Τρίτη 23 Ιουνίου 2015

Οι απροσκυνητοι Ελληνες - Μάνη, Σούλι, Σφακιά, Άγραφα

Οι Σουλιώτες, αντίθετα, αποτελούσαν μια κοινότητα κατ’ εξοχήν πολεμική και οι αγροτο-κτηνοτροφικές δραστηριότητες ήταν η δευτερεύουσα ή τριτεύουσα απασχόλησή τους. Έτσι προσομοιάζουν με τις ομάδες των κλεφτών, μόνο που, σε αντίθεση με αυτούς, συγκροτούν ταυτόχρονα και μια εδραία κοινότητα, με μόνιμο τόπο κατοικίας, σταθερή οικογενειακή εστία και κοινωνικές σχέσεις. Παράλληλα, οι Σουλιώτες είναι υποχρεωμένοι να επεκτείνουν την ακτίνα της δραστηριότητάς τους, στον βαθμό που μεγαλώνει ο αριθμός τους, τόσο από τη δημογραφική τους επέκταση όσο και από τη συρροή νέων πληθυσμών – από το Σούλι θα σχηματιστεί το Τετραχώρι, το οποίο θα επεκταθεί στο Επταχώρι κ.λπ., και τελικά θα επεκτείνουν την «επικράτειά» τους στα υπερεξήκοντα χωριά, τα οποία προστατεύουν από τους Οθωμανούς έναντι χρηματικού και άλλων τιμημάτων. Κατά συνέπεια, οι Σουλιώτες έρχονται σε ευθεία αντιπαράθεση με την οθωμανική εξουσία.
…η κοινότητα των τεσσάρων σουλιωτικών χωριών έχει πάρει[ ] τη μορφή της χριστιανικής ποιμενικής-πολεμικής κοινότητας, η οποία δρα ελεύθερα, μη επηρεαζόμενη από την περιστασιακή παρουσία του Οθωμανού σπαχή. [ ] Θα είναι νομότυπη απέναντι στην κεντρική οθωμανική εξουσία και παράνομη απέναντι στην περιφερειακή.[ ] Θα είναι ενταγμένη μέσα από την καταβολή του κεφαλικού και άλλων φόρων, στην ισχύουσα οθωμανική νομιμότητα, αλλά μη αφομοιωμένη στο ισχύον, για την υποτελή κοινωνία, κοινωνικο-οικονομικό σύστημα
Ωστόσο, ιδιαίτερα σε αυτήν όψιμη περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας, η κύρια μορφή με την οποία εκφράζεται η «οθωμανική νομιμότητα» δεν είναι παρά η «περιφερειακή εξουσία». Προπαντός σε μια εποχή κατακερματισμού της κεντρικής εξουσίας. Το γεγονός ότι καταβάλλουν έναν ελάχιστο φόρο δεν τους καθιστά νομότυπους υπηκόους της οθωμανικής εξουσίας, με την οποία συγκρούονται σχεδόν αδιαλείπτως. Εξ άλλου, αρκετές φορές είχαν αναγνωρίσει και την τυπική εξουσία του ορκισμένου εχθρού τους, Αλή. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο τελευταίος, μάλιστα, είναι πασάς των Ιωαννίνων, «βεζίρης» με τρείς «ιππουρίδες»…
Επιπλέον, είναι παγκοίνως γνωστό, και το επαναλαμβάνει επανειλημμένα η ίδια η Ψιμούλη, πως ο Αλής, σε όλες τις μείζονες εξορμήσεις του εναντίον του Σουλίου, ήταν πάντοτε εφοδιασμένος και με το ανάλογο σουλτανικό φιρμάνι. Έτσι θα συμβεί το 1789[2], το 1792[3] και το 1800, ενώ, όπως είδαμε, για την τελική νίκη του εναντίον των Σουλιωτών, θα αποσπάσει τις υψηλότερες διακρίσεις από την Πύλη. Ο Πουκεβίλ, αναλύοντας τις αιτίες της τελικής πτώσης του Σουλίου, μας δίνει μία σημαντική πληροφορία για την ανάμειξή της :
Ο φανατισμος και η αποφασιστικοτητα του Αλη Πασα την τελευταία περίοδο, προκάλεσε την εχθρότητα της Πύλης και ο κιουτσούκ εμπροχόρ, ή ο Μικρός Σταυλάρχης του Σουλτάνου, που είχε σταλεί από την Υψηλότητά του, στα 1802, στα βιλαετια της Πελοποννήσου και της Ηπειρου, είχε επιμείνει στην ανάγκη να καταβληθούν οι μεγαλύτερες προσπάθειες για να τους εκδιώξουν.
Συνεπώς, ο Τεπελενλής δεν είχε απλώς τη συναίνεση της Υψηλής Πόρτας για την τελική επίθεση εναντίον των Σουλιωτών, αλλά εκτελούσε τις εντολές της. Γι’ αυτό, μετά τη νίκη του, θα ανταμειφθεί με τον τίτλο του Ρούμελη βαλεσή, δηλαδή του ανώτατου διοικητή του μεγαλύτερου μέρους της ευρωπαϊκής Τουρκίας, ενώ η εξουσία του θα επεκταθεί μέχρι τη Μακεδονία και την Πελοπόννησο – ο δε γιος του, Βελής, αρχηγός της εκστρατείας κατά των Σουλιωτών, θα χριστεί Μορά Βαλεσής.
Στη Μάνη γινόταν διάκριση των κατοίκων σε διάφορες βαθμίδες ανάλογα με τον αριθμό των όπλων και την ισχύ της οικογένειάς τους. Αυτούς που προέρχονταν από μεγάλες γενιές τους έλεγαν μεγαλογενήτες. Στην Εξω Μάνη γινόταν κατάταξη των σπιτιών (οικογενειών) σε πρώτα, δεύτερα και τρίτα και τα πρώτα σπίτια ήταν αυτά που είχαν καπετανίες. Στη Μέσα Μάνη διέκριναν τους “Νικλιάνους”, που ήταν στην περιοχή τους η πιο ισχυρή και πολυάνθρωπη γενιά, τους “αχαμνόμερους”, που αντιστοιχούσαν στα δεύτερα σπίτια της Εξω Μάνης και τους “φαμέγιους”, που ήταν οι αδύνατοι και ανίσχυροι ή ακόμη και επήλυδες, τους λεγόμενους “φερτούς”. Οι Νικλιάνοι πέρα από τη Μέσα Μάνη δεν είχαν καμιά επιρροή. Οι μεγάλες οικογένειες της Μάνης, που ανέδειξαν μπέηδες και καπεταναίους, όπως οι Μαυρομιχαλαίοι, οι Γρηγοράκηδες, οι Τρουπάκηδες, Κουτηφαραίοι, Κουμουνδουράκηδες, κ.ά, δεν ανήκαν στους Νικλιάνους.
Ο τόπος είχε μικρή γεωργική παραγωγή, η οποία ήταν ανεπαρκής για τις ανάγκες των κατοίκων. Ο αριθμός τους κατά τετραγωνικό χιλιόμετρο ήταν σχετικά πολύ μεγάλος, από τους μεγαλύτερους της Πελοποννήσου, γι’ αυτό ήταν εξοικειωμένοι με τη λιτότητα και ποτέ δεν είχαν χορτάσει το ψωμί.
Αυτό τους οδηγούσε, ιδιαίτερα στις χρονιές που η παραγωγή ήταν μικρή, στην αρπαγή, την κλοπή, τη ληστεία και την πειρατεία. Δεν ήταν σπάνιες οι ομαδικές επιδρομές σε γειτονικές επαρχίες. Συχνότερες όμως ήταν οι μεταξύ τους ένοπλες συγκρούσεις και οι φόνοι με ενέδρα, τη χωσία, όπως έλεγαν οι παλαιότεροι. Σπάνια ένας άνδρας έφθανε σε γεροντική ηλικία, τον προλάβαινε ο θάνατος από των εχθρών του την εκδίκηση, το δικιωμό, όπως ήταν γνωστός ο φόνος για τη δικαίωση κάποιου σκοτωμένου από αυτόν ή από μέλος της οικογενείας του.
Οι μεταξύ τους συχνές ένοπλες συγκρούσεις καθιστούσαν τους Μανιάτες ικανούς σε πολεμικές επιχειρήσεις, ιδιαίτερα στον αμυντικό ή τον ανορθόδοξο πόλεμο (ανταρτοπόλεμο) και ήταν λιγότερο αποτελεσματικοί στον επιθετικό αγώνα ή την πολιορκία ενός κάστρου. Ειδικότητα είχαν στις νυκτερινές επιδρομές, στις ενέδρες και στους αιφνιδιασμούς. Οι ικανότητες αυτές των Μανιατών σε συνάρτηση με την εδαφική διαμόρφωση του τόπου καθιστούσαν τη Μάνη έναν πολύ υπολογίσιμο πολεμικό αντίπαλο. Οι Τούρκοι συνήθως απέφευγαν τη σύγκρουση, η οποία θα τους στοίχιζε σε αίμα και προτιμούσαν να συνθηκολογούν μαζί τους, έστω κι αν υποχρεώνονταν σε παραχωρήσεις. Πολλοί συνηθίζουν να λένε ότι η Μάνη ήταν απάτητη από τους εχθρούς της. Αυτό δεν είναι απόλυτα σωστό, γιατί πολλές φορές η Μάνη πατήθηκε παροδικά από τους Τούρκους, σημασία όμως έχει ότι πότε δεν στέριωσαν εκεί. Δεν πρέπει βέβαια να παραγνωρίζουμε ότι έγιναν στη Μάνη και εισβολές μεγάλων τουρκικών στρατιωτικών δυνάμεων, που προκάλεσαν καταστροφές, λεηλάτησαν τον τόπο και πήραν αιχμαλώτους. Το 1614 έγινε μια τέτοια εισβολή Τούρκων από την ανατολική Μάνη και προχώρησαν μέχρι τα νοτιότερα τμήματα της χερσονήσου. Νίκησαν τους Μανιάτες, που λέγεται ότι είχαν εφτακόσιους νεκρούς. Στην περίπτωση εκείνη οι κάτοικοι του Οιτύλου παρέδωσαν τα όπλα, προσκύνησαν και πλήρωσαν το χαράτσι.
Την επόμενη χρονιά περίπου χίλιοι Τούρκοι με τον Μουσολίν Ραΐς μπήκαν στη Μάνη από το Αρμυρό και όταν έφθασαν στον Κάμπο, ζήτησαν να τους παραδώσουν τα όπλα. Eνας παπάς διαμαρτυρήθηκε, λέγοντας πως δεν είναι γυναίκες, για να κυκλοφορούν άοπλοι. Ο Μουσολίν Ραΐς διέταξε και κρέμασαν τον παπά. Τη νύχτα οι Μανιάτες έκαναν αιφνιδιαστική επιδρομή και μόνο εφτά Τούρκοι σώθηκαν από τη σφαγή, για να φέρουν την είδηση της καταστροφής. Ακόμη δεν πρέπει να μας διαφεύγει, ότι από το 1670 μέχρι το 1685 είχαν εγκατασταθεί Τούρκοι στρατιώτες στα κάστρα της Ζαρνάτας και της Κελεφάς, που έχτισαν οι ίδιοι, από τα οποία διώχτηκαν με τη βοήθεια των Βενετών. Σε μακροχρόνιους αγώνες οι αντίπαλοι μπορεί να έχουν θριάμβους και ολέθρους, σημασία έχει η τελική έκβαση και αυτή ήταν υπέρ των Μανιατών, γιατί έμειναν ένοπλοι κι ετοιμοπόλεμοι μέχρι το 1821, για να φανούν χρήσιμοι στο γένος. Οι Μανιάτες ήταν γνωστοί σε όλη την Ευρώπη για τους συνεχείς αγώνες τους και είχαν διαφυλάξει την ελευθερία με τα όπλα τους. Μερικοί ξένοι περιηγητές, που επισκέφθηκαν τη Μάνη, εντυπωσιάστηκαν από τη σημαντική διαφορά των Μανιατών έναντι των άλλων Ελλήνων, οι οποίοι ζούσαν κάτω από το φόβο και την ταπείνωση των βάρβαρων κατακτητών.
Η Κρήτη ήταν το τελευταίο τμήμα του ελληνικού χώρου που κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς, ύστερα από πολύχρονες (από το 1645 – 1669 μ.Χ.), πολύνεκρες και μεγάλες μάχες και παρά τις προσπάθειες των Βενετών να ενισχύσουν την άμυνα του νησιού. Από το 1333 οι Τούρκοι προσπαθούσαν να καταλάβουν το νησί. Ωστόσο δεν μπόρεσαν να καταλάβουν το νησί εκτός από το Ρέθυμνο και κάποια χωριά που λεηλάτησαν το 1538. Η γεωγραφική θέση και τα άφθονα προϊόντα που παράγει η Κρήτη έκαναν τους Τούρκους να την θέλουν όλο και περισσότερο, έτσι το 1645 αποφασίστηκε η κατάληψή της. To 1645 έφθασαν στην Κρήτη 100 πολεμικά πλοία, 350 μεταγωγικά, 50.000 στρατιώτες με αρχηγό τον Γιουσούφ πασά και τον Μουράτ Αγά. Αποβιβάστηκαν χωρίς ουσιαστική αντίσταση στα Χανιά, εκεί που σήμερα βρίσκεται η Ορθόδοξη Ακαδημία Κρήτης, όπου έκαψαν και λεηλάτησαν την μονή. Στην συνέχεια συγκρούστηκαν με τους Ενετούς στο νησάκι Θοδωρού όπου μετά από 4 ώρες σκληρής μάχης οι Ενετοί ανατινάχτηκαν παίρνοντας μαζί τους πολλούς Τούρκους όπως στην μονή Αρκαδίου μετέπειτα.
Οι Τούρκοι προχώρησαν και πολιόρκησαν το φρούριο των Χανίων από στεριά και θάλασσα. Οι πολιορκημένοι ζήτησαν βοήθεια από τον Ενετικό στόλο που βρισκόταν στην Σούδα, αλλά μάταια. Η πόλη παραδόθηκε στις 22 Αυγούστου 1645 με όρους που οι Τούρκοι δεν τήρησαν. Σιγά σιγά όλος ο νομός κατακτήθηκε εκτός από τα Σφακιά. Οι κατακτητές προχώρησαν στο Ρέθυμνο. Πολλοί από τους κάτοικους πήγαν στον Χάνδακα για προστασία, όπου δεν έγιναν δεκτοί από τους Ενετούς. Στις 13 Νοεμβρίου έπεσε και το Ρέθυμνο. Γνωρίζοντας ότι το φρούριο του Χάνδακα ήταν το πιο ισχυρό κατέλαβαν πρώτα όλο το νησί και έπειτα, στις 29 Μαΐου 1648 άρχισαν την πολιορκία. Οι Τούρκοι δεν κατάφεραν να πολιορκήσουν από την θάλασσα όπου τροφοδοτούνταν το φρούριο με τρόφιμα και στρατιώτες αφού είχε πανευρωπαϊκό ενδιαφέρον. Οι πολιορκητές δωροδοκούσαν τους λιποτάκτες Ενετούς και έτσι ο Ενετός συνταγματάρχης Ανδρέας Μπαρότσης έδειξε τα αδύνατα σημεία του οχυρού. Το φρούριο σιγά σιγά άρχισε να χάνει την δύναμή του και στις 16 Σεπτεμβρίου 1669 παραδόθηκε με ήπιους όρους.
Οι απώλειες για όλο το νησί ήταν τρομακτικές. Από 500.000 κατοίκους που είχε το νησί πριν τον πόλεμο, μετά τα όσα πέρασε έφθασε τους 50.000.
Η περίοδος της Τουρκοκρατίας χαρακτηρίζεται από μεγάλες καταστροφές, δήμευση όλων των περιουσιών που περιήλθαν στα χέρια του Σουλτάνου και σκληρό διωγμό του ντόπιου χριστιανικού στοιχείου, παρά τα όποια προνόμια που είχε παραχωρήσει ο Μωάμεθ Β΄ στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Το μεγαλύτερο μέρος των εκκλησιών έγιναν τζαμιά και ο πληθυσμός σφαγιάστηκε και αιχμαλωτίστηκε. Οι Κρητικοί που δεν εγκατέλειψαν το νησί, αν και ζούσαν κάτω από άθλιες συνθήκες φτώχειας και καταπίεσης, αντιστάθηκαν με όλα τα μέσα που διέθεταν.
Η πρώτη επαναστατική δραστηριότητα έγινε 23 χρόνια μετά από την κατάκτηση της Κρήτης με την επανάσταση του Μονσενίγου στις 17 Ιουλίου 1692 που όμως καταπνίγηκε. Η επανάσταση του Δασκαλογιάννη που ξεκίνησε στα Σφακιά το 1770 είχε και αυτή ατυχή κατάληξη. Όμως η Κρητική φλόγα για την ελευθερία ολοένα και φούντωνε παρόλο που η δύναμη του νησιού ήταν μικρή και  η απόσταση από την ηπειρωτική Ελλάδα ήταν μεγάλη. Ακόμα δεν υπήρχε ένας αρχηγός που θα οργάνωνε την επανάσταση. Η είδηση του Μεγάλου Ξεσηκωμού του Γένους έφτασε αργά στην Κρήτη από έμπορους Σφακιανούς.
Στις 27 Μαΐου 1821 πραγματοποιείται Παγκρήτια Επαναστατική συνέλευση στη «Θυμιανή Παναγία» των Σφακίων, όπου αποφασίστηκε και οργανώθηκε η επανάσταση.

Τα Άγραφα γνώρισαν ακμή την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Οι Οθωμανοί έκριναν ασύμφορη την εγκατάσταση φρουράς για τον στρατιωτικό έλεγχο της περιοχής, θεωρώντας προτιμότερο να παραχωρήσουν στην περιοχή καθεστώς αυτονομίας και να εισπράττουν μία σταθερή φορολογία. Προχώρησαν λοιπόν το 1525 μ.Χ. στην υπογραφή της συνθήκης του Ταμασίου με την οποία παραχωρήθηκε αυτονομία στην περιοχή των Αγράφων, με αντάλλαγμα την υποχρέωση των κατοίκων να καταβάλλουν ετήσια φορολογία 50.000 γρόσια. Έδρα της αυτόνομης περιοχής των Αγράφων, που απλωνόταν από τα όρια του κάμπου της Καρδίτσας μέχρι τον ποταμό Αχελώο, ορίστηκε το Νεοχώρι. Τα χρόνια που ακολούθησαν η περιοχή αναπτύχθηκε οικονομικά γεγονός που αποτυπώνεται στις μεγάλες εκκλησίες και μοναστήρια που χτίστηκαν αυτή την περίοδο. Ιδιαίτερα σημαντική υπήρξε η τέχνη της αγιογραφίας με τους ντόπιους αγιογράφους να δημιουργούν αξιόλογα εργαστήρια αγιογραφίας. [4] Λόγω του κλίματός μεγαλύτερης ελευθερίας και της οικονομικής ανάπτυξης που επικρατούσε, τα Άγραφα προσέλκυσαν ανθρώπους του πνεύματος όπως ο Ευγένιος Γιαννούλης ο Αιτωλός που ίδρυσε το Ελληνομουσείο Αγράφων, ανώτατη σχολή γραμματικών και θρησκευτικών σπουδών.  Παράλληλα η περιοχή συγκέντρωσε πολλούς φυγάδες που αντιμετώπιζαν προβλήματα με τις οθωμανικές αρχές οι οποίοι συγκρότησαν μαζί με ντόπιους οπλαρχηγούς σώματα κλεφτών. Σε ορισμένους οπλαρχηγούς αυτών των σωμάτων ανατέθηκε από τους Τούρκους η ασφάλεια της περιοχής. Οι ομάδες αυτές αποτέλεσαν τα σώματα των αρματολών. Σημαντικότερος κλέφτης των Αγράφων ήταν ο Κατσαντώνης που έδρασε την περίοδο 1802-1808. Για τη σύλληψη του οργανώθηκαν από τον Αλή Πασά των Ιωαννίνων πολλές επιχειρήσεις που αποτύγχαναν για αρκετά χρόνια. Τελικά συνελήφθη το 1808 ενώ ήταν βαριά άρρωστος και μεταφέρθηκε στα Ιωάννινα όπου θανατώθηκε. Από τα Άγραφα καταγόταν και ο οπλαρχηγός της ελληνικής επανάστασης του 1821 Γεώργιος Καραϊσκάκης. Ανέλαβε το αρματολίκι των Αγράφων μέχρι το 1824 και στην συνέχεια ορίστηκε αρχιστράτηγος της Ρούμελης μέχρι τον θάνατό του το 1827.
Πηγη: http://www.dimos-pylou-nestoros.gr/visitor/history/mani-tourkokratia.html
http://www.antibaro.gr/article/8419
http://www.kritesad.gr/istoria-tis-kritis/32-tourkokratia/45-tourkokratia-neoteroi-xronoi
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Άγραφα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου