Η οικογένεια των Σκληρών καταγόταν από τη Μικρά Ασία και ήταν ελληνικής προέλευσης. Για τη γενέτειρά τους έχουν διατυπωθεί δύο διαφορετικές απόψεις. Σύμφωνα με τη μία, οι Σκληροί κατάγονταν από την περιοχή της Μικράς Αρμενίας, ενώ, σύμφωνα με τη δεύτερη, κατάγονταν από το θέμα Σεβαστείας. Η οικογένεια εμφανίστηκε στο πολιτικό προσκήνιο στις αρχές του 9ου αιώνα, ωστόσο πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι η ιστορία της ξεκινά πολύ νωρίτερα, καθώς τότε συγκαταλεγόταν ήδη στις γνωστές αριστοκρατικές οικογένειες της Μικράς Ασίας. Ο 9ος αιώνας θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως το στάδιο της μετεξέλιξης των Σκληρών σε μία από τις ισχυρότερες οικογένειες της στρατιωτικής αριστοκρατίας στην Βυζαντινή αυτοκρατορία. Ιδιαίτερα κατά την περίοδο του Βασιλείου Α΄ οι Σκληροί είχαν ευνοϊκή μεταχείριση, η οποία έθεσε τα θεμέλια της μετέπειτα πρωταγωνιστικής παρουσίας τους στα πολιτικά και στρατιωτικά δρώμενα. Ο 10ος αιώνας αποτέλεσε την περίοδο κατά την οποία η οικογένεια βρέθηκε στο επίκεντρο των πολιτικών εξελίξεων και τα πλέον γνωστά μέλη της, όπως ο Πανθήριος Σκληρός,δομέστικος των σχολών επί Ρωμανού Α΄, και κυρίως ο Βάρδας Σκληρός, ο στρατηλάτης Ανατολής επί Ιωάννη Α΄ Τζιμισκή, ανήλθαν στα ανώτατα στρατιωτικά αξιώματα και πρωταγωνίστησαν στην πολιτική ζωή. Μετά τη σύγκρουση της οικογένειας με τη μακεδονική δυναστεία, στο απόγειο της δράσης της οικογένειας (τελευταίο τέταρτο 10ου αιώνα), οι Σκληροί συνέχισαν και κατά τον 11ο αιώνα να διατηρούν τη σημαντική θέση τους στους αριστοκρατικούς κύκλους και να διακρίνονται σε στρατιωτικά και πολιτικά αξιώματα. Από το 12ο αιώνα όμως αρχίζουν να χάνονται σταδιακά από το προσκήνιο και οι αναφορές που βρίσκουμε στις πηγές την περίοδο των Παλαιολόγων καταδεικνύουν ότι η οικογένεια κατά την Υστεροβυζαντινή περίοδο διατήρησε την πρόσβασή της σε πολιτικά αξιώματα, αλλά είχε χάσει την περίοπτη θέση που κατείχε στην πολιτική σκηνή πριν από τους Κομνηνούς. Το όνειρο του Γερμανού Όθωνα Α’ 912-973), δούκα της Σαξονίας και βασιλιά της Γερμανίας και Ιταλίας, να παντρέψει τον γιο του Όθωνα Β’ με μια Ελληνίδα πριγκίπισσα, εκπληρώθηκε μερικώς το 972. Στις 14 Απριλίου της χρονιάς αυτής ο γιος του παντρεύτηκε την Θεοφανώ στην βασιλική του αγίου Πέτρου στην Ρώμη, από τον πάπα Ιωάννη ΧΙΙΙ (965-972). Η Θεοφανώ δεν ήταν πορφυρογέννητη. Πολλές προσπάθειες έχουν γίνει για την εύρεση της καταγωγής της Θεοφανούς, καθώς το πρόσωπό της απουσιάζει από τις ελληνικές πηγές. Επικρατέστερη εκδοχή είναι ότι κατάγονταν από την οικογένεια των Σκληρών και ήταν ανιψιά του Ιωάννη Τσιμισκή από τον πρώτο του γάμο. Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Τσιμισκής συναίνεσε στην πρόταση του Όθωνα για λόγους πολιτικούς. Έχοντας να αντιμετωπίσει τους Σαρακηνούς στα ανατολικά και τους Βούλγαρους στα βόρεια σύνορα της αυτοκρατορίας, το τελευταίο πράγμα που επιθυμούσε ήταν η στρατιωτική εμπλοκή με τους Γερμανούς στην Ιταλία. Η άφιξη της Θεοφανούς στη Γερμανία αντιμετωπίστηκε με δυσπιστία, η οποία έφτανε στα όρια της εχθρότητας από τους δυτικούς, διότι ή νεοφερμένη Ελληνίδα ήταν φορέας του ανώτερου ελληνικού πολιτισμού. Οι δυτικοί είχαν πολύ συγκεκριμένες προκαταλήψεις απέναντι στους Έλληνες εκείνη την εποχή. Παρότι αναγνώριζαν την sapientia τους, τους στόλιζαν με fallatia, invidia και arrogantia. Η Θεοφανώ έπεσε θύμα της ζηλόφθονης κακεντρέχειας των δυτικών μεσαιωνικών και σύγχρονων χρονογράφων, όχι γι’ αυτό που ήταν, αλλά γι’ αυτό που εκπροσωπούσε˙ την ανωτερότητα του ελληνικού πολιτισμού εν μέσω της δυτικής βαρβαρότητας. Ή Θεοφανώ φρόντιζε για τα συμφέροντα του γιού της Όθωνα του Γ’, ειδικά μετά τον θάνατο του πατέρα του το 983. Την χρονιά εκείνη ο Όθωνας Γ' ήταν μόλις τριών ετών. Η Θεοφανώ κανόνισε την στέψη του γιού της τα Χριστούγεννα του ίδιου έτους, και κυβέρνησε η ίδια ως αντιβασιλέας, μέχρι την ενηλικίωσή του. Αφαίρεσε ουσιαστικά την εξουσία από την Αδελαΐδα, σύζυγο του θανόντα, Όθωνα Β’ και αυτό δεν άρεσε καθόλου στην πεθερά της. Ο Αββάς Odilo αναφέρει την χαρά της Αδελαΐδας, όταν πέθανε η Θεοφανώ το 991. Πριν από την ανάληψη της αντιβασιλείας από την Ελληνίδα βασίλισσα, οι σχέσεις των δύο γυναικών ήταν επίσης σχέσεις αντιπαλότητας. Η Αδελαΐδα πίεζε τον Όθωνα Β’, να εισβάλει στις βυζαντινές επαρχίες της Ιταλίας, ενέργεια που ήταν αντίθετη με τους λόγους του συνοικεσίου. Προφανώς, έλπιζε με αυτό τον τρόπο να εξωθήσει την νύφη της να εγκαταλείψει την γερμανική αυλή. Ο Όθωνας Β’ εισέβαλε στις Βυζαντινές ελληνικές επαρχίες της Νότιας Ιταλίας το Μάρτιο του 982, αλλά η εκστρατεία δεν εξελίχθηκε όπως περίμενε. Μόλις και μετά βίας κατάφερε να ξεφύγει τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς, μετά την καταστροφή του στρατού του από τους Σαρακηνούς της Σικελίας και να επιστρέψει μεταμφιεσμένος κρυφά στη Ρώμη. Προετοίμαζε μια δεύτερη εκστρατεία εναντίον των ελληνικών επαρχιών, όταν έφθασε η είδηση ότι οι σλαβικές φυλές των ανατολικών γερμανικών συνόρων επαναστάτησαν, κι έπαθε αποπληξία στο παλάτι του στη Ρώμη, στις 7 Δεκεμβρίου του 983. Οι εχθροπραξίες των Γερμανών με τους Βυζαντινούς Έλληνες της Κάτω Ιταλίας, περιγράφονται στο έργο του Alpertus Mettensis, Fragmentum de Deoderico primo episcopo Mettensi, γραμμένο περίπου το 1017. Σε αυτό ο Alpertus εκφράζει την αντιπάθειά του για την Θεοφανώ, αναφέροντάς την ως δυσάρεστη και πολύ ομιλητική. Την θεωρούσε ως εκπρόσωπο της ελληνικής νοοτροπίας και αναφέρει ότι θριαμβολογούσε για την νίκη των συμπατριωτών της επί των Γερμανών. Εμφανώς, απογοητευμένος ο ίδιος από την ήττα των συμπατριωτών του εξέφρασε την δυσαρέσκειά τους με προσωπικές επιθέσεις εναντίον της Ελληνίδας βασίλισσας. Με αυτό τον τρόπο εκφράζει τις στερεότυπες προκαταλήψεις των δυτικών για τους Έλληνες και τις γυναίκες. Και η Θεοφανώ ήταν ταυτόχρονα Ελληνίδα και γυναίκα. Γίνεται αποδεκτό σήμερα ότι οι βάρβαροι Γερμανοί του Ι’ αι. έμαθαν την χρήση του πιρουνιού από την βασίλισσα Θεοφανώ. Ωστόσο, δεν υπάρχει μια τέτοια ειδική αναφορά στις πηγές. Υπάρχουν γενικόλογες αναφορές για τα είδη πολυτελείας που εισήγαγε, όχι όμως ειδικά για το πιρούνι. Στις πηγές πρώτη αναφορά για την εισαγωγή του πιρουνιού στη Δύση, υπάρχει στην διατριβή του Πέτρου Δαμιανού Institutio monialis. Ο παπικός θεολόγος Πέτρος Δαμιανός κατηγόρησε την Θεοφανώ ότι είχε ερωτική σχέση με τον Ιωάννη Φιλάγαθο, Έλληνα μοναχό από την Κάτω Ιταλία. Ο Ιωάννης έγινε μέλος της γερμανικής αυλής κατά την επιθυμία της Θεοφανούς, και αργότερα επίσκοπος στην Piacenza. Το πρόβλημα των παπικών ήταν ότι ο Έλληνας αυτός επίσκοπος έγινε στην συνέχεια πάπας Ρώμης το 997, με το όνομα Ιωάννης XVI, σε αντικατάσταση του Γερμανού πάπα Γρηγόριου V, ο οποίος ήταν ο ξάδελφος του Όθωνα ΙΙΙ, Bruno. Ο Ιωάννης αναδείχθηκε πάπας με την εκλογή των Ρωμαίων πολιτών και του συγκλητικού Κρησκέντιου, υποβοηθούμενου από τον Βασίλειο Β’ Βουλγαροκτόνο. «Στο μεταξύ, όταν ο Όθωνας ΙΙΙ κυβερνούσε μαζί με την Ελληνίδα μητέρα του, κάποιος Έλληνας, θαλαμηπόλος της Αυτού Ελληνίδος ( σσ. ειρωνεία προς την Θεοφανώ), έγινε επίσκοπος Piacenza. Τα σχετικά μ’ αυτόν, λέγονταν, ότι είχε προσπαθήσει έξυπνα να μεταφέρει την δόξα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στους Έλληνες. Πράγματι, χρησιμοποιώντας την βοήθεια και τον πλούτο κάποιων Ρωμαίων πολιτών, ειδικά ενός πολύ πλούσιου με τον όνομα Κρησκέντιος, είχε καταλάβει βίαια την αποστολική έδρα, και εκτόπισε τον σεβαστό πάπα που κατείχε την έδρα μέχρι τότε. Όταν αυτό έγινε γνωστό, ο Όθωνας άφησε την Σουαβία και ήρθε γρήγορα στην Ιταλία». Οι Γερμανοί δεν μπορούσαν ν’ ανεχτούν έναν Έλληνα στην θέση του πάπα. Ο Όθωνας εισέβαλε στην Ρώμη το 998. Ο Ιωάννης προσπάθησε να ξεφύγει αλλά συνελήφθη. Του έκοψαν την μύτη, τ’ αυτιά, την γλώσσα και του έσπασαν τα δάκτυλα για να μην μπορεί να γράφει. Το άδοξο τέλος της αρχιερατείας του Φιλάγαθου περιγράφεται στο βίο του οσίου Νείλου του Καλαβρού: «Στερηθείς γάρ παρ’ αυτῶν τῶν χρειοδεστέρων μελῶν, ὀφθαλμῶν λέγω καί γλώττηε και ῥινός, ἔρρίπτετο εἰς φυλακήν ἐλεινός τε καί ἀπροστάτευτος». Όπως φαίνεται μέσα από την περίπτωση αυτή, όπως και από άλλες περιπτώσεις που δεν υπάρχει λόγος να εξεταστούν εδώ, η κατηγορία της πορνείας αφορούσε μόνο τους Ελληνορωμαίους πάπες, και όχι τους Γερμανούς, οι οποίοι ήταν της αρεσκείας των παπικών. Όλη η προπαγάνδα στιγματισμού των Ελληνορωμαίων παπών, περικλείεται στην φράση «πορνοκρατία», με την οποία χαρακτηρίζουν οι παπικοί την τελευταία περίοδο της ορθόδοξων ρωμαίων Παπών πριν την οριστική κατάληψη της έδρας από τους Γερμανούς το 1009. Στην περίπτωση αυτή ενέπλεξαν και την Θεοφανώ στην κατηγορία της πορνείας, κατηγορία η οποία είναι άδικη, για τον απλό απλούστατο λόγο, ότι κατά τα έθιμα της εποχής, οι θαλαμηπόλοι, «κοιτωνίτες» κατά την βυζαντινή ορολογία, ήταν ευνούχοι. Ο Όθων Γ΄ (Otto III, 980 - 1002) ήταν αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από το 996 έως τον πρόωρο θάνατό του το1002. Ήταν υιός και διάδοχος του Γερμανού αυτοκράτορα Όθωνος Β΄. Εξελέγη βασιλιάς της Γερμανίας στην Βερόνα τον Ιούνιο 983 και σε ηλικία τριών ετών στέφθηκε αυτοκράτορας στο Άαχεν στις 25 Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου. Στις αρχές του 984 ο δούκας Ερρίκος που είχε εκθρονιστεί στην Βαυαρία από τον πατέρα του, Όθωνα Β΄, απαιτούσε την αντιβασιλεία σαν μέλος του βασιλικού οίκου. Για να πετύχει τον σκοπό του έκανε συμμαχία με τον βασιλιά της Γαλλίας Λοθάριο. Ο Βίλιγκις, αρχιεπίσκοπος του Μάιντς, πίεσε τον Ερρίκο να απελευθερώσει τον αιχμάλωτο βασιλιά. Ο Όθων επέστρεψε στην μητέρα του, την βυζαντινή πριγκίπισσα Θεοφανώ, που ήταν αντιβασίλισσα, που εγκατέλειψε την ιμπεριαλιστική πολιτική του συζύγου της και αφοσιώθηκε ιδιαίτερα στην εκκλησία. Μετά τον θάνατο της ελληνίδας μητέρας του (991) η γιαγιά του, Αδελαΐδα της Ιταλίας, έγινε αντιβασιλέας για λογαριασμό του ανήλικου Όθωνα μέχρι την ενηλικίωση του (994).
Ο μικρός Όθωνας μεγαλομανής προσπάθησε να επαναφέρει την τεράστια δόξα της αρχαίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας με τον ίδιο αυτοκράτορα. Εκμεταλλεύτηκε την Βυζαντινή καταγωγή της μητέρας του προκειμένου να κάνει σχέδια να ενώσει την δυτική Ρώμη με το Βυζάντιο σε ένα θεοκρατικό καθεστώς. Έφυγε για την Ρώμη (996) προκειμένου να βοηθήσει τον πάπα Ιωάννη ΙΕ΄ στην εξέγερση εναντίον του Ρωμαίου ευγενούς Κρεσέντιου Β΄, που είχε αυτοανακηρυχθεί βασιλιάς της Λομβαρδίας, αλλά ο πάπας πέθανε πριν φτάσει στην Ρώμη. Έβαλε νέο πάπα τον ξάδελφο του, Μπρούνο της Καρινθίας, τον πρώτο Γερμανό πάπα με το όνομα Γρηγόριος Ε΄ και έφυγε σε έναν χρόνο, αλλά ο Κρεσέντιος όταν έφυγε ο αυτοκράτορας εκθρόνισε τον Γρηγόριο τοποθετώντας νέο πάπα τον Ιωάννη ΣΤ΄. O Όθωνας επέστρεψε αστραπιαία στην Ρώμη τον Φεβρουάριο του 998. Ο Κρεσέντιος εκτελέστηκε στο κάστρο Σαντ Άντζελο και ο αντίπαπας τυφλώθηκε. Ο Όθωνας έκανε την Ρώμη διοικητικό κέντρο της αυτοκρατορίας του με όλα τα Ρωμαϊκά και Βυζαντινά έθιμα, με σκοπό να ενώσει τις δύο αυτοκρατορίες και να γίνει ο ίδιος αυτοκράτορας στα πρότυπα του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Όταν ο πάπας Γρηγόριος Ε΄ πέθανε μυστηριωδώς (999) τοποθέτησε νέο πάπα τον Γερβέρτο με το όνομα Σιλβέστρος Β΄ που είχε ο πάπας την εποχή του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου. Τα επόμενα χρόνια έγινε φανατικός χριστιανός και συμμετείχε σε πλήθος προσκυνήματα. Σε ένα ταξίδι του στην Νότια Ιταλία συνάντησε τον Άγιο Νείλο το νεότερο, σημαντική θρησκευτική προσωπικότητα της εποχής του, ενώ ίδρυσε και την αρχιεπισκοπή της Πολωνίας. Επισκέφτηκε τον τάφο του Καρλομάγνου αφαιρώντας πολύτιμα κειμήλια: την ίδια συνήθεια είχε όταν πήγαινε και σε τάφους μεγάλων αγίων όπως του Αγίου Βαρθολομαίου που του αφαίρεσε το δέρμα. Κατέστειλε μια εξέγερση στην πόλη Τίβολι (1001), αλλά συγχώρεσε τους κατοίκους της κάτι που εξόργισε τους κατοίκους της Ρώμης που ήταν εχθρική πόλη και επαναστάτησαν. Αποσύρθηκε στην Ραβέννα. Στον δρόμο του να ανακαταλάβει την Ρώμη πέθανε στο κάστρο Πατέρνο. Οι αιτίες του πρόωρου θανάτου του είναι κατά μερικούς η ελονοσία από τα έλη γύρω από την Ραβέννα, κατά άλλους δηλητηριάστηκε από την Στεφανία, χήρα του Κρεσέντιου, που τον ερωτεύτηκε.
Πηγή:http://www.ehw.gr/asiaminor/forms/fLemmaBodyExtended.aspx?lemmaId=6151
http://www.impantokratoros.gr/theophanu.el.aspx
https://el.m.wikipedia.org/wiki/%CE%8C%CE%B8%CF%89%CE%BD_%CE%93%CE%84_%CF%84%CE%B7%CF%82_%CE%91%CE%B3%CE%AF%CE%B1%CF%82_%CE%A1%CF%89%CE%BC%CE%B1%CF%8A%CE%BA%CE%AE%CF%82_%CE%91%CF%85%CF%84%CE%BF%CE%BA%CF%81%CE%B1%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1%CF%82
Εκπαιδευτικό Ιστολόγιο με στόχο την ενημέρωση για την Μυθολογία, την Προϊστορία, την Ιστορία και τον ελληνικό πολιτισμό greek.history.and.prehistory99@gmail.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου