Ο Αμερικανός καθηγητής υπογράμμισε ότι όλο και περισσότεροι νέοι στη Βόρεια Αμερική είναι πλέον λιγότερο ευτυχισμένοι από τους μεγαλυτέρους τους. Η ίδια τάση αναμένεται να επικρατήσει και στη δυτική Ευρώπη. Η φθίνουσα ευημερία σε άτομα κάτω των 30 ετών, έχει οδηγήσει τις ΗΠΑ εκτός της λίστας των 20 πιο ευτυχισμένων χωρών, όπως αποκάλυψε η Έκθεση Παγκόσμιας Ευτυχίας του 2024.
Αναφορικά με τους νέους, κάτω των 30 ετών, η Ελλάδα καταλαμβάνει την 53η θέση. Η έκθεση δεν αποκαλύπτει τα αίτια των αλλαγών, αλλά τα συμπεράσματά της έρχονται εν μέσω της έντονης ανησυχίας για τον αντίκτυπο της αυξανόμενης χρήσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, τις εισοδηματικές ανισότητες, τη στεγαστική κρίση και τους φόβους για τον πόλεμο και την κλιματική αλλαγή.
Οι χώρες που απολάμβαναν αυξανόμενη ευτυχία περιλαμβάνουν πολλά αφρικανικά έθνη, την Καμπότζη, όπως και τη Ρωσία και την Κίνα. Η παιδική ευημερία και η συναισθηματική υγεία μπορεί να είναι ο καλύτερος προγνωστικός παράγοντας για την ικανοποίηση από την ενήλικη ζωή, όπως επισημαίνουν οι συντάκτες της έκθεσης.
Προηγούμενες έρευνες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι έφηβοι και οι νέοι ενήλικες που αναφέρουν μεγαλύτερη ικανοποίηση από τη ζωή, κερδίζουν σημαντικά υψηλότερα επίπεδα εισοδήματος στη μετέπειτα ζωή τους, ακόμη και λόγω των διαφορών στην εκπαίδευση, τη νοημοσύνη, τη σωματική υγεία και την αυτοεκτίμηση.
Τα τελευταία χρόνια οι ελληνικές οικογένειες κάνουν λιγότερα παιδιά, και τα κάνουν πιο αργά. Από το 2011 και μετά, για πρώτη φορά από τότε που υπάρχουν στοιχεία, ο πληθυσμός της Ελλάδας μειώνεται. Σύμφωνα με τις προβολές πρόσφατης έρευνας της διαΝΕΟσις, μέχρι το 2050 θα είμαστε λιγότεροι (8,8 εκατομμύρια, σύμφωνα με το μεσαίο σενάριο) και γηραιότεροι (το 1/3 του πληθυσμού θα είναι άνω των 65 ετών, από 1/5 σήμερα). Σήμερα οι οικογένειες γίνονται μικρότερες. Οι μονομελείς και οι μονογονεϊκές οικογένειες αυξάνονται. Λίγα ζευγάρια συμβιώνουν και περισσότερες γυναίκες αποφασίζουν να μην κάνουν καθόλου παιδιά, από ό,τι στο παρελθόν. Η μέση ηλικία των γυναικών όταν αποκτούν το πρώτο τους παιδί αυξάνεται, ενώ αυξάνεται και η μέση ηλικία του πρώτου γάμου, μειώνονται οι γάμοι και αυξάνονται τα διαζύγια. Μέσα στην κρίση, η αύξηση της ανεργίας και η οικονομική αβεβαιότητα οδήγησαν τα ζευγάρια στο να καθυστερούν την απόκτηση του πρώτου παιδιού και στο να αναβάλλουν την απόκτηση δεύτερου ή τρίτου παιδιού. Η αναζήτηση και η αξιοποίηση των ευκαιριών απασχόλησης και για τα δύο φύλα δεν συνοδεύτηκε από την ανάπτυξη επαρκών παροχών, καθώς και δομών και υπηρεσιών του κοινωνικού κράτους για τη στήριξη της οικογένειας. Το αποτέλεσμα; Οι Ελληνίδες κάνουν πολύ λίγα παιδιά.
Το φαινόμενο της πολύ χαμηλής γονιμότητας φυσικά δεν είναι καινούριο, ούτε μόνο ελληνικό. Από τη δεκαετία του ’90 κιόλας σε ολόκληρη την Ευρώπη υπήρξε μια σημαντική πτώση στα ποσοστά γονιμότητας. Σχεδόν παντού οι γυναίκες άρχισαν να αναβάλλουν για αργότερα τις γεννήσεις των παιδιών τους, με αποτέλεσμα η γονιμότητα στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης την περίοδο 1998-1999 να πέσει στα 1,44 παιδιά ανά γυναίκα -και σε κάποιες χώρες ακόμα και κάτω από το επονομαζόμενο “όριο ακραία χαμηλής γονιμότητας”, που είναι τα 1,3 παιδιά ανά γυναίκα. Στα τέλη του προηγούμενου αιώνα για πρώτη φορά στη μεταπολεμική ιστορία καμία χώρα της Ε.Ε. δεν είχε γονιμότητα πάνω από 2 παιδιά ανά γυναίκα.
Στην Ελλάδα μπορεί να έχουμε το μικρότερο ποσοστό γεννήσεων εκτός γάμου (9,4%) από οπουδήποτε αλλού στην Ευρώπη, αλλά σε 11 άλλες χώρες οι γεννήσεις εκτός γάμου είναι περισσότερες από τις γεννήσεις εντός (στην Ισλανδία 7 στις 10 γεννήσεις είναι εκτός γάμου). Είναι αλήθεια πως οι αλλαγές που έχουν συντελεστεί στον τρόπο ζωής των πολιτών σε ολόκληρη την ήπειρό μας είναι πολλές και πολύ μεγάλες. Πλέον 1 στα 3 νοικοκυριά στην Ε.Ε. είναι ενήλικες που ζουν μόνοι τους. Το 20% των ανδρών ηλικίας άνω των 55 που έχουν χωρίσει στην Ελλάδα, όπως επισημαίνει η έρευνα, “επενδύουν σε επόμενο κύκλο γάμου και αποκτούν και παιδί”. Το 2008 ένα 58,4% των Ελλήνων ηλικίας 18-34 ζούσε με τους γονείς του. Το 2017 το ποσοστό είχε εκτοξευτεί στο 66,7%. Κι αυτό εξηγείται μόνο εν μέρει από την οικονομική κρίση και την ανεργία: σήμερα οι μισοί Έλληνες νέοι που έχουν πλήρη απασχόληση ζουν με τους γονείς τους.
Στην Ελλάδα οι αλλαγές αυτές έχουν ξεκινήσει από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 κιόλας, όταν ο δείκτης γονιμότητας πέρασε κάτω από το 1,5, ένα κρίσιμο όριο. Όπως επισημαίνεται στην έρευνα, “καμία κοινωνία που έχει πέσει κάτω από αυτό το επίπεδο μέχρι σήμερα δεν έχει κατορθώσει να επιστρέψει ξανά πάνω από αυτό”. Οι ίδιες κοινωνικές αλλαγές που είχαν τα ίδια αποτελέσματα και στις άλλες κοινωνίες, και επιπλέον και η μεγάλη οικονομική κρίση των τελευταίων χρόνων, επηρέασαν δραματικά τις γεννήσεις στη χώρα μας. Πλέον τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα γεννιούνται λιγότερα από 100.000 παιδιά τον χρόνο, για πρώτη φορά από τότε που καταγράφονται στοιχεία. Πια μόνο στην Κρήτη και τα νησιά του Νοτίου Αιγαίου γεννιούνται περισσότεροι από όσους πεθαίνουν. Πλέον οι Ελληνίδες αποκτούν το πρώτο τους παιδί κατά μέσο όρο στην ηλικία των 30,3 ετών (το 2016 -από 28,8 το 2008). Ο αντίστοιχος μέσος όρος στην Ε.Ε. είναι τα 29 έτη. Σχεδόν μία στις τρεις γεννήσεις στη χώρα μας πραγματοποιείται από γυναίκες ηλικίας 30-34 ετών και μία στις τέσσερις από γυναίκες ηλικίας 35-39 ετών.
Σε χώρες της Νότιας Ευρώπης, όπως η δική μας, δε, το μείγμα πολιτικών είναι κατά κανόνα και πενιχρό σε δημόσιες δαπάνες και επιδόματα, και ταυτόχρονα προσφέρει και περιορισμένη στήριξη στα εργαζόμενα μέλη της οικογένειας -και ειδικά στις μητέρες. Οι Ελληνίδες έχουν το μικρότερο ποσοστό συμμετοχής στην αγορά εργασίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση μετά τις Ιταλίδες. Από το 1980 και έπειτα παρατηρούνται αλλαγές συμπεριφοράς όσον αφορά τον γάμο στην Ελλάδα. Ειδικότερα, οι γυναίκες αρχίζουν να τον αναβάλλουν, ενώ όλο και περισσότερες δεν παντρεύονται. Οι εξελίξεις αυτές επηρεάζουν και τη γονιμότητά τους, στον βαθμό που η απόκτηση του πρώτου παιδιού παραμένει στενά συνδεδεμένη με τη σύναψη του πρώτου γάμου στη χώρα μας. Κατά τη δεκαετία του 1980 οι πρώτοι γάμοι είναι λιγότεροι από 56.000 ανά έτος, στη δεκαετία του 1990 δεν ξεπερνούν τους 53.000 και από το 2016 και έπειτα δεν υπερβαίνουν τους 40.000, ενώ το 2020 (την πρώτη χρονιά της πανδημίας του COVID-19) είναι λιγότεροι από 26 χιλ.Όσον αφορά το σύνολο των γάμων το 1979 έχουμε 79 χιλ., τη δεκαετία του 1980 δεν ξεπερνούν τους 71χιλ. ανά έτος, τη δεκαετία του 1990 τους 63 χιλ., την επόμενη δεκαετία τους 59χιλ., ενώ από το 2012 και μετά είναι λιγότεροι από 50 χιλ.. Το 2020 καταγράφονται μόλις 30 χιλ. και το 2021(μη δίσεκτο έτος, δεύτερο έτος της πανδημίας) 39 χιλ..
Οι πολιτικοί γάμοι, σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, αποτελούν έως τα μέσα της δεκαετίας του 2000 μόλις το 1/4 των ετησίως τελεσθέντων γάμων. Η τάση των ζευγαριών να επιλέγουν τον πολιτικό γάμο εντείνεται στη συνέχεια, με αποτέλεσμα να αποτελούν πλέον το 45-50% του συνόλου την περίοδο 2011-2019. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 όμως, η μέση ηλικία αυξάνεται αδιάκοπα (για 4 σχεδόν δεκαετίες), με αποτέλεσμα τη διετία 2019-2020 οι γυναίκες να παντρεύονται για πρώτη φορά στη χώρα μας στα 30,5 τους έτη, κάτι που επηρεάζει τον αριθμό των απογόνων που θα αποκτήσουν, καθώς οι πιθανότητες σύλληψης και τεκνοποίησης μειώνονται ταχύτατα μετά τα 35 τους έτη (υπενθυμίζεται ότι ο γάμος και η απόκτηση απογόνων είναι ακόμη έντονα συνδεδεμένοι στη χώρα μας).
Οι νοοτροπίες, αντιλήψεις και συμπεριφορές αναφορικά με τον γάμο αλλάζουν από το 1980 και έπειτα στην Ελλάδα. Έκτοτε οι γυναίκες αρχίζουν να αναβάλλουν τον γάμο, ενώ όλο και περισσότερες δεν παντρεύονται. Οι αλλαγές αυτές ξεκίνησαν αρκετά νωρίτερα στη Βόρεια και Δυτική Ευρώπη.Εντούτοις, αν και με καθυστέρηση, με μερικές ιδιαιτερότητες φτάνουν σταδιακά και στη χώρα μας. Κατά τη διάρκεια του 21ου αιώνα, ο γάμος δεν είναι πλέον “ καθολικός”, δηλαδή δεν αφορά στη συντριπτική πλειονότητα των γυναικών. Παράλληλα, όλο και περισσότερα ζευγάρια λύνουν το γαμήλιο δεσμό τους, ενώ όλο και περισσότερα εξ αυτών επιλέγουν τον πολιτικό γάμο και το σύμφωνο συμβίωσης αντί για το θρησκευτικό γάμο. Επομένως, σταδιακά αυξάνεται τόσο η εκτός γάμου συγκατοίκηση (είτε με τη μορφή του Συμφώνου Συμβίωσης είτε εκτός κάθε επισημοποιημένου δεσμού), όσο και η εκτός γάμου τεκνοποίηση, που παραμένουν σε πολύ χαμηλά επίπεδα στην Ελλάδα καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα. Μόνο ένα 8,3% των Ελληνίδων που γεννήθηκαν το 1955 δεν έκαναν κανένα παιδί στην αναπαραγωγική τους ηλικία. Στις Ελληνίδες που γεννήθηκαν το 1965, όμως, το ποσοστό ήταν 16,3%.
Ως αποτέλεσμα της υπογεννητικότητας, ένα καινούριο κοινωνικό φαινόμενο εμφανίζεται στην Ελλάδα, αυτό της τελικής ατεκνίας: Ένα σημαντικό ποσοστό γυναικών δε θα έχουν τεκνοποιήσει έως το τέλος του αναπαραγωγικού τους κύκλου. Τα ποσοστά τελικής ατεκνίας, είναι αρκετά υψηλά στα αστικά κέντρα στη χώρα μας, και ίσως να μην αποτελούν προσωπική επιλογή των γυναικών, αλλά να είναι αποτέλεσμα της μεγάλης καθυστέρησης στην απόφαση απόκτησης παιδιών. Υπολογίζεται ότι πιθανότατα το 25% των γυναικών που γεννήθηκαν μετά τατέλη της δεκαετίας του 1970 θα φτάσουν σε τελική ατεκνία. Το φαινόμενο της υπογεννητικότητας στην Ελλάδα εξελίσσεται αδιάκοπα την τελευταία τριακονταπενταετία. Συνειδητή και ανησυχητική είναι η επιλογή των σύγχρονων γυναικών να μην παντρευτούν και καθ’ επέκταση να μην αποκτήσουν οικογένεια, γεγονός που καταγράφεται στις τελευταίες απογραφές, με την σταδιακή μείωση του πληθυσμού. Τα πρότυπα συμπεριφοράς άρχισαν να αλλάζουν στην Σκανδιναβία από τα μέσα της δεκαετίας του ΄60 και να αναβάλουν τον γάμο, να μην παντρεύονται και να μην τεκνοποιούν. Σταδιακά αυτή η τάση εξαπλώθηκε και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Στην Ελλάδα μετά το 1980, όταν επήλθαν και οι λεγόμενες πολιτικές αλλαγές οι γυναίκες άρχισαν να κάνουν στροφή στις επιλογές τους και «τώρα πλέον στον 21ο αι. όλο και περισσότεροι συνάπτουν πολιτικό γάμο, ένα σύμφωνο συμβίωσης, και όπως δηλώνουν οφείλεται κυρίως σε οικονομικούς λόγους. Οι γυναίκες οι γεννημένες στα μέσα της δεκαετίας του ΄50 παντρεύτηκαν σχεδόν όλες, μόλις μια στις 10 δεν έχει κάποιο παιδί, ενώ σήμερα μια στις τέσσερις φαίνεται πως δεν θα παντρευτεί.
Νέα έρευνα δείχνει ότι το 45% των γυναικών θα είναι μόνες και χωρίς παιδιά μέχρι το 2030, καθώς πολλές είναι οι συνθήκες που φαίνεται να έχουν αλλάξει.
Μελέτη δείχνει ότι περίπου το 45% των γυναικών θα είναι άτεκνες μέχρι το 2030, ενώ δίνονται λεπτομέρειες για τα πρότυπα που μεταβάλλονται.
Το 2019, η Morgan Stanley, η πολυεθνική επενδυτική εταιρεία, δημοσίευσε ένα άρθρο που περιέγραφε πώς επηρεάζαν την αμερικανική οικονομία οι γυναίκες.
Ο αριθμός των «γυναικών ηλικίας 25-44 στις ΗΠΑ αυξάνεται σταθερά, και οι περισσότερες από αυτές είναι ανύπαντρες και απόλυτα επικεντρωμένες στην καριέρα τους. Αυτές οι γυναίκες θα συνεχίσουν να έχουν μεγαλύτερη εκπροσώπηση στο εργατικό δυναμικό, συμβάλλοντας στην αύξηση των μισθών», ανέφερε η έρευνα.
Φαίνεται όμως ότι θα υπάρχουν όλο και λιγότερες μητέρες τις επόμενες δύο δεκαετίες, καθώς οι γυναίκες επιλέγουν να αφοσιωθούν στην εργασία αντί να κάνουν οικογένεια. Ο αριθμός των ανύπαντρων γυναικών στις ΗΠΑ αναμένεται να αυξάνεται κατά 1,2% κάθε χρόνο από το 2018 έως το 2030, σε σύγκριση με την αύξηση 0,8% του συνολικού πληθυσμού. Αυτό πιθανότατα θα έχει ως αποτέλεσμα το 45% των γυναικών μεταξύ 25 και 44 ετών να είναι ανύπαντρες και άτεκνες μέχρι το 2030. Πρόκειται για αρκετά μεγάλη αύξηση από το 41% των γυναικών αυτής της ηλικιακής ομάδας που ήταν ανύπαντρες και άτεκνες το 2018. «Τα μεταβαλλόμενα πρότυπα τρόπου ζωής επιτρέπουν σε περισσότερες γυναίκες, με ή χωρίς παιδιά, να εργάζονται με πλήρη απασχόληση, γεγονός που θα συνεχίσει να αυξάνει το ποσοστό συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό μεταξύ των ανύπαντρων γυναικών», λέει η Zentner. Σημειώνεται ότι την ίδια ώρα, οι single γυναίκες ξοδεύουν περισσότερα από το μέσο οικογενειακό νοικοκυριό, ιδίως όταν πρόκειται για ταξίδια, νυχτερινή διασκέδαση, φαγητό, περιποίηση και ομορφιά, αγορές λιανικής κ.λπ.
Η ζωή χωρίς γάμο, και παιδιά, ως πρότυπο υιοθετήθηκε και με την προβολή της σχετικής καμπάνιας για την αντισύλληψη, ότι απευθυνόταν σε γυναίκες ανεξάρτητες, που είχαν επιτύχει την ισότιμη μεταχείριση από την κοινωνία και μπορούσαν να διαχειριστούν τις ζωές τους χωρίς δεσμεύσεις. Απεδείχθη ότι η επιλογή του ζώ μόνος, δεν παντρεύομαι, προκαλεί πολλαπλάσια προβλήματα από όσα υποτίθεται θα έλυνε και η οικονομική κατάσταση των μονογονεϊκών οικογενειών είναι κατά πολύ χειρότερη των υπολοίπων, εκτός από κάποιες εξαιρέσεις.
Πηγή : https://www.aftodioikisi.gr/diethni/ereyna-pio-dystychismenoi-oi-simerinoi-neoi-pernoyn-krisi-quot-mesis-ilikias-quot/
https://underwriter.gr/%CE%B4%CE%B7%CE%BC%CE%BF%CE%B3%CF%81%CE%B1%CF%86%CE%B9%CE%BA%CF%8C-%CF%84%CE%B1-%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CF%8C%CF%80%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%B1-%CE%B6%CE%BF%CF%85%CE%BD-%CE%BC%CE%B5-%CF%84%CE%BF/
https://www.google.com/amp/s/www.onmed.gr/ygeia-eidhseis/story/371909/mia-stis-4-ellinides-den-kanei-paidi/amp
https://www.in.gr/2022/11/19/greece/gamos-olo-kai-perissoteres-ellinides-den-pantreyontai-anavalloun-tin-teleti/
https://www.google.com/amp/s/www.ertnews.gr/video/oi-ellinides-stadiaka-gyrizoyn-tin-plati-ston-gamo/%3famp
https://www.in.gr/2024/10/25/life/woman/ereyna-45-ton-gynaikon-tha-einai-mones-mexri-2030-ti-exei-allaksei/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου