Σάββατο 28 Μαΐου 2016

Πολιορκία και Άλωση της Κωνσταντινουπολης 1453 : Οι τελευταίες ημέρες του Βυζαντιου

Κυριακή, 27 Μαΐου 1453. Ο νεαρός καί ακούραστος σουλτάνος ξύπνησε νωρίς, πήρε τή συνοδεία του καί άρχισε νά διατρέχει ολόκληρο τό στρατόπεδο, από τόν Κεράτιο εως τήν Προποντίδα. Οργάνωσε όλες τίς λεπτομέρειες της επίθεσης η οποία θά γινόταν από όλα τά μέρη των τειχών, ενώ ακόμα καί ο στόλος θά προσέγγισε τά θαλάσσια τείχη γιά νά απασχολεί τούς εκεί αμυνόμενους. Διαρκώς ενθάρρυνε τούς στρατιώτες του, οι οποίοι τόν επεφημούσαν: «Αλλάχ Ιλαλλάχ Μωχαμέτ Ρουσολαλλάχ», δηλαδή «υπάρχει μόνο ένας θεός καί ο Μωάμεθ είναι ο προφήτης του.» Κάθε Οθωμανός μαχητής έπαιρνε τή θέση του καί υποχώρηση ή λιποταξία ισοδυναμούσε μέ θάνατο. Ο βομβαρδισμός συνεχιζόταν ακατάπαυστα μαζί μέ τίς προεργασίες της εφόδου. Τό βράδυ άναψαν στό τουρκικό στρατόπεδο χιλιάδες φωτιές οι οποίες συνοδεύοταν από ισάριθμες κραυγές καί αλλαλαγμούς παγώνοντας τίς καρδιές των αμυνομένων. Ο Μωάμεθ βρισκόταν στή σκηνή του, απέναντι από τό Μυρίανδρο καί τό Μεσοτείχιο, περιτριγυρισμένος από τούς αγαπημένους του γενίτσαρους οι οποίοι ήταν περίπου δώδεκα χιλιάδες. Συγκάλεσε πάλι σέ συμβούλιο τούς στρατηγούς, τούς χιλίαρχους, τούς ναυάρχους, τούς πασσάδες καί τούς βεζύρηδες καί τούς απηύθυνε τόν λόγο όπως μας τόν σώζει ο αυτόπτης μάρτυρας Κριτόβουλος. Διαφορετική ήταν η ατμόσφαιρα εντός των τειχών. Ο Λεονάρδος μας πληροφορεί γιά τίς αναρίθμητες λιτανείες των εικόνων καί των λειψάνων των αγίων εκ μέρους των πιστών. Πλήθη από γέροντες, γυναίκες καί παιδιά μέ δάκρυα στά μάτια προσεύχονταν καί έψελναν αδιάκοπα, ακολουθώντας μέ γυμνά πόδια τούς ιερείς, ορθοδόξους καί καθολικούς, κατά μήκος των τειχών, οι οποίοι περιέφεραν τίς εικόνες καί ιδιαίτερα τήν θαυματουργή εικόνα της Οδηγήτριας. Ο βασιλεύς εκάλεσε όλους τούς Ελλήνες καί Ιταλούς ευγενείς, στρατιωτικούς καί πολιτικούς αρχηγούς. Η σκηνή υπήρξε επιβλητική καί ο λόγος του Κωνσταντίνου, όπως σώθηκε από τόν πιστό του φίλο Φραντζή, θά μείνει στήν ιστορία ως ένα ηθικό δίδαγμα γιά τήν στάση των εντίμων καί ηρωϊκών αντρών. Ο λόγος ήταν αντάξιος του Ομηρικού «Υπέρ βωμών καί εστιών», αντάξιος του Λεωνίδα καί των 300 Σπαρτιατών μέ τό «Μολών Λαβέ» καί τό «Ο ξείν αγγέλειν Λακαιδεμονίοις ότι τήδε κείμεθα τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι», αντάξιος των λόγων του Πλάτωνος «Μητρός τε καί Πατρός καί των άλλων προγόνων απάντων τιμιοτέρων εστί πατρίς»: «… παρακαλώ υμάς ίνα στήτε ανδρείως και μετά γενναίας ψυχής, ως πάντοτε έως του νυν εποιήσατε, κατά των εχθρών της πίστεως ημών. Παραδίδωμι δε υμίν την εκλαμπροτάτην και περίφημον ταύτην πόλιν και πατρίδα ημών και βασιλεύουσαν των πόλεων.Καλώς ουν οίδατε, αδελφοί, ότι διά τέσσαρά τινα οφειλέται κοινώς εσμέν πάντες ίνα προτιμήσωμεν αποθανείν μάλλον ή ζήν· πρώτον μεν υπέρ της πίστεως ημών και ευσεβείας, δεύτερον δε υπέρ της πατρίδος, τρίτον δε υπέρ του βασιλέως ως χριστού κυρίου, και τέταρτον υπέρ συγγενών και φίλων. Λοιπόν, αδελφοί, εάν χρεώσταί εσμεν υπέρ ενός εκ των τεσσάρων αγωνίζεσθαι έως θανάτου, πολλώι μάλλον υπέρ πάντων τούτων ημείς, ως βλέπετε προφανώς, και εκ πάντων μέλλομεν ζημιωθήναι. Εάν διά τα εμά πλημμελήματα παραχωρήσηι ο θεός την νίκην τοις ασεβέσιν, υπέρ της πίστεως ημών της αγίας, ήν Χριστός εν τωι οικείωι αίματι ημίν εδωρήσατο, κινδυνεύομεν· ό εστι κεφάλαιον πάντων. Και εάν τον κόσμον όλον κερδήση τις και την ψυχήν ζημιωθή, τι το όφελος; Δεύτερον πατρίδα περίφημον τοιούτως υστερούμεθα και την ελευθερίαν ημών. Τρίτον βασιλείαν την ποτέ μεν περιφανή, νυν δε τεταπεινωμένην και ωνειδισμένην και εξουθενωμένην απωλέσαμεν, και υπό του τυράννου και ασεβούς άρχεται. Τέταρτον δε και φιλτάτων τέκνων και συμβίων και συγγενών υστερούμεθα. Μετά τό λόγο του ο Παλαιολόγος αγκάλιασε όλους τούς παρευρισκομένους καί τούς ζήτησε νά τόν συγχωρέσουν άν ποτέ τούς έβλαψε σέ κάτι. Καί όλοι Βενετοί, Γενουάτες, Ελληνες ενωτικοί καί Ελληνες ανθενωτικοί αγκάλιασαν ο ένας τόν άλλο ξέροντας ότι ζούν τίς τελευταίες ώρες της ζωής τους. Υποσχέθηκαν ότι δέν θά τρέξουν νά σώσουν τίς οικογένειές τους ή τίς περιουσίες τους, αλλά θά αγωνίζονταν γιά τήν πατρίδα μέχρι τελικής πτώσης. (Mάλιστα σύμφωνα μέ τόν Pears, οι μαχητές πού πήγαν στό εξωτερικό τείχος, έκλεισαν τίς πύλες του εσωτερικού τείχους, πίσω από τήν περίβολο, ώστε νά είναι αδύνατη η υποχώρηση. Τόσο αποφασισμένοι ήταν νά πολεμήσουν μέχρις εσχάτων). Καί από πέτρα νά ήταν κάποιος γράφει ο Φραντζής δέν θά ήταν δυνατό νά μήν δακρύσει στούς τελευταίους εναγκαλισμούς των αμυνομένων. Ο αυτοκράτορας χαιρέτησε λέγοντας το προφητικό εκείνο: «Στέφανος αδαμάντινος εν ουρανοίς εναπόκειται ημίν καί μνήμη αιώνιος καί άξιος εν τω κόσμω έσεται.« Τότε τελείως αυθόρμητα συνέβη μία τραγική καί απροσδόκητη σκηνή. Σύσσωμος ο λαός άρχισε νά συρρέει πρός τήν Αγία Σοφία, τήν οποία είχαν εγκαταλείψει μετά τήν κοινή λειτουργία μέ τούς καθολικούς πού είχε γίνει στίς 12 Δεκεμβρίου 1452. Η απέραντη εκκλησία γέμισε από δεκάδες χιλιάδες πιστούς οι οποίοι μαζί μέ τόν βασιλιά, τήν αριστοκρατία, τόν κλήρο, τέλεσαν τήν τελευταία λειτουργία, στίς 28 Μαΐου 1453, προσευχόμενοι γιά τή σωτηρία της Βασιλεύουσας. Η λαμπρότερη εκκλησία πού κατασκευάστηκε  ποτέ ζούσε τήν αγωνία της γερασμένης αυτοκρατορίας πού πέθαινε. Εκείνες οι ψαλμωδίες μας διαβεβαιώνει ο μεγάλος δάσκαλος Σλουμβερζέ θά αντηχούν αιώνια στήν ελληνική ψυχή. Tό τελευταίο βράδυ ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος έφιππος μαζί μέ τόν αχώριστο σύντροφό του Φραντζή, έκαναν επιθεώρηση στά τείχη, προσπαθώντας νά εντοπίσουν τά αδύνατα σημεία των ρηγμάτων καί νά εμψυχώσουν τούς άγρυπνους σκοπούς. Αργά τή νύκτα χώρισαν καί δέν έμελλαν νά ξαναδούν ο ένας τόν άλλον. Στό στρατόπεδο του κατακτητή τά φώτα όλα ήταν σβησμένα καί όλοι περίμεναν τό σύνθημα της επίθεσης. Τήν σιωπή τήν συνόδευε μία αποπνικτική ομίχλη η οποία σύμφωνα μέ τούς ουλεμάδες του σουλτάνου προανήγγειλε τήν πτώση της πόλης. Η έσχατη επίθεσις άρχισε τίς πρώτες πρωϊνές ώρες, τή νύκτα της Δευτέρας 28 Μαΐου πρός τήν Τρίτη 29 Μαΐου, πρός όλα τά σημεία των τειχών, καί από τή στεριά καί από τή θάλασσα. Η κύρια βέβαια έφοδος έγινε στήν κοιλάδα του Λύκου, μεταξύ της Πύλης του Ρωμανού καί τήν Πύλη της Αδριανουπόλεως, εκεί πού τό εξωτερικό τείχος είχε καταρρεύσει τελείως, οι τέσσερεις πύργοι είχαν κατεδαφισθεί καί στήν θέση τους βρίσκοταν ένα αυτοσχέδιο πλέγμα από δοκάρια, κλαριά καί βαρέλια γεμάτα μέ χώμα καί πέτρες. «Αλλάχ αλλάχ λαχιλαλλάχ» κραύγαζαν οι επιτιθέμενοι τήν ώρα πού ορμούσαν στά τείχη. «Τη Υπερμάχω Στρατηγώ τά νικητήρια» απαντούσαν οι αμυνόμενοι από τό πάνω μέρος των τειχών, τήν ώρα πού εκσφενδόνιζαν σύννεφα από βέλη καί πέτρες καί έριχναν καυτό λάδι καί υγρό πύρ στούς βαρβάρους. Σύμφωνα λοιπόν μέ τό Barbaro, ο Μεχμέτης διαίρεσε τό στρατό του σέ τρία σώματα, τό κάθε ένα αποτελούμενο από πενήντα χιλιάδες άντρες. Τό πρώτο σώμα αποτελείτο από Χριστιανούς (Greace, Latini, Panones, Boetes, ex omunium Christianorum regionibus Teucris commixti) καί από άτακτους μουσουλμάνους, βαζιβουζούκους οι οποίοι πολεμούσαν χωρίς οπλισμό καί θωράκιση, παρά μόνο μέ ένα γιαταγάνι στό χέρι. Τό δέυτερο σώμα αποτελείτο από τακτικά στρατεύματα μέ θωράκιση καί τό τρίτο από τούς επίλεκτους μεταξύ των οποίων οι τρομεροί γενίτσαροι οι οποίοι ξεχώριζαν από τά λευκά σαρίκια. Οι άτακτοι λοιπόν επιτέθηκαν πρώτοι, πέρασαν τήν τάφρο καί μέ εκατοντάδες σκάλες επιχείρησαν νά ανέβουν στά τείχη. Βέλη, ακόντια, πέτρινες καί μολυβένιες σφαίρες έριχνε ο ένας αντίπαλος στόν άλλο χρησιμοποιώντας τόξα, σφενδόνες, τουφέκια καί άλλα πολεμικά όπλα της εποχής. Ιδού η αφήγησις του Barbaro: «Οι ημέτεροι παραχρήμα κατέρριπτον τάς κλίμακας εκείνας χαμαί μεθ’απάντων των κρατούντων αυτάς, καί άπαντες εκείνοι παραχρήμα εφονεύοντο, πρός τούτοις δέ οι ημέτεροι έρριπτον από των επάλξεων κάτω μεγάλους λίθους ούτως, ώστε ολίγοι εκείνων ηδύναντο νά διασώσωσι τήν ζωήν αυτών. Όσοι ήρχοντο υπό τά τείχη, τόσοι εφονεύοντο, καί ότε οι φέροντες τάς κλίμακας έβλεπον αυτούς ούτω φονευομένους, ήθελον νά επιστρέψωσιν οπίσω πρός τό στρατόπεδον, όπως μή φονευθώσιν υπό των λίθων. Καί ότε οι άλλοι Τούρκοι, οι Τσαούσηδες, οι ευρισκόμενοι όπισθεν έβλεπον, ότι εκείνοι έφευγον, πάραυτα κατέκοπτον αυτούς μέ τά γιαταγάνια αυτών καί ηνάγκαζον νά επιστρέψωσιν εις τά τείχη ούτως, ώστε κατά πάντα τρόπον συνέπιπτε ναποθάνωσιν τήν μίαν φοράν ή τήν άλλην.» Οι Ελληνες καί οι Ιταλοί πολεμούσαν σαν λεοντάρια καί ιδιαιτέρως ο Ιουστινιάνης καί ο Αυτοκράτορας οι οποίοι κρατούσαν τό πιό αδύνατο σημείο στήν Πύλη του Αγίου Ρωμανού. Τό πρώτο κύμα της εφόδου τό μόνο πού κατάφερε ήταν νά κουράσει τούς αμυνόμενους καί στό τέλος αποδεκατίσθηκε. Υστερα από δύο ώρες ο σουλτάνος επέτρεψε στούς επιζώντες νά υποχωρήσουν. Αλλωστε αυτός ήταν ο σκοπός αυτής της εφόδου: να κουραστούν οι αμυνόμενοι καί νά αποδεκατιστούν οι άτακτοι καί οι τυχοδιώκτες. Αργότερα μέ τό πρώτο λυκαυγές όρμησε τό δεύτερο κύμα, τακτικού στρατού, άριστα εξοπλισμένοι, οι οποίοι δέν είχαν ανάγκη από τσαούσηδες νά τούς παρεμποδίζουν τήν υποχώρηση, γιατί αυτοί οι γενναίοι μαχητές δέν υποχωρούσαν αλλά θεωρούσαν τιμή τους νά πεθάνουν γιά τόν σουλτάνο καί τόν Αλλάχ. Ας αφήσουμε τώρα τόν επίσης αυτόπτη Κριτόβουλο νά μας διηγηθεί τήν δεύτερη έφοδο των τουρκικών στιφών: «Έπειτα μέγας βοήσας ο βασιλεύς Μεχεμέτης καλεί τούς υπασπιστάς καί οπλίτας καί τό άλλο άγημα. Οι δ’ευθύς ξύν βοή καί αλαλαγμώ φρικαλέω διαβάντες τήν τάφρον προσέμειξαν τω έξω τείχει· τό δέ όλον κατέριπτο ταίς μηχαναίς· σταυρώματα δέ μόνον ήσαν αντί τείχους αυτού μεγάλων δοκών καί φάκελοι κλημάτων καί άλλης ύλης καί αμφορείς μεστοί γης. Ενταύθα ξυνίσταται μάχη κρατερά εκ χειρών αγχεμάχοις όπλοις, των μέν οπλιτών καί υπασπιστών αγωνιζομένων βιάσασθαι τε τούς προμαχομένους καί επιβήναι του σταυρώματος των δέ Ρωμαίων καί Ιταλών αποσασθαί τε τούτους καί φυλάξαι τό σταύρωμα. Ούτως ουν ευρώστως καί γενναίως αγωνιζομένων αμφοτέρων καί μαχομένων, τό πλέον της νυκτός παρελήλυθε· καί εκράτουν καί οι Ρωμαίοι καί Ιουστίνος μετά των ξύν αυτώ, κατέχοντες τε ασφαλώς τό στάυρωμα καί φυλάσσοντες, καί αμυνόμενοι τούς επιόντας γενναίως.» Αντεξαν λοιπόν καί τό δεύτερο τρομερό κύμα εφόδου οι Ρωμηοί, οι Βενετοί καί οι Γενουάτες. Όλοι οι αμυνόμενοι διακρίθηκαν καί περισσότερο, σύμφωνα μέ τόν Σλουμβερζέ οι τρείς Ιταλοί αδελφοί Boccardi, καί οι αρχηγοί Τρεβιζάνος καί Minotto πού μάχονταν στό ανάκτορο του Πορφυρογέννητου (Τεκφούρ Σεράϊ). Καί ίσως αυτό νά ήταν τό κρισιμότερο σημείο της μάχης. Η Πόλις άντεχε, κανένας Τούρκος δέν είχε καταφέρει νά περάσει τό σταύρωμα καί τά τείχη, καί ο σουλτάνος αγανακτούσε μέ τήν αποτυχία. Αρχίσαν νά χαμογελουν οι αμυνόμενοι παρά τήν κούραση καί τήν αϋπνία πού τούς είχαν εξαντλήσει. Ο Μωάμεθ αν καί είχε χάσει τήν ψυχραιμία του, βλέποντας πλήθος τούς νεκρούς των στρατιωτών του, οργάνωσε αμέσως τήν τρίτη έφοδο. Πλησίασε τούς γενίτσαρους, τούς εξόρκισε νά πολεμήσουν γιά τήν πίστη τους καί τό πρωΐ πλέον της 29ης Μαΐου, όπου ο ήλιος είχε ήδη ανατείλλει, όρμησε τό τρίτο κύμα κατά των τειχών. Καί ενώ μαίνοταν η μάχη στήν περίβολο, μεταξύ του εσωτερικού καί του εξωτερικού τείχους, ο Θεός, όπως λέει καί ο Βενετός ιστορικός είχε πάρει τήν απόφασή του. Εκεί πού τό χερσαίο τείχος πλησίαζε πρός τόν Κεράτιο Κόλπο, κοντά στό Παλάτι του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, υπήρχε ανοικτή μία μικρή πόρτα. Η μισή ήταν κάτω από τό επίπεδο του εδάφους καί λεγόταν Κερκόπορτα ή πύλη του κίρκου, επειδή οδηγούσε σέ ένα ιπποδρόμιο (κίρκο) έξω από τά τείχη. Επειδή λοιπόν είχε φέξει οι Γενίτσαροι πού τριγύριζαν στήν περίβολο παρατήρησαν τήν ανοικτή πύλη καί αμέσως πενήντα από αυτούς εισέβαλλαν στήν πόλη. Αφού εύκολα εξουδετέρωσαν όσους μάχονταν πάνω στά τείχη πέταξαν τίς σημαίες μέ τό Δικέφαλο Αετό καί τό Λεοντάρι του Αγίου Μάρκου καί έστησαν μπαϊράκια μέ τήν ημισέληνο. Οι διψασμένοι γιά λάφυρα Οθωμανοί αμέσως έτρεξαν στή Μονή της Χώρας (Καχριέ τζαμμί) καί τήν λεηλάτησαν ενώ εκεί κατέστρεψαν τήν περίφημη εικόνα της Οδηγήτριας, τό παλλάδιον της Θεοφύλακτης Πόλης, πού είχε σχεδιάσει ο Ευαγγελιστής Λουκάς. «Η Πόλις Εάλω» αντήχησε από στόμα σέ στόμα σπέρνοντας τόν πανικό στίς ψυχές των Ελλήνων. Τήν ίδια στιγμή στό σημείο της Πύλης του Ρωμανού, όπου συνεχίζοταν η μάχη σώμα μέ σώμα, τραυματίστηκε ο Ιουστινιάνης, ο οποίος αποφάσισε νά εγκαταλείψει τόν αγώνα καί νά αποσυρθεί στήν γαλέρα του γιά νά γιατρευτεί. Ο Κωνσταντίνος μάταια τόν ικέτευσε νά παραμείνει στό πεδίο της μάχης, αλλά ο Γενοβέζος επέμεινε καί έφυγε παίρνοντας μαζί του αρκετούς Ιταλούς μαχητές. Κατόρθωσε νά φτάσει στό καράβι του όπου πέθανε πλέοντας πρός στήν Χίο. Οι περισσότεροι συγγραφείς της εποχής κατακρίνουν τόν Ιουστινιάνη γιά τήν ατολμία της στιγμής ή οποία ήταν η αιτία νά κλονιστεί  η άμυνα σέ εκείνο ακριβώς τό σημείο καί οι Τούρκοι νά εισβάλλουν στό εσωτερικό της Πόλης. Ο Παλαιολόγος τότε έβγαλε τήν αυτοκρατορική του στολή, διατηρώντας τά ερυθρά πέδιλα μέ τούς χρυσούς δικέφαλους αετούς, γύρισε στόν Καντακουζηνό καί του είπε: «Υπάγωμεν πρός τόν θάνατο,» ενώ κατά άλλους είπε: «Γίνεται εγώ νά είμαι ζωντανός καί η Πόλις νά έχει κυριευτεί; Ας βρεθεί ένας χριστιανός νά μου πάρει τό κεφάλι.» Ακολουθούμενος από τούς πιστούς του: Θεόφιλο Παλαιολόγο, Ιωάννη Δαλμάτη, Δημήτριο Καντακουζηνό καί τόν Φραγκίσκο από τό Τολέδο της Γρανάδας, όρμησε στό πλήθος των βαρβάρων καί εχάθη μαχόμενος σάν απλός στρατιώτης, τό πρωΐ της 29ης Μαΐου, ημέρα Τρίτη. Ο πρώτος Τούρκος πού θά ανέβαινε στό τείχος θά κέρδιζε τήν μεγαλύτερη αμοιβή από τόν σουλτάνο καί ήταν ένας γενίτσαρος μέ τό όνομα Χασάν. Ο Χασάν ήταν γεννημένος Ελληνας από τήν Βιθυνία της Μικράς Ασίας αλλά είχε τήν τύχη των παιδιών πού τά άρπαζαν οι Οθωμανοί καί τά στρατολογούσαν στό σώμα των γενιτσάρων. Ελληνας λοιπόν παρέδωσε τήν Πόλη στόν σουλτάνο καί πρέπει νά ξέρουμε ότι όσους ήρωες γέννησε αυτός ο τόπος, άλλους τόσους καί ίσως περισσότερους προδότες γέννησε καί συνεχίζει νά γεννά. 
Πηγή: https://chilonas.com/2013/05/29/httpwp-mep1op6y-xy/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου