Κυριακή 28 Ιουνίου 2015

Η εχθροτητα της Δυσης απεναντι στους Ελληνες του Μεσαιωνα - επισκοπος Λιουτπρανδος και Νικηφορος Φωκας

Στο πλαίσιο των διπλωματικών επαφών μεταξύ των δύο πλευρών ο Γερμανός αυτοκράτορας Όθων Α΄ (962-973), ιδρυτής της μετέπειτα Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους, απέστειλε στην Κωνσταντινούπολη τον λομβαρδικής καταγωγής Λιουτπράνδο, επίσκοπο Κρεμώνας, ώστε να διαπραγματευτεί  με τον αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά το συνοικέσιο του γιου του, Όθωνα Β΄, με την αρχοντοπούλα Θεοφανώ. Η κακή ωστόσο συμπεριφορά που φαίνεται ότι επέδειξαν οι βυζαντινές αρχές απέναντι στον Λιουτπράνδο, λόγω του ότι πήγε εκεί ως εκπρόσωπος του Γερμανού ηγεμόνα, ενός σφετεριστή της ρωμαϊκής νομιμότητας, τον εξόργισε και έγραψε μια άκρως εμπαθή και σφόδρα επικριτική αναφορά για το ταξίδι του στην Κωνσταντινούπολη με τον λατινικό τίτλο: “De Legatione Constantinopolitana”. Το κείμενο αυτό, το οποίο απηχούσε πιθανότατα όχι μόνο τις προσωπικές του απόψεις αλλά και τις επικρατούσες στον δυτικό κόσμο αντιλήψεις, θεωρείται χρήσιμο για την ανίχνευση των ριζών του δυτικού ανθελληνισμού. Σε αυτό οι Έλληνες παρουσιάζονται ως: «επιπόλαιοι», «ανόητοι», «κόλακες», «φιλάργυροι», «δόλιοι», «απατεώνες», «αναξιόπιστοι», «ψεύτες», «προδότες» κ.ά., κάτι που ερμηνεύεται υπό το πρίσμα κάποιων «συμπλεγμάτων κατωτερότητας» από τα οποία διακατέχονταν οι τότε Δυτικοί απέναντι στην ακμάζουσα ανατολική αυτοκρατορία. Πιο συγκεκριμένα, κατά τον Λιουτπράνδο:
Ο Νικηφόρος είναι ένα πλάσμα πραγματικά τερατώδες, πυγμαίος με τεράστιο κεφάλι, με μάτια σαν του τυφλοπόντικα, με γενειάδα κοντή, πλατιά, πυκνή, ασπριδερή. Το μέτωπό του είναι ένα δάκτυλο πλατύ, η κόμη ατίθαση και άγρια στολίζει το άγριο πρόσωπο σαν να ήταν Ίοπας. Το δέρμα του είναι μαυριδερό σαν να ήταν Αιθίοπας. Είναι κοιλαράς με αδύνατους γλουτούς. Τα μπούτια είναι μεγάλα, δυσανάλογα με το κοντό του ανάστημα, τα πόδια του πλατιά. Φορούσε έναν παλιό χωριάτικο μανδύα, ξεφτισμένο και βρωμερό, και υποδήματα Σικυώνια. Ο λόγος του είναι θρασύς, αλλά ο νους του σαν της αλεπούς και σαv τον Οδυσσέα είναι επίορκος και ψευταράς. Επίσης, ο βυζαντινός αυτοκράτορας είναι: χωριάτης, κατσικοπόδαρος, κερατάς, γυναικωτός, μαλλιαρός, άξεστος, βάρβαρος, βάναυσος, «περπατά σαν γριά και έχει κατσικίσια μούρη». Συνεχίζοντας, ο Λιουτπράνδος αποφαίνεται: Ο βασιλιάς των Ελλήνων είναι μαλλιαρός, φοράει χλαμύδα με μακριά μανίκια και γυναικείο μανδύα, είναι ψεύτης, απατεώνας, αδυσώπητος, πονηρή αλεπού, υπερόπτης, ψευδοταπεινόφρων, τσιγκούνης, πλεονέκτης, τρώει σκόρδο, κρεμμύδια και πράσα και πίνει βάλνιον. Απεναντίας, ο βασιλιάς των Φράγκων είναι καλοκουρεμένος, δεν φοράει γυναικεία ρούχα, σκεπάζει το κεφάλι του, είναι ειλικρινής, δεν εξαπατά κανέναν, είναι πολυεύσπλαχνος όταν πρέπει, αυστηρός όταν χρειάζεται, πάντα πραγματικά ταπεινόφρων, ποτέ του φιλάργυρος, δεν τρώει σκόρδο, κρεμμύδια και πράσα για να κάνει οικονομία στα ζώα. Επίσης:
– Ο αυτοκράτορας «εξαπατά […] και δεν λέει σε κανέναν την αλήθεια. Έπραξε όμως όπως πράττουν πάντα οι Έλληνες!».
– «Των Αργείων η πίστη αβέβαιη: Λατίνε πρόσεξε καλά. Μην τους πιστέψεις και μην ακούς τα λόγια τους. Για να κερδίσει το Άργος πόσο ψευδορκεί!».
– «Η ψεύδορκος Ελλάδα".
– «Των Δαναών τους δόλους και τούτους πάντες να κρίνετε από ένα και μόνο έγκλημα».
– «Πόσο είναι έτοιμοι οι Έλληνες να ορκιστούν στο κεφάλι κάποιου άλλου».
– «Ο τσιγκούνικος δείπνος τους αρχίζει και τελειώνει με μαρούλια, που κάποτε έκλειναν τους δείπνους των προγόνων τους».
Διαπιστώνεται λοιπόν στα τελευταία αυτά αποσπάσματα ότι γίνεται χρήση αρνητικών στερεοτύπων για τους Έλληνες, προερχομένων από τη ρωμαϊκή αρχαιότητα, τα οποία, όπως αποδεικνύεται, ήταν εν χρήσει και κατά τον Μεσαίωνα. Η τελευταία μάλιστα φράση, αν και καθόλου κολακευτική για τους Έλληνες, αποδεικνύει ότι οι Δυτικοί θεωρούσαν τους βυζαντινούς απογόνους των αρχαίων Ελλήνων, δεδομένου ότι τους αντιμετώπιζαν ως μια ενιαία οντότητα. Οι δε αρνητικοί χαρακτηρισμοί εναντίον των Ελλήνων και ιδίως κατά του βυζαντινού αυτοκράτορα είναι εμφανώς υπερβολικοί και αποπνέουν εμπάθεια.
Έναν σχεδόν αιώνα λοιπόν προ του σχίσματος του 1054 διαπιστώνεται η ύπαρξη αρνητικών στερεοτύπων από την πλευρά των Δυτικών και δη των Γερμανών αναφορικά κυρίως με την αξιοπιστία των Ελλήνων και την εχθρότητά τους έναντι της Δύσεως. Από το 1054 και ύστερα θα προστεθεί στα παραπάνω και η μομφή του «σχισματικού» ή σπανιότερα του «αιρετικού», δεδομένου ότι η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία δεν θεωρούσε τους Ορθοδόξους αιρετικούς, παρά μόνο σχισματικούς. Από τα τέλη δε του 11ου αιώνα, με τη διεξαγωγή της Α΄ Σταυροφορίας και ιδίως μετά την κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από τα στρατεύματα της Δ΄ Σταυροφορίας, οι σχέσεις μεταξύ των δύο πλευρών θα επιδεινωθούν δραματικά. Οι ηττημένοι μάλιστα Έλληνες θα αντιμετωπίσουν, πέρα από την καταπίεση, και τη χλεύη των Δυτικών κατακτητών, που τους θεωρούσαν μεταξύ άλλων «λαό γραφιάδων».
Πηγη: http://ardin-rixi.gr/archives/10056

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου