Σάββατο 8 Οκτωβρίου 2016

Νεότερη Μακεδονία : Απο την Τουρκοκρατία εως τους Βαλκανικούς και τους Παγκόσμιους Πολέμους

Από το δεύτερο μισό του 16ου αι. οι πληροφορίες μας για την εσωτερική κατάσταση στη Μακεδονία πληθαίνουν. Έτσι γνωρίζουμε ή τουλάχιστον μπορούμε να ανιχνεύσουμε την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί στη Θεσσαλονίκη και στην περιφέρεια της: τις κατασχέσεις αγιορείτικων μετοχιών και κτημάτων, τις σφαγές μοναχών που αντεστάθησαν, τις κατασχέσεις εκκλησιών και τη σύληση μνημείων της που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή τουρκικών οικοδομημάτων στην Αδριανούπολη και αλλαχού· γνωρίζουμε, ακόμη, για τη λεηλασία της ιστορικής Μονής του Τιμίου Προδρόμου των Σερρών, αλλά παράλληλα και για τις επαναστατικές ζυμώσεις που σημειώνονται στη Μακεδονία (αλλά για τις οποίες μας λείπουν οι αρμόδιες πληροφορίες) κατά τις παραμονές της ναυμαχίας της Ναυπάκτου (Οκτ. 1571), αλλά και μετά από αυτήν. Στις κινήσεις αυτές φαίνεται ότι είχαν καίριο ρόλο με τις επαφές τους με τον Don Juan της Αυστρίας ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Ιωάσαφ Αργυρόπουλος, ο αρχιεπίσκοπος Αχριδών Ιωακείμ, ο Βελεσσών Φώτιος, ο Βελεγράδων Νεκτάριος και ο Καστοριάς Σωφρόνιος και φυσικά οι δύο γνωστοί για τις δραστηριότητες που ανέπτυξαν την εποχή εκείνη Ηπειρώτες Μάνθος Παπαγιάννης και Πάνος Κεστόλικος. Ο μητροπολίτης Αργυρόπουλος μάλιστα κινδύνευσε να στραγγαλισθεί από τους Τούρκους, αλλά τον έσωσε η παρέμβαση του ισχυρού φίλου του πασά Μιχαήλ Καντακουζηνού (Σεϊτάνογλου) με την πληρωμή 2.000 δουκάτων. Από την πλευρά των χριστιανικών δυνάμεων η διάλυση της Sacra Liga, που πέτυχε τη νίκη της Ναυπάκτου, και η χρησιμοποίηση των Ελλήνων στη Μακεδονία, την Ήπειρο, τη Θεσσαλία, την Αλβανία για δημιουργία τοπικών αναστατώσεων μόνον και μόνον για να προκαλέσουν αναταραχή στην Πύλη, σκόρπισαν θλίψη και απογοήτευση στους ελληνικούς πληθυσμούς που, επιπλέον, υφίσταντο και την εκδικητική μανία των Τούρκων για τη συμμετοχή τους στη ναυμαχία της Ναυπάκτου στο πλευρό των Χριστιανικών δυνάμεων. Από τις αρχές του 17ου αι. πληθαίνουν επίσης και οι πληροφορίες μας για τη δράση των κλεφτών που παίρνουν τα βουνά και αγωνίζονται ενάντια στην τουρκική εξουσία, την κυρίαρχη ή την τοπική. Τέτοιος ονομαστός κλέφτης ήταν ο καπετάν Βέργος, από τα Γρεβενά, που επί 36 χρόνια αγωνίσθηκε κατά των Τούρκων οι αρματολοί της Βέροιας Κόκκινος, Δούκας που αγωνίζονταν κατά των ληστών της περιοχής που προέβαιναν σε ληστρικές πράξεις όχι μόνο κατά των Τούρκων, αλλά και των Ελλήνων.
Η αντίσταση των Ελλήνων στις τουρκικές αυθαιρεσίες φαίνεται, πάντως, ότι υπήρξε δυναμική· στη Βέροια, για παράδειγμα, Έλληνες αγανακτισμένοι από τις τουρκικές αυθαιρεσίες εισέβαλαν μια μέρα του Ιουνίου του 1627 στο ιεροδικείο της πόλης και με επικεφαλής τον προεστό Εμμανουήλ Χρ. Μαρτζέλο διαμαρτυρήθηκαν έντονα φτάνοντας μάλιστα στο σημείο όχι μόνον να χειροδικήσουν, αλλά να απειλήσουν ακόμη και τη ζωή του Εσσέϊ ή Μεχμέτ μπέη, απογόνου του Μωάμεθ, που τον έσωσε η παρέμβαση άλλων μουσουλμάνων. Έναν αιώνα αργότερα, φυλακίζονταν στο φρούριο της Καβάλας για απείθαρχη συμπεριφορά κατά του τιμαριούχου τους (1722), απλοί Έλληνες της Καβάλας. Νέα ένταση σημειώνεται στη Μακεδονία κατά την περίοδο του Κρητικού Πολέμου (1645-1669), όταν ο Σουλτάνος διατάσσει τη συγκέντρωση ζαΐμηδων, τιμαριούχων και στρατιωτών, που φαίνεται ότι αντιδρούν στη στρατολόγηση τους· ωστόσο τα συγκεντρωμένα τουρκικά στρατεύματα που διέρχονται από τη Μακεδονία προκαλούν πολλές δυστυχίες στους Έλληνες από τις ποικίλες καταπιέσεις και από τους αλλεπάλληλους φόρους που τους επιβάλλουν οι τοπικές τουρκικές αρχές. Φυσικά η ρευστή και συγκεχυμένη αυτή κατάσταση στη Μακεδονία ενισχύει τις ληστρικές ομάδες που δρουν απερίσπαστα πλέον και γίνονται αιτία πολλών δεινών για τους κατοίκους που αφήνουν τις πόλεις και τα χωριά και ανεβαίνουν στα βουνά ή και αρχίζουν να ξενιτεύονται· δημιουργείται έτσι το πρώτο αποδημητικό ρεύμα. Τη δυσάρεστη κατάσταση των Χριστιανών ραγιάδων επιδείνωνε ο θρησκευτικός φανατισμός των μουσουλμάνων. Όσοι, πάντως, μένουν στη Μακεδονία προσπαθούν να επιβιώσουν μέσα από τις ομαδικές συσπειρώσεις και τους κοινοτικούς θεσμούς. Στις Σέρρες, για παράδειγμα, εξακολουθεί να λειτουργεί η δωδεκαμελής κοινοτική αρχή, αποτελούμενη από δώδεκα έγκριτους πολίτες, ένας από κάθε συντεχνία, κατά τη σύγκλιση της λεγόμενης «μεγίστης συνόδου». Το ίδιο και στο Μελένικο, την παλαιά αυτή πόλη όπου επιβιώνουν ακόμη βυζαντινές οικογένειες και όπου εξακολουθούν να υφίστανται οι κοινοτικοί θεσμοί, τους οποίους μάλιστα επικαλούνται οι απόδημοι Μελενικώτες και κατά τους επόμενους αιώνες. Από τα μέσα του 17ου αιώνα και εξής οι γνώσεις μας για την κατάσταση στη Μακεδονία αυξάνουν σημαντικά χάρη στις πληροφορίες των Τούρκων περιηγητών Εβλιά Τσελεμπή και Χατζή Κάλφα, του Γάλλου Robert De Dreux, των Άγγλων Ed. Brown (1674), ο John Covel (1667) κ.α. Έτσι γνωρίζουμε για την ανάπτυξη της Στρώμνιτσας με τα 2.040 διώροφα σπίτια, τις θερμές πηγές, την εμποροπανήγυρη της γειτονικής Ντόλιανης, το Μελένικο, τα Σκόπια με τα πλούσια λιβάδια, τις 70 συνοικίες, τα 10.060 σπίτια, τα 2.000 καταστήματα, τα θρησκευτικά ιδρύματα τους, τους 20 τεκέδες τους και τις εκκλησίες των Αρμενίων, των Βουλγάρων, των Σέρβων και τις εβραϊκές συναγωγές. Αναφέρονται, επίσης, το Πρίλεπ με τις 10 συνοικίες και τα 1.000 σπίτια, η Αχρίδα, που αποτελεί την περίοδο το κέντρο της καθολικής προπαγάνδας και καθίσταται επίκεντρο διαμάχης του Πατριαρχείου με τους εντόπιους αρχιερείς εξαιτίας της παλαιάς αυτοκεφαλίας της, την οποία επανακτά το 1697, αλλά χάνει με την κατάργηση της το 1767. Αυτήν την αυτοκεφαλία διεκδικούν σήμερα (1992) πεισματικά οι αρχιερείς της ψευδοεκκλησίας των Σκοπίων.
Ο Brown αφιερώνει στο βιβλίο του ορισμένες σελίδες, όπου προσπαθεί να προσεγγίσει την ψυχολογία αυτών των Ελλήνων κλεφτών και κυρίως του Ολύμπου και των Πιερίων και θεωρεί ότι ο αγώνας τους σήμαινε την ενεργητική αντίσταση των Ελλήνων κατά του κατακτητή. Φυσικά οι Τούρκοι προσπάθησαν να βάλουν μια τάξη και να περιορίσουν τις δραστηριότητες τους με την τοποθέτηση φυλάκων στα επικίνδυνα περάσματα, είτε με την αντικατάσταση των χριστιανών και Αλβανών αρματολών με μουσουλμάνους. Τέτοια ήταν η περίπτωση της αντικατάστασης των χριστιανών αρματολών από Αλβανούς και μουσουλμάνους περί το τέλος του Βενετοτουρκικού πολέμου (1699). Φυσικά αργότερα οι Έλληνες αρματολοί και κλέφτες αντιδρούσαν και αγωνίζονταν κατά των Αλβανών φυλάκων και δερβενιών.
Η συνθήκη του Κάρλοβιτς (1699) έφερε στο προσκήνιο την Αυστρία, που από τότε ως τη διάλυση της αυτοκρατορίας των Αψβούργων το 1918, έχει έναν καίριο ρόλο στα βαλκανικά πράγματα· η εμφάνιση αυτή συνδυάσθηκε με την ήπια, οπωσδήποτε, έκφραση του ενδιαφέροντος του ρωσικού παράγοντα για τις βαλκανικές χώρες, αλλά και την παράλληλη παρουσία Άγγλων, Γάλλων και Ολλανδών εμπόρων. Η συνθήκη του Πασσάροβιτς (1718) είχε ως συνέπεια την αυστριακή επέκταση στα περισσότερα σερβικά εδάφη· η Αυστρία είχε φθάσει λίγο νοτιότερα του Βελιγραδίου, πράγμα που σήμαινε άμεση επαφή των Μακεδόνων με την Αυστροουγγαρία που, κατά συνέπειαν, καθιστούσε ευχερέστερο το αποδημητικό ρεύμα τους προς τις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης. Αυτονόητη ήταν η εμπορική ανάπτυξη της Μακεδονίας και ιδιαίτερα της Θεσσαλονίκης που κατέστη το σπουδαιότερο εμπορικό κέντρο της Ν. Α. Ευρώπης. Επόμενο ήταν, κατόπιν αυτών, να εγκατασταθούν στη μακεδόνικη πρωτεύουσα Δυτικοευρωπαίοι και να ιδρυθούν και ξένα προξενεία. Δύο θαυμάσια βιβλία του καθηγ. Νικ. Σβορώνου για το εμπόριο στη Θεσσαλονίκη κατά τον 18ο αι. και το άλλο για το γαλλικό προξενείο της Θεσσαλονίκης και της Καβάλας στα χρόνια 1686-1792 αποκαλύπτουν την πληθωρική ανάπτυξη της Θεσσαλονίκης, από την μια μεριά, και από την άλλη το πολύ μεγάλο γαλλικό ενδιαφέρον για την περιοχή, που εκδηλώνεται και με την ίδρυση υποπροξενείου στην Κασσάνδρα (1726), στη Σκόπελο και στο Βόλο. Το 1718 κατέφθασε στη Θεσσαλονίκη και ο πρώτος Άγγλος πρόξενος, ενώ το 1729 ο Βενετός Galdona, χωρίς, πάντως, το βενετικό εμπόριο να έχει την πρότερη δύναμη του - ωστόσο Μακεδόνες έμποροι αναπτύσσουν εμπορικές σχέσεις με τη Γαληνοτάτη Βενετική Δημοκρατία μέσω Καβάλας και κυρίως μέσω Δυρραχίου, Βερατίου, Κερκύρας.
Οι τελευταίες δεκαετίες του 18ου αι., βρίσκουν την Μακεδονία σε μια διαρκή αναστάτωση οφειλόμενη, κυρίως, στη δράση Ελλήνων και Αλβανών κλεφτών που προκαλούν σύγχυση, ανασφάλεια και έλλειψη τροφίμων ο Σουλτάνος έφθασε στο σημείο να ζητήσει από τον πατριάρχη Νεόφυτο να παρέμβει για να ζητήσει από τους ορθόδοξους να μη βοηθούν τα κλεφτοπειρατικά σώματα. Ανάμεσα σε αυτούς τους κλεφτοπειρατές που δρούσαν τη συγκεκριμένη αυτήν περίοδο διακρίνονταν ο περίφημος Νικοτσάρας και ο κλέφτης Βέργος. Οι λοιποί ραγιάδες υπήκοοι της Υψηλής Πύλης ζούσαν συσπειρωμένοι γύρω από τις κοινότητες τους που διοικούνται από τους ανώτερους κληρικούς και τους προεστούς τους - ειδικά ο ρόλος του μητροπολίτη κάθε επαρχίας ήταν καθοριστικός και οι δικαιοδοσίες του ρυθμίζονταν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Οι μητροπολίτες κράτησαν αυτόν τον ρόλο ως το 1912, οπότε μέγα τμήμα της Μακεδονίας ελευθερώθηκε και η διοίκηση πέρασε στο ελεύθερο ελληνικό κράτος· μολαταύτα από τον περασμένο αιώνα και ιδιαίτερα την περίοδο 1870-1912 υπήρξαν πολλές τριβές των μητροπολιτών με τους Έλληνες προξένους που ήθελαν να εφαρμόσουν μια ελληνοτουρκική πολιτική που ουσιαστικά ερχόταν σε αντίθεση με την οικουμενική πολιτική του Πατριαρχείου, της οποίας φορείς και εκφραστές ήσαν οι κατά τόπους επίσκοποι. Και για να επανέλθουμε στο θέμα μας σημειώνουμε εδώ την αναταραχή που προκάλεσαν στη Μακεδονία οι ναπολεόντειοι πόλεμοι, ο ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1787-1792 και η επανάσταση του Πασά του Βιδινίου Πασβάνογλου. Ωστόσο η αναταραχή αυτή έφερνε συνειρμικά στους Έλληνες την πιθανότητα μιας γενικής εξέγερσης που θα οδηγούσε στην απελευθέρωση τους από τον τουρκικό ζυγό. Οι ξένοι πρόξενοι δειλά-δειλά στις αναφορές τους προς τους προϊσταμένους τους, τους Υπουργούς των Εξωτερικών των Μ. Δυνάμεων της εποχής, σημείωναν αυτήν την ελπίδα των ραγιάδων και τόνιζαν το ακμαίο και επαναστατικό φρόνημα των ορεισιβίων σε αντίθεση με την παθητικότητα των πεδινών. Κάτι τέτοιο, είχε μερικές δεκαετίες νωρίτερα προσέξει και ο Κοσμάς Αιτωλός που από αυτούς τους ορεισιβίους πληθυσμούς περίμενε την ελευθερία του γένους.
Αν και επιφανείς αρματολοί και κληρικοί της Μακεδονίας (Γεωργάκης Ολύμπιος, Ιωάννης Φαρμάκης, μητροπολίτης Σερρών Χρύσανθος) μυήθηκαν πριν από το 1820 στις δραστηριότητες της Φιλικής Εταιρείας, ωστόσο η επαναστατική προετοιμασία υπήρξε ατελής, ιδιαίτερα μάλιστα στη δυτική Μακεδονία. Η τακτική διέλευση τουρκικού στρατού, λόγω της πολιορκίας του Αλή-πασά στην Ήπειρο, και η απουσία από την περιοχή των περισσότερων τοπικών ηγετών (βρίσκονταν με τον ΑλέξανδροΥψηλάντη στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες) την άνοιξη του 1821 περιόριζαν τις πιθανότητες επιτυχίας. Tο βάρος του κινήματος έπεσε στον Σερραίο μεγαλέμπορο Εμμανουήλ Παπά, θερμό πατριώτη αλλά άπειρο στρατιωτικό. Η εξέγερση, που ξέσπασε τελικά το Μάιο του 1821 στο Άγιον Όρος, έσβησε μέσα σε σφαγές και λεηλασίες το ίδιο φθινόπωρο, ενώ σκληρά αντίποινα επιβλήθηκαν στα αστικά κέντρα και κυρίως στη Θεσσαλονίκη. Παρόμοια τύχη είχε τον επόμενο χρόνο (άνοιξη 1822) η εξέγερση στον Όλυμπο και το Βέρμιο, παρά τη συστράτευση αρκετών έμπειρων κλεφταρματολών και τοπικών προυχόντων. Το κλεφταρματολικό στοιχείο υπήρξε ο βασικότερος επαναστατικός μοχλός στη Μακεδονία. Τις πρώτες δεκαετίες μετά την επανάσταση του 1821 πρωταγωνιστές της ιδέας της άμεσης απελευθέρωσης της Μακεδονίας υπήρξαν ο Τσάμης Καρατάσος, γιος του επαναστάτη της Νάουσας και συντονιστής όλων των Μακεδόνων προσφύγων, και ο στρατηγός Μακρυγιάννης. Ωστόσο, οι μικροκινήσεις που οργάνωσαν οι επαναστατικές εταιρείες την περίοδο 1839-1841 δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα. Μεγαλύτερο σε διάρκεια και ένταση αλλά τραγικό στα αποτελέσματα ήταν το κίνημα που εκδηλώθηκε με αρχηγό και πάλι τον Τσάμη Καρατάσο τον Απρίλιο του 1854, κατά τη διάρκεια του Κριμαϊκού Πολέμου (1853-1856). Το 1866 στη Χαλκιδική εκδηλώθηκε μια ακόμη απόπειρα εξέγερσης με ηγέτη τον Λεωνίδα Βούλγαρη. Όμως, την εποχή εκείνη η μεγάλη Κρητική Επανάσταση (1866-1869) είχε στρέψει όλες τις προσπάθειες του Ελληνισμού προς τη Μεγαλόνησο κι η προσπάθεια του ρομαντικού αυτού καπετάνιου ήταν καταδικασμένη να καταλήξει σε αποτυχία χωρίς ουσιαστική βοήθεια από το ελεύθερο Ελληνικό κράτος. Τελικά, οι Τούρκοι έως τον Ιούνιο κατάφεραν να συλλάβουν τον Βούλγαρη και τους περισσότερους άνδρες του.
Η Συνθήκη Αγίου Στεφάνου Κωνσταντινούποληςήταν μια διμερής συνθήκη που συνομολογήθηκε μεταξύ της Ρωσικής και Οθωμανικής αυτοκρατορίας, θέτοντας τέρμα στον Ρωσο-Τουρκικό πόλεμο (Απρίλιος 1877 - Ιανουάριος 1878), η ένοπλη φάση του οποίου είχε λήξει με την Συνθήκη της Αδριανούπολης (συνθήκη ανακωχής) (30 Ιανουαρίου 1878). Ανακηρύχθηκε η Βουλγαρία σε μεγάλη αυτόνομη Ηγεμονία συνολικής έκτασης 163.000 τετρ χλμ. περιλαμβάνοντας την περιοχή από τον Δούναβη μέχρι το Αιγαίο, κατά Β.-Ν, και από Μαύρη θάλασσα μέχρι τον Δρίνο ποταμό, κατά Α.-Δ., δηλαδή, εκτός από τη σημερινή Βουλγαρία, την Ανατολική Θράκη, την Ξάνθη, τη μετέπειτα Ελληνική Μακεδονία ), πλην Θεσσαλονίκης, Χαλκιδικής, Πιερίας, Ημαθίας, Γρεβενών και Κοζάνης, ολόκληρη τη σημερινή πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, τις λίμνεςΠρέσπες και Αχρίδα, , μέχρι και εδάφη της σημερινής Αλβανίας (όπως η Κορυτσά).
Η Συνθήκη αυτή με την δημιουργία της Μεγάλης Βουλγαρίας εκτός του ότι στράφηκε εδαφικά κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δημιούργησε τεράστια προβλήματα στον Ελληνισμό της περιοχής για τον οποίο τίποτε δεν προέβλεψε με επικείμενο την έναρξη διωγμών, υποχρεωτικό εκβουλγαρισμό χιλιάδων Ελλήνων της Βαλκανικής με απώτερο σκοπό τον ολοκληρωτικό ξεριζωμό του από την περιοχή. Κατά την ελληνική αλλά και ξένη σχετική ιστοριογραφία η συνθήκη αυτή αποτέλεσε έργο του Πανσλαβιστικού κομιτάτου του οποίου προΐστατο ο Ρώσος πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη Νικόλαος Ιγνάντιεφ, ο οποίος και αποκλήθηκε από διπλωμάτες της εποχής "πατέρας του ψεύδους και νεκροθάφτης του Ελληνισμού". Με τις ψευδείς αναφορές του και διαβάλλοντας τους Έλληνες γενικά είχε παρασύρει και αυτόν ακόμα τον Τσάρο ώστε να του τηλεγραφεί προσωπικά σε μορφή διαταγής «ουδεμίαν σπιθαμήν (γης) υπέρ του Βασιλείου της Ελλάδος». Ο ίδιος δε ο Ιγνάντιεφ, κατά την υπογραφή της συνθήκης, φέρεται να δήλωσε σε Βουλγάρους «...και τώρα οι Έλληνες ας έρθουν κολυμπώντας στην Κωνσταντινούπολη». Σε συνέντευξή του στην εφημερίδα του Λονδίνου "Ημερήσια Νέα" τον Μάιο του 1878 σε ερώτηση δημοσιογράφου γιατί παραγκωνίζεται τόσο πολύ το ελληνικό στοιχείο της περιοχής απάντησε με χαρακτηριστική δόση κυνισμού και ιταμότητας: «Επιχειρήσαμεν τον πόλεμον ουχί υπέρ των Ελλήνων, αλλά υπέρ των Βουλγάρων. Δεν είναι δυνατόν να χάνω πολύτιμον χρόνον εργαζόμενος υπέρ των Ελλήνων».
Στη διαμορφούμενη τότε ρωσική πολιτική με την έξαρση του Πανσλαβισμού, η τυχόν επέκταση του Βασιλείου της Ελλάδος, που τότε εκτεινόταν από το Ταίναρο μέχρι τον Σπερχειό ποταμό, φάνταζε ως ο βρόχος της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, όπως αυτό διαφάνηκε από τους λόγους του Τσάρου Αλέξανδρου Β΄ προς τον Άγγλο πρέσβη Σεϋμόρ στην Αγία Πετρούπολη το 1878 όπου δήλωνε μεταξύ άλλων: «Δεν συμφέρει εις την Αυτοκρατορίαν (Ρωσία) να γίνει η Ελλάς ισχυρό κράτος. Ελληνικό Βασίλειο ισχυρό θα αποτελούσε σιδηρούν μοχλόν επί των μεσημβρινών πυλών της Ρωσίας. Η προέκτασις των ελληνικών ορίων, αν όχι μέχρι του Ευξείνου τουλάχιστον μέχρι του Ελλησπόντου, αφαιρεί από την Ρωσίαν την ναυτικήν επικράτησιν και επ' αυτού ακόμη του Ευξείνου, και κατακλείει εντός της Μαύρης Θαλάσσης πάσαν προς την μεσημβρίαν τάσιν της Ρωσίας». Έτσι, με τις παραπάνω δηλώσεις του, ο Τσάρος, ανεξάρτητα κατά πόσο αυτές ευσταθούσαν ή ήταν δικαιολογημένες, (δείτε σημειώσεις), το μόνο που κατάφερε ήταν ν΄ αποκαλύψει τις μέλλουσες προθέσεις του και να θορυβήσει όχι βέβαια την Ελλάδα, αλλά την Αγγλία στον έλεγχο του Αιγαίου και της Α. Μεσογείου, η οποία και συνέγειρε τις άλλες ευρωπαϊκές Δυνάμεις. Συνέπεια αυτών ήταν η Συμφωνία Λονδίνου (1878), η σύγκλιση του Συνεδρίου του Βερολίνου (1878), η Συνθήκη Κωνσταντινούπολης (1878) και βέβαια η Συνθήκη του Βερολίνου (1878) που ακολούθησαν. Σημειώνεται ότι μετά τη συνομολόγηση της τελευταίας ο Τσάρος έθεσε υπό δυσμένεια τον Ν. Ιγνάντιεφ. Επτά χρόνια αργότερα, το 1885 ο κατ΄ εξοχήν υπέρμαχος της Μεγάλης Βουλγαρίας της συνθήκης αυτής Βούλγαρος Σούπωφ ως γραμματέας της Εξαρχίας στην Κωνσταντινούπολη ομολογούσε: «Το μεγαλύτερο μέρος της Βουλγαρικής Μακεδονίας δεν έχει ακόμα αποκρυσταλλωμένη εθνική συνείδηση, και αν η Ευρώπη επέτρεπε στον Μακεδονικό λαό να εκλέξει εθνότητα, είμαι βέβαιος ότι η πλειονότης αυτών θα ξέφευγε εκ των χειρών μας. Εξαιρουμένων των βορείων διαμερισμάτων, οι πληθυσμοί των άλλων περιφερειών είναι έτοιμοι, ίνα ενδίδοντες και στην ελαχίστη πίεση δηλώσουν ότι δεν είναι Βούλγαροι, ότι αναγνωρίζουν το Πατριαρχείο και προτιμούν τα ελληνικά σχολεία και τους Έλληνες καθηγητές. Η ύπαιθρος χώρα είναι βουλγαρική, οι πόλεις όμως με εξαίρεση των βορείων περιοχών είναι ελληνικές, η ύπαιθρος δε χώρα εμπνέεται και καθοδηγείται παρά των πόλεων».
Η Συνθήκη του Βερολίνου ήταν η τελευταία πράξη του Συνεδρίου του Βερολίνου (13 Ιουνίου - 13 Ιουλίου 1878) που συνήλθε υπό την προεδρία του Γερμανού καγκελάριου Βίσμαρκ κατά την οποία η Μεγάλη Βρετανία, η Αυστροουγγαρία, η Γαλλία, η Ιταλία, η Ρωσία (επί Τσάρου Αλέξανδρου Β΄) καθώς και η Οθωμανική Αυτοκρατορία (επί Σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ Β΄), αναθεώρησαν την Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου που είχε προ-συνομολογηθεί βεβιασμένα στις 3 Μαρτίου του ίδιου έτους μεταξύ της Ρωσίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, βασικό δημιούργημα της οποίας ήταν η "Μεγάλη Βουλγαρία". Το σημαντικότερο έργο του Συνεδρίου ήταν ο περιορισμός των συνόρων της Βουλγαρίας που είχε δημιουργηθεί διμερώς με την παραπάνω συνθήκη, παρόλο που η ίδια η Βουλγαρία είχε αποκλειστεί από τη συμμετοχή στις συνομιλίες παρά την ρωσική επιμονή. Η ίδρυση μικρής αυτόνομης Ηγεμονίας της Βουλγαρίας με βόρεια όρια τον Δούναβη και νότια τον Αίμο.
Ο Μακεδονικός αγώνας ήταν ένοπλη αντιπαράθεση στις αρχές του 20ου αιώνα που διήρκεσε περίπου 4 χρόνια (1904-1908) και διεξήχθη στη Μακεδονία μεταξύ κυρίως Ελλήνων, Βουλγάρων και Τούρκων, και δευτερευόντος Σέρβων και Ρουμάνων από τη στιγμή που έγινε αντιληπτό πως η σημαντική αυτή επαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θα ήταν η επόμενη εδαφική απώλεια του Μεγάλου Ασθενούς. Λόγω του ότι, η περιοχή της Μακεδονίας, τέθηκε υπό διεθνή Επιτροπεία μετά τηΣυνθήκη του Βερολίνου (1878) και Γάλλοι, Ρώσοι και Αυστριακοί στρατιωτικοί ανέλαβαν καθήκοντα παράλληλης διοίκησης με τους Οθωμανούς, η Υψηλή Πύληαδυνατούσε να παρέμβει δραστικά στις ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων, οι αντιμαχόμενες πλευρές προσπαθούσαν κατά καιρούς, αφενός να στρέφουν τις ευρωπαϊκές και οθωμανικές στρατιωτικές διοικήσεις κατά των αντιπάλων τους, και αφετέρου να συνεργάζονται με όποιες απ' αυτές ήταν δυνατό, ενώ παράλληλα το Ηνωμένο Βασίλειο υπέσκαπτε με κάθε τρόπο την ενδεχόμενη Ελληνο-Βουλγαρική συνεργασία, φοβούμενη την εκμετάλλευσή της από τη Ρωσία.
Οι Βαλκανικοί πόλεμοι ήταν δύο πόλεμοι που έγιναν στα Βαλκάνια το 1912-1913 στους οποίους αρχικά η Βαλκανική Συμμαχία (Σερβία, Μαυροβούνιο, Ελλάδα και Βουλγαρία) επιτέθηκε και απέσπασε από την Οθωμανική Αυτοκρατορία την Μακεδονία και το μεγαλύτερο μέρος της Θράκης, ενώ στη συνέχεια, μετά τις διαφωνίες μεταξύ των νικητών για τον τελικό διαμοιρασμό των εδαφών, ξέσπασε δεύτερος πόλεμος (αυτή τη φορά με τη συμμετοχή και της Ρουμανίας) από τον οποίο εξήλθε ηττημένη η Βουλγαρία, χάνοντας το μεγαλύτερο μέρος των εδαφών που είχε αρχικά κατακτήσει.
Το Μακεδονικό Μέτωπο, γνωστό και ωςΜέτωπο της Θεσσαλονίκης, του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου σχηματίστηκε μετά από μια προσπάθεια των δυνάμεων της Αντάντ να βοηθήσουν το Βασίλειο της Σερβίας, το φθινόπωρο του 1915, να αντιμετωπίσει τησυντονισμένη επίθεση της Γερμανίας, της Αυστροουγγαρίας και της Βουλγαρίας. Η βοήθεια της Αντάντ έφθασε αργά και οδήγησε στην πτώση της Σερβίας, ενώ η κατάσταση επιδεινώθηκε από την εσωτερική πολιτική κρίση στην Ελλάδα. Τελικά, το μέτωπο σταθεροποιήθηκε και επεκτάθηκε από την ακτή της Αδριατικής στην Αλβανία μέχρι τον ποταμό Στρυμόνα, με τους Συμμάχους να συγκεντρώνουν μεγάλες δυνάμεις για να αντιμετωπίσουν τον βουλγαρικό στρατό, ο οποίος λάμβανε ενισχύσεις από τις υπόλοιπες Κεντρικές Δυνάμεις. Το Μακεδονικό Μέτωπο παρέμεινε σχετικά σταθερό, παρά τις τοπικές αψιμαχίες, μέχρι τη μεγάλη συμμαχική επίθεση τον Σεπτέμβριο του 1918 που έληξε με την παράδοση της Βουλγαρίας και την απελευθέρωση της Σερβίας.
Οι αλυτρωτικές βλέψεις της Βουλγαρίας για τη Μα­κεδονία χρονολογούνται ήδη από την εποχή της εθνογένεσής της και τη σταδιακή παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Από τις αρχές του 20ού αι­ώνα μάλιστα, η σύγκρουσή της με την Ελλάδα για τον έλεγχο της περιοχής παίρνει τη μορφή ακήρυχτου πολέμου, με τον Μακεδονικό Αγώνα. Οι προσπάθειες της Σόφιας αποδεικνύο­νται ατελέσφορες και καταλήγουν σε συντριπτικές ήττες στον Β’ Βαλκανικό και τον Α’ Παγκόσμιο Πό­λεμο. Δυο δεκαετίες αργότερα, η ήττα του ελληνικού στρατού από τις γερμανικές δυνάμεις φάνηκε να δίνει την ευκαιρία στη Βουλγαρία, η οποία είχε στο μεταξύ προσχωρήσει στο ναζιστικό στρατόπεδο, την ευκαιρία που τόσο επιζητούσε, καθώς η χώρα μας χωρίζεται σε τρεις ζώνες κατοχής – μία γερ­μανική, μία ιταλική και μία βουλγαρική. Το μεγα­λύτερο μέρος της Μακεδονίας τίθεται υπό βουλ­γαρική διοίκηση.
Από το 1941 έως και το 1944, οι Έλληνες, αλλά και οι Εβραίοι της Μακεδονίας υπέστησανπρωτοφανείς διώξεις, η αγριότητα των οποίων ξεπερ­νούσε σε ορισμένες περιπτώσεις τη θηριωδία των Ναζί στην υπόλοιπη Ελλάδα. Σύμβολο του μαρτυ­ρίου έγινε το χωριό Δοξάτοκαι μάλιστα για δεύτερη φορά στην ιστορία του, καθώς είχε καταστραφεί από τους Βούλγαρους και κατά τη διάρκεια της υποχώρησής τους, στον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο. Όμως, όπως ήταν αναμενόμενο, οι μαζικές διώξεις υπο­νόμευσαν ηθικά, πολιτικά και ιδεολογικά όλα τα επιχειρήματα της βουλγαρικής πλευράς περί νόμι­μων διεκδικήσεων στη Μακεδονία. Εξ άλλου, η πο­ρεία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου σύντομα επρό­κειτο να αλλάξει και η Σόφια θα βρισκόταν παγι­δευμένη στο «λάθος στρατόπεδο.
Πηγή: http://anemourion.blogspot.gr/2015/12/blog-post_52.html
http://www.imma.edu.gr/macher/hm/hm_main.php?el/A3.2.1.html
http://www.imma.edu.gr/macher/hm/hm_main.php?el/A3.2.2.html
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Συνθήκη_του_Αγίου_Στεφάνου
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Συνθήκη_του_Βερολίνου_(1878)
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Μακεδονικό_Μέτωπο_(Α΄_Παγκόσμιος_Πόλεμος)
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Μακεδονικός_αγώνας
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Βαλκανικοί_πόλεμοι
https://argolikivivliothiki.gr/2011/10/14/η-βόρεια-ελλάδα-υπό-βουλγαρική-κατοχή-1/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου