Διαπιστώνεται σήμερα ότι οι καλές Ελληνο-Ρωσικές σχέσεις στηρίζονται σ' ένα θετικό υπόβαθρο ιστορικών δεσμών, πολιτισμικών σχέσεων και παραδοσιακής φιλίας, το οποίο προσφέρει μεγάλες δυνατότητες περαιτέρω ανάπτυξης των σχέσεων αυτών στον πολιτικό, τον οικονομικό, τον κοινωνικό και στον επιστημονικό τομέα. Ειδικότερα το θρησκευτικό συναίσθημα, στη διάσταση του Χριστιανικού ομόδοξου, αποτελούσε πάντοτε σταθερό κρίκο στις σχέσεις των χωρών Ελλάδας-Ρωσίας. Μάλιστα, η θρησκευτική διάσταση δημιουργούσε κάποτε την αίσθηση μιας "ορθόδοξης κοινοπολιτείας". Η εκτίμησή μας είναι ότι στις καλές σχέσεις που έχουν σήμερα οι δύο χώρες, αλλά και στις καλύτερες προοπτικές τους, σημαντικό ρόλο έπαιξε η ιστορία, η μάλλον οι στιγμές της κοινής των ιστορίας. Ο Ακαδημαϊκός, βυζαντινολόγος καθηγητής Ιγκόρ Μεντβέντεβ αναφέρει εύστοχα σε σημείωμά του σε πρόσφατη έκδοση στην Ελλάδα "...Οι Έλληνες που παρέμεναν φλογεροί πατριώτες...ήλπιζαν ότι ο ηγεμόνας της Μόσχας θα προσπαθούσε, μετά το γάμο του με την κληρονόμο των Βυζαντινών αυτοκρατόρων, να κηρύξει τον πόλεμο κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και να αποκαταστήσει το βυζαντινό θρόνο...", και εννοεί εδώ ο καθηγητής Μεντβέντεβ το γάμο της Σοφίας Παλαιολογίνας (1472) με τον Ιβάν τον Γ' (1440-1505). Η κοινή ιστορία λοιπόν των Ελλήνων και των Ρώσων ίσως αρχίζει συγκεκριμένα βήματα, από τότε που οι Ρώσοι ηγεμόνες προσπαθούσαν "...να ενώσουν τη Ρωσία υπό την κυριαρχία της Μόσχας..." , τον 15ο δηλαδή αιώνα! Αλλά και στη συνέχεια, τον 16ο αιώνα, φαίνεται ότι η ελπίδα να απελευθερωθούν οι χριστιανικοί λαοί των Βαλκανίων είναι διάχυτη στην περιοχή, γεγονός που μαρτυρά αναφορά (1579 ) του πρέσβη της Βενετίας στην Κωνσταντινούπολη, Ιάκωβου Σοράντζο, όπου ο διπλωμάτης γράφει ότι "...Ο Μέγας Δούξ των Μοσχοβιτών είναι σφόδρα επίφοβος εις τον Σουλτάνο, επειδή είναι ορθόδοξος, όπως οι κατοικούντες την Βουλγαρίαν, την Βοσνίαν, την Σερβίαν, την Ελλάδα και την Πελοπόννησον. Οι πληθυσμοί αυτών των μερών του είναι πολύ αφοσιωμένοι, επειδή ανήκουν εις την ιδίαν με αυτόν θρησκείαν. Οι λαοί αυτοί θα ήσαν πρόθυμοι εις κάθε ευκαιρίαν να λάβουν τα όπλα, διά να απαλλαγούν από την Τουρκικήν δεσποτείαν..." Το χριστιανικό ομόδοξο, το οποίο διδάχθηκαν οι Ρώσοι από τους Έλληνες, αλλά και η γενικότερη συμπάθεια των Ρώσων προς τους Έλληνες δημιούργησαν στα ρωσικά λαϊκά στρώματα την παροιμία "...Ο Έλληνας είναι το δεξί χέρι του Θεού..." Το 1714 ο Μεγάλος Πέτρος σε ομιλία του στη Ρίγα επισημαίνει ότι "...η επιστήμη διαδόθηκε παντού από την Ελλάδα..." κι ότι πρέπει να καταληφθεί η Κωνσταντινούπολη και όλη η Ρωμυλία, για να απελευθερωθεί ο Ελληνικός Λαός. Με εντολή του ίδιου έχει εκδοθεί το 1709 στη Μόσχα το βιβλίο Ιστορία της Ελλάδας, όπου περιγράφεται η καταστροφή της Τροίας. Το 1710 φιλοτεχνήθηκε στο Άμστερνταμ χαλκογραφία του μεγάλου Πέτρου με τίτλο "Πέτρος Αυτοκράτωρ Ρωσογραικών". Η αποκατάσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, το λεγόμενο "Ελληνικό Σχέδιο", υπήρξε το όνειρο των Ρώσων ηγεμόνων, του Πέτρου του Μεγάλου (1672-1725) και της Μεγάλης Αικατερίνης (1729-1796). Η Αικατερίνη ΙΙ, η Μεγάλη, επεδίωξε να το θέσει σε εφαρμογή, σε συνεργασία με τους Ορλώφ αρχικά - Α' Ρωσοτουρκικός πόλεμος (1770-1774) - και τον πρίγκιπα Ποτέμκιν τον Ταυρικό - Β' Ρωσοτουρκικός πόλεμος (1787-1792) - αργότερα, χωρίς όμως τελικά να κατορθώσει να το πραγματοποιήσει. Μια άλλη διαπίστωση είναι ότι στην ιστορικό-πολιτική παράδοση η Ρωσία είναι η χώρα εκείνη, που σε περιόδους ασφυκτικής πίεσης από τη Δύση διαδραματίζει το ρόλο του "από μηχανής θεού" και ενεργεί ακόμα και σήμερα ως αποσυμπιεστής για τα συμφέροντα της Ελλάδας. Είναι επίσης διαπιστωμένο ότι οι πιέσεις αυτές τις περισσότερες φορές έχουν σχέση με την Τουρκία, άλλοτε ως Οθωμανική Αυτοκρατορία και άλλοτε ως σύγχρονη Τουρκική κρατική υπόσταση.
Ή Ελληνική Επανάσταση εξερράγη υπό τους δυσμενέστερους οιωνούς: εφτά χρόνια μετά το Βατερλό, από την Ιβηρική Χερσόνησο ως την Ιταλία η Ευρώπη σείεται με εξεγέρσεις που απειλούν τα μοναρχικά καθεστώτα της. Μάλιστα ακριβώς την ίδια περίοδο (Ιανουάριος - Μάρτιος 1821) η είδηση της Ελληνικής Επανάστασης βρήκε τους εκπροσώπους των Μεγάλων Δυνάμεων να συνεδριάζουν στο Λάιμπαχ για το πώς η Ιερά Συμμαχία θα καταστείλει τα απελευθερωτικά κινήματα στη Νεάπολη και στο Πεδεμόντιο. Και ενώ η καταστολή αυτών των κινημάτων δεν έμοιαζε δύσκολη υπόθεση για τις πανίσχυρες ευρωπαϊκές απολυταρχίες, η ελληνική περίπτωση τις γέμιζε ανησυχίες γιατί απειλούσε την πολυπόθητη ισορροπία για την ευρωπαϊκή ήπειρο μετά τη συντριβή του Ναπολέοντα και απαιτούσε νέα στρατηγική και διπλωματία για τη διατήρηση της τάξης. Ο λόγος που η Ελλάδα αποτελούσε ξεχωριστή περίπτωση ανάμεσα στα επαναστατικά κινήματα της εποχής ήταν όχι ένας, αλλά δύο: πρώτον, η Ελλάδα αποτελούσε γέφυρα ανάμεσα στις δύο ηπείρους και, δεύτερον, η ανατροπή του status quo με τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δημιουργούσε νέες και απρόβλεπτες δυναμικές στην περιοχή. H τύχη του μεγάλου ασθενούς, όπως είχε καθιερωθεί να αποκαλείται η εξουσία που εκπροσωπούσε η Υψηλή Πύλη, βρέθηκε ξανά στο επίκεντρο της προσοχής των Μεγάλων Δυνάμεων. Το Ανατολικό Ζήτημα έγινε ξανά διεθνές.
Ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, εθνικά συμφέροντα και περίπλοκοι διπλωματικοί υπολογισμοί, που κάθε ανακτοβούλιο και κυβέρνηση της Ευρώπης διατηρούσε για τον εαυτό της, συσπείρωσαν τις Μεγάλες Δυνάμεις ενάντια στην ελληνική υπόθεση. Επειτα υπήρχαν λόγοι στρατηγικού ενδιαφέροντος και αυτοί ήταν πάλι δύο: η προστασία των μεγάλων δρόμων που οδηγούσαν στην Ασία και, επιπλέον, η παρεμπόδιση της καθόδου των Ρώσων στη Μεσόγειο. Το τελευταίο ενδεχόμενο ανησυχούσε ιδιαιτέρως την Αγγλία και τη Γαλλία που έβλεπαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία ως τη μόνη ικανή δύναμη περιορισμού της ρωσικής επιρροής και, φυσικά, κάθε ανάλογης απόπειρας εξόδου της Ρωσίας στις θερμές θάλασσες της Μεσογείου. H υπόνοια μάλιστα ότι την Ελληνική Επανάσταση είχαν υποκινήσει οι Ρώσοι - υπουργός Εξωτερικών του τσάρου την ίδια εποχή ήταν ο Καποδίστριας - προκαλούσε ακόμη ισχυρότερα ανακλαστικά, ιδιαίτερα της Αγγλίας που έβλεπε ότι μια ανεξάρτητη και ελεύθερη Ελλάδα θα ήταν ανταγωνιστική ναυτική δύναμη για τα αγγλικά συμφέροντα. Ετσι ακριβώς εξηγείται ο αγγλικός φιλοτουρκισμός στις αρχές του Αγώνα. Ξένοι με τη θάλασσα οι Τούρκοι, χρησιμοποιούσαν άγγλους αξιωματικούς στα πληρώματα - αναφέρεται μάλιστα ότι πάνω από ογδόντα βρήκαν τον θάνατο τη στιγμή της πυρπόλησης της τουρκικής ναυαρχίδας στη Χίο από τον Κανάρη. Γνωστή είναι άλλωστε και η βοήθεια που προσέφεραν στον ανεφοδιασμό των Τούρκων σε διάφορες πολιορκίες οι άγγλοι πρόξενοι που μετατρέπονταν άλλοτε σε κατασκόπους και άλλοτε σε αντιπροσώπους εμπορικών εταιρειών εφοδιάζοντας με αγαθά και πολεμικό υλικό την Υψηλή Πύλη. Κατά τον ιστορικό C.W. Crawley οι Αγγλοι υπήρξαν επί τρεις γενεές φιλότουρκοι απλώς και μόνο επειδή μισούσαν τους Ρώσους. Την ίδια στιγμή φοβόντουσαν μήπως αναβιώσει ο γαλλικός κίνδυνος και επιδίδονταν σε περίπλοκους διπλωματικούς ελιγμούς προκειμένου να εξασφαλίσουν ρυθμιστικό ρόλο στη μεταβατική περίοδο που θα ακολουθούσε μια ενδεχόμενη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Ή περίπτωση της Ρωσίας που, ως ομόθρησκη χώρα, φαινόταν ο φυσικός προστάτης των Ελλήνων. Φαινόταν, αλλά δεν ήταν, ανεξάρτητα από τον ρόλο που της απέδωσαν και τη στάση τελικά που υιοθέτησε η ρωσική εξωτερική πολιτική κατά του σταθερού εχθρού της, των Τούρκων. Οι τσάροι στην πραγματικότητα είχαν από τη μια να αντιμετωπίσουν μια εχθρική Τουρκία και από την άλλη έναν συνασπισμό αγγλογαλλικών συμφερόντων που απειλούσε να εισέλθει στη Βαλκανική μετά τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Βέβαια, η εξέλιξη των πραγμάτων στη συνέχεια προσέλαβε νέα δυναμική και παρά το ότι η Ρωσία, επηρεασμένη από τον Μέτερνιχ, αποκήρυξε το κίνημα του Υψηλάντη, ο απαγχονισμός του Πατριάρχη και οι σφαγές στην Πόλη μετέβαλαν τη ρωσική πολιτική, αν και όχι δραστικά στην αρχή. Εκείνο πάντως το οποίο ως γεγονός αποτέλεσε σταθερό παράγοντα ενθάρρυνσης των βαλκανικών λαών ήταν η μόνιμη ρωσοτουρκική αντιδικία που, με την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης, παρέσυρε τη Ρωσία σε πόλεμο κατά της Τουρκίας ενώπιον μιας Ευρώπης έκπληκτης μπροστά στις απροσδόκητες, γι' αυτήν, εξελίξεις.
Ή Ναυμαχία που έκρινε τη τύχη του Ελληνικού κράτους μετά από την επανάσταση του 1821 , έγινε σαν σήμερα το 1827. Η ναυμαχία του Ναυαρίνο έκρινε τα πάντα μέσα σε λίγες ώρες και ανέστησε ένα έθνος που είχε επαναστήσει μεν αλλά την ίδια ώρα “αλληλοσπαράσονταν” από μίση,έριδες και πάθη. Στις 24 Μαίου 1827 η πτώση της Ακρόπολης ,επιβεβαιώνει ότι η Επανάσταση του 1821 κρεμόταν από μια κλωστή. “Σφυγμός” υπήρχε μόνο στην Πελοπόννησο ,αλλά κι εκεί υπήρχε η απειλή του Ιμπραήμ που ετοιμαζόταν για εκστρατεία σε Ναύπλιο και Ύδρα. Υπουργός Εξωτερικών της Αγγλίας ,μόλις έχει αναλάβει ο Γεώργιος Κάνινγκ. Η παρουσία του επηρεάζει συνολικά την ευρωπαϊκή διπλωματία. Στις 24 Ιουνίου 1827 υπογράφτηκε στο Λονδίνο συνθήκη μεταξύ Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας, που καθόριζε τα της ανεξαρτησίας της Ελλάδας. Η συνθήκη προέβλεπε τη δημιουργία ελληνικού κράτους υπό την επικυριαρχία του Σουλτάνου, με σύνορα τον Αμβρακικό και τον Παγασητικό Κόλπο. Προέβλεπε όμως και κάτι ακόμη: Την επέμβαση των τριών μεγάλων δυνάμεων, εάν οι δύο εμπόλεμοι δεν δέχονταν τους όρους της σύμβασης. Αυτή η πρόβλεψη έφερε τον αγγλικό στόλο υπό τον αντιναύαρχο Κόδριγκτον, το γαλλικό υπό τον υποναύαρχο Δεριγνύ και το ρωσικό υπό τον υποναύαρχο Χέυδεν, στην Πελοπόννησο. Οι Έλληνες δέχτηκαν τη πρόταση όχι όμως και ο Σουλτάνος. Ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος, υπό τους Ταχίρ Πασά, Μουχαρέμ Μπέη και Μουσταφά Μπέη, αναπτύχθηκε στη λιμνοθάλασσα του Ναυαρίνου. Οι τρεις ναύαρχοι είχαν ως αντικειμενικό σκοπό να παρεμποδίσουν τη μεταφορά αιγυπτιακών στρατευμάτων σε άλλες περιοχές της Πελοποννήσου. Στις 7 Σεπτεμβρίου 1827 ο Κόδριγκτον, διαμήνυσε στον Ιμπραήμ ότι ο στόλος του βρισκόταν εκεί για να επιβάλει ανακωχή την οποία αν αρνείτο θα την επέβαλε. Ο Ιμπραήμ, που συνέχιζε με αμείωτη ένταση τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του στην Πελοπόννησο, αγνόησε τη προειδοποίηση και δύο μοίρες του τουρκοαιγυπτιακού στόλου απέπλευσαν από το Ναυαρίνο με κατεύθυνση την Ύδρα και την Πάτρα. Εμποδίστηκαν, όμως, από τον συμμαχικό στόλο και επέστραψαν πάλι στο Ναυαρίνο. 12 βρετανικά πλοία με επικεφαλής τη ναυαρχίδα Ασία, 7 γαλλικά με ναυαρχίδα τη φρεγάτα Σειρήνα και 8 ρωσικά με ναυαρχίδα το πλοίο Αζόφ, “έκλεισαν” το στόλο του Ιμπραήμ. Το μεσημέρι της 8ης Οκτωβρίου τα πλοία του συμμαχικού στόλου άρχισαν να εισπλέουν στον κόλπο του Ναυαρίνου, με επικεφαλής την αγγλική ναυαρχίδα Ασία. Ο Κόδριγκτον προσδοκούσε ότι έστω και την τελευταία στιγμή ο Ιμπραήμ θα δεχόταν την προτεινόμενη ανακωχή. Γι΄ αυτό κι έστειλε μια βάρκα για την τελική συνεννόηση. Η βάρκα δέχτηκε πυρά και σκοτώθηκε ο Έλληνας ναύτης Πέτρος Μικέλης. Αμέσως μετά άρχισαν κανονιοβολισμοί εναντίον των πλοίων των τριών μεγάλων δυνάμεων. Η απάντηση ήταν άμεση και λίγες ώρες μετά η λιμνοθάλασσα είχε γεμίσει από τα κατεστραμμένα πλοία του τουρκοαιγυπτιακού στόλου. 12 φρεγάτες, 22 κορβέτες και 25 μικρότερα πλοία είχαν βυθισθεί, ενώ 6.000 άνδρες σκοτώθηκαν ή πνίγηκαν. Οι Σύμμαχοι έχασαν 172 άνδρες, ενώ οι τραυματίες ανήλθαν σε περίπου 500. Δύο πλοία καταστράφηκαν ολοσχερώς και αρκετά υπέστησαν εκτεταμένες ζημίες. Η Ναυμαχία του Ναυαρίνου σήμανε την ελευθερία της Ελλάδας, παρά τη συνεχιζόμενη σφοδρή άρνηση του Σουλτάνου. Οι τρεις δυνάμεις επέβαλαν τελικά τη θέλησή τους και μέχρι τις 12 Σεπτεμβρίου 1829 που δόθηκε η τελευταία μάχη του Αγώνα στην Πέτρα της Βοιωτίας, το ελληνικό κράτος είχε σχηματισθεί με βόρεια σύνορα τη γραμμή Αμβρακικού - Παγασητικού.
Ο σημαντικότερος, πάντως, για την Ελλάδα Ρωσοτουρκικός πόλεμος διεξήχθη την περίοδο 1828-29, μεσούσης της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821, και αποτελούσε ουσιαστικά συνέχιση της ρωσικής πολιτικής, μετά τη ναυμαχία του Ναυαρίνου (20 Οκτωβρίου 1827). Η αφορμή δόθηκε από τις πολεμικές προπαρασκευές των Τούρκων για ενδεχόμενη πολεμική αναμέτρηση με τη Ρωσία και την κυκλοφορία τουρκικής προκήρυξης, στην οποία η Ρωσία χαρακτηριζόταν «προαιώνιος εχθρός της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και του Ισλάμ». Τα τσαρικά στρατεύματα στην Ασία προέλασαν στη Γεωργία και στην Αρμενία, καταλαμβάνοντας το Καρς και το Ερζερούμ, ενώ στην Ευρώπη έφτασαν έως την Αδριανούπολη, υποχρεώνοντας τον σουλτάνο Μαχμούτ Β’ (1808-39) να υπογράψει εκεί συνθήκη ειρήνης, αναγνωρίζοντας για πρώτη φορά την προοπτική ίδρυσης ελληνικού κράτους.
Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 θα προκαλέσει τον ρωσο-οθωμανικό πόλεμο του 1828-29, ο οποίος θα λάβει τέλος με τη Συνθήκη της Αδριανούπολης. Η Ρωσία απέκτησε ένα προτεκτορατο στη Μολδοβλαχία, ενσωμάτωσε τις εκβολές του Δούναβη, καθώς και τις ποντιακές ακτές του Καυκάσου, τμήματα του οποίου παρέμεναν υπό οθωμανικό έλεγχο. Με τη Συνθήκη αυτή αποδίδεται αυτονομία στην Ελλάδα, όπως και στη Σερβία, παρότι σε μικρότερο βαθμό.
Πηγή: http://www.onalert.gr/stories/navarino-naumaxia-epanastasi/19167
http://www.huffingtonpost.gr/vlasis-agtzidis/-_2816_b_8697158.html
http://www.ygeiaonline.gr/component/k2/item/43662-rvsotoyrkikoi_polemoi
http://www.tovima.gr/relatedarticles/article/?aid=172175
http://www.ellada-russia.gr/news/2-ΕΛΛΗΝΟΡΩΣΙΚΑ/article/5830-Οι-Ρώσοι-και-η-Ελληνική-Επανάσταση-του-1821
Εκπαιδευτικό Ιστολόγιο με στόχο την ενημέρωση για την Μυθολογία, την Προϊστορία, την Ιστορία και τον ελληνικό πολιτισμό greek.history.and.prehistory99@gmail.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου