Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2019

Πτολεμαίος Κεραυνός : Το ακριβώς αντίθετο του Μέγα Αλέξανδρου στον τραγικό θρόνο της Μακεδονίας

Η τρίτη δεκαετία του 3ου αιώνα π.Χ. βρήκε τα ελληνικά κράτη εξουθενωμένα από τις διαμάχες των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Οι Γαλάτες της Παννονίας (Ουγγαρίας) αποφασίζουν να εκστρατεύσουν προς τα νότια της Βαλκανικής, καθώς η συγκυρία είναι ιδιαιτέρως ευνοϊκή. Η ρευστή κατάσταση στον κυρίως ελλαδικό χώρο και οι μάχες των επιγόνων του Mεγάλου Aλεξάνδρου είχαν γονατίσει τις πόλεις-κράτη, καλώντας άρον-άρον σε ευρύτερες συμμαχίες. Τώρα γεννιούνται οι συμπολιτείες, η Αιτωλική το 290 π.Χ. και η Αχαϊκή το 280 π.Χ., προσπαθώντας να περισώσουν την αυτοδιαχείριση και την ανεξαρτησία τους. Την ίδια ώρα, οι Kέλτες δεν ήταν καθόλου άγνωστοι στους Έλληνες. Τους Kέλτες του Δούναβη είχε απωθήσει αποφασιστικά ο Μέγας Αλέξανδρος, αναγκάζοντάς τους να ορκιστούν αιώνια φιλία, όπως μας παραδίδει ο γεωγράφος Στράβωνας και ο ιστορικός Αρριανός. Μόνο που οι παλιοί φίλοι θα εξελίσσονταν τελικά σε έναν μεγάλο εχθρό, βρίσκοντας πρόσφορο έδαφος στην αποδυναμωμένη -από τις μάχες Λυσίμαχου και Σέλευκου- Μακεδονία. 

Σύμφωνα με την έρευνα του συγγραφέα Βλάντισλαβ Μπάγιατς, ο Μέγας Αλέξανδρος δεν κινήθηκε προς Βορρά, διότι “ενώ ήταν λαμπρός ηγέτης, φοβόταν τους Κέλτες που είχαν ίδια σχέδια με αυτόν: να κινηθούν προς την Περσία. Ως σώφρων πολιτικός, πήγε στην περιοχή όπου σήμερα βρίσκεται το Βελιγράδι και συμμάχησε με τους Κέλτες, προτείνοντάς τους να πάψουν να είναι νομάδες και να εγκατασταθούν εκεί μόνιμα”. Φαίνεται ότι ο Μέγας Αλέξανδρος σεβόταν τους Κέλτες. Γιατί ο Αρριανός αλλά και ο Στράβωνας περιγράφουν αναλυτικά τη σκηνή με τον Μέγα Αλέξανδρο να δέχεται κέλτικη πρεσβεία στις όχθες του Δούναβη. Στην ερώτησή του τι φοβούνται περισσότερο οι Κέλτες, ακούει την απάντηση: “Μην τους πέσει ο ουρανός στο κεφάλι”. Και όπως σημειώνει στο βιβλίο του “Το τελευταίο Θαύμα” ο συγγραφέας Θεόφιλος Ελευθεριάδης, “εκείνο που δεν είναι γνωστό είναι ότι τα παραπάνω λόγια ήταν μέρος ενός όρκου των Κελτών: ‘'Θα μείνουμε πιστοί, εκτός εάν ο ουρανός πέσει και μας πλακώσει ή η Γη ανοίξει και μας καταπιεί ή η θάλασσα σηκωθεί και μας σκεπάσει’'. Ιστορικοί κάνουν την υπόθεση ότι ο Μέγας Αλέξανδρος είχε έρθει σε συμφωνία με την κελτική πρεσβεία, ώστε οι Κέλτες να χτυπάνε τους επικίνδυνους για τη Μακεδονία Ιλλυριούς όσο αυτός θα ήταν απασχολημένος στην Ανατολή και ότι οι αρχαίοι συγγραφείς παρερμήνευσαν το νόημα των παραπάνω λόγων, μιας και δεν γνώριζαν τον γαλατικό τρόπο σκέψης και έκφρασης.

Ο Πτολεμαίος Κεραυνός (άγν. - 279 π.Χ.), ήταν Βασιλιάς της Μακεδονίας από το έτος 281 π.Χ. έως το έτος 279 π.Χ. Γιος του φαραώ της Αιγύπτου Πτολεμαίου του Λάγου, του Σωτήρα, και της Ευριδίκης, κόρης του στρατηγού  Αντίπατρου. Ο Πτολεμαίος Α’ ο Σωτήρας ήταν επίγονος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που βασίλεψε στην Αίγυπτο μετά την διάλυση του απέραντου κράτους του τελευταίου. Ίδρυσε τη Δυναστεία των Πτολεμαίων και έθεσε τις βάσεις για την κυριαρχία της στην Αίγυπτο για περίπου τρεις αιώνες. Ήταν παντρεμένος με τουλάχιστον τέσσερις συζύγους. Η τρίτη από αυτές ονομαζόταν Ευρυδίκη και ήταν κόρη του Αντίπατρου, του στρατηγού του Αλεξάνδρου που βασίλεψε στη Μακεδονία. Εκείνη του χάρισε έξι παιδιά: τον Πτολεμαίο Κεραυνό, το Μελέαγρο, τη Λυσάνδρα, τον Αργαίο, έναν γιο του οποίου δεν γνωρίζουμε το όνομα, και την Πτολεμαΐδα. Η διαδοχή ανήκε από την αρχή στον Πτολεμαίο Κεραυνό, ωστόσο προς το τέλος της ζωή του ο πατέρας του επέλεξε για διάδοχο τον γιο του από την τέταρτη σύζυγό του, την Βερενίκη. Αυτός θα έμενε στην ιστορία με το όνομα Πτολεμαίος Β' Φιλάδελφος και στέφθηκε φαραώ στις 7 Ιανουαρίου 282 π.Χ. Ο Πτολεμαίος Κεραυνός ήταν ένας ανήσυχος χαρακτήρας και σαν νεαρός άντρας στην αυλή του πατέρα του, δεν στάθηκε ικανός να κερδίσει την εύνοια που εκείνος τελικά χάρισε στη Βερενίκη και το γιο της. Στην πραγματικότητα, έχει ειπωθεί πως ένας από τους λόγους που ο Πτολεμαίος ο Σωτήρ επέλεξε διάδοχο από την οικογένεια της Βερενίκης κι όχι από αυτήν της Ευριδίκης ήταν το βίαιο και ανεξέλεγκτο πνεύμα του Πτολεμαίου Κεραυνού. Όπως και να έχει, ο Κεραυνός φιλονίκησε με τον πατέρα του και εγκατέλειψε την Αίγυπτο. 

Βρήκε καταφύγιο στην αυλή του βασιλιά της Θράκης, Λυσίμαχου, γηραιού στρατηγού του Αλεξάνδρου. Η αδελφή του Πτολεμαίου από την Ευρυδίκη, η Λυσάνδρα, είχε παντρευτεί με τον Αγαθοκλή, το γιο του βασιλιά. Αργότερα με τον αδελφό της τον Πτολεμαίο Κεραυνό, τα παιδιά της και άλλους δυσαρεστημένους εγκατέλειψαν τη Θράκη με προορισμό την αυλή του βασιλιά Σέλευκου της Συρίας. . Ο Σέλευκος ευχαριστήθηκε πολύ με την ευκαιρία που του προσέφερε η Λυσάνδρα, καθώς του έδινε αφορμή για νέους πολέμους. Οι αντιφρονούντες που την είχαν ακολουθήσει μαζί με τον Πτολεμαίο Κεραυνό άρχισαν να καταστρώνουν σχέδια για εισβολή στην επικράτεια του Λυσίμαχου και για εκδίκηση του φρικτού θανάτου του Αγαθοκλή. Ο Σέλευκος ήταν πρόθυμος να τα ακολουθήσει και έτσι κηρύχθηκε πόλεμος. Προτού αναχωρήσουν, ο Σέλευκος όρισε για διάδοχό του τον Αντίοχο. Ο Λυσίμαχος δεν κάθισε με σταυρωμένα χέρια περιμένοντας τους εχθρούς του. Οργάνωσε στρατό, πέρασε τον Ελλήσποντο και προέλασε εναντίον του Σέλευκου στη Μικρά Ασία. Οι δύο στρατοί συναντήθηκαν στη Φρυγία, στην πεδιάδα του Κουροπεδίου, όχι μακριά από τις Σάρδεις. Στην σύγκρουση που ακολούθησε το Φεβρουάριο του 281 π.Χ., ο Λυσίμαχος ηττήθηκε και έχασε τη ζωή του. Ο Σέλευκος, αποφασισμένος να διασχίσει με τη σειρά του τον Ελλήσποντο, σχεδίαζε να προελάσει στη Θράκη και τη Μακεδονία, ώστε να προσαρτήσει τα βασίλεια αυτά στα δικά του εδάφη. Ο Πτολεμαίος Κεραυνός τον συνόδευε. Ο Πτολεμαίος Κεραυνός, όταν συνειδητοποίησε τις πραγματικές προθέσεις του Σέλευκου, χωρίς ιδιαίτερους ενδοιασμούς, αποφάσισε να σκοτώσει το βασιλιά με την πρώτη ευκαιρία. Ο Σέλευκος δεν πρέπει να είχε υποπτευθεί το σχέδιο αυτό, καθώς συνέχισε την πορεία του στη Θράκη με σκοπό να φτάσει στη Μακεδονία, χωρίς να παίρνει ιδιαίτερες προφυλάξεις. Ο Πτολεμαίος Κεραυνός, σε κάποια ευνοϊκή στιγμή στο Άργος της Θράκης, μαχαίρωσε στην πλάτη τον ηλικιωμένο βασιλιά με ένα εγχειρίδιο. Ο Σέλευκος πέθανε ακαριαία. Λέγεται πως για αυτό το περιστατικό ο Πτολεμαίος κατονομάστηκε έπειτα « Κεραυνός ». Το περιστατικό πρέπει να έγινε μεταξύ 26 Αυγούστου και 24 Σεπτεμβρίου 281 π.Χ..

Το 281 π.Χ. σκοτώνεται ο βασιλιάς της Θράκης Λυσίμαχος, πρωτοπαλίκαρο άλλοτε του μακεδόνα στρατηλάτη, και αφήνει έτσι το βασίλειό του έκθετο στις ορέξεις των εχθρών. Ο Λυσίμαχος σκοτώθηκε, ο Σέλευκος δεν πρόλαβε όμως να χαρεί τη νίκη του, καθώς δολοφονήθηκε από τον Πτολεμαίο Kεραυνό, ο οποίος χρίστηκε βασιλιάς της Θράκης και έβαλε στο στόχαστρο τη Μακεδονία, έχοντας εξασφαλίσει και την εύνοια του βασιλιά της Ηπείρου, Πύρρου. Και τα κατάφερε, νικώντας τον Αντίγονο Β’ τον Γονατά, γιο του Δημητρίου του Πολιορκητή, και στέφθηκε βασιλιάς και στη Μακεδονία. Η πρώτη δοκιμασία για τον Πτολεμαίο Κεραυνό ήρθε από τον Αντίγονο, που εισέβαλε με στόλο και στρατό. Η διαμάχη ήταν βίαιη και σύντομη: ο Αντίγονος ηττήθηκε από γη και θάλασσα και ο Κεραυνός έμεινε κύριος του βασιλείου. Ο θρίαμβος αυτός τον ενδυνάμωσε και κέρδισε το σεβασμό των άλλων ανταγωνιστών του. Τους πρότεινε μάλιστα να λυθεί το ζήτημα με την υπογραφή συνθήκης, που τον αναγνώριζε σαν βασιλιά. Ο Πύρρος συμφώνησε, με την προϋπόθεση να του σταλεί στρατιωτική βοήθεια στους πολέμους που τότε είχε ανοίξει στην Ιταλία και τη Σικελία. Έτσι έλαβε, πέντε χιλιάδες στρατιώτες ξηράς, τέσσερις χιλιάδες άνδρες του ιππικού και πενήντα ελέφαντες. 

Με τον Πύρρο στην Δύση να πολεμάει Ρωμαίους και Καρχηδονιους όμως και την Μακεδονία γονατισμένη από τον πόλεμο, η Βόρεια Ελλάδα φάνταζε εύκολος στόχος για τους Γαλάτες. Μάζεψαν κάπου 85.000 άντρες και ξεκίνησαν για πόλεμο. Με τον Πύρρο στην Ιταλία και τον ραδιούργο Πτολεμαίο Κεραυνό στον Μακεδονικό θρόνο, η Ελλάδα φάνταζε εύκολος στόχος για τους αιμοδιψείς Κέλτες [τότε βρίσκονταν στη Βόρειο Βαλκανική]. Οι Γαλάτες είχαν χωριστεί σε τρεις ομάδες: ο Κερέθριος ήταν ο ηγέτης ενάντια στους Θράκες, οι εισβολείς στην Παιονία είχαν ως καθοδηγητές τον Βρέννο και τον Ακιχώριο, ενώ ο Βέλγιος (ή Βόλγιος) επιτέθηκε στους Μακεδόνες και στους Ιλλυριούς και αντιμετώπισε τον Πτολεμαίο Κεραυνό. Ο Μονούνιος των Δαρδάνων, μαθαίνοντας ότι οι Κέλτες πλησίαζαν, έστειλε πρεσβευτές στον Πτολεμαίο Κεραυνό, προσφέροντάς του συνθηκολόγηση και υποστήριξη ενάντια στον εχθρό με 20.000 άνδρες. Ο Κεραυνός αρνήθηκε λέγοντας: «Η Μακεδονία θα ήταν χαμένη αν ο λαός που υπέταξε ολόκληρη την Ανατολή χρειαζόταν υποστήριξη από τους Δαρδάνους για να προστατεύσει τον τόπο του…». Οι Κέλτες του Βελγίου είχαν ήδη κατακλύσει την Ιλλυρία και πλησίαζαν στα δάση κοντά στα δυτικά σύνορα της Μακεδονίας. Προσέφεραν στον Πτολεμαίο διατήρηση της βασιλείας του έναντι βαριάς φορολογίας. Απαιτούσαν ιδιαίτερη βαριά φορολογία στους Μακεδόνες, για να αφήσουν τον Πτολεμαίο να κυβερνά. Ο Πτολεμαίος τους περιγέλασε αποκρινόμενος: «…αυτή η πρότασή σας καταδεικνύει τον τρόμο που έχετε για τα Μακεδονικά όπλα. Ειρήνη θα κάνουμε μόνο αν ρίξετε τα όπλα σας στη γη και μου παραδώσετε τους αρχηγούς σας ως ομήρους…» Ο Κεραυνός έκανε το λάθος να μη βοηθήσει τις θρακικές φυλές, ελπίζοντας πως οι βάρβαροι εισβολείς θα τις αποδυνάμωναν, προς δικό του όφελος. Τελικά, οι Θράκες αναγκάστηκαν να συμμετάσχουν στις μάχες στο πλευρό των Γαλατών. Την άνοιξη του 279 π.Χ. ο αρχηγός τους Βέλγιος εισέβαλε στη Μακεδονία.

Ο Πτολεμαίος Κεραυνός αιφνιδιάστηκε αλλά και υποτίμησε τους Γαλάτες. Δεν είχε φροντίσει να έρθει σε συμφωνία με τους γείτονές του Δαρδάνους, οι οποίοι υποτάχθηκαν στους Γαλάτες, ενώ λόγω του χειμώνα οι περισσότεροι στρατιώτες του βρίσκονταν στα σπίτια τους. Απροετοίμαστος και με λίγες δυνάμεις επιτέθηκε εναντίον των Γαλατών. Η αλαζονεία του Πτολεμαίου Κεραυνού έμελε να είναι η καταδίκη του. Προκάλεσε τους Γαλάτες σε μια βιαστική ανοιχτή μάχη, πιστεύοντας ότι ήταν άτρωτος. Δεν συμβουλεύτηκε καν τους στρατηγούς του, οι οποίοι εις μάτην τον προέτρεπαν να περιμένει να συγκεντρώσει περισσότερο στρατό για να αντιμετωπίσει τους εισβολείς. Η σύγκρουση ήταν λυσσαλέα. Οι Κέλτες, πολεμώντας μανιασμένα, δεν άργησαν να συναντήσουν τον Μακεδόνα βασιλιά στη μάχη, ο οποίος, απερίσκεπτος καθώς ήταν, όρμησε προς το μέρος τους, επιβαίνοντας σε ελέφαντα. Οι γραμμές των Μακεδόνων, που υστερούσαν αριθμητικά, διασπάστηκαν και ο ελέφαντας του Κεραυνού σωριάστηκε πληγωμένος στο έδαφος, με τον Πτολεμαίο να τραυματίζεται βαριά. Οι Κέλτες τον έπιασαν ζωντανό, τον αποκεφάλισαν και κάρφωσαν το κεφάλι του σε δόρυ, περιφέροντάς το ως σημάδι νίκης και μέσο εκφοβισμού των αντιπάλων τους. Ήταν η χαριστική βολή για τους Μακεδόνες, με αποτέλεσμα να σπάσουν οι γραμμές τους και οι στρατιώτες να υποχωρήσουν άτακτα.

Μετά τη συντριβή του Μακεδονικού στρατού, οι Γαλάτες ξεχύθηκαν στην απροστάτευτη γη της Μακεδονίας. Λεηλάτησαν την ύπαιθρο με τρομερή μανία αλλά δεν κατόρθωσαν να κάνουν το ίδιο με τις οχυρωμένες πόλεις, καθώς δεν ήξεραν πώς να τις εκπορθήσουν. Στην ύπαιθρο όμως έσπειραν τον τρόμο και τον πανικό καίγοντας και σφάζοντας ό,τι και όποιον έβρισκαν στο διάβα τους. Χωρίς αντίπαλο πλέον, οι Γαλάτες λεηλάτησαν την απροστάτευτη μακεδονική ύπαιθρο με τρομερή μανία, όπως μας παραδίδεται, ερημώνοντας περιοχές ολόκληρες, χωρίς να επιτεθούν ωστόσο σε πόλεις, μιας και αγνοούσαν την τέχνη της πολιορκίας. Μετά το θάνατο του Πτολεμαίου Κεραυνού ανέβηκε στο Μακεδονικό θρόνο ο αδερφός του Μελέαγρος. Η βασιλεία του κράτησε μόλις δύο μήνες διότι οι Μακεδόνες που είχαν βιώσει τα δεινά που είχε φέρει στον τόπο τους ο φιλόδοξος Κεραυνός δεν ήθελαν κάποιον συγγενή του στο θρόνο. Στη θέση αυτού στέφθηκε βασιλιάς ο Αντίπατρος, ανιψιός του Κάσσανδρου, αλλά ούτε αυτός όμως κατάφερε να εξαλείψει τη Γαλατική απειλή. Ένας ευγενής με το όνομα Σωσθένης τον ανάγκασε να παραιτηθεί, συγκέντρωσε στρατό και άρχισε να μάχεται ενάντια στον εισβολέα, καταφέρνοντας να εκδιώξει τελικά τους Κέλτες απ’ τη Μακεδονία. Επειδή η φύση της πρώτης Κελτικής εκστρατείας το 279 π.Χ. ήταν κυρίως αναζήτηση λαφύρων παρά οργανωμένη προσπάθεια αποικισμού, οι Κέλτες, με κορεσμένη την δίψα τους για λάφυρα, δεν βρήκαν το σθένος να συνεχίσουν την εκστρατεία τους κι επέστρεψαν στην πατρίδα τους.
Ο Σωσθένης (θαν. 277 π.Χ.), ήταν Μακεδόνας στρατιωτικός, ευγενικής καταγωγής, που αν και δεν συνδεόταν εξ αίματος με κάποιο βασιλικό οίκο, απέκτησε τον έλεγχο του κράτους κατά τη διάρκεια της ταραγμένης περιόδου που ακολούθησε τη γαλατική επιδρομή στον ελλαδικό χώρο το 279 π.Χ. Συνηθίζεται το όνομά του να περιλαμβάνεται στους καταλόγους βασιλέων των χρονικογράφων, εντούτοις δεν είναι σίγουρο το κατά πόσο υιοθέτησε επίσημα τον τίτλο. Μετά τον θάνατο του Πτολεμαίου Κεραυνού και τη βραχύβια βασιλεία του αδελφού του, Μελέαγρου των Πτολεμαίων, στο θρόνο τοποθετήθηκε ο Αντίπατρος ο Ετησίας, ανηψιός του Κάσσανδρου. Ωστόσο οι περιστάσεις απαιτούσαν την καθοδήγηση του στρατού από ικανά και αποτελεσματικά χέρια και ο Αντίπατρος κρίθηκε σύντομα ανεπαρκής. Μετά από μόλις 45 ημέρες, την ηγεσία του στρατού ανέλαβε με προσωπική πρωτοβουλία ο Σωσθένης, ο οποίος ζήτησε από τους στρατιώτες να ορκιστούν πίστη σε αυτόν ως στρατηγό και όχι ως βασιλιά. Αρχικά οι προσπάθειές του στέφθηκαν με επιτυχία: υποχρέωσε σε ήττα τους Γαλάτες, που βρισκόταν υπό τοv Βόλγιο, και για ένα διάστημα ο κίνδυνος απομακρύνθηκε από το βασίλειο. Εντούτοις ακολούθησε νέα εισβολή υπό τον Βρέννο, η οποία ανάγκασε το Σωσθένη να κλείσει τα στρατεύματά του στα διάφορα οχυρά. Ο Βρέννος, ωστόσο, αφού λεηλάτησε τα εδάφη της Μακεδονίας, έστρεψε τα όπλα του εναντίον της νότιας Ελλάδας.


Ο Γαλάτης αρχηγός Βρέννος, μιλώντας δημόσια αλλά και κατ’ ιδίαν με Γαλάτες αξιωματούχους, πίεζε για ακόμα μια εκστρατεία ενάντια στην Ελλάδα. Φθονούσε τα κέρδη του Βελγίου από την προηγούμενη εκστρατεία στη Μακεδονία και ήθελε και αυτός ανάλογα πλούτη για τον εαυτό του. Σε μια συνέλευση μάλιστα έφερε ενώπιον όλων κάποιους μικρόσωμους, κεκαρμένους και φτωχοντυμένους Έλληνες αιχμαλώτους και τους έβαλε δίπλα δίπλα με τους ψηλότερους των φρουρών του. Είπε ότι οι Ελληνικές πόλεις κράτη στην ασύλητη ακόμη νότια περιοχή της Ελλάδας ήταν ανίσχυρες εκείνον τον καιρό, διέθεταν ωστόσο αρκετά πλούτη και ναούς γεμάτους με ασήμι και χρυσό. Έδειχνε τους αιχμαλώτους και υποστήριζε ότι το μόνο που είχαν να κάνουν για να περιέλθει στην κατοχή τους ο ελληνικός πλούτος ήταν να επιτεθούν σε αυτά τα αδύναμα ανθρωπάκια. Για την εκστρατεία αυτή οι Γαλάτες συγκέντρωσαν μεγάλο αριθμό πεζών, τους οποίους ορισμένες πηγές υπολογίζουν περισσότερους από 200.000, χωρίς να περιλαμβάνουν τους μη μάχιμους (ηλικιωμένους, γυναίκες και παιδιά) που ακολουθούσαν. Οι Κελτικές ορδές ξεκίνησαν στις αρχές της άνοιξης του 278 π.Χ. . Από το Γαλατικό στρατό 20.000 άνδρες κατευθύνθηκαν προς τη χώρα των Δαρδάνων υπό τις διαταγές του Λεοννόριου και του Λουτάριου. Οι υπόλοιποι συνέχισαν νότια προς τη Μακεδονία. Ο Σωσθένης τήρησε αμυντική στάση, κατάφερε να συγκρατήσει τη βαρβαρική ορμή και τους απώθησε προξενώντας τους σημαντικές απώλειες. Η αντίσταση των Μακεδόνων οδήγησε τους Γαλάτες ακόμα πιο νότια, στη Θεσσαλική γη. Οι Έλληνες, στο άκουσμα της είδησης πως οι βάρβαροι πλησιάζουν, αποφάσισαν να δράσουν. Ο Ελληνικός στρατός γνώριζε καλά τι θα αντιμετωπίσει. 

Οι Έλληνες (κυρίως οι Αιτωλοί, οι Βοιωτοί, οι Φωκείς και οι Αθηναίοι) συνασπίστηκαν και προσπάθησαν να τους σταματήσουν στις Θερμοπύλες, υπό την ηγεσία του Αθηναίου στρατηγού Κάλιππου. Μεγάλο μέρος των υπερασπιστών των Θερμοπυλών προέρχονταν από τις περιοχές της Αιτωλίας, που τότε αποτελούσαν ομοσπονδιακό κράτος, το Κοινό των Αιτωλών. Ο Βρέννος, εφαρμόζοντας έναν τακτικό ελιγμό, έστειλε ένα μέρος του εκστρατευτικού του σώματος ανατολικά, προς την Αιτωλία, για να εξαναγκάσει τους τελευταίους να εγκαταλείψουν τις Θερμοπύλες και να προστατεύσουν τις εστίες τους. Οι Γαλάτες κατέστρεψαν το Κάλλιον, μια σημαντική πόλη στα σύνορα Ευρυτανίας και Αιτωλίας, επιδιδόμενοι σε τρομερές αγριότητες. Παραδίδεται ότι σφαγίασαν όλους τους κατοίκους προβαίνοντας μάλιστα σε πράξεις κανιβαλισμού. Στη συνέχεια επιχείρησαν να επιτεθούν στο Ιερό των Δελφών. Οι αρχαίες πηγές, όμως, και ιδιαίτερα γλαφυρά ο Παυσανίας, παραδίδουν ότι όταν στρατοπέδευσαν οι Γαλάτες στους Δελφούς έπιασε μια απίστευτη κακοκαιρία, με κεραυνούς που έπεφταν και χτυπούσαν τους στρατιώτες. Από τον θόρυβο της θεομηνίας, οι Γαλάτες δεν μπορούσαν να ακούσουν τα παραγγέλματα των διοικητών τους. Μάλιστα λέγεται ότι εμφανίστηκαν και τα φαντάσματα τοπικών ηρώων, του Υπέροχου, του Λαόδοκου και του Πύρρου, ίσως και του Φύλακου, που είχε σώσει τους Δελφούς και από την Περσική εισβολή. Το ίδιο βράδυ έπεσε παγωνιά και άρχισαν να κυλούν από τον Παρνασσό πέτρες, που καταπλάκωναν τους Γαλάτες. Την επόμενη μέρα οι Γαλάτες υποχώρησαν. Το δεύτερο βράδυ, ιδιαίτερα κρύο και ομιχλώδες, έπεσε πανικός στο στρατόπεδό τους και οι Γαλάτες άρχισαν να πολεμούν μεταξύ τους, προφανώς πιστεύοντας ότι τους είχαν επιτεθεί οι Έλληνες.

Οι Αιτωλοί, εξαγριωμένοι από τη βαρβαρότητα των Γαλατών στο Κάλλιο, συγκεντρώθηκαν εκ νέου στα ορεινά περάσματα της Ευρυτανίας, από όπου θα περνούσε το υπόλοιπο γαλατικό στράτευμα προσπαθώντας να επιστρέψει στις Θερμοπύλες. Πολέμησαν ακόμη και οι ηλικιωμένοι και τα γυναικόπαιδα με όποια μέσα διέθεταν, ακόμη και με τα γεωργικά τους εργαλεία. Το Γαλατικό στράτευμα υπέστη μεγάλη ήττα. Ο Βρέννος αυτοκτόνησε πίνοντας πολύ κρασί, σύμφωνα με τον Παυσανία, ή με το ίδιο του το σπαθί, όπως ήταν η συνήθης πρακτική των Γαλατών, σύμφωνα με τον Ιουστίνο. Οι Γαλάτες εισβάλλοντας στην Ελλάδα είχαν σκοπό όχι απλώς να τη λεηλατήσουν αλλά και να την αποικίσουν. Πήραν μαζί τους τις γυναίκες και τα παιδιά τους με σκοπό να βρουν νέες εστίες και να εγκατασταθούν μόνιμα σε αυτές. Σε αυτήν την άποψη συνηγορεί το ότι μετά τη δεύτερη εισβολή, οι επιζήσαντες δημιούργησαν κελτικό βασίλειο στην Τύλη, ενώ άλλοι εγκαταστάθηκαν στη Μικρά Ασία και παρέμειναν εκεί για αρκετούς αιώνες ως μια αυτοτελής εθνική ομάδα. Είναι αξιομνημόνευτη η αποφασιστικότητα που επέδειξαν μέσα στην απελπισία τους οι Έλληνες. Αξιοσημείωτο είναι ότι αγωνιζόμενοι να επιζήσουν, αφάνισαν δεκάδες χιλιάδες Γαλάτες παρότι συνολικά δεν είχαν συγκεντρώσει περισσότερους από 30.000 μαχητές. Το κατόρθωμα αυτό γίνεται ακόμα μεγαλύτερο αν αναλογιστεί κανείς ότι ο σωματότυπος και η αριθμητική υπεροχή του εχθρού, σε συνδυασμό με την έλλειψη των μεγάλων ηγετών στον Ελλαδικό χώρο δεδομένης της απουσίας των Πύρρου και του Αντίγονου Γονατά καθιστούσε αναμενόμενη την Κελτική επικράτηση. Ωστόσο, σε μια εποχή φθοράς των παλαιών αξιών, εμφύλιων σπαραγμών και με την λάμψη του Ελληνικού πολιτισμού να σβήνει, το Ελληνικό πνεύμα, με πρωταγωνιστές τους Αιτωλούς, απέδειξε για ακόμα μια φορά την αξία του ενάντια σε έναν ισχυρό και αλώβητο λαό που δέσποζε σε ολόκληρη τη Δυτική Ευρώπη και ο οποίος στις αρχές του 4ου π.Χ. αιώνα είχαν κατακτήσει τη μετέπειτα κοσμοκράτειρα Ρώμη.
Πηγή : https://chilonas.com/2012/11/07/httpwp-mep1op6y-w2/
https://el.m.wikipedia.org/wiki/%CE%93%CE%B1%CE%BB%CE%B1%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AD%CF%82_%CE%B5%CF%80%CE%B9%CE%B4%CF%81%CE%BF%CE%BC%CE%AD%CF%82_%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD_%CE%95%CE%BB%CE%BB%CE%AC%CE%B4%CE%B1
https://el.m.wikipedia.org/wiki/%CE%A0%CF%84%CE%BF%CE%BB%CE%B5%CE%BC%CE%B1%CE%AF%CE%BF%CF%82_%CE%9A%CE%B5%CF%81%CE%B1%CF%85%CE%BD%CF%8C%CF%82
https://www.newsbeast.gr/weekend/arthro/4281467/i-epithesi-apo-toys-galates-sti-makedonia-kai-oi-agnostes-thermopyles
https://el.m.wikipedia.org/wiki/%CE%A3%CF%89%CF%83%CE%B8%CE%AD%CE%BD%CE%B7%CF%82_%CF%84%CE%B7%CF%82_%CE%9C%CE%B1%CE%BA%CE%B5%CE%B4%CE%BF%CE%BD%CE%AF%CE%B1%CF%82
https://olympia.gr/2012/10/04/%CF%8C%CF%84%CE%B1%CE%BD-%CE%BF-%CE%BC%CE%AD%CE%B3%CE%B1%CF%82-%CE%B1%CE%BB%CE%AD%CE%BE%CE%B1%CE%BD%CE%B4%CF%81%CE%BF%CF%82-%CF%83%CF%85%CE%BD%CE%AC%CE%BD%CF%84%CE%B7%CF%83%CE%B5-%CF%84%CE%BF%CF%85/
https://www.protothema.gr/stories/article/637910/oi-galates-stin-ellada-oi-duo-eisvoles-kai-oi-leilasies/

Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2019

Η ιστορία και η γεωγραφία των βουνών της Ελλάδας

Καλωσορίσατε στην τρίτη πιο ορεινή χώρα της Ευρώπης, μετά τη Νορβηγία και την Αλβανία. Παρόλο που η Ελλάδα είναι παγκοσμίως γνωστή για το αρχιπέλαγός της, ένα 80% της χερσαίας της έκτασης καλύπτεται από ορεινούς όγκους. Γνωρίστε τα «μαγικά» βουνά της Ελλάδας: από την κορυφή του Βαρνούντα στον Γράμμο, από τη ραχοκοκαλιά της Πίνδου στον μοναδικό Όλυμπο των 12 θεών, από το καταπράσινο Πήλιο στον «αρσενικό» Ταΰγετο και από εκεί στη γλυκιά αγριάδα, που έχουν τα Αστερούσια της νότιας Κρήτης. Η μαγευτική φύση της ηπειρωτικής Ελλάδας θα σας γοητεύσει. Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν ταυτίσει τα βουνά με τους θεούς τους. Ο Όλυμπος ήταν η έδρα του δωδεκάθεου, ο Ελικώνας το βουνό των Μουσών, το Μαίναλο η κατοικία του Πάνα, ο Παρνασσός το βουνό του Απόλλωνα. Αντιθέτως, για τους σύγχρονους Έλληνες τα βουνά ήταν ανέκαθεν το δικό τους «καταφύγιο», μια ελεύθερη γωνιά με καταλυτική γοητεία και προκλητική επιβλητικότητα. Κατακτήστε τις κορυφές τους και δοκιμάστε τα όριά σας. Κατάλληλα για… περιπετειώδεις αθλητικές δραστηριότητες, στα βουνά της ηπειρωτικής Ελλάδας θα διασχίσετε φαράγγια και θα αναρριχηθείτε στις ορθοπλαγιές - εγχειρήματα απαιτητικά, που όμως προσφέρουν απέραντη ηρεμία, ικανοποίηση, ενέργεια και πάνω από όλα ψυχική ανάταση. Από το 1938 καθιερώθηκε στην Ελλάδα ο θεσμός του Εθνικού Δρυμού, για να προστατευθούν οι τόποι με ιδιαίτερη οικολογική, βιολογική, γεωμορφολογική και αισθητική αξία. Στον πυρήνα του Ε. Δρυμού απαγορεύεται κάθε εκμετάλλευση και κάθε ανθρώπινη παρέμβαση, η οποία μπορεί να θέσει σε κίνδυνο το οικοσύστημα. Γύρω από τον πυρήνα υπάρχει η περιφερειακή ζώνη, όπου επιτρέπονται ελεγχόμενες, ήπιας μορφής παρεμβάσεις, όπως η δημιουργία εκτροφείων θηραμάτων, η κατασκευή χώρων στάθμευσης, η κατασκήνωση, η υλοτομία κ.λπ. Μέχρι σήμερα 10 περιοχές στην Ελλάδα έχουν κηρυχθεί Εθνικοί Δρυμοί: Όλυμπος, Πάρνηθα, Παρνασσός, Αίνος Κεφαλληνίας, Σούνιο, Οίτη, Σαμαριά, Βάλια Κάλντα, Πρέσπες, Βίκος–Αώος. Επισκεφθείτε τους και μαγευτείτε από την πλούσια και άγρια φύση, το τοπίο και την απέραντη γαλήνη που θα σας προσφέρουν. Ακολουθεί κατάλογος με τα 11 ψηλότερα βουνά της Ελλάδας.

1. Όλυμπος 2.917 μ. : Ο Όλυμπος είναι το ψηλότερο βουνό της Ελλάδας, γνωστό παγκοσμίως κυρίως για το μυθολογικό του πλαίσιο, καθώς στην κορυφή του, τον Μύτικα (2.917 μ.) κατοικούσαν οι «Ολύμπιοι» θεοί, σύμφωνα με τη θρησκεία των αρχαίων Ελλήνων. Είναι επίσης το δεύτερο σε ύψος βουνό στα Βαλκάνια, αλλά και σε όλη την περιοχή της Ευρώπης, από τις Άλπεις έως τον Καύκασο. Ο συμπαγής ορεινός του όγκος δεσπόζει επιβλητικός στα όρια Μακεδονίας και Θεσσαλίας, με μια σειρά από ψηλές κορυφές που αυλακώνουν βαθιές χαράδρες, γύρω από τις οποίες εκτείνεται μια περιοχή ιδιαίτερης βιοποικιλότητας. Για την προστασία της μοναδικής αυτής κληρονομιάς, ανακηρύχθηκε ήδη από το 1938 ως ο πρώτος Εθνικός Δρυμός της Ελλάδας. Κάθε χρόνο χιλιάδες φυσιολάτρες επισκέπτονται τον Όλυμπο, για να θαυμάσουν από κοντά τη γοητεία της φύσης του, να χαρούν την περιήγηση στις πλαγιές του και την κατάκτηση των κορυφών του. Οργανωμένα ορεινά καταφύγια με ποικίλες ορειβατικές και αναρριχητικές διαδρομές βρίσκονται στη διάθεση των επισκεπτών που θέλουν να εξερευνήσουν τις ομορφιές του. Κλασσική αφετηρία αποτελεί η κωμόπολη του Λιτόχωρου στους ανατολικούς πρόποδες του βουνού, 100 χλμ. από τη Θεσσαλονίκη, όπου στις αρχές κάθε καλοκαιριού καταλήγει ο Ορειβατικός Μαραθώνιος Ολύμπου.

2. Σμόλικας 2.637 μ. : Είναι το δεύτερο ψηλότερο βουνό της Ελλάδας μετά τον Όλυμπο, με υψόμετρο 2.637 μ. Καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα του νομού Ιωαννίνων και το δυτικό του νομού Γρεβενών. Περικλείεται από τον Γράμμο στα βόρεια, την Τύμφη στα νότια και την Πίνδο στα νότια και ανατολικά. Ουσιαστικά είναι τμήμα της ευρύτερης οροσειράς της Πίνδου που καταλαμβάνει ολόκληρη τη δυτική Ελλάδα. Στον Σμόλικα βρίσκονται μερικά από τα πιο ορεινά χωριά της Ελλάδας, όπως η Σαμαρίνα, η Φούρκα, οι Πάδες κ.ά. Από τον Σμόλικα πηγάζουν οι παραπόταμοι του Αλιάκμονα, Βενέτικος και Γρεβενιώτικος..
3. Βόρας (Καϊμακτσαλάν) 2.524 μ. : Είναι το τρίτο ψηλότερο βουνό της Ελλάδας και βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού Πέλλας έως τα όρια με το νομό Φλώρινας. Συνεχίζεται και πέρα από τα σύνορα στην πλευρά της Π.Γ.Δ.Μ. Η ψηλότερη κορυφή είναι το Καϊμακτσαλάν ή Καϊμάκι με 2.524 μ. Ο Βόρας συνδέεται δυτικότερα με τα βουνά Τζένα (2.182 μ.) και Πίνοβο (2.156 μ.), που αποτελούν τμήμα της ίδιας οροσειράς. Καλύπτεται από δάση δρυός, οξιάς και πεύκου. Στον Βόρα λειτουργεί χιονοδρομικό κέντρο. Στην ψηλότερη κορυφή του υπάρχει μικρή εκκλησία, μνημείο Σέρβων πεσόντων του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Από τις δυτικές πλαγιές του Βόρα πηγάζει ο Μογλενίτσας, ο οποίος πριν τα αποστραγγιστικά έργα που έγιναν στην πεδιάδα των Γιαννιτσών, ήταν τμήμα του Λουδία και από τις νότιες πλαγιές πηγάζει ο ποταμός Εδεσσαίος.
4. Γράμμος 2.520 μ. : Είναι το τέταρτο ψηλότερο βουνό της Ελλάδας μετά τον Όλυμπο, τον Σμόλικα και τον Βόρα, με την ψηλότερη κορυφή του να φτάνει σε υψόμετρο 2.520 μ. Άλλες ψηλές κορυφές του Γράμμου είναι το Διάσελο (2.393 μ.), η Επάνω Αρένα (2.192 μ.), η Κάτω Αρένα (2.075 μ.), η Μαύρη Πέτρα (2.169 μ.) και ο Μπανταρός (2.036 μ.). Ο όγκος του βρίσκεται στα ελληνοαλβανικά σύνορα και καταλαμβάνει το ΒΑ τμήμα του νομού Ιωαννίνων, το ΝΔ του νομού Καστοριάς και ένα τμήμα της ΝΑ Αλβανίας. Στα ανατολικά του, από την ελληνική πλευρά, περικλείεται από τον Σμόλικα και το Βόιον. Ουσιαστικά είναι τμήμα της ευρύτερης οροσειράς της Πίνδου που καταλαμβάνει ολόκληρη τη δυτική Ελλάδα. Είναι σκεπασμένος από πυκνά δάση και από αυτόν ξεκινούν πολλά υδάτινα ρεύματα.
5. Γκιώνα 2.510 μ. : Είναι το ψηλότερο βουνό της Στερεάς Ελλάδας, και βρίσκεται στη Φωκίδα, ανάμεσα στον Παρνασσό και τα Βαρδούσια. Με ψηλότερη κορυφή την Πυραμίδα στα 2.510 μ., η Γκιώνα είναι το ψηλότερο βουνό νότια του Ολύμπου και το πέμπτο συνολικά στην Ελλάδα. Στην αρχαιότητα ήταν γνωστή ως Ασέληνο όρος. Η Γκιώνα, με χαρακτήρα καθαρά αλπικό, βρίσκεται στο κέντρο του νομού Φωκίδας ΒΔ από την κοιλάδα της Άμφισσας, αποτελεί τμήμα της νότιας απόληξης της οροσειράς της Πίνδου και ενώνεται με τον Παρνασσό ανατολικά, με τα Βαρδούσια όρη δυτικά και με την Οίτη στα βόρεια. Στα νότια ενώνεται με το χαμηλό σύμπλεγμα λόφων που ονομάζονται Όρη Λιδορικίου. Είναι ένα βουνό με αδρό και ξεκάθαρο ανάγλυφο, με βαθιές χαράδρες, ρεματιές και ασβεστολιθικές ορθοπλαγιές που το κάνουν δύσβατο, ενώ διαθέτει τη μεγαλύτερη ορθοπλαγιά των Βαλκανίων, την Πλάκα της Συκιάς, με υψομετρική διαφορά 1.100 μ. περίπου. Οι πλευρές της προς το Λιδορίκι είναι κατάφυτες από έλατα και κέδρους (αρκεύθους), στις χαράδρες παρατηρούνται σφεντάμια, ενώ στα ξέφωτα υπάρχουν αγριολούλουδα και αγριοτριανταφυλλιές. Στα δάση της ζουν λύκοι (είναι το νοτιότερο σημείο εξάπλωσής τους στην Ελλάδα), αγριογούρουνα, ζαρκάδια και αγριόγιδα, ενώ στις απόκρημνες πλαγιές της πετούν αρπακτικά πουλιά, όπως γυπαετοί και χρυσαετοί.

6. Τύμφη (Γκαμήλα) 2.497 μ. : Είναι βουνό της Ηπείρου στην επαρχία του Ζαγορίου, που κοινά λέγεται «Γκαμήλα» ή και «Βουνά του Πάπιγκου». Ο Στράβων (Βιβλίο Ζ κεφ.6) την αναφέρει ως όρος της Παραυαίας ή Παρωραίας. Ο ορεινός όγκος της Τύμφης είναι σχεδόν άδενδρος και ως επί το πλείστον απόκρημνος ιδίως στις βόρειες και ΝΔ προσβάσεις του. Υψώνεται μεταξύ του ποταμού Αώου και του παραποτάμου του Βοϊδομάτη. Αποτελούσε και αποτελεί το καλύτερο θέρετρο των νομάδων κτηνοτρόφων της περιοχής. Οι ψηλότερες κορυφές της Τύμφης είναι η Γκαμήλα 2.497 μ., η Γκούρα 2.467 μ., η Αστράκα 2.432 μ., και ακολουθούν ο Άβαλος, η Ραδόβολη, ο Πλόσκος, ο Λαγαρής, ο Αϊλιάς κ.ά. Στα οροπέδια της Τύμφης υπάρχουν πολλές γραφικές αλπικές λίμνες με πλούσιους θρύλους και παραδόσεις, με γνωστότερη τη Δρακόλιμνη. Η μεγαλύτερη από αυτές, η Ριζίνα απέχει περίπου 4 ώρες πεζοπορία από το Βραδέτο. Οι ΝΔ πλαγιές της Τύμφης καταλήγουν στο «Φαράγγι του Βίκου». Η ανάβαση στις κορυφές γίνεται από το Βραδέτο μετά από 7ωρη πορεία, αλλά και από το Μικρό Πάπιγκο με 3ωρη πορεία ως το καταφύγιο της Αστράκας και με βάση αυτό στις κορυφές Γκαμήλα, Πλόσκο, Αστράκα και άλλες.
7. Βαρδούσια (Κόρακας) 2.495 μ. : Είναι σύμπλεγμα βουνών που περιλαμβάνει το νοτιότερο άκρο της Πίνδου στη Στερεά Ελλάδα. Υψώνεται στα σύνορα των νομών Φωκίδας και Φθιώτιδας. Είναι το δεύτερο ψηλότερο βουνό της Ρούμελης, μετά την Γκιώνα, με ύψος που φτάνει τα 2.495 μ. (κορυφή Κόρακας). Ο κύριος όγκος των Βαρδουσίων υψώνεται στα εδάφη της επαρχίας Δωρίδας του νομού Φωκίδας, ενώ μικρό τμήμα του στα βόρεια υπάγεται στο νομό Φθιώτιδας. Τα Βαρδούσια αποτελούνται από τρία συγκροτήματα κορυφών, το βόρειο, το δυτικό και το νότιο. Το βόρειο συγκρότημα χαρακτηρίζεται από ομαλές κορφές, το δυτικό παρουσιάζει πολλές απόκρημνες κι ανεξάρτητες μεταξύ τους κορυφές, ενώ το νότιο που είναι και το υψηλότερο, σχηματίζει μία απόκρημνη και μεγάλη σε μήκος κορυφογραμμή. Είναι από τις ελάχιστες οροσειρές της Ελλάδας που έχουν αλπικό χαρακτήρα. Η οροσειρά ορίζεται από τους ποταμούς Μόρνο, Εύηνο και Κοκκινοπόταμο και έχει πλούσια χλωρίδα. Μεγάλο τμήμα της επιφάνειάς της καλύπτεται από δάση ελάτης, βελανιδιάς και κέδρων (αρκεύθων) ενώ στα εκτεταμένα υψίπεδα που σχηματίζονται ανάμεσα στις κορυφές βόσκουν μεγάλα κοπάδια προβάτων και γιδιών.
8. Παρνασσός 2.457 μ. : Είναι βουνό της Στερεάς Ελλάδας, που εκτείνεται στους νομούς Βοιωτίας, Φθιώτιδας και Φωκίδας. Έχει μέγιστο ύψος 2.457 μ., (ψηλότερη κορυφή η Λιάκουρα) και είναι ένα από τα ψηλότερα βουνά της Ελλάδας. Στα ΒΔ ενώνεται με τη Γκιώνα, ενώ στα νότια συνδέεται με την Κίρφη. Το βουνό είναι άμεσα συνδεδεμένο με την ελληνική ιστορία και μυθολογία, κυρίως για το Μαντείο των Δελφών, που ήταν χτισμένο πάνω του. Από την αρχαιότητα μέχρι και σήμερα, οι Δελφοί αποτελούν πόλο έλξης χιλιάδων τουριστών από όλο τον κόσμο, προσδίδοντας με τη φήμη τους αίγλη στον Παρνασσό. Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, το βουνό οφείλει το όνομά του στον ήρωα Παρνασσό, που είχε κτίσει εκεί μια πόλη, που καταστράφηκε από τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα. Τότε οι κάτοικοι της πόλης ακολουθώντας τις κραυγές των λύκων οδηγήθηκαν ψηλότερα στο βουνό για να γλιτώσουν από τον κατακλυσμό, όπου έχτισαν μια νέα πόλη που την ονόμασαν Λυκώρεια, που σημαίνει κραυγές των λύκων. Το όνομα αυτό διασώζεται μέχρι και σήμερα ελαφρά παραλλαγμένο. Ο Παρνασσός παλαιότερα ονομαζόταν Λιάκουρα, που αποτελεί δημώδη ονομασία που συναντάται κυρίως στα κλέφτικα τραγούδια και προέρχεται από το Λυκώρεια. Επίσης, έτσι ονομάζεται η ψηλότερη κορυφή του Παρνασσού. Ετυμολογικά, η λέξη Παρνασσός, υποστηρίζεται ότι προέρχεται από το προελληνικό υπόστρωμα, δηλαδή τη γλώσσα που μιλούσαν οι Πελασγοί, και στων οποίων τα τοπωνύμια ήταν συχνή η κατάληξη -σσος.

9. Ψηλορείτης (Ίδη) 2.456 μ. : Είναι το ψηλότερο βουνό της Κρήτης με 2.456 μ. ύψος. Έχει 5 κορυφές που ξεπερνούν τα 2.000 μ: ο Τίμιος Σταυρός (2.456 μ.), ο Αγκαθιάς (2.424 μ.), η Στολίστρα (2.325 μ.), η Βουλομένου (2.267 μ.) και ο Κούσσακας (2.209 μ.). Η πρόσβαση στις κορυφές γίνεται από αρκετά μονοπάτια. Το πιο συνηθισμένο και καλά σημαδεμένο μονοπάτι (Ε4) είναι από το οροπέδιο της Νίδας (η πεζοπορία υπολογίζεται στις 5 ώρες περίπου). Στον Ψηλορείτη βρίσκεται και το Ιδαίο άντρο (υψόμετρο 1.495 μ.), αρχαιολογικός τόπος και σπήλαιο. Κατά την ελληνική μυθολογία είναι το μέρος όπου ανατράφηκε ο Δίας από τους Κουρήτες και τη νύμφη Αμάλθεια. Λίγο χαμηλότερα, σε υψόμετρο 1.187 μ. βρίσκεται ο αρχαιολογικός χώρος της Ζωμίνθου, όπου υπάρχει μία εγκατάσταση της μινωικής εποχής. Το οροπέδιο Νίδα είναι μια εύφορη πεδιάδα σε ύψος 1.400 μ. πάνω στον Ψηλορείτη και απέχει 24 χλμ. από τα Ανώγεια, 78 χλμ. από το Ρέθυμνο και 60 χλμ. από το Ηράκλειο. Στη Νίδα ο επισκέπτης μπορεί να δει τον παραδοσιακό χώρο παραγωγής τυριού, τα μιτάτα, το χιονοδρομικό κέντρο του Ψηλορείτη και τη σπηλιά «Ιδαίον Άντρο». Στη διάρκεια του χειμώνα το χιόνι στην περιοχή είναι αρκετό και κάτω από το λόφο, στη βάση της κορυφής του Ψηλορείτη, λειτουργεί ένα χιονοδρομικό κέντρο. Από τις 22 ως τις 30 Ιουλίου γίνονται εκδηλώσεις με συναυλίες, θεατρικές παραστάσεις κλπ., προς τιμή του Αγίου Υακίνθου κοντά στον ομώνυμο Ναό, που βρίσκεται περίπου στα 1.800 μ.
10.  Λευκά Όρη (Κρήτη) 2.453 μ. : Η οροσειρά Λευκά Όρη ή Μαδάρες βρίσκεται στη δυτική Κρήτη, εκτεινόμενη σε περιοχή με μήκος 60 και πλάτος 35 χιλιομέτρων. Ουσιαστικά καλύπτουν το μεγαλύτερο τμήμα του νομού Χανίων και μέρος του Ρεθύμνης. Με την κορυφή τους Πάχνες στα 2.453,63 μέτρα, μοιράζονται τον τίτλο του ψηλότερου βουνού του νησιού με τον Ψηλορείτη ή Ίδη (Τίμιος Σταυρός επίσης 2.453,56 μ) στο κεντρικό του τμήμα.
11. Αθαμανικά όρη (Τζουμέρκα) 2.429 μ. : Είναι μεγάλη οροσειρά της δυτικής Ελλάδος, που ουσιαστικά αποτελεί τμήμα της ευρύτερης οροσειράς της Πίνδου. Η ψηλότερη κορυφή τους είναι η Κακαρδίτσα με υψόμετρο 2.429 μ. και η επόμενη ψηλότερη είναι το Καταφίδι (ή Καταφύδι) με υψόμετρο 2.393 μ. Καταλαμβάνουν τμήμα των νομών Ιωαννίνων, Άρτας και Τρικάλων. Το όριο τους στα ανατολικά είναι ο ποταμός Αχελώος, που διαχωρίζει τα Αθαμανικά Όρη από την υπόλοιπη Πίνδο, ενώ βόρεια γειτονεύουν με τον Λάκμο. Η οροσειρά χωρίζεται σε δύο επιμέρους τμήματα. Το βορειότερο τμήμα που βρίσκεται στα όρια των νομών Ιωαννίνων και Τρικάλων ονομάζεται Κακαρδίτσα και σε αυτό ανήκει η ψηλότερη κορυφή της οροσειράς, με υψόμετρο 2.429 μ. Η κορυφή βρίσκεται ανάμεσα στα χωριά Ματσούκι, Μελισσουργοί και Αθαμανία. Άλλες ψηλές κορυφές της είναι οι: Καταραχιάς (2.299 μ.), Χίλια εξήντα (2.253 μ.), Τσούμα Πλαστάρι (2.188 μ.) , Κρυάκουρας (2.100 μ.), Φούρκα (2.100 μ.), Καταφύγι (2.098 μ.) και Βαρικό (2.007 μ.). Χωρίζεται από τον Λάκμο από τα ρέματα Νέγκρη και Μονοδέντρι, ενώ ενώνεται με αυτόν με τον αυχένα Μπάρο. Το νοτιότερο τμήμα είναι τα κυρίως Τζουμέρκα και ανήκει κυρίως στο νομό Άρτας. Ορίζεται δυτικά από την κοιλάδα του Αράχθου, ανατολικά από τον Αχελώο, στα ΒΑ χωρίζεται από την Κακαρδίτσα από το Μελισσουργιώτικο ποτάμι, και νότια συνδέεται με τα Όρη Βάλτου. Η ψηλότερη κορυφή του είναι το Καταφύδι με υψόμετρο 2.393 μ. Άλλες ψηλές κορυφές είναι οι: Στρογγούλα (2.107 μ.), Γερακοβούνι (2.211 μ.), Αγκάθι (2.392 μ.) και Σκλάβα (2.067 μ.). Οικισμοί χτισμένοι περιμετρικά του νότιου τμήματος είναι οι Μελισσουργοί, η Πράμαντα, η Άγναντα, το Βουλγαρέλι, τα Θεοδώριανα, το Καταφύγιο, τα Κονάκια, ο Καταρράκτης, η Κρυοπηγή, τα Λεπιανά, το Αθαμάνιο κλπ. Για κάποια γεωγραφικά έντυπα τα Αθαμανικά όρη ή Τζουμέρκα περιορίζονται μόνο σ’ αυτό το τμήμα, ενώ η Κακαρδίτσα θεωρείται ξεχωριστή οροσειρά. Τα Αθαμανικά όρη έχουν χαρακτηριστεί μία από τις σημαντικές περιοχές για πουλιά της Ελλάδας και έχουν προταθεί για να χαρακτηριστούν εθνικό πάρκο. Η οροσειρά οφείλει την ονομασία της στο αρχαιοελληνικό φύλο των Αθαμανών που ήταν εγκατεστημένο στην περιοχή αυτή. Οι Αθαμάνες άκμασαν κυρίως τον 3ο και 2ο αιώνα π.Χ., όπου διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στις συγκρούσεις μεταξύ Μακεδόνων και Αιτωλών.
Πηγή : https://apotis4stis5.com/themata-f/18458-psilotera-vouna-elladas
https://www.discovergreece.com/el/mainland/mountains

Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2019

Battle of Arcadiopolis (970 AD) : The Byzantine general Bardas Skliros defeated all the powerful armies of Eastern Europe in one single battle

The Battle of Arcadiopolis was fought in 970 between a Byzantine army under Bardas Skleros and a Rus' army, the latter also including allied Bulgarian, Pecheneg and Hungarian (Magyar) contingents. In the preceding years, the Rus' ruler Sviatoslav had conquered Bulgaria, and was now menacing Byzantium as well. The Rus' force had been advancing through Thrace towards Constantinople when it was met by Skleros' force. Having fewer men than the Rus', Skleros prepared an ambush and attacked the Rus' army with a portion of his force. The Byzantines then feigned retreat, and succeeded in drawing off the Pecheneg contingent into the ambush, routing it. The remainder of the Rus' army then panicked and fled, and suffered heavy casualties from the pursuing Byzantines. The battle was important as it bought time for the Byzantine emperor John I Tzimiskes to settle his internal problems and assemble a large expedition, which eventually defeated Sviatoslav the next year.

In 965 or 966, a Bulgarian embassy visited the Byzantine emperor Nikephoros II Phokas (r. 963–969) at Constantinople to receive the annual tribute that had been agreed by the two powers as the price of peace in 927. Phokas, flush and self-confident from a series of victories against the Arabs in the East that had led to the recovery of Crete, Cyprus and Cilicia, refused to comply, and even had the envoys beaten up. He followed this up with a show of military strength, by sending a small force to raze a number of Bulgarian border posts in Thrace. It was a clear declaration of war, but Nikephoros' forces were largely preoccupied in the East. Thus the emperor turned to the traditional Byzantine expedient of turning one of the peoples living further north, in modern-day Ukraine, against Bulgaria. He sent an ambassador, the patrikios Kalokyros, to Sviatoslav, ruler of the Rus' with whom the Byzantines had maintained close relations. Sviatoslav enthusiastically responded, and invaded Bulgaria in 967 or 968 in a devastating raid, before returning home to defend his capital against a Pecheneg attack. This forced the Bulgarian tsar, Peter I, to the negotiating table, agreeing to terms favourable to Byzantium. However, this brief sojourn also awakened in Sviatoslav the desire to conquer Bulgaria and establish his own realm there. He returned in force in July or August 969 and conquered the country within a few months. Nikephoros' scheme had backfired dramatically: instead of peace, a new and formidable foe had appeared in the Balkans, and a large part of the Bulgarian nobility appeared to side with the Rus' prince. The emperor, however, was murdered in December 969, and it fell to his successor, John I Tzimiskes (r. 969–976), to deal with the Rus' threat.

Sviatoslav now turned his sights on Byzantium, and to John's entreaties for peace he allegedly answered that the Empire should abandon its European territories to him and withdraw to Asia Minor. Tzimiskes himself was preoccupied with consolidating his position and with countering the unrest of the powerful Phokas clan and its adherents, and delegated the war in the Balkans to his brother-in-law, the Domestic of the Schools Bardas Skleros, and to the eunuch stratopedarches Peter. They were to winter in Thrace and raise an army, whilst sending spies to discover Sviatoslav's intentions. At the news of this, a powerful Rus' force, along with many Bulgarians and a Pecheneg contingent, was sent south over the Balkan Mountains. After sacking the city of Philippopolis (Plovdiv) in Thrace, they bypassed the heavily defended city of Adrianople and turned towards Constantinople. The size of the Rus' army, and whether it comprised the entirety of Sviatoslav's forces or just a division, is unclear. John Skylitzes, for instance, implies that this was the entire Rus' army, numbering an incredible 308,000 men, but the contemporary Leo the Deacon reports that it was a detachment of "over 30,000 men". It is clear, that the Byzantines were considerably outnumbered, and that the Rus' force at Arcadiopolis included significant numbers of Bulgarians, as well as allied contingents of Pechenegs and "Turks" (i.e. Magyars).

Bardas Skleros or Sclerus was a Byzantine general who led a wide-scale Asian rebellion against Emperor Basil II in 976–979. Bardas belonged to the great family of the Skleroi, which owned enormous estates at the eastern outskirts of Asia Minor. His mother Gregoria descended from Basil I's brother Bardas. The greatest coup of his early career was a brilliant defense of Constantinople against the army of Svyatoslav I of Kiev in 970. During the Battle of Arcadiopolis, he reportedly managed to inflict as many as 20,000 casualties on the Rus, while the campaign claimed the lives of merely 25 Greek soldiers. After he had shown himself equal to dealing with the fiercest enemies of Byzantium, Bardas became a trusted advisor to John I Tzimiskes, who was his brother-in-law. "The truth was, the men who had enrolled in Skleros's army were no longer divided in their loyalties: every one of them was a declared rebel. Their leader inspired them with his own resolute determination and bound them into one coherent body. By favours he won their loyalty, by his kindliness he earned their devotion. He reconciled their differences, ate at the same table as his men, drank from the same cup, called them by name, and by his flattery bound them to his allegiance" (Michael Psellos). The bloodline of Bardas Skleros continued. A grandson, Basil Skleros, was married to a sister of Emperor Romanos III. One of Basil's daughters, married Constantine Monomachos, who would become Emperor, while Basil's granddaughter Maria, became mistress of Constantine. One of these women was the grandmother of Vladimir Monomakh, Great Prince of Russia.

Skleros then quickly assembled a force of ten to twelve thousand men and set out to meet the Rus'. The two armies met near Arcadiopolis (Turkish Thrace), some 80 km west of Constantinople. The two primary accounts on the Byzantine side differ on the preliminaries of the battle: Leo the Deacon reports that Skleros sent a scouting detachment ahead under the patrikios John Alakaseus, and then gave battle after only a day, but the later chronicle of Skylitzes reports that for a few days, Skleros with his men remained within the walls of Arcadiopolis as the Rus' encamped nearby, and refused to come out and meet them in battle despite their repeated challenges for him to do so. According to Skylitzes, the Rus' quickly became convinced that the imperial army was too afraid to face them; consequently they roamed about the countryside plundering, neglected their camp defences and spent their nights in heedless revelry. Skleros eventually set out from the city, and divided his forces into three groups: two divisions were placed in ambush on the wooded sides of the road leading towards the Rus' camp, while another, probably some 2,000–3,000 men, was placed under himself (or Alakaseus in Skylitzes' account) and went forth to attack the Rus' host. The Byzantine detachment quickly came into contact with the Rus' army, and charged the Pecheneg contingent. The Byzantines executed a gradual orderly retreat, turning at intervals to charge back at the pursuing Pechenegs, who had thus become separated from the main body of the Rus' army. This conflict was fierce and bloody, taxing the discipline and endurance of the small Byzantine force. According to Leo the Deacon, at one point one of the Pechenegs charged Bardas himself and delivered a sword blow on his helmet, which was deflected by the metal without doing harm. Bardas' young brother Constantine came to his rescue, killing the Pecheneg.

When the two opposing forces reached the place of the ambush, Bardas ordered the trumpets blown and the two concealed Byzantine divisions attacked the Pechenegs from the flanks and the rear. Cut off from aid and surrounded, the Pechenegs began to panic and flee. One of their leaders tried to rally his men, but he was attacked by Bardas Skleros himself, who killed him with a single sword-blow that reportedly cut him in two from his head down to the waist, through the Pecheneg's helmet and cuirass. The loss of the Pecheneg commander turned the battle into a complete rout, and panic spread to the Bulgarian contingent following behind the Pechenegs, which also suffered heavy casualties in the general chaos. The Byzantine casualties in the battle were low (Skylitzes speaks of 25 dead and Leo of 55) although they lost many horses to the Pecheneg arrows, while the losses of the Rus' force, although certainly lower than Leo's claimed 20,000, were still significant, probably running into several thousands. When the two opposing forces reached the place of the ambush, Bardas ordered the trumpets blown and the two concealed Byzantine divisions attacked the Pechenegs from the flanks and the rear. Cut off from aid and surrounded, the Pechenegs began to panic and flee. One of their leaders tried to rally his men, but he was attacked by Bardas Skleros himself, who killed him with a single sword-blow that reportedly cut him in two from his head down to the waist, through the Pecheneg's helmet and cuirass. The loss of the Pecheneg commander turned the battle into a complete rout, and panic spread to the Bulgarian contingent following behind the Pechenegs, which also suffered heavy casualties in the general chaos. The Byzantine casualties in the battle were low (Skylitzes speaks of 25 dead and Leo of 55) although they lost many horses to the Pecheneg arrows, while the losses of the Rus' force, although certainly lower than Leo's claimed 20,000, were still significant, probably running into several thousands.

The Byzantines were unable to exploit this victory or pursue the remnants of the Rus' army, since Bardas Phokas rose in revolt in Asia Minor. Bardas Skleros and his men were consequently withdrawn to Asia Minor, whilst Sviatoslav restricted his forces to the north of the Balkan Mountains. In the spring of the next year, however, with Phokas' rebellion subdued, Tzimiskes himself, at the head of his army, advanced north into Bulgaria. The Byzantines took the Bulgarian capital Preslav, capturing the Bulgarian tsar Boris II, and confined the Rus' in the fortress of Dorostolon (Silistra). After a three-month siege and a series of pitched battles before the city walls, Sviatoslav conceded defeat and abandoned Bulgaria. In Hungarian historiography, the Battle of Arcadiopolis is considered as the final chapter of the Hungarian invasions of Europe, a series of plundering raids both westward and southward since the end of the 9th century. Following that the new Grand Prince, Géza consolidated his authority and also supported Christian missionaries from Western Europe (experiencing the fate of the Bulgarian patriarchate after John Tzimiskes's campaign against Bulgaria, when lost its independence), which led to the Christianization of the Magyars and the establishment of the Christian Kingdom of Hungary by the beginning of the new millennium
Πηγή : https://en.m.wikipedia.org/wiki/Bardas_Skleros
https://en.m.wikipedia.org/wiki/Battle_of_Arcadiopolis_(970)

Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2019

Guanches : The descendants of mythic Atlantis in Canary Islands

Plato : " Many great and wonderful deeds are recorded of your state in our histories. But one of them exceeds all the rest in greatness and valour. For these histories tell of a mighty power which unprovoked made an expedition against the whole of Europe and Asia, and to which your city put an end. This power came forth out of the Atlantic Ocean, for in those days the Atlantic was navigable; and there was an island situated in front of the straits which are by you called the Pillars of Heracles; the island was larger than Libya and Asia put together, and was the way to other islands, and from these you might pass to the whole of the opposite continent which surrounded the true ocean; for this sea which is within the Straits of Heracles is only a harbour, having a narrow entrance, but that other is a real sea, and the surrounding land may be most truly called a boundless continent. Now in this island of Atlantis there was a great and wonderful empire which had rule over the whole island and several others, and over parts of the continent, and, furthermore, the men of Atlantis had subjected the parts of Libya within the columns of Heracles as far as Egypt, and of Europe as far as Tyrrhenia. This vast power, gathered into one, endeavoured to subdue at a blow our country and yours and the whole of the region within the straits; and then, Solon, your country shone forth, in the excellence of her virtue and strength, among all mankind. She was pre-eminent in courage and military skill, and was the leader of the Hellenes. And when the rest fell off from her, being compelled to stand alone, after having undergone the very extremity of danger, she defeated and triumphed over the invaders, and preserved from slavery those who were not yet subjugated, and generously liberated all the rest of us who dwell within the pillars. But afterwards there occurred violent earthquakes and floods; and in a single day and night of misfortune all your warlike men in a body sank into the earth, and the island of Atlantis in like manner disappeared in the depths of the sea. For which reason the sea in those parts is impassable and impenetrable, because there is a shoal of mud in the way; and this was caused by the subsidence of the island."
Atlantean civilization ended around the 10,000 B.C.E..   It declined, and was destroyed by natural disasters and invaders from Western Europe. According to Spence, Atlantis was located in the vicinity of the Canary Islands, where conditions were optimal for a flourishing Neolithic civilization.  Its evidence lies in the spread of an “Atlantis culture complex” most notably to North Africa, Mediterranean Europe and Central and South America. An interesting theory is the Atlanteans are ethnically linked to the ancient Guanches and Berbers whose origins have been elusive to anthropologists. The Guanches were first described by a 12th century Arab geographer Muhammad Al-Idrisi who visited the Canary Islands and found a mysterious indigenous population.  He wrote about visiting a village:  “whose inhabitants have long and flaxen hair and the women are of a rare beauty.”  No one knows how the Guanches came to arrive on the Atlantic island. Similar to the ancient Berbers (who lived in the evocatively named Atlas Mountains of Northern Africa), the Guanches are described as physically distinct from their Mediterranean and North African neighbors.  They were tan in complexion but tall in stature and tended to be fair haired.  These characteristics lend themselves to a rich mythology, which I propose the Atlanteans capitalized on.  They were the sons of gods, the “chosen ones.”  With their high-minded claims to heredity, they managed to colonize the pre-historic world.

Location hypotheses of Atlantis are various proposed real-world settings for the fictional island of Atlantis, described as a lost civilization mentioned in Plato's dialogues Timaeus and Critias, written about 360 B.C. In these dialogues, a character named Critias claims that an island called Atlantis was swallowed by the sea about 9,200 years previously. According to the dialogues, this story was passed down to him through his grandfather, also named Critias, who in turn got it from his father, Dropides, who had got it from Solon, the famous Athenian lawmaker, who had got the story from an Egyptian sanctuary. Plato's dialogues locate the island in the Atlantic Pelagos "Atlantic Sea", "in front of" the Pillars of Hercules (Στήλες του Ηρακλή) and facing a district called modern Gades or Gadira (Gadiron), a location that some modern Atlantis researchers associate with modern Gibraltar; however various locations have been proposed. It has been thought that when Plato wrote of the Sea of Atlantis, he may have been speaking of the area now called the Atlantic Ocean. The ocean's name, derived from Greek mythology, means the "Sea of Atlas". Plato remarked that, in describing the origins of Atlantis, this area was allotted to Poseidon. In Ancient Greek times the terms "Ocean" and "Atlas" both referred to the 'Giant Water' which surrounded the main landmass known at that time by the Greeks, which could be described as Eurafrasia, and thus this water mass was considered to be the 'end of the (known) world', for the same reason the name "Atlas" was given to the mountains near the Ocean, the Atlas Mountains, as they also denoted the 'end of the (known) world'.
The Canary Islands have been identified as remnants of Atlantis by numerous authors. For example, in 1803, Bory de Saint-Vincent in his Essai sur les îles fortunées et l'antique Atlantide proposed that the Canary Islands, along with the Madeira, and Azores, are what remained after Atlantis broke up. Many later authors, i.e. Lewis Spence in his The Problem of Atlantis, also identified the Canary Islands as part of Atlantis left over from when it sank.

The Canary Islands are a Spanish archipelago and the southernmost
autonomous community of Spain located in the Atlantic Ocean, 100 kilometres west of Morocco at the closest point. The Canary Islands, which are also known informally as the Canaries, are among the outermost regions (OMR) of the European Union proper. It is also one of eight regions with special consideration of historical nationality as recognized by the Spanish Government. The Canary Islands belong to the African Plate like the Spanish cities of Ceuta and Melilla, the two on the African mainland. The seven main islands are (from largest to smallest in area) Tenerife, Fuerteventura, Gran Canaria, Lanzarote, La Palma, La Gomera and El Hierro. The archipelago includes many smaller islands and islets: La Graciosa, Alegranza, Isla de Lobos, Montaña Clara, Roque del Oeste and Roque del Este. It also includes a series of adjacent roques (those of Salmor, Fasnia, Bonanza, Garachicoa and Anaga). In ancient times, the island chain was often referred to as "the Fortunate Isles". The Canary Islands are the most southerly region of Spain and the largest and most populated archipelago of the Macaronesia region. Historically, the Canary Islands have been considered a bridge between four continents: Africa, North America, South America and Europe.

The archipelago's beaches, climate and important natural attractions, especially Maspalomas in Gran Canaria and Teide National Park and Mount Teide (a World Heritage Site) in Tenerife (the third tallest volcano in the world measured from its base on the ocean floor), make it a major tourist destination.  The seven major islands, one minor island, and several small islets were originally volcanic islands, formed by the Canary hotspot. During the time of the Spanish Empire, the Canaries were the main stopover for Spanish galleons on their way to the Americas, which came south to catch the prevailing north-easterly trade winds. The name Islas Canarias is likely derived from the Latin name Canariae Insulae, meaning "Islands of the Dogs", a name that was applied only to Gran Canaria. According to the historian Pliny the Elder, the Mauretanian king Juba II named the island Canaria because it contained "vast multitudes of dogs of very large size". It is considered that the aborigines of Gran Canaria called themselves "Canarios". It is possible that after being conquered, this name was used in plural in Spanish, i.e., as to refer to all of the islands as the Canarii-as.

The islands may have been visited by the Phoenicians, the Greeks, and the Carthaginians. King Juba II (48 BC-23 AD), Caesar Augustus's Numidian protégé, is credited with discovering the islands for the Western world. According to Pliny the Elder, Juba found the islands uninhabited, but found "a small temple of stone" and "some traces of buildings". Juba dispatched a naval contingent to re-open the dye production facility at Mogador in what is now western Morocco in the early first century AD. That same naval force was subsequently sent on an exploration of the Canary Islands, using Mogador as their mission base. The Romans named each of the islands: Ninguaria or Nivaria( Tenerife), Canaria (Gran Canaria), Pluvialia or Invale (Lanzarote), 
Ombrion (La Palma), Planasia (Fuerteventura), Iunonia or Junonia (El Hierro) and Capraria (La Gomera). Roman author and military officer Pliny the Elder, drawing upon the accounts of Juba II, king of Mauretania, stated that a Mauretanian expedition to the islands around 50 BC found the ruins of great buildings, but otherwise no population to speak of. If this account is accurate, it may suggest that the Guanches were not the only inhabitants, or the first ones; or that the expedition simply did not explore the islands thoroughly. Tenerife, specifically the archaeological site of the Cave of the Guanches in Icod de los Vinos, has provided habitation dates dating back to the 6th century BC, according to analysis carried out on ceramics that were found inside the cave. When the Europeans began to explore the islands in the late Middle Ages, they encountered several indigenous peoples living at a Neolithic level of technology. Although the prehistory of the settlement of the Canary Islands is still unclear, linguistic and genetic analyses seem to indicate that at least some of these inhabitants shared a common origin with the Berbers on the nearby North African coast. The precolonial inhabitants came to be known collectively as the Guanches, although Guanches had been the name for only the indigenous inhabitants of Tenerife. In 1402, the Castilian conquest of the islands began. The Castilians continued to dominate the islands, but due to the topography and the resistance of the native Guanches, they did not achieve complete control until 1496, when Tenerife and La Palma were finally subdued by Alonso Fernández de Lugo. After that, the Canaries were incorporated into the Kingdom of Castile.

The Guanches were the aboriginal inhabitants of the Canary Islands. In 2017, the first genome-wide data from the Guanches confirmed a North African origin and that they were genetically most similar to modern North African Berber peoples of the nearby North African mainland. It is believed that they migrated to the archipelago around 1000 BC or perhaps earlier. Strictly speaking, the Guanches were the indigenous peoples of Tenerife. The name came to be applied to the indigenous populations of all the seven Canary Islands, those of Tenerife being the most important or powerful. What remains of their language, Guanche a few expressions, vocabulary words and the proper names of ancient chieftains still borne by certain families exhibits positive similarities with the Berber languages. The first reliable account of the Guanche language was provided by the Genoese explorer Nicoloso da Recco in 1341, with a translation of numbers used by the islanders. According to European chroniclers, the Guanches did not possess a system of writing at the time of conquest; the writing system may have fallen into disuse or aspects of it were simply overlooked by the colonizers. Inscriptions, glyphs and rock paintings and carvings are quite abundant throughout the islands. Petroglyphs attributed to various Mediterranean civilizations have been found on some of the islands.

The geographic accounts of Pliny the Elder and of Strabo mention the Fortunate Isles but do not report anything about their populations. An account of the Guanche population may have been made around AD 1150 by the Arab geographer Muhammad al-Idrisi in the Nuzhatul Mushtaq, a book he wrote for King Roger II of Sicily, in which reports a journey in the Atlantic Ocean made by the Mugharrarin (the adventurers), a family of Andalusian seafarers from Lisbon. reports that, after having reached an area of "sticky and stinking waters", the Mugharrarin moved back and first reached an uninhabited Island (Madeira or Hierro), where they found "a huge quantity of sheep, which its meat was bitter and inedible" and, then, "continued southward" and reached another island where they were soon surrounded by barks and brought to "a village whose inhabitants were often fair haired with long and flaxen hair and the women of a rare beauty". Among the villagers, one did speak Arabic and asked them where they came from. Then the king of the village ordered them to bring them back to the continent where they were surprised to be welcomed by Berbers. Genetic evidence shows that northern African peoples made a significant contribution to the aboriginal population of the Canaries following desertification of the Sahara at some point after 6000 BC. Linguistic evidence suggests ties between the Guanche language and the Berber languages of North Africa, particularly when comparing numeral systems. Research into the genetics of the Guanche population have led to the conclusion that they share an ancestry with Berber peoples.

According to an international investigation whose results were given in 2017, a small part of the Guanches aborigines had as relatives the first European farmers from Anatolia (Asia Minor). This data has been discovered thanks to the analysis of the genome which also confirms that the vast majority of Canarian aborigines come from North Africa but were also related to the first European farmers, whose genetics were introduced into Europe from Anatolia through the migrations of farmers during the Neolithic expansion, around 7,000 years ago.Another study in 2018 confirmed that, like the Guanches, both ancient and modern North Africans are also partly related to Anatolia/Europe. Beñesme or Beñesmer was a festival of the agricultural calendar of the Guanches (the Guanche new year) to be held after the gathering of crops devoted to Chaxiraxi (on August 15). In this event the Guanches shared milk, gofio, sheep or goat meat. At the present time, this coincides with the pilgrimage to the Basilica of the Virgin of Candelaria (Patron of Canary Islands). The island of Tenerife was divided into nine small kingdoms (menceyatos), each ruled by a king or Mencey. The Mencey was the ultimate ruler of the kingdom, and at times, meetings were held between the various kings. When the Castilians invaded the Canary Islands, the southern kingdoms joined the Castilian invaders on the promise of the richer lands of the north; the Castilians betrayed them after ultimately securing victory at the Battles of Aguere and Acentejo.

A 2003 genetics research article by Nicole Maca-Meyer et al. published in the European Journal of Human Genetics compared aboriginal Guanche mtDNA (collected from Canarian archaeological sites) to that of today's Canarians and concluded that, "despite the continuous changes suffered by the population (Spanish colonisation, slave trade), aboriginal mtDNA (direct maternal) lineages constitute a considerable proportion (42 – 73%) of the Canarian gene pool. According to this article, both percentages are obtained using two different estimation methods; nevertheless according to the same study the percentage that could be more reliable is the one of 73%. Maca-Meyer et al. states that historical evidence does support the explanation of "strong sexual asymmetry...as a result of a strong bias favoring matings between European males and aboriginal females, and to the important aboriginal male mortality during the Conquest." The genetics thus suggests the native men were sharply reduced in numbers due to the war, large numbers of Spaniard men stayed in the islands and married the local women, the Canarians adopted Spanish names, language, and religion, and in this way, the Canarians were Hispanicized. According to a recent study by Fregel et al. 2009, in spite of the geographic nearness between the Canary Islands and Morocco, the genetic heritage of the Canary islands male lineages, is mainly from European origin.
Πηγή : https://en.m.wikipedia.org/wiki/Canary_Islands
https://en.m.wikipedia.org/wiki/Canary_Islands_in_pre-colonial_times
https://en.m.wikipedia.org/wiki/Guanches
http://andrewjpeterswrites.com/?p=1405
http://classics.mit.edu/Plato/timaeus.html
https://en.m.wikipedia.org/wiki/Location_hypotheses_of_Atlantis

Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2019

Byzantine Reconquest : The Medieval Greek reconquest of Middle East

The Byzantine reconquest of Cilicia was a series of conflicts and engagements between the forces of the Byzantine Empire under Nikephoros II Phokas and the Hamdanid ruler of Aleppo, Sayf al-Dawla, over control of the region of Cilicia in southeastern Anatolia. Since the Muslim conquests of the 7th century, Cilicia had been a frontier province of the Arab world and a base for regular raids against the Byzantine provinces in Anatolia. By the middle of the 10th century, the fragmentation of the Abbasid Caliphate and the strengthening of Byzantium under the Macedonian dynasty allowed the Byzantines to gradually take the offensive. Under the soldier-emperor Nikephoros II Phokas (r. 963–969– ), with the help of the general and future emperor John I Tzimiskes, the Byzantines overcame the resistance of Sayf al-Dawla, who had taken control of the former Abbasid borderlands in northern Syria, and launched a series of aggressive campaigns that in 964–965 recaptured Cilicia. The successful conquest opened the way for the recovery of Cyprus and Antioch over the next few years, and the eclipse of the Hamdanids as an independent power in the region.

By the time Nicephorus became emperor, after his successful seizure of Crete, he had decided on a grander plan to expand Byzantine territory, rather than merely sack the Arab cities and withdraw. He began his invasion in Autumn 964 and set out with an army of 40,000. He began by spreading out his lighter infantry throughout the Cilician countryside and ordered them to loot and plunder the villages in order to ensure a general atmosphere of confusion and disarray among al-Dawla's administration. Nicephorus then marched the main segment of his forces, the Imperial Army plus the forces of the themes of Asia Minor, through Arab territory and began to capture major fortresses and cities. He took Adana, Anazarbus, and around twenty other fortified cities. He then marched on to Mopsuestia. Tarsus and Mopsuestia were the two largest remain fortresses in the region. Nicephorus quickly realized, after bombarding the city, that only a prolonged siege would manage to force Mopsuestia to capitulate. Soon, with the coming of winter, Nicephorus retreated to his regional capital of Caesarea, where he passed the season preparing for next year's campaigning season on the sieges of Mopsuestia and Tarsus. At the spring of 965, Nicephorus once again collected his forces and departed for Cilicia. This time, however, Nicephorus headed strait for Tarsus. There he met the garrison outside of the walls of the city and engaged it. He decisively defeated the army and drove them back into the fortress. He then blockaded the city, raided the surrounding countryside and left for Mopsuestia, leaving the city besieged, blockade, and surrounded by destruction and desolation. He began to in turn siege Mopsuestia, bombarding the city with archers and siege engines. He then employed a similar strategy as used in the Siege of Chandax only four years earlier. He instructed his engineers to dig under the city fortifications while the Arabs were distracted and collapse the weakest perceived section of the wall. This worked, and soon the Byzantines began to pour into the city from the destroyed section. The city was then looted and razed, while Nicephorus deported all of its inhabitants. He then returned to Tarsus where the populace, after hearing of the destruction of Mopsuestia, sought terms with the Greeks. They handed over the city to Nicephorus in exchange for the safe passage of migrants seeking to emigrate to Syria, which he granted. With the capture of these two cities, Cilicia once again came under the suzerainty of Byzantium, and Nicephorus returned to Constantinople. It was around this time that on Cyprus the Byzantine general Niketas Chalkoutzes staged a coup. The nature of the circumstances of this coup are dubious due to a lack of sources, but it is clear that the Abbasid authorities had no preconceived notions of it as it was incredibly successful. The island was returned to the Byzantines and reintegrated into the Theme System.

Following the conquest of Crete, Nikephoros soon returned to the east with a large and well-equipped army and almost immediately marched into Cilicia. In February 962, he captured Anazarbos, while the major city of Tarsus ceased to recognize the Hamdanid Emir of Aleppo, Sayf al-Dawla. Nikephorus continued to ravage the Cilician countryside, defeating the governor of Tarsus, ibn al-Zayyat in open battle; al-Zayyat later committed suicide on account of the loss. He soon returned to the regional capital of Caesarea. Upon the beginning of the new campaigning season, al-Dawla entered the Byzantine Empire and began to conduct raids. This strategy, however, would prove fatal for him, as it left Aleppo dangerously undefended. Nikephoros soon took the city of Manbij. In December, an army split between Nikephoros and John I Tzimiskes marched towards Aleppo, quickly routing an opposing force led by Naja al-Kasaki. Al-Dawla's force caught up with the Byzantines, but he too was routed, and Nikephoros and Tzimiskes entered Aleppo on December 24. The loss of the city would prove to be both a strategic and moral disaster for the Hamdanids. It was probably on these campaigns that Nikephoros earned the sobriquet, "The Pale Death of the Saracens". During the capture of Aleppo, the Byzantine army took possession of 390,000 silver dinars, 2,000 camels, and 1,400 mules.

Following the quelling of some civil unrest in the spring of 966, Nicephorus once again set out for the east. Nicephorus' strategy was not one of traditional Byzantine origin, but combined the tactics used by the Arabs with his own strategy. He largely avoided open confrontation, pillaging, raiding and capturing cities where he could. He marched east with his army from Constantinople, joining up with his new forces as he passed through Byzantine Cilicia, and advanced onto Syria. Nicephorus soon led his army to Antioch, where he set up a light siege and began to raid the countryside. In the fall of 967, Nicephorus captured many forts in southern Syria, and eventually came to Tripoli. He wished to meet up with his navy there, but the winds and tides were uncooperative and he could not besiege the city, and instead marched north to the fortress of Arqa, which he soon captured and looted. It was around this time in 967 that al-Dawla died. His successor, Sa'd al-Dawla, was a weak and ineffectual ruler, and by the time he ascended the throne, Hamdanid territory had become a mere battlefield on which the Byzantines and Fatimids could settle their disputes. Nicephorus did not cease the pillage of Syria until the spring of 969 when he returned to Constantinople. However, he left a large garrison in a citadel of his construction outside of Antioch in order to maintain the siege. Around a year later, Byzantine forces retook Antioch and cemented Byzantine control of the region. 
From 964 to 965, Nikephoros led an army of 40,000 men which conquered Cilicia and conducted raids in Upper Mesopotamia and Syria, while the patrician Niketas Chalkoutzes recovered Cyprus. In the spring of 964, Nikephorus headed east. During the summer he captured Anazarbos and Adana before withdrawing. Later that year Nikephoros attempted to quickly take Mopsuestia, but failed, returning to Caesarea. It was around this time that Niketas Chalkoutzes instigated a coup on Cyprus, which at the time was a shared condominium between the Byzantines and the Arabs. In the summer of 965, the conquest of Cilicia began in earnest. Nikephorus and Tzimiskes seized Mopsuestia July 13, while Leo Phokas invested Tarsus and Nikephoros and Tzimiskes arrived soon after. Nikephoros won a pitched battle against the Tarsiots, routing their forces with his "ironclad horsemen", referencing the Byzantine cataphracts. Within a fortnight, Tarsus surrendered on August 16th to Nikephoros who allowed the inhabitants to leave the city unharmed but plundered the city. With the fall of these two strongholds, Cilicia was in the hands of the Byzantines. In 967 or 968, Nikephoros annexed the Armenian state of Taron by diplomacy. In 968, Nikephoros conducted a raid which reached the city of Tripoli, raiding and sacking most of the fortresses along his path. His aim was to cut off Antioch from its allies: the city was unsuccessfully blockaded two times in 966 and 968, and so the emperor decided to take it by hunger (so as not to damage to city) and left a detachment (a taxiarchy) of 1500 men in the fort of Baghras, which lies on the road from Antioch to Alexandretta. The commander of the fort, the patrikios Michael Bourtzes, disobeyed the emperor's orders and took Antioch with a surprise attack, supported by the troops of the stratopedarch Petros, eunuch of the Phokas family. Bourtzes was disgraced for his insubordination, and later joined the plot that killed Phokas.

The Syrian campaigns of John Tzimiskes were a series of campaigns undertaken by the Byzantine emperor John I Tzimiskes against the Fatimid Caliphate in the Levant and against the Abbasid Caliphate in Syria. Following the weakening and collapse of the Hamdanid Dynasty of Aleppo, much of the Near East lay open to Byzantium, and, following the assassination of Nikephoros II Phokas, the new emperor, John I Tzimiskes, was quick to engage the newly successful Fatimid Dynasty over control of the near east and its important cities, namely Antioch, Aleppo, and Caesarea. He also engaged the Emir of Mosul, who was under the suzerainty of the Abbasid Caliph in Baghdad, over control of parts of Upper Mesopotamia (Jazira). Relations between the Byzantines in Greece and Asia Minor and the Fatimids in Egypt had taking a steep downward turn halfway through the 10th Century. Following the disintegration of the Hamdanid Dynasty in Aleppo, tensions between the two empires continued to inflate until conflict became inevitable. However, the Byzantines looked not only to expand into the Levant and Syria, following their conquest of Cilicia, but also too expand further east into Armenia and Upper Mesopotamia, modern Iraq, in order to unite with the native Christian peoples there and to cripple the power of the Abbasid Caliph, who was nominally under the suzerainty of the Buyids. Late in 969, John Tzimiskes, a prominent leader of the Byzantine army, assassinated Nikephoros Phokas, then the Byzantine Emperor, and ascended the throne. While John had been fighting in Bulgaria, the Fatimids managed to break into the Byzantine Empire itself and laid siege to Antioch, which had been captured from the Hamdanids six years earlier. Soon, by spring 971, an invading force of Qarmatians into Fatimid Syria forced the Egyptian army too withdraw. The failure of the Fatimids to take Antioch proved the stability of Byzantium's eastern front, and, later in 971, John planned to initiate yet another eastern campaign. John left Constantinople in Spring 972 and crossed the Euphrates in October of the same year. John quickly besieged and entered the city of Nisibis which he used to stage numerous raids on the surrounding countryside. The Emir of Mosul, who was a suzerain of the Abbasid court at Baghdad, Abu Taghlib, soon agreed to pay annual tribute to the Byzantines. John then quickly moved towards Mayyafariqin, but he was unable to take the city before the campaigning season ended.

As the campaigning season ended, John appointed to the position of Domestic of the East an Armenian named Mleh; his job was to maintain stability at the frontier. During the winter of 972–3, Mleh collected a strong force of Byzantine soldiers with the objective of putting pressure on Abu Taghlib. He quickly set out for the border town of Amida, while Taghlib responded by sending an army under his brother Hibat Allah to challenge the invaders. Mleh's army was swiftly destroyed with a few survivors entering the captivity of Taghlib, including Mleh, who would die in captivity by March 974. The defeat of Mleh was significant, as it undermined the Byzantine's position with the Armenians in terms of securing a possible alliance, as well as losing their annual tribute from Mosul. The defeat of Mleh would also cause a rift to form between Taghlib and the Caliph in Baghdad, Al-Muti, on the subject of how best to deal with the threat they posed. The Armenians soon held a conference, and, after discussing with Byzantine envoys, formed a deal to accompany the Byzantines in a joint invasion of Syria and Mesopotamia in Spring 974, John marched east and joined with the Armenian forces at the capital of Taron, Muş. John swiftly advanced through Taghlib's lands, accepting tribute from Amida and Mayyafariqin in turn; he soon passed Nisibis, which was then deserted. John hoped to eventually advance on Mosul, and perhaps even Baghdad itself, thereby breaking the power of the Arabs in Mesopotamia whilst also increasing his legitimacy at home. He soon advanced into Jazira. Later that year, however, John received news from across the fertile crescent: the Fatimids had crushed the Qarmatians in Syria and were now advancing up the Levant towards Antioch, having already taken Tripoli and Beirut. John realized that the risk posed to Antioch and Cilicia was far greater than any gains to be had from possessing Baghdad, and so he soon headed west, splitting his army in two. The Armenians were sent home and the Byzantines went on to resupply and refresh the garrison at Antioch. John then returned to Constantinople to celebrate a Triumph, and returned to the east in Spring 975. John, once again, marched out of Antioch and down the Orontes, quickly taking Homs. From there he besieged and took Baalbek, and then advanced on Damascus, whose ruler, Amir Aftakin, a refugee from Baghdad who had recognized Fatimid suzerainty, surrendered his lands to John. John then marched south, taking Galilee, Tiberias, and Nazareth. Envoys from Acre soon reached John's camp on Mt. Tabor accepting a Byzantine garrison. Envoys also arrived from Ramleh and Jerusalem expressing their desire for John to take their cities. He soon took Caesarea, which would prove to be the limit of his advance. At this point John was far too concerned with the Fatimids' continual hold on the Levantine coast to advance further into Palestine. Important cities such as Tripoli, Sidon, and Byblos were still in Egyptian hands, and the clear threat these cities' garrisons posed to the integrity of Byzantine supply lines forced John to conquer these territories before advancing further. He proceeded to march to the coast and take Beirut after a fierce battle. He then marched north and took Byblos, heading towards Tripoli from there. Despite putting up a fierce siege and ravaging the countryside, John was unable to take the city. From there he marched north virtually unopposed, taking Balamea, Gabala, and numerous other cities. At this point, John now controlled all of the coast from Antioch to Caesarea, except for Tripoli. John then marched inland, mopping up any last pockets of resistance, including the cities of Burzuya and Sahyun. Governors and garrisons were appointed for the conquered cities, the administration arranged, and John returned to Antioch in September 975.

Basil II ( c. 958 – 1025), nicknamed the Bulgar Slayer was senior Byzantine Emperor for almost 50 years (976 – 1025), having been a junior colleague to other emperors since 960. He and his brother Constantine were named as co-rulers before their father Romanos II died in 963. The throne went to two generals, Nikephoros Phokas (r. 963–969) then John Tzimiskes (r. 969–976), before Basil became senior emperor. Once the internal strife was quelled, Basil turned his attention to the Empire's other enemies. The Byzantine civil wars had weakened the Empire's position in the east, and the gains of Nikephoros II and John I had nearly been lost to the Fatimid Caliphate. In 987–988, a seven-year truce with the Fatimids was signed; it stipulated an exchange of prisoners, the recognition of the Byzantine emperor as protector of Christians under Fatimid rule and of the Fatimid Caliph as protector of Muslims under Byzantine control, and the replacement of the name of the Abbasid caliph with that of the Fatimid caliph in the Friday prayer in the mosque at Constantinople. This lasted until the long-time vizier Yaqub ibn Killis died in 991. Fatimid caliph Al-Aziz Billah chose to pursue a more aggressive stance in Syria and appointed Manjutakin as governor of Damascus.

Encouraged by the defectors after the death of emir Sa'd al-Dawla, Al-Aziz decided to renew his attacks on the Hamdanid Emirate of Aleppo, a Byzantine protectorate, perhaps expecting Basil would not interfere. Manjutakin invaded the emirate, defeated a Byzantine force under the doux of Antioch Michael Bourtzes in June 992, and laid siege to Aleppo. The city easily resisted. In early 993, after thirteen months of campaigning, a lack of supplies forced Manjutakin to return to Damascus. In 994, Manjutakin resumed his offensive and in September scored a major victory at the Battle of the Orontes against Bourtzes. Bourtzes' defeat forced Basil to intervene personally in the East; with his army, he rode through Asia Minor to Aleppo in sixteen days, arriving in April 995. Basil's sudden arrival and the exaggeration of his army's strength circulating in the Fatimid camp caused panic in the Fatimid army, especially because Manjutakin, expecting no threat, had ordered his cavalry horses to be dispersed around the city for pasture. Despite having a considerably larger and well-rested army, Manjutakin was at a disadvantage. He burned his camp and retreated to Damascus without battle. The Byzantines besieged Tripoli unsuccessfully and occupied Tartus, which they refortified and garrisoned with Armenian troops. Al-Aziz now prepared to take to the field in person against the Byzantines and initiated large-scale preparations but they were abandoned upon his death.

Warfare between the two powers continued as the Byzantines supported an anti-Fatimid uprising in Tyre. In 998, the Byzantines under Damian Dalassenos, the successor of Bourtzes, launched an attack on Apamea but the Fatimid general Jaysh ibn al-Samsama defeated them in battle on 19 July 998. This defeat drew Basil back into the conflict; he arrived in Syria in October 999 and remained there for three months. Basil's troops raided as far as Baalbek, placed a garrison at Shaizar, and burnt three minor forts in the vicinity of Abu Qubais, Masyath, and 'Arqah. The siege of Tripoli in December failed while Hims was not threatened. Basil's attention was diverted to developments in Georgia following the murder of David III Kuropalates; he departed for Cilicia in January and dispatched another embassy to Cairo. In 1000, a ten-year truce was concluded between the two states. For the remainder of the reign of Al-Hakim bi-Amr Allah (r. 996–1021), relations remained peaceful as al-Hakim was more interested in internal affairs. Even the acknowledgement of Fatimid suzerainty by Abu Muhammad Lu'lu' al-Kabir of Aleppo in 1004 and the Fatimid-sponsored installment of Aziz al-Dawla as the city's emir in 1017 did not lead to a resumption of hostilities, especially because al-Kabir continued to pay tribute to the Byzantines and al-Dawla quickly began acting as an independent ruler. Al-Hakim's persecution of Christians in his realm and especially the 1009 destruction of the Church of the Holy Sepulchre at his orders strained relations and, along with Fatimid interference in Aleppo, provided the main focus of Fatimid–Byzantine diplomatic relations until the late 1030s.

Following the loss of Cilicia and Antioch, the Hamdanid state began to deteriorate rapidly. A string of rebellions would fracture and crush the dynasty's power, and the state would barely last to the end of the century before being vassalized and subsequently dissolved by the Fatimid Dynasty of Egypt, which would in turn rise to dominate the Levant and the near east for centuries. Byzantium, on the other hand, would continue to expand under the successive emperors Nicephorus, John II Tzimiskes, and Basil II. In fact, the Byzantines would see nearly unchecked expansion for over a century from the conquests of Cilicia and Antioch, only finally being subdued by the Seljuk Empire at the Battle of Manzikert in 1071.
Πηγή : https://en.m.wikipedia.org/wiki/Byzantine_conquest_of_Cilicia
https://en.m.wikipedia.org/wiki/Syrian_campaigns_of_John_Tzimiskes
https://en.m.wikipedia.org/wiki/Nikephoros_II_Phokas
https://en.m.wikipedia.org/wiki/Basil_II