Τετάρτη 3 Αυγούστου 2016

Τα ερωτικά ειδύλλια των Ελλήνων την περίοδο της Τουρκοκρατίας και της Ελληνικής Επανάστασης 1821

Η Κυρα-Φροσύνη όπως έγινε γνωστή η Ευφροσύνη Βασιλείου (1773 - 1801) συνδέθηκε με την ιστορία του Αλή Πασά των Ιωαννίνων και το τραγικό τέλος της στις 11 Ιανουαρίου του 1801 τραγουδήθηκε σε δημοτικά τραγούδια αλλά έγινε και όπερα, μυθιστόρημα και ταινία. Υπήρξε μητέρα δύο παιδιών και σύζυγος του εμπόρου και προκρίτου των Ιωαννίνων Δημητρίου Βασιλείου -επίσης ανιψιά του μητροπολίτη Λάρισας και μετέπειτα Ιωαννίνων Γαβριήλ Γκάγκα. Ο Αλή Πασάς αποφάσισε να την εκτελέσει μαζί με άλλες 17 συντοπίτισσές της δια πνιγμού στη λίμνη των Ιωαννίνων, με την επίσημη αιτιολογία ότι ζούσαν ανήθικα, κάτι για το οποίο έχουν εκφραστεί αμφιβολίες και η Ευφροσύνη Βασιλείου έφτασε να θεωρείται έως και θύμα πολιτικών διώξεων. Η Φροσύνη φημιζόταν για την ομορφιά της, το γένος της και πιθανά τη μόρφωσή της. Κάποια στιγμή φέρεται να απέκτησε ερωτικό δεσμό με τον πρωτότοκο γιο του Αλή Πασά, τον Μουχτάρ, ηλικίας 32 ετών τότε. Ο έμπορος σύζυγός της έλειπε εκείνη την εποχή στη Βενετία, είτε για καθαρά δικούς του λόγους, είτε πιθανόν για να αποφεύγει τις οικονομικές απαιτήσεις του Αλή Πασά. Πιθανόν να έλειπε και για να αποφεύγει να τοποθετείται στο επίμαχο ζήτημα της ερωτικής σχέσης της γυναίκας του με τον Μουχτάρ. Κατά τις απουσίες του προκρίτου Βασιλείου, η Φροσύνη συναντιόταν ερωτικά με τον φιλήδονο, γλεντζέ και ανέμελο όπως περιγράφεται γιο του Αλή Πασά. Οι περισσότεροι παρουσιάζουν αυτή τη σχέση και ως τη μοναδική αιτία της καταδίκης της Φροσύνης. Η σύζυγος του Μουχτάρ δεν ήταν τυχαίο πρόσωπο, αλλά κόρη του Πασά του Βερατίου στον οποίο ο Αλή Πασάς δεν ήθελε να δώσει αφορμές αφού χάρη σε εκείνον ήλεγχε σημαντικό τμήμα της Αλβανίας. Εξάλλου η αδελφή της είχε παντρευτεί τον άλλο γιο του Αλή Πασά και ήταν κι αυτή σύμφωνη στο να εκδηκηθούν τη Φροσύνη και τις γυναίκες με τις οποίες την απατούσε ο δικός της σύζυγος. Την ώρα της σύλληψης της Φροσυνης, φέρεται εκείνη να του είπε τρομαγμένη "Δεν ντρέπεσαι να μπαίνεις νύχτα;" και εκεινος να της απάντησε "Μη φοβάσαι μπιρό μου, μόνο ντύσου καλά να μην κρυώσεις" Στη συνέχεια εκείνος αναχώρησε για το κάστρο του. Στο σπίτι του Γιάγκα σταδιακά κατέφθαναν οι γυναίκες που είχε ειδοποιήσει η σύζυγός του. Αργότερα οδηγήθηκαν εκεί άρον-άρον και αρκετές γυναίκες ελευθερίων ηθών που είχαν συλληφθεί από άνδρες του Αλή Πασά σε διάφορα σημεία της πόλης. Οι γυναίκες οδηγήθηκαν όλες μαζί σε βάρκες και συνειδητοποιησαν τι τις περίμενε στα παγερά νερά της λίμνης. Όντως οι δήμιοι τις έριξαν στο νερό -δεμένες και όχι μέσα σε σακί όπως ήταν η ισλαμική συνήθεια. Και για τις δεκαεπτά ή δεκαοκτώ γυναίκες αποφασίσθηκε η ταυτόχρονη σφράγιση των σπιτιών τους και η δήμευση των περιουσιών τους. Ο Μουχτάρ φέρεται να έγινε το εξής απλησίαστος και βλοσυρός.
Η Βασιλική Κονταξή (1789 - 1834) ήταν Ελληνίδα ευνοούμενη, προστατευόμενη και τελευταία σύζυγος του Αλή πασά των Ιωαννίνων. Γεννήθηκε στο χωριό Πλισιβίτσα (Πλαίσιο) των Φιλιατών το 1789 και πέθανε στο Αιτωλικό το 1834. Ήταν κόρη του προκρίτου της κωμόπολης Πλισιβίτσας Κίτσου Κονταξή και αδελφή του οπλαρχηγού Γεωργίου Κίτσου και των Νικολάου και Ιωάννη Κονταξή. Γύρω στα 1805 συνελήφθη από άντρες του Αλή πασά, που είχε διατάξει λεηλασία της περιοχής Πλισιβίτσας και σφαγή των κατοίκων. Σαγηνευμένος ο Αλής από την ευφυΐα και την ομορφιά της τη νυμφεύτηκε (1808), παρότι ήταν νυμφευμένος με την Εμινέ, η οποία αντέδρασε, αλλά χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Ζούσε στο παλάτι του Αλή, κρατώντας τη χριστιανική της πίστη, μετατρέποντας μάλιστα και ένα από τα δωμάτιά της σε εκκλησία, όπου καλούσε ιερέα και λειτουργούσε. Ασκούσε μεγάλη επίδραση στον Αλή υπέρ των Ελλήνων και ίσως γνώριζε και για το μυστικό της Φιλικής Εταιρείας. Στάθηκε στον Αλή κατά την πολιορκία του από τα σουλτανικά στρατεύματα και κατέφυγε μαζί του (Δεκέμβριος 1821) στο νησάκι της Παμβώτιδας, στη μονή του Αγίου Παντελεήμονα. Τον Ιανουάριο του 1822, μετά τη δολοφονία του Αλή, συνελήφθη και μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου απελευθερώθηκε με τη μεσολάβηση του Πατριάρχη Άνθιμου του Γ΄ και παρέμεινε στο Πατριαρχείο για έξι χρόνια. Μετά την ήττα του στόλου Τούρκων και Αιγυπτίων στη ναυμαχία του Ναυαρίνου η Υψηλή Πύλη πήρε αυστηρά μέτρα και συνέλαβε την Κυρα-Βασιλική και όλους τους άλλους που είχαν μεταφερθεί μαζί της στην Κωνσταντινούπολη και τους εξόρισε στην Προύσα ως υπόπτους, αλλά τον Οκτώβριο του 1829 της δόθηκε η άδεια να επιστρέψει στην Ελλάδα, όπου παρέμεινε για λίγο (1830) στο ιδιόκτητο κτήμα της, στο χωριό Βοϊβόντα (Βασιλική Καλαμπάκας), που της ανήκε ως τσιφλίκι και που προς τιμή της ονομάσθηκε Βασιλική. Εκεί με έξοδά της είχε ανεγείρει ναό του Αγίου Νικολάου (1818). Με κίνδυνο να γίνω κουραστικός, για κάθε ηγετική φυσιογνωμία του '21 παραθέτω πληθώρα πηγών». «Στόχος μου δεν είναι να σκανδαλίσω επ' ουδενί λόγω», συμπληρώνει ο κ. Σκιαθάς, «ούτε βέβαια να απομυθοποιήσω τους πρωτεργάτες της Ελληνικής Επανάστασης. Ηθελα, όμως, να δείξω ότι, εκτός από παλικάρια και τουρκοφάγοι, ήταν στην καθημερινότητά τους και άνθρωποι. Και όμως, επιμένουμε να τους παρουσιάζουμε ως ήρωες ακηλίδωτης ηθικής». Σημειωτέον ότι ήδη ετοιμάζεται και ο δεύτερος τόμος αυτής της «πατριωτικής» σεξουαλικής «Βίβλου», με τον Αθανάσιο Διάκο, τον Παπαφλέσσα, τον Αναστάση Μαυρομιχάλη (γιο του Πετρόμπεη), τον πρωταγωνιστή στην πολιορκία του Μεσολογγίου Δημήτρη Μακρή κ.ά. Η ποικιλία των ερωτικών ανδραγαθημάτων που πλαισιώνουν τον αιματοβαμμένο Ξεσηκωμό του Γένους είναι μεγάλη. Η σεξουαλική ασυδοσία του καπετάν Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη του Μοριά, οι δύο γάμοι, ο γάμος της κόρης της Μπουμπουλινας, Ελένης με τον Πάνο Κολοκοτρώνη, πρωτότοκο γιο του Γέρου του Μοριά, ο «μινίστρος του  πολέμου» Ιωάννης Κωλέττης που θα κάνει «μορόζα» τη γυναίκα του Χρήστου Παλάσκα (τον ίδιο θα τον στείλει να σφαγιαστεί από τον Ανδρούτσο), αλλά και θα κορτάρει τη Μαρκησία Πουιζεράν, όταν ντυμένος με φουστανέλα και βελούδινο γιλέκο παρελαύνει, τα πρώτα χρόνια του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, στα γαλλικά σαλόνια. Αλλά και ο ατυχής έρωτας της «ωραίας Μυκονίας» Μαντώς Μαυρογένους με τον «με φωνήν έρρινον και άχρουν» Δημήτρη Υψηλάντη. Οσο για τον Ανδρέα Λόντο που στις 23 Μαρτίου 1821 ύψωνε τη σημαία του Αγώνα, το 1840 ηράσθη σφόδρα την ιταλίδα πριμαντόνα Ρίτα Μπάσο (την πρώτη θηλυκή θεατρίνα που αντίκριζαν οι Αθηναίοι). Ο γερο-Κολοκοτρώνης θα περιγράψει ως εξής το «αδιάντροπον» του φορέματός της: «Eίδα πράγμα οπού δεν το είδα άλλη φορά, τόσων χρονών οπού είμαι, οι γυναίκες ως τώρα ήξευρα πώς εφούσκωναν απ' ομπρός, εις τας Αθήνας είδα ότι φουσκώνουν από πίσω». Ειδική μνεία, βέβαια, και στον διαβόητο για τη «ζωώδη βωμολοχία» του Γεώργιο Καραϊσκάκη. Οταν το 1822 ο Χουρσίτ πασάς του παραγγέλνει από τη Λάρισα να δηλώσει υποταγή, ο Αητός της Ρούμελης δεν θα μασήσει τα λόγια του: «Μου γράφεις ένα μπουγιουρντί, λέγεις να προσκυνήσω· κι εγώ πασά μου ρώτησα τον πούτζο μου τον ίδιον, κι αυτός μου αποκρίθηκε να μη σε προσκυνήσω· κι αν έλθης κατ' επάνω μου ευθύς να πολεμήσω». Ο «γιος της καλογριάς», παρότι πιστός οικογενειάρχης, κουβαλά πάντα μαζί του στις μάχες μια εκχριστιανισμένη Τουρκοπούλα ντυμένη ανδρικά. Τη λέγανε Μαριώ, αλλά τη φωνάζανε «Ζαφείρη» : «Ηταν στρογγυλοπρόσωπη, με μαύρα μάτια και μια κοτσίδα γύρω στο κόκκινο φέσι με τη γαλάζια φούντα» θα γράψει ο επιφανής λόγιος και ιστοριοδίφης Γιάννης Βλαχογιάννης σε άρθρο του στην «Εστία» το 1917: «Φορούσε άσπρες μπαμπακερές κάλτσες, άσπρο φλοκωτό σακκάκι, φουστανέλλα και στο σελλάχι δυο μπιστόλια και ένα γιαταγάνι και στο χέρι ένα ελαφρό ντουφέκι. Ο Καραϊσκάκης, αρρωστιάρης και μακριά από τους δικούς του, είχε ανάγκη από τη φροντίδα μιας γυναίκας». Μια φορά που η Καπετάνισσα ζήλεψε την παρουσία της Μαριώς στο πλάι του, ο Καραϊσκάκης αποπειράθηκε να την κατευνάσει ως εξής: «Εγνοια σου, μουρή, έχω και για σένα πούτσο. Μη μου χολιάζεις». Και ένα βιβλίο με τα ερωτικά του '21 σαν αυτο του κ. Σκιαδα θα δώσει με τη σειρά του να καταλάβουμε λίγο βαθύτερα την εποχή, να πάρουμε μια γεύση από τις προτεραιότητες των ανθρώπων, αλλά και τις δευτεραιότητές τους. Θα μας βοηθήσει να αισθανθούμε ότι ακόμη και η Επανάσταση του '21 έγινε από εσένα και από μένα, δηλαδή από καθημερινούς ανθρώπους που βρέθηκαν σε μια επαναστατική κατάσταση και μπήκαν σε αυτήν, άλλος περισσότερο, άλλος λιγότερο. «Δεν αρκεί να εντοπίσεις τα ίχνη, αλλά και να μπεις στον κώδικα του κόσμου εκείνης της εποχής» τονίζει ο κ. Θεοτοκάς. «Και δεν είναι μόνο ο κώδικας ηθικής. Είναι ο κώδικας διατύπωσης του πάθους, του έρωτα που πρέπει να ανασυσταθεί για να μπουν όλα αυτά σε μια τάξη. Οι παλιοί είχαν άλλους τρόπους, άλλες λέξεις, άλλα σήματα και σημάδια. Για παράδειγμα, στα κλέφτικα τραγούδια το ερωτικό στοιχείο είναι απομονωμένο, η όποια αναφορά έχει απόσταση από τη σωματικότητα των ανθρώπων. Δεν θα μιλήσεις  για το στήθος της γυναίκας, αλλά για την κορμοστασιά της».
Πηγή: https://el.m.wikipedia.org/wiki/Κυρά_Φροσύνη
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Βασιλική_Κονταξή
http://www.tovima.gr/vimagazino/views/article/?aid=602495

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου