Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2015

Οι Έλληνες της βόρειας Μακεδονίας : Η ιστορία και ο πολιτισμός τους

Ένα από τα πλέον άγνωστα τμήματα των εκτός Ελλάδας Ελλήνων, είναι αυτό που κατοικεί στην πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας. Το πολιτικό αδιέξοδο στις σχέσεις με την Ελλάδα, η ιδεολογία του μακεδονισμού και η παραδοσιακή έλλειψη ενδιαφέροντος τόσο από το ελληνικό κράτος όσο και από την ακαδημαϊκή κοινότητα, συνέβαλαν στην άγνοια της ιστορίας τους αλλά και της σύγχρονης παρουσίας τους. Τον 19ο αιώνα, πριν την έλευση των εθνών-κρατών και την επικράτηση των εθνικισμών, ο πληθυσμός αυτός κατοικούσε κατά πλειονότητα στην περιοχή της Πελαγονίας, που περιλαμβάνει την Οχρίδα (Αχρίδα), το Μοναστήρι, τη Γευγελή, και τη Στρώμνιτσα. Τα βόρεια όριά του, που ταυτίζονταν με τα όρια της ιστορικής Μακεδονίας, ήταν το Κρούσοβο και το Πρίλαπο. Οι πρώτες εθνικές συγκρούσεις άρχισαν το 1870, με τη δημιουργία της βουλγαρικής Εξαρχείας και με την απόπειρα των Βούλγαρων εθνικιστών να αποσπάσουν τους σλαβόφωνους πληθυσμούς από την επιρροή του ελληνόφωνου Οικουμενικού  Πατριαρχείου. Ο σλαβόφωνος πληθυσμός διασπάστηκε. Ένα μέρος προσχώρησε στην Εξαρχία, ενώ ένα άλλο σημαντικό παρέμεινε πιστό στην παραδοσιακή Ρωμιοσύνη. Οι βασικές ομάδες του ελληνισμού της Πελαγονίας ήταν οι πατριαρχικοί σλαβόφωνοι, οι Βλάχοι που τους αποκαλούσαν Γκραικομάνους και οι ελληνόφωνοι Σαρακατσάνοι. Ο Σλαβομακεδόνας ιστορικός Krste Bitoski αναφέρει: «Aυτοί οι Βλάχοι, βαθμιαία καθίστανται η κύρια δύναμη στο πλευρό της Μητρόπολης της Πελαγονίας για την προώθηση της Μεγάλης Ελληνικής ιδέας. Οι ναοί και τα σχολεία του Μοναστηρίου ήταν σε ελληνικά χέρια κατά τα μέσα του 19ου αιώνα…» Στο Υπόμνημα που απέστειλε η Ελληνική Κοινότητα της Πελαγονίας το 1903 προς τις Μεγάλες Δυνάμεις, περιγράφεται με σαφήνεια η πολιτιστική και εθνική κατάσταση: «…λαλούμεν ελληνιστί, βουλγαριστί, βλαχιστί, αλβανιστί αλλ’ αυδέν ήττον εσμέν άπαντες Έλληνες και ουδενί επιτρέπομεν ν’ αμφισβητεί προς ημάς τούτο.» Ο αριθμός των Ελλήνων δεν είναι εξακριβωμένος και οι διάφορες εκτιμήσεις έχουν τεράστιες διαφορές μεταξύ τους. Οι Έλληνες της περιοχής προέρχονται κυρίως από Βλάχους, Σαρακατσάνους και πρόσφυγες του ελληνικού Εμφυλίου. Το δεδομένο είναι ότι στην πλέον πρόσφατη απογραφή του 2002, δήλωσαν ελληνική καταγωγή 422 άτομα. Είναι βέβαιο ότι το τεταμένο κλίμα στις σχέσεις Ελλάδας-FYROM, επηρέασε τον ελληνικό πληθυσμό στο να αποκαλύψει την εθνική του ταυτότητα. Στην προηγούμενη απογραφή του 1994 είχαν δηλωθεί 349 Έλληνες και 8.300 Βλάχοι  ως ξεχωριστή εθνική ομάδα. Τα έως τώρα ρεαλιστικότερα δεδομένα προέρχονται είτε από μια δήλωση του Ν. Γκλιγκόροφ, πρώτου προέδρου  της FYROM, είτε από αμερικανικές εκτιμήσεις , είτε από επεξεργασία των παλαιότερων απογραφικών στοιχείων, είτε από εκτιμήσεις των ίδιων των Ελλήνων του κράτους αυτού. Ο Κίρο Γκλιγκόροφ, έκανε την δήλωσή του κατά την περίοδο των πρώτων  συνομιλιών για την επίτευξη συμφωνίας για το όνομα του νέου κράτους. Στη δήλωση αυτή στην τσεχική εφημερίδα Cesny Denik τον Ιούνιο του ‘92, ανέφερε την ύπαρξη 100.000 πολιτών ελληνικής καταγωγής. Κατά μήκος του Αξιού ποταμού, η μεγαλύτερη παραποτάμια ελληνική κοινότητα μετά τα Σκόπια που ακμάζει το 18ο και 19ο αιώνα είναι η ελληνορθόδοξη κοινότητα των Βελεσών. Είναι η σημερινή πόλη Βέλες (Велес) και στα χρόνια της ενωμένης Γιουγκοσλαβίας Τίτο Βέλες. Η ελληνική κοινότητα των Βελεσών θεωρείται η βορειότερη εστία του μακεδονικού ελληνισμού στα σύνορα με τη λεγόμενη αρχαία περιοχή της Δαρδανίας. Παρά τη παρουσία Ελλήνων από τα βυζαντινά χρόνια, η οργανωμένη ελληνική κοινότητα ιδρύθηκε στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα κυρίως από Βλάχους, που ήρθαν από τη Μοσχόπολη, σε δυο κύματα, το 1769 και το 1788, μετά την καταστροφή της ανθηρής πόλης από ντόπιες τουρκαλβανικές ληστρικές ομάδες.
Το βασικό πληθυσμιακό στοιχείο της κοινότητας ήταν Βλάχοι της Μοσχόπολης και του Κρουσόβου, αλλά στην κοινότητα συμμετείχαν και πολλές οικογένειες, που προέρχονταν από διάφορα μέρη της Μακεδονίας και άλλες περιοχές του ελληνισμού.  Σε πολλά σπίτια των Ελλήνων των Βελεσών ακούγονταν τα βλάχικα, αλλά η επίσημη γλώσσα της διοίκησης, των συνελεύσεων της κοινότητας, της Εκκλησίας, της εκπαίδευσης και των εμπορικών συναλλαγών ήταν η ελληνική. Παρά τις μεμονωμένες περιπτώσεις βλάχικων οικογενειών που εκσερβίστηκαν ή ακολούθησαν τη ρουμανική προπαγάνδα που εντάθηκε στα τέλη του 18ου αιώνα, διατήρησαν την ελληνική συνείδηση και ήταν θερμοί οπαδοί της ορθόδοξης Εκκλησίας και του Οικουμενικού Πατριαρχείου.Τα Βελεσά βρίσκονται στη θέση της αρχαίας παιονικής πόλης Βυλάζωρα, κι απ' αυτό το όνομα, με παραφθορά, προήλθαν τα κατοπινά διαφοροποιημένα ονόματα της πόλης Βελασά, Βελεσός, Βελασός, Βελεσσός, Βελισός, Βελισά, Βαλεσί και Βελεσί, Βελεσά (με ένα ή με δυο σ στη γραφή) και το σημερινό όνομα της πόλης Βέλες. Οι βλαχόφωνοι Μακεδόνες απόδημοι κάτοικοι των Βελεσών ήταν φανατικοί Έλληνες που τόνιζαν με καμάρι την εθνική τους καταγωγή και το ελληνικό φρόνημα. Στο ορθόδοξο νεκροταφείο της πόλης σώζονται σε οικογενειακούς τάφους αρκετά επιτύμβια στην ελληνική γλώσσα. Ακόμη η λειτουργία στην εκκλησία της Θεοτόκου, ως τις αρχές του 20 αιώνα, γινόταν στα ελληνικά, πριν από την ένταξη της περιοχής στη σερβική Εκκλησία. Είναι γεγονός ότι οι Βλάχοι των Βελεσών μέσα από το σύστημα του ελληνορθόδοξου κοινοτισμού και τα ελληνικά σχολεία τους, ενίσχυσαν το ελληνικό φρόνημα με την εμπέδωση της ελληνικής γλώσσας, που ήταν η γλώσσα της εκπαίδευσης των παιδιών τους. Η διακίνηση των καραβανιών, με τους Μακεδόνες πραματευτάδες και εμπόρους που ξεκινούσαν από τις μακεδονικές πόλεις κι έφταναν ως την Αυστρία και την Ουγγαρία, δημιούργησε σειρά από εμπορευματικούς σταθμούς που εξελίχθηκαν στις ελληνικές παροικίες του 18ου και 19ου αιώνα. Η κοιλάδα του Αξιού ήταν ένας από τους εμπορικούς δρόμους που άρχιζε από τη Θεσσαλονίκη και, μέσω των δύσβατων βουνών, των μεγάλων ποταμίσιων κοιλάδων και των πόλεων του Κοσσυφοπεδίου και της Βοσνίας, κατέληγε στο Βελιγράδι κι από κει οδηγούσε στη Βουδαπέστη και τη Βιέννη. Στο κάτω τμήμα του δρόμου της Μακεδονίας κεντρικοί σταθμοί για τα καραβάνια ήταν τα Βελεσά και τα Σκόπια, που διατηρούσαν περίφημα χάνια για τους ταξιδιώτες και τα υποζύγια τους.
Οι Έλληνες κάτοικοι των Βελεσών, που ασχολούνταν κυρίως με το εμπόριο, κατόρθωσαν στα μέσα του 19ου αιώνα να αποτελούν, παρά τις αντιδράσεις Σέρβων και τις πιέσεις Βουλγάρων, μια ανθηρή οικονομική και εθνική ομάδα. Είναι γεγονός ότι χάρη στην εγκατάσταση των Βλάχων από τη Μοσχόπολη και το Κρούσοβο άνθισε το εμπόριο στα Βελεσά, τα οποία ως τα μέσα του 18ου αιώνα ήταν μια αγροτική πόλη με χαμηλό εμπόριο και αγροτοβιοτεχνία που εξυπηρετούσε την περιφέρεια της. Στα χέρια των Ελλήνων βρισκόταν το εμπόριο μεταξιού, μαλλιών, δερμάτων, σιταριού, καπνών και γαλακτοκομικών και είχαν δημιουργήσει βιοτεχνικές μονάδες υφαντικής για μεταξωτά και μάλλινα και επεξεργασίας κουκουλιών. Υπήρχαν όμως και αρκετοί ράφτες, χρυσοχόοι, καλαϊτζήδες και υπάλληλοι.
Οι Έλληνες έμποροι, οι πραματευτάδες των Βελεσών, είχαν συγκροτήσει επαγγελματικό σωματείο του οποίου η ορειχάλκινη σφραγίδα διασώθηκε και μαρτυρά την έντονη παρουσία τους στην πόλη. Η καλή εποχή της ακμής του εμπορίου στα Βελεσά το 19ο αιώνα πέρασε και ο ελληνοβλαχικός πληθυσμός άρχισε να συρρικνώνεται και να μετακομίζει σε άλλες πόλεις, πιο ασφαλείς και προσοδοφόρες στο εμπόριο. Όσες οικογένειες έμειναν στην πόλη, άλλαξαν τα ονόματα τους με την κατάληξη -ιτς και με το πέρασμα του χρόνου εκσερβίστηκαν. Αρκετοί κατέλαβαν θέσεις στη δημόσια διοίκηση της Σερβίας, όπως ο Ιωάννης Μιχαήλοβιτς, η οικογένεια του οποίου καταγόταν από το Κρούσοβο, που έφτασε σε διευθυντική θέση του Υπουργείου εξωτερικών στο Βελιγράδι. Οι απόγονοι τους διατηρούν τη μνήμη της καταγωγής τους και σε κάποιες περιπτώσεις ηλικιωμένων μιλούν ή μπορούν να συνεννοηθούν στη βλάχικη γλώσσα. Η μαζική φυγή των Ελλήνων από τα Βελεσά έγινε στη διάρκεια των δυο βαλκανικών πολέμων και του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Βασικός προορισμός η πρωτεύουσα των προσφύγων, η Θεσσαλονίκη, όπου εγκαταστάθηκαν και οι περισσότερες οικογένειες από τα Βελεσά.  Στη Θεσσαλονίκη έφτασαν γύρω στις 40-50 οικογένειες, όπως των Γκίρμπα, Αρχοντή, Ζάχου, Μωραϊτη, Τάχου, Βόγα, Νάστου, Ζήκου και άλλων, κάπου 30 οικογένειες εγκαταστάθηκαν στα Σκόπια, κάποιες στο Μοναστήρι και στο Κουμάνοβο και αρκετές αναχώρησαν για τη Ρουμανία. Σύμφωνα με τις προξενικές αρχές στο Κρούσοβο ζούσαν χίλιες τετρακόσιες οικογένειες από τις όποιες οι χίλιες ήταν βλαχικές, εκατόν πενήντα ορθόδοξες αρβανίτικες και οι υπόλοιπες σλαβόφωνες. Η κοινότητα είχε δεκατρείς ενορίες από όπου εκλέγονταν οι είκοσι τέσσερις αντιπρόσωποι της Κοινότητας. Την Δημογεροντία την αποτελούσαν έξι μέλη από τους αντιπροσώπους. Βασική προϋπόθεση για την εκλογή των αντιπροσώπων ήταν μεταξύ άλλων η ελληνική παιδεία - κατάρτιση στα ελληνικά γράμματα - και η καταβολή εισφορών για τα σχολεία τα όποια τελούσαν υπό την επίβλεψη μιας Εφορείας η οποία ενέκρινε το πρόγραμμα σπουδών και τα εγχειρίδια με βάση τις αποφάσεις της Πατριαρχικής Κεντρικής Εκπαιδευτικής Επιτροπής. Οι κάτοικοι του Κρουσόβου συντηρούσαν με δικούς τους πόρους τόσο τα γραμματοδιδασκαλεία, που ήταν ενοριακά, όσο και τα οικοδιδασκαλεία. Το 1847 σε οικόπεδο, κληροδότημα Μιχαήλ Νικολάου, κτίζεται σχολείο που θα συντηρείται εφεξής με συνδρομές και δωρεές. Ο Μ. Νικολάου, σύζυγος της Μαρίας Νιτσιώτα, υπήρξε ευεργέτης και της σχολής και της εκκλησίας της κοινότητας. Στην αρχή λειτουργούσε αστικό σχολείο με έξι τάξεις δημοτικού και αργότερα και με τρεις τάξεις ελληνικού. Το 1872 ιδρύθηκε και εξατάξιο Παρθεναγωγείο. Από έγγραφα τού 1885 γνωρίζουμε ότι υπήρχαν τότε δύο Δημοτικά Σχολεία (115 και 438 μαθητές αντίστοιχα), δύο Παρθεναγωγεία (52 και 80 μαθήτριες αντίστοιχα), Ελληνικό Σχολείο με 39 μαθητές και Νηπιαγωγείο με 192 μαθητές. Ήταν περίλαμπρη η μεγάλη ελληνική εκκλησία του Αγίου Νικολάου η οποία κτίσθηκε το 1832 και κόστισε 400 οθωμανικές λίρες. Έλληνες τεχνίτες εργάστηκαν, ο Πέτρος από το χωριό Κίρτσοβο έκανε το ξυλόγλυπτο τέμπλο, ενώ ό Μιχαήλ την Σαμαρίνα ζωγράφισε τις εικόνες. Η εκκλησία κάηκε το 1903. Η δεύτερη εκκλησία, αύτη της Κοιμήσεως της Θεοτόκου κτίσθηκε το 1868 από την ελληνική κοινότητα, άλλα το 1870 βίαια την κατέλαβαν οι εξαρχικοί. Μεγάλο πολιτικό θέμα δημιουργήθηκε με τα εγκαίνια της τρίτης εκκλησίας του Κρουσόβου, της λεγομένης «βλάχικης», την οποία ανήγειραν οι ρουμανίζοντες. Πολλές και πετυχημένες ήταν οι προσπάθειες των Κρουσοβιτών για την αναγνώριση της ελληνικής τους καταγωγής, όταν στα 1881 αρχίζει ή προπαγάνδα των ρουμανιζόντων οι όποιοι επιχειρούν να αλλοιώσουν την ταυτότητα των κατοίκων του Κρουσόβου. Το 1885 ιδρύεται ή αδελφότητα «Πρόοδος» με καταστατικό σκοπό την συσπείρωση των μελών της ελληνικής κοινότητας και την προαγωγή των ελληνικών γραμμάτων σε καιρούς χαλεπούς. Το Κρουσόβο καταστράφηκε τον Αύγουστο του 1903. Στίφη άτακτων Τουρκαλβανών της Δίβρας από τις αρχές ήδη του 1878 είχαν βάλει στο μάτι την ευημερούσα ελληνοβλάχικη κοινότητα. Πληροφορίες για αγορά και κρύψιμο όπλων έφθαναν στα αυτιά των ελληνικών προξενικών άρχων από τα 1896 και μετά. Το Κρούσοβο ήταν στόχος των Βουλγάρων οι όποιοι συγχρόνως εκμεταλλεύονταν την δράση των Τουρκαλβανών, οι όποιοι επιδίδονταν σε απαγωγές πλουσίων Κρουσοβιτών και τα λύτρα τα έδιναν στο βουλγαρικό κομιτάτο, «κάτω από την μύτη της διεφθαρμένης τουρκικής διοικήσεως». Οι απαγωγές και οι εκβιασμοί ήταν -γνωστά τα ονόματα των εκβιαστών! - είχαν δημιουργήσει ένα γενικό κλίμα ανασφάλειας. Οι αναφορές των ξένων Προξένων της Αγγλίας και της Γαλλίας (με πρώτη την φίλο βουλγαρική αναφορά τού Άγγλου Προξένου με τηλεγραφήματα της 7ης και 10ης Αυγούστου) και η αναφορά του Ελληνικού Προξενείου του Μοναστηρίου αποτυπώνουν την εικόνα της καταστροφής. Συμμορίες Βουλγάρων κατέλαβαν το Κρούσοβο λεηλατώντας τα ελληνικά σπίτια. Ο τουρκικός στρατός στάλθηκε για την καταστολή της εξεγέρσεως. Οι Τούρκοι στρατιώτες έβαλαν φωτιά στην ελληνική συνοικία για να μην φανούν οι λεηλασίες των Βουλγάρων (366 οικίες και 203 μικτά καταστήματα λεηλατήθηκαν). Η Μητρόπολη, η εκκλησία του Άγιου Νικολάου και το σχολείο πυρπολήθηκαν, ενώ ανέπαφη είχε παραμείνει η βουλγαρική συνοικία και κανένας Βούλγαρος δεν σκοτώθηκε.
Πηγή: http://vlahofonoi.blogspot.gr/2014/02/blog-post_6.html
http://florina-history.blogspot.gr/2013/08/blog-post_3.html
http://diasporic.org/mnimes/archives/i-ellines-sti-fyrom

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου