Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2016

Η ιστορία των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου κατα την νεότερη περίοδο

ΟΙ Ιππότες του Αγίου Ιωάννη, που είχαν την βάση τους στη Ρόδο, ασκούσαν εξουσία στην Ικαρία μέχρι το 1521 που η Οθωμανική Αυτοκρατορία ενσωμάτωσε την Ικαρία στις κτήσεις της. Τότε επιδεινώθηκε το πρόβλημα της πειρατείας, οπότε οι κάτοικοι του νησιού εφάρμοσαν την πρακτική της αφάνειας: τραβήχτηκαν στα ορεινά του νησιού, κρύβοντας τους οικισμούς, αλλά και τις κατοικίες τους. Για την αντιπειρατική άμυνα, εκτός από την "αφάνεια" (αραιοκατοίκηση και απόκρυψη των κατοικιών), υπήρχαν παρατηρητήρια - βίγλες, διάφορα σημεία συγκέντρωσης και άμυνας του πληθυσμού σε περίπτωση επιδρομών (οροπέδια αόρατα από την θάλασσα), και κοινές κρυμμένες προμήθειες για χρήση σε ώρα ανάγκης. Η κλοπή τους τιμωρούνταν από το ιδιαίτερο εθιμικό δίκαιο της εποχής ακόμη και με θάνατο. Υπάρχουν τέλος αναφορές για επίθεση των κατοίκων σε ανεπιθύμητους επισκέπτες των ακτών, ακόμη και σε ναυαγούς. Οι Ικαριώτες λίντσαραν τον πρώτο Τούρκο φοροεισπράκτορα, αλλά κατά κάποιον τρόπο κατόρθωσαν να παραμείνουν ατιμώρητοι. Η συγκεκριμένη ιστορία, όπως έχει διατηρηθεί στην προφορική παράδοση, μιλάει για έναν Οθωμανό Αγά, που για να μετακινηθεί έβαλε δύο Ικαριώτες να τον κουβαλήσουν στα χέρια, πάνω σε ένα φορείο. Οι Ικαριώτες μην αντέχοντας τον εξαναγκασμό, τον έριξαν στο γκρεμό, στην περιοχή Κακό Καταβασίδι. Οι τουρκικές αρχές συγκέντρωσαν τον πληθυσμό και ρώτησαν ποιοί ήταν οι δράστες, αλλά έλαβαν την απάντηση «ούλοι εμείς εφέντη». Η φράση έμεινε παροιμιώδης, τονίζοντας την αλληλεγγύη της κοινωνίας εκείνη την εποχή. Οι Τούρκοι επέβαλλαν ένα πολύ χαλαρό καθεστώς διοίκησης, δεν έστειλαν αξιωματούχους στην Ικαρία για αρκετούς αιώνες. Η καλύτερη καταγραφή που διαθέτουμε για το νησί κατά τη διάρκεια των συγκεκριμένων χρόνων είναι από τον κονδυλοφόρο του επισκόπου Ιωσήφ Γεωργειρήνη που το 1677 περιέγραψε το νησί με 1.000 κατοίκους οι οποίοι ήταν οι φτωχότεροι στο Αιγαίο. Το 1827 η Ικαρία αποσπάστηκε από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά αναγκάστηκε να αποδεχτεί την Τουρκική διοίκηση κάποια χρόνια μετά και παρέμεινε κομμάτι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έως τις 17 Ιουλίου 1912 όταν εκδίωξε μια μικρή τουρκική φρουρά κατά τη διάρκεια της Ικαριακής Επανάστασης. Την 17η Ιουλίου του 1912 οι επαναστάτες εκδίωξαν τις μικρές τουρκικές φρουρές, με αρχηγό τον ιατρό Ιωάννη Μαλαχία και πεσόντα ήρωα τον Γεώργιο Σπανό , του οποίου το μνημείο βρίσκεται έξω από το χωριό Χρυσόστομος και το άγαλμα του στον Εύδηλο. Εξαιτίας των Βαλκανικών πολέμων , η Ικαρία αδυνατούσε να συνενωθεί με την Ελλάδα μέχρι το Νοέμβριο του αυτού έτους. Για 5 μήνες παρέμεινε ανεξάρτητη πολιτεία, με τις δικές της ένοπλες δυνάμεις, σφραγίδες και ύμνο ως η Ελευθέρα Πολιτεία Ικαρίας. Αυτοί οι πέντε μήνες ανεξαρτησίας ήταν δύσκολοι. Οι ντόπιοι είχαν έλλειψη σε προμήθειες, δεν είχαν συχνή συγκοινωνία και ταχυδρομικές υπηρεσίες, ενώ κινδύνευαν να γίνουν κομμάτι της Ιταλικής Αυτοκρατορίας στο Αιγαίο. Με απόφαση της εθνοσυνέλευσης ενώθηκε με την Ελλάδα. Η πρώτη σημαία της ελευθέρας πολιτείας Ικαρίας ήταν μπλε με έναν λευκό σταυρό στη μέση. Το νησί είχε τρομακτικές απώλειες σε έμψυχο και άψυχο δυναμικό κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και τη Γερμανική και Ιταλική Κατοχή. Δεν υπάρχουν ακριβή νούμερα ως προς το πόσοι άνθρωποι λιμοκτόνησαν , αλλά στο χωριό Καραβόσταμο πάνω από 100 άτομα πέθαναν από ασιτία . Από τότε στο νησί, η πλειονότητα των κατοίκων είναι φίλα προσκείμενη στον Κομμουνισμό , ενώ η Ελληνική Κυβέρνηση χρησιμοποιούσε το νησί ως τόπο εξορίας για περίπου 13.000 κομμουνιστές από το 1945 έως το 1949. Τόπος εξορίας ήταν άλλωστε και παλαιότερα κατά τον Μεταξά, αλλά και κατά τη βυζαντινή περίοδο όπου αυτοκρατορικές οικογένειες εξορίζονταν στο νησί. Υπήρχε έτσι η προκατάληψη στους απλούς ανθρώπους να μην παντρεύονται με ανθρώπους από γειτονικά νησιά, θεωρώντας τους εαυτούς τους γαλαζοαίματους. Μέχρι σήμερα η Ικαρία ονομάζεται Κόκκινο Νησί ή Κόκκινος Βράχος, εξαιτίας των αριστερών πεποιθήσεων των κατοίκων. Η ποιότητα ζωής βελτιώθηκε σημαντικά μετά το 1960 όταν η Ελληνική Κυβέρνηση ξεκίνησε να επενδύει στην υποδομή των νησιών προκειμένου να προωθηθεί ο τουρισμός. Ακόμα και τώρα όμως, η Ικαρία θεωρείται από τα «ξεχασμένα» νησιά και οι ντόπιοι βασίζονται στα έσοδα που έχουν από τις διάφορες εκδηλώσεις για τη βελτίωση της τοπικής υποδομής. Είναι χαρακτηριστική η έλλειψη σε έργα ρυμοτομικού χαρακτήρα, λόγω της βραχώδους και απότομης μορφολογίας που τα καθιστά πολυδάπανα. Χαρακτηριστική απασχόληση των Ικαριωτών από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι και τα μέσα του 20ού αιώνα ήταν η παραγωγή και εμπορία ξυλοκάρβουνου. "Κομπανίες" Ικαριωτών ταξίδευαν για μήνες αρχικά στην Μικρά Ασία και μετά το 1922 σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας για τον σκοπό αυτό. Στη συνέχεια η μεγάλη μετανάστευση, κυρίως στις Η.Π.Α., περιόρισε και μηδένισε τη δραστηριότητα αυτή. Η παροικία των Ικαρίων στις Η.Π.Α. είναι σήμερα μεγάλη και ιδιαίτερα δυναμική, εξακολουθεί δε να έχει ιδιαίτερους δεσμούς με τον γενέθλιο τόπο.
Η Σάμος κατά τη διάρκεια των αιώνων που ακολούθησαν την πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας έχασε τον πληθυσμό της και για μία μεγάλη περίοδο παρέμεινε σχετικά έρημη. Οικίσεις διατηρήθηκαν στις ορεινές περιοχές του Κέρκη και της Αμπέλου. Κατά τη διάρκεια της εποχής τη «ερήμωσης» στη Σάμο λειτούργησαν ναυπηγεία του τουρκικού στόλου. Το νησί ξανακατοικήθηκε από τον 16ο αιώνα χάρη σε ένα οθωμανικό πρόγραμμα εποικισμού το οποίο έφερε κατοίκους από γειτονικά νησιά και από τη Μικρά Ασία. Συγκεκριμένα, με την άδεια του Σουλτάνου Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς , μετά το 1550 οι Τούρκοι αποφασίζουν τον εποικισμό του νησιού. Με πρωτοβουλία του ναυάρχου Κιλίτζ Αλή και με τη βοήθεια του Πάτμιου Νικολάου Σαρακίνη ξεκινά μια νέα περίοδος. Η παροχή προνομίων και η απαγόρευση εγκατάστασης μουσουλμάνων στο νησί δημιουργεί ελκυστικό κλίμα για την επιστροφή μεγάλου μέρους του πληθυσμού (Σάμιοι που είχαν φύγει και άλλοι Έλληνες από διάφορες περιοχές της Ελλάδας, ενδεικτικά Εύβοια, Πήλιο, Ήπειρος). Τότε δημιουργήθηκαν σταδιακά οι περισσότεροι από τους σημερινούς οικισμούς. Κατά τον 18ο αιώνα, ένα εκτεταμένο δίκτυο χωριών απλωνόταν σε όλη την έκταση του νησιού. Πρωτεύουσα ήταν η Χώρα και το κυριότερο λιμάνι ήταν το Τηγάνι (σημερινό Πυθαγόρειο). Σταδιακά άρχισαν να αναπτύσσονται το Βαθύ και Καρλόβασι που έναν αιώνα αργότερα επρόκειτο να μετασχηματιστούν σε αστικά κέντρα. Η Σάμος κήρυξε την επανάσταση το βράδυ της 17 (Κυριακή του Θωμά) προς 18 Απριλίου 1821 με τον οπλαρχηγό Κωνσταντή Λαχανά . Αυτός, έχοντας μαζί του τον Γρηγόριο Σβορώνο, ανιψιό του υποπρόξενου της Ρωσίας, ήλθε με άλλους ενόπλους στο Βαθύ όπου επιτέθηκαν και σκότωσαν τους 18 Οθωμανούς που βρίσκονταν εκεί. Την επομένη, 18 Απριλίου, κήρυξε την επανάσταση στο Βαθύ. Μετά από εκκλησιαστική τελετή και με πανηγυρικές εκδηλώσεις υψώθηκε η σημαία της επανάστασης που έφερε ως σύμβολο την γλαύκα και τις λέξεις "Ελευθερία ή θάνατος". Στη συνέχεια τη διοίκηση της επανάστασης στο νησί ανέλαβε ο Λυκούργος Λογοθέτης. Κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1821 η Σάμος διατήρησε τοπική διοίκηση που έφερε την ονομασία Στρατοπολιτικόν Σύστημα Σάμου. Το νησί προστατεύτηκε επιτυχώς από τον ελληνικό στόλο μετά τις νίκες του στη Ναυμαχία της Σάμου και τη Ναυμαχία του Γέροντα . Αν και δεν καταλήφθηκε από τον τουρκικό στόλο δεν εντάχθηκε στο νεοσύστατο Βασίλειο της Ελλάδας. Η Σάμος έγινε αυτόνομη με την ονομασία Ηγεμονία της Σάμου. Το 1835 εγκαθιδρύθηκε το ειδικό καθεστώς αυτονομίας του νησιού με το όνομα Ηγεμονία της Σάμου . Οι Σαμιώτες διατηρούσαν την υποχρέωση να καταβάλλουν ετήσιο φόρο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία που ανερχόταν σε 2.700 λίρες. Ο ηγεμόνας διοριζόταν από τον Σουλτάνο και έφερε τον τίτλο του πρίγκηπα. Ήταν Χριστιανός Ορθόδοξος και ανώτερο στέλεχος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα της Ηγεμονίας υπήρξε αρχικά η Χώρα και στην συνέχεια η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε στο Βαθύ. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 εγκαθίστανται στο νησί πολλές οικογένειες Μικρασιατών από τα απέναντι παράλια (από περιοχές όπως τα Σώκια, τα Δωμάτια, το Κελεμπέσι, το Τσαγκλί). Ο Συνολικός αριθμός προσφύγων που πέρασε στη Σάμο μέχρι το τέλος του 1922 (σε τρεις μήνες δηλαδή) ήταν 30.000. Σε υπόμνημα της επιτροπής προσφύγων τον Φεβρουάριο του 1924 προς το αρμόδιο υπουργείο αναφέρεται ότι τον Αύγουστο του 1923 οι πρόσφυγες στη Σάμο ήταν 23.000 ενώ το 1924 είχαν απομείνει 15.270. Ο αριθμός αυτών των ανθρώπων αντιστοιχεί σε 3.700 οικογένειες εκ των οποίων οι 1880 επιθυμούσαν να μείνουν στη Σάμο. Στην πλειοψηφία τους επρόκειτο για αστούς επαγγελματίες που ασχολούνταν με τον καπνό. Οι τόποι όπου εγκαταστάθηκαν μόνιμα ήταν το Παλιόκαστρο, το Τηγάνι (Πυθαγόρειο), το Βαθύ και το Καρλόβασι. Κατά τη διάρκεια του Β΄Παγκοσμίου πολέμου το νησί γνώρισε αρχικά Ιταλική κατοχή. Στο διάστημα αυτό αναπτύχθηκε ισχυρό κίνημα Εθνικής Αντίστασης. Μετά τη συνθηκολόγηση των Ιταλών η Σάμος έμεινε για δύο μήνες ελεύθερη και την εξουσία ανέλαβαν οι αντάρτες. Τον Νοέμβριο του 1943 οι Γερμανοί προχώρησαν σε σφοδρούς βομβαρδισμούς. Το νησί πέρασε κάτω από γερμανική διοίκηση μέχρι την απελευθέρωση της Ελλάδας.
Μετά από μια σειρά επιδρομών, όπως αυτή των Βενετών, η Χίος καταλαμβάνεται από τους Γενουάτες το 1346, οι οποίοι ήταν μια ανερχόμενη δύναμη. Για δύο ολόκληρους αιώνες το νησί παρουσίαζε πρόοδο. Οι Γενουάτες, αν και καταπίεζαν τους ντόπιους, οργάνωσαν το εμπόριο μαστίχας και έφεραν στη Χίο την καλλιέργεια των εσπεριδοειδών, ενώ κατάφεραν να κρατήσουν τους Τούρκους μακριά από τη Χίο μέχρι το 1566, οπότε οι τελευταίοι κατάκτησαν το νησί. Η καταπίεση του λαού συνεχίστηκε, αλλά οι νησιώτες κράτησαν τα προνόμιά τους χάρη στην παραγωγή μαστίχας. Πριν από την Επανάσταση στη Χίο επικρατούσε μια κατάσταση οικονομικής ευμάρειας και άνθισης του εμπορίου. Σ' αυτό συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό η καλλιέργεια της μαστίχας , η οποία ήταν ένα παγκοσμίως μοναδικό προϊόν και τότε όπως και σήμερα. Το 1822 το νησί συντηρούσε περισσότερους από 100.000 κατοίκους. Σχέδια για εξέγερση στη Χίο γίνονταν από τους πρώτους μήνες της Επανάστασης , το 1821, όπως προκύπτει από το ημερολόγιο του Τομπάζη. Από τις 18 Απριλίου 1821 οι Υδραίοι κάλεσαν με επιστολή τους Χιώτες να συνδράμουν οικονομικά την Επανάσταση. Οι Τούρκοι, για να διασφαλίσουν τη νομιμοφροσύνη των κατοίκων, κάλεσαν τους προκρίτους και τους ηγέτες των κοινοτήτων να ορκιστούν πίστη στον σουλτάνο. Απελάθηκαν από το νησί όσοι μπορούσαν να προκαλέσουν αναταραχή και τοιχοκολλήθηκαν παντού προκηρύξεις που καλούσαν τους κατοίκους να μείνουν πιστοί στην Πύλη. Αξιόπιστη πηγή για τα γεγονότα πριν και κατά τη σφαγή του 1822 θεωρείται η αναφορά του Γάλλου πρόξενου Celeste Etienne David προς τους προϊσταμένους του, παρ' ότι αυτός κρίνεται ως φιλότουρκος. Στις 27 Απριλίου/6 Μαΐου Υδραϊκός στόλος από 28 πλοία άραξε στη Βρύση του Παπά και κάλεσε τους Χιώτες να ξεσηκωθούν. Βυθίστηκε ένα τουρκοκρητικό πλοίο και εξοντώθηκαν όλοι οι επιβαίνοντες. Την επομένη τα πλοία άραξαν κοντά στα Λειβάδια, ενάμιση μίλι από την πόλη και επαναστάτες βγήκαν στη στεριά καλώντας τους χωρικούς να ξεσηκωθούν. Οι τελευταίοι όμως τους απέφυγαν και απομακρύνθηκαν. Ο Τομπάζης αντίθετα αναφέρει ότι οι χωρικοί ήταν πρόθυμοι να επαναστατήσουν. Άνθρωπος των προκρίτων έφερε στον Τομπάζη το μήνυμα ότι 400 άτομα ήταν έτοιμα να πάρουν τα όπλα, αλλά ζητούσαν να αποβιβαστούν και άνδρες από το στόλο για να τους ξεσηκώσουν. Τον Ιούλιο του '21 είχε αναλάβει την οργάνωση της εξέγερσης ο Ιωάννης Ράλλης, Χιώτης Φιλικός και άλλοτε έμπορος στην Οδησσό . Όμως Χιώτες έμποροι των Κυκλάδων τον έπεισαν ότι αυτή η επιχείρηση ήταν άκαιρη και επικίνδυνη, κάτι στο οποίο συμφώνησε και ο Υψηλάντης. Οι κινήσεις αυτές ανησύχησαν τους Τούρκους οι οποίοι συγκέντρωσαν 40 ομήρους από την πόλη, μεταξύ αυτών οι πέντε δημογέροντες της Κοινότητας, ο αρχιεπίσκοπος και άλλα επιφανή πρόσωπα. Ο στόλος των επαναστατών αφού δεν κατάφερε να ξεσηκώσει τους κατοίκους απέπλευσε μετά από έξι ημέρες. Βύθισε όμως ένα τουρκικό πλοίο που μετέφερε προσκυνητές για τη Μέκκα. Ο Φιλήμων αναφέρει ότι εξοντώθηκαν όσοι συνελήφθησαν σαν εκδίκηση για τον απαγχονισμό των δύο πατριαρχών και άλλων αρχιερέων στην Κωνσταντινούπολη. Ορισμένοι Τούρκοι όμως διασώθηκαν από τους Χιώτες χωρικούς. Εκείνη την εποχή έφτασαν διαταγές από την Κων/πολη που καλούσαν τις τουρκικές Αρχές να ετοιμαστούν για άμυνα και να θεωρούν εχθρούς τους Χιώτες. Από τη στιγμή εκείνη άρχισε η άσκηση βίας και τρομοκρατίας πάνω στους κατοίκους. Κατασχέθηκαν περίπου 96.000 οκάδες σιταριού και κλήθηκαν 600 στρατιώτες από την Ασία. Για τη συντήρησή τους οι Χιώτες αναγκάζονταν να καταβάλουν 30.000 γρόσια το μήνα. Για να βαθυνθεί η τάφρος του κάστρου, οι Χιώτες έκαναν καταναγκαστικές εργασίες. Οι στρατιώτες καθημερινά έκαναν αρπαγές και φόνους στην πόλη και τα χωριά. Ταυτόχρονα ήλθε φιρμάνι που επέβαλε τη ναυτολόγηση 250 Χιωτών για τον οθωμανικό στόλο. Στρατιωτικός διοικητής στη Χίο τοποθετήθηκε σκληρός Βαχίτ πασάς. Η σκληρότητά του περιγράφεται από ξένους που ζούσαν στη Χίο. Μεταξύ άλλων αναφέρεται ότι ο Βαχίτ αποκεφάλισε έναν προεστό των Μαστιχοχωρίων για να εορτάσει τη γέννηση του γιου του. Ο Βαχίτ πασάς αργότερα κατέγραψε και το ιστορικό των γεγονότων της επανάστασης και της σφαγής της Χίου. Το 1822 η ευδαιμονία της Χίου ήταν παρελθόν και ο πληθυσμός ζούσε κάτω από την οθωμανική καταπίεση. Το Μάρτιο του 1822 η Χίος επαναστάτησε, όταν ο Αντώνιος Μπουρνιάς με διακόσιους άνδρες πήγαν στη Σάμο και κάλεσαν τον Λυκούργο Λογοθέτη να συμμετάσχει στην επανάσταση της Χίου. Ο ξεσηκωμός του εύφορου νησιού εξαγρίωσε το Σουλτάνο. Έτσι ο οθωμανικός στόλος υπό την ηγεσία του Καρά Αλή έπλευσε προς την Χίο για να καταστείλει την επανάσταση και αποβίβασε περί τους 7.000 στρατιώτες από τη Μικρά Ασία. Οι Οθωμανοί έκαψαν σπίτια και σκότωσαν όλα τα παιδιά κάτω των 3 ετών, όλους τους άνδρες από 12 ετών και πάνω, καθώς και όλες τις γυναίκες από 40 ετών και πάνω, με εξαίρεση αυτούς που ήταν πρόθυμοι να ασπαστούν το Ισλάμ. Τελικά, περισσότεροι από 40.000 κάτοικοι του νησιού σφαγιάστηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν[π, ενώ μεγάλο μέρος του πληθυσμού διέφυγε προς τα Ψαρά, τις Κυκλάδες και την Πελοπόννησο. Ο τουρκικός στόλος έκαιγε και κατέστρεφε τα πάντα για 40 μέρες, προσπαθώντας να παραδειγματίσει τους υπόλοιπους Έλληνες. Το γεγονός έγινε παγκόσμια γνωστό ως η σφαγή της Χίου, ενώ αποτυπώθηκε στον διάσημο πίνακα « Η Σφαγή της Χίου» του γάλλου ζωγράφου Ευγένιου Ντελακρουά. Η εφαρμοζόμενη πολιτική των Τούρκων ύστερα από τη σφαγή του 1822 οδήγησε στην αραίωση του πληθυσμού του νησιού και στην κάμψη κάθε δραστηριότητας. Οι λίγοι Χιώτες που επέζησαν της λεηλασίας και έκαναν προσπάθεια να ξαναχτίσουν το νησί το 1832. Το 1835 δεν είχε επανέλθει στους παλιότερους ρυθμούς ζωής και μόλις από την πέμπτη δεκαετία του 19ου αιώνα σημειώνεται μια πρώτη προσπάθεια ανάκαμψης, οικονομικής και πνευματικής. Το πλαίσιο της πολιτικής ζωής του νησιού από εκείνη την περίοδο έγινε ο θεσμός της δημογεροντίας : οι δημογέροντες από το 1847 εκλέγονταν για τη ρύθμιση των εσωτερικών προβλημάτων του νησιού από τους γέροντες των χωριών, ήταν μόνο ορθόδοξοι, ενώ παλιότερα εκπροσωπούνταν και οι καθολικοί του νησιού. Από το 1861 σύμφωνα με τις διατάξεις του Διοργανισμού της κοινότητος Χίου, στις εκλογές για την ανάδειξη δημογερόντων συμμετείχαν αντιπρόσωποι από όλο το νησί εκτός από τα Μαστιχοχώρια. Από τα 66 χωριά του νησιού στη δικαιοδοσία της δημογεροντίας, που έδρευε στην πρωτεύουσα του νησιού, υπάγονταν τα 44 (36 στο βόρειο τμήμα του νησιού και 6 γύρω από τον Κάμπο), καθώς και οι Οινούσσες και τα Ψαρά . Τα Μαστιχοχώρια, υποχρεωμένα να καλλιεργούν τη μαστίχα για τα σουλτανικά ανάκτορα, βρίσκονταν υπό την προστασία της βαλιδέ σουλτάνας (μητέρας του σουλτάνου) και ανήκαν σε επίσημους Τούρκους. Κάθε χωριό είχε τους επιτρόπους του, τη διοίκηση όμως ασκούσε Τούρκος αγάς, ενώ ένας έφορος των Μαστιχοχωρίων βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη για τη ρύθμιση ζητημάτων που κατά καιρούς ανέκυπταν. Με το νόμο περί Βιλαετίων (1864), οι εξουσίες της δημογεροντίας περιορίσθηκαν και αντικαταστάθηκαν από ένα απλό διοικητικό συμβούλιο, εκτελεστικό όργανο της Τουρκικής εξουσίας. Η ονομαστή σχολή της Χίου συνέχισε τη λειτουργία της μέσα από άλλη μορφή. Το 1839 αριθμούσε τριακόσιους μαθητές. Στα μέσα του 19ου αιώνα λειτουργούσαν αλληλοδιδακτικά σχολεία στα περισσότερα χωριά. Χαρακτηριστική είναι η επίδοση των κατοίκων του νησιού στο εμπόριο και στη ναυτιλία, εκτός από την αγροτική παραγωγή (σηροτροφία, εσπεριδοειδή): το 1845 ιδρύθηκε στο νησί η «Κινδυνασφαλιστική Εταιρεία» προκειμένου να καλύπτει οικονομικά τις θαλάσσιες ζημίες. Σημαντικά ναυτιλιακά κέντρα του νησιού θα αναδειχθούν τα Καρδάμυλα , ο Βροντάδος, η Λαγκάδα και οι Οινούσσες. Τελικά, η Χίος ελευθερώθηκε το 1912 και έγινε κομμάτι της ανεξάρτητης Ελλάδας. Στις Καρυές της Χίου λέγεται ότι υπογράφτηκε η συνθήκη παράδοσης του νησιού στους Έλληνες. Στις 21 Δεκεμβρίου 1912 υπογράφτηκε στις Καρυές ένα συμβόλαιο ειρήνης ανάμεσα στις ελληνικές και στις τουρκικές δυνάμεις. Η συνθήκη ειρήνης υπογράφηκε ανάμεσα στο Τούρκο Ζιχνή Μπέη και το λοχαγό του πεζικού Ε. Βερνάδο, που εκπροσωπούσε τις ελληνικές δυνάμεις. Με αυτό το τρόπο έγινε η παράδοση της Χίου στους Έλληνες. Το νησί είχε παραμείνει κάτω από τούρκικη κατοχή για 356 χρόνια. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, πολλοί μικρασιάτες κατέφυγαν στο νησί και δημιούργησαν νέους οικισμούς όπως το Βαρβάσι. Κατά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο οι Χιώτες πολέμησαν κατά των Γερμανών, ενώ το νησί απελευθερώθηκε μαζί με την υπόλοιπη Ελλάδα το 1944.
Το νησί των Ψαρών μπορεί να έμεινε κατά μακρές περιόδους σχεδόν ακατοίκητο και ειδικά μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης οι λιγοστοί κάτοικοι έφυγαν κι αυτοί (κυρίως για τη Χίο επειδή φοβούνταν τις πειρατικές επιδρομές ). Εντούτοις λίγο αργότερα μετοίκησαν εκεί οικογένειες από την Εύβοια, τη Θεσσαλία, τη Μαγνησία αλλά και τη Χίο, επειδή το νησί ήταν μικρό και άσημο και παρ΄ότι άγονο, μπορούσαν εκεί να ζήσουν ελεύθεροι. Αυτοί και οι απόγονοί τους ξανάχτισαν το παλιό φρούριο του Παλαιόκαστρου, για να αμύνονται εναντίον των πειρατών. Σταδιακά ο πληθυσμός αυξήθηκε και στα περίχωρα του κάστρου αυτού οικοδομήθηκε ένα μεγάλο χωριό. Οι κάτοικοι στηρίχτηκαν στην αλιεία και στο θαλάσσιο εμπόριο και απέκτησαν έναν σημαντικό για την εποχή στόλο. Οταν η Αικατερίνη Β΄ της Ρωσίας υποκίνησε σε επανάσταση ελληνικές περιοχές για να επιτεθεί στην Τουρκία με το άλλοθι της απελευθέρωσης των Χριστιανών υπηκόων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, οι κάτοικοι των Ψαρών ήταν διστακτικοί. Όμως λίγα χρόνια μετά, όταν καταστράφηκε ο τουρκικός στόλος στο Τσεσμέ, δημιούργησαν ενθουσιασμένοι έναν στόλο από 6`5 πλοιάρια. Στάθηκαν άτυχοι όμως γιατί μόλις 4 χρόνια αργότερα με την υπογραφή της Συνθήκης του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή βρέθηκαν στο έλεος της Τουρκίας. Οι νότιοι άνεμοι εμπόδισαν τον τουρκικό στόλο να υλοποιήσει άμεσα την εντολή για ολοσχερή καταστροφή του νησιού και οι Ψαριανοί με ελιγμούς κατάφεραν να μεταστρέψουν την Πύλη -μεταξύ αυτών των ελιγμών ήταν και η αποστασιοποίησή τους από το κίνημα του Λάμπρου Κατσώνη κατά το 1794. Μέχρι το 1821 οι Ψαριανοί έζησαν ήρεμα και ασχολήθηκαν με την αλιεία και το εμπόριο. Εξέλεγαν κάθε χρόνο την τοπική εξουσία τους μεταξύ των πλουσιοτέρων συμπολιτών τους και επι τούτου συνέρχονταν ετησίως στο ναό του Αγίου Νικολάου. Οι 4 δημογέροντες που αναλάμβναναν την εκτελεστική εξουσία ήταν και υπευθυνοι απέναντι στον τούρκο ναύαρχο (τον καπετάν-πασά) και παράλληλα διοικούσαν ουσιαστικά το νησί αφού δεν υπήρχε Τούρκος διοικητής. Επίσης ακόμα και τα ποινικά δικαστήρια (π.χ. για εγκλήματα) εκδικάζονταν από τους ίδιους τους Ψαριανούς. Το 1815 προσετέθη στη διοίκηση του νησιού και διοικητής. Πριν από την επανάσταση του 1821 το νησί είχε καταφέρει να πλουτίσει και να ευημερεί ήταν δε 3ο σε ναυτική δύναμη (με πάνω από 45 πλοία) μετά την Ύδρα και τις Σπέτσες. Τα Ψαρά ήταν από τα πρώτα νησιά που ξεσηκώθηκαν ενάντια στον Τούρκικο ζυγό, στις 10 Απριλίου 1821 και το Πάσχα ανύψωσαν την επαναστατική τους σημαία (λευκή με κόκκινο). Ομως στις 21 Ιουνίου 1824 , αιγυπτιακές δυνάμεις με αρχηγό τον Ιμπραήμ κατέλαβαν το νησί με 140 καράβια και 14.000 γενίτσαρους. Περισσότεροι από 15.000 κάτοικοι σφαγιάστηκαν και πολλά κορίτσια κατέληξαν δούλες σε σκλαβοπάζαρα, ενώ λίγοι κατόρθωσαν να εγκαταλείψουν το νησί. To άγαλμα που φιλοτεχνήθηκε πολύ αργότερα εικάζεται ότι είχε ως πηγή έμπνευσης το ιδιο κορίτσι. Η τραγικότερη ιστορική στιγμή των Ψαρών ήταν το ολοκαύτωμα της Μαύρης Ράχης στις 22 Ιουνίου 1824 , όταν η πόλη των Ψαρών έπεσε στα χέρια των Τούρκων. Όσοι από τους αμάχους πρόλαβαν έφυγαν με τα πλοία. Οι υπόλοιποι σκοτώθηκαν ή πνίγηκαν. Πεντακόσιοι περίπου Ψαριανοί (κατ' άλλους 150) έτρεξαν στο Παλιόκαστρο (Μαύρη Ράχη) και κλείστηκαν στο μικρό φρούριο αποφασισμένοι να μην παραδοθούν αλλά να πέσουν πολεμώντας. Οι γενναίοι αυτοί υπερασπιστές του φρουρίου, με επικεφαλής τον Αντώνη Βρατσάνο, γιο του προέδρου της Βουλής των Ψαρών, αφού πολέμησαν, έδωσαν και την τελευταία τους πνοή και έγιναν ολοκαύτωμα για την απελευθέρωση της πατρίδας ανατινάσσοντας την πυριτιδαποθήκη. H «Mαύρη Pάχη», που απαθανάτισε ο Σολωμός , υψώθηκε στη συνείδηση των ανθρώπων σαν σύμβολο θυσίας και ολοκληρωτικής προσφοράς στην υπόθεση της Ελευθερίας, όπως την είδε «επί το μέγα ερείπιον» ο Ανδρέας Κάλβος . Όσοι Ψαριανοί σώθηκαν από την καταστροφή κατέφυγαν στη Mονεμβασιά και με την απελευθέρωση στην Ερέτρια της Εύβοιας, που μετονομάστηκε σε «Νέα Ψαρά», σε αντιδιαστολή προς τα «Παλαιά Ψαρά» του νησιού. Πολλοί κάτοικοί του επανήλθαν (κυρίως μετά το 1864). Μέχρι το 1912 τα Ψαρά βρίσκονταν υπό την κατοχή της Τουρκίας , ενώ στις 21 Οκτωβρίου του 1912 ενσωματώθηκαν στην Ελλάδα, όταν ελευθερώθηκαν από το Αντιτορπιλικό Ιέραξ υπό τον πλοίαρχο Αντώνη Βρατσάνο, κατά σύμπτωση απόγονου του Αντώνη Βρατσάνου που είχε ανατινάξει το φρούριο 88 χρόνια νωρίτερα. Για να τιμήσει η ελληνική Βουλή τη θυσία τους, το 1844 είχε ορίσει οι μετεγκατασταθέντες Ψαριανοί στην Ερέτρια (τα «Νέα Ψαρά») να έχουν για 100 χρόνια το δικαίωμα να εκλέγουν δύο βουλευτές. Μετά την απελευθέρωση των Ψαρών όμως, το σχετικό άρθρο τροποποιήθηκε και ορίστηκε να εκλέγουν δύο βουλευτές μέχρι το 1944 και μάλιστα από κοινού, από τα Παλαιά Ψαρά (τα Ψαρά και η νησίδα Αντίψαρα ) και τα Νέα Ψαρά. Λόγω του εμφυλίου, αυτή η απόφαση εφαρμόσθηκε το 1946. Έκτοτε ψηφίζουν όπως και οι άλλοι κάτοικοι του Νομού Xίου.
Μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως έγινε μια πρώτη προσπάθεια κατάληψης της Λέσβου από τους Τούρκους το 1455 που όμως απέτυχε. Την 1 Σεπτεμβρίου 1462 το νησί πολιορκείται από το Μωάμεθ Β' και το στόλο του και η Μυτιλήνη παραδίδεται ύστερα από 14 ημέρες. Μετά την κατάληψη της Μυτιλήνης, οι Τούρκοι την καταστρέφουν και σφάζουν μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Οι εναπομείναντες χριστιανοί μετακινήθηκαν στην ενδοχώρα. Στη Λέσβο γεννιέται επί τουρκοκρατίας ο Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα . Κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας το νησί δέχτηκε αρκετές επιδρομές από τους Ενετούς, Γάλλους, Ιωαννίτες Ιππότες της Ρόδου και τους Σαρακηνούς, ενώ χάνει τη σημαντική θέση που έχει. Κατά τη διάρκεια του Ρωσοτουρκικού πολέμου το νησί δέχεται επιδρομές από τους Ψαριανούς, οι οποίοι λεηλάτησαν το Πλωμάρι το 1770 και την Πλαγιά το 1773. Η πρώτη επαναστατική κίνηση εναντίον των Τούρκων έγινε το 1817, ενώ το 1821 απέτυχε το στρατιωτικό σχέδιο για τη Χίο και τη Μυτιλήνη. Το 1822 έγινε πάλι προσπάθεια να ξεσηκωθεί η Λέσβος αλλά η σφαγή της Χίου οδήγησε στην εγκατάλειψη αυτής της προσπάθειας. Με τις μεταρρυθμήσεις που τέθηκαν νε εφαρμογή με το διάταγμα του Ροδόκηπου (1839) και του Χαττ-ι Χουμαγιούν (1856), η οικονομία του νησιού αλλάζει μορφή και από κλειστή αγροτική, ανοίγεται στη διεθνή αγορά με το εμπόριο κυρίως σαπουνιού και λαδιού. Οι αλλαγές που συνέβαλαν σε αυτό ήταν η κατάργηση των προνομίων του ναζίρη στο εμπόριο λαδιού, η δικαιότερη κατανομή φόρων και οι εγγυήσεις προστασίας της ιδιοκτησίας και περιουσίας των ατόμων. Αποτέλεσμα ήταν μια τεράστια πληθυσμιακή αύξηση και οικονομονική άνθηση. Ο πληθυσμός του νησιού υπολογίζεται ότι από 12 με 14 χιλιάδες στα μέσα του αιώνα, έφτασε στο τέλος του 19ου αιώνα τις 100 με 130 χιλιάδες, η μεγάλη πλειοψηφία των οποίων είναι χριστιανοί, αλλά δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία. Σημαντική ώθηση στην οικονομία έδωσε και το γεγονός ότι αρκετοί από τους κατοίκους του νησιού μετανάστευσαν ύστερα από τη παγωνιά το 1850 που κατέστρεψε τις σοδειές και σκότωσε το κτηνοτροφικό κεφάλαιο και ασχολήθηκαν με εμπορικές εταιρείες. Τα εργοστάσια παραγωγής άνηκαν αποκλειστικά σε χριστιανούς, κάτι που σύμφωνα με το Β. Lewis οφείλεται στο γεγονός ότι οι Οθωμανοί έμειναν πιστοί στις ισλαμικές αρχές τους και αρνήθηκαν να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες. Αποτέλεσμα αυτού του φαινομένου ήταν η συρρίκνωση του οθωμανικού στοιχείου της Λέσβου. Σύμφωνα με την άποψη του στρατηγού Wilson η συρρίκνωση οφείλεται στην ελλειπή μόρφωση, στις στρατολογήσεις, στις κακές συνθήκες διαβίωσης και το ράθυμο χαρακτήρα των Οθωμανών. Η Λέσβος απελευθερώθηκε από τους Τούρκους τις 8 Νοεμβρίου 1912 από το στόλο του ναύαρχου Κουντουριώτη και η πλήρης ενσωμάτωσή της με την Ελλάδα έγινε το 1914. Στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στο νησί εγκαθίστανται μονάδες του Αγγλογαλλικού στόλου με εγκαταστάσεις (Λουτρά, Ακόθ, Κόλπος Καλλονής, Θερμή κ.α.). Το Μάιο του 1915 το νησί επισκέφτηκε ο Ελευθέριος Βενιζέλος και μετά πάλι με την Επαναστατική Κυβέρνηση το 1916. Το 1918 η Μεραρχία Αρχιπελάγους πολέμησε στο Μακεδονικό Μέτωπο (Μάχη του Σκρα). Μετά τη μικρασιατική καταστροφή και την ανταλλαγή πληθυσμών που ακολούθησε, η Λέσβος δέχεται τους πρόσφυγες, ενώ ο εναπομείναντας πληθυσμός Τούρκων φεύγει. Για την στέγαση των προσφύγων χτίστηκαν στα χωριά οι συνοικισμοί. Η αποκοπή της Λέσβου από τα μικρασιατικά παράλια επέφερε μια σημαντική μείωση στην βιομηχανική παραγωγή του νησιού, αφού η οικονομία του ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με αυτά ως κύρια αγορά των προϊόντων που παρήγαγε. Από την άλλη, οι πρόσφυγες προσέφεραν φτηνά εργατικά χέρια και βοήθησαν στην ανάπτυξη νέων καλλιεργειών. Το 1928 στο νησί ζούσαν 137.160 κάτοικοι. Στον Ελληνοϊταλικό, Ελλληνογερμανικό και Εμφύλιο Πόλεμο το νησί (1940-1949) δίνει το φόρο αίματος και υφίσταται τις οικονομικές επιπτώσεις. Το νησί κατέλαβε ο γερμανικός στρατός το 1941. Η κατοχή κράτησε ως το 1944. Στη νεότερη ιστορία, η οικονομία του στηρίζεται στο λάδι και στα προϊόντα του, στην κτηνοτροφία και στη βυρσοδεψία , αν και η απόσταση του νησιού από το οικονομικό κέντρο της Ελλάδας τη περίοδο 1950-1970 έδρασε ως τροχοπέδη για την οικονομική ανάπτυξη. Την ίδια περίοδο έγιναν προσπάθειες απεξάρτησης από τη μονοκαλλιέργεια της ελιάς, η οποία είχε ασταθή παραγωγή και οδήγησε στην εγκατάλειψη του νησιού από τους κατοίκους του. Τη δεκαετία του 1980 αναπτύσσεται η τουριστική βιομηχανία, η οποία σήμερα είναι ένας από τους κύριους τομείς εισοδήματος του νησιού, μαζί με τη μεταποίηση αγροτικών προϊόντων.
Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης η Λήμνος καταλήφθηκε ξανά από τους Βενετούς, μαζί με τους οποίους οι κάτοικοι της Λήμνου αντιστάθηκαν σθεναρά στις επιθέσεις των Τούρκων, με αποκορύφωμα τη μάχη του Κότσινα και τα ηρωικά κατορθώματα της Μαρούλας το 1475, όπου σαν μία άλλη «Ιωάννα της Λωρραίνης» με το σπαθί του νεκρού πατέρα της εμψύχωσε τα παλικάρια της Λήμνου και τους Βενετσιάνους Ιππότες, οδηγώντας τους στη νίκη, με αποτέλεσμα να μην κατακτηθούν από τους Τούρκους, στους οποίους το νησί τελικά παραχωρήθηκε από τους Βενετούς το 1479. Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας το νησί περνάει σε παρακμή. Το 1770 μετά την αποτυχία κατάληψης του νησιού από τα ρωσικά στρατεύματα, και το μένος που εκδήλωσαν οι Τούρκοι ανάγκασε πολλούς κατοίκους να το εγκαταλείψουν. Η επανάσταση του 1821 βρίσκει πολλούς Λημνιούς να αγωνίζονται για την απελευθέρωση της χώρας, προσφέροντας πλοία και προσωπικό στον αγώνα, αλλά το ίδιο το νησί λόγω της θέσης του κοντά στην Πόλη, δεν επαναστατεί. Η απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό ήρθε στις 8 Οκτωβρίου 1912 από τον ελληνικό στόλο με επικεφαλής το Ναύαρχο Κουντουριώτη που δημιούργησε στο νησί ναύσταθμο για να ελέγχει τα Στενά. Ο κόλπος του Μούδρου θα αποτελέσει το ασφαλές ορμητήριο των συμμαχικών δυνάμεων για την εκστρατεία της Καλλίπολης και στη Λήμνο θα ταφούν χιλιάδες θύματα της αιματηρής αποτυχίας. Κατά τη διάρκεια του Α’ παγκοσμίου πολέμου η Λήμνος έγινε Αγγλική βάση και ο κόλπος του Μούδρου έγινε ναύσταθμος του αγγλικού στόλου. Χρησιμοποιήθηκε από αυτούς ως βάση για την ατυχή επιχείρηση απόβασης στην Καλλίπολη της Τουρκίας, στην οποία πήραν μέρος στρατεύματα από την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία (ANZAC). Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση των Μπολσεβίκων και την ήττα του Λευκού Στρατού, χιλιάδες Ρώσσοι πρόσφυγες, κυρίως Κοζάκοι, έφτασαν στη Λήμνο. Πολλοί απ' αυτούς πέθαναν στο νησί χτυπημένοι από ασθένειες και από τις κακουχίες. Στις 31 Οκτωβρίου 1918, στο Μούδρο συνομολογήθηκε μεταξύ των Συμμαχικών δυνάμεων και της Τουρκίας, συνθήκη ανακωχής, που σήμανε ουσιαστικά τη λήξη του αιματηρού πολέμου. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922 και την ανταλλαγή πληθυσμών, εγκαθίστανται στο νησί πολλοί Έλληνες Μικρασιάτες πρόσφυγες που το εμπλουτίζουν πολιτισμικά και οικονομικά. Ο Β’ Παγκόσμιος πόλεμος έφερε στη Λήμνο τη Γερμανική κατοχή μέχρι τις 16 Οκτωβρίου 1944. Μετά τον εμφύλιο πόλεμο η Λήμνος έγινε τόπος εξορίας των ηττημένων στον εμφύλιο σπαραγμό αριστερών και οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης στο νησί προκάλεσαν μαζική μετανάστευση τόσο προς το εσωτερικό της χώρας, όσο και προς το εξωτερικό κυρίως προς Αυστραλία, Γερμανία, Η.Π.Α., Νότια Αφρική και Καναδά. Έτσι ο πληθυσμός του νησιού άρχισε να φθίνει.
Πηγή: https://el.m.wikipedia.org/wiki/Ικαρία
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Σάμος
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Χίος
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Ψαρά
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Λήμνος
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Λέσβος




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου