Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2024

Θεοδώρα Κομνηνή και Μαρία Κομνηνή : Οι βυζαντινές πριγκίπισσες της Λατινικής Ανατολής

Οι καταβολές της οικογένειας των Κομνηνών εντοπίζονται στην εποχή του αυτοκράτορα Βασιλείου Β΄ Βουλγαροκτόνου (976-1025). Τότε ο πατρίκιος Μανουήλ Κομνηνός Ερωτικός –το επώνυμο Ερωτικός προερχόταν από τη μητέρα του– ήταν στρατηγός-αυτοκράτωρ της Ανατολής, και ο πρωτοσπαθάριος Νικηφόρος διοικούσε το Βασπουρακάν, περιοχή στην νοτιοανατολική Αρμενία. Γενικώς οι Κομνηνοί ήταν νεότερο γένος από τους Αργυρούς, τους Δούκες, τους Σκληρούς, τους Βρυέννιους, τους Βοτανειάτες, ακόμη και από τους Βούρτζηδες, ήδη επιφανείς κατά την περίοδο αυτή. Στα μέσα του 11ου αιώνα τα κτήματα της οικογένειας των Κομνηνών βρίσκονταν στην περιοχή της Κασταμονής, στην Παφλαγονία. Συνεπώς, η άνοδος της οικογένειας ξεκίνησε στις ανατολικές επαρχίες του Βυζαντίου, όπου βρισκόταν η βάση της πολιτικοστρατιωτικής και της οικονομικής της ισχύος. Ο Μανουήλ Κομνηνός Ερωτικός εμπιστεύτηκε πριν από το θάνατό του τους γιους του Ισαάκιο και Ιωάννη στον αυτοκράτορα Βασίλειο Β΄, και αυτοί πέρασαν την παιδική τους ηλικία στην Κωνσταντινούπολη. Το γεγονός ότι ο αυτοκράτορας μερίμνησε προσωπικά για τη διαπαιδαγώγηση των δύο αυτών μικρών υπηκόων του μαρτυρεί το κύρος που απολάμβανε ο γενάρχης των Κομνηνών στα χρόνια του μεγάλου αυτοκράτορα. Μετά την παραμονή τους στη μονή Στουδίου και την εκπαίδευσή τους στην πολεμική τέχνη, οι δύο αδελφοί ξεκίνησαν τη στρατιωτική σταδιοδρομία τους, στην αρχή στις αυτοκρατορικές εταιρείες, στα τάγματα που συμμετείχαν στη σύνθεση της αυτοκρατορικής φρουράς, και στη συνέχεια σε επαρχίες της αυτοκρατορίας. Γενικά, τον 11ο αιώνα οι Κομνηνοί ήταν κυρίως γαιοκτήμονες και στρατιωτικοί διοικητές.
Όπως οι αδελφοί Ισαάκιος και Ιωάννης, ο οποίος ήταν δομέστικος των σχολών, έτσι και τα μέλη της επόμενης γενιάς των Κομνηνών ακολούθησαν στρατιωτική σταδιοδρομία. Έτσι ο γιος του Ιωάννη, ο Ισαάκιος, ήταν επίσης δομέστικος των σχολών∙ ο δεύτερος γιος του Ιωάννη, ο Μανουήλ, ήταν πρωτοστράτωρ και ο τρίτος, ο Αλέξιος, στέφθηκε το 1081 αυτοκράτορας στην Κωνσταντινούπολη. Μια σημαντική στιγμή για την οικογένεια των Κομνηνών ήταν η εξέγερση των στρατηγών της Ανατολής, των επιφανέστερων δηλαδή εκπροσώπων των στρατιωτικών κύκλων της εποχής, με την οποία ανέβηκε στο θρόνο ο Ισαάκιος Α΄ Κομνηνός (1057-1059). Το γεγονός ότι ο Ισαάκιος είχε τεθεί επικεφαλής της εξέγερσης αποτελεί σαφή ένδειξη του κύρους του. Πάντως την εποχή της εξέγερσης του 1057, οι Κομνηνοί δεν υπερτερούσαν σε σχέση με άλλες βυζαντινές οικογένειες· μπορούμε να πούμε ότι ο Ισαάκιος Κομνηνός κατέλαβε τον αυτοκρατορικό θρόνο ως πρώτος μεταξύ ίσων. Μολονότι σύντομη, η βασιλεία του Ισαακίου δεν ήταν εντελώς ασήμαντη για την οικογένεια των Κομνηνών τις επόμενες δεκαετίες. Θα ήταν όμως λάθος να υπερτιμηθεί η σημασία της. Όταν ο Ισαάκιος Α΄ παραιτήθηκε από το θρόνο και ετοιμαζόταν να γίνει μοναχός, εν μέσω μιας ιδιαίτερα πολύπλοκης κατάστασης που είχε διαμορφωθεί, όρισε διάδοχό του το στενό φίλο και συνεργάτη του Κωνσταντίνο (Ι΄) Δούκα. Η επιλογή αυτή προκάλεσε τη διαφωνία ορισμένων μελών της οικογένειας των Κομνηνών, πρωτίστως της συζύγου του Ισαακίου, της Αικατερίνης, αλλά και της Άννας Δαλασσηνής, συζύγου του αδελφού του Ιωάννη. Η αλήθεια είναι ότι ο Ισαάκιος Α΄ αρχικά θέλησε να παραχωρήσει το θρόνο στον αδελφό του Ιωάννη, όμως αυτός, για άγνωστους λόγους, αρνήθηκε αυτή την τιμή. Η επιλογή του Κωνσταντίνου Δούκα φαίνεται ότι έγινε με γνώμονα τη διασφάλιση των συμφερόντων και της ασφάλειας των Κομνηνών υπό το νέο αυτοκράτορα. Η δυναστεία των Κομνηνών δεν προήλθε από τον κλάδο του Ισαακίου, αλλά από αυτόν του αδελφού του Ιωάννη· ο δε Ισαάκιος δεν κατόρθωσε να δημιουργήσει αρκετά ισχυρή ιδεολογική βάση ούτε για τη διεκδίκηση του θρόνου από τους ανιψιούς του. Για το λόγο αυτό πραγματικός ιδρυτής της δυναστείας θεωρείται ο Αλέξιος Κομνηνός, ο νεότερος γιος του Ιωάννη Κομνηνού και της Άννας Δαλασσηνής.
Μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας των Κομνηνών κατέλαβαν δύο φορές το θρόνο του Βυζαντίου: την πρώτη φορά για εξαιρετικά σύντομο χρονικό διάστημα (1057-1059) και τη δεύτερη περισσότερο από έναν αιώνα (1081-1185). Πρόκειται συνολικά για πέντε γενιές και για έξι αυτοκράτορες της δυναστείας: Ισαάκιος A΄, Αλέξιος Α΄, Ιωάννης Β΄, Μανουήλ Α΄, Αλέξιος Β΄ και Ανδρόνικος Α΄. Η αριστοκρατική αυτή οικογένεια καταγόταν από το χωριό Κόμνη, το οποίο ορισμένοι ερευνητές το τοποθετούν στην περιοχή της Θράκης, ενώ άλλοι το συνδέουν, για μια σειρά από λόγους, με τις ανατολικές επαρχίες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και θεωρούν ότι βρισκόταν στη Μικρά Ασία. Στο πλαίσιο της στρατηγικής των επιγαμιών, ορισμένα μέλη της οικογένειας των Κομνηνών παντρεύονταν ξένες πριγκίπισσες: ο Ισαάκιος Α΄ παντρεύτηκε την πριγκίπισσα της Βουλγαρίας Κατερίνα, κόρη του Ιωάννη Βλαδίσλαβου, τελευταίου ηγεμόνα της αυτοκρατορίας του Σαμουήλ. Ο μεγαλύτερος αδελφός του Αλεξίου Α΄, ο Ισαάκιος, επίσης παντρεύτηκε ξένη πριγκίπισσα, την Ειρήνη, η οποία προερχόταν από τον ηγεμονικό οίκο της Γεωργίας. Η πρακτική αυτή συνεχίστηκε και όταν οι Κομνηνοί ανέβηκαν στο θρόνο: Ο αυτοκράτορας Ιωάννης Β΄ νυμφεύτηκε την Ουγγαρέζα πριγκίπισσα Ειρήνη-Πιρόσκα· ο γιος του Μανουήλ Α΄ πήρε πρώτα Γερμανίδα και στη συνέχεια Γαλλίδα νύφη: τη Βέρθα του Sulzbach και τη Μαρία της Αντιοχείας αντίστοιχα.
Είναι σκόπιμο να τονίσουμε ότι η οικογενειακή ιστορία των Κομνηνών αποτελεί έκφραση και αποκορύφωμα της ισχυρότερης τάσης στην εξέλιξη της βυζαντινής αριστοκρατίας κατά το 10ο και 11ο αιώνα: της συντονισμένης προσπάθειας των μελών ενός αριστοκρατικού οίκου να επιβληθούν στις ανταγωνιστικές, ως προς την κατάληψη της αυτοκρατορικής εξουσίας, οικογένειες. Η ομόνοια στο στενό οικογενειακό κύκλο, αλλά και μεταξύ των συνδεόμενων εξ αγχιστείας οικογενειών, βρήκε επιτυχημένη έκφραση στη συνωμοσία και στάση των αδελφών Αλεξίου και Ισαακίου Κομνηνού κατά της εξουσίας του Νικηφόρου Γ΄ Βοτανειάτη (1078-1081)· η στάση αυτή ανέβασε στο θρόνο τον Αλέξιο. Προηγουμένως, ο Ισαάκιος και ο Αλέξιος είχαν επιτυχημένη στρατιωτική σταδιοδρομία· ο Αλέξιος, που ήταν και ο νεότερος από τους δύο αδελφούς, είχε δοξαστεί ματαιώνοντας ορισμένες απόπειρες σφετερισμού του θρόνου που είχαν εκδηλωθεί εναντίον του Νικηφόρου Γ΄. Εκτός αυτού, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους διεκδικητές του βυζαντινού θρόνου της εποχής εκείνης, ο Αλέξιος ήταν όχι μόνο ο καλύτερος στρατηγός, αλλά και ο μόνος πραγματικός πολιτικός. Εκτιμώντας ότι ήρθε η ώρα για την ανάρρηση των Κομνηνών στο βυζαντινό θρόνο, οι αδελφοί Αλέξιος και Ισαάκιος το Φεβρουάριο του 1081 εγκατέλειψαν την Κωνσταντινούπολη και έπειτα από δύο μήνες επέστρεψαν θριαμβευτικά, οπότε στις 4 Απριλίου του 1081, ημέρα του Πάσχα, ο Αλέξιος Κομνηνός στέφθηκε αυτοκράτορας. Εξέχουσα θέση στη βυζαντινή ιστορία καταλαμβάνουν οι τρεις πρώτοι εκπρόσωποι της δυναστείας των Κομνηνών, ο Αλέξιος Α΄, ο Ιωάννης Β΄ και ο Μανουήλ Α΄, οι οποίοι κυβέρνησαν την αυτοκρατορία συνολικά 99 έτη. Θα πρέπει να τονίσουμε ότι ο βυζαντινός 12ος αιώνας ήταν περίοδος ιδιαίτερης σταθερότητας, εξαιρουμένων των αντιπαραθέσεων που υπήρχαν στο πλαίσιο του αυτοκρατορικού οίκου των Κομνηνών.
Όπως έχει ήδη αναφερθεί, όταν οι Κομνηνοί κατέλαβαν την εξουσία, τα μέλη της οικογένειάς τους και των οικογενειών που είχαν συγγενικούς δεσμούς με αυτούς κατέλαβαν σχεδόν όλες τις ανώτατες θέσεις στο κράτος και τους απονεμήθηκαν οι υψηλότεροι τίτλοι. Έτσι εδραιώθηκε η δυναστεία των Κομνηνών. Σύμφωνα με ορισμένα στοιχεία, την περίοδο από το 1118 έως το 1180, το ενενήντα τοις εκατό της βυζαντινής ελίτ ήταν μέλη της οικογένειας των Κομνηνών και συγγενείς τους. Ήταν δραστήριοι διοικητές επαρχιών στην Κιλικία και στη Βαλκανική. Σχεδόν σπάνια αναλάμβαναν μη στρατιωτικά αξιώματα· και αυτοί που τα αναλάμβαναν –ο παρακοιμώμενος Ιωάννης επί βασιλείας του Ιωάννη Β΄, ο μέγας δρουγγάριος Στέφανος, οι πιγκέρνες Αλέξιος και Κωνσταντίνος– ήταν μακρινοί συγγενείς του αυτοκράτορα. Μόνο ένας εκπρόσωπος των Κομνηνών ήταν υψηλόβαθμος εκκλησιαστικός αξιωματούχος: Ο Αδριανός Κομνηνός, ανιψιός του Αλεξίου Α΄, με το μοναστικό όνομα Ιωάννης, έγινε αρχιεπίσκοπος Αχρίδας το 1142. Με παρόμοιο τρόπο, η ιστοριογραφία καθώς και ολόκληρη η λογοτεχνική παραγωγή της περιόδου σύντομα στράφηκε στην εξυπηρέτηση των δυναστικών συμφερόντων. Ποτέ άλλοτε δεν εκφωνήθηκαν προς τιμήν αυτοκρατόρων τόσο περίτεχνοι και κολακευτικοί λόγοι. Από την άλλη πλευρά, ποτέ δεν είχαν αναμειχθεί οι αυτοκράτορες τόσο δυναμικά στις αρμοδιότητες του κλήρου, αναλαμβάνοντας το ρόλο θεολόγων και κανονολόγων, δημεύοντας εκκλησιαστικά σκεύη, διαχειριζόμενοι κτήματα ιεραρχών για την «ευημερία του κράτους» και την ενίσχυση του στρατού. Ο γνωστός κανονολόγος του 12ου αιώνα Θεόδωρος Βαλσαμών έγραφε –όχι δίχως μια δόση κολακείας– ότι η εξουσία του αυτοκράτορα επεκτείνεται και στην ψυχή και στο σώμα των υπηκόων του, ενώ η εξουσία του πατριάρχη μόνο στην ψυχή.
Όσον αφορά το ρόλο της δυναστείας των Κομνηνών στην πολιτιστική ζωή του Βυζαντίου, πρέπει να τονιστεί ο ρόλος των μελών της ως κτητόρων σημαντικών ναών και μονών. Από τα επιφανέστερα παραδείγματα είναι: η Παναγία Κοσμοσώτειρα στην πόλη Βήρα (Φέρες) της Θράκης, την οποία ανήγειρε ο Ισαάκιος, γιος του Αλεξίου Α΄· η Παναγία Κεχαριτωμένη στην Κωνσταντινούπολη, καθίδρυμα της Ειρήνης Δούκαινας, συζύγου του Αλεξίου Α΄· και, τέλος, η γνωστή μονή Παντοκράτορος στην Κωνσταντινούπολη, κτήτορας της οποίας ήταν ο Ιωάννης Β΄. Ορισμένοι Κομνηνοί, και πρώτα πρώτα ο Αλέξιος Α΄ και ο μεγαλύτερος αδελφός του Ισαάκιος, καταπιάστηκαν με διάφορα γραμματειακά είδη. Όμως η πιο προικισμένη ήταν η Άννα Κομνηνή, το ιστορικό έργο της οποίας, η Αλεξιάς, αφιερωμένο στη βασιλεία του πατέρα της, είναι πραγματικό αριστούργημα της βυζαντινής λογοτεχνίας. Κάποια μέλη της δυναστείας αποτέλεσαν μαικήνες ποιητών και γενικώς λογίων. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει η Ειρήνη Κομνηνή, σύζυγος του σεβαστοκράτορα Ανδρονίκου (του μεγαλύτερου αδελφού του Μανουήλ Α΄), η οποία στήριζε τους λογίους Θεόδωρο Πρόδρομο, «Πρόδρομο» Μαγγάνων, Ιωάννη Τζέτζη και Κωνσταντίνο Μανασσή. Πάντως, μολονότι είναι σαφές ότι οι τέχνες και η γραμματεία γνώρισαν άνθηση τα χρόνια της δυναστείας των Κομνηνών, ο όρος «Αναγέννηση των Κομνηνών», που συναντάται περιστασιακά στην επιστημονική βιβλιογραφία, παραμένει επίμαχος.
Το όνομα των Κομνηνών διατήρησε την αίγλη του και χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα από τις μεταγενέστερες δυναστείες, αρχής γενομένης στον όψιμο 12ο αιώνα: Άγγελοι, Βατατζήδες, Παλαιολόγοι. Ορισμένοι εκπρόσωποι της οικογένειας των Κομνηνών εμφανίζονται και στο δεύτερο μισό του 13ου αιώνα, αλλά καταλάμβαναν σχετικά χαμηλόβαθμες θέσεις: για παράδειγμα, ο μεγάλος δομέστικος Θεόδωρος Άγγελος Κομνηνός ή ο σεβαστός Γεώργιος Δούκας Κομνηνός. Ένας κλάδος της οικογένειας των Κομνηνών εδραιώθηκε στο σουλτανάτο του Ικονίου, στο κράτος των Σελτζούκων, όπως μαρτυρεί μία επιγραφή. Όμως οι επιφανέστεροι διεκδικητές της αυτοκρατορικής αίγλης των Κομνηνών υπήρξαν οι Μεγάλοι Κομνηνοί της Τραπεζούντας. Οι αδελφοί Αλέξιος και Δαβίδ, εγγονοί του Ανδρονίκου Α΄, ίδρυσαν το 1204 στις νότιες ακτές της Μαύρης θάλασσας την αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, κράτος το οποίο διήρκεσε περίπου διακόσια πενήντα χρόνια και, μετά την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης το 1261 και την ανασύσταση της αυτοκρατορίας, εμφάνιζε ενίοτε ανταγωνιστικές τάσεις προς την Κωνσταντινούπολη των Παλαιολόγων. Η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας επιβίωσε μερικά χρόνια μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης. Ο Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής κατέλυσε τελικά το 1461 τη μικρή αυτοκρατορία στη Μαύρη θάλασσα – την τελευταία «ελληνική» αυτοκρατορία. Οι αξιολογήσεις της δυναστείας των Κομνηνών στη βυζαντινολογία παρουσιάζουν σημαντικές αποκλίσεις. Για ορισμένους ερευνητές η αποδοχή του δυτικού φεουδαρχικού ιδεώδους από τη δυναστεία οδήγησε στην παρακμή των αυτοτελών βυζαντινών θεσμών, πλήττοντας και την αυτοκρατορία.10 Ωστόσο πολλοί επιμένουν στις θετικές συνέπειες της πολιτικής των Κομνηνών και στην επαναφορά της αίγλης και της δύναμης του Βυζαντίου επί των ημερών της.
Η Θεοδώρα Κομνηνή (π. 1145 - ; ) ήταν κόρη του Ισαάκιου Κομνηνού, ανιψιά του Μανουήλ Α΄ Κομνηνού Αυτοκράτορα των Ρωμαίων (Βυζαντινών) και σύζυγος του Βαλδουίνου Γ΄ Ανζού βασιλιά της Ιερουσαλήμ. Ήταν κόρη του σεβαστοκράτορος Ισαάκιου Κομνηνού και της δεύτερης συζύγου του Ειρήνης Συναδινής. Ο πατέρας της ήταν γιος του Ιωάννη Β΄ Κομνηνού Αυτοκράτορα των Ρωμαίων (Βυζαντινών). Ετεροθαλή αδέλφια της ήταν η Ειρήνη, μητέρα του Ισαακίου Κομνηνού Καματηρού κυβερνήτη της Κύπρου και η Μαρία, σύζυγος του Στεφάνου Δ΄ Άρπαντ βασιλιά της Ουγγαρίας. Τον Βαλδουίνο Β΄ των Ρετέλ βασιλιά της Ιερουσαλήμ διαδέχθηκε το 1131 η κόρη του Μελισσάνθη, που κυβέρνησε μαζί με τον σύζυγό της Φούλκωνα Ε΄ κόμη του Ανζού. Όταν αυτός απεβίωσε το 1143 ο γιος τους Βαλδουίνος Γ΄ ήταν 13 ετών και ανέλαβε την εξουσία. Κυβέρνησε μαζί με τη μητέρα του ως το 1153. Το 1157 το Συμβούλιο των ευγενών (Haute Cour) αποφάσισε να αναζητηθεί σύζυγος από τον πιο ισχυρό και πλούσιο γείτονα, μια και ο Σελτζούκος Τούρκος ηγεμόνας Νουρεντίν Ζενγκί της Συρίας απειλούσε το βασίλειο της Ιερουσαλήμ. Μία πρεσβεία στάλθηκε στην Κωνσταντινούπολη υπό τον Χάμφρεϋ Β΄ κύριο του Τορόν και ο Μανουήλ Α΄ Κομνηνός Αυτοκράτορας των Ρωμαίων (Βυζαντινών) αποφάσισε να δώσει την ανιψιά του Θεοδώρα Κομνηνή, αν και ήταν μόλις 12 ετών. Έπειτα από ένα έτος, το 1158 η πρεσβεία επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ με την όμορφη Θεοδώρα και την προίκα της ύψους 100.000 υπερπήρων. Μόνο το βαρύτιμο γαμήλιο ένδυμά της κόστιζε 14.000 υπέρπυρα, σύμφωνα με τον ιστορικό Γουλιέλμο της Τύρου. Ο γάμος τελέστηκε από τον Εμερύ πατριάρχη της Αντιοχείας, μια και δεν είχε εκλεγεί ακόμη ο νέος πατριάρχης της Ιερουσαλήμ. Αν και ο Βαλδουίνος Γ΄ διήγε επιπόλαια ως τότε ζωή, έγινε αφοσιωμένος και πιστός σύζυγος. Τέσσερα έτη μετά απεβίωσε άτεκνος, αφού παραχώρησε την Άκρα ως πρόσοδο στη Θεοδώρα.
Το 1166 ο Ανδρόνικος Κομνηνός, εξάδελφος του πατέρα της, επισκέφθηκε το βασίλειο της Ιερουσαλήμ και ονομάστηκε κύριος της Βηρυτού. Προσκάλεσε τη διάσημη για την ομορφιά της Θεοδώρα στη Βηρυτό και οι δύο τους κλέφτηκαν και πήγαν στη Δαμασκό. Ο Γουλιέλμος της Τύρου αναφέρει ότι την απήγαγε με τη βοήθεια του Τούρκου ηγεμόνα Νουρεντίν Ζενγκί για να τη νυμφευτεί, αλλά αυτή η εκδοχή είναι λίγο πιθανή, διότι ο Ανδρόνικος ήταν ήδη νυμφευμένος. Ο Ανδρόνικος είχε πιο πριν ερωμένη τη Φιλίππα ντε Πουατιέ, αδελφή της συζύγου του Μανουήλ Α΄, Μαρίας και είχε αυτοεξοριστεί για να αποφύγει την τιμωρία του Αυτοκράτορα. Εν τω μεταξύ τον Βαλδουίνο Γ΄ διαδέχθηκε ο αδελφός του Αμαλρίκ Α΄, που βλέποντας ότι δεν γίνεται νόμιμος γάμος, ενσωμάτωσε την Άκρα στη δικαιοδοσία του. Ο Αμαλρίκ Α΄ επίσης αναζήτησε σύζυγο συγγενή του Μανουήλ Α΄ και ο Αυτοκράτορας του έδωσε τη μικρανιψιά του Μαρία Κομνηνή. Οι δύο τους έμεναν στην Αυλή του Νουρεντίν, στη Δαμασκό. Ο Ανδρόνικος έκανε μαζί της δύο παιδιά· τελικά επιτιμήθηκε με ακοινωνησία. Μετακινήθηκαν στη Βαγδάτη και έπειτα στο σουλτανάτο του Ικονίου, όπου του δόθηκε η κυριότητα ενός κάστρου. Ωστόσο η Θεοδώρα και τα παιδιά της συνελήφθηκαν και παραδόθηκαν στον Μανουήλ Α΄, που τους κράτησε καλώντας τον να επιστρέψει. Πράγματι αφού έγινε συμφωνία, επισκέφθηκε την Κωνσταντινούπολη το 1180 και επέστρεψε μόνιμα το 1182. Το επόμενο έτος ο Ανδρόνικος ανέτρεψε τον γιο του Μανουήλ Α΄ και έγινε Αυτοκράτορας των Ρωμαίων (Βυζαντινών). Δεν ξέρουμε αν η Θεοδώρα πήγε να ζήσει μαζί του. Η κόρη τους Ειρήνη παντρεύτηκε τον Αλέξιο Κομνηνό, νόθο γιο του Μανουήλ Α΄ από τη σχέση του με τη Θεοδώρα Βατάτζαινα. Τότε η Θεοδώρα του ζήτησε να πληρώσει τα λύτρα για την απελευθέρωση του ανιψιού της Ισαάκιου Κομνηνού Καματηρού, τέως διοικητή της Ισαυρίας και τώρα αιχμάλωτο των Αρμενίων. Ο Ανδρόνικος το έκανε, αλλά αργότερα ο Ισαάκιος στασίασε και κατέλαβε την Κύπρο, πράγμα που έκανε τον Ανδρόνικο να μετανοιώσει για τα λύτρα που έδωσε. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι η Θεοδώρα Κομνηνή και η Θεοδώρα Βατάτζαινα συνωμότησαν εναντίον του Ανδρόνικου. Δεν υπάρχουν πληροφορίες για τη μετέπειτα ζωή της Θεοδώρας.
Η Μαρία Κομνηνή (π. 1154 - 1208/1217) ήταν κόρη του Ιωάννη. Ήταν σύζυγος του Αμαλρίκ Α΄ της Ιερουσαλήμ και μητέρα της Ισαβέλλας Α΄ της Ιερουσαλήμ. Ήταν κόρη του Ιωάννη Κομνηνού δούκα της Κύπρου. Ο πατέρας της ήταν εγγονός του Ιωάννη Β΄ Κομνηνού Αυτοκράτορα των Ρωμαίων (Βυζαντινών). Μητέρα της ήταν η Μαρία Ταρωνίτισσα, μάλλον κόρη του Ιωάννη Ταρωνίτη. Η Μαρία Κομνηνή είχε δύο αδέλφια: τη Θεοδώρα, που είχε παντρευτεί τον Γάλλο Βοημούνδο Γ΄ των Πουατιέ, πρίγκιπα της Αντιόχειας και τον Αλέξιο, που είχε στασιάσει εναντίον του Ανδρόνικου Α΄ Κομνηνού. Ο Γάλλος Αμαλρίκ Α΄ των Ανζού βασιλιάς της Ιερουσαλήμ είχε νυμφευτεί την Αγνή του Κουρτεναί, αλλά προκειμένου να διαδεχθεί τον αδελφό του Βαλδουίνο Γ΄, πιέστηκε από τους ευγενείς να τη χωρίσει. Μαζί της είχε δύο τέκνα, τον μέλλοντα Βαλδουίνο Δ΄ και τη Σιβύλλα. Μόλις ο Αμαλρίκ Α΄ έγινε βασιλιάς της Ιερουσαλήμ, αποφάσισε να νυμφευτεί για δεύτερη φορά και η σύζυγός του να είναι από την οικογένεια τού πιο ισχυρού και πλούσιου γείτονά του. Δεν ήταν η πρώτη φορά: ο αδελφός του Βαλδουίνος Γ΄ είχε νυμφευτεί τη Θεοδώρα Κομνηνή, ανιψιά του Μανουήλ Α΄. Έτσι ο Αμαλρίκ Α΄ έστειλε πρέσβεις στην Κωνσταντινούπολη το 1164/5 για το θέμα αυτό, ζητώντας όμως και την παράδοση της Αντιόχειας· ο Μανουήλ Α΄ Κομνηνός Αυτοκράτορας των Ρωμαίων (Βυζαντινών) δεν ενέδιδε στην παράδοση της πόλης. Δύο έτη μετά ο Αμαλρίκ Α΄ απέσυρε το αίτημα της παράδοσης της Αντιόχειας και ο Μανουήλ Α΄ αποφάσισε να δώσει τη μικρανιψιά του Μαρία Κομνηνή. Έτσι το 1167 οι πρέσβεις επέστρεψαν με τη υποψήφια στην Τύρο, φέρνοντας ως προίκα ένα μεγάλο ποσό χρημάτων. Εκεί εορτάστηκαν οι γάμοι με μεγαλοπρέπεια.
Η Μαρία γέννησε την Ισαβέλλα το 1172, αλλά το 1174 ο Αμαλρίκ Α¨ απεβίωσε, αφού πρώτα παραχώρησε την Ναμπλούς στη σύζυγό του. Η Μαρία παντρεύτηκε τρία έτη μετά τον Μπαλιάν του Ιμπελέν, που το 1187 είχε υπερασπιστεί την Ιερουσαλήμ, όταν την πολιόρκησε ο Σαλαντίν μετά την ολέθρια μάχη του Χατίν. Τον Αμαλρίκ Α΄ είχε διαδεχθεί πρώτα ο Βαλδουίνος Δ΄, που απεβίωσε το 1185 από λέπρα και έπειτα ο γιος της Σιβύλλας, Βαλδουίνος Ε΄ του Οίκου του Μομφερράτου, που απεβίωσε το 1186 σε ηλικία 9 ετών. Τότε την εξουσία ανέλαβε ο δεύτερος σύζυγος της Σιβύλλας, ο Γκυ των Λουζινιάν, την διεκδικούσε όμως και ο Κορράδος του Μομφερράτου, θείος του Βαλδουίνου Ε΄. Ο Γκυ ήταν υπεύθυνος για τη μάχη του Χατίν και τη συνακόλουθη παράδοση της Ιερουσαλήμ στον Σαλαντίν. Το 1190 απεβίωσε η Σιβύλλη και τη διαδέχθηκε η ετεροθαλής αδελφή της Ισαβέλλα. Η νέα βασίλισσα είχε παντρευτεί τον Χάμφρεϋ Δ΄ κύριο του Τορόν, αλλά ζούσαν σε διάσταση. Η μητέρα της Μαρία και ο Μπαλιάν την έπεισαν να τον χωρίσει και να κάνει δεύτερο γάμο με τον Κορράδο, τον γενναίο αμύντορα της Τύρου. Αυτό ήταν αντίθετο με τη διαθήκη του Βαλδουίνου Δ΄, που όριζε ότι σε περίπτωση θανάτου του Βαλδουίνου Ε΄ θα αποφάσιζαν τον διάδοχο οι βασιλείς της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Αγγλίας. Πράγματι οι τρεις τους ξεκίνησαν για την Ιερουσαλήμ με στρατό (είναι η Γ΄ Σταυροφορία). Όταν έφτασε ο Ριχάρδος Α΄ της Αγγλίας, επικυρίαρχος του Γκυ, δυσαρεστήθηκε για τη διαδοχή της Ισαβέλλας. Οι χρονικογράφοι του περιγράφουν με δυσμένεια τη Μαρία και τον Μπαλιάν. Τρίτος σύζυγος της Ισαβέλλας ήταν ο Ερρίκος Β΄ κόμης της Καμπανίας και κόρη τους η Αλίκη της Καμπανίας. Η Μαρία Κομνηνή μεσολάβησε το 1208 για το γάμο της εγγονής της, Αλίκης της Καμπανίας, με τον Ούγο Α΄ των Λουζινιάν βασιλιά της Κύπρου. Απεβίωσε το 1217.
Πηγή :  http://constantinople.ehw.gr/forms/fLemmaBodyExtended.aspx?lemmaId=12490
https://el.m.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%B1%CF%81%CE%AF%CE%B1_%CE%9A%CE%BF%CE%BC%CE%BD%CE%B7%CE%BD%CE%AE_%CF%84%CE%B7%CF%82_%CE%99%CE%B5%CF%81%CE%BF%CF%85%CF%83%CE%B1%CE%BB%CE%AE%CE%BC
https://el.m.wikipedia.org/wiki/%CE%98%CE%B5%CE%BF%CE%B4%CF%8E%CF%81%CE%B1_%CE%9A%CE%BF%CE%BC%CE%BD%CE%B7%CE%BD%CE%AE_%CF%84%CE%B7%CF%82_%CE%99%CE%B5%CF%81%CE%BF%CF%85%CF%83%CE%B1%CE%BB%CE%AE%CE%BC

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου