Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2021

Ο στρατηγός Ζωπυρίων της Θράκης και η άγνωστη εκστρατεία του στην ευρωπαϊκή Σκυθία

Η αρχαιότερη αποικία στον Βόρειο Εύξεινο Πόντο ήταν η Ολβία, που δημιουργήθηκε από τους Μιλήσιους το 647 - 646 π.Χ., στο σημερινό νησί Μπερεζάν που τότε ήταν χερσόνησος. Το όνομα της πόλης είναι καθαρά ελληνικό. Προκύπτει από τη λέξη όλβος, που σημαίνει πλούτος, ευτυχία, χαρά. Η παλιότερη ονομασία με την οποία ήταν αρχικά γνωστή (από την ίδρυσή της) είναι Βορυσθένης. Τα απομεινάρια της βρίσκονται περίπου 15 χιλιόμετρα από τη σημερινή πόλη Οτσάκοβα. Η Βορυσθένη θεωρείται από τους περισσότερους ερευνητές σαν η ουσιαστική απαρχή της ελληνικής παρουσίας στην περιοχή. Οι πρώτες αρχαιολογικές ανασκαφές στο Μπερεζάν έγιναν το 1884, ενώ από το 1960 η περιοχή ανασκάπτεται από το ουκρανικό αρχαιολογικό ινστιτούτο και από αρχαιολογική ομάδα του Ερμιτάζ και μέχρι στιγμής έχει αποκαλυφθεί η νεκρόπολη και απομεινάρια οικιών και δημοσίων κτιρίων. Σημαντικό μέρος της πόλης καλύπτεται σήμερα από τη θάλασσα. Η Ολβία είναι μία από τις τέσσερις πιο δυνατές και σημαντικές πόλεις των αρχαίων ελληνικών πόλεων κράτους της Β. Μαύρης Θάλασσας και έπαιξε σημαντικότατο ρόλο στην ιστορία της περιοχής. Χτισμένη από τους Μιλήσιους, η Ολβία θα διατηρηθεί περίπου για χίλια χρόνια, μέχρι την έβδομη δεκαετία του 4ου αι. μ.Χ. Η επίσημη ονομασία της πόλης «Ολβία» είναι αναγραμμένη σε πλήθος ευρημάτων. Η Ολβία ήταν δομημένη σε δύο επίπεδα και την περίοδο της ακμής της κάλυπτε έκταση 55 εκταρίων. Η εύφορη γη και τα νερά των ποταμών Υπανίου (Μπουγκ) και Βορυσθένη (Δνείπερου) έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην εμπορική ανάπτυξη της πόλης.  Τα πολυπληθή ευρήματα αποκαλύπτουν πως οι κάτοικοι της Ολβίας είχαν στενή σχέση με τη μητρόπολη, τη Μίλητο, αλλά και με τον άλλο ελλαδικό χώρο (για παράδειγμα αποκαλύφθηκε γλυπτό με την υπογραφή του Πραξιτέλη), καθώς και έντονη πνευματική και αθλητική δραστηριότητα. Οι καλλιτεχνικές επιρροές της Ελλάδας (λόγω των στενών επαφών και ανταλλαγών) είχαν σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία στην Ολβία τοπικής εικαστικής σχολής. 


Τον 4ο αι. π.Χ. η τύχη επιφύλασσε στην Ολβία μια μεγάλη τραγωδία. Ενώ αρχικά ήταν μια πόλη με σχετικά ομοιογενή εθνολογικά πληθυσμό, όπου οι κοινωνικές ανισότητες ήταν σχεδόν ανύπαρκτες, με την πάροδο του χρόνου αυξήθηκε ο αριθμός των δούλων και των εξαρτημένων οικονομικά ανθρώπων, δηλαδή οξύνθηκε η κοινωνική ανισότητα μεταξύ του πληθυσμού. Ιδιαίτερα εμφανής γίνεται αυτή η διαπίστωση το έτος 331 π.Χ., όταν προ των τειχών της πόλης εμφανίστηκε ο στρατηγός του Μεγάλου Αλεξάνδρου Ζωπυρίων. Η πλειονότητα των αγροτικών οικισμών έπαυσε να υπάρχει και ο πληθυσμός της πόλης απειλούνταν από λιμό.  Οι άρχοντες της Ολβίας αναγκάστηκαν να ελευθερώσουν τους δούλους για να αντισταθούν στην απειλή. Σύμφωνα με την αναφορά του Μακροβίου, η οποία σήμερα επαληθεύεται από τα αρχαιολογικά δεδομένα, ο Ζωπυρίων τελικά δεν κατάφερε να κυριεύσει την πόλη. Έπειτα από τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν κατά την πολιορκία του Ζωπυρίωνος, η ζωή στην πόλη και στην αγροτική χώρα επανήλθε σε φυσιολογικά επίπεδα. Από τα τέλη όμως του 3ου αι. π.Χ. περιήλθε σε περίοδο οικονομικής, κοινωνικής, πολιτικής και στρατιωτικής κρίσης, γεγονός που αποτυπώνεται και στα επιγραφικά μνημεία της εποχής αυτής. Στη συνέχεια η Ολβία συμπεριλήφθηκε στο κράτος του βασιλιά του Πόντου Μιθριδάτη, τις πρώτες δεκαετίες του 1ου αι. π.Χ. Μετά την επιδρομή των Γετών προσπάθησε να συνέλθει από τις πληγές της και από τα μέσα του 1ου αι. μ.Χ. αναβίωσε. Η πόλη όμως δεν μπόρεσε να αντέξει τις δύο γοτθικές επιδρομές τις δεκαετίες του 230 και 260, άρχισε βαθμιαία να φθίνει και μέχρι τη δεκαετία του 370 εγκαταλείφθηκε εντελώς.


Ο Ζωπυρίων (331 π.Χ) ήταν Μακεδόνας στρατηγός ο οποίος διορίστηκε στρατηγός είτε της Θράκης από τον Μέγα Αλέξανδρο. Το 331 π.Χ, ο Ζωπυρίων οργάνωσε εκστρατεία κατά των Σκυθών, έχοντας υπό τις διαταγές του 30.000 άνδρες. Το στράτευμα πολιόρκησε την Ολβία, αποικία των Μιλησίων, η οποία κατακτήθηκε από τον Μέγα Αλέξανδρο το 334 π.Χ. Ωστόσο, οι κάτοικοι της Ολβίας «απελευθέρωσαν τους σκλάβους τους, χορήγησαν την ιθαγένεια στους ξένους, άλλαξαν τα γραμμάτια και έτσι κατάφεραν να αντέξουν την πολιορκία». Επιπλέον, οι κάτοικοι της Ολβίας συμμάχησαν με τους Σκύθες. Ο Κουίντος Κούρτιος Ρούφος αναφέρει επίσης μια καταιγίδα που κατέστρεψε τον μακεδονικό στόλο. Ο Ζωπυρίων, μη έχοντας δυνάμεις για να συνεχίσει την πολιορκία, αποφάσισε να υποχωρήσει. Στον δρόμο της επιστροφής, οι Σκύθες επιτέθηκαν αρκετές φορές και αποδυνάμωσαν το μακεδονικό στράτευμα, το οποίο τελικά διαλύθηκε στον Δούναβη από τους Γέτες και τους Τριβαλλούς. Ο Μέγας Αλέξανδρος έμαθε για την τύχη του Ζωπυρίωνος από γράμμα του Αντίπατρου στη Μακεδονία το ίδιο έτος με τον θάνατο του Άγη Γ' της Σπάρτης και του Αλέξανδρου Α' της Ηπείρου. Ο ιστορικός Ιουστίνος, στην «Επιτομή των Φιλιππικών Ιστοριών», δηλώνει πως τα γράμματα του Αντίπατρου αναφέρουν πως οι πόλεμοι του Άγη στην Ελλάδα, του Αλέξανδρου στην Ιταλία και του Ζωπυρίωνος στη Σκυθία έχουν σύνδεση μεταξύ τους. Ο Μέγας Αλέξανδρος, σύμφωνα με τον ιστορικό, «ένιωσε περισσότερη χαρά για τον θάνατο δύο ανταγωνιστών του παρά θλίψη για την τύχη του Ζωπυρίωνος και του στρατού του».


Το Νοέμβριο του 333 π.Χ. ο Αλέξανδρος νίκησε το Δαρείο στην Ισσό αλλά ο Μακεδόνας στρατηγός Ζωπυρίων σκοτώθηκε σε μία μάχη με τους Σκύθες και οι Θράκες εξεγέρθηκαν κατά των Μακεδόνων. Μετά  την Περσική  ήττα στην Ισσό ο Δαρείος έστειλε ένα στόλο υπό τούς Φαρνάβαζο και Αυτοφραδάτη στο Αιγαίο. Στο στόλο επιβιβάστηκαν οι 8000 Έλληνες μισθοφόροι που είχαν επιβιώσει από την μάχη της Ισσού. Ο στόλος αυτός κατέλαβε τη Χίο τη Λέσβο και τις Κυκλάδες απειλούσε άμεσα τις συγκοινωνίες του Αλεξάνδρου. Βλέποντας την ευκαιρία ο βασιλιάς της Σπαρτης Άγις Γ΄ τους συνάντησε στη Δήλο και τους έπεισε να υποτάξουν την Κρήτη για να στρατολογήσουν κι άλλους μισθοφόρους. Σε στενή συμμαχία με τους Πέρσες οι Σπαρτιάτες πολιόρκησαν τις πόλεις  της Κρήτης  που έδωσαν «γην και ύδωρ» αλλά ο Αλέξανδρος που βρισκόταν στην Τύρο μόλις πληροφορήθηκε τα τεκταινόμενα έστειλε τον στρατηγό Αμφότερο μαζί με στόλο από την Φοινίκη  για να λύσει την πολιορκία των Κρητικών πόλεων. Ο Άγις που είχε μείνει με 30 τάλαντα χρυσού και 10 πλοία στρατολόγησε Κρήτες τοξότες  και  παίρνοτας τους μισθοφόρους επέστρεψε στη Λακωνία και επιδόθηκε σε έντονη διπλωματική δραστηριότητα κατά των Μακεδόνων.


Την άνοιξη του 331 π.Χ. ενώ Αλέξανδρος προήλαυνε στην Ασία, ο Αγις  εξεγέρθηκε πάλι κατά της Μακεδονικής κυριαρχίας δηλώνοντας ότι θα «ελευθέρωνε» τις άλλες Ελληνικές από την «τυραννίδα του Αλέξανδρου». Σε αυτό συνέβαλε η εξέγερση των Θρακικών φυλών κατά των Μακεδόνων που υποχρέωσε τον αντιβασιλέα της Μακεδονίας Αντίπατρο να εκστρατεύσει εναντίον τους με ότι δυνάμεις διέθετε. Ο Άγις που στο μεταξύ είχε λάβει κι άλλα περσικά λεφτά εξήγειρε Αχαιούς,  Αρκάδες και εξόριστους από άλλες περιοχές και τους συγκέντρωσε στην πόλη Ήλιδα. Αρκετές  Ελληνικές πόλεις στην Πελοπόννησο όπως το Άργος συντάχθηκαν με τους Σπαρτιάτες επιδιώκοντας αποτίναξη της Μακεδονικής κυριαρχίας. Οι Αθηναίοι παρά τις εκκλήσεις του Δημοσθένη περιορίστηκαν να καιροσκοπήσουν. Παρ όλα αυτά οργανώθηκε στρατός 20000 πεζών και 2000 ιππέων υπό την αρχιστρατηγία του βασιλιά Άγι. Πυρήνας ήταν οι 8000 Έλληνες μισθοφόροι του Δαρείου. Ο Άγις νίκησε τη μακεδονική φρουρά  της Κορίνθου φονεύοντας μάλιστα το φρούραρχο Κόρραγο. Οι Μεγαλοπολίτες όμως τάχθηκαν εναντίον του Άγη και υπέμειναν πολιορκία. Ο Αλέξανδρος αντιδρώντας έστειλε από τα Σούσα τον στρατηγό Μένη στην Μακεδονία με 3.000 ασημένια τάλαντα για να ενισχύσει τον αντιβασιλέα Αντίπατρο στον αγώνα κατά της Σπάρτης. Ο Αντίπατρος μόλις πληροφορήθηκε την κινητοποίηση των επαναστατημένων Ελλήνων, έκλεισε όπως όπως ειρήνη με τους Θράκες. Χάρη στα λεφτά του Μένη στρατολόγησε βαρβάρους μισθοφόρους και προέλασε στην Πελοπόννησο. Στην μακρά του πορεία μερικές Ελληνικές πόλεις που δεν είχαν εξεγερθεί τον βοήθησαν με ενισχύσεις. Ο στρατός του Αντίπατρου που έφθασε τους 40.000 άντρες πέρασε τον ισθμό της Κορίνθου αμαχητί κάνοντας τον Άγη να αποκαλέσει τους Κορίνθιους «κακούς θυρωρούς της Πελοποννήσου». Αιφνιδιασμένος από την ταχύτητα της προέλασης του Αντίπατρου ο Άγις αναγκάστηκε να λύσει την πολιορκία της Μεγαλόπολης.


Μοναδικό εύρημα από τη χαμένη στρατιά του Μακεδόνα στρατηγού Ζωπυρίωνα, βρέθηκε στην Ουκρανία! "Κυνηγοί θησαυρών" στην Ουκρανία βρήκαν ένα περικεφαλαία κορινθιακού τύπου, το οποίο χρονολογείται από την αποτυχημένη εκστρατεία του Ζωπυρίωνα, στρατηγού του Μ. Αλέξανδρου, το 331 π.Χ. Σύμφωνα με τον Ντιμίτρι Αλεξάντροβιτς, έναν εκ των "κυνηγών θησαυρών", η περικεφαλαία ανήκε πιθανότατα σε έναν από τους 30.000 περίπου στρατιώτες του Ζωπυρίωνα, οι οποίοι  είχαν εκστρατεύσει στη Σκυθία, διασχίζοντας τις αχανείς εκτάσεις πέρα από το Δούναβη. Ο Ζωπυρίων είχε ως στόχο να εκπορθήσει την πόλη Ολβία, αλλά ηττήθηκε, αναγκάστηκε να υποχωρήσει και ο ίδιος αλλά και ο στρατός του εξολοθρεύθηκαν μέχρις ενός το 331 π.Χ. Το δυσάρεστο είναι ότι η περικεφαλαία αυτή πωλήθηκε σε άγνωστο συλλέκτη έναντι 11.500 δολαρίων και έτσι δεν κατέληξε σε κάποιο Μουσείο. 
Πηγή : https://el.m.wikipedia.org/wiki/%CE%96%CF%89%CF%80%CF%85%CF%81%CE%AF%CF%89%CE%BD
http://pierrekosmidis.blogspot.com/2016/04/blog-post.html
https://stefanosskarmintzos.wordpress.com/2012/01/30/%CE%B7-%CE%BC%CE%B1%CF%87%CE%B7-%CF%84%CE%B7%CF%83-%CE%BC%CE%B5%CE%B3%CE%B1%CE%BB%CE%BF%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%B7%CF%83-331-%CF%80-%CF%87-%CE%BC%CE%B9%CE%B1-%CF%80%CE%B1%CF%81-%CE%BF%CE%BB%CE%AF/

Ο βασιλιάς Αλέξανδρος Α της Ηπείρου και η άγνωστη εκστρατεία του στην Νότια Ιταλία

Από την οπτική γωνία των Ελλήνων της κλασικής εποχής, στα βορειοδυτικά τους κατοικούσαν φυλές Ελλήνων, οι οποίοι όμως συχνά αντιμετωπίζονταν με περιφρόνηση. Οι γραπτές αναφορές της εποχής αναφέρουν ως προς το ποιά φύλα πρέπει να θεωρηθούν Έλληνες, Ηπειρώτες. Δυσκολίες όμως προβάλλει το γεγονός ότι τα φύλα αυτά δεν άφησαν γραπτές μαρτυρίες. Τον 5ο αιώνα π.Χ. ο Αθηναίος ιστορικός Θουκυδίδης αναφέρεται στους Ηπειρώτες, ομοίως και ο Στράβων. Οι Απολλόδωρος, Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς, Φροντίνος, Παυσανίας, Πτολεμαίος και Ευτρόπιος τους χαρακτηρίζουν ως Έλληνες. Η περιοχή πάντως ήταν ιδιαίτερης θρησκευτικής σημασίας για τον αρχαίο ελληνικό κόσμο, λόγω της παρουσίας του Μαντείου της Δωδώνης, του δεύτερου σημαντικότερου μετά από αυτό των Δελφών. Ο Πλούταρχος σημειώνει και το εξής ενδιαφέρον στοιχείο: Στη βιογραφία του βασιλιά Πύρρου, υποστηρίζει ότι ο Αχιλλέας λατρευόταν ως θεός στην Ήπειρο και στην τοπική διάλεκτο ονομαζόταν «Ασπετός» (δηλαδή αμίλητος, μη προσεγγίσιμος στην ομηρική γλώσσα). Σε αντίθεση με τα υπόλοιπα ελληνικά φύλα που διαμορφώθηκαν στα πρότυπα της πόλης-κράτους, όπως η Αθήνα, η Σπάρτη και η Κόρινθος, οι Ηπειρώτες ζούσαν σε μικρά χωριά. Ορισμένες φυλές είχαν βασιλείς κάτι που δεν ήταν συνηθισμένο την εποχή εκείνη. Η περιοχή βρίσκονταν στο άκρο του ελληνικού κόσμου και συχνά οι ηπειρώτικες φυλές είχαν να αντιμετωπίσουν εισβολείς από τον Βορρά.

Όπως και η Μακεδονία, η Ήπειρος έγινε ενιαίο βασίλειο στη διάρκεια του 4ου αιώνα. Η φυλή των Μολοσσών ένωσε τις δυνάμεις της με τους Θεσπρωτούς και τους Χάονες, με αποτέλεσμα την ανάπτυξη ενός ισχυρού κράτους με δικό του βασιλιά, αξιωματούχους, νόμισμα, αυλή, συμβούλιο απεσταλμένων των φυλών και στενές σχέσεις με το γειτονικό μακεδονικό βασίλειο. Με μακεδονική υποστήριξη οι ενωμένοι πλέον Ηπειρώτες κατέλαβαν άλλες πόλεις στα δυτικά, αποκτώντας πρόσβαση στη θάλασσα. Η δυναστεία των Μολοσσών, γνωστή και ως Αιακίδες, ήταν πλέον σαφώς εξελληνισμένη. Διεκδικούσε μάλιστα καταγωγή από τον Αχιλλέα. Με τον τρόπο αυτό η Ήπειρος ενώθηκε σε ενιαία πολιτική οντότητα το 370 π.Χ. Το 359 π.Χ. η Μολοσσή πριγκίπισσα Ολυμπιάδα, ανιψιά του βασιλιά Αρύββα της Ηπείρου, παντρεύτηκε τον βασιλιά Φίλιππο Β' της Μακεδονίας. Το ζευγάρι έφερε στον κόσμο τον Αλέξανδρο τον Μέγα. Ο αδελφός της Ολυμπιάδας, βασιλιάς της Ηπείρου Αλέξανδρος Α', σύγχρονος του Μακεδόνα στρατηλάτη, διοικούσε έναν εξαίρετο στρατό και μάλιστα κλήθηκε να υποστηρίξει τις ελληνικές αποικίες στη Μεγάλη Ελλάδα (Νότια Ιταλία). Αποδυνάμωσε τις τοπικές ιταλικές φυλές, ωστόσο έχασε τη ζωή του σε μια μάχη. Από το γεγονός αυτό επωφελήθηκαν τελικά οι Ρωμαίοι, οι οποίοι επικράτησαν έναντι των άλλων ιταλικών φύλων και άρχισαν να ενοποιούν ολόκληρη τη χερσόνησο. Τον Αλέξανδρο Α', διαδέχτηκε ο Αιακίδης, τον οποίο όμως εκθρόνισε ο Κάσσανδρος (υπεύθυνος για το θάνατο της Ολυμπιάδας και του μοναχογιού του Μεγάλου Αλεξάνδρου). Μετά από διάφορες περιπέτειες, στο θρόνο ανέβηκε ο γιος του Αιακίδη, ο Πύρρος, ο οποίος ήταν εξαίρετος στρατιωτικός. Φιλοδόξησε να ιδρύσει στη Δύση ένα βασίλειο ανάλογο με αυτό του Αλεξάνδρου στην Ανατολή. 

Ο Αρύββας (373 π.Χ. - 319 π.Χ.) ήταν βασιλιάς των Μολοσσών, στην περιοχή της Ηπείρου, μέλος της Δυναστείας των Αιακιδών. Ήταν γιος του βασιλιά Αλκέτα Α΄. Μετά το θάνατο του Αλκέτα Α΄, βασιλιάς επρόκειτο να επιλεγεί ανάμεσα στους δύο γιους του, Νεοπτόλεμο Β´ και Αρύββα. Μετά από σφοδρή διαμάχη δεν βρέθηκε λύση στο ζήτημα και κατ' επέκταση οι δυο τους συμφώνησαν να διαιρέσουν το βασίλειο και να συμβασιλέψουν. Ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία της χώρας που εγκαταστάθηκε διπλή βασιλεία. Από όσο γνωρίζουμε δεν υπήρχαν κάποιες περαιτέρω προστριβές ως προς αυτό και η συμφωνία τους κράτησε μέχρι το θάνατο του Νεοπτόλεμου περίπου στο 360 π.Χ., όταν το θρόνο ανέλαβε εξ ολοκλήρου ο Αρύββας. Ο Αρύββας νυμφεύτηκε την κόρη του αδελφού του Νεοπτόλεμου Β´, Τρωάδα με την οποία απέκτησε ένα γιο, τον Αιακίδη, πατέρα του διαβόητου Πύρρου. Διέθετε κι έναν μεγαλύτερο γιο, τον Αλκέτα, από άγνωστη σε μας σύζυγο. Τον τελευταίο αναγκάστηκε να τον εξορίσει από το βασίλειό του, όπου εκείνος κυβέρνησε κάποια χρόνια μετά, μετά το θάνατο του αδελφού του και διαδόχου του πατέρα τους, Αιακίδη.

Καταγράφεται πως ο ηγεμόνας των Ιλλυρίων, Βαρδύλι, πραγματοποίησε επίθεση στα εδάφη των Μολοσσών κατά τη βασιλεία του Αρύββα. Ο τελευταίος τότε κατέφυγε σε ένα τέχνασμα: διέδωσε πως επρόκειτο να παραχωρήσει τα εδάφη του στην Αιτωλική Συμπολιτεία. Κατόπιν έστησε ενέδρα με οπλισμένους άνδρες και περίμενε. Οι Ιλλυριοί, που βιάζονταν να προβούν σε λεηλασίες προτού καταφθάσουν οι Αιτωλοί, σκόρπισαν. Με τον τρόπο αυτό οι άνδρες του Αρύββα τους κατατρόπωσαν. Εκτός από την Τρωάδα, ο αδελφός του απέκτησε ακόμη δυο παιδιά: την Ολυμπιάδα και τον Αλέξανδρο. Το χέρι της πρώτης προσφέρθηκε στο βασιλιά της Μακεδονίας, Φίλιππο Β´,με το ζευγάρι να αποκτά ένα γιο, τον Αλέξανδρο το Μέγα. Αν και ο Αρύββας υποστήριξε το γάμο αυτό, επειδή επιθυμούσε την πολιτική στήριξη του πανίσχυρου γείτονά του, τελικά η κατάσταση γύρισε εναντίον του. Στη Μακεδονία, μαζί με την Ολυμπιάδα πήγε και ο αδελφός της Αλέξανδρος. Στον τελευταίο ο Φίλιππος έδειξε μεγάλη εύνοια και τελικά έκρινε συμφέρον να τον ανεβάσει στο θρόνο της Ηπείρου. Έτσι το 350 π.Χ., όταν ο Αλέξανδρος ήταν είκοσι ετών, ο Αρύββας ανατράπηκε από το Φίλιππο και οδηγήθηκε στην εξορία, όπου και πιθανότατα πέθανε τελικά, εφόσον δεν διαθέτουμε άλλες μαρτυρίες σχετικά με τη μετέπειτα ζωή του. Ο ιστορικός Διόδωρος αναφέρει πως κατά τη διάρκεια του Λαμιακού Πολέμου (323-322 π.Χ.), μια ομάδα Μολοσσών, υποστηρικτές κάποιου Αρυπταίου, τάχθηκαν με την αντιμακεδονική παράταξη, μόνο για την προδώσουν λίγο καιρό μετά. Δεδομένης της απουσίας άλλων αναφορών στο πρόσωπο του Αρυπταίου και επειδή το ιστορικό υπόβαθρο των δύο προσώπων συμπίπτει χρονικά, υπάρχουν ανεπιβεβαίωτες υποθέσεις πως τα δύο πρόσωπα, Αρύββας και Αρυπταίος, ταυτίζονται. Ο Αρύββας υπήρξε ολυμπιονίκης στο αγώνισμα του τέθριπου -ή πιθανώς του κέλη- κατά τους 109ους (344 π.Χ.) ολυμπιακούς αγώνες της αρχαιότητας.

Ο Αλέξανδρος Α’ της Ηπείρου (περ.370-331 π.Χ.) υπήρξε βασιλέας των Μολοσσών (350-331 π.Χ.) θείος του Μεγάλου Αλεξάνδρου και έγινε γνωστός για την εισβολή του στην Ιταλία το 334 π.Χ. Ήταν ο πρώτος γιος του Νεοπτόλεμου Β’, βασιλέα των Μολοσσών, από τα μεγαλύτερα και ισχυρότερα φύλα της Ηπείρου. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Νεοπτόλεμου, ξεκίνησε η αστικοποίηση και η διοικητική οργάνωση του κράτους, καθιστώντας τους Μολοσσούς το σημαντικότερο φύλο της Ηπείρου. Όταν πέθανε ο Νεοπτόλεμος (περ.360 π.Χ.) τον διαδέχθηκε ο αδελφός του Αρύββας, ο οποίος ενίσχυσε τις σχέσεις του με την Μακεδονία, υπογράφοντας συνθήκη με τον νέο βασιλέα, Φίλιππο Β’ (360-336 π.Χ.). Η συμμαχία παγιώθηκε από έναν διπλωματικό γάμο, αφού η κόρη του Νεοπτόλεμου Ολυμπία, έγινε βασίλισσα της Μακεδονίας, ενώ ο μικρότερος αδελφός της Αλέξανδρος, εστάλη και αυτός στην Μακεδονία, για να εκπαιδευτεί. Το 350 π.Χ. ο Φίλιππος εισέβαλε στην Ήπειρο και ενθρόνισε τον Αλέξανδρο σε ηλικία 20 ετών, ενώ ο Αρύββας αποσύρθηκε στην Αθήνα, όπου πέθανε ειρηνικά το 342 π.Χ. Ελάχιστα είναι γνωστά για τη βασιλεία του, εκτός από το γεγονός ότι υπέταξε τα άλλα Ηπειρωτικά φύλα και προσέφερε άσυλο στην αδελφή του Ολυμπία όταν έπεσε σε δυσμένεια το 337 π.Χ. Ο Αλέξανδρος όμως δεν ήταν πολύ σταθερός διότι όταν ο Φίλιππος του πρόσφερε το χέρι της κόρης του Κλεοπάτρας, συμφώνησε στο γάμο, με συνέπεια να απομονωθεί και να πέσει σε δυσμένεια η Ολυμπία, ενώ ο θάνατος του Φίλιππου τον Οκτώβριο του 336 π.Χ. απέτρεψε την έκδοση της αδερφής του.


Νέος βασιλιάς της Μακεδονίας ήταν πλέον ο Μέγας Αλέξανδρος, ο οποίος ξεκίνησε να κατακτήσει την ανατολή. Ταυτόχρονα το 334 π.Χ., ο Αλέξανδρος των Μολοσσών αποφάσισε να επέμβει δυτικά, όπου οι Ελληνικές αποικίες στην Ιταλία απειλούνταν από ορεινά φύλα, τους Σαμνίτες, οι οποίοι ήταν ικανότατοι πολεμιστές και είχαν κατακτήσει αρκετές Ελληνικές πόλεις. Σημειώνεται ότι οι Έλληνες της Ιταλίας προσλάμβαναν μισθοφόρους από την μητρική χώρα για να τους βοηθήσουν όπως επί παραδείγματι ο βασιλιάς Αρχίδαμος Γ’ της Σπάρτης είχε εκστρατεύσει στην Ιταλία μεταξύ 343 και 338 π.Χ. και ο Κορίνθιος Τιμολέων είχε απελευθερώσει τις Συρακούσες από την απειλή της Καρχηδόνας μετά από μια σειρά πολέμων μεταξύ 344 και 337 π.Χ. Η υποστήριξη των Ελλήνων στην Ιταλία δεν ήταν πιθανώς το μόνο κίνητρο για τις ενέργειες του Αλεξάνδρου στην άλλη πλευρά της Αδριατικής, αφού ο πόλεμος ενάντια στους πειρατές πρέπει να αποτελούσε επιπλέον κίνητρο. Η σημαντικότερη πηγή για την εκστρατεία του Αλεξάνδρου είναι ο Ρωμαίος ιστορικός Τίτος Λίβιος (59 π.Χ. – 17 μ.Χ.) ο οποίος στο 8ο βιβλίο κεφ. 24 του μνημειώδους έργου του «Από την ίδρυση της πόλης/Ab Urbe Condita» αναφέρει ότι ο Αλέξανδρος δέχτηκε πρόσκληση από τους Ταραντίνους. Ο Λίβιος αναφέρει ότι σύμφωνα με την παράδοση ο Αλέξανδρος είχε λάβει ένα χρησμό από το μαντείο της Δωδώνης, να αποφεύγει το Αχερούσιο νερό, καθώς και την πόλη Πανδοσία, όπου έμελλε να βρει το θάνατό του. Ο βασιλιάς θεώρησε τότε πως ο χρησμός αναφερόταν στην Πανδοσία της Ηπείρου, στην κοιλάδα του ποταμού Αχέροντα. Όμως όπως αποδείχθηκε αργότερα «αντί να ξεφύγει από το πεπρωμένο του, βιάστηκε να το συναντήσει».
Έχοντας νικήσει τους Σαμνίτες, ο Αλέξανδρος κινήθηκε εναντίον των Λουκανών και των Βρεττίων. Κατέκτησε την Ηράκλεια (Ελληνική πόλη που είχε καταληφθεί από τα Ιταλικά φύλα) κατέλαβε τους Σιπιούς (ένα από τα λιμάνια των πειρατών) την Κοσέντζα και την Τερίνα. Οι φυλές ηττήθηκαν πολλές φορές και ο Αλέξανδρος ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με την αναδυόμενη ηγετική δύναμη Ρώμη, η οποία επίσης φοβόταν πόλεμο με τους Σαμνίτες. Ωστόσο, ενόσω εδραίωνε τη θέση του, ο στρατός του δέχτηκε αιφνιδιαστική επίθεση κοντά σε μια πόλη με το όνομα Πανδοσία. Παρόλο που περιόρισε τις απώλειες και σκότωσε τον επικεφαλής των αντιπάλων, αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Καθώς οι άνδρες του διέσχιζαν με δυσκολία έναν ποταμό, κάποιος ανέφερε πως το όνομά του ήταν Αχέροντας. Θυμούμενος την προφητεία του μαντείου, ο Αλέξανδρος δίστασε για λίγο, αλλά βλέποντας πως μια ομάδα Λουκανών εξόριστων, που ακολουθούσαν τους άνδρες του ως σύμμαχοι, άρχισε να κινείται απειλητικά εναντίον του, όρμησε στα νερά. Από το άλογό του τον έριξε ένα δόρυ, που εκτόξευσε ένας Λουκανός. Ο Λίβιος τοποθετεί το θάνατο του Αλεξάνδρου περίπου τις ημέρες που ιδρύθηκε η Αλεξάνδρεια, δηλαδή τις πρώτες εβδομάδες του 331 π.Χ. Το σώμα του διαμελίστηκε και έτυχε μεγάλης κακομεταχείρισης. Τελικά την σωρό διέσωσε μια γυναίκα η οποία είχε συγγενείς ως ομήρους στην Ήπειρο, ελπίζοντας πως στέλνοντας τα λείψανα στην πατρίδα του βασιλιά, ίσως ξανάβλεπε τα αγαπημένα της πρόσωπα.


Η εκστρατεία του Αλεξάνδρου ανακούφισε τους Έλληνες στη νότια Ιταλία και εξασθένισε τις Ιταλικές φυλές. Ο πόλεμος εναντίον των Σαμνιτών διήρκεσε – με μια σύντομη παύση μεταξύ 303 και 298 – από το 322 έως το 290 π.Χ. Μετά από αυτόν όμως ο πόλεμος μεταξύ Ελλήνων αποίκων και Ρωμαίων ήταν αναπόφευκτος. Ο ανιψιός του Αλεξάνδρου Πύρρος βοήθησε τους Έλληνες, αλλά μάταια, αφού το 272 π.Χ., ο Τάραντας αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει. Τελικά οι εκστρατείες του Αλεξάνδρου δεν εξυπηρέτησαν κάποιον πραγματικό σκοπό. Οι Έλληνες της Ιταλίας ήταν καταδικασμένοι αφού δεν κατακτήθηκαν από τους Σαμνίτες, αλλά από τους Ρωμαίους. Ο Μεσογειακός κόσμος επρόκειτο να ενοποιηθεί, αλλά το 331 π.Χ. δεν ήταν ακόμη προφανές ότι η Ρώμη θα ήταν η ηγετική δύναμη. Ο Αλέξανδρος ήταν εκείνος που άνοιξε το δρόμο. Η Κλεοπάτρα είχε χαρίσει στον Αλέξανδρο δύο παιδιά, την Καδμεία και τον Νεοπτόλεμο Γ΄. Καθώς ο γιος τους ήταν πολύ μικρός για να κυβερνήσει, ανέλαβε η ίδια η Κλεοπάτρα τη διακυβέρνηση ως επίτροπος. Σε αντίθεση με τον υπόλοιπο Ελλαδικό χώρο, κάτι τέτοιο δεν ήταν ασυνήθιστο στις οικογένειες της Ηπείρου. Είναι αξιοσημείωτο πως πρέπει να ήταν επικεφαλής και των κρατικών θρησκευτικών εκδηλώσεων, καθώς το όνομά της περιλαμβάνεται σε έναν κατάλογο θρησκευτικών απεσταλμένων. Γύρω στο 324 π.Χ. η Κλεοπάτρα επέστρεψε στη Μακεδονία όπου έπαιξε ενεργό ρόλο στους πολέμους των Διαδόχων του Αλεξάνδρου του Μέγα.
Πηγή : https://chilonas.com/2020/09/30/https-wp-me-p1op6y-evc/
https://el.m.wikipedia.org/wiki/%CE%91%CF%81%CF%8D%CE%B2%CE%B2%CE%B1%CF%82_%CF%84%CE%B7%CF%82_%CE%97%CF%80%CE%B5%CE%AF%CF%81%CE%BF%CF%85
https://el.m.wikipedia.org/wiki/%CE%91%CF%81%CF%87%CE%B1%CE%AF%CE%B1_%CE%89%CF%80%CE%B5%CE%B9%CF%81%CE%BF%CF%82

Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2021

Βυζάντιο και Μογγόλοι : Όταν η αυτοκρατορία του πολιτισμού συνάντησε την αυτοκρατορία της στέπας

Η Αυτοκρατορία των Μογγόλων ήταν μια αυτοκρατορία που κυριάρχησε στην Ασία και στην Ανατολική Ευρώπη τον 13ο και 14ο αιώνα. Ιδρυτής της ήταν ο Τζένγκις Χαν, ο οποίος το 1206 ένωσε όλες τις φυλές των Μογγόλων και δημιούργησε ένα ενιαίο κράτος. Ο αυτοκράτορας ονομαζόταν χάνος και είχε απόλυτη εξουσία. Στο απόγειό της κάλυπτε 26.000.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα, το 1/5 της Γης, όντας η μεγαλύτερη συνεχόμενη αυτοκρατορία στην ιστορία και η δεύτερη μεγαλύτερη μετά την Βρετανική Αυτοκρατορία. Ο πληθυσμός που κατοικούσε στην Μογγολική αυτοκρατορία έφτανε τα 100.000.000. Οι πόλεμοι που έλαβαν μέρος στην ανατολή για την επέκταση της αυτοκρατορίας, θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως ένας Αρχαίος Παγκόσμιος Πόλεμος, καθώς οι Μογγόλοι αντιμετώπισαν υπερδυνάμεις του τότε καιρού, από την Ασία, την Ευρώπη και την Αφρική, και οι νεκροί στις Μογγολικές κατακτήσεις έφταναν τεράστιους αριθμούς (53.000.000) Παρά τις συνεχείς επεκτάσεις και κατακτήσεις των Μογγόλων, χάρις στην δημιουργία μιας χερσαίας αυτοκρατορίας τέτοιου μεγέθους κυρίως από τον Τζένγκις Χαν, ιδέες από την Ασία μεταφέρθηκαν στην Ευρώπη, καθώς και νέες τεχνολογίες, ενώ ο δρόμος του μεταξιού έγινε ανοιχτός.

Οι Μογγολικές εισβολές στη Ρωσία και την Ανατολική Ευρώπη πραγματοποιήθηκαν πρώτα με μια σύντομη επίθεση το 1223 μ.Χ. και στη συνέχεια με μια πολύ μεγαλύτερη εκστρατεία μεταξύ 1237 και 1242 μ.Χ.. Οι Μογγόλοι φαίνονταν σαν να έρχονται από το πουθενά και τους αποκαλούσαν «ιππείς του διαβόλου», καθώς απολαμβαναν τη μία νίκη μετά την άλλη, και τελικά έφτασαν δυτικά ως την πόλη Βρότσλαβ στην Πολωνία. Μεγάλες πόλεις όπως η Τιφλίδα, το Κίεβο και το Βλαντίμιρ έπεσαν στα χέρια τους και, φτάνοντας στον ποταμό Δούναβη, λεηλάτησαν τις ουγγρικές πόλεις Βούδα, Πέστη και Γκραν (Έστεργκομ). Ούτε οι Ρώσοι ούτε οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις μπόρεσαν να οργανωθούν για να ανταποκριθούν επαρκώς στην επίθεση σε πέντε μέτωπα που εξαπέλυσαν οι Μογγόλοι ή να αντιμετωπίσουν το γρήγορο ιππικό τους, τους εμπρηστικούς καταπέλτες και τις τακτικές τρομοκρατίας που εφάρμοζαν. Η υπόλοιπη Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη σώθηκε μόνο με το θάνατο του Ογκεντέι Χαν (1229-1241 μ.Χ.) που προκάλεσε την υποχώρηση των Μογγόλων. Παρά τον θάνατο και την καταστροφή, υπήρχαν και κάποια διαρκή πολιτιστικά οφέλη από την εισβολή καθώς οι δύο κόσμοι της Ανατολής και της Δύσης συναντήθηκαν. Δυτικοί ταξιδιώτες άρχισαν να επισκέπτονται την Ανατολική Ασία, μια περιοχή που μέχρι τότε θεωρούταν μια θρυλική γη τεράτων - μια άποψη που είχαν και οι Κινέζοι για την Ευρώπη. Με τη Μογγολική εισβολή στην Ευρώπη, ο κόσμος έγινε πολύ πιο βίαιος και λίγο πιο μικρός.

Τα Μογγολικά στρατεύματα μπορεί να αποσύρθηκαν το 1242 μ.Χ., αλλά τα αποτελέσματα της εισβολής τους ξεπέρασαν κατά πολύ τη σχετικά μικρή στρατιωτική τους παρουσία. Πρώτα απ 'όλα, ο θάνατος, η καταστροφή και ο αναγκαστικός εκτοπισμός λαών πρέπει να κατατάσσονται ψηλά σε οποιαδήποτε λίστα άμεσων συνεπειών. Ενώ η Ευρώπη συνέχισε όπως πριν, από την άποψη των δομών εξουσίας και των ηγεμόνων, οι εισβολές στη Ρωσία και σε τεράστια τμήματα της δυτικής Ασίας ανέτρεψαν το status quo και αυτά τα μέρη παρέμειναν κάτω από τον «ταταρικό ζυγό» για πάνω από έναν αιώνα. Ωστόσο, η δαιμονοποίηση των Μογγόλων από Ρώσους χρονογράφους και, αργότερα, ακόμη και ιστορικούς δεν ταιριάζει απαραιτήτως με την πραγματικότητα της εισβολής μιας δύναμης που κατέστρεψε ορισμένες πόλεις, αλλά αγνόησε εντελώς άλλες και που δεν καθιέρωσε ποτέ μια νέα, δική της, πολιτική δομή. Κατά συνέπεια, πολλοί Ρώσοι ηγεμόνες κατάφεραν να κυβερνήσουν με υψηλό βαθμό αυτονομίας μετά την εισβολή. Ο Αλέξανδρος Νέβσκι, πρίγκιπας του Βλαντίμιρ (1221-1263 μ.Χ.), είναι ένα μόνο παράδειγμα και οι επιτυχημένες εκστρατείες του εναντίον Σουηδών και Γερμανών ιπποτών το 1240 μ.Χ. δείχνουν ότι η Ρωσία απείχε πολύ από το να μπορεί να θεωρηθεί αφανισμένη λόγω της Μογγολικής εισβολής.

hi
Υπήρχε ένα δεύτερο κύμα συνεπειών, πιο αργό και ανεπαίσθητο αλλά, ωστόσο, καθόλου επουσιώδες. Η Ευρώπη επωφελήθηκε από την εξάπλωση των ιδεών που ήρθαν με τους Μογγόλους, οι οποίοι αποτέλεσαν τον κρίσιμο φυσικό σύνδεσμο μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Η πυρίτιδα, το χαρτί, η εκτύπωση και η πυξίδα έγιναν γνωστά στην Ευρώπη. Οι Δυτικοί πρεσβευτές, παπικοί απεσταλμένοι, ιεραπόστολοι και ταξιδιώτες όπως ο Μάρκο Πόλο (1254-1324 μ.Χ.) όλοι είδαν από μόνοι τους τον κόσμο της Ανατολικής Ασίας και επέστρεψαν με ένα μείγμα χρήσιμων ιδεών και απίστευτων ιστοριών. Ο κόσμος, στην πραγματικότητα, είχε γίνει λίγο μικρότερος, αλλά υπήρξαν και αρνητικές συνέπειες, σε αυτήν την αυξημένη επαφή, ιδίως η εξάπλωση του Μαύρου Θανάτου (1347-1352 μ.Χ.), που μεταφέρθηκε από μια περιοχή  της απομακρυσμένης Κίνας στη Μαύρη Θάλασσα και από εκεί στη Βενετία και την Ευρώπη. Η καταστροφική επιδημία επανήλθε  σε διαδοχικά κύματα κατά τη διάρκεια του 14ου αιώνα μ.Χ. και προκάλεσε πολύ περισσότερα θύματα από αυτά που είχαν προκαλέσει οι μογγολικές ορδές έναν αιώνα πριν. 

Οι Μογγόλοι άρχισαν την επέκτασή τους στις αρχές του 13ου αιώνα και έως το 1279 είχαν καταλάβει μεγάλο μέρος της Ευρασίας, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας, του Ιράν και της Ρωσίας Η ξαφνική αποχώρηση των μογγολικών ορδών από την Ουγγαρία το 1242, που έσωσε την Ευρώπη από κατάκτηση -οπότε η ιστορία θα είχε πάρει άλλη πορεία- πιθανότατα οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό σε περιβαλλοντικούς παράγοντες. Οι πεδιάδες της Κεντρικής Ευρώπης μετατράπηκαν σε βάλτους και οι λάσπες τους έκαναν τη ζωή δύσκολη στους Μογγόλους και τα άλογά τους, οπότε αποφάσισαν να τα...παρατήσουν. Η εκδοχή αυτή προκύπτει από μια νέα επιστημονική έρευνα, η οποία ανέλυσε στοιχεία από δακτυλίους δέντρων της περιοχής, σε συνδυασμό με ιστορικές πηγές για τις μεταβολές του κλίματος εκείνη την εποχή (1230-1250). Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή Νίκολα ντι Κόσμο του Πανεπιστημίου Πρίνστον των ΗΠΑ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό "Scientific Reports", κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ιδίως τα έτη 1241-42 οι κλιματικές συνθήκες (πτώση θερμοκρασίας και πολλές βροχές) ήσαν τέτοιες που μετέτρεψαν το έδαφος σε τελείως ακατάλληλο για εκτεταμένες στρατιωτικές επιχειρήσεις.

Η αχανής ουγγρική πεδιάδα είχε γίνει λασπώδης βαλτότοπος, με συνέπεια το τρομερό μογγολικό ιππικό να χάσει μεγάλο μέρος από τις ικανότητές του. Τα άλογα των Μογγόλων επίσης δυσκολεύονταν να βρουν τροφή, ενώ τα προηγούμενα χρόνια, που το κλίμα ήταν πιο ζεστό και ξηρό, αυτό ήταν εύκολο, καθώς η ευρασιατική στέππα ήταν καταπράσινη και όχι πλημμυρισμένη από νερά και μέσα στις λάσπες. Οι Μογγόλοι άρχισαν την επέκτασή τους στις αρχές του 13ου αιώνα και έως το 1279 είχαν καταλάβει μεγάλο μέρος της Ευρασίας, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας, του Ιράν και της Ρωσίας. Το 1242, με επικεφαλής τον Μπατού, εγγονό του Τζέγκις Χαν, διέσχισαν τον ποταμό Δούναβη και ξεχύθηκαν προς την Ευρώπη. Παρά όμως τις απανωτές μεγάλες νίκες τους εναντίον των Πολωνών και των Ούγγρων, μετά από δύο μήνες αποσύρθηκαν ξαφνικά, μέσω Σερβίας και Βουλγαρίας, πίσω στη Ρωσία. Οι ίδιες οι μογγολικές πηγές δεν δίνουν κάποια εξήγηση γι' αυτή την απόφαση, που στάθηκε καθοριστική για το μέλλον της Ευρώπης. Ορισμένοι σύγχρονοι ιστορικοί έχουν αποδώσει τη σωτήρια απόσυρση των Μογγόλων στον εσωτερικό διχασμό τους και άλλοι στην ισχύ των οχυρωμένων κάστρων-πόλεων της Ουγγαρίας και Κροατίας. Η νέα μελέτη αναδεικνύει την περιβαλλοντική διάσταση. Όπως είπε ο ντι Κόσμο, ασφαλώς το κλίμα δεν ήταν ο μόνος παράγων, αλλά έπαιξε καθοριστικό ρόλο. Κάτι ανάλογο, άλλωστε, έπαθε ο Μέγας Ναπολέων, όταν εκστράτευσε χειμωνιάτικα εναντίον της Ρωσίας.

Η εκτροπή της Δ’ Σταυροφορίας και η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους τον Απρίλιο του 1204 οδήγησε στον κατακερματισμό και τη διάλυση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Η Πόλη λεηλατήθηκε βάναυσα και παραδόθηκε στις φλόγες. Η άλωση ήταν το αποτέλεσμα μιας βαθιάς πολιτικής και ηθικής κρίσης που διερχόταν η αυτοκρατορία ήδη από τον 11ο αι. και κορυφώθηκε στα τέλη του 12ου αι. στα χρόνια της δυναστείας των Αγγέλων. Δημιουργήθηκαν νέα κράτη. Η Λατινική αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης με Φράγκο αυτοκράτορα και Βενετό Πατριάρχη, το Λομβαρδικό βασίλειο της Θεσσαλονίκης, βαρωνείες και δουκάτα στον ελλαδικό χώρο, στο Αιγαίο και την Κρήτη. Την ανασυγκρότηση των βυζαντινών δυνάμεων και την ανασύσταση της αυτοκρατορίας την ανέλαβαν γόνοι ή συγγενείς του αυτοκρατορικού οίκου. Ιδρύθηκαν τρία ελληνικά κράτη, στον μακρινό Πόντο η αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, η αυτοκρατορία της Νίκαιας στη Βιθυνία και το κράτος της Ηπείρου με πρωτεύουσα την Άρτα, κέντρα αντίστασης κατά της εξάπλωσης των Λατίνων. Ο κοινός τους στόχος, η ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης και η άνοδος στον θρόνο της Βασιλεύουσας, τους οδήγησε σε αντιπαλότητα και ανοιχτή σύγκρουση.

Ο 13ος αιώνας αρχίζει με ένα δραματικό γεγονός για την ιστορία της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Στην περίοδο της δυναστείας των Αγγέλων, κατά την οποία η εχθρότητα της Δύσης για το Βυζάντιο παίρνει διαστάσεις κατακτητικού σχεδίου, η Δ΄ Σταυροφορία παρεκκλίνει από την πορεία της και, εκμεταλλευόμενη τα υπεσχημένα ανταλλάγματα του Αλέξιου Αγγέλου για τη βοήθεια των Σταυροφόρων στην αποκατάσταση του πατέρα του στον θρόνο, βρίσκεται προ των πυλών της Κωνσταντινούπολης, η οποία τελικά υπέκυψε στην υπεροχή των εισβολέων τoν Απρίλιο του 1204. Το Βυζάντιο παρέμεινε υπό λατινική κυριαρχία επί 57 χρόνια, μέχρι το 1261, όταν ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η΄ μπήκε θριαμβευτικά στην Πόλη, αποκαταστάθηκε στον θρόνο και εγκαθίδρυσε τη μακροβιότερη δυναστεία της βυζαντινής ιστορίας, αυτή των Παλαιολόγων, η οποία έμελλε να είναι και η τελευταία της (Ostrogorsky 1981, 86-151).

use
Είναι γνωστό πως οι Σελτζούκοι Τούρκοι ως την μάχη του Κιοσέ Νταγ με τους Μογγόλους, είχαν υπό τον έλεγχο τους μία αυτοκρατορία, η οποία διοικούταν από τον Σελτζούκο Σουλτάνο. [Αυτός ήταν άλλοτε ικανός και ισχυρός, και άλλοτε αδύναμος που καθοδηγούταν από το στενό του περιβάλλον (συγγενείς, βεζίρηδες ή ευνούχοι), ενώ σε άλλες περιπτώσεις εκθρονιζόταν από ισχυρότερους στρατηγούς  ή συγγενείς του, οι οποίοι του έπαιρναν την θέση]. Η μάχη του Κιοσέ Νταγ (Νιοσέ Νταγ ή Κιοσέ Νταγκ), έλαβε χώρα το καλοκαίρι (26 Ιουνίου ή 2 Ιουλίου) του 1243. Συνέπεσε δε με την έναρξη της μογγολικής εισβολής στην Μικρά Ασία, η οποία στην συνέχεια επεκτάθηκε στην Ρωσία, την Ανατολική Ευρώπη, και την Κεντρική Ασία. Η σύγκρουση μεταξύ του σουλτανάτου των Σελτζούκων του Ρουμ και των Μογγόλων είχε ξεκινήσει στη δεκαετία του 1220, κατά την βασιλεία του μεγάλου Μογγόλου ηγεμόνα Τζενγκίς Χαν (περ. 1155-1227). Τα μογγολικά στρατεύματα εισέβαλαν στον Καύκασο, κατέκτησαν τη Γεωργία και την Αρμενία, και νίκησαν τον σάχη της Χορεσμίας. Προηγουμένως, στα 1225, είχαν εισβάλει στην Αρμενία, κατακτώντας την πρωτεύουσά της, και έφθασαν ως την πόλη της Τιφλίδος στη Γεωργία. Όλοι οι γειτονικοί ηγεμόνες (της Γεωργίας, της Αρμενίας οι Μογγόλοι, το Σουλτανάτο του Ικονίου, καθώς και η Αίγυπτος και η Μικρά Αρμενία (Κιλικία) συνασπίσθηκαν κατά του Τζενγκίς. Ο σάχης της Χορεσμίας νικήθηκε από τον Μογγόλο στρατηγό Τσαρμαγκάν. Το 1235, το Κουριλτάι των μογγολικών στρατευμάτων στην πρωτεύουσα Καρακορούμ αποφάσισε να εξαπολύσει εισβολή κατά της Ρωσίας και των περιοχών της Ανατολικής Ευρώπης, με επικεφαλής τον Χαν Μπατού. Μία δεύτερη πτέρυγα υπό τον στρατηγό Τσαρμακάν κατευθύνθηκε προς τον Καύκασο.

Το 1236, δέκα χρόνια μετά την πρώτη εμφάνιση των Μογγόλων στον Καύκασο, ο Τσαρμακάν, συνοδευόμενος από τη χήρα του Τζενγκίς Χαν, αναφέρεται από τον Αρμένιο ιστορικό Γκριγκόρ Ακνερτζί να καλεί ένα Κουριλτάι από περισσότερους από 110 πολέμαρχους. Αυτή τη φορά, οι Μογγόλοι έφεραν και τις οικογένειές τους μαζί και, οπλισμένοι με πολιορκητικούς κριούς, εισέβαλαν στην Μικρά Ασία υπό έναν νέο ηγεμόνα, τον Μπαϊτζού Νογιόν. Στις αρμενικές πηγές, μία εντυπωσιακή δύναμη στρατολογημένη από όλους τους υπόδουλους λαούς πέρασε τα σύνορα του Σελτζουκικού σουλτανάτου (του Ικονίου) το 1242. Το Καρίν ήταν η πρώτη πόλη που κατέκτησαν και ισοπέδωσαν. Η εκστρατεία σταμάτησε μετά για να διαχειμάσει. Ο Σελτζούκος σουλτάνος Καϊχοσρόης Β΄ (1235-1245) επωφελήθηκε από αυτή την παύση με σκοπό να κάνει πολεμικές προετοιμασίες και να διαμορφώσει συμμαχίες κατά των Μογγόλων. Ο σελτζουκικός στρατός περιελάμβανε επίσης Έλληνες, Φράγκους, Άραβες, Αρμένιους, Λατίνους και Κούρδους. Ο σουλτάνος επιδίωξε συμμαχία με τον Αρμένιο ηγεμόνα της Μικρής Αρμενίας, Χετούμ Α΄ (1226-1269). Κάποιοι ιστορικοί ανεβάζουν υπερβολικά τον αριθμό του σελτζουκικού στρατού σε 400.000, ενώ άλλοι τον μειώνουν στους 70.000. Ο Γουλιέλμος του Ρουμπρούκ, απεσταλμένος του Γάλλου βασιλιά στην αυλή των Μογγόλων, ο οποίος πέρασε από το σημείο της μάχης κάπου δέκα χρόνια αργότερα, υπολογίζει τον αριθμό στους 200.000, ο οποίος φαίνεται πλησιέστερος στην πραγματικότητα. Η δύναμη των Μογγόλων στη μάχη θα ήταν κατά πάσα πιθανότητα της τάξης των 30.000, ή τρεις τουμάν (στρατιωτικές μονάδες των 10.000 ανδρών).

Η μάχη έλαβε χώρα κοντά στο Κιοσέ Νταγ ή Τσμανκατούκ, ανάμεσα στις πόλεις Καρίν και Ερτζιντζάν. Ο Μπαϊτζού Νογιόν διαίρεσε τους Μογγόλους σε πολυάριθμες ομάδες, διασπείροντάς τους μέσα σε μονάδες από τις άλλες εθνότητες. Οι ανάμεικτες ομάδες που διοικούσαν Γεωργιανοί και Αρμένιοι πρίγκιπες επιτέθηκαν και νίκησαν τον σελτζουκικό στρατό. Ο ίδιος ο σουλτάνος μόλις που κατάφερε να ξεφύγει. Τότε οι Μογγόλοι καταδίωξαν και έσφαξαν όσους δεν κατάφεραν να τραπούν σε φυγή. Ανατριχιαστικές αναφορές της φοβερικής μογγολικής αγριότητας και ωμότητας κατέκλυσαν τον κόσμο. Η Σίβας (Σεβάστεια) ήταν η επόμενη πόλη που καταστράφηκε από τους Μογγόλους μετά το Ερζερούμ. Αν και οι κάτοικοι παρέδωσαν τα πάντα στους κατακτητές, η πόλη ερημώθηκε μαζί με τα τείχη της. Η Καισάρεια, δεύτερη πρωτεύουσα των Σελτζούκων, ισοπεδώθηκε εκ θεμελίων και ο πληθυσμός της αποδεκατίστηκε. Το σελτζουκικό σουλτανάτο του Ικονίου έγινε φόρου υποτελές στους Μογγόλους. Ο Καϊχοσρόης Β΄ πέθανε το 1245. Επί των διαδόχων του, το κράτος κυβερνιώταν από Μογγόλους αντιπροσώπους. Το σελτζουκικό σουλτανάτο του Ρουμ καταστράφηκε πλήρως. Μεγάλα εμπορικά κέντρα μεταξύ της Ασίας και της Ευρώπης, όπως η Καισάρεια και η Σεβάστεια (Σίβας), παρήκμασαν. Ο Μογγολικός στρατός συνέχισε τις επιδρομές του στην Μικρά Ασία. Το 1245, έφθασε ως την Δαμασκό.

Στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής ο Ιωάννης Γ' Βατάτζης συνέχισε γενικά το έργο του προκατόχου του, με βασικό στόχο την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης και την αποκατάσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Οι κυριότεροι αντίπαλοι ήταν το δεσποτάτο της Ηπείρου, ο Βούλγαρος τσάρος Ιωάννης Ασάν Β', η Λατινική Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης, το σουλτανάτο του Ικονίου και η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας. Οι σχέσεις της Νίκαιας με το σουλτανάτο του Ικονίου επί Ιωάννη Βατάτζη υπήρξαν ειρηνικές και βασίζονταν στο σεβασμό των συνόρων που τέθηκαν περί το 1230. Tο 1242 οι Μογγόλοι εισέβαλαν στη Μικρά Ασία και απείλησαν με αφανισμό την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας και το σουλτανάτο. Το γεγονός προκάλεσε γενική αναστάτωση στο χώρο και στάθηκε αφορμή για προσέγγιση εν είδει συμμαχίας μεταξύ της Νίκαιας και του Ικονίου. Ο Ιωάννης Βατάτζης, φοβούμενος την κατάληψη του Ικονίου και την άμεση έκθεση του κράτους του στις επιδρομές των Μογγόλων, διέκοψε την εκστρατεία στη Θράκη και στη Μακεδονία και έσπευσε στη Νίκαια. Συναντήθηκε με το σουλτάνο του Ικονίου (1237-1245) στο Μαιάνδρο ποταμό. Παράλληλα οι Σελτζούκοι απειλήθηκαν από επιδρομές των Μογγόλων. Υπέστησαν ήττα και έγιναν φόρου υποτελείς, ωστόσο οι Μογγόλοι εγκατέλειψαν απρόσμενα τη Μικρά Ασία. Παρά το γεγονός ότι και η Νίκαια υποχρεώθηκε να καταβάλει φόρο υποτέλειας, ο Ιωάννης Βατάτζης ωφελήθηκε από τις εξελίξεις. Το σουλτανάτο του Ικονίου, εξαιτίας των καταστροφών που είχε υποστεί, δε θα μπορούσε να αποτελέσει πλέον κίνδυνο, ενώ παράλληλα, λόγω των προβλημάτων επισιτισμού, χρειάστηκε να εισαγάγει σε αρκετά υψηλές τιμές είδη πρώτης ανάγκης από τη Νίκαια.

Μετά την μάχη στο Κιοσέ Νταγ, η αυτοκρατορία των Σελτζούκων Τούρκων έσπασε σε πολλά κομμάτια, τα οποία διοικούταν αποκλειστικά από στρατηγούς, οι οποίοι μόνο φαινομενικά η καθόλου υπάκουαν στον «νόμιμο» Σελτζούκο Σουλτάνο. Πολλές φορές οι στρατηγοί αυτοί πολεμούσαν μεταξύ τους, με αποτέλεσμα το χάος στην περιοχή, την αποδυνάμωση τους και την εμφάνιση μιας νέας δύναμης στην περιοχή, η οποία τους πήρε την θέση. Αυτή η δύναμη ήταν οι Οθωμανοί Τούρκοι. Ξεκινώντας από μία μικρή ομάδα πολεμιστών τον 13ο αιώνα, η οποία κατέκτησε ένα μικρό εμιράτο στην περιοχή της Μικράς Ασίας, σταδιακά εξαπλώθηκε, νικώντας τους αντίπαλους Σελτζούκους στρατηγούς. Στην συνέχεια κατέλαβε με την βία όλες τις επικράτειες των Σελτζούκων και τις ένωσε υπό την ηγεσία της, δημιουργώντας έτσι την Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Η Μαρία Παλαιολογίνα γνωστή και σαν Δέσποινα Χατούν, ή Μαρία των Μογγόλων, ήταν Βυζαντινή πριγκίπισσα, νόθα κόρη του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ και σύζυγος του Χάνου Αμπακά Χαν του Ιλχανάτου. Ο Χουλάγκ Χαν, του οποίου το Ιλχανάτο περιλάμβανε μέρος των εδαφών της σημερινής Τουρκίας, του Ιράν και του Πακιστάν για να εξασφαλίσει τις παραδοσιακά καλές σχέσεις με το Βυζάντιο, επιθυμούσε μέσω συγγένειας με τη βυζαντινή αυτοκρατορική οικογένεια, να παντρευτεί μία ​​πριγκίπισσα από τους Παλαιολόγους. Για το σκοπό αυτό ο Χαν άρχισε διαπραγματεύσεις με τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Η Παλαιολόγο, ο οποίος αποφάσισε να του δώσει για γυναίκα του την νόθα κόρη του Μαρία Δέσποινα. Αδελφή της Μαρίας Δέσποινας από την ίδια μητέρα η Ευροσύνη είχε δοθεί σύζυγος του Νογκάι Χαν της Χρυσής Ορδής. Και οι δύο ήταν Μογγόλοι ηγεμόνες που ήταν γνωστοί για την ανεκτική στάση τους στους χριστιανούς που ζουν στα εδάφη τους. Η Μαρία Δέσποινα άφησε την Κωνσταντινούπολη το 1265 με την συνοδεία του ηγούμενου της μονής «Παντοκράτορα» και του πατριάρχη Αντιοχείας, Ευθυμίου. Όταν φτάνουν όμως στην πρωτεύουσα του Ιλχανάτου ο Χουλάγκ Χαν έχει πεθάνει. Γιαυτό τον λόγο η Μαρία Δέσποινα παντρεύτηκε το γιο του και διάδοχο Αμπακά Χαν. Στο Ιλχανάτο η Μαρία Δέσποινα ζούσε ευσεβή ζωή και είχε σημαντική επιρροή στις πολιτικές και θρησκευτικές απόψεις των Μογγόλων, πολλοί από τους οποίους ήταν ήδη Χριστιανοί Νεστοριανοί. Προστάτιδα των χριστιανών τότε είναι μια άλλη σύζυγός του Άμπακα η Ντουκούζ Χατούν, η οποία ήταν επίσης Χριστιανή. Μετά το θάνατό της το 1265 η Μαρία Δέσποινα παίρνει τη θέση της προστάτιδας των Χριστιανών στο Ιλχανάτο και ονομάζεται από τους Μογγόλους, Δέσποινα Χατούν. Η Μαρία Δέσποινα μένει στο Ιλχάν για 15 χρόνια, μέχρι το θάνατο του Αμπακά Χαν, ο οποίος δηλητηριάστηκε από τον αδελφό του Άχμεντ. Μετά το θάνατο του συζύγου της η Μαρία Δέσποινα επιστρέφει στην Κωνσταντινούπολη.

Μετά την επιστροφή της στο Βυζάντιο ο αδελφός της, αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος, την πρότεινε για σύζυγο του Μογγόλου πρίγκιπα Charbanda, κυβερνήτης της Περσίας και μελλοντικός Χαν στο Ιλχανάτο. Σε αντάλλαγμα για το χέρι της ο Charbanda υπόσχεται να υποστηρίξει το Βυζάντιο με στρατό στον αγώνα του εναντίον των Οθωμανών, που πολιορκούσαν την Νίκαια. Ο Ανδρόνικος έστειλε την Μαρία Δέσποινα στη Νίκαια για να ενθαρρύνει τους υπερασπιστές της πόλης και να συμβάλει στην επιτάχυνση των διαπραγματεύσεων με τους Μογγόλους απεσταλμένους. Η Μαρία Δέσποινα τότε ήρθε σε συνάντηση με τον Τούρκο σουλτάνο Οσμάν Α΄, που απειλούσε τα Μογγολικά στρατεύματα, του αποκάλυψε τα σχέδια των Βυζαντινών, και ο Οσμάν πολιόρκησε και κατέλαβε το φρούριο Τρικοκκιά. Θυμωμένος ο Ανδρόνικος Β΄ κάλεσε την αδελφή του πίσω στην Κωνσταντινούπολη, διάλυσε την δέσμευσή της για τον Charbanda και την ανάγκασε να γίνει μοναχή σε μοναστήρι της Κωνσταντινούπολης στον οποίο η Μαρία Δέσποινα ήταν προστάτης. Πήρε το μοναστικό όνομα Μελανία και παρέμεινε στο μοναστήρι μέχρι το τέλος της ζωής της. Μετά το θάνατο της η εκκλησία της μονής ονομάστηκε Αγία Μαρία Μογγολίας, αν και η Μαρία Δέσποινα ποτέ δεν αγιοποιήθηκε από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Αργότερα οι Τούρκοι αποκαλούσαν τον ναό «Εκκλησία του αίματος» λόγω της μεγάλης σφαγής, η οποία έλαβε χώρα εκεί την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453. Μετά την πτώση της πόλης με την άδεια του σουλτάνου Μωάμεθ Β στην εκκλησία «Παναγίας Μογγολίας» συνέχισε να γίνονται χριστιανικές λειτουργίες. Στον προθάλαμο της εκκλησίας «Σωτήρος Χριστού» στην Κωνσταντινούπολη σώζεται πορτραίτο της Μαρίας Δέσποινας στο οποίο απεικονίζεται ως μοναχή.

Τo 1264 οι Βούλγαροι ακολούθησαν τους Μογγόλους του Χαγάνου/Χάνου Νογκάι που, παρακινούμενοι από τους Σελτζούκους, εισέβαλαν στα Παλαιολόγεια εδάφη λεηλατώντας την Θράκη, με σκοπό να πιέσουν τον Μιχαήλ Η΄ να παραδώσει στους Σελτζούκους τον πρώην σουλτάνο Καϊκάους Β΄ που είχε καταφύγει στην βυζαντινή αυλή. Ο Μιχαήλ Η΄ εξουδετέρωσε το μογγολικό μέτωπο δίνοντας ως σύζυγο στον Νογκάι την κόρη του Ευφροσύνη Παλαιολογίνα. Η Ευφροσύνη Παλαιολογίνα ήταν Βυζαντινή πριγκίπισσα, νόθα κόρη του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ και σύζυγος του Χάνου Νογκάι Χαν. Το 1265 εισέβαλε στα εδάφη της Βυζαντινής αυτοκρατορίας ο Μογγόλος Νογκάι Χαν Χάνος της Χρυσής Ορδής και λεηλατούσε την Θράκη. Ο Αυτοκράτορας Μιχαήλ Η΄σύναψε μαζί του ειρήνη και ένας από τους όρους της ήταν να πάρει σύζυγο του την Ευφροσύνη. Οι πηγές της εποχής στέκονται ιδιαίτερα στον τρόπο διαβίωσης του Νογκάι Χαν ο οποίος ντυνόταν με υφάσματα από δέρματα ζώων , ζούσε νομαδική ζωή ενώ δεν υπήρχαν μόνιμοι οικισμοί στην επικράτεια του.

 
Η Υστεροβυζαντινή περίοδος ή Περίοδος των Παλαιολόγων ή Παλαιολόγεια Αναγέννηση είναι μια ιστορική περίοδος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας που ξεκινά το 1261, όταν η πρωτεύουσα Κωνσταντινούπολη, που ως τότε βρισκόταν υπό την κατοχή των Φράγκων, ανακαταλαμβάνεται από τον Mιχαήλ H΄ Παλαιολόγο. Η περίοδος λήγει με την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους το 1453. Κατά την περίοδο αυτή,  που όπως είδαμε  η αυτοκρατορία είναι σκιά του εαυτού της και διαρκώς συρρικνώνεται οικονομικά και πολιτικά, η εσωτερική πολιτιστική και πνευματική ζωή παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Η τεράστια αυτοκρατορία που απαρτιζόταν  από διάφορες εθνότητες  μεταβάλλεται σε ένα μικρό και περιορισμένο ελληνικό κράτος. Την εποχή αυτή αναπτύσσεται το πατριωτικό και εθνικό αίσθημα των Ελλήνων, η συνειδητοποίηση της διαφορετικότητάς τους- πέρα από τα θεολογικά - και σε εθνικό επίπεδο με τη Δύση, που συνοδεύεται και τροφοδοτείται από μια προσήλωση προς τον πολιτισμό της Αρχαίας Ελλάδας. Ο Αυτοκράτορας εξακολουθεί να φέρει τον τίτλο του Βασιλέως και Αυτοκράτορα των Ρωμαίων, αλλά λαός και διανόηση χρησιμοποιούν πια τον χαρακτηρισμό <<Ελλην>> που έχει απενοχοποιηθεί από την ειδωλολατρική του χροιά. Ο Πλήθων, η κορυφαία πνευματική προσωπικότητα της εποχής, υποστηρίζει με πάθος τη νέα ορολογία. Οι ίδιοι οι  διανοούμενοι θα πρωτοστατήσουν στην εγκατάλειψη του όρου <<Ρωμαίοι>> που θα χρησιμοποιείται μόνο για να δηλώσει τη γλώσσα του λαού <<ρωμαίικα>>, σε αντιδιαστολή με τη λόγια γλώσσα. Πόλη με έντονη τη ελληνική συνείδηση θα αναδειχτεί η Θεσσαλονίκη. Ο  Θεσσαλονικιός Νικόλας Καβάσιλας γράφει για την <<ελληνική μας κοινότητα>>.  Ο νέος όρος <<αυτοκράτορας των  Ελλήνων>> θα επικρατήσει παρόλο που  μερικοί παραδοσιακοί τον αντιπαθούν, αν και δε θεωρούνταν απεμπόληση των οικουμενικών αξιώσεων της αυτοκρατορίας και θα θυμίζει την μεγάλη ελληνική κληρονομιά. Η ίδια η Κωνσταντινούπολη θα γίνει μια συνειδητά ελληνική πόλη. Σε αυτή τη διαδικασία <<ελληνοποίησης>> του 14ου και 15ου αιώνα μπορούμε να διακρίνουμε τις βάσεις για την αναγέννηση της Ελλάδας μέσα από την επανάσταση του 1821. Η περίοδος χαρακτηρίζεται από ένα δυναμικό πνευματικό και καλλιτεχνικό πολιτισμό  αντιστρόφως ανάλογο θα έλεγε κανείς με την εσωτερική πολιτική κατάσταση. Υπάρχει μια άνθιση και ανανέωση της βυζαντινής τέχνης με προσωποποιήσεις φυσικών στοιχείων και αφηρημένων εννοιών, πορτρέτα αρχαίων φιλοσόφων, στοιχεία και θέματα από τη ζωή στη φύση. Μνημεία Τέχνης όπως είναι τα ψηφιδωτά της Μονής της Χώρας στην Πόλη και στις εκκλησιές στο Μυστρά  αποτυπώνουν  την  έντονη καλλιτεχνική δημιουργία. Στον τομέα της  φιλοσοφίας   υπάρχει μια σαφέστατη  στροφή στην κλασική αρχαιότητα. Η παλαιά γενιά των λογίων έχει πεθάνει. Την περίοδο αυτή εμφανίζονται  στο Βυζάντιο λόγιοι και μορφωμένοι άνθρωποι και συγγραφείς σε διάφορους τομείς της γνώσης.
Πηγή : https://www.ancient.eu/trans/el/2-1453//
https://el.m.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%BF%CE%B3%CE%B3%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CE%BA%CE%AE_%CE%B1%CF%85%CF%84%CE%BF%CE%BA%CF%81%CE%B1%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1
https://www.news.gr/kosmos/evroph/article/267066/pos-sothhke-h-evroph-apo-th-megalh-eisvolh-ton.html
https://www.news.gr/kosmos/evroph/article/267066/pos-sothhke-h-evroph-apo-th-megalh-eisvolh-ton.html
http://georgakas.lit.auth.gr/dimodis/index.php?option=com_content&view=article&id=55&Itemid=120
https://www.triklopodia.gr/%CE%B7-%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CF%89%CE%BD-%CF%83%CE%B5%CE%BB%CF%84%CE%B6%CE%BF%CF%85%CE%BA%CF%89%CE%BD-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%BF%CE%B8%CF%89%CE%BC%CE%B1%CE%BD%CF%89%CE%BD/
https://el.m.wikipedia.org/wiki/%CE%95%CF%85%CF%86%CF%81%CE%BF%CF%83%CF%8D%CE%BD%CE%B7_%CE%A0%CE%B1%CE%BB%CE%B1%CE%B9%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%AF%CE%BD%CE%B1_(%CE%BA%CF%8C%CF%81%CE%B7_%CE%9C%CE%B9%CF%87%CE%B1%CE%AE%CE%BB_%CE%97%CE%84)
https://el.m.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%B1%CF%81%CE%AF%CE%B1_%CE%A0%CE%B1%CE%BB%CE%B1%CE%B9%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%AF%CE%BD%CE%B1_(%CE%94%CE%AD%CF%83%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%BD%CE%B1_%CE%A7%CE%B1%CF%84%CE%BF%CF%8D%CE%BD)
https://smerdaleos.wordpress.com/tag/%CE%B1%CF%85%CF%84%CE%BF%CE%BA%CF%81%CE%B1%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1/
http://vizantinonistorika.blogspot.com/2013/05/blog-post_3808.html
http://constantinople.ehw.gr/forms/fLemmaBodyExtended.aspx?lemmaId=4636

Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2021

11ος αιώνας μ.χ. : Τα ιστορικά αίτια της τραγικής πτώσης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας


Στο παρόν άρθρο παρουσιάζονται οι απαντήσεις στο πώς και στο γιατί ήλθε η παρακμή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ενός κοινωνικού και κρατικού μηχανισμού που άντεξε πάνω από χίλια χρόνια και αποτέλεσε από τον 5ο έως το τέλος του 12ου αιώνα το πλουσιότερο και το πλέον πολυάριθμο σε πληθυσμό κράτος της χριστιανοσύνης. Στο ερώτημα που διαβάζετε ανωτέρω είναι, εκ προοιμίου, εξαιρετικά δυσχερέςνα δοθεί μια απάντηση ολοκληρωμένη, πολλώ δε μάλλον στον ούτως ή άλλως περιορισμένο χώρο που προσφέρει ένα άρθρο το οποίο προορίζεται για δημοσίευση σε μια διαδικτυακή πύλη. Παρά ταύτα, φρονώ ότι η προσέγγιση του συγκεκριμένου ζητήματος από τους N. H. Baynes και H. Moss στο συλλογικό έργο με τον τίτλο Byzantium (έκδοση 1948) είναι άκρως διαφωτιστική και μας επιτρέπει να αντιληφθούμε ποιοι ήταν, σε γενικές γραμμές, οι παράγοντες εκείνοι που οδήγησαν στην παρακμή και, εντέλει, στην κατάρρευση τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Πριν παραθέσουμε τις απόψεις των διαπρεπών βυζαντινολόγων που συνεργάστηκαν στο προαναφερθέν συλλογικό έργο, αξίζει να αναφέρουμε επιγραμματικά τους παράγοντες που συντέλεσαν στη χιλιόχρονη επιβίωση του βυζαντινού κράτους: η προνομιούχος γεωγραφική θέση του, η οικονομική οργάνωση και δραστηριότητα (γεωργία, ναυτιλία, διαμετακομιστικό εμπόριο, βιοτεχνία), ο διοικητικός μηχανισμός και η νομοθεσία (θεσμοί που εν μέρει κληρονομήθηκαν από τη Ρώμη, αλλά και διαμορφώθηκαν με το πέρασμα του χρόνου). Όταν συνεπεία εσωτερικών σφαλμάτων ή εξωτερικών πληγμάτων, η οικονομική ζωή, ο διοικητικός μηχανισμός και, συνακόλουθα, η κοινωνική και θρησκευτική συνοχή παρουσίασαν ρωγμές, τότε άρχισε παράλληλα και η παρακμή του κράτους, που έγινε έτσι πιο ευάλωτο στην πίεση που ασκούσαν οι εξωτερικοί αντίπαλοι. Πρώτα ήλθαν η οικονομική κατάρρευση και η κοινωνική διάσταση, και ακολούθησαν η ηττοπάθεια και η πτώση.
Ιδού λοιπόν οι απαντήσεις στο πώς και στο γιατί ήλθε η παρακμή ενός κοινωνικού και κρατικού μηχανισμού που άντεξε πάνω από χίλια χρόνια και αποτέλεσε από τον 5ο έως το τέλος του 12ου αιώνα το πλουσιότερο και το πολυπληθέστερο κράτος της χριστιανοσύνης: Η παρακμή ήλθε με πολλούς τρόπους και για πολλούς λόγους. Κατ’ αρχάς, οι κοινωνίες, όπως και τα άτομα, γηράσκουν. Οι βυζαντινοί πλοιοκτήτες, οι έμποροι και οι βιομήχανοι, πιθανώς προσκολλημένοι παθητικά σε παλαιωμένες μεθόδους εργασίας, δεν μπόρεσαν να συναγωνιστούν τους νεότερους ιταλούς ανταγωνιστές τους. Από την άλλη πλευρά, η βυζαντινή οικονομική οργάνωση ήταν κρατική και, κατά συνέπεια, γραφειοκρατική. Οι γραφειοκρατίες καταλαμβάνονται ακόμα πιο γρήγορα από την παρακμή απ’ ό,τι οι «κοινότητες». Από τον 11ο αιώνα η βυζαντινή διοίκηση δεν ήταν πλέον ικανή να προστατεύει τους μικροϊδιοκτήτες γης. Μπορεί κανείς επίσης να υποθέσει ότι, με την αδιάκοπη παρέμβαση των υπαλλήλων της διοικήσεως (οι οποίοι με την πάροδο του χρόνου γίνονταν ολοένα και χειρότεροι), το κράτος προξένησε περισσότερο κακό παρά καλό στο εμπόριο και στη βιομηχανία. Από την άλλη πλευρά, η φορολογία, χαριστική (σε βαθμό διαρκώς αυξανόμενο) για τα μοναστήρια και την τάξη των ισχυρών, γινόταν εξ ανάγκης ολοένα και περισσότερο καταπιεστική για τις λαϊκές μάζες.
Εντούτοις, όλες αυτές οι αιτίες παρακμής βάρυναν λιγότερο σε σύγκριση με τις πολιτικές ατυχίες, που (με ορισμένες περιόδους ανακοπής, ιδίως στην εποχή των τριών μεγάλων Κομνηνών αυτοκρατόρων) εξακολουθούσαν να σημειώνονται στην αυτοκρατορία μετά το θάνατο του Βασιλείου Β’. Το πρώτο απ’ αυτά τα διαδοχικά δυσάρεστα γεγονότα ήταν η απώλεια των πλούσιων αγροτικών επαρχιών της Μικράς Ασίας, ως επακόλουθο της ραγδαίας προελάσεως των Σελτζούκων. Κατά
 τη διάρκεια του 12ου αιώνα έγιναν οι επιδρομές των Νορμανδών, μία από τις οποίες (του έτους 1147) συνοδεύτηκε από τη μεταφορά στη Σικελία των βιομηχανιών μετάξης των Θηβών και της Κορίνθου. Σχεδόν ταυτόχρονα ακολούθησαν οι πρώτες τρεις σταυροφορίες, οι οποίες, μεταξύ άλλων δυσάρεστων συνεπειών, επέφεραν τη μεταφορά του συριακού εμπορίου από την Κωνσταντινούπολη στην Ιταλία. Κατά τη βασιλεία του Ισαάκιου Αγγέλου η ανασύσταση του βουλγαρικού κράτους είχε ως επακόλουθο την απώλεια εκείνων των παραδουνάβιων επαρχιών που επί μακρόν αντιστάθμιζαν την απώλεια τόσο πολλών ασιατικών εδαφών.
Ο θάνατος του Βασίλειου ΄Β το 1025 βρίσκει την Αυτοκρατορία παντοδύναμη, με γεμάτα ταμεία, με πειθαρχημένη και αποτελεσματική κεντρική διοίκηση, με πολυάνθρωπα εθνικά στρατεύματα, με προωθημένα σύνορα και το κυριότερο χωρίς πιθανές φυσικές απειλές. Όμως μια σειρά διαδοχικών ανίκανων Αυτοκρατόρων θα οδηγήσουν σε σύντομο χρονικό διάστημα το Βυζαντινό κράτος σε μεγαλειώδη και ταχύτατη παρακμή καθώς οι πολιτικές τους θα αποδυναμώνουν συνεχώς την κεντρική διοίκηση είτε προς όφελος προσωπικών ματαιόδοξων φιλοδοξιών είτε προς όφελος των επιταγών των αριστοκρατικών κύκλων της Κωνσταντινούπολης. Υπό αυτή την σκοπιά η απώλεια της Βυζαντινής Ανατολίας δεν θα πρέπει να εκπλήσσει τον προϊδεασμένο μελετητή. Η Μ.Ασία όπως ακριβώς συνέβη και με τις άλλες κτήσεις χάθηκαν λόγω της απουσίας και απραγίας του Βυζαντινού κράτους το οποίο αιμορραγούσε στο πολιτικό, οικονομικό και στρατιωτικό τομέα για τουλάχιστον τρεις συνεχιζόμενους αιώνες.
Ανακεφαλαιώνοντας την περιγραφή της πολιτιστικής και κοινωνικής πραγματικότητας της Βυζαντινής Ανατολίας στα τέλη του 9ου αιώνα βλέπουμε πως η περιοχή αυτή αποτελούσε στην πραγματικότητα την καρδιά του κράτους. Διέθετε πλεόνασμα ανθρώπινου δυναμικού, πρώτες ύλες, ανεπτυγμένη γεωργία, χρήματα και ομογενοποιημένο ανθρωπολογικό υπόβαθρο δημιουργημένο από την μορφοπλαστική επίδραση της Ορθοδοξίας και της Ελληνικής γλώσσας. Χαρακτηριστικό είναι πως το 45% των δημόσιων μνημείων της Καππαδοκίας θα ανεγερθούν στα 150 χρόνια μετά την λήξη της εικονομαχίας, ένα ποσοστό 30% στο πρώτο του 11ου αιώνα και μόλις ένα ποσοστό της τάξης του 8-10% τον 13ο αιώνα. Στα τέλη του 11ου αιώνα στην Καππαδοκία συνολικά υπήρχαν πάνω από 1000 κτίσματα θρησκευτικού ενδιαφέροντος π.χ Εκκλησίες, Νοσοκομεία κλπ. ακτινοβολώντας την άνθηση που γνώρισε τους προηγούμενους αιώνες. Με όλες αυτές τις προϋποθέσεις η Βυζαντινή Αυτοκρατορία γεμάτη περηφάνια, δύναμη και σιγουριά θα οπλιστεί με υλικά και πνευματικά εφόδια και θα διεκδικήσει τις χαμένες επαρχίες που για δυόμισι αιώνες βρίσκονταν στα χέρια των Αράβων και Βουλγάρων. Τον 10ο αιώνα είναι που θα γεννηθεί και η καθεαυτή πολιτισμική ταυτότητα του «Ρωμιού» και της «Ρωμιοσύνης» ως ένα νέο είδος πολιτιστικής αυτοσυνειδησίας και εθνικού αυτοπροσδιορισμού των Βυζαντινών υπηκόων που δεν υπήρχε παλιότερα.
Γνωρίζοντας τα παραπάνω για την κατάσταση της ακμαίας Αυτοκρατορίας στο πρώτο τέταρτο του 11ου αιώνα αναρωτιέται πως ήταν δυνατόν σε λιγότερο από μία εκατονταετία φυλές της κεντρικής Ασίας να καταστρέφουν την Ανατολία και να καταργούν για αιώνες τα Βυζαντινά σύνορα και παρουσία σε μία τόσο νευραλγική περιοχή. Τα αίτια που επέτρεψαν κάτι τέτοιο ήταν πρωτίστως εσωτερικά, τα εξωτερικά δηλ. οι Τούρκοι απλώς επιδείνωσαν την κατάσταση. Το σίγουρο είναι πως χωρίς την εσωτερική πολιτική, οικονομική και στρατιωτική διάσπαση της Αυτοκρατορίας οι Τούρκοι δεν θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν το κενό εξουσίας που ανελπιστάτα δημιουργήθηκε μπροστά στα μάτια τους. Μετά τον θάνατο του Βασίλειου ΄Β το κράτος δεν μπόρεσε να τιθασεύσει τις άπληστες και ληστρικές τάσεις των αριστοκρατικών κύκλων της Μ.Ασίας και της Κωνσταντινούπολης οι οποίες ζητούσαν όλο και μεγαλύτερο μερίδιο στην εξουσία για ιδιοτελείς σκοπούς σε βάρος βέβαια μίας στιβαρής κεντρικής εθνικής πολιτικής. Το
Τον 11ο αιώνα η αντιπαράθεση μεταξύ αριστοκρατών Μ.Ασίας και Κωνσταντινούπολης λήγει υπέρ των πρώτων οι οποίοι προσπάθησαν να αποδυναμώσουν όσο γίνεται περισσότερο τους ευγενείς κύκλους των επαρχιών της Ανατολής. Από την μία η έλλειψη αποτελεσματικού μηχανισμού ανάσχεσης των συγκεντρωτικών τάσεων των «Δυνατών» στην Μ.Ασία είχε ως αποτέλεσμα την εξαφάνιση της ανεξάρτητης τάξης αγροτών-στρατιωτών οι περιουσίες των οποίων θα απορροφηθούν από τους μεγαλογαιοκτήμονες περνώντας οι ίδιοι σε καθεστώς ομηρίας. Με αυτό τον τρόπο χτυπήθηκε η τάξη των αγροτών που αποτελούσαν τον πυρήνα των θεματικών εθνικών στρατευμάτων,με άλλα λόγια η έλλειψη κρατικού μηχανισμού ανάσχεσης έφθασε στα άκρα το φεουδαρχικό σύστημα καταδικάζοντας το σε μαρασμό λόγω αφανισμού της παραγωγικής τάξης. Από την άλλη πλευρά η αριστοκρατία της Μητρόπολης προσπαθώντας με μία σειρά ενεργειών να αποδυναμώσει την επίφοβη στρατιωτική αριστοκρατία της Μ.Ασίας χτύπησε τόσο γερά τον στρατιωτικό τομέα που στα μάτια της κοινωνίας του 11ου και 12ου αιώνα το επάγγελμα του στρατιώτη απαξιώθηκε. Ο
Οι Αυτοκράτορες Κωνσταντίνος ΄Θ ο Μονομάχος (1042-1055) και Κωνσταντίνος Δούκας (1059-1067) έκαναν μεγάλη προσπάθεια να απομακρύνουν από την κεντρική διακυβέρνηση του κράτους τους ενοχλητικούς στρατιωτικούς τοποθετώντας στην θέση τους ευνομούμενους τους χωρίς να πληρούν τις απαραίτητες προϋποθέσεις δηλ. συγγενείς ή φίλους τους. Χαρακτηριστικές είναι η μαρτυρίες της εποχής που αποκαλύπτουν την υποβαθμισμένη και σαθρή κατάσταση του γηγενή εθνικού στρατού και αυτό σε λιγότερο από μισό αιώνα από τον θάνατο του Βασιλείου ΄Β. Χωρίς την ύπαρξη ανθηρής αγροτικής τάξης δεν παράκμασε μονάχα ο στρατός αλλά και η οικονομία η οποία στηρίζονταν κυρίως στην αγροτική παραγωγή. Αυτό με την σειρά του οδήγησε σε θρυμματισμό του κοινωνικού και πολιτιστικού ιστού ο οποίος είχε υφανθεί και συγκολληθεί σταδιακά διαμέσου των αιώνων από την ενοποιητική επενέργεια της Εκκλησίας και της Ελληνικής γλώσσας. Χιλιάδε
Χιλιάδες Αρμένιοι υπό την διαταγή της Κωνσταντινούπολης άφησαν τα προγονικά τους εδάφη για να εγκατασταθούν μόνιμα στην Μ.Ασία (Κιλικία) ενώ αντίθετα η Αρμενική αριστοκρατία θα κινηθεί στην Μητρόπολη, οι νέοι όμως άποικοι δεν έδειξαν προθυμία να ενσωματωθούν στο Ελληνόφωνο και Ορθόδοξο περιβάλλον που βρέθηκαν ξαφνικά. Συσπειρωμένοι γύρω από την θρησκεία τους πρόβαλλαν ισχυρές αντιστάσεις στο να δεχθούν το Ορθόδοξο δόγμα και αυτό είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργούν συνεχώς τάσεις απόσχισης και δολιοφθοράς δημιουργώντας ρήγματα στον ντόπιο κοινωνικό και θρησκευτικό πληθυσμό. Είναι γνωστές οι δολιοφθορές που προκαλούσαν οι Αρμένιοι στα στρατεύματα του Ρωμανού του Διογένη καθώς αυτά κατευθύνονταν στο Μαντζικέρτ (Αttaliates,Historia), μετά την ήττα των Βυζαντινών ήταν οι Αρμένιοι που θα βοηθήσουν τους Τουρκομάνους της Δυναστείας των Δανισμέδων (11ος -12ος αιώνας) στην πολιορκία της Βυζαντινής Σεβάστειας και της Μαλάτειας ενώ οι ίδιοι θα δημιουργήσουν ένα ανεξάρτητο βασίλειο που θα περιλαμβάνει την Βυζαντινή Κιλικία. Η μετακίνηση της Αρμενικής στρατιωτικής Αριστοκρατίας από τα Ανατολικά σύνορα της Μ.Ασίας και η αποδυνάμωση του ντόπιου μάχιμου πληθυσμού είχε ως άμεσο αποτέλεσμα την καταστροφή της αμυντικής συνοριογραμμής γεγονός μεγάλης σημασίας για τις εξελίξεις των επόμενων αιώνων. 

Η κατάληψη της Μ.Ασίας δεν έγινε από ένα συγκροτημένο στρατό ο οποίος ακολουθούσε συγκεκριμένο πλάνο δράσης και ανάπτυξης, απεναντίας η κατάληψη διέρκησε πάνω από τρεις αιώνες αιώνες και στο σύνολο της έγινε ακανόνιστα χωρίς συντονιστική αρχή. Οι εισβολείς ήταν Τουρκομάνοι νομάδες προερχόμενοι από τις στέπες της κεντρικής Ασίας προς αναζήτηση νέων βοσκοτόπων και ευκαιριών λεηλασίας. Η ώθηση γίνονταν χωρίς σχεδιασμό από ανεξάρτητους Τουρκομάνους φυλάρχους οι οποίοι οδηγούσαν τα κοπάδια τους προς τα δυτικά. Οι Τουρκομάνοι αυτοί δεν ήταν εξοικειωμένοι με τον αστικό πολιτισμό και με την γεωργία, πυρήνας της ζωής τους ήταν το ζωικό τους κεφάλαιο (κατσίκια, πρόβατα, αγελάδες,άλογα κλπ). Δεν κατοικούσαν σε πόλεις αλλά σε μεταφερόμενες σκηνές που έστηναν σε βοσκότοπους, η δίαιτα τους αποτελούντο από ζωικά παράγωγα κυρίως από κρέας και γάλα. Οι Τουρκομάνοι αυτοί αναφέρονται με διάφορα ονόματα στις πηγές της εποχής π.χ όπως στο έργο του Έλληνα ιστορικού Νικήτα Χανιώτη (1155- 1215) , ως «ποιμνίται», ως νομάδες, ως «πολυθρέμμονες», ως «σκηνίται».Οι Λατίνοι τους αποκαλούσαν βεδουίνους ή silvestres Turci.Η προώθηση τους προσέλαβε την μορφή ενός αδιάκοπου και συνεχούς μεταναστευτικού κύματος προς τα δυτικά. Απουσίας οποιασδήποτε κρατικής αρχής ικανής να διακόψει τις μετακινήσεις τους και απουσίας γηγενούς στρατού οι Τουρκομάνοι για αιώνες λεηλατούσαν και κατέστρεφαν τις άλλοτε ανθηρές Βυζαντινές επαρχίες της Μ.Ασίας βυθίζοντας την περιοχή για άλλη μία φορά στον Μεσαίωνα. 

Τα τυπικά χαρακτηριστικά των επιπτώσεων που ακολουθούσαν την εγκατάσταση Τουρκομάνων σε μία περιοχή ήταν πάνω κάτω κοινότυπα, σφαγές ντόπιου πληθυσμού, αιχμαλώτιση, αρπαγή γυναικών και βρεφών, καταστροφή πόλεων, βιασμοί, καταστροφές Εκκλησιών και δημόσιων κτηρίων, ερημοποίηση των καλλιεργήσιμων εκτάσεων κλπ. Οι πόλεις για τους Τουρκομάνους ήταν πηγές λαφύρων στις οποίες μπορούσαν να αρπάξουν αιχμαλώτους και πολύτιμα αντικείμενα, κάθε άνοιξη και καλοκαίρι προέβαιναν σε επιθέσεις εναντίων αστικών κέντρων μέχρι αυτά να εξαντληθούν εντελώς ως πηγές πλούτου ύστερα από μία σειρά αλλεπάλληλων αρπαγών και καταστροφών. Οι πόλεις και τα τριγύρω ακαλλιέργητα χωράφια μεταμορφωνόταν σταδιακά σε λιβάδια για τα κοπάδια τους και στην συνέχεια κατευθύνονταν προς αναζήτηση νέας λείας προς τα δυτικά. Αυτή η διαδικασία επαναλαμβάνονταν ξανά και ξανά και το τελικό αποτέλεσμα δεν ήταν παρά η νέκρωση κάθε αστικής δραστηριότητας, η ερημοποίηση των καλλιεργητικών γαιών, η δημογραφική εξασθένηση, η προξένηση μαζικών μετακινήσεων απελπισμένων και φοβισμένων χριστιανών κατοίκων που εγκατέλειπαν τις εστίες τους για ένα πιο ασφαλές μέρος. Όταν κατανοούσαν πως δεν μπορούσαν να εμποδίσουν την ανέγερση ισχυρών τειχών γύρω από τις Βυζαντινές πόλεις π.χ επισκευή τειχών των πόλεων της Περγάμου, Adramyttium από Μανουήλ Ά τότε αποχωρούσαν καίγοντας τις πρόχειρες εγκαταστάσεις τους. 

Έχει παρατηρηθεί πως σε κάθε περίπτωση που οι Βυζαντινοί έστω και παροδικά κατόρθωναν να δημιουργήσουν οχυρές τοποθεσίες εγκαθιστώντας φρουρές πως η ειρήνη αποκαθίσταντο επιτρέποντας μία έστω μικρή ανάκαμψη της αστικής και αγροτικής ζωής. Τον δωδέκατο αιώνα καλά οχυρωμένες Βυζαντινές πόλεις που άντεξαν τα κύματα εισβολών όπως επί παραδείγματι η Λαοδικεία παρέμεναν ως νησίδες πολιτισμού ανάμεσα σε λεηλατημένη γή, μάλιστα πολλές φορές αναπτύσσονταν κάποιου είδους συμβιωτικής σχέσης με τους Τουρκομάνους που λυμαίνονταν την περιοχή που απλώνονταν έξω από τα τείχη. Από τις καταστροφικές αυτές επιδρομές ένας μεγάλος αριθμός Βυζαντινών μνημείων χάθηκε για πάντα, ακόμα και σήμερα πολλές περιοχές της Τουρκίας παραμένουν αχαρτογράφητες από πλευρά αρχαιολογικών μνημείων της Βυζαντινής περιόδου. Οι προσπάθειες ανακατάληψης Βυζαντινών εδαφών από τον Αυτοκράτορα Ιωάννη Κομνηνό (1118-1143) και τους διαδόχους του γίνονταν με δυσκολία και δεν έφεραν παρά παροδικά αποτελέσματα. Στην εποχή του Μανουήλ Ά Κομνηνού( 1143-80) τα σύνορα αδυνάτισαν και πιθανόν μεγάλος αριθμός Τουρκομάνων να κινήθηκε προς τα δυτικά στο δεύτερο μισό του 12ου αιώνα φθάνοντας στην κοιλάδα του ποταμού Μαιάνδρου. 

Οι επαφές  της Βενετίας με την Βυζαντινή  Αυτοκρατορία υπήρξαν διαχρονικά αμφίδρομες αλλά και στενές καθώς έως τον 9ο αιώνα η Βενετία υπήρξε τυπικά τουλάχιστον βυζαντινή επικράτεια, σταδιακά αυτονομήθηκε ισορροπώντας για δύο περίπου αιώνες ανάμεσα στην γερμανική, φραγκική και βυζαντινή επιρροή. Οι Βενετοί αξιοποίησαν την αποστροφή των Βυζαντινών για το εμπόριο αλλά και τις παθογένειες της βυζαντινής γραφειοκρατίας για να διευρύνουν τις εμπορικές τους δραστηριότητες. Το χρυσόβουλο του 1082 εγκαινίασε μία πολιτική προνομίων που σε μεγάλο βαθμό αντικατόπτριζε την στρατιωτική και ναυτική αποδυνάμωση της αυτοκρατορίας και τελικά οδήγησε σε ρήξη τα δύο κράτη μετά από μία μακρά περίοδο στενής συνεργασίας. H πολιτική παραχώρησης προνομίων αποδείχτηκε καταστροφική για την Βυζαντινή Αυτοκρατορία καθώς το εμπόριο και οικονομία τέθηκαν κάτω από τον έλεγχο των Βενετών και ευρύτερα των Ιταλών ενώ η πλειονότητα των Βυζαντινών αισθανόταν υποβαθμισμένη και πολίτες β κατηγορίας γεγονός που τροφοδότησε τα πρώτα αισθήματα μίσους κατά των δυτικών. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία αποδείχτηκε τελικά αδύναμη μπροστά στην αναδυόμενη ισχύ των Ιταλών εκμεταλλευτών της. Η σύλληψη όλων των Βενετών κατοίκων της Αυτοκρατορίας και η δήμευση της περιουσίας το 1171 και η σφαγή των Λατίνων στην Κωνσταντινούπολη κυρίων Πισατών και Γενοβέζων το 1182, απλώς επιτάχυναν την επιθετικότητα της δύσης που κατάληξη είχε την καταστροφική κατάληψη της Κωνσταντινούπολης το 1204.

Η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους και ο διαμελισμός της αυτοκρατορίας επισφράγισαν τη μακρά σειρά των ατυχιών. Η τελευταία καταστροφή ήταν από οικονομικής πλευράς θανάσιμο πλήγμα για την αυτοκρατορία. Κατά τη δυναστεία των Αγγέλων η αυτοκρατορία βρισκόταν σε πλήρη πολιτική και στρατιωτική παρακμή. Ο πλούτος της όμως δεν είχε περιοριστεί πολύ, όπως φανερώνουν οι μαρτυρίες των περιηγητών εκείνης της εποχής. Όσο η Κωνσταντινούπολη παρέμενε άθικτη, υπήρχε πάντα η δυνατότητα ανανεώσεως, ανάλογης με την ανανέωση που παρατηρήθηκε μετά τις μεγάλες αραβικές και βουλγαρικές επιδρομές, οι οποίες έλαβαν χώρα κατά την πρώτη περίοδο των Μέσων Χρόνων. Η Κωνσταντινούπολη ήταν η καρδιά της οικονομικής ζωής του κράτους. Εδώ ήταν συγκεντρωμένο το μεγαλύτερο μέρος του κινητού πλούτου και των κύριων κλάδων της βιομηχανίας και του εμπορίου. Εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενου λαού ζούσαν εντός των τειχών της. Απ’ όλα αυτά, ύστερα από μερικές ημέρες λεηλασίας, σφαγής και πυρπολήσεως, δεν έμεινε σχεδόν τίποτα.

Η συνοριογραμμή στην Μικρά Ασία μεταξύ Σαγγάριου ποταμού και Αττάλειας έμεινε σταθερή μέχρι τα μέσα του τρίτου αιώνα και συγκεκριμένα μέχρι την μεταφορά της πρωτεύουσας της Αυτοκρατορίας από την Νίκαια στην Κωνσταντινούπολη το 1261 από τον ιδρυτή της δυναστείας των Παλαιολόγων Μιχαήλ Ή Παλαιολόγου (1259-1282) μετά την ανάκτηση της πόλης από τους σταυροφόρους σφετεριστές. Όσο καιρό η Νίκαια αποτελούσε την πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας οι μετακινήσεις των Τουρκομάνων προς τα δυτικά είχαν ανακοπεί από την διοικητική και στρατιωτική κινητοποίηση του ντόπιου χριστιανικού πληθυσμού. Η ανάσχεση όμως αυτή έλαβε τέλος αμέσως μετά την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης διότι η αριστοκρατία και ο στρατός της Νίκαιας μετακινήθηκαν από την Ασία στην Ευρώπη αφήνοντας τις τελευταίες Ασιατικές Βυζαντινές κτήσεις ανυπεράσπιστες στις ληστρικές ορέξεις των εισβολέων. 

Συνοψίζοντας, και χωρίς να παραβλέπουμε τις εσωτερικές αιτίες που προαναφέρθηκαν, μπορούμε να πούμε ότι η οικονομική παρακμή της αυτοκρατορίας ήταν έργο κυρίως των εξωτερικών εχθρών, οι οποίοι διά πυρός και σιδήρου ερήμωσαν τις πόλεις και τη γη της, κατέστρεψαν τις βιομηχανίες της και νέκρωσαν το εμπόριό της, το οποίο από την αρχή των σταυροφοριών μερικώς είχε πλέον περιέλθει στις ίδιες τις χώρες που την κατέστρεψαν. Όταν οι Παλαιολόγοι πέτυχαν να επανενώσουν υπό το σκήπτρο τους ένα μέρος της παλαιάς αυτοκρατορίας, βρήκαν το καθετί κατεστραμμένο. Οι συνδυασμένες προσπάθειες του εχθρού στο Βορρά, στη Δύση και στην Ανατολή (οι Τούρκοι) δεν έδωσαν περιθώριο στην οικονομική ζωή του κράτους να ανακτήσει μόνιμα ένα μέρος του παλαιού της μεγαλείου (η οικονομική ανάρρωση ήταν τοπική και εφήμερη, π.χ. στη Θεσσαλονίκη). Ο βυζαντινός λαός κατέβαλε φοβερό τίμημα για την απώλεια της στρατιωτικής του αρετής και για το πάθος του για εμφύλιο πόλεμο. Ήταν αυτοί οι πόλεμοι που ετοίμασαν το δρόμο για τις ξένες εισβολές, όπως ο ανταγωνισμός μεταξύ του Ισαάκιου Β’ Αγγέλου και του αδελφού του Αλεξίου Γ’ Αγγέλου.

Η τύχη του Ναυτικού, ακολουθεί την παλίρροια της αυτοκρατορικής πολιτικής και οι αμυντικές ανάγκες της Αυτοκρατορίας, προσδιορίζουν, κατά ένα μέτρο, την εξέλιξί του. Και όταν έρθη η περίοδος του λυκόφωτος, το χρονικό της παρακμής του θά μας διδάξη περισσότερα από ό,τι ημπορεί να μας εδίδαξαν τα κλέη του. Όπως εσημείωσα παραπάνω, η ισχύς του Βυζαντινού Ναυτικού διετηρήθη μέχρις ότου το Βυζάντιο έκρινε προσφορώτερο ν' αναθέση σε άλλους τη φροντίδα για την άμυνα του. Και ένα από τα αποτελέσματα της πολιτικής αυτής ήταν η κατάληψις της Κων) λεως από του Λατίνους. Τον καιρό της Αυτοκρατορίας της Νικαίας και μετά την αποκατάστασι του Βυζαντίου (1261) συνεκροτήθησαν κατά καιρούς πολεμικοί στόλοι, αλλά το ναυτικό είχε περάσει σε δευτερεύουσα θέσι. Είναι δε ο Ανδρόνικος Β' (1282 - 1328) ο Αυτοκράτωρ εκείνος, που έδωσε τη χαριστική βολή κατά εκείνου, το οποίον άλλοτε απετέλεσε τη δόξα της Ρωμανίας. Μόλον που δεν ήταν τελείως αδικαιολόγητος σ' αυτό ο Ανδρόνικος, επεκρίθη με αυστηρότητα από τους συγχρόνους του. Και δικαίως. Και είναι μελαγχολικές οι εκφράσεις των συγγραφέων της εποχής εκείνης για το γεγονός αυτό, το οποίον μαζί με άλλους παράγοντες, προεδίκασε το οριστικό τέλος του Βυζαντίου.Τα πλοία εγκατελείφθησαν στην τύχη των, γράφει ο Γεώργιος Παχυμέρης (1240 — 1310) και ο χρόνος συνεπλήρωσε την καταστροφή των. Άλλος δε συγγραφεύς, ο Νικηφόρος Γρηγοράς (1295 — 1360), σημειώνει: Αφημέναι αι Τριήρεις κεναί εις τόν Κεράτιον Κόλπον, σκορπισμέναι εδώ και εκεί, συνετρίβησαν και εθραύσθησαν ή εξώκειλαν εις τον βυθόν της θαλάσσης. Εκτός από μερικάς, πολύ ολίγας, αι οποίαι εξηκολούθουν να συντηρούνται και παρέμειναν εν υπηρεσία — με την ελπίδα, φυσικά, ενός καλυτέρου μέλλοντος...Και αλλού: Η εγκατάλειψις του στόλου υπήρξεν η απαρχή κάθε είδους δεινών… και οι Έλληνες έβλεπαν κάθε ημέραν να προσθέτη νέας εις τας συμφοράς της προτεραίας… Ώσπου ήλθε η πιο μεγάλη συμφορά, η άλωσις, κατά την οποία 13 μόνον καράβια, ευρίσκοντο πίσω από την αλυσίδα του Κερατίου Κόλπου, αντί για τα 300 και πλέον που διέθεταν εκεί τον καιρόν της ακμής...

Πηγή : https://www.hellenicarmors.gr/h-ptosi-kai-h-islamopoiisi-tis-vyzantinis-mikras-asias/

https://kelliteacher.weebly.com/eta-kapparhoiotasigmaeta-tauomicronupsilon-11omicronupsilon-alphaiota.html#

https://www.in.gr/2018/03/28/plus/features/byzantini-aytokratoria-pws-kai-giati-ilthe-i-parakmi/

https://cognoscoteam.gr/%CE%B7-%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CF%80%CE%B1%CF%81%CE%B1%CF%87%CF%8E%CF%81%CE%B7%CF%83%CE%B7%CF%82-%CF%80%CF%81%CE%BF%CE%BD%CE%BF%CE%BC%CE%AF%CF%89%CE%BD-%CE%B1%CF%80%CF%8C/

https://www.kaliterilamia.gr/2019/09/blog-post_5033.html