκαν το 529, έχοντας ταυτόχρονα κοινωνικά και οικονομικά αιτήματα.
Ο Ιουστινιανός, στο πανόραμα της Βυζαντινής ιστορίας, είναι μια ξεχωριστή προσωπικότητα και το στίγμα του στο Βυζαντινό κράτος υπήρξε ανεξίτηλο. Φιλόδοξος, ακατάβλητος και οργανωτικός έκανε πράξη αυτό που όλοι οι αυτοκράτορες του Βυζαντίου ονειρεύτηκαν, την ανασύσταση και την ενοποίηση του ρωμαϊκού κράτους. Οπωσδήποτε, σε μια μακροχρόνια προοπτική, τα αποτελέσματα ήταν κατώτερα από την ενέργεια και τους ανθρώπινους και υλικούς πόρους που χρησιμοποιήθηκαν. Η θρησκευτική του πολιτική βάθυνε το χάσμα με τις επαρχίες της Αιγύπτου και της Συρίας προετοιμάζοντας την εύκολη αραβική κατάκτηση των περιοχών αυτών, ενώ δεν έλυσε τα προβλήματα με την Δύση. Όμως παραμένει γεγονός ότι η επιτυχημένη εν τέλει προσπάθεια του Ιουστινιανού, όσον αφορά τον δικό του βιολογικό κύκλο, συσπείρωσε, σε πολιτιστικό επίπεδο, τα πιο ζωντανά κοινωνικά στρώματα της εποχής του και έδωσε όραμα σε επιστήμονες και καλλιτέχνες. Ο αυτοκράτορας αυτός αναβίωσε μια εξουσία και ένα κράτος που για πολλά χρόνια απουσίαζαν και έγινε σημείο αναφοράς και κατεύθυνση για πολλές συνειδήσεις. Ήταν ένας καινούργιος άνθρωπος που συνέλαβε τον ρόλο του κράτους σε μια κοινωνία και στους επί μέρους τομείς της, σε μια εποχή που παρόμοιες αναζητήσεις ήταν σπανιότατες, αν δεν απουσίαζαν εντελώς. Όπως γράφει και ο μεγάλος βυζαντινολόγος Σαρλ Ντιλ, “ αυτός ο χωρικός από την Μακεδονία (Δαρδανια), είναι ο εξοχότερος αντιπρόσωπος δύο μεγάλων ιδεών: της αυτοκρατορικής και της χριστιανικής ιδέας. Και το όνομα του θα μείνει αθάνατο στην Ιστορία, ακριβώς γιατί είχε αυτές τις δύο μεγάλες ιδέες ”.
Ο Ιουστινιανός κατάφερε να επεκτείνει τα σύνορα της Αυτοκρατορίας από τους Άγιους τόπους και τα βάθη της Μικράς Ασίας μέχρι τις Ηράκλειες στήλες, επαναφέροντας τα σύνορα στα ίδια σχεδόν, της παλιάς Ρωμαϊκής. Στη Μεσόγειο και τον Εύξεινο Πόντο οι περιοχές επανέρχονται στη Δυτική Αυτοκρατορία και επιβάλλεται πλέον μια ένωση μέσω της κοινής χριστιανικής πίστης, με κέντρο την Κωνσταντινούπολη. Ο βυζαντινός στρατός σημειώνει νίκες στην Ιταλία, το νότιο τμήμα της Ισπανίας και την Αφρική, και οι Πέρσες σταματούν τις επιχειρήσεις τους κατά του Βυζαντίου, σεβόμενοι τις συνθήκες. Η επανάκτηση της Δυτικής Αυτοκρατορίας διήρκεσε 25 χρόνια, με συνεχείς εκστρατείες κατά των Περσών και κατασκευή εκτενούς αμυντικού συστήματος (ορατού ακόμα και σήμερα σε όλη την λεκάνη της Μεσογείου). Ωστόσο η περίοδος βασιλείας του Ιουστινιανού περιλαμβάνει και πλήθος άλλων σημαντικών εξελίξεων, όπως κωδικοποίηση των νόμων, ενίσχυση του εμπορίου, εισαγωγή της καλλιέργειας του μεταξιού από την Κίνα, θρησκευτικές μεταρρυθμίσεις, ενίσχυση των δημοσίων οικονομικών και ανέγερση δημοσίων οικοδομημάτων με αποκορύφωμα την Αγία Σοφία. Η φιλόδοξη επέκταση του Βυζαντίου όμως, προκάλεσε αρκετές εσωτερικές διαμάχες με τον πληθυσμό να κάνει συχνές εξεγέρσεις, είτε λόγω των δυσβάσταχτων φόρων από τους μακροχρόνιους πολέμους, είτε λόγω θρησκευτικών διαφορών. Η συνεχής εξωτερική απειλή, από σχεδόν όλα τα μέτωπα, οδήγησε σε μια περίοδο πτώσης της Αυτοκρατορίας, που ήρθε αμέσως μετά τον θάνατο τον Ιουστινιανού. Χαρακτηριστικά, το μεγαλύτερο τμήμα της Ιταλίας κατελήφθη από τους Γερμανούς Λομβαρδούς, μόλις 3 χρόνια από το θάνατό του. Ο Προκόπιος στο έργο του Απόκρυφη Ιστορία κατηγορεί τον ίδιο τον Ιουστινιανό αλλά κυρίως τη Θεοδώρα για αυτό.
Δεν πέρασαν δυο χρόνια από το θάνατο του Μωάμεθ και οι Άραβες μαχητές με την καθοδήγηση των δύο πρώτων χαλιφών εισέβαλαν και κατέκτησαν, σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, τις γειτονικές πλούσιες χώρες της Εγγύς Ανατολής. Οι κατακτήσεις των Αράβων πραγματοποιήθηκαν με εκπληκτική ταχύτητα και είχαν ποικίλες αιτίες. Ιδιαίτερη σημασία είχε η εξάντληση των Βυζαντινών και των Περσών από τους μακροχρόνιους μεταξύ τους αγώνες, Η σπουδαιότερη όμως αιτία ήταν το ψυχικό σχίσμα που είχε προκληθεί ανάμεσα στο κέντρο και στις ανατολικές επαρχίες του Βυζαντινού Κράτους, λόγω της αίρεσης του μονοφυσιτισμού που είχε επικρατήσει σ' αυτές. Οι τύχες της Συρίας, της Περσίας, της Παλαιστίνης, της Μεσοποταμίας και της Αρμενίας είχαν οριστικά κριθεί μέχρι το 640. Συγχρόνως άρχισε η κατάκτηση της Αιγύπτου, του σιτοβολώνα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η οποία ολοκληρώθηκε με την οριστική κατάληψη της Αλεξάνδρειας το 646. Μετά την κατάληψη της Βόρειας Αφρικής, στις αρχές του 8ου αι., οι Άραβες ατέκτησαν μέρος της βησιγοτθικής Ισπανίας. Η προέλαση τους όμως στη Δύση αναχαιτίστηκε τελικά από τους Φράγκους στο Πουατιέ της Γαλλίας το 732.
Πώς είδαν οι Μονοφυσίτες την πολιτική του Ηρακλείου. "Ο Ηράκλειος δεν επέτρεπε στους Ορθόδοξους (Σημ.: Ο συγγραφέας, μονοφυσίτης ο ίδιος, αποκαλεί Ορθόδοξους τους οπαδούς της αίρεσης αυτής) να παρουσιαστούν μπροστά του και δεν δεχόταν τα παράπονά τους για τις εκκλησίες που τους είχαν αφαιρεθεί. Για το λόγο αυτό, ο θεός της εκδίκησης [...], βλέποντας τη σκληρότητα των Ρωμαίων που σ' όλη τους την επικράτεια λεηλατούσαν σκληρά τις εκκλησίες μας και τα μοναστήρια μας και μας καταδίκαζαν ανελέητα, έφερε από το νότο τους γιους του Ισμαήλ (Άραβες), για να μας ελευθερώσουν από την κακία, την οργή και τον σκληρό φανατισμό των Ρωμαίων εναντίον μας." (Μιχαήλ ο Σύρος, ΙΙ/2, 412-413, C. Mango, Βυζάντιο, 118.)
Πηγή : http://pilavakis.tripod.com/new_page_52.htm
http://vizantinonistorika.blogspot.com/2013/09/blog-post_17.html
https://el.m.wikipedia.org/wiki/%CE%99%CE%BF%CF%85%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BD%CE%B9%CE%B1%CE%BD%CF%8C%CF%82_%CE%91%C2%B4
http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSGL-B131/756/4970,22643/
http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSGYM-B107/371/2473,9491/


Κυριακή 2 Ιουνίου 2019

Η παγίδα του Θουκυδίδη : Γεωπολιτικά και στρατηγικά μαθήματα στην Ελλάδα, τις ΗΠΑ και την Κίνα

Η Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου από τον Θουκυδίδη είναι ένα αφήγημα στρατηγικής που όλοι όσοι προσπαθούν να κατανοήσουν την φιλοσοφία του πολέμου πρέπει να το μελετήσουν. Με τη μελέτη του Πελοποννησιακού Πολέμου συνειδητοποιούμε ότι οι πολυπλοκότητες της σύγχρονης ζωής δεν έχουν διαφοροποιηθεί από τις αντίστοιχες των προηγούμενων γενεών άσχετα με τα προβλήματα και την τεχνολογική εξέλιξη του σήμερα. Στην πραγματικότητα, όπως αναφέρει, ο Θουκυδίδης, μας παρέχει μια αξιόπιστη βάση από την οποία θα ανακαλύψουμε τον καλύτερο τρόπο αντιμετώπισης των πολύπλοκων προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι σύγχρονοι στρατηγικοί σχεδιαστές, επιτρέποντάς μας να κατανοήσουμε καλύτερα την αντιμετώπιση της συνεχιζόμενης γεωπολιτικής αστάθειας και την παρατεταμένη απειλή του πολέμου.
Ο Θουκυδίδης καταγράφει τον αντίκτυπο του πολέμου στον χαρακτήρα των εμπλεκόμενων κρατών. Χρησιμοποιεί την μεταμόρφωση της Αθήνας ως προειδοποιητική ιστορία για το τι επιφέρει ο πόλεμος σε ένα κράτος που είναι απροετοίμαστο για την επιβολή επιρροής στους εταίρους, συμμάχους και αντιπάλους ως μια αδιαμφισβήτητη ηγέτιδα δύναμη, για το κόστος της εφαρμογής άπληστης ισχύος ή στην επιδίωξη ενός άδικου πολιτικού σκοπού. Η ανάλυσή του βασίζεται στην κατανόηση, ότι η φύση του πολέμου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ανθρώπινη φύση, η οποία με τη σειρά της διαμορφώνει τη στρατηγική και στρατιωτική κουλτούρα που εκδηλώνεται στον χαρακτήρα του πολέμου και στους πολιτικούς στόχους για τους οποίους αγωνιζόμαστε. Μέσω μιας αφηγηματικής προσέγγισης, το έργο του χρησιμεύει, ακόμη και ως προειδοποίηση για την ηθική παρακμή της κοινωνίας κατά τη διάρκεια ενός παρατεταμένου πολέμου.
Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος που έπληξε όλη την Αρχαία Ελλάδα ξεκίνησε με σχετικά μικρές συγκρούσεις που αφορούσαν την Κέρκυρα και την Ποτίδαια, με αποτέλεσμα να κλιμακωθούν οι εντάσεις μεταξύ της Αθήνας και της Σπάρτης στο οριακό σημείο του γενικευμένου πολέμου. Επειδή η τεχνολογία έχει καταρρίψει τις αποστάσεις, πιστεύω ότι η Ευρασία μπορεί να συγκριθεί με ένα συνεκτικό σύστημα σύγκρουσης όπως ήταν οι πόλεις-κράτη της αρχαίας Ελλάδας. Μάλιστα διακρίνουμε ότι στη βασική θεώρηση του κόσμου μας, η κατάσταση είναι η ίδια όσον αφορά τη παρακμή σε πάρα πολλά σημεία. Προς το συμφέρον της ανθρωπότητας, ώστε να αποφευχθεί μια νέα τραγωδία, οι ηγέτες που χαράσσουν πολιτική πρέπει να ανησυχήσουν για το πώς να μην προκαλέσουν περισσότερη αναρχία από ότι ο κόσμος ήδη έχει.
Ξεκινώντας στα τέλη του 19ου αιώνα, οδηγηθήκαμε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, με έναυσμα το «Ανατολικό Ζήτημα», δηλαδή τη στρατηγική για την αποδυνάμωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στα Βαλκάνια και τη Μέση Ανατολή, που κυριάρχησε στην Ευρωπαϊκή γεωπολιτική σκηνή. Το Ανατολικό Ζήτημα φαίνεται να έχει πλέον αντικατασταθεί από το Ευρασιατικό ζήτημα, δηλαδή τι πρέπει να γίνει για την αποδυνάμωση των κρατών από τους ισχυρούς γεωπολιτικούς παίκτες, όπως λόγου χάρη, παλαιότερα κινείτο η αυτοκρατορική κληρονομιά στο προσκήνιο. Καθώς προσπαθούμε να κατανοήσουμε σήμερα γιατί η Τουρκία κάνει αυτά που κάνει, ποία κίνητρα την ωθούν και πιέζει, είναι χρήσιμο να υπενθυμίσουμε ότι η βάση της ανθρώπινης φύσης δεν έχει αλλάξει για χιλιάδες χρόνια.
Ο Θουκυδίδης προειδοποιεί για την ύπαρξη του σημείου ανατροπής όπου μια ακμάζουσα δύναμη γίνεται υπερβολικά ισχυρή για να περιορισθεί. Σε αυτό το σημείο, η σύγκρουση μεταξύ σχεδόν ίσων, μπορεί να παρουσιαστεί ως αναπόφευκτη. Επίσης, μπορεί να υπάρξει σύγκρουση όταν οι ανίσχυροι σύμμαχοι για τη δική τους προστασία επιδιώκουν τη δράση από τον κυρίαρχο και ισχυρό εταίρο. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ο πολιτικός σκοπός του πολέμου μπορεί να επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό από το φόβο του κόστους της έκβασης του πολέμου όσο και από τον φόβο του ίδιου του πολέμου. Αυτή η περιγραφή είναι συνάμα μια συμβουλή σε ένα ευρύ φάσμα σχέσεων κρατών. Όπως τα έθνη αυξάνονται, απειλούν άλλα έθνη που δεν έχουν άλλη επιλογή παρά να αναλάβουν την απειλή πολύ σοβαρά. Συχνά, αυτή η απειλητική συμπεριφορά είναι ακούσια. Οι μελετητές των διεθνών σχέσεων έχουν ονομάσει αυτή την ιδέα, «δίλημμα ασφαλείας» και διαπιστώνουμε ότι συμβαίνει ξανά και ξανά, τόσο σε στρατηγικά θέματα όσο και σε επιχειρησιακό επίπεδο συγκρούσεων. Ένα δίλημμα ασφαλείας για την εθνική μας πολιτική είναι και ο ζωτικός χώρος του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου που το γειτονικό κράτος της Τουρκίας προσπαθεί εναγωνίως να υφαρπάξει.
Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε ότι ο Πελοποννησιακός Πόλεμος, δεν αφορά την εποχή που γράφτηκε αλλά και το σύγχρονο κόσμο. Η σύγκρουση συνεχίζει να υφίσταται στο παρόν και τα υποτιθέμενα της διδάγματα, είναι τόσο παρόμοια, που συναντώνται στους περισσότερους από τους πολέμους του περασμένου αιώνα, αλλά και της σύγχρονης εποχής. Γιατί ο αρχαίος αυτός πόλεμος μεταξύ της Αθήνας και της Σπάρτης εξακολουθεί να χρησιμοποιείται τόσο συχνά, ιδιαίτερα όταν η αντιπαλότητα υφίσταται ανάμεσα σε ένα δίπολο, όπου παίζεται το σενάριο του μηδενικού αθροίσματος; Διότι πέραν όλων των άλλων, κυρίως οι δυο αντίπαλοι ήταν αντιθετικοί σχεδόν σε όλες τις απόψεις και έτσι η διπολική πάλη ανακηρύσσεται τελικός διαιτητής των αντίστοιχων αξιών τους, πολιτικών και πολιτιστικών αξιών. Σε στιγμές μεγάλης αναταραχής, πολλοί θα αναρωτηθούμε. Τι θα ακολουθήσει; Τι πρέπει να αναζητήσουμε; Τι έχουν κάνει οι άλλοι; Η απάντηση είναι ότι για να προβλέψουμε το μέλλον, πρέπει να αντιληφθούμε το παρελθόν.
Οι περισσότεροι πόλεμοι, βέβαια, δεν τελειώνουν όπως ξεκινούν. Πριν από την επίθεση στο Σαγγάριο, για παράδειγμα, η στρατιωτική ηγεσία των Ελλήνων σκέφτηκε ότι μια μεγάλη μάχη θα κέρδιζε τον πόλεμο. Μετά τη μάχη των μαχών, συνειδητοποιήσαμε ότι χάθηκαν δεκάδες χρόνων αγώνων, χιλιάδες ζωές και εκατομμύρια σε κεφάλαιο που χρειάστηκαν για να καταστρέψουν και την κοιτίδα του ελληνισμού στη Μικρά Ασία. Έτσι και οι Σπαρτιάτες προχώρησαν στην Αττική την άνοιξη του 431 π.Χ. με το σκεπτικό ότι σε ένα χρόνο οι καταστροφές των πεδίων θα τους έφερναν τη νίκη. Όμως επτά χρόνια αργότερα καμία από τις πλευρές δεν προσέγγισε τη νίκη και χρειάστηκαν ακόμη είκοσι χρόνια πολέμου. Ο ίδιος ο Πελοποννησιακός πόλεμος, επίσης αποδείχθηκε ένα κολοσσιαίο παράδοξο. Η Σπάρτη διατηρούσε ένα ισχυρό στρατό ξηράς στον τότε γνωστό κόσμο. Ωστόσο, ήταν το νεοσύστατο ναυτικό της Σπάρτης που τελικά κέρδισε τις μεγάλες μάχες και έκρινε την έκβαση του πολέμου.
Το αναφέρω αυτό διότι η Θαλάσσια ισχύς, ήταν, είναι και θα είναι, άμεσα συνδεδεμένη με την τύχη του Ελληνισμού, ως πηγή πόρων, ως μέσο μεταφοράς, εθνικής επικράτησης και στρατηγικής κυριαρχίας σε οποιασδήποτε φάση της εγχώριας ανάπτυξης, διότι η πατρίδα μας είναι ναυτικό κράτος. Η Πατρίδα μας, παρά τις τόσες εσωτερικές αδυναμίες και τις συνεχείς υπονομεύσεις της τρόικας ή του κουαρτέτου, κατορθώνει εν τούτοις να διατηρεί στις θαλάσσιες δυνάμεις μια ισορροπία δυνάμεων τουλάχιστο στο Αιγαίο. Αυτή η ισορροπία όμως διαταράσσεται υπέρ του αντιπάλου μας, και το βλέπουμε καθημερινά. Οι παραβιάσεις έχουν ενταθεί ποιοτικά και ποσοτικά, για αυτό υπάρχει ανησυχία για ενίσχυση της αποτρεπτικής μας ισχύος. Πιστεύω σήμερα ειδικά, ο αεροναυτικός παράγων, κατ’ αύξουσα συνεχώς κλίμακα, είναι εκ των αποφασιστικότερων προϋποθέσεων για την τύχη του Έθνους.
Η διατήρηση αυτής της θέσης είναι μια ατέρμονη διαδικασία καθήκοντος που γίνεται πιο δύσκολη σε κάθε κρίσιμη κατάσταση. Το Πολεμικό Ναυτικό έχει ζωτικό ρόλο στην προστασία της εθνικής μας ακεραιότητας και ελευθερίας. Μπορούμε να διατηρήσουμε αυτή την ελευθερία μόνο μέσα από ένα Ναυτικό που έχει τους ικανούς πόρους και την απόλυτη αφοσίωση προς τον σκοπό αυτό. Ο έλεγχος των ελληνικών θαλασσών σημαίνει ασφάλεια και ειρήνη. Επίσης μπορεί να σημαίνει και νίκη. Η Ελλάδα έχει καθήκον να ελέγχει το ζωτικό χώρο του Αιγαίου και της νοτιοανατολικής Μεσογείου, αν θέλουμε να προστατεύσουμε την εθνική μας ασφάλεια και να διατηρήσουμε την επιβίωσή μας. Εν ολίγοις, για να μη βρεθούμε σε δυσάρεστες εκπλήξεις τα σύγχρονη έθνη, καταρτίζουν αποτρεπτικά και αμυντικά σχέδια έκτακτης ανάγκης για να βοηθήσουν τις άμυνες τους. Η ανικανότητα ενός έθνους θα έχει ως αποτέλεσμα να υποστεί εισβολή καθώς ο κίνδυνος παρερμηνείας της εικόνας και κλιμάκωσης απειλής, δίδει τη δυνατότητα στον εχθρό να γίνει πιο απειλητικός. Καθώς όλο και περισσότερο η Τουρκία βλέπει να δέχεται πλήγματα στις στρατηγικές της επιλογές του μεγαλοϊδεατισμού, το πρόβλημα στις θάλασσες του Αιγαίου και της Μεσογείου σίγουρα θα επιδεινωθεί.
Η πιθανή πρόσκληση της FYROM για ένταξη στην επικείμενη Σύνοδο του ΝΑΤΟ στις 11-12 Ιουλίου, μέσω των προσεκτικών διατυπώσεων του διεθνούς παράγοντα, μαρτυρά το τετελεσμένο, δηλαδή την αναβάθμιση του βόρειου γείτονα μέσω της ένταξής του στους ευρωατλαντικούς θεσμούς μετά τη συμφωνία των Πρεσπών. Η συνολική εξέλιξη είναι δύσκολο να αποτιμηθεί για την Ελλάδα. Σε τέτοιες περιπτώσεις καλό θα ήταν να προσπαθήσει κάποιος να δει το δάσος και όχι μόνο το δέντρο. Με τη διπλωματική αναβάθμιση της FYROM ολοκληρώνεται ένας «νέος βαλκανικός χώρος», εκείνος των Δυτικών Βαλκανίων που συγκροτείται μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας με μια σειρά παλαιών και νέων κρατών ή μορφωμάτων, βρίσκεται σε επαφή με τους ευρωατλαντικούς θεσμούς και προσπαθεί να λειτουργήσει εξισορροπητικά απέναντι στην πάγια ρωσική επιρροή στην περιοχή των Βαλκανίων. Στον νέο ιδιότυπο ψυχρό πόλεμο το επεισόδιο των Βαλκανίων μπορεί να μοιάζει περιφερειακό, αλλά δεν παύει να είναι ιδιαίτερα σημαντικό καθώς πλέον το γεωστρατηγικό παιχνίδι δεν αφορά μόνο δύο αλλά τρεις, αφού και η Κίνα με σταθερά βήματα και με σύμμαχό της τη διαφορετική προσέγγισή της στο θέμα του χρονικού βάθους εγκαθιδρύεται στην περιοχή των Βαλκανίων, την οποία θεωρεί ως την είσοδό της στην Ευρώπη. Η παγίδα του Θουκυδίδη αναφέρεται στη θεωρία της σύγκρουσης δύο δυνάμεων, της ανερχόμενης που προσπαθεί να υπερσκελίσει τη δεσπόζουσα. Η διένεξη αυτή μετατρέπεται συνήθως σε πολεμική σύγκρουση. Στη βαλκανική περίπτωση τα πράγματα δεν φαίνονται να είναι τόσο ξεκάθαρα ούτε οι ρόλοι αποσαφηνισμένοι. Οι μεγάλοι παίκτες αναζητούν ρόλους, θέσεις, και σε αυτόν τον αγώνα δρόμου φαίνεται να προχωρούν και σε κινήσεις συχνά αλληλοαναιρούμενες. Η παγίδα του Θουκυδίδη μοιάζει αυτήν τη στιγμή πιο πολύ σαν μια σκακιέρα, όπου η κίνηση κάθε παίκτη προκαλεί σχεδόν την άμεση αντίδραση του άλλου.
Η Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου είναι υποχρεωτικό ανάγνωσμα στις στρατιωτικές ακαδημίες των ΗΠΑ και  στα πανεπιστημιακά μαθήματα στρατηγικής  σε όλο τον κόσμο. Τώρα ένα νέο βιβλίο του Γκραμ Αλισον, καθηγητή στη Σχολή Κένεντι του Χάρβαρντ και υφυπουργού άμυνας στην πρώτη κυβέρνηση Κλίντον, έχει προκαλέσει μεγάλη συζήτηση στην Ουάσιγκτον, καθώς ο συγγραφέας συνιστά  σε όσους είναι επιφορτισμένοι με τη διαχείριση της μεγάλης αντiπαλότητας του 21ου αιώνα, που φέρνει αντιμέτωπες τις ΗΠΑ με την Κίνα, να διδαχθούν από την ανάλυση του Θουκυδίδη για τη σύγκρουση των δύο μεγάλων δυνάμεων της αρχαίας Ελλάδας  στον  5ο αιώνα π.χ., της Αθήνας και της Σπάρτης. Στην «παγίδα του Θουκυδίδη», όταννμια ανερχόμενη δύναμη απειλεί να εκθρονίσει μια κυρίαρχη δύναμη, το πιθανότερο αποτέλεσμα είναι ο πόλεμος, όπως η άνοδος της Αθήνας και ο φόβος που αυτή προκάλεσε στην δεσπόζουσα δύναμη της εποχής, την Σπάρτη, έφερε  τον καταστροφικό Πελοποννησιακό Πόλεμο (431-404 π.χ ). Μελετώντας 16 ανάλογες περιπτώσεις τα τελευταία  500 χρόνια, το «Πρότζεκτ της Παγίδας του Θουκυδίδη», που ο συγγραφέας διευθύνει στο Χάρβαρντ, διαπίστωσε ότι μόνο σε τέσσερις από αυτές  αποφεύχθηκε ο πόλεμος. Είναι όμως ασφαλές να συμπεράνει κανείς ότι η  οικονομική εκτίναξη της Κίνας με την παράλληλη αύξηση της στρατιωτικής και πολιτικής επιρροής της, που απειλεί την πρωτοκαθεδρία της Αμερικής, αναπόφευκτα θα καταλήξει σε θερμή σύγκρουση, ιδιαίτερα τώρα που οι ηγέτες των δύο χωρών  υπόσχονται να «αναστήσουν το μεγαλείο τους»? Ο συγγραφέας μάς υπενθυμίζει ότι  η άνοδος της Αθήνας με την αύξηση της αυτοπεποίθησης και του γοήτρου  της συνοδεύθηκε από απαιτήσεις για τον σεβασμό της από φίλους και αντιπάλους και προσδοκίες για διευθετήσεις που θα αντανακλούσαν τη νέα ισορροπία  ισχύος, αλλά η Σπάρτη αντέδρασε  στην απειλή ανατροπής του στάτους κβο με ανασφάλεια και φόβο . Η διεκδικητική πολιτική της Αθήνας μετατράπηκε σε ύβρι και η ανασφάλεια της Σπάρτης οδήγησε σε παράνοια, με αποτέλεσμα μικρές κρίσεις και κακοί υπολογισμοί  να πυροδοτήσουν ένα καταστροφικό πόλεμο, που γονάτισε την αρχαία Ελλάδα. Στις αρχές του 21ου αιώνα η θεαματική οικονομική άνοδος της Κίνας έχει προκαλέσει τεκτονικές αλλαγές στην παγκόσμια τάξη πραγμάτων, που προέκυψε μεταπολεμικά. Αν συνεχισθούν οι μέσοι ρυθμοί ανάπτυξης των τελευταίων ετών, το ΑΕΠ της Κίνας  αναμένεται να ξεπεράσει αυτό της Αμερικής σε μια δεκαετία, ενώ αν οι οικονομίες μετρηθούν με ισοτιμίες αγοραστικής δύναμης η Κίνα  κατέχει ήδη τα πρωτεία, σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα.  Μάλιστα παρά την επιβράδυνση του ετήσιου ρυθμού ανάπτυξης της στο 6-7%, η Κίνα πιστώνεται με το  40% της παγκοσμίας οικονομικής μεγέθυνσης  μετά τη Μεγάλη Υφεση του 2008. Ετσι το δόγμα του Σουν Τσου στην «Τέχνη του Πολέμου», ότι « η σπουδαιότερη νίκη είναι η ήττα του εχθρού χωρίς μάχη», βρίσκει την έκφραση του στην  οικονομική διείσδυση της Κίνας σε όλο τον κόσμο με το «Νέο Δρόμο του Μεταξιού» και το φιλόδοξο σχέδιο «Μία Ζώνη- Ενας Δρόμος», που συνοδεύεται  από την απαίτηση για σεβασμό των διαφορετικών αξιών και ζωτικών συμφερόντων της. Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι εθισμένοι από την μακραίωνη  ιστορία τους στην υπομονή και στο μακροπρόθεσμο παιγνίδι, οι Κινέζοι θα είναι προσεκτικοί στην χρήση των όπλων ως μέσου επιβολής του ηγετικού ρόλου τους, όσο διατηρείται το χάσμα της στρατιωτικής υπεροπλίας, που διαθέτει σήμερα  η Αμερική. Αλλωστε σε 23 εδαφικές διαφορές με τους γείτονες της από το 1949 η Κίνα έχει χρησιμοποιήσει στρατιωτική βία μόνο σε τρεις περιπτώσεις. Πάντως ενα ναυτικό ατύχημα στην Θάλασσα της Νότιας Κίνας, ένα κίνημα ανεξαρτησίας στην Ταιβάν, η  κατάρρευση της Βόρειας Κορέας, μία σφοδρή εμπορική σύγκρουση ή  μία μαζική κυβερνοεπίθεση μπορούν να κλιμακωθούν σε ένα σινοαμερικανικό πόλεμο. Με οδηγό όμως τη σύνεση και  αμοιβαίες υποχωρήσεις το εφιαλτικό αυτό σενάριο μπορεί να αποφευχθεί, καθώς την μεγαλύτερη αποτρεπτική επιρροή ασκούν σήμερα όχι  τόσο η οικονομική αλληλεξάρτηση όσο τα πυρηνικά οπλοστάσια των δύο υπερδυνάμεων, που εγγυώνται την αμοιβαία καταστροφή τους. Για παράδειγμα  σε τέσσερις περιπτώσεις στο παρελθόν, αναδυόμενες και κυρίαρχες δυνάμεις της εποχής τους διαχειρίσθηκαν τον ανταγωνισμό τους, χωρίς να πέσουν στην «παγίδα του Θουκυδίδη», αποφεύγοντας δηλαδή τον πόλεμο, μεταξύ Ισπανίας –Πορτογαλίας στο τέλος του 15ου αιώνα, ΗΠΑ- Βρετανίας στις αρχές του 20ου αιώνα, Σοβιετικής Ενωσης – ΗΠΑ στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου και Γερμανίας –Βρετανίας / Γαλλίας στην Ευρώπη από τη δεκαετία του 1990. Ο συγγραφέας προτείνει τη διαμόρφωση μιάς μακροπρόθεσμης και πολυεπίπεδης στρατηγικής για την αντιμετώπιση της κινεζικής πρόκλησης, στη βάση του σεβασμού  των θεμελιωδών συμφερόντων κάθε πλευράς και της κοινής δράσης στην αντιμετώπιση παγκοσμίων απειλών, όπως της πυρηνικής αναρχίας, της διεθνούς τρομοκρατίας και της  κλιματικής αλλαγής. Θέλετε να προστατεύσετε τα ζωτικά συμφέροντα σας αποφεύγοντας τον πόλεμο; Μελετήστε και διδαχθείτε από τον σπουδαίο Αθηναίο ιστορικό για τις αιτίες του πολέμου και την ανθρώπινη συμπεριφορά, συμβουλεύει  ο Γκραμ Αλισον τους ιθύνοντες στην Ουάσιγκτον και στο Πεκίνο.
Πηγή : https://www.tanea.gr/2018/07/10/opinions/i-pagida-toy-thoykydidi-2/
https://www.liberal.gr/diplomacy/o-thoukudidis-deichnei-tin-poreia-gia-ti-niki/253434
https://hellasjournal.com/2018/01/i-pagida-tou-thoukididi-ine-epikeri-ke-ston-21o-eona/