Οι Κόπτες της Αιγύπτου έχουν μια αρχαία ιστορία. Στην πραγματικότητα αυτοί είναι οι απόγονοι των Αρχαίων Αιγυπτίων, με μια ιστορική διαδρομή 5.000 χρόνων. Μετά την κατάκτησή τους από το Μέγα Αλέξανδρο, ο Αλέξανδρος έκτισε την Αλεξάνδρεια και οι Αιγύπτιοι αποτέλεσαν το Ελληνικό βασίλειο της Αιγύπτου, με γενάρχη τον Πτολεμαίο, στρατηγό του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Το 30 π. Χ., επί βασιλείας της Κλεοπάτρας, η Αίγυπτος καταλήφθηκε από τους Ρωμαίους και έγινε Ρωμαϊκή επαρχία. Οι Αιγύπτιοι, στην Ελληνιστική περίοδο, υιοθέτησαν το ελληνικό αλφάβητο με την προσθήκη μερικών ακόμη γραμμάτων για πρόσθετους γλωσσικούς ήχους που είχε η γλώσσα τους. Αυτό είναι το Κοπτικό Αλφάβητο, που όπως το Ελληνικό διαβάζεται από τα αριστερά προς τα δεξιά. Το όνομα Κόπτης προήλθε από τη συγκοπή της λέξης Αιγύπτιος – Αιγύπτης και αρχικά σήμαινε την εθνότητα, όχι το θρησκευτικό δόγμα.
Οι Κόπτες λοιπόν είναι οι ντόπιοι κάτοικοι της Αιγύπτου και είναι από τους πρώτους πληθυσμούς της Ρωμαικής Αυτοκρατορίας που ασπάστηκαν το Χριστιανισμό, περί το 60 μ. Χ. Σύμφωνα με την προφορική παράδοση το Χριστιανισμό τον δίδαξε και τον διέδωσε στην Αίγυπτο ο ΄Αγιος Μάρκος ο Ευαγγελιστής. Οι Αιγύπτιοι που υπάγονταν στο Πατριαρχείο της Αλεξάνδρειας ήταν από τους πιο ζηλωτές της νέας θρησκείας και είναι αυτοί που άρχισαν το ασκητικό και μοναστικό κίνημα. Γνωστά πρόσωπα και γεγονότα από την Χριστιανική Αλεξάνδρεια ήταν η αίρεση του Αρείου, ο Άγιος Αντώνιος, ο ΄Αγιος Αθανάσιος, ο Κλήμης, ο Ωριγένης και η επίθεση των φανατικών Χριστιανών κατά της φιλοσόφου Υπατίας το 415 μ. Χ. που οδήγησε στη δολοφονία της. Βαθμηδόν φαίνεται ότι άρχισαν κάποιες προστριβές με το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης και το 451 μ. Χ στην 4η Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνας ο Πατριάρχης της Αλεξάνδρειας καταδικάστηκε και αφορίστηκε ως αιρετικός και οι Κόπτες οπαδοί του ως αιρετικοί μονοφυσίτες. Κατηγορήθηκαν ότι δίδασκαν και πίστευαν στη μία μόνο φύση του Χριστού, τη θεία και όχι την ανθρώπινη, δηλαδή το αντίθετο από την αίρεση του Αρείου. Πίστευαν ότι η θεία φύση του Χριστού υπερτέρησε και απορρόφησε την ανθρώπινη. ΄Εμφανώς, ήταν διαφωνίες για πολύ λεπτά ζητήματα που τελικά οδήγησαν σε σχίσμα. Εντούτοις οι κύριοι λόγοι φαίνεται να ήταν πολιτικοί. Οι Βυζαντινοί φαίνεται να επιθυμούσαν πιο περιορισμένο κύρος και ρόλο για το Πατριαρχείο της Αλεξάνδρειας. Οι Κόπτες, όμως, παρέμειναν πιστοί στον Κόπτη πατριάρχη τους και η Κωνσταντινούπολη δημιούργησε στην Αλεξάνδρεια νέο Ορθόδοξο Πατριαρχείο. ΄Ετσι από το 451 μ. Χ. στην Αλεξάνδρεια υπήρχε το Πατριρχείο των Κοπτών και το Ορθόδοξο Βυζαντινό Πατριαρχείο, του οποίου ο Πατριάρχης διοριζόταν από τον Βυζαντινό Αυτοκράτορα. Το Κοπτικό Πατριαρχείο αντιπροσώπευε την πλειοψηφία του ντόπιου πληθυσμού, και συχνά αντιμετώπιζε τους διωγμούς των Βυζαντινών. Η Αίγυπτος εξακολούθησε να είναι επαρχία του Βυζαντίου. Το 640 μ. Χ. 4000 Άραβες εισέβαλαν στην Αίγυπτο, οι οποίοι αργότερα ενισχύθηκαν και το 641 κατέλαβαν την Αλεξάνδρεια. Οι ντόπιοι δεν φαίνεται να προέβαλαν αντίσταση γιατί δυσανασχετούσαν κατά των Βυζαντινών για τη μεγάλη φορολογία και τους θρησκευτικούς διωγμούς. Το 645 μ. Χ. οι Βυζαντινοί ανακατέλαβαν την Αλεξάνδρεια αλλά το επόμενο έτος 646 οι ΄Αραβες κατέλαβαν την πόλη οριστικά. Οι ΄Αραβες αρχικά ήταν πάντα μια μειοψηφία που το κύριο όπλο τους ήταν η θρησκεία τους, η γλώσσα τους και η διακυβέρνηση.. Οι Κόπτες υποχρεώνονταν, όπως στην Οθωμανική Τουρκία οι Χριστιανοί, να πληρώνουν στην Αραβική διοίκηση, ένα ειδικό χαράτσι. ΄Οσοι προσηλυτίζονταν στον Μουσουλμανισμό ή παντρεύονταν Μουσουλμάνους ενώνονταν στην Μουσουλμανική κουλτούρα. ΄Οπως και στην Οθωμανική Τουρκία, σχεδόν ποτέ δεν συνέβαινε το αντίθετο. ΄Ετσι από τον 7ο αιώνα μέχρι το 12ο η Αίγυπτος μεταβλήθηκε από έναν κυρίως Κοπτικό λαό σε έναν κυρίωςΜουσουλμανικό. Κάτι παρόμοιο με ότι συνέβηκε με τους Μικρασιατικούς λαούς, μετά την κατάληψή τους από τους Σελτζούκους Τούρκους μετά το 1071 μ. Χ.. Το 1174 την Αίγυπτο την κατέλαβε ο Κούρδος στρατηγός Σαλαντίν, που δημιούργησε τη δική του δυναστεία, και το 1515 οι Οθωμανοί Τούρκοι. Το 1798 την κατέλαβε ο Μέγας Ναπολέων, το 1805 ο Αλβανός Μοχάμετ ΄Αλι και το 1889 οι ΄Αγγλοι. Από την εποχή του Μοχάμετ ΄Αλι οι Κόπτες απέκτησαν ίσα δικαιώματα με τους Μουσουλμάνους. Η Κοπτική γλώσσα (Μετ Ρεμνχημι) προέρχεται από την ύστερη φάση των Αιγυπτιακών γλωσσών, και είναι άμεσος απόγονος της αρχαίας αιγυπτιακής γλώσσας. Το κοπτικό αλφάβητο αποτελεί τροποποιημένη μορφή του ελληνικού αλφάβητου, με προσμίξεις ορισμένων γραμμάτων που ποικίλουν από διάλεκτο σε διάλεκτο και προέρχονται άμεσα από την δημοτική. Ως ζώσα γλώσσα καθημερινής επικοινωνίας η Κοπτική άνθισε από το 200 έως το 1100. Επιβιώνει σήμερα ως λειτουργική γλώσσα της Κοπτικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Η Κοπτική είναι μέλος της οικογένειας των Αφροασιατικών γλωσσών και της υποοικογένειας των αιγυπτιακών γλωσσών. Στην Σαχιντ(δ)ική διάλεκτο, η γλώσσα είναι γνωστή ως met rem en kēme [κυρ. "γλώσσα του λαού της Αιγύπτου"] και met kuptaion [κυρ. "Αιγυπτιακή γλώσσα"]. Ο δεύτερος όρος απαντάται ενίοτε στην ελληνίζουσα μορφή met aiguption. Ο όρος logos ne aiguptios (κυρ., "Αιγυπτιακή γλώσσα") μαρτυρείται επίσης στην Σαχιδική διάλεκτο, αν και οι λέξεις λόγος και αιγύπτιος είναι ελληνικής προέλευσης. Η Κοπτική ομιλείτο μόνο στην Αίγυπτο και ιστορικά δεν άσκησε επιδράσεις πέρα από τα σύνορά της, εκτός ίσως από τις μονές της Νουβίας. Οι σημαντικότερες επιδράσεις της Κοπτικής παρατηρούνται σε διάφορες σε αραβικές ή αραβοαιγυπτιακές διαλέκτους, στις οποίες διατηρήθηκε κατά ένα μεγάλο μέρος το κοπτικό λεξιλόγιο. Το μεγαλύτερο τμήμα, ωστόσο, αυτών των γλωσσικών δανείων περιορίστηκε σε σημαινόμενα της γεωργίας και του φυσικού περιβάλλοντος. Η κοπτική γλώσσα χρησιμοποιεί αλφάβητο που προέρχεται σχεδόν καθ' ολοκληρίαν από το Ελληνικό, με την πρόσθεση έξι γραμμάτων στην Σαχιδική, που προέρχονται από την δημοτική. Η ποικιλομορφία αυτών των επιπρόσθετων γραμμάτων εξαρτάται άμεσα από την κοπτική διάλεκτο στην οποία χρησιμοποιούνται. Ορισμένα από τα ελληνικά γράμματα που χρησιμοποιεί το κοπτικό αλφάβητο εισήχθησαν και χρησιμοποιούντο αρχικά για λέξεις ελληνικής προέλευσης. Προχαλκηδόνιες ή αρχαίες ανατολικές Ορθόδοξες Εκκλησίες ονομάζονται εκείνες που υιοθέτησαν τον Μονοφυσιτισμό ή Ευτυχιανισμό (από το όνομα του ιδρυτή του), ένα δόγμα που εμφανίστηκε τον 5ο αιώνα. Σύμφωνα με αυτό, η θεία φύση του Χριστού θεωρείται κυρίαρχη επί της ανθρώπινης, η οποία απορροφήθηκε από τη θεία φύση ως «σταγόνα μέλητος στον ωκεανό». Ο Μονοφυσιτισμός καταδικάστηκε από την Δ' Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνας το 451 μ.Χ και την Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο της
Κωνσταντινούπολης το 553 μ.Χ. όπου και διατυπώθηκε το ορθόδοξο δόγμα, σύμφωνα με το οποίο ο Ιησούς υπάρχει σε ένα μόνο πρόσωπο και με δύο φύσεις, την ανθρώπινη και τη θεία, «ενωμένες και μη συγχεόμενες». Επειδή κάποιες εκκλησίες δεν δέχτηκαν τις δογματικές διατυπώσεις της Συνόδου της Χαλκηδόνας, και αναγνώριζαν μόνο τις 3 προηγούμενες Οικουμενικές Συνόδους, ονομάστηκαν Προχαλκηδόνιες (και μερικές φορές, Αντι-χαλκηδόνιες). Στις προχαλκηδόνιες εκκλησίες ανοίκουν η Κοπτική Ορθόδοξη Εκκλησία (της Αιγύπτου), η Αρμενική Αποστολική Εκκλησία, η Συριακή Ορθόδοξη Εκκλησία, η Ορθόδοξη Εκκλησία του Μαλαμπάρ των Ινδιών, η Αιθιοπική Ορθόδοξη Εκκλησία και η Ορθόδοξη Εκκλησία Tewahedo της Ερυθραίας. Στις προχαλκηδόνιες Εκκλησίες τηρούνται κάποιες αρχαίες παραδόσεις, όπως ο εορτασμός των Χριστουγέννων και Θεοφανείων σε μια γιορτή κατά την 6η Ιανουαρίου. Η Εκκλησία της Ελλάδος συμμετέχει σε θεολογικούς διαλόγους με τις προχαλκηδόνιες εκκλησίες, με σκοπό την υπέρβαση των διαφορών. Κοινότητα εν διωγμώ σήμερα, οι Κόπτες της Αιγύπτου είναι η μεγαλύτερη χριστιανική εκκλησία και η μεγαλύτερη θρησκευτική μειονότητα στη Μέση Ανατολή. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία αποτελούν το 5-10% του πληθυσμού των 83 εκατ. Αιγυπτίων. Αλλες, ανεξάρτητες ή χριστιανικές πηγές, ανεβάζουν το ποσοστό σε 23%. Το 95% των Κοπτών ανήκουν στην Κοπτική Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλεξάνδρειας. Οι υπόλοιποι 800.000 ανήκουν στην Κοπτική Καθολική και σε διάφορες Κοπτικές Προτεσταντικές Εκκλησίες. Παρά το γεγονός ότι το Σύνταγμα της Αιγύπτου εγγυάται την θρησκευτική ελευθερία, οι Κόπτες υποφέρουν από διακρίσεις στην εκπαίδευση, την εργασία, τη λατρεία και την πολιτική εκπροσώπηση. Η κοινότητα νιώθει αποκλεισμό και μόνιμο συναίσθημα ανασφάλειας. Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση της οργάνωσης για τα ανθρώπινα δικαιώματα Human Rights Watch, «ενώ ο προσηλυτισμός στο ισλάμ γίνεται χωρίς καμμία δυσκολία στην Αίγυπτο, τόσο οι Κόπτες όσοι και οι μουσουλμάνοι που ασπάζονται τον χριστιανισμό αντιμετωπίζουν σοβαρές παραβιάσεις των πολιτικών κι ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους. Συναντούν εμπόδια και περιορισμούς για την οικοδόμηση νέων ναών, ακόμη και για την έκδοση δελτίων ταυτότητας... πέφτουν συχνά θύματα αυθαιρέτων συλλήψεων και επιθέσεων μισαλλοδοξίας. Ακόμη και για την παραμικρή επισκευή σε χριστιανικό ναό χρειάζεται η έγκριση του προέδρου της Αιγύπτου» Χόσνι Μουμπάρακ. Οι Κόπτες άρχισαν να περιθωριοποιούνται ήδη από την δεκαετία του 1950, μετά το πραξικόπημα του Νάσερ. Ο παναραβικός εθνικισμός του νέου ηγέτη τους στοίχισε ακριβά: αν και αποτελούσαν, το 1952, το 10-20% του πληθυσμού της Αιγύπτου, είχαν τέτοια οικονομική ευημερία που εκτιμάται ότι ήλεγχαν το 50% του πλούτου της χώρας. Επί Νάσερ κατασχέθηκε το μεγαλύτερο μέρος γης και εκκλησιαστικής περιουσίας που ανήκε σε Κόπτες, με αποτέλεσμα πολλοί να μεταναστεύσουν στην Αυστραλία, τη Βόρεια Αμερική και την Ευρώπη.
Πηγη: http://www.tovima.gr/world/article/?aid=375987
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Κοπτική_γλώσσα
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Προχαλκηδόνιες_Εκκλησίες
http://www.greektribune.com.au/articlesviews7.htm
Εκπαιδευτικό Ιστολόγιο με στόχο την ενημέρωση για την Μυθολογία, την Προϊστορία, την Ιστορία και τον ελληνικό πολιτισμό greek.history.and.prehistory99@gmail.com
Δευτέρα 14 Σεπτεμβρίου 2015
Κοπτες - Οι Ελληνες χριστιανοι της συγχρονης Αιγυπτου
Παναγιωτης Ποταγος - Ο νεοτερος Ελληνας Εξερευνητης της Ασιας και της Αφρικης
Θα μπορούσε κάποιος να τον χαρακτηρίσει σαν έναν σύγχρονο Ηρόδοτο. Ήταν ένας από τους σημαντικότερους εξερευνητές του 19ου αιώνα. Ποιός ήταν; Γεννήθηκε στην Βυτίνα Αρκαδίας το 1838 και ονομαζόταν Παναγιώτης Ποταγός. Ήταν γιατρός και είναι ίσως ο μοναδικός Έλληνας εξερευνητής των νεωτέρων χρόνων. Ο Ποταγός πραγματοποίησε μεγάλα εξερευνητικά ταξίδια στην κεντρική Ασία και στην κεντρική Αφρική. Χωρίς καμιά υποστήριξη από κανένα, και προσπάθησε να συναγωνιστεί τους διάσημους εξερευνητές της Ευρώπης.
Είναι πολύ πιθανόν η αγάπη του για τη γεωγραφία και τις περιηγήσεις να γεννήθηκε μέσα από τα βιβλία που διάβαζε μικρός .Το βασικότερο όμως κίνητρο, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, ήταν η ανάγκη φυγής από την ελληνική πολιτική πραγματικότητα ,με αποκορύφωμα την σκληρή αντιπαλότητά του λίγα χρόνια αργότερα με την κυβέρνηση του Χαριλάου Τρικούπη. Μεγάλη όμως ήταν και η απέχθεια του Ποταγού για τον τρόπο λειτουργίας των πολιτικών φατριών και το χαμηλό πολιτικό- κοινωνικό αλλά και ηθικό επίπεδο του λαού και ιδιαίτερα εκείνο των συγγενών και των συντοπιτών του στην Αρκαδία. Ο Ποταγός ξεκίνησε το πρώτο του ταξίδι από τη Συρία και, αφού πέρασε από το Ιράκ, την Περσία και το Αφγανιστάν, διέσχισε τους ορεινούς όγκους του Ινδικού Καύκασου και του Παμίρ και συνέχισε στην Έρημο Γκόμπι, στη Βόρεια Κίνα, στη Μογγολία, για να καταλήξει στην Ανατολική Σιβηρία. Από εκεί επέστρεψε στην Αγία Πετρούπολη και στη συνέχεια μέσω Οδησσού έφθασε στην Κωνσταντινούπολη. H πολύ δύσκολη διάβαση του Παμίρ ήταν πολύ σημαντική γιατί του επέτρεψε να καταρρίψει πολλές ανυπόστατες αναφορές του Μάρκο Πόλο γι' αυτές τις περιοχές, που συνέχιζαν μέχρι εκείνη την εποχή να θεωρούνται αξιόπιστες. Στο δεύτερό του ταξίδι ξεκίνησε από το Σουέζ και αφού περιηγήθηκε στις βορειοδυτικές περιοχές της Ινδίας, της Νότιας Περσίας και το Αφγανιστάν, επέστρεψε στο Κάιρο. Στο Αφγανιστάν είχε φιλοξενηθεί στις αυλές των εμίρηδων της Εράτ, της Καμπούλ,της Φεϊζαμπάντ. Έγραφε μάλιστα αργότερα ότι στην Εράτ χρησιμοποιούνται ακόμα κάποιες ελληνικές λέξεις και το στάδιον ως μέτρο αποστάσεων. Οι εμίρηδες στην Καμπούλ και τη Φεϊζαμπάντ κατείχαν πολλές μεταφράσεις των αρχαίων και ακολουθούσαν το αστρονομικό σύστημα του Πτολεμαίου. Διάβαζαν τα «Φυσικά» του Αριστοτέλη, ακολουθούσαν την ιατρική του Ιπποκράτη και του Γαληνού, ενώ ο Πλάτωνας είχε σχεδόν θεοποιηθεί.
Το 1877, στη διάρκεια του τρίτου του ταξιδιού που τον οδήγησε στο Κονγκό, ανακάλυψε τον ποταμό Μπόμου .Ο βασιλιάς του Βελγίου Λεοπόλδος B' ζήτησε από τον Παταγό να υπογράψει στη «Χρυσή Βίβλο των Εξερευνητών». Εκείνος έγραψε δύο λέξεις: «Εις Έλλην». Τιμήθηκε από τη Γαλλική κυβέρνηση, τη Γεωγραφική Εταιρία της Γαλλίας και το βασιλιά του Βελγίου Λεοπόλδο το Β', πρόεδρο τότε της Παγκόσμιας Γεωγραφικής Εταιρίας. Αργότερα η βελγική κυβέρνηση έδωσε το όνομά του σε μια λεωφόρο της πόλης Ισίρο του Βελγικού Κονγκό. Ο ποταμός εξερευνήθηκε ολοκληρωτικά, 35 χρόνια μετά το πέρασμα του Ποταγού, τη διετία 1910-1911 από μια γαλλική αποστολή. Ακολουθώντας πολλές φορές τα βήματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, η ελληνική υπηκοότητα του λειτουργούσε ως διαβατήριο. Φτάνοντας σε περιοχές που αντιμετώπιζαν με εχθρότητα τις δυτικές εξερευνητικές αποστολές προσέφερε απλόχερα τις υπηρεσίες του κυρίως σαν γιατρός και οι τοπικοί άρχοντες εκτιμούσαν την προσωπικότητά του και του παρείχαν συνοδεία για να προχωρήσει. Σε ορισμένες περιπτώσεις τού έδιναν και συστατικές επιστολές για να τις επιδώσει σε άλλους φύλαρχους που θα συναντούσε στην πορεία της εξερεύνησης του. Κάποιες φορές προσπάθησε να μετριάσει τις κατάφωρες κοινωνικές ανισότητες που είχαν δημιουργηθεί εξαιτίας των αποικιοκρατικών καθεστώτων. Κατόρθωσε να δημοσιεύσει μόνο τον πρώτο τόμο των «Περιηγήσεων» του ,ένα βιβλίο 700 σελίδων σε μία ελληνική (1883) και αργότερα σε μία γαλλική έκδοση. Το έργο του είναι μοναδικό, τόσο για την γεωγραφική του πλευρά όσο και για την εθνολογική του, που αφορά ιδιαίτερα τις ελληνιστικές επιβιώσεις στο Αφγανιστάν, αλλά παραμένει εντούτοις σχεδόν άγνωστο στην εποχή μας.Το χειρόγραφο του δευτέρου τόμου των «Περιηγήσεων» δεν δημοσιεύτηκε ποτέ και δυστυχώς χάθηκε, καθώς το καταστρέψανε οι ίδιοι οι κληρονόμοι του Ποταγού. Οι εξερευνήσεις του κάποια στιγμή άρχισαν να ενοχλούν τις κυβερνήσεις της Μεγάλης Βρετανίας και της Βασιλικής Γεωγραφικής Εταιρείας και για τον λόγο αυτό επιχείρησαν να υπονομεύσουν το έργο του. Ωστόσο ο Ποταγός είχε κερδίσει την εκτίμηση των Γάλλων διότι όταν ήταν νεαρός γιατρός στο Παρίσι είχε γιατρεύσει από τη χολέρα πλήθος κόσμου όταν άλλοι, Γάλλοι, γιατροί έφευγαν από τα νοσοκομεία φοβούμενοι για τη ζωή τους. Γύρισε στην Κέρκυρα και πέθανε φτωχός το 1903 , «γιατί αυτό που πάντα τον ενδιέφερε ήταν η αγάπη για την πατρίδα του και κυρίως η προσφορά προς τον άνθρωπο».
Πηγη: http://www.geodifhs.com/kappaomegaiotaalpha/186
Οι επιδρομες των Σαρακηνων πειρατων στην Βυζαντινη Μεσογειο
Κατά τη διάρκεια του 7ου και 8ου αιώνα μ.Χ., οι στρατοί του Ισλάμ σάρωσαν από την Αραβία και κατέκτησαν τη Μέση Ανατολή, τη Βόρεια Αφρική και την Ισπανία. Οι Άραβες εμποδίστηκαν να μπουν στη Γαλλία από τους Φράγκους στη μάχη του Πουατιέ στα 733 μ.Χ., έτσι το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης παρέμεινε Χριστιανός και το Ισλάμ περιορίστηκε κυρίως στη νότια πλευρά της Μεσογείου. Οι ισλαμικές κατακτήσεις ήταν ένα σκληρό χτύπημα για τον χριστιανό κόσμο. Από τα 5 χριστιανικα Πατριαρχεία (τα 5 μεγάλα αστικά κέντρα του Χριστιανισμού στον 6ο-7ο αιώνα μ.Χ.), 3 από αυτά είχαν κατακτηθεί από τους ισλαμικούς στρατούς (Ιερουσαλήμ, Αλεξάνδρεια, και Αντιόχεια ), μόνο η Ρώμη και η Κωνσταντινούπολη ήταν ακόμα υπό την κυριαρχία των χριστιανών. Κατά τη διάρκεια του 9ου αιώνα μ.Χ., οι Άραβες εκμεταλλεύτηκαν την αδύναμη κατάσταση του χριστιανικού κόσμου με την κατασκευή μεγάλων πολεμικων ναυτικων και λαμβάνοντας στρατούς τους στις θάλασσες. Η Μεσόγειος έγινε μια "μουσουλμανική λίμνη", όπου οι "Σαρακηνοί" επιδρομείς μπόρεσαν να χτυπήσουν οπουδήποτε ήθελαν, λεηλατώντας τη γη και συλλαμβάνοντας σκλάβους, χωρίς το φόβο χριστιανών αντιποίνων. Στην πραγματικότητα, τεράστιες περιοχές των ακτών της Μεσογείου εγκαταλείφθηκαν από τις χριστιανικές κοινότητες ως αποτέλεσμα αυτών των επιδρομών. (Βλ. τον χάρτη 2 – 870 μ.Χ.) Το ύψος της μουσουλμανικής εξουσίας πάνω από τη Μεσόγειο ήταν στα μέσα του 9ου αιώνα μ.Χ. Σε αυτήν την περίοδο οι μουσουλμανικές στρατιές διέσχισαν τη Μεσόγειο και κατέλαβαν τα νησιά της Μάλτας, Σικελίας, και Κρήτης, ακόμα και περιοχές της ηπειρωτικής Ιταλίας: Οι νότιες ιταλικές πόλεις του Τάραντα (840-880 μ.Χ.) και του Μπάρι (847 - 871 μ.Χ.) κατακτήθηκαν και κρατήθηκαν από τις μουσουλμανικές δυνάμεις. Μια ιδιαιτερότητα αυτής της περιόδου ήταν η μοίρα της Κύπρος, όπου η Βυζαντινή Αυτοκρατορία συμφώνησε να συγκυβερνήσει το νησί με τους Άραβες και μοιράστηκαν τα φορολογικά έσοδα. Η συμφωνία διήρκεσε για περίπου 300 χρόνια, παρά το γεγονός ότι υπήρχε σχεδόν συνεχή πόλεμο μεταξύ τους στην ηπειρωτική χώρα. Προς το τέλος του 9ου αιώνα, ο Χριστιανός Κόσμος άρχισε να ανακάμπτει. Οι πρώτες επιτυχημένες αντεπιθέσεις ήταν εναντίον των Σαρακηνών στην ηπειρωτική Ιταλία. Το 915 μ.Χ., όλα της ηπειρωτικής Ιταλίας ήταν πίσω σε χριστιανικά χέρια και ιταλικές πόλεισ-κράτη, όπως η Πίζα και η Αμάλφι άρχισαν να χτίσουν στόλους ποιους θα μπορούσαν να νικήσουν τα πλοία Σαρακηνα πριν από την άφιξή τους στις χριστιανικές ακτές. Το 828 οι Σαρακηνοί (Άραβες μουσουλμάνοι της Ισπανίας) ολοκληρώνουν την κατάκτηση της Κρήτης από τους Βυζαντινούς. Θα την κρατήσουν έως το 961, οπότε θα απελευθερωθεί από τον περίφημο στρατηγό και μετέπειτα αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά.
Στις αρχές του ένατου αιώνα, σε μία περίοδο που οι Βυζαντινοί μαστίζονταν από εσωτερικές έριδες κι επιπλέον είχαν στραμμένη την προσοχή τους στους πολέμους με τους Βούλγαρους, ένα νέος κίνδυνος εμφανίσθηκε για την κραταιά αυτοκρατορία. Σαρακηνοί πειρατές (μουσουλμάνοι σουνιτικού δόγματος), με επικεφαλής τον Αμπού Χαφέζ Ομάρ Α’ (Απόχαψις για τους Βυζαντινούς), καταλαμβάνουν με χαρακτηριστική ευκολία την Κρήτη και δημιουργούν εμιράτο («Imarah Krit» στα Αραβικά). Ο Απόχαψις και οι άνδρες του είχαν καταστήσει την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου ορμητήριό τους από το 816, μετά τη φυγή τους από τη μουσουλμανική Ανδαλουσία. Από εκεί εξεστράτευσαν κατά της Κρήτης και με μόλις 20 πλοία κατόρθωσαν να την καταλάβουν, δηλωτικό της χαλαρής στρατιωτικής παρουσίας του Βυζαντίου στο νησί. Η κατάκτηση της Κρήτης ξεκίνησε το 823 και ολοκληρώθηκε το 828. Οι κατακτητές επέβαλαν ένα στυγνό καταπιεστικό καθεστώς, με βίαιους εξισλαμισμούς του πληθυσμού, καταστροφή χριστιανικών ναών, βασανισμούς κληρικών και αναγκαστική στρατολόγηση των νέων. Στόχος τους, η αλλοίωση της θρησκευτικής και εθνικής ταυτότητας της μεγαλονήσου. Με επίκεντρο τον Χάνδακα (σημερινό Ηράκλειο), πραγματοποιούν επιδρομές τους στα γύρω νησιά και παράλια, αποκομίζοντας πλούσια λεία και δούλους για το δουλεμπόριο της εποχής. Η αραβική κατάκτηση της Κρήτης δεν σήμαινε μόνο την απώλεια ενός σημαντικού στρατιωτικού ερείσματος για τους Βυζαντινούς, αλλά και τη συνεχή απειλή των νησιών και των παράλιων περιοχών της αυτοκρτορίας από τις ληστρικές επιδρομές των Σαρακηνών, με αποκορύφωμα την κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τον έλληνα εξωμότη Λέοντα Τριπολίτη (Ρασίκ αλ Βαρντάμι για τους Άραβες). Η απειλή αυτή έγινε μεγαλύτερη μετά την κατάληψη της Σικελίας από τους Αγλαβίδες εμίρηδες της Βόρειας Αφρικής, τους οποίους κάλεσε σύμφωνα με την παράδοση ο στασιαστής βυζαντινός ναύαρχος Ευφήμιος. Το 904 η πόλη της
Θεσσαλονίκης δέχθηκε επίθεση από τους Σαρακηνούς με αρχηγό τον εξισλαμισθέντα Λέοντα Τριπολίτη. Η σφοδρότητα της επίθεσης και το απροετοίμαστον της πολιορκίας που διήρκεσε τρεις ημέρες κατέληξαν στην άλωση και τη λεηλασία της. Ο λαός της πόλης χωρισμένος σε πολλές ομάδες ξεφώνιζε και σπρώχνονταν μη μπορώντας να σωθεί και πως να ξεφύγει από τη συμφορά. Μπορούσες τότε να δεις τους ανθρώπους να περιφέρονται σαν ακυβέρνητα πλοία εδώ κι εκεί ελεεινό θέαμα, άνδρες, γυναίκες, νήπια. Παρ όλ´αυτά ο 10ος και οι αρχές του 11ου αιώνα χαρακτηρίσθηκαν ως περίοδος αναδόμησης και η Αυτοκρατορία χωρίσθηκε σε «θέματα». Η Θεσσαλονίκη αναδείχθηκε πρωτεύουσα ενός θέματος που επιβίωσε έως και τον 15ο αιώνα.
Το γεγονός της καταληψης της Σικελιας θορύβησε την Κωνσταντινούπολη, η οποία αποφάσισε να δράσει άμεσα. Στον «ιερό πόλεμο» των Αράβων, το Βυζάντιο αντέταξε τη χριστιανική ιδέα κι έδωσε στις στρατιωτικές επιχειρήσεις τον χαρακτήρα «σταυροφορίας», όπως επισημαίνει η διαπρεπής βυζαντινολόγος Ελένη Γλύκατζη - Αρβελέρ. Κύριο μέλημά της, η αναδιοργάνωση του Ναυτικού, που θα βοηθούσε σταδιακά την αποκατάσταση της Βυζαντινής κυριαρχίας στη Μεσόγειο. Το 825 ο πρωτοσπαθάριος Φωτεινός μαζί με τον κόμη Δαμιανό οργάνωσαν εκστρατεία, αλλά απέτυχαν. Την ίδια τύχη είχε και η εκστρατεία του στρατηγού Κρατερού το 826, που διέθετε μεγαλύτερες δυνάμεις. Παρότι κατέλαβε αρχικά τον Χάνδακα, δεν απέφυγε τελικά την ήττα. Μάλιστα, οι Σαρακηνοί τού επιφύλαξαν και ατιμωτικό θάνατο, σταυρώνοντάς τον ανάποδα. Ακολούθησαν οι αποτυχημένες προσπάθειες για την ανακατάληψη της Κρήτης από τους στρατηγούς Νικήτα Ωορύφα (828), που πάντως ανακατέλαβε τα νησιά των Κυκλάδων, Θεόκτιστο και Σέργιο Νικητιάτη (843). Από τις αρχές του επόμενου αιώνα οι Βυζαντινοί επανέλαβαν τις προσπάθειές τους για την ανακατάληψη της Κρήτης. Το 911 η μεγάλη εκστρατεία με επικεφαλής τον λογοθέτη του δρόμου Ιμέριο απέτυχε, όπως και η ανάλογη του 956 υπό τον Κωνσταντίνο Γογγύλο. Στην επιχείρηση του Ιμέριου συμμετείχαν και 700 ναύτες Ρως (Ρώσοι), όπως αναφέρει ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος. Προς το τέλος του 9ου αιώνα, ο Χριστιανός Κόσμος άρχισε να ανακάμπτει. Οι πρώτες επιτυχημένες αντεπιθέσεις ήταν εναντίον των Σαρακηνών στην ηπειρωτική Ιταλία. Το 915 μ.Χ., όλα της ηπειρωτικής Ιταλίας ήταν πίσω σε χριστιανικά χέρια και ιταλικές πόλεισ-κράτη, όπως η Πίζα και η Αμάλφι άρχισαν να χτίσουν στόλους ποιους θα μπορούσαν να νικήσουν τα πλοία Σαρακηνα πριν από την άφιξή τους στις χριστιανικές ακτές. Ενώ οι χριστιανικές δυνάμεις είχαν πάρει το πάνω χέρι στην Ιταλία, οι μουσουλμάνοι ακόμη μπόρεσαν να χειριστούν τους στόλους τους από την Ισπανία και συνέχισαν να λεηλατούν τις ακτές της νότιας Γαλλίας. Οι Σαρακηνοί ιδρύσουν ένα οχυρό κατά μήκος της ακτής της Προβηγκίας στη φραχηνετος και ήλεγχαν την γύρω περιοχή για σχεδόν 100 χρόνια πριν τελικά εκδιώχθηκαν το 973 μ.Χ.. Το 902 μ.Χ., οι μουσουλμάνοι από την Ισπανία κατέκτησαν τις Βαλεαρίδες Νήσους. Εν τω μεταξύ, στην Ανατολική Μεσόγειο, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, υπό την ηγεσία του αυτοκράτορα Νικηφόρου Β, ανακτήθηκε, ανακαταλαμβάνοντας τα νησιά της Κρήτης (961 μ.Χ.) και της Κύπρος (964 μ.Χ.) ακόμη και ξαναπαίρνοντας την Αντιόχεια για ένα μικρό χρονικό διάστημα. (969-1084 μ.Χ.). Η ανάκτηση της Κρήτης επιτεύχθηκε, τελικά, από τον στρατηγό και μετέπειτα αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά, που είχε πολεμήσει κατ’ επανάληψη τους Άραβες. Ανέλαβε προσωπικά την ευθύνη για τη διοργάνωση της εκστρατείας, με την έγκριση του αυτοκράτορα Ρωμανού Β’. Η προετοιμασία της ήταν εντυπωσιακή και αποδεικνύει τη σημασία που αποδιδόταν στη νήσο από την αυτοκρατορία. Σύμφωνα με βυζαντινές πηγές, οργανώθηκε ένας στόλος από 3.300 πλοία για τη μεταφορά των οπλιτών (72.000 πεζοί και 5.000 ιππείς) και πολεμικού υλικού. Τα μισά από αυτά τα πλοία ήταν εφοδιασμένα με καταπέλτες για την εκτόξευση του «υγρού πυρός», του στρατηγικού όπλου των Βυζαντινών εκείνη την περίοδο. Η τεράστια αρμάδα έφθασε στον Χάνδακα στις 13 Ιουλίου 960 και αποβίβασε τους στρατιώτες στη γειτονική ακτή του Αλμυρού. Αμέσως μετά, ο στόλος υπό τον δρουγγάριο Μιχαήλ απέκλεισε από θαλάσσης τον Χάνδακα, ενώ ο Φωκάς εκκαθάρισε τη γύρω περιοχή από τους Σαρακηνούς, αποκλείοντας και από την ξηρά τον Χάνδακα. Μία απόπειρα του αραβικού στρατού των επαρχιών της Κρήτης να σπάσουν τον αποκλεισμό απέτυχε παταγωδώς. Ελάχιστοι διασώθηκαν, οι δε Βυζαντινοί ανταπέδωσαν τη σκληρότητα των Αράβων, αφού ύψωσαν σε ξύλα τα κεφάλια των νεκρών γύρω από τα τείχη του Χάνδακα, για να κάμψουν το ηθικό των πολιορκημένων. Στις 7 Μαρτίου 961 ο Φωκάς κατέλαβε τον Χάνδακα κι έθεσε τέλος στην Αραβοκρατία στη μεγαλόνησο, που σήμαινε και την αποκατάσταση της βυζαντινής κυριαρχίας στην Ανατολική Μεσόγειο. Οι Βυζαντινοί συμπεριφέρθηκαν με εκδικητική μανία στους ηττημένους. Οι σφαγές και οι λεηλασίες διήρκεσαν πολλές ημέρες, ενώ ο Χάνδακας κατεδαφίστηκε εκ θεμελίων και στη θέση του χτίστηκε μία νέα πόλη, με το όνομα Τέμενος. Ο τελευταίος εμίρης της Κρήτης Αβδούλ Αζίζ Κουρτουμπί (ο Κουρούπης των Βυζαντινών) και ο γιος του Νουμάν (Ανεμάς) συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν θριαμβευτικά στην Κωνσταντινούπολη. Τους επόμενους μήνες οι Βυζαντινοί φρόντισαν για τον εποικισμό της Κρήτης, τον εκχριστιανισμό των μουσουλμάνων κατοίκων της και την επαναφορά των εξισλαμισθέντων στη χριστιανική πίστη. Γνωστοί ασκητές, όπως ο Αθανάσιος ο Αθωνίτης και ο Νίκων ο Μετανοείτε εργάστηκαν με ζήλο για το σκοπό αυτό. Μάλιστα, μέρος των τεράστιων θησαυρών που είχαν σωρεύσει οι Σαρακηνοί στον Χάνδακα, δόθηκε στον Αθανάσιο τον Αθωνίτη για την ίδρυση της μονής της Μεγίστης Λαύρας στο Άγιο Όρος.
Πηγη: http://www.sansimera.gr/articles/905#ixzz3lhgEOCNP
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Οι_τρεις_αλώσεις_της_Θεσσαλονίκης
http://explorethemed.com/SaracensEl.asp