Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2016

Μεσαιωνική Ήπειρος : Απο την Ρωμαϊκή περίοδο έως την Βυζαντινή Εποχή και την Οθωμανική κατάκτηση

Η 'Ηπειρος υπαγόταν από το 167 π.Χ. στην αχανή ρωμαϊκή επαρχία της Μακεδονίας ως το 27 π.Χ., οπότε είχε υπαχθεί στη νεοιδρυθείσα ρωμαϊκή επαρχία της Αχαϊας. Το 48-45 π.Χ. ιδρύθηκαν στο έδαφός της από τον Καίσαρα δυο ρωμαϊκές αποικίες, το Βουθρωτό και η Φωτική (Παραμυθιά), που η επικράτειά της εκτεινόταν σε ολόκληρη τη Θεσπρωτία. Μετά τη ναυμαχία του Άκτιου (31 π.Χ.), ο νικητής Οκταβιανός Αύγουστος ίδρυσε κοντά στη σημερινή Πρέβεζα μια από τις μεγαλύτερες πόλεις της Βαλκανικής, τη Νικόπολη, που η επικράτειά της («χώρα») είχε συμπεριλάβει μέσα στα όριά της το έδαφος των νομών Πρέβεζας και Άρτας, καθώς και μέρος του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Την Ήπειρο διέσχιζαν παρακλάδια της ρωμαϊκής Εγνατίας οδού, που εξασφάλιζαν την επικοινωνία με την Κεντρική και Νότια Ελλάδα.
Στις αρχές του 2ου μ.Χ. αιώνα η Ήπειρος γνώρισε τη μεγαλύτερη ακμή της, όταν στο πλαίσιο αναδιοργάνωσης της επαρχιακής διοίκησης από τον αυτοκράτορα Τραϊανό (98-117 μ.Χ.), αποτέλεσε αυτόνομη επαρχία με πρωτεύουσα τη Νικόπολη, όπου είχε την έδρα του ο Ρωμαίος επίτροπος-διοικητής της επαρχίας. Η ακμή της διάρκεσε ενάμιση περίπου αιώνα και συγκεκριμένα ως το 235 μ.Χ., οπότε με την κρίση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και τις επακόλουθες βαρβαρικές επιδρομές δέχτηκε και αυτή όλες τις αρνητικές συνέπειες. Μετά από μισό αιώνα παρακμής, η Ήπειρος κατάφερε να ορθοποδήσει μόνο στα χρόνια του Διοκλητιανού (Τετραρχία), με τις διοικητικές του μεταρρυθμίσεις που αποσκοπούσαν στην ίδρυση μικρότερων επαρχιών. Τότε η Ήπειρος διαιρέθηκε σε δυο επαρχίες, στην «Παλαιά Ήπειρο» (Epirus Vetus) και τη «Νέα Ήπειρο» (Epirus Nova), που υπάγονταν στη «Διοίκηση» των Μοισιών. H «Παλαιά ΄Ηπειρος», με πρωτεύουσα τη Νικόπολη, που υπαγόταν από την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου στη «Διοίκηση» της Μακεδονίας, είχε μέσα στα όριά της, εκτός από την Ακαρνανία, ολόκληρη την Ήπειρο ως τα Κεραύνια όρη, καθώς και τρία νησιά του Ιονίου, την Κέρκυρα, τη Λευκάδα και την Ιθάκη. Η Ήπειρος περιήλθε στην ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία (Βυζάντιο), όταν διαιρέθηκε η αυτοκρατορία το 395 μ.χ..
Η Νικόπολη (πόλη της νίκης), χτίστηκε κατ’ εντολήν του αυτοκράτορα Αύγουστου Οκταβιανού, πρώτου αυτοκράτορα της Ρώμης, για να τιμήσει τους θεούς, κυρίως τον «Άκτιο Απόλλωνα» ή τον Ποσειδώνα και τον Άρη για τη νίκη που του έδωσαν κατά του Μάρκου Αντωνίου και της Κλεοπάτρας στη μεγάλη Ναυμαχία του Ακτίου, το 31 π.Χ.. Μετά την Ναυμαχία του Ακτίου επήλθε το τέλος της Ελληνιστικής Εποχής και η αρχή της Ρωμαϊκής περιόδου και η πλήρης επικράτηση του Αυγούστου Οκταβιανού. Για να συνοικίσει τη Νικόπολη ο Αυτοκράτωρ Αύγουστος Οκταβιανός, μετέφερε από παντού κατοίκους παλιών πόλων κατεστραμμένων ή και άλλων που εξακολουθούσαν να υπάρχουν. Η ίδρυση της Νικόπολης δεν υπαγορεύτηκε μόνο από την ανάμνηση της νίκης του Οκταβιανού, αλλά αποσκοπούσε κατά κύριο λόγο στο στρατιωτικό έλεγχο της δυτικής Ελλάδας από τους Ρωμαίους, καθώς και στην οικονομική ενίσχυση της περιοχής η οποία είχε περιέλθει σε κατάσταση πλήρους ερήμωσης μετά την καταστροφή από το Αιμίλιο Παύλο. Η Νικόπολη είχε δικό της νομισματοκοπείο το οποίο παρήγαγε εξαίρετης ποιότητας χαλκά νομίσματα. Η Νικόπολη, άκμασε πολύ σύντομα και σύμφωνα με κάποιες απόψεις ιστορικών έφθασε να έχει πληθυσμό 300.000 κατοίκους, στο έτος 293 μ.Χ., όταν ήταν πρωτεύουσα της Ηπείρου.“Πόλις ευανδρούσα, λαμβάνουσα καθ ημέραν επίδοσιν”, γράφει ο Στράβων αναφερόμενος στην Νικόπολη. Η Νικόπολη πολύ γρήγορα εξελίχθηκε σε πλούσια, πολυάνθρωπη, μεγάλη πόλη και πρωτεύουσα της Ηπείρου, η μεγαλύτερη πόλη όλης ίσως της χερσονήσου του Αίμου. Η συνολική της έκταση εκτιμάται ότι θα έφτανε περίπου τα 1500 τετρ. μίλια (4000 τετρ. χλμ.), όταν ο μέσος όρος των «χωρών« των πόλεων της Γαλατίας και της Μ. Ασίας ήταν γύρω στα 600 τετρ. μίλια. Φαίνεται καθαρά η μεγάλη έκταση που είχε η «χώρα» της Νικόπολης, όπως ακριβώς μαρτυρεί ο Στράβωνας. Λόγω της ιστορικής της σημασίας, η Νικόπολη ήταν μια «πόλις αίγλη» για τους Ρωμαίους. Γι αυτό και κατασκεύασαν εκεί σημαντικότατα δημόσια έργα. Ρωμαϊκά τείχη με αμυντικούς πύργους, Βουλευτήριο, Εμπορικά Κτίρια, Αμφιθέατρο, Λουτρά (Θέρμες), Μνημείο Αυγούστου Οκταβιανού με ενσωματωμένα 36 έμβολα πλοίων της Κλεοπάτρας, Θέατρο Αυγούστου Οκταβιανού (2.000 θέσεων), Ρωμαϊκό Στάδιο (10.000 θέσεων), Ρωμαϊκό Ωδείο (800 θέσεων), αλλά το κυριότερο τεχνικό έργο είναι το Ρωμαϊκό υδραγωγείο μήκους 50 Km με το οποίο έφερναν πόσιμο νερό από τις πηγές του Αγίου Γεωργίου ατη Φιλιππιάδα στη Νικόπολη. Οι αθλητικοί αγώνες Άκτια γίνονταν στο στάδιο του Ακτίου, δίπλα στο ναό του Ακτίου Απόλλωνος κάθε δύο χρόνια.
Κατά την υστερορωμαϊκή περίοδο, η Νικόπολη συνέχισε να ακμάζει. Τα έτη 285-305 μ.Χ., ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Διοκλητιανός πραγματοποίησε διοικητική μεταρρύθμιση, με την οποία η Ήπειρος διαιρέθηκε σε δύο επαρχίες, την Παλαιά Ήπειρο (Epirus Vetus) και τη Νέα Ήπειρο (Epirus Nova). Η Νικόπολις ορίσθηκε πρωτεύουσα της Παλαιάς Ηπείρου, που περιλάμβανε την Ήπειρο, την Ακαρνανία, την Κέρκυρα, τη Λευκάδα και την Ιθάκη. Την εποχή του Διατάγματος των Μεδιολάνων άρχισε η προετοιμασία κατασκευής των παλαιοχριστιανικών Βασιλικών της Νικόπολης, που είναι από τους πιο παλιούς χριστιανικούς ναούς σε ευρωπαϊκό έδαφος. Κατά την περίοδο του Αυτοκράτορα Ιουλιανού (361 μ.Χ.-363 μ.Χ.), αναδιοργανώθηκαν τα Άκτια και επισκευάσθηκε το Ρωμαϊκό Υδραγωγείο και άλλα δημόσια οικοδομήματα. Κατά την παλαιοχριστιανική εποχή (300 μ.Χ. – 400 μ.Χ.), και ιδίως επί αυτοκράτορος «Θεοδοσίου Α» (379-395μ.Χ.), η «Νικόπολις» δέχθηκε Βαρβαρικές επιδρομές, περιορίστηκαν οι εμπορικές της δραστηριότητες και οι κάτοικοι στράφηκαν στον αγροτικό τομέα και κατασκεύασαν ένα νέο τείχος (Παλαιοχριστιανικό Τείχος) που περιόρισε χωροταξικά την πόλη ως εμβαδόν. Εξακολούθησε όμως να είναι πρωτεύουσα μιας τεράστιας επαρχίας που ονομάστηκε επί Διοκλητιανού «Παλαιά Ήπειρος». Είναι βέβαιο ότι το έτος 395 μ.Χ. η Νικόπολη κατελήφθη από τους «Βησιγότθους» υπό τον βασιλιά «Αλάριχο Α΄». Το έτος 475 μ.Χ., κατά τη βασιλεία του αυτοκράτορα Ζήνωνα (της δυναστείας Λέοντος) η Νικόπολη κατελήφθη από τους Βανδάλους. Οι Βάνδαλοι είχαν ιδρύσει κράτος στη Βόρεια Αφρική και, διαθέτοντας πειρατικό στόλο, έκαναν επιδρομές που έφταναν μέχρι και την Ελλάδα.
Σκλαβηνίες (Σκλαυινίαι) ονομάζονται πολιτικά αυτόνομες νησίδες σλαβικού πληθυσμού διάσπαρτες ανάμεσα σε Έλληνες. Ιδρύθηκαν στις αρχές του έβδομου αιώνα από τις εγκαταστάσεις Σλάβων σε εδάφη της ηπειρωτικής Ελλάδας. Ο πληθυσμός εκεί ζούσε από τις λεηλασίες αλλά έπειτα ανέπτυξαν εμπόριο και ήρθαν σε επαφή με τους ντόπιους πληθυσμούς. Ακολούθησε ο εξελληνισμός τους που έγινε σε 3 στάδια. Πρώτα υποτάχθηκαν στρατιωτικά, εκχρισιανίστηκαν και αφομοιώθηκαν κοινωνικά και εθνολογικά. Ο Νικηφόρος Α' δημιούργησε τις σκλαβηνίες και τις συμπεριέλαβε στην πρώτη κάκωση. Κακώσεις ονομάζονταν τα τολμηρά οικονομικά μέτρα που απέβλεπαν στην ανάκαμψη του εμπορίου και την αύξηση των εσόδων του βυζαντινού κράτους. Στο γεωγραφικό χώρο της Ελλάδας, όπως προαναφέρθηκε, οι σκλαβηνίες αποτελούσαν αυτόνομες νησίδες σλαβικού πληθυσμού, μικρότερης ή μεγαλύτερης έκτασης. Στη διάρκεια του 9ου αι.(μ.Χ.), οι σκλαβηνίες που βρίσκονταν βορειοδυτικά της Χερσονήσου του Αίμου(Βαλκανική Χερσόνησος) εξελίχθηκαν στα πρώτα κρατίδια Σέρβων και Κροατών. Η ύπαρξη και ανάπτυξη αυτών των κρατιδίων διευκόλυνε τον εκχριστιανισμό τους από τον Βασίλειο Α'. Την ίδια εποχή, οι σκλαβηνίες που βρίσκονταν στα νότια της Χερσονήσου του Αίμου άρχισαν να ενσωματώνονται στην επεκτεινόμενη θεματική διοίκηση του Βυζαντινού κράτους. Οι σκλαβηνίες ήταν αρχικά ημιαυτόνομες και πλήρωναν φόρο υποτέλειας.
Το Θέμα της Νικοπόλεως ήταν διοικητική διαίρεση του Βυζαντίου, στην Δυτική Ελλάδα, που περιελάμβανε την Αιτωλοακαρνανία και τη Νότια ήπειρο. Ιδρύθηκε στο δεύτερο ήμισυ του 9ου αιώνα, πιθανότατα μετά το 886 και διατηρήθηκε μέχρι την κατάλυση της διοίκησης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από τους Λατίνους, μετά την Τέταρτη Σταυροφορία, το 1204. Τότε το θέμα της Νικοπόλεως, οι Σταυροφόροι το είχαν υποσχεθεί στη Βενετία που δεν κατάφερε να το καταλάβει και μερικά χρόνια αργότερα στη θέση του δημιουργήθηκε τοΔεσποτάτο της Ηπείρου.
Το Δεσποτάτο της Ηπείρου ήταν ένα από τα κράτη που προέκυψαν από την κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίαςμετά την Δ΄ Σταυροφορία το 1204. Μαζί με την Αυτοκρατορία της Νίκαιας και τηνΑυτοκρατορία της Τραπεζούντας ήταν νόμιμη συνέχεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Αρχικά περιελάμβανε τα εδάφη της Ηπείρου και της Αιτωλοακαρνανίας. Γρήγορα επεκτάθηκε στα Ιόνια Νησιά καθώς και σε σημαντικά τμήματα της Αλβανίας, της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας και της Θράκης. Από τα μέσα του 13ου αιώνα άρχισε να συρρικνώνεται στα αρχικά του όρια, ενώ κατά διαστήματα υποτάχθηκε στους Σέρβους και στο κράτος της Νικαίας. Στα μέσα του 15ου αιώνα κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς. Έχοντας αρχικά ως έδρα την πόλη της Άρτας και αργότερα τα Ιωάννινα. Διοικήθηκε διαδοχικά από Βυζαντινούς, Σέρβους και Ιταλούς ηγεμόνες. Η φεουδαλική υπόσταση του κράτους οδήγησε συχνά τους ηγέτες του σε μία σειρά συμμαχιών, επιγαμιών και συγκρούσεων, με Φράγκους, Ιταλούς, Βουλγάρους και Βυζαντινούς ηγεμόνες του κράτους της Νίκαιας καθώς και με Αρβανίτες και Βλάχους φυλάρχους. Ιδρύθηκε από τον Μιχαήλ Α΄ Δούκα το 1204. Ο Μιχαήλ Άγγελος Κομνηνός Δούκας ήταν εξάδελφος των αυτοκρατόρων Ισαάκιου Β΄ Αγγέλου και Αλεξίου Γ΄ Αγγέλου. Είχε συνάψει συμμαχία με τον Βονιφάτιο Μονφερατικό. Στη συνέχεια προσπάθησε να ανακόψει την κατάκτηση της Πελοποννήσου από τους Φράγκους χάνοντας στη μάχη του ελαιώνα του Κούνδουρου. Επέστρεψε στην Ήπειρο, στην πρώην αυτοκρατορική επαρχία του Θέματος της Νικοπόλεως και ίδρυσε το Δεσποτάτο της Ηπείρου με έδρα την Άρτα διαλύοντας τη συμμαχία με τον Βονιφάτιο. Σύντομα η Ήπειρος έγινε η νέα πατρίδα Ελλήνων προσφύγων από την Κωνσταντινούπολη, τηΘεσσαλία και την Πελοπόννησο και ο Μιχαήλ αναφερόταν ως ο δεύτερος Νώε, ο οποίος έσωζε τον κόσμο από τον κατακλυσμό των Φράγκων. Ο Ιωάννης Ι΄ Καματηρός, Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης, δεν τον θεωρούσε νόμιμο διάδοχο και ακολούθησε τον Θεόδωρο Α΄ Λάσκαρη στη Νίκαια της Βιθυνίας. Έτσι ο Μιχαήλ αναγνώρισε την εξουσία του Πάπα Ιννοκέντιου Γ' στην Ήπειρο, κόβοντας τους δεσμούς του με την Ορθόδοξη Εκκλησία. Θεωρώντας ότι η ορεινή Ήπειρος θα ήταν απρόσβλητη από τους Λατίνους σύναπτε ή κατέλυε συμμαχίες σύμφωνα με τις περιστάσεις. Οι συγγενείς του Βονιφάτιου από το Μονφεράτ (Πιεμόντε), είχαν βλέψεις για την Ήπειρο και το 1210 ο Μιχαήλ συμμάχησε με τη Βενετία και επιτέθηκε στο Βονιφάτιο στη Θεσσαλονίκη. Ο Μιχαήλ ήταν ιδιαίτερα σκληρός με τους αιχμαλώτους του. Αντιδρώντας, ο Ιννοκέντιος τον αφόρισε. Ο Ερρίκος κράτησε την πόλη και εξανάγκασε τον Μιχαήλ σε νέα, ονομαστική τουλάχιστον, συμμαχία. Ο Μιχαήλ όμως έστρεψε την προσοχή του στην κατάληψη άλλων στρατηγικά σημαντικών πόλεων που κατείχαν οι Λατίνοι: Λάρισα, Δυρράχιο και Οχρίδα, παίρνοντας στον έλεγχό του την Εγνατία Οδό, τον κύριο δρόμο για την Κωνσταντινούπολη. Πήρε επίσης στον έλεγχό του λιμάνια του Κορινθιακού κόλπου. Το 1214, κατέλαβε την Κέρκυρα από τη Βενετία, αλλά αργότερα δολοφονήθηκε στα τέλη του ίδιου έτους. Tον διαδέχθηκε ο νόθος αδελφός του Θεόδωρος.
Ο Θεόδωρος αμέσως επιτέθηκε στη Θεσσαλονίκη και πολέμησε με τους Βούλγαρους. Ο Ερρίκος της Φλάνδρας πέθανε στην αντεπίθεση και το 1217 ο Θεόδωρος αιχμαλώτισε το διάδοχό του Πέτρο του Κουρτεναί και τον εκτέλεσε. Η Λατινική αυτοκρατορία όμως διέσπασε την προσοχή της λόγω της αυξανόμενης δύναμης της Νίκαιας και δεν μπόρεσε να σταματήσει τον Θεόδωρο να καταλάβει τη Θεσσαλονίκη το 1224. Το 1225, μετά την κατάληψη της Αδριανούπολης από τον Ιωάννη Γ΄ Δούκα Βατάτζη του βασιλείου της Νικαίας, ο Θεόδωρος καταφθάνει και καταλαμβάνει με τη σειρά του την πόλη. Ο Θεόδωρος συμμάχησε επίσης με τους Βούλγαρους για να διώξει τους Λατίνους από τηνΘράκη. Το 1227 ο Θεόδωρος έχρισε τον εαυτό του Αυτοκράτορα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, πράγμα όμως που δεν αναγνωρίστηκε από τους περισσότερους ελληνικούς θεσμούς, κυρίως από τον Πατριάρχη της Νικαίας. Το 1230, ο Θεόδωρος καταλύει την συμμαχία με τους Βούλγαρους, ευελπιστώντας να προκαλέσει την πτώση του Ιβάν Ασέν Β΄  που τον είχε παρεμποδίσει να επιτεθεί στην Κωνσταντινούπολη. Στη μάχη της Κλοκοτνίτσα (στη Βουλγαρία) ο Βούλγαρος τσάρος νίκησε, αιχμαλώτισε και στη συνέχεια τύφλωσε τον Θεόδωρο. Έτσι, στο θρόνο του Δεσποτάτου της Ηπείρου ανήλθε ο ανεψιός του ο Μιχαήλ Β΄. Στη συνέχεια ο Θεόδωρος απελευθερώθηκε και διοίκησε την Θεσσαλονίκη μαζί με τον αδερφό του Εμμανουήλ ως υποτελής.
Καθώς ο Μιχαήλ κατευθυνόταν προς τη Θεσσαλονίκη, δέχθηκε επίθεση από τον Μανφρέδο Χοενστάουφεν της Σικελίας, ο οποίος κατέλαβε την Αλβανία και την Κέρκυρα. Εντούτοις, ο Μιχαήλ σύναψε συμμαχία μαζί του παντρεύοντάς τον με την κόρη του Ελένη. Μετά τον θάνατο του Θεόδωρου Β΄, ο Μιχαήλ Β΄, ο Μανφρέδος και ο Γουλιέλμος Β΄ πολέμησαν κατά του νέου αυτοκράτορα της Νικαίας, Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου. Η συμμαχία ήταν πολύ ασταθής και το 1259 ο Γουλιέλμος συνελήφθη στη μάχη της Πελαγονίας. Ο Μιχαήλ Η΄ μπόρεσε να καταλάβει την πρωτεύουσα του Μιχαήλ Β΄, την Άρτα, περιορίζοντας την εξουσία του Μιχαήλ Δούκα στις πόλεις των Ιωαννίνων και της Βόνιτσας. Η Άρτα ανακατελήφθη το 1260 όταν ο Μιχαήλ Η΄ ήταν απασχολημένος με την ανακατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως. Το 1267 η Κέρκυρα και μεγάλο κομμάτι της Ηπείρου καταλήφθηκαν από τον Κάρολο των Ανζού και το 1271 ο Μιχαήλ Β΄ πέθανε, αν και ο Μιχαήλ Η΄ δεν προσπάθησε να καταλάβει άμεσα την Ήπειρο. Επέτρεψε στο Νικηφόρο να διαδεχθεί το Μιχαήλ Β΄ και να αντιμετωπίσει τον Κάρολο, ο οποίος κατέλαβε το Δυρράχιο μέσα στον ίδιο χρόνο.
Το 1270 ο Νικηφόρος συμμάχησε με τον Κάρολο εναντίον του Μιχαήλ Η΄, δεχόμενος να γίνει υποτελής του. Με την ήττα του Καρόλου, ο Νικηφόρος έχασε την Βόρεια Ήπειρο από την Βυζαντινή αυτοκρατορία. Το 1337 ο Ανδρόνικος Γ΄, έφτασε στη βόρεια Ήπειρο με ένα στρατό που εν μέρει ήταν συγκροτημένος από 2000 Τούρκους που τους είχε παράσχει ο σύμμαχός του, Ομούρ του Αϊδινίου. Είχαν αναφερθεί ταραχές στις περιοχές του Βερατίου και των Κανίνων ως συνέπεια των επαναλαμβανόμενων επιθέσεων των Αλβανών. Ο Ανδρόνικος νίκησε τους Αλβανούς και έστρεψε την προσοχή του στο Δεσποτάτο. Η Άννα, η χήρα του δεσπότη, προσπάθησε να έρθει σε διαπραγματεύσεις μαζί του, αλλά ο Ανδρόνικος απαίτησε την ολοκληρωτική υποταγή του Δεσποτάτου, στο οποίο η Άννα τελικά συμφώνησε. Έτσι το Δεσποτάτο της Ηπείρου ενσωματώθηκε ειρηνικά και πάλι στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Όμως, ένας από τους όρους της συμφωνίας ήταν ο Νικηφόρος Β΄ να αρραβωνιαστεί μία από τις κόρες του Ιωάννη Καντακουζηνού. Όταν ήλθε ο καιρός να γίνει ο αρραβώνας, ανακαλύφθηκε ότι ο Νικηφόρος είχε εξαφανισθεί. Τελικά ο Ανδρόνικος έμαθε πως ο Νικηφόρος είχε μεταφερθεί στην Ιταλία από μέλη της Ηπειρωτικής αριστοκρατίας που ήταν υποστηρικτές της ανεξαρτησίας της Ηπείρου. Το 1339 ξέσπασε επανάσταση στην Ήπειρο με την υποστήριξη της Αικατερίνης, που βρισκόταν στην Πελοπόννησο, και του Νικηφόρου που είχε επιστρέψει στην Ήπειρο και είχε την έδρα του στο Θωμόκαστρο. Στα τέλη όμως του 1339, αυτοκρατορικά στρατεύματα έφτασαν στην περιοχή, και το 1340 έφτασε ο ίδιος ο Ανδρόνικος συνοδεύμενος από τον Ιωάννη Καντακουζηνό. Τελικά οι επαναστάτες πείστηκαν με τη δύναμη της διπλωματίας και να υποταχθούν στην εξουσία του αυτοκράτορα. Ο Νικηφόρος παρέδωσε το Θωμόκαστρο, αρραβωνιάστηκε την Μαρία, κόρη του Ιωάννη Καντακουζηνού και πήρε τον τίτλο του πανυπερσέβαστου. Όταν η Βυζαντινή αυτοκρατορία βρέθηκε σε εμφύλιο πόλεμο μεταξύ του Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου και του Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνού, η Ήπειρος καταλήφθηκε από τους Σέρβους. Ο Νικηφόρος Β΄ κατάφερε να ανακαταλάβει την Ήπειρο το 1356 και πρόσθεσε στην επικράτειά του τη Θεσσαλία. Ο Νικηφόρος πέθανε κατά την κατάπνιξη επανάστασης από Αρβανίτες, οι οποίοι είχαν εισέλθει στην περιοχή προς υποστήριξη των Σέρβων, το 1359 και το δεσποτάτο ενσωματώθηκε εκ νέου στην αυτοκρατορία. Στις επόμενες δεκαετίες έπεσε στα χέρια των ιταλικών οικογενειών Μπουοντελμόντι και Τόκκων, από τους οποίους την πήραν οι Οθωμανοί. Ο Σουλτάνος έστειλε στρατό υπό τον Μέγα Βεζύρη Καρά Σινάν Πασά και υποχρέωσε τον Κάρολο Β΄ να υπογράψει στις 9 Οκτωβρίου του 1430 ταπεινωτική συνθήκη. Υποχρεονόταν να παραδώσει τα Ιωάννινα και να πληρώνει στον Σουλτάνο ετήσιο φόρο 500 δουκάτα, άλλα δε 500 δουκάτα όφειλε να δίνει σαν δώρο σε κάθε νεοδιοριζόμενο Πασά Ιωαννίνων. Ο Κάρολος Β΄, υποτελής πλέον στον Σουλτάνο, συνέχισε να κυβερνά τις κτήσεις του από την Άρτα. Θέλοντας να σταματήσει τις διαμάχες μεταξύ των Ορθοδόξων και των Λατίνων υπηκόων του, επανίδρυσε την Επισκοπή Κεφαλληνίας, Ζακύνθου και Στροφάδων με έδρα την Κεφαλλονιά. Όταν ο Μουράτ Β΄ απεφάσισε να εκδιώξει όλους τους εναπομείναντες Λατίνους και Έλληνες ηγεμόνες, εισέβαλε στην Πελοπόννησο και προξένησε μεγάλες ζημιές στην Ακαρνανία. Φοβούμενος ο Κάρολος Β' την προέλαση του Σουλτάνου, επήγε στην Ιταλία για να ζητήσει βοήθεια, αλλά απεβίωσε εκεί τον Οκτώβριο του 1448. Ο Λεοναρδος διαδέχτηκε τον αποθανόντα πατέρα του Κάρολο Β΄ Τόκκο το 1448 και επειδή ήταν ανήλικος, την διακυβέρνηση του κράτους ανέλαβε ως επίτροπος η μητέρα του Ramondina Ventimiglia, η οποία δεν μπόρεσε να εμποδίσει την κατάληψη της Άρτας στις 24 Μαρτίου 1449 από τους Τούρκους. Ο Λεονάρδος, που βρέθηκε όμηρος στη Θεσσαλονίκη, κατόρθωσε να δραπετεύσει και αφού έφθασε στην Λευκάδα ανέλαβε την διοίκηση του Κράτους του το 1451 ως υποτελής του Βασιλιά της Σικελίας-Νεάπολης Αλφόνσου. Λόγω της συνεχιζόμενης προέλασης των Τούρκων ο Λεονάρδος, θέλοντας να έχει με το μέρος του τους Ορθόδοξους υπηκόους του, επανίδρυσε τον επισκοπικό θρόνο Κεφαλληνίας-Ζακύνθου και ανέδειξε επίσκοπο τον Γεράσιμο Λοβέρδο το 1454. Εθεσε τον εαυτό του και τους αδελφούς του στην προστασία της Βενετίας. Ο Δόγης Πασχάλης Μαριπέτρος εξέδωσε διάταγμα το 1458 αποδεχόμενος την προστασία του Λεονάρδου και του κράτους του.
Πηγή: https://el.m.wikipedia.org/wiki/Ήπειρος
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Αρχαία_Νικόπολη
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Κάρολος_Β΄_Τόκκος
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Λεονάρδος_Γ΄_Τόκκος
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Θέμα_Νικοπόλεως
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Σκλαβηνίες

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου