Κρητικός πόλεμος 1645–1669 γνωστός και ως ο μεγάλος Κρητικός πόλεμος, καλείται η αναμέτρηση μεταξύ της δημοκρατίας της Βενετίας και των χριστιανικών δυνάμεων με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και των φίλων προς αυτήν ισλαμικών κρατών. Έλαβε χώρα κυρίως έξω από τα τείχη του Χάνδακα αλλά και σε ολόκληρο το νησί και τις θάλασσες γύρω από την Κρήτη. Ήταν η τελευταία μεγάλη σύρραξη μεταξύ Ισλάμ και Χριστιανισμού. Όλα τα κάστρα και οι μεγάλες πόλεις καταλήφθηκαν από τούς Οθωμανούς τον πρώτο χρόνο του πολέμου, το φρούριο του Χάνδακα αντιστάθηκε αποτελεσματικά και συνέχισε να αντιστέκεται για τα επόμενα 25 χρόνια, οι περιοχές της ενδοχώρας θα καταληφθούν πολύ αργότερα. Μετά από τις πρώτες αποτυχημένες επιχειρήσεις των Οθωμανών στον Χάνδακα και οι δυο πλευρές στράφηκαν στην αποκοπή των γραμμών ανεφοδιασμού του αντίπαλου. Έτσι ο πόλεμος απλώθηκε σε ολόκληρο το νησί και στις θάλασσες γύρω από την Κρήτη και το Αιγαίο. Στις 23 Ιουνίου του 1645 οι Οθωμανοί αποβιβάζονται στην Κρήτη, ενώ οι Βενετοί παρακολουθούσαν έκπληκτοι, με την άμυνα των κάστρων ανέτοιμη, καθώς είχε παραμεληθεί λόγω της μακροχρόνιας ειρήνης και της οικονομικής παρακμής της Γαληνοτάτης. Η Γαληνότατη αντέδρασε αποστέλλοντας 2.500 στρατιώτες, αρχικά, και ζητώντας από τον Πάπα και την Τοσκάνη υπόσχεση υποστήριξης όταν χρειαστεί. Έως το 1648 , το 40% των κάτοικων της υπαίθρου είχε εξοντωθεί από τον οθωμανικό στρατό, ενώ οι πόροι του νησιού χρησιμοποιούνταν για την συντήρησή του. Έως το 1677 , ο πληθυσμός της Κρήτης από 260.000 που ήταν πριν τον πόλεμο, έπεσε στις 80.000. H Κρητική αναγέννηση είχε περάσει στην ιστορία. Στις 27 Ιανουαρίου του 1647 μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα αποκοπής της διόδου τον Δαρδανελίων ο Ενετός διοικητής των επιχειρήσεων Τομάζο Μοροζίνι σκοτώθηκε όταν μόνη η γαλέρα του, βρέθηκε αντιμέτωπη με μια οθωμανική αρμάδα 45 πλοίων. Η Βενετική γαλέρα κατάφερε τεράστιες καταστροφές στον οθωμανικό στόλο, μεταξύ των οποίων και ο θάνατος του Κότσα Μουσά πασά επικεφαλής της αρμάδας και κυβερνήτη της Αιγύπτου. Η Βεετική γαλέρα με κάποιους από το πλήρωμα τελικά διασώθηκε από τον Βενετικό στόλο. Οι απώλειες που προκάλεσε ένα μόνο πλοίο στους Οθωμανούς είχαν αντίκτυπο στο ηθικό τους, όμως ο ανεφοδιασμός του κρητικού μετώπου συνεχίστηκε κανονικά. Κατά την διάρκεια του Αυστρο-Οθωμανικου πολέμου 1663-1664 οι επιχειρήσεις στην Κρήτη είχαν εντελώς σταματήσει, αλλά οι Βενετοί δεν εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία να απωθήσουν τους Οθωμανούς ανοίγοντας τους διπλό μέτωπο. Μετά την συμφωνία ειρήνης του Vasvár με την Αυστρία, οι Οθωμανοί ήταν, πλέον, έτοιμοι ώστε να επικεντρωθούν στο μέτωπο της Κρήτης. Τον Φεβρουάριο του 1667, η Βενετία έλαβε βοήθεια 6000 ανδρών και 21 πολεμικών πλοίων από την Γαλλία , την Νάπολη , τον Πάπα, την Σικελία και την Μάλτα. Η μόνη όμως επιτυχία των συμμάχων ήταν η απώθηση μιας επίθεσης στα Κύθηρα . Το χειμώνα του 1667 νέα οθωμανικά στρατεύματα αποβιβάζονται στην Κρήτη και η τελευταία φάση του πολέμου που στοίχισε την ζωή σε 70.000 μουσουλμάνους στρατιώτες και 70.000 χριστιανούς στρατιώτες και αμάχους στην πλειοψηφία τους Κρήτες, πρόκειται να αρχίσει. Την άνοιξη του 1668 η Βενετία μετά από υποσχέσεις σημαντικής στρατιωτικής βοήθειας από την δύση ελπίζει να τελειώσει τον πόλεμο με συμφωνία ειρήνης. Πράγματι οι Οθωμανοί πρότειναν στην Βενετία το ίδιο έτος να κρατήσει την μισή Κρήτη, κάτι που αρνήθηκε λόγο της αισιοδοξίας που προκάλεσαν οι υποσχέσεις κυρίως της Γαλλίας για νέες ενισχύσεις, και οι νέες αναταραχές στο εσωτερικό της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Τον Ιούνιο του 1668 το πολυαναμενόμενο πρώτο μισό της γαλλικής ενίσχυσης φτάνει στον Χάνδακα, 6000 στρατιώτης και 31 πλοία, ενώ οι Οθωμανοί είχαν πια οχυρωματικά πολύ κοντά στα τείχη του Χάνδακα, που ήταν σε πολύ κακή κατάσταση από την μακροχρόνια καταπόνηση και τις επισκευές εν μέσω πολέμου. Η πρώτη εξόρμηση των Γάλλων έξω από τα τείχη στις 25 Ιουνίου ήταν καταστροφική, με 800 νεκρούς μεταξύ των οποίων και ο επικεφαλής δούκας του Μπωφόρ. Η άφιξη του δευτέρου μισού της γαλλικής ενίσχυσης ανέβασε το ηθικό, και στις 25 Ιουλίου ξεκινά συντονισμένη επίθεση από θάλασσα και ξηρά με 15.000 κανονιοβολισμούς μόνο από τον στόλο, όμως τα βαθιά οχυρωματικά έργα των Οθωμανών έξω από τον Χάνδακα επέτρεψαν μόνο μικρές απώλειες, ενώ η ανατίναξη ενός γαλλικού πλοίου από λάθος στην μέση της αρμάδας προκάλεσε σοβαρές ζημιές στα γύρω γαλλικά και ενετικά πλοία. Η δυσαρέσκεια των Βενετών για τις αδέξιες ενέργειες των Γάλλων προκάλεσε τριβές μέσα στο κάστρο, κάνοντας τους Γάλλους να θέλουν να αποχωρίσουν το οποίο και έκαναν στις 20 Αυγούστου. Έτσι άρχισε να γίνεται ξεκάθαρο ποια ότι ο Χάνδακας δεν μπορεί να κρατηθεί άλλο. Στις 5 Σεπτεμβρίου 1669 , ο διοικητής Μοροζίνι με δική του πρωτοβουλία, χωρίς να συμβουλευτεί προηγουμένως τους ανωτέρους του στην Βενετία, συνθηκολογεί και παραδίδει την πόλη στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Με την κατάκτηση της Κρήτης η Οθωμανική Αυτοκρατορία έφτασε την μεγαλύτερη έκταση της, η οποία, ωστόσο, δεν διατηρήθηκε για καιρό. Συγκεκριμένα, οι παρατεταμένες στρατιωτικές επιχειρήσεις εξασθένισαν αριθμητικά τα οθωμανικά στρατεύματα, ενώ, ταυτόχρονα, άδειασαν και τα ταμεία της Αυτοκρατορίας. Ο Κρητικός πόλεμος ήταν, σύμφωνα με ορισμένους ιστορικούς, η βασική αιτία της παρακμής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία ξεκίνησε στα τέλη του 17ου αιώνα από την οποία δεν ανέκαμψε ουσιαστικά ποτέ. Ενώ τα οφέλη από την κατάκτηση της Κρήτης ήταν ανύπαρκτα, καθώς οι Οθωμανοί λόγο ιδιοσυγκρασίας δεν εκμεταλλεύονταν τους θαλάσσιους δρόμους, ενώ οι πόροι του νησιού δεν απέδιδαν, καθώς η ύπαιθρος αποτελούσε εστία συνεχών αναταραχών. Το 1692, η Γαληνότατη βρέθηκε έξω από τα τείχη του Χάνδακα σε μια ύστατη προσπάθεια ανακατάληψης, η οποία, ωστόσο, δεν ήταν επιτυχής. Τα ταμεία δεν μπορούσαν, πλέον, να υποστηρίξουν μεγάλης έκτασης στρατιωτικές επιχειρήσεις. Τα 4.253.000 δουκάτα που στοίχισε μόνο η άμυνα του κάστρου κατά το μεγάλο πόλεμο, δεν αναπληρώθηκαν ποτέ. Τα τελευταία Ενετικά φρούρια στη Κρήτη, η Σπιναλόγκα και η Γραμβούσα , έπεσαν στα χέρια των Οθωμανών το 1715. Η Γαληνότατη είχε χάσει οριστικά την εξέχουσα θέση της στην Μεσόγειο. Η περίοδος της Τουρκοκρατίας χαρακτηρίζεται από μεγάλες καταστροφές, δήμευση όλων των περιουσιών από το Σουλτάνο και σκληρό διωγμό του χριστιανικού στοιχείου, παρά τα όποια προνόμια που είχε παραχωρήσει ο Μωάμεθ Β΄στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Το μεγαλύτερο μέρος των εκκλησιών έγιναν τζαμιά και ο πληθυσμός σφαγιάστηκε και αιχμαλωτίστηκε. Οι Κρητικοί που δεν εγκατέλειψαν το νησί, αν και ζούσαν κάτω από άθλιες συνθήκες φτώχειας και καταπίεσης, αντιστάθηκαν με όλα τα μέσα που διέθεταν. Το 1692 δεν δίστασαν να συμπράξουν με τους Βενετούς, σε μια τελικά αποτυχημένη προσπάθεια αποτίναξης του τούρκικου ζυγού, γεγονός που προκάλεσε τον εχθρό και στοίχησε τη ζωή πολλών χριστιανών. Μια ανάλογη προσπάθεια έγινε υπό τη βοήθεια των Ρώσων το 1770, που όμως σφραγίστηκε κι αυτή με αίμα. Ο Ιωάννης Βλάχος ή Δασκαλογιάννης (1725 - 17 Ιουνίου 1771) ήταν Έλληνας αγωνιστής. Την άνοιξη του 1770, και ενώ διεξαγόταν ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος (1768-1774) , ξέσπασαν σε διάφορα μέρη του ελλαδικού χώρου εξεγέρσεις κατά των Οθωμανών, με υποκίνηση της Ρωσίας. Οι εξεγέρσεις αυτές οργανώθηκαν από τους στενούς συνεργάτες της αυτοκράτειρας Αικατερίνης Β΄ , τους αδερφούς Ορλώφ, για αυτό και είναι γνωστές ως Ορλωφικά. Αρχηγός της εξέγερσης στα Σφακιά της Κρήτης (1770-1771) ήταν ο Ιωάννης Βλάχος ή Δασκαλογιάννης. Ο Ιωάννης Βλάχος γεννήθηκε στην Ανώπολη Σφακίων , πιθανόν το 1725. Ο πατέρας του έχοντας αποκτήσει χρήματα από το εμπόριο μπόρεσε να τον στείλει για σπουδές στο εξωτερικό. Γι' αυτό ο Ιωάννης Βλάχος, ως μορφωμένος, απέκτησε το προσωνύμιο Δασκαλογιάννης, με το οποίο και έμεινε στην ιστορία. Το Φεβρουάριο του 1770, μετά την άφιξη ρωσικών δυνάμεων στη Μάνη , ο Δασκαλογιάννης, που είχε στο μεταξύ συνδεθεί με τους Ορλώφ, έστειλε εκεί μερικές εκατοντάδες Σφακιανούς για βοηθήσουν τους επαναστάτες της Πελοποννήσου . Λίγο αργότερα, την άνοιξη της ίδιας χρονιάς, ξέσπασε και στα Σφακιά εξέγερση και ο Δασκαλογιάννης τέθηκε επικεφαλής. Συγκεκριμένα τον Απρίλιο του 1770, και αφού προηγουμένως είχαν συγκεντρώσει τρόφιμα και πολεμοφόδια και είχαν οχυρώσει καίρια περάσματα στα βουνά, οι Σφακιανοί έδιωξαν τον εισπράκτορα, που πήγε να εισπράξει τον κεφαλικό φόρο. Στη συνέχεια επιτέθηκαν και σκότωσαν αρκετούς Οθωμανούς που ζούσαν σε πεδινά μέρη της περιοχής και άρπαξαν τις περιουσίες τους, αναγκάζοντας τους υπόλοιπους να ζητήσουν καταφύγιο σε κοντινά φρούρια. Τότε οι πασάδες της Κρήτης, ύστερα από εντολή του σουλτάνου, οργάνωσαν στρατιωτική δύναμη 15.000 ανδρών προκειμένου να χτυπήσουν τους εξεγερμένους. Πριν όμως τα οθωμανικά στρατεύματα ξεκινήσουν τις επιχειρήσεις, στάλθηκαν στους Σφακιανούς δύο κληρικοί προκειμένου να τους πείσουν να καταθέσουν τα όπλα, ο Δασκαλογιάννης όμως απέρριψε την πρόταση. Οι Οθωμανοί κατάφεραν με τη βοήθεια του πυροβολικού να καταλάβουν καίρια σημεία που κατείχαν οι επαναστάτες και μερικά χωριά, στα οποία προέβησαν σε σφαγές και λεηλασίες. Τότε οι επαναστάτες με τον Δασκαλογιάννη κατέφυγαν στις κορφές των βουνών και σε σημεία όπου ήταν δύσκολο να φτάσουν οι Οθωμανοί και άρχισαν τον κλεφτοπόλεμο. Ο κλεφτοπόλεμος συνεχίστηκε μέχρι το χειμώνα οπότε η κατάσταση έγινε πολύ δύσκολη και για τις δύο πλευρές. Έτσι τον Μάρτιο του 1771 οι Σφακιανοί πρότειναν να σταματήσουν οι συγκρούσεις με την προϋπόθεση ότι θα τους δινόταν αμνηστία. Η οθωμανική πλευρά δέχθηκε να χορηγήσει αμνηστία αλλά με τους εξής όρους: Να καταβάλλεται πλέον ο κεφαλικός φόρος «κατά κεφαλήν» και όχι όπως μέχρι τότε «κατ' αποκοπήν», να απελευθερωθούν οι Οθωμανοί αιχμάλωτοι και να μην χορηγούν πλέον οι Σφακιανοί τρόφιμα στα πολεμικά σκάφη που έπλεαν γύρω από την Κρήτη. Επίσης επέβαλαν απαγορεύσεις σχετικά με την ενδυμασία των Σφακιανών, την ανέγερση νέων εκκλησιών και πύργων και αφαίρεσαν τη δικαστική εξουσία από τους κοινοτικούς άρχοντες. Κυρίως όμως απαίτησαν να παραδοθούν για να τιμωρηθούν οι πρωταίτιοι της εξέγερσης. Έτσι ο Δασκαλογιάννης παραδόθηκε μαζί με συντρόφους του στους Οθωμανούς στον Χάνδακα και φυλακίστηκε. Λέγεται ότι ο Δασκαλογιάννης παραδόθηκε αφού έλαβε γράμμα από τον αδελφό του, που είχε συλληφθεί από τους Οθωμανούς, στο οποίο τον διαβεβαίωνε για τις προθέσεις του πασά και του έλεγε ότι έπρεπε να πάει στον Χάνδακα. Στις 17 Ιουνίου του 1771 ο Δασκαλογιάννης ή γδάρθηκε ζωντανός ή κρεμάστηκε. Μαζί του εκτελέστηκαν και πολλοί σύντροφοί του. Ωστόσο οι Κρητικοί, γενναίοι και θαρραλέοι, δεν εγκατέλειψαν τον αγώνα. Στο διάστημα 1821-24 το νησί απελευθερώθηκε στο μεγαλύτερο μέρος του και αν ο Αιγύπτιος Μεχμέτ Άλη δεν πρόστρεχε σε βοήθεια του Σουλτάνου όλο το νησί θα απελευθερωνόταν. Η Ελληνική Επανάσταση στην Κρήτη ήταν η επανάσταση των υπόδουλων Ελλήνων της Κρήτης έναντι των Οθωμανών κατακτητών, που ξεκίνησε τον Απρίλιο του 1821 και κράτησε ως το 1830. Παρά τις επιτυχίες των επαναστατών η Κρήτη δεν περιελήφθηκε στο νέο Ελληνικό Κράτος. Η περίοδος αυτή 1828-1830 συνέπεσε με την άφιξη και την παραμονή στην Ελλάδα του Ιωάννη Καποδίστρια ως Κυβερνήτη. Ο Καποδίστριας επιδιώκοντας να επαναφέρει την ασφάλεια στις ελληνικές θάλασσες έστειλε τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο στη Γραμβούσα για να καταστείλει την πειρατεία. Στην επιχείρηση συμμετείχαν αγγλικά και γαλλικά πλοία που κατέστρεψαν τα πλοία των επαναστατών, ενώ το φρούριο πέρασε στα χέρια των Άγγλων. Παρά την αρνητική αυτή εξέλιξη η επανάσταση δεν έσβησε στην Κρήτη. Αυτό δε συνέβη ούτε όταν έφθασε στο νησί ο βαρώνος Ρέινεκ, ως αντιπρόσωπος του Καποδίστρια, μεταφέροντας την επιθυμία του Κυβερνήτη για σταμάτημα της επαναστατικής δράσης. Έτσι, το καλοκαίρι του 1828 οι Κρητικοί έλεγχαν ολόκληρο το νησί ενώ οι Τούρκοι βρίσκονταν αποκλεισμένοι στα φρούρια. Η αλλαγή της πολιτικής του Καποδίστρια απέναντι στην Κρήτη συνδέθηκε με την αποστολή του Εμμανουήλ Τομπάζη στο νησί και την αποτυχημένη απόπειρά του να καταλάβει τη Σητεία, τη μόνη περιοχή που ελέγχονταν από τους Τούρκους. Η κατάσταση δεν άλλαξε ούτε κατά την τη διάρκεια της θητείας των επόμενων αντιπροσώπων του Κυβερνήτη, του Άγγλου Χαν και του Νικόλαου Ρενιέρη , καθώς το νησί βρισκόταν στην κατοχή των επαναστατών με τους Τούρκους να έχουν περιοριστεί στα φρούρια Χανίων, Ρεθύμνου και Ηρακλείου. Όμως, παρά τη θετική αυτή εξέλιξη η Κρήτη δεν περιλήφθηκε στα σύνορα του νέου ελληνικού κράτους που ιδρύθηκε με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου (22/011/1830). Αν και καλλιεργούνταν ελπίδες ότι στο νέο ελληνικό κράτος θα περιλαμβάνονταν όλες οι επαναστατημένες περιοχές, η Κρήτη παρέμεινε υπό οθωμανική εξουσία. Οι Κρητικοί με την προκήρυξη του "Κρητικού Συμβουλίου" στους Μαργαρίτες Μυλοποτάμου (12 Απριλίου 1830) εξέφρασαν την πικρία και τη αγανάκτησή τους για το γεγονός αυτό, στρεφόμενοι τόσο κατά του Καποδίστρια όσο και κατά των Μεγάλων Δυνάμεων. Στις 21 Μαΐου προεστοί από όλες τις επαρχίες και ντόπιοι οπλαρχηγοί συγκεντρώθηκαν στο Λουτρό των Σφακιών, ίδρυσαν Καγκελαρία και κήρυξαν την επανάσταση και στην Κρήτη. Στο νησί υπήρχε ισχυρό και εμπειροπόλεμο τουρκικό στοιχείο και η επανάσταση καταπνίγηκε γρήγορα με κατάληψη και της κοιτίδας της στα Σφακιά. Στην Κρήτη το 1822 η επανάσταση σημείωνε επιτυχίες. Ο Πασάς του Ηρακλείου σε συνεργασία με τη στρατιά που έστειλε από την Αίγυπτο ο Μωχάμετ Άλη απέτυχαν να καταστείλουν την επανάσταση. Οι Έλληνες πέτυχαν σημαντική νίκη στην μάχη του Κρουσώνα. Τον Μάιο του 1822 δημιουργείται προσωρινή διοίκηση στο νησί με το όνομα προσωρινό πολίτευμα νήσου Κρήτης. Από το 1824 άρχισε η κάμψη της Επαναστάσεως, εξαιτίας κυρίως δύο εμφυλίων πολέμων και των συντονισμένων επιχειρήσεων των Τούρκων και των Αιγυπτίων. Παρά την αντίσταση ο αγώνας των Ελλήνων υποχώρησε στην Κρήτη, ενώ η Κάσος και τα Ψαρά καταστράφηκαν. Σώθηκε την τελευταία στιγμή η Σάμος, μετά τις νίκες του Σαχτούρη και του Μιαούλη. Ο Σουλτάνος διαπιστώνοντας τη δυσκολία της κατάσβεσης της ελληνικής επανάστασης με τις δικές του δυνάμεις, κατέφυγε στη βοήθεια του σχεδόν αυτόνομου Πασά της Αιγύπτου, Μωχάμετ Άλη. Για να εξασφαλίσει την βοήθειά του του παραχώρησε το Πασαλίκι της Κρήτης και στον γιο του Ιμπραήμ παραχώρησε το πασαλίκι της Πελοποννήσου. Στη ναυμαχία του Γέροντα όπως έγινε γνωστή, οι Ελληνες επικράτησαν και ο αγώνας στη θάλασσα επιβίωσε. Στη συνέχεια ο ελληνικός στόλος κατάφερε επιτυχώς να εμποδίσει τον στόλο του Ιμπραήμ να αποβιβάσει στρατό στην Κρήτη. Ο Ιμπραήμ κατάφερε να αποβιβαστεί στη Σούδα μόλις το Φθινόπωρο του 1824, όπου προτίμησε να ξεχειμωνιάσει πριν εισβάλλει στην Πελοπόννησο. Η επανάσταση στο νησί είχε υποχωρήσει σημαντικά και παρέμενε ζωντανή σχεδόν μόνο στην περιοχή των Σφακίων. Η επανάσταση στην Μεγαλόνησο το 1825 -1828 συντηρήθηκε από μεμονωμένες επιθέσεις ανταρτών σε χωριά και φρούρια των Τούρκων. Εκείνη την περίοδο κατέφθασαν στο νησί Κρητικοί, που είχαν καταφύγει στην Πελοπόννησο και τα νησιά και επέστρεψαν με στόχο την ουσιαστική επανέναρξη της Κρητικής επανάστασης. Έτσι, καταλαμβάνεται το φρούριο της Γραμβούσας στα δυτικά του νησιού από τους επαναστάτες, με αρχηγούς τους Δημήτριο Καλλέργη και Εμμανουήλ Αντωνιάδη, στις 9 Αυγούστου του 1825. Το φρούριο χρησιμοποιήθηκε ως ορμητήριο νέων επιχειρήσεων. Μάλιστα, κατέφυγαν στην πειρατεία για την εξασφάλιση των απαραίτητων πολεμοφοδίων και τροφίμων. Η φήμη ότι στο υπό ίδρυση ελληνικό κράτος θα περιλαμβάνονταν οι επαναστατημένες περιοχές αναζωογόνησε τον αγώνα. Στις αρχές του 1828 έφθασε από την Ελλάδα στην Κρήτη ο Χατζημιχάλης Νταλιάνης με ένα μικρό σώμα πεζών και ιππέων. Το Μάρτιο του 1828 μαζί με τον Ιωάννη Χάλη κατέλαβαν το φρούριο Φραγκοκάστελλο στα Σφακιά με σκοπό να κινητοποιήσουν τις γειτονικές περιοχές. Όμως ο Χατζημιχάλης και πολλοί αγωνιστές σκοτώθηκαν στην επίθεση που πραγματοποίησαν οι Τούρκοι με επικεφαλής τον Μουσταφά πασά. Η περίοδος 1828-1830 συνέπεσε με την άφιξη και την παραμονή στην Ελλάδα του Ιωάννη Καποδίστρια ως Κυβερνήτη. Ο Καποδίστριας επιδιώκοντας να επαναφέρει την ασφάλεια στις ελληνικές θάλασσες έστειλε τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο στη Γραμβούσα για να καταστείλει την πειρατεία. Στην επιχείρηση συμμετείχαν αγγλικά και γαλλικά πλοία που κατέστρεψαν τα πλοία των επαναστατών, ενώ το φρούριο πέρασε στα χέρια των Άγγλων. Παρά την αρνητική αυτή εξέλιξη η επανάσταση δεν έσβησε στην Κρήτη. Αυτό δε συνέβη ούτε όταν έφθασε στο νησί ο βαρώνος Ρέινεκ, ως αντιπρόσωπος του Καποδίστρια, μεταφέροντας την επιθυμία του Κυβερνήτη για σταμάτημα της επαναστατικής δράσης. Έτσι, το καλοκαίρι του 1828 οι Κρητικοί έλεγχαν ολόκληρο το νησί ενώ οι Τούρκοι βρίσκονταν αποκλεισμένοι στα φρούρια. Η αλλαγή της πολιτικής του Καποδίστρια απέναντι στην Κρήτη συνδέθηκε με την αποστολή του Εμμανουήλ Τομπάζη στο νησί και την αποτυχημένη απόπειρά του να καταλάβει τη Σητεία, τη μόνη περιοχή που ελέγχονταν από τους Τούρκους. Η κατάσταση δεν άλλαξε ούτε κατά την τη διάρκεια της θητείας των επόμενων αντιπροσώπων του Κυβερνήτη, του Άγγλου Χαν και του Νικόλαου Ρενιέρη, καθώς το νησί βρισκόταν στην κατοχή των επαναστατών με τους Τούρκους να έχουν περιοριστεί στα φρούρια Χανίων, Ρεθύμνου και Ηρακλείου. Όμως, παρά τη θετική αυτή εξέλιξη η Κρήτη δεν περιλήφθηκε στα σύνορα του νέου ελληνικού κράτους που ιδρύθηκε με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου(22/011/1830). Αν και καλλιεργούνταν ελπίδες ότι στο νέο ελληνικό κράτος θα περιλαμβάνονταν όλες οι επαναστατημένες περιοχές, η Κρήτη παρέμεινε υπό οθωμανική εξουσία. Οι Κρητικοί με την προκήρυξη του "Κρητικού Συμβουλίου" στους Μαργαρίτες Μυλοποτάμου (12 Απριλίου 1830) εξέφρασαν την πικρία και τη αγανάκτησή τους για το γεγονός αυτό, στρεφόμενοι τόσο κατά του Καποδίστρια όσο και κατά των Μεγάλων Δυνάμεων. Οι συνθήκες που ακολούθησαν μετά τη σύσταση του Ελληνικού Κράτους επέτρεψαν στο Σουλτάνο να τη δωρήσει στην Αίγυπτο μέχρι το 1840, όπου οι εξεγέρσεις κορυφώθηκαν και δόθηκαν πολλά προνόμια στο πληθυσμό. Το γεγονός αυτό προκάλεσε την οργή των Τούρκων και σημειώθηκαν οι πιο βίαιες συγκρούσεις πάνω στο νησί με αποκορύφωμα την επανάσταση του 1895-96, τη Μάχη της Κρήτης το 1866-68 και το ολοκαύτωμα της Μονής του Αρκαδίου. Ακολούθησαν συνεχείς εξεγέρσεις που οδήγησαν το 1898 στην ανακήρυξη της Κρήτης ως ανεξάρτητη "Κρητική Πολιτεία" που εγκαινιάζει μια περίοδο που ο πληθυσμός προσπαθεί να επιβιώσει και να επουλώσει τις πληγές των δυο αιώνων σκλαβιάς. Η Κρητική Επανάσταση του 1866-1869, υπήρξε από τις πιο σημαντικές από μια σειρά επαναστάσεων τον 19ο αιώνα στην Κρήτη ενάντια στην Οθωμανική κυριαρχία και υπέρ της ένωσης με την Ελλάδα. Παρ΄ ότι η ίδια η επανάσταση δεν στέφθηκε με επιτυχία, το γεγονός της ανατίναξης της Μονής Αρκαδίου, που προκάλεσε το θάνατο 300 περίπου πολιορκημένων και 700 αμάχων, είχε μεγάλο αντίκτυπο στη διεθνή κοινή γνώμη ως μία από τις πτυχές του όλου Ανατολικού Ζητήματος. Η επανάσταση είχε εκπνεύσει με τον πόθο για ελευθερία και την επιθυμία για ένωση με την Ελλάδα ανολοκλήρωτα. Το μόνο θετικό όφελος ήταν τα σκιώδη προνόμια του Οργανικού Νόμου, που έθεταν το Κρητικό Ζήτημα σε νέες βάσεις και θα αποτελούσε σταθερό σημείο αναφοράς για όλα τα επόμενα απελευθερωτικά κινήματα της Κρήτης. Στις 10 Μαρτίου του 1905 ξεσπάει η Κρητική Επανάσταση στο χωριό Θέρισο. Αρχηγός της επανάστασης είναι ο Ελευθέριος Βενιζέλος ενώ αφορμή για τους κινηματίες στάθηκε η επιθυμία για ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Αναμφισβήτητα ο κερδισμένος της υπόθεσης αυτής ήταν Ελευθέριος Βενιζέλος. Το όνομά του έγινε γνωστό όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε όλη την Ευρώπη. Η εξέλιξη πάντως των γεγονότων επιβεβαιώνει ότι πέρα από την ενωτική βούληση των ίδιων των Κρητικών ή το περιεχόμενο των συμβατικών διατάξεων του διεθνούς καθεστώτος της Κρήτης, η ολοκλήρωση της ενωτικής διαδικασίας ήταν καθ΄ όλα εξαρτημένη από τις διπλωματικές δυνάμεις. Την 1η Δεκεμβρίου του 1913 η Κρήτη ενσωματώθηκε και επίσημα στο ελληνικό κράτος. Ακριβώς ένα μήνα νωρίτερα (1 Νοεμβρίου 1913), ο σουλτάνος Μεχμέτ ο 5ος είχε παραιτηθεί από κάθε δικαίωμα επικυριαρχίας επί της μεγαλονήσου. Αιώνες αιμάτων και δακρύων στη μαρτυρική Κρήτη έβρισκαν επιτέλους την ιστορική τους δικαίωση. Η επίσημη ανακήρυξη της ένωσης έγινε στα ηλιόλουστα Χανιά την Κυριακή 1η Δεκεμβρίου1913, παρουσία του βασιλιά Κωνσταντίνου και του πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου, μέσα σε ιδιαίτερα πανηγυρικό κλίμα. Μάχη της Κρήτης ονομάζεται η επιχείρηση κατάληψης της Κρήτης από τους Γερμανούς κατά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, και συγκεκριμένα από το πρωί της 20ής Μαΐου 1941, όταν ξεκίνησε η αεροπορική έφοδος των Γερμανών με συνθηματικό όνομα «Unternehmen Merkur» (Επιχείρηση Ερμής) εναντίον του νησιού, ως την 1η Ιουνίου. Με την επιχείρηση αυτή οι Γερμανοί κατάφεραν να καταλάβουν το νησί από τις αγγλοελληνικές συμμαχικές δυνάμεις, ωστόσο αυτή τους η επιτυχία κόστισε τόσο πολύ ώστε να μην επιχειρήσουν ξανά άλλη αεροπορική έφοδο της ίδιας κλίμακας κατά την διάρκεια του πόλεμου. Σήμερα, η μάχη της Κρήτης θεωρείται η πρώτη μεγάλη αεραποβατική επιχείρηση και παραμένει μοναδική στο ότι ο κύριος αντικειμενικός σκοπός κατελήφθη εξ ολοκλήρου από αέρος. Η μάχη θεωρείται επίσης πολύ σημαντική για τους Κρητικούς λόγω της αναπάντεχης σθεναρής αντίστασης που κατέβαλαν ενάντια στους αριθμητικά ανώτερους Γερμανούς και το μεγάλο τίμημα που η επίθεση και η επακόλουθη κατοχή είχαν στον πληθυσμό του νησιού. Η συνολική στρατιωτική δύναμη της Κρήτης, μετά από ενίσχυσή της και από δυνάμεις που μεταφέρθηκαν από την ηπειρωτική Ελλάδα, ανερχόταν περίπου σε σύνολο 43000 αντρών, σε 11.500 Έλληνες και 31.500 Βρετανούς και Νεοζηλανδούς, μειονεκτούσε σοβαρά σε θέματα εξοπλισμού, αφού ο οπλισμός, τα πυρομαχικά και τα άλλα εφόδια βρίσκονταν πολύ κάτω της παραδεκτής αναλογίας, ενώ δεν υπήρχε καθόλου συμμαχική αεροπορία. Οι απώλειες των συμμάχων κυμαίνονταν σύμφωνα με την Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού σε Έλληνες 426 νεκρούς και μεγάλος αριθμός τραυματιών και αιχμαλώτων ο οποίος δεν αναφέρεται. Οι νεκροί σε Βρετανούς κυμαίνονταν 1.742, τραυματίες 1.737 και αιχμάλωτοι 11.835. Επίσης βυθίστηκαν 2 καταδρομικά, 6 αντιτορπιλικά και απωλέσθηκαν πάνω από 2.000 αξιωματικοί και ναύτες. Η συνολική δύναμη του Άξονα που πήρε μέρος στην επιχείρηση Ερμής ανερχόταν σε 22.750 άνδρες, από τους οποίους οι 14.000 ήταν αλεξιπτωτιστές, 1.370 αεροπλάνα και ανεμόπτερα και 70 πλοία. Οι απώλειες του Άξονα ανέρχονταν, σύμφωνα με την Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, σε 1.990 νεκρούς, 1.995 αγνοούμενους και σοβαρό αριθμό τραυματιών. Συνολικά οι απώλειες του επίλεκτου σώματος των Γερμανών αλεξιπτωτιστών ξεπέρασαν τους 8.000 άνδρες. Οι απώλειες σε αεροσκάφη ανήλθαν σε 220 τελείως κατεστραμμένα και 150 περίπου με σοβαρές ζημιές. Σύμφωνα όμως με τον Κουρτ Στούντεντ, ο οποίος είχε και την διοίκηση της επιχείρησης από την Γερμανική πλευρά, αναφέρει ότι οι απώλειες ανέρχονταν σε 4.000 νεκρούς και αγνοούμενους αλεξιπτωτιστές και στρατιώτες της 5ης Ορεινής Μεραρχίας. Στο Γερμανικό νεκροταφείο Μάλεμε βρίσκονται οι τάφοι 4.465 στρατιωτών του Γερμανικού Στρατού της μάχης της Κρήτης και της κατοχικής περιόδου. Τα αντίποινα στην Κρήτη ήταν σφοδρά, όπως η πλήρης καταστροφή και ισοπέδωση του χωριού της Κανδάνου. Ένας Γερμανός αλεξιπτωτιστής θυμάται την κατάσταση του πολέμου στην Κρήτη. Οι Κρητικοί πολίτες για να μας ξεγελούν κουβάλαγαν σημαίες με την Σβάστικα. Δεν τους κάλυπτε ούτε ο Κανονισμός Πολέμου Εδάφους της Χάγης, ούτε η σύμβαση της Γενεύης. Τους αποκαλούσαμε ελεύθερους σκοπευτές και ήμασταν πολύ θυμωμένοι.
Πηγή: https://el.m.wikipedia.org/wiki/Ελληνική_Επανάσταση_του_1821
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Μεγάλος_Κρητικός_Πόλεμος
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Δασκαλογιάννης
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Κρητική_Επανάσταση_(1866-1869)
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Επανάσταση_του_Θερίσου
https://www.sansimera.gr/articles/704
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Μάχη_της_Κρήτης
Εκπαιδευτικό Ιστολόγιο με στόχο την ενημέρωση για την Μυθολογία, την Προϊστορία, την Ιστορία και τον ελληνικό πολιτισμό greek.history.and.prehistory99@gmail.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου