«TΩPA οι βόρειες χώρες, δηλαδή λαοί που ήταν στα νησιά τους, είχαν τρεμούλα στα κορμιά τους. Συγκεκριμένα, οι Πελεσέτ(Φιλισταιοι), οι Τζεκέρ(Τευκτροι) αποκόπηκαν από τη χώρα τους και εισέδυσαν στις διώρυγες των εκβολών του ποταμού (το Δέλτα του Νείλου). Η μεγαλειότητά του έπεσε σαν ανεμοστρόβιλος επάνω τους. Εκείνοι που μπήκαν στις εκβολές του ποταμού ήταν σαν πουλιά που παγιδεύτηκαν στη φωλιά? οι ηγέτες τους πιάστηκαν και σφαγιάστηκαν. Αυτοί που ήλθαν από την ξηρά κατατροπώθηκαν και σφάχτηκαν. Ο Άμμων Ρα τους κυνηγούσε και τους εξολόθρευσε». Η αρχαία αιγυπτιακή επιγραφή σε έναν άκρως θριαμβευτικό τόνο, συνοδεύει τη σκηνή μιας ναυμαχίας που απεικονίζεται με ζωντάνια στον βόρειο τοίχο του Μεγάλου Ναού στο Μεντινέτ Aμπού: το αιγυπτιακό ναυτικό κατατροπώνει τους εισβολείς, οι οποίοι στις αρχές του 12ου αιώνα π.Χ προκάλεσαν μια τρομακτική αναστάτωση στη Μεσόγειο και στην Εγγύς Ανατολή, επιφέροντας τη διάλυση μεγάλων και λαμπρών αυτοκρατοριών, όπως αυτής των Χετταίων. 'Ηταν τα φύλα, ελληνικης προέλευσης, που χαρακτηρίζονται με τον γενικό όρο «Λαοί της Θάλασσας». Η Αίγυπτος, υπό τη βασιλεία του Ραμσή Γ’, γλίτωσε, μετά την οριστική κατατρόπωση των εισβολέων σε ξηρά και θάλασσα, το 1186, αλλά τα πλήγματα της αναστάτωσης ήταν τεράστια και στη λεκάνη της Μεσογείου τίποτε δεν θα ήταν πλέον όπως πριν. Στον μεσογειακό χώρο, αρχίζει πριν από το 1200 π.Χ. η περίοδος της μεγάλης μετανάστευσης, τα αποτελέσματα της οποίας είναι έκδηλα σε ολόκληρο τον κόσμο της Ανατολικής Μεσογείου, από τη Χερσόνησο των Απεννίνων ως τη Μεσοποταμία και από την Ουγγαρία ως τα σύνορα της Αιγύπτου. Στην ιστορία του πολιτισμού, αυτή η μεγάλη μετανάστευση αποτελεί την αποφασιστική τομή μεταξύ της Χαλκοκρατίας και της εποχής του Σιδήρου. Σε γενικές γραμμές, επαναλαμβάνονται όσα σημειώθηκαν στην αρχή της δεύτερης χιλιετίας π.Χ.: Ύστερα από μια αρκετά μακροχρόνια περίοδο μονίμου βίου, τα ελληνικα φύλα βάζουν και πάλι σε κίνηση τον κόσμο. Η κίνηση άρχισε στη Μικρά Ασία ή τουλάχιστον εκεί έγιναν αισθητά τα πρώτα της αποτελέσματα. Δεν επρόκειτο για στρατό, αλλά για ένα μεγάλο συρφετό, μια πανσπερμία από λαούς που βρίσκονταν σε πορεία. Μερικοί έρχονταν από τη θάλασσα περιπλέοντας τις ακτές, άλλοι από τη στεριά με τα γυναικόπαιδα μαζί τους, ταξιδεύοντας πάνω σε βαριές δίτροχες βοϊδάμαξες, έτοιμοι να εγκατασταθούν στην κατακτημένη γη. Σάρωναν σαν λαίλαπα τα μέρη που περνούσαν. Λεηλατούσαν, έκαιγαν και σκότωναν, ενώ οι ντόπιοι, για να γλιτώσουν, έσπευδαν να καταταγούν στις γραμμές τους, μεγαλώνοντας έτσι τον αριθμό των μάχιμων ανδρών. Ανάμεσά τους βρίσκονταν λαοί, που τα ονόματά τους, παραλλαγμένα, επέζησαν στον χρόνο. Συνδέονται με περιοχές των ιστορικών χρόνων, όπως οι Σαρντάνα(Σαρδοι) και οι Σεκελές(Σικελοι), οι οποίοι πιθανότατα εγκαταστάθηκαν αργότερα στη Σαρδηνία και στη Σικελία αντίστοιχα, οι Πελεσέτ(Φιλισταιοι), που είναι οι Φιλισταίοι της Γραφής, οι Τερές ή Τούρσα(Τυρρηνοι), οι οποίοι αποτελούν πιθανότατα τους προγόνους των Ετρούσκων της ιταλικής χερσονήσου, ενώ άλλα ονόματα όπως Ντανούνα(Δαναοι), Τζεκέρ(Τευκτροι) και Βεσές(Βεσσοι) ειναι απογονοι των Αχαιων, των Κυπριων και των Θρακων αντιστοιχα. Για την αιτία της μετανάστευσης των λαών αυτών, τίποτε δεν είναι βέβαιο. Η άποψη ότι ήθελαν να πάρουν στην κατοχή τους σίδηρο που μονοπωλούσαν οι Xετταίοι είναι εντελώς υποθετική. Είναι άγνωστο τι τους έκανε να φύγουν από τις πατρίδες τους, αλλά ο αντικειμενικός σκοπός τους ήταν ξεκάθαρος: η εγκατάστασή τους στην αφάνταστα πλούσια χώρα που ποτιζόταν από τον Νείλο. Ο στόχος τους δεν επετεύχθη, αλλά η κίνησή τους μετέβαλε ριζικά τον χάρτη του τότε πολιτισμένου κόσμου επιφέροντας συντριπτικά πλήγματα στις μεγάλες δυνάμεις της εποχής. Μια εποχή ευημερίας και σχετικής σταθερότητας σε ολόκληρη τη Μεσόγειο και την Εγγύς Ανατολή εξαρτιόταν από την ισορροπία που υπήρχε ανάμεσα στις δύο μεγάλες δυνάμεις, την Αίγυπτο και τη Χάττι. Αυτή η περίοδος τελείωσε οριστικά με τον θάνατο του φαραώ Ραμσή Β’ γύρω στο 1224 και τον θάνατο του Τουνταλίγια, του τελευταίου πραγματικά ισχυρού Χετταίου ηγεμόνα, λίγα χρόνια αργότερα. Οι χρόνοι που ακολούθησαν, σημαδεύτηκαν από την ολοσχερή καταστροφή της μέχρι τότε απόρθητης Χαττούσας, πρωτεύουσας της Χάττι και την ολοσχερή καταστροφή της αυτοκρατορίας των Χετταίων, για τους οποίους δεν ξανακούμε πλέον ποτέ να γίνεται λόγος στην Mικρά Aσία. Η δύναμη της Χάττι ήταν σημαντική πηγή σταθερότητας στην Ανατολική Μεσόγειο και στην Εγγύς Ανατολή. Ο χιττιτικός στρατός, καθαρά επαγγελματικός, με τις ρωμαϊκές αρετές που περιλάμβαναν την τελετή όρκου πίστης που έδινε κάθε στρατιώτης, ήταν βασικός σταθεροποιητικός παράγοντας. Ο Τουνταλίγια Δ' ήταν αυτός που συγκρατούσε τους Ασσύριους πέρα από τον Ευφράτη και ο ηγεμόνας που οχύρωσε την πρωτεύουσά του, τη Χαττούσα, ολοκληρώνοντας το τρομερό εσωτερικό οχυρό, μια ως τότε απόρθητη αετοφωλιά. Κάποια στιγμή ήταν αρκετά ισχυρός, ώστε να κάνει επιδρομή στην Αλασία (Κύπρος) και μάλιστα ισχυριζόταν ότι την κατέκτησε ολόκληρη, αιχμαλωτίζοντας τον βασιλιά της. Υπό τον γιό του, Αρνουβάντα, που τον διαδέχθηκε γύρω στο 1220, η αυτοκρατορία άρχισε να καταρρέει. Η χιττιτική αυτοκρατορία απειλούνταν ανέκαθεν από Βορρά, Δύση, καθώς και από Ανατολή. Εκεί, γύρω στα τέλη του 13ου αιώνα, τα τεράστια αποθέματα δύναμής της είχαν πλέον εξαντληθεί.Οι ίδιοι οι σύμμαχοι των Χετταίων στη μάχη του Καντές εναντίον των Αιγυπτίων, το 1286, ήταν αυτοί που πρωταγωνίστησαν στη διάλυση της Χάττι και κάποιοι από αυτούς συμπεριλαμβάνονται στους «Λαούς της Θάλασσας». Οι Κάσκα(Μικρασιατες), σύμμαχοι των Χετταίων στο Καντές, έπαιξαν ολέθριο ρόλο στη διάλυση του χιττιτικού κράτους. Απειλούσαν τα βόρεια σύνορα της Χάττι ήδη στις αρχές του 16ου αιώνα και η κατάληψη από αυτούς των περιοχών του Πόντου μπορεί να ήταν η άμεση αιτία της οχύρωσης της Χαττούσας. Δίπλα τους, εξαιρετικά σημαντικοί, οι Λούκα(Λυκιοι), διάσημοι πειρατές στην Ανατολική Μεσόγειο, των οποίων η κοιτίδα πρέπει να τοποθετηθεί στην παραθαλάσσια Καρία της Μικρας Ασιας. Στην περίπτωση της επίθεσης των Λαών της Θάλασσας εναντίον των Χετταίων φαίνεται ότι υπήρξαν τουλάχιστον δύο ξεχωριστές ομάδες. Η μία ακολούθησε χερσαία πορεία με κάρα που τα έσερναν βόδια και δεν χρησιμοποίησε καθόλου πλοία. Η δεύτερη έδρασε στις παραθαλάσσιες περιοχές και μετακινιόταν, τουλάχιστον εν μέρει, διά θαλάσσης. Οι ανασκαφές στη Χαττούσα δείχνουν σημάδια μιας φοβερής καταστροφής, μετά την οποία η τοποθεσία εγκαταλείφθηκε για αρκετούς αιώνες. Ο υπερήφανος χιττιτικός στρατός, το σύστημα των δρόμων και των συνοριακών φυλακίων που φρουρούνταν και στα οποία γίνονταν περιπολίες, ο μεγάλος διοικητικός μηχανισμός, το δίκτυο των συμμάχων που δένονταν με συνθήκες, όλο αυτό το σύστημα, που λειτουργούσε γεμάτο πεποίθηση και δεσποτικά για πολλούς αιώνες, κατέρρευσε, με τεράστιες επιπτώσεις για την πολιτική σταθερότητα στην Εγγύς Ανατολή. Ο Σουπιλουλιούμα είναι ο τελευταίος Χετταίος ηγεμόνας, ο οποίος μαρτυρείται από τις πηγές να κατέχει απλώς μια επίφαση εξουσίας γύρω στο 1190 π.Χ. Έκτοτε, οι αναφορές για τους Χετταίους σταματούν, ενώ η άλλοτε ένδοξη χώρα των Χάττι αποτελούσε πια μια θολή ανάμνηση στην περιοχή. Το τέλος της χώρας των Χάττι ακολούθησε μια γενικευμένη αναταραχή στην Ανατολική Μεσόγειο, καθώς οι εισβολείς, κατά την προέλασή τους, κατέστρεφαν πολλά από τα μεγάλα κέντρα της περιοχής: την Ουγκαρίτ στην Συρια (σημερινή Ρας Σάμρα), μια κοσμοπολίτικη πόλη και μεγάλη εμπορική δύναμη της εποχής, το Αμοριττικό βασίλειο της Νότιας Συρίας , ενώ ο στόλος τους πέρασε στην Κύπρο και την λεηλατησε. Αφήνοντας την καταστροφή και την ερήμωση στο πέρασμά τους, προωθούνταν όλο και πιο νότια μέχρις ότου έφθασαν στα σύνορα της Αιγύπτου. Το βασίλειο των φαραώ αποτελούσε ανέκαθεν στόχο διαφόρων επίδοξων επιδρομέων που επιθυμούσαν να εγκατασταθούν στη χώρα των λωτών, της πολυτέλειας και της ασφάλειας. Τέσσερις περίπου δεκαετίες πριν την αναμέτρηση του Ραμσή Γ’ με τους λαούς της Θάλασσας η Αίγυπτος, επί βασιλείας του φαραώ Μερνεφθά, βρέθηκε αντιμέτωπη με μια άλλη σοβαρότατη απειλή: τη μαζική επίθεση των Λιβύων που έρχονταν από τη δυτική έρημο και των συμμάχων τους από τον Βορρά. Ο Μεριρί, ο Λίβυος βασιλιάς, κουβαλούσε μαζί του ολόκληρη την οικογένειά του, τον θησαυρό και τα ζώα του, γιατί δεν επρόκειτο για λαφυραγώγηση αλλά για εισβολή, με στόχο τη μόνιμη εγκατάσταση στη χώρα του Νείλου. Μαζί με τους Λίβυους έρχονταν και οι βόρειοι σύμμαχοί τους: οι Σερντέν ή Σαρντάνα(Σαρδοι), οι Λούκα(Λυκιοι), οι Εκβές, οι Τερές(Τυρρηνοι) και οι Σεκελές(Σικελοι). Οι Σαρντάνα, ένας λαός με κοιτίδα του το Αιγαιο, αναφέρονται συχνά στις πηγές να πολεμούν, ως μισθοφόροι, τόσο υπέρ, όσο και εναντίον των Αιγυπτίων. Επιγραφές στο Καρνάκ τους αναφέρουν ως στρατιώτες ιδιαίτερης σημασίας για τον αιγυπτικό στρατό. Aποτελούσαν συχνά ένα είδος σωματοφυλακής του φαραώ. Οι Λούκα(Λυκιοι) είναι οι γνωστοί επικίνδυνοι πειρατές από τη νοτιοδυτική Mικρά Aσία, διαβόητοι ήδη από τις αρχές της δεύτερης χιλιετίας, οι «Κάρες πειρατές» των αρχαίων Ελλήνων ιστορικών. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ομάδα, μεταξύ των βορείων συμμάχων των Λιβύων, ήταν οι Εκβές, οι οποίοι έχουν συνδεθεί με τους Αχιγιάβα των χιττιτικών κειμένων και κατά συνέπεια, με τους ομηρικούς Αχαιούς. Είναι σαφές ότι ο λαός των Αχιγιάβα ήταν ισχυρός λαός θαλασσοπόρων, ο οποίος κάποια εποχή διεκδικούσε ισότητα ισχύος με τον Χετταίο βασιλιά και παρενέβαινε συχνά στα παράλια της Mικράς Aσίας. Οι Τερές, οι οποίοι συμμετείχαν στην επίθεση εναντίον του Μερνεφθά, ταυτίζονται με τους Τυρσηνούς ή Τυρρηνούς των ελληνικών κειμένων, έναν λαό με κοιτίδα την Κεντρική η Δυτικη Mικρά Aσία, απ' όπου σύμφωνα με τον Ηρόδοτο μετανάστευσαν στην Ιταλία, και ήταν οι πρόγονοι των Ετρούσκων. Τον κατάλογο των βορείων συμμάχων του Μερερί κλείνουν οι Σικάλα ή Σεκελές, ένας λαός, ο οποίος μετά την συντριβή της συνομοσπονδίας Λιβύων και βορείων από τον Μερνεφθά διασκορπίστηκε στην Ανατολική Μεσόγειο, καταλήγοντας στις ακτές της Σικελίας, όπως δείχνει η σύνδεση των ονομάτων. Η λιβυκή επίθεση απέτυχε και μετά από σκληρή μάχη έξι ωρών στην έρημο, το 1220, ο Μερνεφθά κατατρόπωσε τον Λίβυο ηγεμόνα και τους βόρειους συμμάχους τους. Μετά τη νίκη του, ο φαραώ καυχιόταν: «Ο δυστυχής αρχηγός της Λιβύης! H καρδιά του παρέλυσε από φόβο, σταμάτησε και γονάτισε, αφήνοντας το τόξο του, τη φαρέτρα του και τα σανδάλια στο έδαφος πίσω του». Παρά τους πανηγυρισμούς και τις θριαμβολογίες των Αιγυπτίων, για πλήρη αποκατάσταση της ειρήνης, οι δυτικοί γείτονες εξακολουθούσαν να είναι απειλητικοί, ενώ και οι βόρειοι λαοί δεν είχαν πάψει να εποφθαλμιούν τον πλούτο της Αιγυπτου. Η μεγάλη απειλή για τη χώρα του Άμμωνα παρουσιάστηκε μια γενιά μετά τους Λιβυκούς Πολέμους του Μερνεφθά, όταν στην Αίγυπτο βασίλευε ο Ραμσής Γ’, στο 8ο έτος της βασιλείας του οποίου, το 1186, πραγματοποιήθηκαν οι «Μεγάλες Επιδρομές της Ξηράς και της Θάλασσας». Η επιγραφή στον Μεγάλο Ναό του Μεντινέτ Aμπού είναι άκρως διαφωτιστική για την τραγικότητα της κατάστασης: «... όσο για τις ξένες χώρες, έκαναν συνωμοσία στα νησιά τους. Ταυτοχρόνως, όλες οι χώρες μετακινήθηκαν, διασκορπίστηκαν, πολεμώντας. Καμία χώρα δεν μπορούσε να αντισταθεί στα όπλα τους. Η Χάττι, το Καρχεμίς, η Αρζάβα και η Αλασία αποκόπηκαν. Η συμμαχία τους ήταν Πελεσέτ, Τζεκέρ, Σεκελές, Ντενυέν και Βεσές. Προχωρούσαν προς την Αίγυπτο. Τα σχέδιά μας θα πετύχουν...». H μάχη διεξήχθη σε δύο φάσεις, πρώτα στην ξηρά, μάλλον στη γραμμή των οχυρών που φρουρούσαν το Δέλτα του Νείλου, και μετά στη θάλασσα. Τα ανάγλυφα στους τοίχους του Μεγάλου Ναού μας δίνουν μια εικόνα της κατάστασης. Πέρα από το τρομερό ανακάτωμα ανδρών, σε άρματα και πεζών που μάχονται σώμα με σώμα, εντύπωση προκαλούν τα φορτωμένα με γυναίκες και παιδιά κάρα των εισβολέων που τα σέρνουν βόδια. Είναι σαφές ότι οι εισβολείς δεν ήταν ομάδες επιδρομέων ή πειρατών που δρούσαν έχοντας ένα ορμητήριο ως βάση τους, αλλά για έναν ολόκληρο λαό που μετακινείται σε αναζήτηση νέων εστιών. Μετά τη συντριπτική νίκη των Αιγυπτίων στην ξηρά, ακολούθησε η ναυμαχία, πιθανότατα εντός του Δέλτα του Νείλου, στην οποία οι εισβολείς κατατροπώθηκαν και πάλι, τα πλοία τους ανατράπηκαν και οι άνδρες τους πνίγηκαν. «Όσο για εκείνους που ήλθαν μαζί από τη θάλασσα, σύρθηκαν στην ξηρά, περικυκλώθηκαν και ρίχτηκαν κάτω στην ακτή νεκροί, τα πλοία τους έγιναν σωρός από ξύλα και η πρύμνη και η πλώρη και τα αγαθά τους». Στα ανάγλυφα, τα πλοία των εισβολέων φαίνονται μικρότερα και ίσως πιο ευκίνητα από των Αιγυπτίων, διακοσμημένα με θαλασσοπούλια στην πλώρη και στην πρύμνη, ίσως πρόγονοι των φοινικικών πλοίων, που εμφανίστηκαν λίγους αιώνες αργότερα. Οι εισβολείς απεικονίζονται φορώντας ψηλά καλύμματα στο κεφάλι, τα αποκαλούμενα «φτερωτά στέμματα» και είναι ψηλοί, λεπτοί και οστεώδεις με έντονα χαρακτηριστικά, διαφορετικοί από τους σαρκώδεις, εύσωμους λαούς της Μέσης Ανατολής. Στον πάπυρο Χάρρις, τον μεγαλύτερο διασωθέντα πάπυρο, με την πρώιμη ιστορία της Αιγύπτου, ο οποίος περιγράφει τις νίκες, πραγματικές ή φανταστικές του Ραμσή Γ’, ο φαραώ καυχιέται για το συγκεκριμένο γεγονός: «Επεξέτεινα όλα τα σύνορα της Αιγύπτου. Έσφαξα τους Ντενυέν που είναι στα νησιά τους, οι Τζεκέρ και οι Πελεσέτ έγιναν στάχτη. Οι Σαρντάνα και οι Βεσές της θάλασσας έγιναν σαν εκείνους που δεν υπάρχουν, μεταφέρθηκαν ως αιχμάλωτοι στην Αίγυπτο σαν την άμμο της ακτής. Τους εγκατέστησα σε φρούρια, δεμένους στο όνομά μου. Τους έδωσα στους θεούς να τους κάνουν δούλους στους ναούς τους».
Πηγη: http://www.istoria.gr/jun02/4.htm
Εκπαιδευτικό Ιστολόγιο με στόχο την ενημέρωση για την Μυθολογία, την Προϊστορία, την Ιστορία και τον ελληνικό πολιτισμό greek.history.and.prehistory99@gmail.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου