Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2017

Η εγκληματική ιστορία της δράσης των ανθελληνων Βασιλέων των μεσαιωνικών Βουλγάρων

Οι Βούλγαροι ζουν εδώ και πολλούς αιώνες δίπλα μας. Ιστορικά, οι διαμάχες τους με τους Έλληνες είναι ένα φαινόμενο μάλλον συχνό που ανά διαστήματα βρίσκεται σε έξαρση. Οι πιο πρόσφατες προστριβές συναντώνται κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα και του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου. Παραδόξως, και παρατηρώντας το ζήτημα μέσα από ένα ιστορικό πρίσμα, οι σχέσεις αναμεταξύ μας διάγουν μια περίοδο καλών και στενών σχέσεων και ιδιαίτερα ύστερα και από την ένταξη της Βουλγαρίας στην ευρωπαϊκή ένωση, καθιστώντας την γειτονική χώρα και έναν δημοφιλή τουριστικό, κυρίως χειμερινό, προορισμό. Ποιοι ακριβώς είναι λοιπόν οι γείτονές μας; Πώς και πότε εμφανίστηκαν μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι; Ακολουθεί ανάλυση των ανθελληνων βασιλέων των μεσαιωνικών Βουλγάρων που έβαψαν με άφθονο ελληνικό αίμα την γη των μεσαιωνικών Ελλήνων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
1) Ο Ασπαρούχ (640 - 701) ήταν Βούλγαρος ηγεμόνας (Κάνας) κατά το δεύτερο μισό του 7ου αιώνα και ιδρυτής της πρώτης Βουλγαρικής αυτοκρατορίας το 681. Επίσης ως Ισπερίχ και το όνομά του σημαίνει αυτός που έχει ψυχή αλόγου. Θεωρείται γενάρχης του σύγχρονου βουλγαρικού έθνους. Υπό την ηγεσία του μερικές χιλιάδες άνθρωποι, φυγάδες από τις στέπες της Ουκρανίας, εγκαταστάθηκαν στα Βαλκάνια σε πείσμα της βυζαντινής υπερδύναμης και συγκρότησαν το Πρώτο Βουλγαρικό Βασιλείο, πρόγονο της σημερινής Βουλγαρίας. Ο Ασπαρούχ ήταν ένας από τους νεότερους γιους του Κουμπράτ (ή Χουβράτη). Αυτός εξουσίαζε τη «Μεγάλη Βουλγαρία», μια ομοσπονδία τουρκογενών φύλων που εκτεινόταν βορείως της Μαύρης Θάλασσας, και βρισκόταν σε διαρκή ανταγωνισμό με τους Χαζάρους και τους Αβάρους. Ο Χουβράτης πέθανε μάλλον το 665 και τον διαδέχθηκε ο πρωτότοκος γιος του Μπατ Μπαγιάν (ή Μπεζμέρ) που όμως δεν κατάφερε να κρατήσει το κράτος ενωμένο. Το 668 οι Χάζαροι εισέβαλαν από τα ανατολικά και ανάγκασαν τον Μπατ Μπαγιάν να παραδοθεί. Τότε οι μικρότεροι αδελφοί του, ο καθένας ως επικεφαλής της φυλής που διοικούσε, σκόρπισαν προς διάφορες κατευθύνσεις. Ο Ασπαρούχ εγκαταστάθηκε στις εκβολές του ποταμού Δούναβη, ανάμεσα σε διάσπαρτα σλαβικά φύλα. Από εκεί οργάνωνε ληστρικές επιδρομές εναντίον εδαφών και εμπορικών δρομολογίων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Τον πρώτο καιρό ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Δ' δεν αντέδρασε ιδιαίτερα, αφού ο βυζαντινός στρατός είχε να αποκρούσει τρεις πολύ σοβαρότερες απειλές: την εξέγερση στη Σικελία (όπου είχε δολοφονηθεί ο πατέρας του Κώνστας Β' ), τη σλαβική επίθεση στη Θεσσαλονίκη και την κυριαρχία των Αράβων στο Αιγαίο Πέλαγος, μέσω του οποίου έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη και την πολιόρκησαν (674- 678). Ο Ασπαρούχ παρέμεινε ανενόχλητος για μια δεκαετία. Όταν λοιπόν οι Βυζαντινοί εξανάγκασαν τους Άραβες σε αποχώρηση (679) και αποφάσισαν να ασχοληθούν με τους Βουλγάρους, αυτός είχε ήδη ενοποιήσει πολιτικά τις φατρίες που τον ακολούθησαν. Είχε συνάψει συμμαχία αμοιβαίας στρατιωτικής υποστήριξης με τους Σλάβους της Μοισίας (τις Επτά Σλαβικές Φυλές), για το ενδεχόμενο βυζαντινής επέμβασης. Το καλοκαίρι του 680, βυζαντινά στρατεύματα (50.000 άνδρες) υπό τον Κωνσταντίνο μεταφέρθηκαν με πλοία στο δέλτα του Δούναβη και περικύκλωσαν τις δυνάμεις του Ασπαρούχ. Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας ο Κωνσταντίνος αναγκάστηκε να αποσυρθεί για λίγες ημέρες, προκειμένου να θεραπεύσει παλιό σοβαρό τραύμα στο πόδι του. Αυτό λειτούργησε διαλυτικά για το βυζαντινό στρατό: διαδόθηκε η φήμη ότι ο αυτοκράτορας είναι ετοιμοθάνατος ή ότι εγκατέλειψε την πολεμική προσπάθεια, με αποτέλεσμα να πέσει κατακόρυφα το ηθικό και να σημειωθούν μαζικές λιποταξίες. Τότε ο Ασπαρούχ και οι Σλάβοι σύμμαχοί του αντεπιτέθηκαν, έσπασαν τον κλοιό και παρέσυραν τους Βυζαντινούς στα έλη του δέλτα, όπου τους κατέσφαξαν. Όντας πλέον εντελώς ανεξέλεγκτοι, οι Βούλγαροι ξεχύθηκαν στα Βαλκάνια και ίδρυσαν στη Μοισία το Βουλγαρικό Χανάτο. Ηταν μια χαλαρή συνομοσπονδία των Βουλγάρων και των Σλάβων της περιοχής υπό την ηγεσία του Ασπαρούχ, με σκοπό την προστασία από έξωθεν απειλές και την οργάνωση επιδρομών εναντίον των πλούσιων πόλεων της βυζαντινής Θράκης. Οι Βυζαντινοί βρέθηκαν στο δίλημμα να εκστρατεύσουν εκ νέου εναντίον των νέων γειτόνων τους ή να αποδεχθούν την ηγεμονία τους στη Μοισία, διασφαλίζοντας τουλάχιστον ότι θα σταματούσαν τις λεηλασίες. Τελικά όντας αδύναμοι να κάνουν πόλεμο, επέλεξαν την ειρήνη. Έτσι το 681 ο Κωνσταντίνος και ο Ασπαρούχ συνομολόγησαν συνθήκη ειρήνης, η οποία συνοδευόταν από ετήσια χρηματικά ανταλλάγματα προς τους Βουλγάρους, αυτό σήμαινε μεταξύ άλλων ότι πλέον η Βυζαντινή Αυτοκρατορία αναγνώριζε ντε φάκτο το νεοσύστατο βουλγαρικό κράτος. Ο Ασπαρούχ βασίλεψε για τουλάχιστον δεκαπέντε ακόμα χρόνια. Του αποδίδεται η ίδρυση σημαντικών πόλεων, όπως η Πλίσκα βυζαντινή Μαρκιανουπολη (Πλίσκουσα) και το Ντράσταρ Βυζαντινό Δορυστολο (Σιλίστρα). Η Πλίσκα είναι η πρώτη πρωτεύουσα του κράτους του.
2) Η νέα περίοδος για το βουλγαρικό κράτος αρχίζει με ηγεμόνα τον Κρουμ, πιο γνωστό ως Κρούμο (803 – 814). Ήταν ένας πρωτόγονος, ως προς τη συμπεριφορά και τον χαρακτήρα, αλλά ικανός πολεμιστής και με μεγάλες οργανωτικές ικανότητες. Εδραίωσε τη δύναμή του στο εσωτερικό και στράφηκε εναντίον του Βυζαντίου. Λίγο πριν από το Πάσχα του 809 καταλαμβάνει τη σημαντικότατη θρακική πόλη, τη Σερδική (Σόφια). Οι απώλειες των βυζαντινών στρατευμάτων και του άμαχου πληθυσμού ήταν μεγάλες. Η Σερδική ήταν σπουδαίο στρατιωτικό και οικονομικό κέντρο και η άλωσή της άφηνε ακάλυπτες σημαντικές διόδους για τη Μακεδονία και τη Θράκη, ενώ δυσχέραινε την επικοινωνία και την οικονομία του Βυζαντίου, αφού ήταν, επιπλέον, ένας σημαντικός κόμβος στην περίφημη “βασιλική οδό ” που από τη Ναϊσό (Νις) οδηγούσε στην Κωνσταντινούπολη. Το 811 ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Α΄, έπειτα από πολύμηνη προετοιμασία και πολλά διοικητικά και οικονομικά μέτρα εναντίον των Σλάβων της Θράκης, όπως η βίαιη εγκατάσταση χριστιανικών πληθυσμών, ετοιμάστηκε για πόλεμο. Ο Νικηφόρος απέρριψε τις προτάσεις ειρήνης του Κρούμου και εισέβαλε στη Βουλγαρία. Αφού κατέλαβε την Πλίσκα τη πρωτεύουσα των Βουλγάρων, εξόντωσε τη “φρουρά της αυλής” του Κρούμου, που το Ανώνυμο Χρονικό ανεβάζει σε 12 χιλιάδες, και αφάνισε 50 χιλιάδες από το βουλγαρικό στράτευμα! Κάποια όμως αταξία στον βυζαντινό στρατό επέτρεψε στους Βούλγαρους να οργανώσουν την αντεπίθεσή τους, αφού έκοψαν τις διόδους για να εμποδίσουν τη φυγή των Βυζαντινών. Στη μεγάλη μάχη που έγινε στις 26 Ιουλίου του 811 στις κλεισούρες του Αίμου, ο βυζαντινός στρατός καταστράφηκε ολοκληρωτικά. Ο ίδιος ο Νικηφόρος Α΄ έπεσε στη μάχη και ο Κρούμος κατασκεύασε από το κρανίο του άτυχου Νικηφόρου ένα επιχρυσωμένο κύπελλο για να πίνει το κρασί του! Η πτώση του Νικηφόρου πανικόβαλε και σόκαρε τους Βυζαντινούς, όχι τόσο για την ειδεχθή συμπεριφορά απέναντι στη σορό του αυτοκράτορα, όσο για το ότι από το θάνατο του αυτοκράτορα Ουάλη (ή Βάλη) το 378 στη μάχη της Αδριανούπολης εναντίον των Οστρογότθων, ποτέ κανένας αυτοκράτορας δεν είχε σκοτωθεί σε μάχη. Έπειτα, ο Κρούμος συνέχισε, όχι απλώς να παρενοχλεί, αλλά να απειλεί άμεσα την ίδια την αυτοκρατορία. Την άνοιξη του 812 κατέλαβε την Δεβελτό, πόλη του Εύξεινου Πόντου και εγκατέστησε τους κατοίκους της αλλού. Οι επιδρομές του ανάγκασαν τους πληθυσμούς σημαντικών πόλεων της Θράκης να τις εγκαταλείψουν. Μετά τις επιτυχίες αυτές, ο Κρούμος ζήτησε να γίνει συνθήκη ειρήνης, με βάση αυτή που είχε συναφθεί το 716 με τον Θεοδόσιο Γ΄. Επίσης ζήτησε ανταλλαγή πολιτικών προσφύγων. Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Α΄ Ραγκαβές απέρριψε τις προτάσεις και έτσι ο Κρούμος πολιόρκησε τον Οκτώβρη του 812 τη Μεσημβρία και την κατέλαβε παίρνοντας σημαντικά αποθέματα σε χρυσό και υγρό πυρ. Λίγο αργότερα, το Βυζάντιο θα περάσει μια από τις δυσκολότερες στιγμές του. Ο Κρούμος με μεγάλες δυνάμεις εκστράτευσε εναντίον της Κωνσταντινούπολης. Αφού πρώτα πολιόρκησε την Αδριανούπολη, έφτασε ως τα τείχη της Πόλης. Εκεί ο Κρούμος κατανόησε, δείχνοντας μεγάλο ρεαλισμό, πως ήταν αδύνατο να την καταλάβει, με τα πανίσχυρα τείχη της και τον πολυάριθμο στρατό να την υπερασπίζεται. Όμως, φεύγοντας κατέκαψε τα προάστια της Κωνσταντινούπολης, λεηλάτησε πολλές πόλεις και κατέλαβε την Αδριανούπολη, την οποία κατέστρεψε και οι 12 χιλιάδες κάτοικοί της, μαζί με άλλους 40 χιλιάδες αιχμαλώτους άλλων πόλεων, μεταφέρθηκαν στα βόρεια του Δούναβη, όπου σχημάτισαν χωριστή αποικία με το όνομα Μακεδονία. Οι εξόριστοι Έλληνες έμειναν εκεί ως το 837, οπότε και επαναστάτησαν και κατόρθωσαν να γυρίσουν στην πατρίδα τους με πλοία που είχε στείλει για τον σκοπό αυτό στις εκβολές του Δούναβη ο αυτοκράτορας Θεόφιλος (829 – 842). Ο Κρούμος πέθανε ξαφνικά το 814 και τον διαδέχτηκε ο γιος του Όμουρταγκ (814 – 831). Ο νέος ηγεμόνας έπρεπε να αντιμετωπίσει τους Φράγκους και για να αποφύγει τον διμέτωπο αγώνα, επεδίωξε να αποκαταστήσει τις σχέσεις με τους Βυζαντινούς. Το 815 υπογράφεται τριακονταετής ειρήνη.
3) Ο Συμεών Α΄ ο Μέγας (864 ή 865 - 927) ήταν τσάρος της Βουλγαρίας από το 893 έως το 927, κατά τη διάρκεια του πρώτου Βουλγαρικού Βασιλείου. Οι επιτυχίες των εκστρατειών του Συμεών κατά των Βυζαντινών, των Ούγγρων και των Σέρβων οδήγησαν τη Βουλγαρία στη μεγαλύτερη εδαφική επέκταση στην ιστορία της, καθιστώντας την το ισχυρότερο κράτος της Ανατολικής Ευρώπης εκείνη την εποχή. Η βασιλεία του Συμεών ήταν περίοδος απαράμιλλης πολιτιστικής ευημερίας, ενώ αργότερα θεωρήθηκε ως ο Χρυσός Αιώνας του βουλγαρικού πολιτισμού. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Συμεών η βουλγαρική επικράτεια εκτείνονταν από το Αιγαίο Πέλαγος ώς την Αδριατική και τον Εύξεινο Πόντο. Η νεαρή ανεξάρτητη Βουλγαρική Ορθόδοξη Εκκλησία αναγορεύτηκε σε πατριαρχείο, το πρώτο νέο μετά τα πέντε πρεσβυγενή, ενώ τα μεταφρασμένα στα βουλγαρικά και καταγραμμένα στο
γλαγολιτικό αλφάβητο χριστιανικά κείμενα εξαπλώθηκαν σε όλο τον σλαβικό κόσμο. Στα μέσα της βασιλείας του ο Συμεών έλαβε τον τίτλο του καίσαρα (τσάρου), ενώ πρωτύτερα είχε τον τίτλο του φύλαρχου ηγεμόνα (χάνου ή κνιαζ). Το καλοκαίρι του 896 ο Συμεών εισέβαλε στο Βυζάντιο και επιτέθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Ο στρατός του συνάντησε αντίσταση στη Θράκη από τους Βυζαντινούς, αλλά ο Συμεών τους εκμηδένισε στη μάχη στο Βουλγαρόφυγον. Ο πόλεμος έληξε με συνθήκη ειρήνης μεταξύ Βουλγάρων και Βυζαντινών, η οποία τηρήθηκε μέχρι το θάνατο του Λέοντα Στ΄, το 912, και βάσει της οποίας οι Βυζαντινοί υποχρεώνονταν να πληρώνουν ετήσιο φόρο. Σύμφωνα με τη συνθήκη αυτή οι Βυζαντινοί παραχώρησαν εδάφη από τον Εύξεινο Πόντο μέχρι την οροσειρά της Στράντζας στη βουλγαρική ηγεμονία. Εν τω μεταξύ, ο Συμεών επέκτεινε την εξουσία του στη Σερβία. Ο Συμεών συχνά παραβιάζε τη συνθήκη με τους Βυζαντινούς, επιτιθέμενος επανειλημμένα σε βυζαντινά εδάφη, όπως το 904, όταν οι βουλγαρικές επιδρομές έδωσαν την ευκαιρία στους Άραβες, υπό την ηγεσία του Λέοντα Τριπολίτη, να επιτεθεί από θαλάσσης στη Θεσσαλονίκη. Μετά την αραβική λεηλασία, η Θεσσαλονίκη θα γινόταν εύκολος στόχος για τους Βουλγάρους και τους Σλάβους γείτονές τους,  και ο Λέων Στ΄ αναγκάστηκε να κάνει περαιτέρω εδαφικές παραχωρήσεις προς τους Βουλγάρους στην περιοχή της Μακεδονίας. Ο Νικόλαος Μυστικός απεγνωσμένα ζητούσε σε μακρά σειρά επιστολών ειρήνη από τον Συμεών, αλλά ο Βούλγαρος ηγέτης εκστράτευσε στα τέλη Ιουλίου ή Αυγούστου του 913, επιτέθηκε με πολλές δυνάμεις και έφθασε στην Κωνσταντινούπολη χωρίς να αντιμετωπίσει σοβαρή αντίσταση. Ωστόσο η αναρχία στη βυζαντινή πρωτεύουσα έπαψε μετά τη δολοφονία του Κωνσταντίνου Δούκα και την ανάδειξη νέας κυβερνητικής ομάδας με επικεφαλής τον πατριάρχη Νικόλαο. Αυτό έκανε τον Συμεών να σταματήσει την πολιορκία και να κλείσει ειρήνη. Σύμφωνα με αυτή τη συμφωνία, ο Κωνσταντίνος Ζ΄ έπρεπε να παντρευτεί μία από τις κόρες του Συμεών και ο Συμεών αναγνωρίστηκε επίσημα ως αυτοκράτορας από τον πατριάρχη Νικόλαο στο παλάτι των Βλαχερνών. Λίγο μετά την επίσκεψη του Συμεών στην Κωνσταντινούπολη, η Ζωή, μητέρα του Κωνσταντίνου, επέστρεψε στο παλάτι και ανέλαβε την εξουσία, αφού κατάργησε την εξουσία του πατριάρχη Νικόλαου, τον Φεβρουάριο του 914. Η Ζωή δεν αναγνώρισε τον Συμεών ως αυτοκράτορα και αρνήθηκε να παντρέψει τον γιο της με κόρη του. Το καλοκαίρι του 914 ο Συμεών εισέβαλε στη Θράκη και κατέλαβε την Αδριανούπολη. Το 917 ο Συμεών ετοίμασε ακόμα ένα πόλεμο εναντίον του Βυζαντίου. Προσπάθησε να συνάψει συμμαχία με τους Πετσενέγους, αλλά δεν τα κατάφερε, καθώς οι Βυζαντινοί δωροδόκησαν με περισσότερα χρήματα τους Πετσενέγους. Οι Βυζαντινοί ετοίμασαν μεγάλο στρατό για επίθεση κατά της Βουλγαρίας, και προσπάθησαν να πείσουν τον ηγέτη της Σερβίας Πέτρο Γκοϊνίκοβιτς να επιτεθεί κατά της Βουλγαρίας μαζί με τους Ούγγρους. Το 917 ισχυρός βυζαντινός στρατός υπό την ηγεσία του δομέστικου των Σχολών Λέοντα Φωκά, γιου του Νικηφόρου Φωκά, επιτέθηκε στη Βουλγαρία μαζί με τον βυζαντινό στόλο, υπό την ηγεσία του Ρωμανού Λακαπηνού, ο οποίος έπλευσε στα βουλγαρικά λιμάνια στον Εύξεινο Πόντο. Στον δρόμο για την Μεσημβρία, όπου έπρεπε να συναντηθούν ο στρατός και ο στόλος, οι δυνάμεις του Φωκά σταμάτησαν στον ποταμό Αχελώο, κοντά στην Αγχίαλο της Βουλγαρίας. Μόλις έμαθε για τη βυζαντινή επίθεση, ο Συμεών αποφάσισε να τους αντιμετωπίσει και τους επιτέθηκαν, καθώς αυτοί χαλάρωναν. Στη μάχη της Αγχιάλου της 20ης Αυγούστου του 917, μία από τις μεγαλύτερες μάχες της μεσαιωνικής ιστορίας, οι Βούλγαροι κατέσφαξαν τους Βυζαντινούς. Έπεσαν πολλοί διοικητές του στρατού, αλλά ο Φωκάς κατάφερε να ξεφύγει στη Μεσημβρία. Ο στρατός του Συμεών, με αναπτερωμένο ηθικό μετά τη νίκη στην Αγχίαλο, διέσχισε τη Θράκη και προχώρησε νοτιότερα. Οι Βούλγαροι έφθασαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου στα περίχωρά της, στην τοποθεσία Κατασύρτες διεξήχθη μάχη. Αρχηγός των Βυζαντινών ήταν ο Λέων Φωκάς. Οι Βυζαντινοί απέκρουσαν με επιτυχία επανειλημμένες επιθέσεις των Βουλγάρων, και εκείνοι αποσύρθηκαν στη Βουλγαρία. Αφού δεν κατάφερε να ανεβεί στον βυζαντινό θρόνο με διπλωματικό τρόπο, ο Συμεών αποφάσισε να επιβάλλει με πόλεμο τη θέλησή του. Μεταξύ 920 και 922 επιτέθηκε στο Βυζάντιο, εκστρατεύοντας αφενός στη δύση, και φτάνοντας μέχρι τη δυτική Θεσσαλία και μέχρι τον Ισθμό της Κορίνθου, και αφετέρου στην ανατολική Θράκη, όπου διέσχισε τον Ελλήσποντο και πολιόρκησε την πόλη της Λάμψακου. Τα στρατεύματα του Συμεών έφθασαν κοντά στη βυζαντινή πρωτεύουσα το 921, οπότε κατέλαβαν την Αδριανούπολη και το 922, όταν νίκησαν στις Πηγές, κατέκαψαν μεγάλο μέρος του Κεράτιου κόλπου και κατέστρεψαν τη Βιζύη. Ο Συμεών ετοίμαζε μεγάλη εκστρατεία το 924 και έστειλε απεσταλμένους στον χαλίφη των Φατιμιδών, ο οποίος κατείχε ισχυρό στόλο, τον οποίο χρειαζόταν ο Συμεών. Ο χαλίφης συμφώνησε και έστειλε τους εκπροσώπους του να συνάψουν συμμαχία με τους Βούλγαρους. Οι απεσταλμένοι του χαλίφη συνελήφθησαν από τους Βυζαντινούς στη Καλαβρία. Ο Ρωμανός πρότεινε ειρήνη στους Άραβες, συμπληρώνοντας τις προτάσεις του με άφθονα δώρα, και συνέτριψε κάθε ελπίδα συμμαχίας των Αράβων με τους Βουλγάρους. Το 924 ο Συμεών έφθασε στην Κωνσταντινούπολη για να συναντήσει τον Πατριάρχη και τον αυτοκράτορα. Συναντήθηκε με τον Ρωμανό στις 9 Σεπτεμβρίου 924, και σύναψε συμφωνία με την οποία το Βυζάντιο θα πλήρωνε ετήσιο φόρο στη Βουλγαρία, αλλά η Βουλγαρία θα παραχωρούσε κάποια από τα εδάφη της στον Εύξεινο Πόντο. Μετά το θάνατο του πατριάρχη Νικόλαου το 925, ο Συμεών αναβάθμισε το καθεστώς της Βουλγαρικής Εκκλησίας σε πατριαρχείο. Αυτό μπορεί να συνδέεται με τις διπλωματικές σχέσεις του Συμεών με τους πάπες μεταξύ του 924 και του 926, στη διάρκεια των οποία αναγνωρίστηκε από τον πάπα Ιωάννη Ι΄ ως αυτοκράτορας των Ρωμαίων (τίτλος του Βυζαντινού αυτοκράτορα), και επιβεβαιώθηκε η πατριαρχική αναβάθμιση για τον επικεφαλής της Βουλγαρικής Εκκλησίας. Κατά τους τελευταίους μήνες της ζωής του ο Συμεών ετοίμαζε ακόμα μια πολιορκία της Κωνσταντινούπολης παρά τις απελπισμένες εκκλήσεις του Ρωμανού για ειρήνη. Το 927 ο Συμεών πέθανε από καρδιακή ανεπάρκεια στο παλάτι του στην Πρεσλάβα. Οι Βυζαντινοί χρονικογράφοι συνδύασαν τον θάνατο του με ένα θρύλο, σύμφωνα με τον οποίο ο Ρωμανός αποκεφάλισε ένα είδωλο, που αποτελούσε το άψυχο υποκατάστατο του Συμεών, και την ίδια ώρα ο Συμεών πέθανε.
4) O Σαμουήλ Β΄ ήταν Τσάρος του Πρώτ ου Βουλγαρικου Βασιλείου από το 997 έως το 1014 . Από το 977 ως το 997 ήταν στρατηγός υπό το Ρομάν Α΄ της Βουλγαρίας, το δεύτερο επιζήσαντα γιό του Πέτρου Α΄ της Βουλγαρίας, και συμβασίλεψε με αυτόν, καθώς του είχε αναθέσει τη διοίκηση του στρατού και την πραγματική βασιλική εξουσία. Καθώς ο Σαμουήλ αγωνιζόταν εναντίον τη ς Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η βασιλεία του χαρακτηρίστηκε από τους συνεχείς πολέμους κατά των Βυζαντινών και του φιλόδοξου αυτοκράτορα Βασίλειου Β΄. Στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Ο Σαμουήλ κατόρθωσε να καταγάγει αρκετές μεγάλες νίκες κατά των Βυζαντινών και να κάνει επιθετικές εκστρατείες στα εδάφη τους. Στα τέλη του 10ου αιώνα οι Βουλγαρικές στρατιές κατέλαβαν το Σερβικό πριγκιπάτο της Διοκλειας και εξεστράτευσαν κατά των Βασιλείων της Κροατίας και Ουγγαρίας. Αλλά από το 1001 αναγκάσθηκε να υπερασπίσει το βασίλειο του κυρίως έναντι των Βυζαντινών στρατιών. Ο Σαμουήλ πέθανε από καρδιακή προσβολή το 1014, δύο μήνες μετά την καταστροφική μάχη του Κλειδίου, και η Βουλγαρία υποτάχθηκε ολοκληρωτικά στο Βασίλειο Β΄ τέσσερα χρόνια αργότερα, τερματίζοντας την πενηντάχρονη σύγκρουση Βυζαντινών - Βουλγάρων. Το 1014 ο Σαμουήλ αποφάσισε να ανακόψει το Βασίλειο Β' πριν προλάβει να εισβάλει στο Βουλγαρικό έδαφος. Οι Βυζαντινοί χρησιμοποιούσαν για τις εισβολές τους στη Βουλγαρία την κοιλάδα του Ποταμού Στρωμνιτσιώτη, ο Σαμουήλ ανήγειρε ένα παχύ ξύλινο τείχος στα φαράγγια γύρω από το χωριό Κλειδί για να εμποδίσει τον εχθρό. Όταν ο Βασίλειος Β΄ εξαπέλυσε την επόμενη εκστρατεία του το καλοκαίρι του 1014, ο στρατός του υπέστη βαριές απώλειες κατά τις επιθέσεις στο τείχος. Ο Σαμουήλ έστειλε δυνάμεις υπό το στρατηγό του Νεστόριτσα να επιτεθεί στη Θεσσαλονίκη, ώστε να αποσπάσει τις δυνάμεις του Βασιλείου μακριά από αυτό το μέτωπο. Ο Νεστορίτσα νικήθηκε κοντά στην πόλη από τον κυβερνήτη της Βοτανειάτη, που αργότερα ενώθηκε με τον κύριο Βυζαντινό στρατό κοντά στο Κλειδί. Μετά από αρκετές μέρες συνεχών προσπαθειών να διασπάσουν το τείχος, ένας Βυζαντινός διοικητής, ο κυβερνήτης της Φιλιππούπολης Νικηφόρος Ξιφίας, βρήκε ένα παρακαμπτήριο δρόμο και στις 29 Ιουλίου επιτέθηκε στους Βούλγαρους από πίσω. Παρά την απεγνωσμένη αντίσταση οι Βυζαντινοί συνέτριψαν το Βουλγαρικό στρατό και αιχμαλώτισαν 14.000 στρατιώτες. Ο Βασίλειος Β΄ έστειλε αμέσως δυνάμεις υπό τον ευνοούμενό του διοικητή Θεοφύλακτο Βοτανειάτη να καταδιώξει τους επιζήσαντες Βουλγάρους, αλλά οι Βυζαντινοί νικήθηκαν σε ενέδρα από το Γκαβρίλ Ραντομίρ, που σκότωσε προσωπικά το Βοτανειάτη. Μετά τη Μάχη του Κλειδίου με διαταγή του Βασίλειου Β΄ οι αιχμάλωτοι Βούλγαροι στρατιώτες τυφλώθηκαν. Ένας από κάθε 100 άνδρες αφέθηκε μονόφθαλμος, ώστε να οδηγήσει τους υπόλοιπους στην πατρίδα τους. Οι τυφλωμένοι στρατιώτες στάλθηκαν πίσω στο Σαμουήλ, που φέρεται να υπέστη καρδιακή προσβολή βλέποντάς τους. Πέθανε μετά από δύο μέρες, στις 14 Οκτωβρίου 1014. αυτή η θηριωδία έδωσε στο Βυζαντινό αυτοκράτορα το προσωνύμιο Βουλγαροκτόνος. Κατά τη βασιλεία του Σαμουήλ η Βουλγαρία απέκτησε τον έλεγχο του μεγαλύτερου μέρους των Βαλκανίων μέχρι τη νότια Ελλάδα. Μετέφερε την πρωτεύουσα από τα Σκόπια στην Οχρίδα, που ήταν το πολιτιστικό και στρατιωτικό κέντρο της Βουλγαρίας από τη βασιλεία του Βόρι Α΄ (852-889), και έκανε την πόλη έδρα του Βουλγαρικού Πατριαρχείου. Η βασιλεία του Σαμουήλ αποκατάστησε τη Βουλγαρική ισχύ στα Βαλκάνια και, αν και το κράτος του διαλύθηκε μετά το θάνατό του.
5)  Ο Καλογιάν ή Καλογιάννης ο Ρωμαιοκτόνος (1168 -1207) γνωστός και ως Ιβάν Α΄ (Ιωάννης Α΄) ήταν αυτοκράτορας (τσάρος) της Βουλγαρίας το διάστημα 1197-1207. Γεννήθηκε περί το 1168. Το όνομα Καλογιάν που υποδηλώνει τον «Καλό» ή «Όμορφο» Ιωάννη προέρχεται από το το ελληνικό «Καλοϊωάννης», και ήταν σύνηθες στους Βυζαντινούς αυτοκράτορες με όνομα «Ιωάννης» από την εποχή των Κομνηνών και μετά. Οι Βυζαντινοί τον αποκαλούσαν Σκυλοϊωάννη. Ένα ακόμα από τα προσωνύμιά του ήταν Ιωανίτσης (Ιβάνιτσα), υποκοριστικό του Ιβάν ή Ιωάν (Ιωάννης στα Ελληνικά). Το 1187 στάλθηκε όμηρος στην Κωνσταντινούπολη, από όπου δραπέτευσε και επέστρεψε στην Βουλγαρία περί το 1189. Μετά τις διαδοχικές δολοφονίες των αδελφών του, ο Καλογιάν έγινε τσάρος της Βουλγαρίας. Ο Καλογιάν συνέχισε την επιθετική πολιτική των προκατόχων του προς την Βυζαντινή Αυτοκρατορία σε τέτοιο σημείο που συμμάχησε με τον Ιβάνκο, δολοφόνο του αδερφού του, Ιβάν Ασέν Α΄, και ο οποίος όντας στην υπηρεσία των Βυζαντινών από το 1196 είχε γίνει κυβερνήτης της Φιλιππούπολης. Ένας άλλος σύμμαχος του Καλογιάν ήταν ο Ντόμπρομιρ Χρύσος, ο οποίος κυβερνούσε την Στρούμνιτσα. Η συμμαχία διαλύθηκε σύντομα, καθώς οι Βυζαντινοί κατατρόπωσαν και τον Ιβάνκο και τον Ντόμπρομιρ Χρύσο. Εντούτοις ο Καλογιάν απέσπασε την Κωνστάντεια της Θράκης και την Βάρνα από την Βυζαντινή Αυτοκρατορία το 1201 και το μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας το 1202. Σε μια προσπάθεια να συνάψει συμμαχία με τον Καλογιάν, ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας Αλέξιος Γ΄ Άγγελος του αναγνώρισε τον αυτοκρατορικό τίτλο και υποσχέθηκε ότι θα αναγνωρίσει και τον πατριάρχη. Τοο 1204, οι Σταυροφόροι κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη και δημιούργησαν την Λατινική Αυτοκρατορία με αυτοκράτορα τον Βαλδουίνο της Φλάνδρας. Παρόλο που ο Καλογιάν είχε προσφερθεί να συμμαχήσει με τους σταυροφόρους εναντίον των Βυζαντινών, η προσφορά του δεν έγινε δεκτή ενώ η Λατινική Αυτοκρατορία εξέφρασε την πρόθεση να κατακτήσει όλα τα εδάφη της πρώην Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και των γειτόνων της. Η επικείμενη σύγκρουση επισπεύσθηκε όταν η Βυζαντινή αριστοκρατία της Θράκης εξεγέρθηκε εναντίον των Λατίνων το 1205 και κάλεσε τον Καλογιάν να βοηθήσει προσφέροντάς του υποταγή. Στις 14 Απριλίου 1205 οι Κουμάνοι του Καλογιάν κατάφεραν να οδηγήσουν το βαρύ ιππικό των Λατίνων σε ενέδρα στα έλη της Αδριανούπολης, και ο Καλογιάν κατατρόπωσε τον στρατό τον σταυροφόρων. Ο αυτοκράτορας Βαλδουίνος αιχμαλωτίστηκε, ο Κόμης Λουί Α΄ του Μπλουά σκοτώθηκε ενώ ο Βενετός δόγης Δανδόλος οδήγησε τα επιζώντα τμήματα του σταυροφορικού στρατού σε βιαστική υποχώρηση πίσω στην Κωνσταντινούπολη, κατά την διάρκεια της οποίας πέθανε από εξάντληση. Παρά την αρχική καλή υποδοχή των επιτυχιών του Καλογιάν ενάντια στους Λατίνους, η Βυζαντινή αριστοκρατία τελικά ξεκίνησε να συνωμοτεί εναντίον του. Ο Καλογιάν επίσης άλλαξε τακτική και στράφηκε χωρίς έλεος εναντίον των πρώην συμμάχων του, υιοθετώντας και το προσωνύμιο «Ρωμαιοκτόνος» κατα αντιπαραβολή του «Βουλγαροκτόνος» του Βασιλείου Β΄. Στις 31 Ιανουαρίου 1206 ο Καλογιάν νίκησε ξανά τους Λατίνους στην μάχη του Ρύσιου και αργότερα κατέλαβε το Διδυμότειχο. Οι Βούλγαροι λεηλάτησαν κατ' επανάληψιν τη Θράκη και τις πόλεις της, μεταξύ των οποίων τις σημαντικές πόλεις, Ηράκλεια και Καινοφρούριον και ήταν υπαίτιοι για την εκκένωση άλλων πόλεων όπως η Ραιδεστός. Ενώ στο παρελθόν η βιαιότητα του Καλογιάν περιοριζόταν στο να παραπλανεί τους αντιπάλους του, στις μετέπειτα εκστρατείες του ήταν υπεύθυνος για μαζικές μετατοπίσεις πληθυσμών από τις κατακτημένες πόλεις σε μακρινές επαρχίες της Βουλγαρίας. Ο Καλογιάν πολιόρκησε την Αδριανούπολη δύο φορές αλλά απέτυχε να την καταλάβει λόγω της απόσυρσης του Κουμανικού Ιππικού και της αποφασιστικής προώθησης του νέου Λατίνου αυτοκράτορα, αδερφού του Βαλδουίνου Α΄, Ερρίκου της Φλάνδρας. Το 1207 ο Καλογιάν σύναψε συμμαχία εναντίον των Λατίνων με τον Θεόδωρο Λάσκαρη της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας. Την ίδια χρονιά ο στρατός του σκότωσε τον Βονιφάτιο Μομφερατικό (1207), Λατίνο κυβερνήτη του Βασιλείου της Θεσσαλονίκης. Θέλοντας να εκμεταλλευτεί το γεγονός πολιόρκησε την πόλη με μεγάλο στρατό, αλλά δολοφονήθηκε από τον δικό του διοικητή των Κουμάνων, Μαναστάρ, στις αρχές Οκτωβρίου του 1207. Από τότε, και μέσα σε δύο αιώνες, το βουλγαρικό βασίλειο αποδυναμώθηκε σοβαρά από τις νίκες του βυζαντινού στρατού της Νίκαιας, τις εξοντωτικές εισβολές των Μογγολων, τις ήττες από τους Σέρβους και την κατάκτηση από τους Οθωμανούς Τούρκους.
Πηγή: https://el.m.wikipedia.org/wiki/Ασπαρούχ

http://eranistis.net/wordpress/2017/01/29/η-καταγωγή-των-βουλγάρων-και-η-εγκατάσ/

https://el.m.wikipedia.org/wiki/Συμεών_Α΄_της_Βουλγαρίας

https://el.m.wikipedia.org/wiki/Σαμουήλ_της_Βουλγαρίας

https://el.m.wikipedia.org/wiki/Καλογιάν_της_Βουλγαρίας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου