Σύμφωνα με τη διήγηση του αγωνιστή της επανάστασης Αναγνώστη Παπατσώρη στον Αθανάσιο Γρηγοριάδη το Σουλιμά χτίστηκε γύρω στα 1400 από Αρβανίτες που εγκαταστάθηκαν εκεί με αρχηγό τους κάποιον Σουλιμάν Μπέη, από τον οποίο πήρε το όνομά του. Οι πρώτοι αυτοί Αρβανίτες με τις οικογένειές τους συμμετείχαν στην υπεράσπιση της Κορώνης από τους Τούρκους και το 1534 εγκαταστάθηκαν στην Ιταλία, όπου έζησαν διατηρώντας τη θρησκεία, τη γλώσσα και τα έθιμά τους. Θα μείνανε όμως 4-5 οικογένειες στο Σουλιμά, ώστε το 1689 να έχει 244 κατοίκους και να είναι το μεγαλύτερο από τα Σουλιμοχώρια. Επειδή τα παλιά σπίτια στο Σουλιμά και στα υπόλοιπα χωριά είναι Αιτωλικού τύπου, οι Αλβανόφωνοι Χριστιανοί οικιστές τους κατάγονταν από τους Αλβανόφωνους της Αιτωλίας. Ανήκαν στη "φάρα" φυλή των Τόσκηδων, δηλαδή των Χριστιανών κατοίκων της Βορείου Ηπείρου οι οποίοι διατήρησαν την πίστη τους σε αντίθεση με τους Γκέγκηδες οι οποίοι εξισλαμίστηκαν. Οι Αρβανίτες της Τριφυλίας, όπως εξάλλου και αυτοί της Κορινθίας, των νησιών του Αργοσαρωνικού, της Αττικής κλπ., είχαν ελληνική εθνική συνείδηση και συμμετείχαν ενεργά στους αγώνες κατά των Τούρκων. Σχετικά με το όνομα Σουλιμά, υπάρχει και δεύτερη άποψη, ότι προήλθε από τις λέξεις Σούλι Μάδ, δηλαδή στ' αρβανίτικα Μεγάλο Σούλι. Στα βουνά γύρω από το Σουλιμά σιγά σιγά χτίστηκαν κι άλλα χωριά όπως το Λάπι (Ριζοχώρι), το Ρίπεσι, το Μπιζό, το Μουρέχτι, η Κοπρινίτσα, το Κούβελα και άλλα. Στο Κούβελα είχαν εγκατασταθεί Αρβανίτες στα 1450. Από κει ήταν ο Πέτρος Μπούας, ο οποίος το 1463 υπακούει στο κάλεσμα των Βενετών για επανάσταση και ξεσηκώνει τους δικούς του προξενώντας μεγάλες φθορές στους Τούρκους. Την ίδια εποχή εκδηλώθηκε και η εξέγερση του άλλου Τουρκομάχου Μιχαήλ Ράλλη στη Λακωνία. Oι πρώτοι Αρβανίτες κάτοικοι του Κούβελα αναγκάστηκαν να εκπατριστούν κι αυτοί στην Ιταλία, κι έτσι το 1689 είχε μόνο 38 κατοίκους. Πάντως στα χρόνια της Επανάστασης είχε περισσότερους από 300 κατοίκους κι έβγαλε περίφημους οπλαρχηγούς όπως το Γιαννάκη Μέλιο και τα δύο αδέλφια του Κωνσταντίνο και Δημήτρη, τον Παναγιώτη Ντούφα κ.α. Το Πάνω Ψάρι ήταν χτισμένο επάνω σε ένα εκτεταμένο και ομαλό οροπέδιο. Στο Ψάρι σύμφωνα με τις παραδόσεις οι πρώτες οικογένειες εγκαταστάθηκαν γύρω στα 1630. Οι οικογένειες αυτές ήταν των Κονταίων και των Σγουραίων. Γύρω στα 1660 ήρθε ο Αναγνώστης (Αλέξης) Ντάρας από το Ζαΐμογλι (Δροσιά) της Πυλίας, όπου είχε καταφύγει κυνηγημένος από τους Τούρκους από το Ντάρα της Μαντίνειας. Λίγα χρόνια αργότερα άλλες δύο οικογένειες ήρθαν από τη Μεγαλόπολη, οι Καρραίοι και οι Ντουλιμαναίοι. Αργότερα κι άλλες οικογένειες ήρθαν, οι οποίες προσκολλήθηκαν στις πέντε πρώτες. Έτσι το χωριό ήταν μοιρασμένο στις πέντε αυτές οικογένειες. Το Ψάρι χτίστηκε αργότερα από τ' άλλα Σουλιμοχώρια, αλλά αναπτύχθηκε πιο γρήγορα και έτσι στην Επανάσταση οι κάτοικοί του ήταν όσοι και στο Σουλιμά. Γι' αυτό και η λαϊκή μούσα τραγουδούσε: Το Ψάρι και το Σουλιμά, τα δυο κεφαλοχώρια, χαράτσι δεν πληρώνουνε, Τούρκους δεν προσκυνάνε... Το Πάνω Ψάρι διατηρήθηκε πολλά χρόνια μετά την απελευθέρωση, αλλά οι κάτοικοί του κατέβηκαν βαθμιαία στο Κάτω Ψάρι. Η μετοικεσία αυτή πήρε γοργότερους ρυθμούς γύρω στα 1900 και πριν το 1940 δεν κατοικούσαν στο Πάνω Ψάρι πάνω από 10 οικογένειες. Σήμερα το Πάνω Ψάρι έχει ελάχιστους κατοίκους. Το Κλέσουρα φαίνεται πώς χτίστηκε μετά από το Σουλιμά, πριν όμως από τα άλλα Σουλιμοχώρια. 'Ετσι το 1689 είχε πολύ περισσότερους κατοίκους από το Ψάρι και το Κούβελα. Η πρώτη του ονομασία θα ήταν "Κλεισωρία". (Κλεισούρα= στενή δίοδος ανάμεσα σε βουνά, οχυρή τοποθεσία). Κατά την Επανάσταση έδωσε λαμπρά παλικάρια και άξιους οπλαρχηγούς, όπως ο Γεώργιος Μεγάλης, ο Δήμος Τότσης κ.α. Πριν από μερικά χρόνια το Κλέσουρα ονομάστηκε Αμφιθέα. Οι κάτοικοί του άρχισαν σιγά σιγά να κατεβαίνουν στον κάμπο στα κτήματά τους και σε απόσταση 1000-1500 μέτρων ανατολικά του Δωρίου έχτισαν το συνοικισμό «Τα Μπουζαλούγκια» και την εκκλησία τους του Αϊ-Γιώργη. Το 1532 στόλος του βασιλιά της Ισπανίας Καρόλου του Ε΄, του Πάπα και των Ιπποτών της Μάλτας ήρθε στην Κορώνη και την κυρίευσε με τη βοήθεια των Σουλιμοχωριτών. Οι Τούρκοι πολιόρκησαν την Κορώνη για δύο χρόνια και το 1534 ο Κάρολος ο Ε΄ την εγκατέλειψε παίρνοντας μαζί του όλους τους Αρβανίτες με τις οικογένειές τους. Τους εγκατέστησε στη Μεσσήνη της Σικελίας, στην Καλαβρία και στη Νεάπολη. Τον Απρίλιο του 1875 όλοι οι κάτοικοι της Μπαντέσσα (Ν. Ιταλία) έκαναν αναφορά και ζήτησαν από την ελληνική κυβέρνηση να τους παραχωρήσει εθνικά κτήματα και να τους επιτρέψει να πραγματοποιήσουν την απόφαση που είχαν πάρει να ξαναγυρίσουν στη γη των προγόνων τους. Η ελληνική Βουλή με νόμο του 1876 ικανοποίησε το αίτημά τους και τους παραχώρησε ιδιοκτησίες στα Σουλιμοχώρια της Τριφυλίας. Η εγκατάστασή τους είναι άγνωστο αν τελικά πραγματοποιήθηκε ή ματαιώθηκε. Η προσωνυμία ΝΤΡΕΔΕΣ έγινε ένδοξη και γνωστή σε όλο το Μοριά και έξω απ' αυτόν στα πικρά χρόνια της Τουρκοκρατίας αλλά και στα ένδοξα της Ελληνικής Επανάστασης. Οι Ντρέδες ήρθαν ως Αρβανίτες και εγκαταστάθηκαν στις αρχές του 15ου αιώνα στα βουνά ΝΔ του όρους Τετράζιo και χτίσανε τα χωριά Σουλιμά, Ψάρι, Κούβελα, Βλάκα (Χρυσοχώρι), Γκλιάτα, Κλέσουρα κ.α. και όλα μαζί ονομάστηκαν Σουλιμοχώρια. Ντρες στα αρβανίτικα σημαίνει άντρας, αντρειωμένος, πολεμιστής, παλικάρι. Και πραγματικά παλικάρια φάνηκαν οι Ντρέδες, σκληροί και δυνατοί, φιλοπάτριδες και φιλελεύθεροι, με μπέσα και φιλότιμο. Από μικρά παιδιά μάθαιναν ν' ανεμίζουν το γιαταγάνι, να σημαδεύουν αλάθευτα, να αντέχουν τον πόνο και τις κακουχίες. Πολέμησαν τους Τούρκους σε κάθε βήμα τους, όχι μόνο στα χωριά τους, αλλά σε ολόκληρη την Πελοπόννησο, από την εποχή της εγκατάστασής τους, αργότερα στους Βενετοτουρκικούς πολέμους ως σύμμαχοι των Βενετών και τέλος το 1821. Λέγεται ότι κυκλοφορούσαν πάντα οπλισμένοι και οι Τούρκοι δεν τους πείραζαν από φόβο για την οργή των συμπατριωτών τους. Οι Σουλιμοχωρίτες είχαν επιβάλει στην Τουρκική εξουσία και ένα ξεχωριστό τρόπο διοίκησής τους. Είχαν μια αυτοδιοίκηση και ένα είδος στρατιωτικής ομοσπονδίας σαν τους Σουλιώτες. Κάθε χωριό το διοικούσε μια επιτροπή από τους αρχηγούς των πρώτων στρατιωτικών οικογενειών, η οποία είχε και δικαστικά δικαιώματα. Μια επιτροπή από αντιπροσώπους όλων των χωριών κανόνιζε τα κοινά, π.χ. βοσκότοπους, ποτιστικά νερά, εκστρατείες, άμυνα κλπ. Λίγες περιοχές του Μοριά έβγαλαν τόσους πολλούς καπεταναίους, όσους τα Σουλιμοχώρια. Από εδώ βγήκε ο Πέτρος Μπούας, που πολέμησε το 1450 τους Τούρκους σε όλο το Μοριά. Οι Μπαλταίοι και οι Νταραίοι, ο περίφημος Δήμος Σουλιμιώτης που αναγνωρίστηκε αρχηγός όλων των κλεφτών του Μοριά, ο Ιωάννης Μέλιος και ο Κόλιας Πλαπούτας και άλλοι πολλοί. Τον καιρό της επανάστασης φάνηκαν και άλλοι διάσημοι οπλαρχηγοί όπως ο ονομαστός Δημήτρης Παπατσώρης με τους γιους του, ο Γιαννάκης Γκρίτζαλης, πολλοί από την οικογένεια των Νταραίων και άλλοι πολλοί. Την επανάσταση στα Σουλιμοχώρια την είχαν καλά οργανώσει οι μυημένοι στα μυστικά της Φιλικής Εταιρείας Δημήτρης Παπατσώρης από το Σουλιμά, Αντώνης Ντάρας από το Ψάρι και Αλέξης από το Σιδηρόκαστρο. Οι Ντρέδες δεν περίμεναν τη μέρα του Ευαγγελισμού παρά ξεσηκώθηκαν από την προηγουμένη. Οι Σουλιμαίοι με αρχηγό τους τον παπα-Δημήτρη Παπατσώρη συγκεντρώθηκαν στη μικρή εκκλησία του Αϊ-Δημήτρηόπου ευλογήθηκαν τα άρματά τους και έδωσαν τον όρκο. Το ίδιο έγινε και στο Κούβελα, στο Ψάρι και το Κλέσουρα. Στις 25 Μαρτίου όλοι οι Ντρέδες είχαν μαζευτεί στο σημερινό Αϊ Γιώργη με μια λευκή σημαία με την εικόνα του Αγ. Δημητρίου και τις λέξεις "Ελευθερία ή Θάνατος", έτοιμοι να βαδίσουν εναντίον της Αρκαδιάς (Κυπαρισσίας). Εκεί τους βρήκε η επιστολή του Κολοκοτρώνη και του Παπαφλέσσα που τους καλούσε: "... οπλισθήτε με ανοικτά μπαϊράκια και τρέξατε εναντίον των εχθρών της πίστεως και της πατρίδος ... Σεις ασφαλίσατε τους Τούρκους και μίαν ώραν αρχύτερα ως λέοντες να τους ξεσχίσετε και να στείλετε εις τα τάρταρα του 'Aδου..." Την ίδια μέρα οι Τούρκοι της Αρκαδιάς τρομοκρατημένοι εγκατέλειπαν την πόλη και φεύγανε για τα κάστρα της Μεθώνης και της Πύλου. Η κατάληψη της Αρκαδιάς ήταν η πρώτη από μια μακρά σειρά πολεμικών κατορθωμάτων για τους Ντρέδες. Πολέμησαν στα Φιλιατρά, στην Πύλο, στη Μεθώνη, στην Τριπολιτσά, στο Βαλτέτσι, στα Δερβενάκια, αργότερα εναντίον του Ιμπραήμ σ΄ όλη την Πελοπόννησο και στον ίδιο τους τον τόπο, στο Ψάρι, στο Λάπι,στον Αετό, μέχρι το Μάϊο του 1828 που χτυπήθηκαν με τον Ιμπραήμ στη θέση Γουβαλάρια. Είχαν προηγουμένως συμμαχήσει μαζί τους και 4000 Αλβανοί στρατιώτες του Ιμπραήμ, οι οποίοι δυσαρεστημένοι μαζί του αποστάτησαν και ενώθηκαν με τους Ντρέδες. Έτσι κατέφεραν ένα πολύ σημαντικό πλήγμα στον Ιμπραήμ και τον ανάγκασαν να αποχωρήσει άπρακτος από τα Σουλιμοχώρια. Τον Απρίλιο του 1827 ο Ιμπραήμ επιχειρεί εισβολή στην ορεινή Τριφυλία. Οι δυνάμεις που είχε ο Ιμπραήμ ήταν πεζοί, ιππείς και πυροβολικό. Προσπαθεί να διαλύσει τη δύναμη των Ντρέδων, γιατί ήταν απειλή στα πλευρά του και διότι άρπαζαν άλογα, βόδια, καμήλες και αιγοπρόβατα που έβοσκαν γύρω από τα στρατόπεδά του. Στο Λάπι είχαν συγκεντρωθεί όλες οι δυνάμεις Τριφυλίας και Ολυμπίας. Παρόντες και οι Ντρέδες με στρατηγό τον Δημήτριο Παπατσώρη. Ο Αθανάσιος Γρηγοριάδης με υπαρχηγό τον Παπατσώρη και με 2000 στρατό οχύρωσαν τα σπίτια στο Λάπι, προτού έρθει ο εχθρός. Ο αδελφός του Γεώργιος και ο Αδάμ Παπατσώρης διατάχτηκαν να καταλάβουν με 500 στρατιώτες τους λόφους δεξιά του χωριού, ενώ ο θείος του Παπαθεοδώρου και ο Αναγνώστης Παπατσώρης με 300 στρατιώτες οχυρώθηκαν αριστερά του χωριού. 'Aλλοι οπλαρχηγοί με 700 στρατιώτες φυλούσαν τα μετόπισθεν. Η συνολική δύναμη του στρατού εκείνου ανερχόταν σε 3000 άντρες. Στις 22 Απριλίου ήρθε ο Ιμπραήμ με 15000 πεζούς Αιγυπτίους, 2000 Αλβανούς, 150 Μαμελούκους και 25 πυροβόλα. Πριν ξεκινήσει η μάχη, είχε στείλει μια πολύ κολακευτική επιστολή με υποσχέσεις για στρατιωτικούς βαθμούς και χρηματική βοήθεια αν υποταχτούν. Την επιστολή αυτή είχαν φέρει στον Αθανάσιο Γρηγοριάδη στις 16-4-1827 τρεις διάσημοι Αλβανοί αρχιστράτηγοι, ο Γαλίπ Μπέης, ο Μουσταφά Μπέης και ο Ασλάν Μπέης με συνοδεία μόνο 100 Αλβανών στρατιωτών και κρατώντας λευκή σημαία. Αφού φιλοξενήθηκαν, έλαβαν την απάντηση των Ντρέδων και επέστρεψαν στο στρατόπεδό τους. Η απαντητική επιστολή των Σουλιμοχωριτών ήταν η ακόλουθη: Αρχιστράτηγε Ιμβραήμ Πασά, Ελάβομεν την επιστολήν σου και σου αποκρινόμεθα ότι περιφρονούμεν τας περί υποταγής προτάσεις σου, διότι κι εγώ και οι λοιποί συμπατριώται μου έχομεν απόφασιν ορκισθέντες να ελευθερώσωμεν την κινδυνεύουσαν πατρίδα μας δια πάσης θυσίας. Λοιπόν θα κάμης καλά να αποσυρθής από τον Μωριά, επειδή ματαίως κοπιάζεις. 'Aκουσον όλα αυτά που σου γράφομεν σήμερον και μη επιμένης διότι και ημείς όλοι θα επιμείνωμεν περισσότερον, και η ζημία θα είναι εναντίον σου. Λοιπόν σε περιμένομεν προθύμως δια να πολεμήσωμεν και να μάθης και πάλιν τι είναι Αρκαδίων τουφέκι. Από του εν τη κώμη Λάπι γενικού στρατοπεδαρχείου των Αρκαδίων. Ο γενικός στρατιωτικός Αρχηγός, Αθανάσιος Γρηγοριάδης. Όταν ο Ιμπραήμ έφτασε απέναντι από το χωριό, είχε στα δεξιά του το Αλβανικό και αριστερά του το Αιγυπτιακό πεζικό με τα πυροβόλα. Ο ίδιος με το ιππικό έμεινε πίσω έτοιμος να καταδιώξει τους Έλληνες που ήταν βέβαιος ότι θα υποχωρήσουν. Η μάχη κράτησε επτά ώρες και αποκρούστηκαν εννέα έφοδοι των Αιγυπτίων. 700 Αιγύπτιοι στρατιώτες σκοτώθηκαν και 360 τραυματίστηκαν. Οι απώλειες των Αρκαδίων ήταν 52 νεκροί και 24 πληγωμένοι. Με τη δύση του ήλιου ο Ιμπραήμ υποχώρησε και στρατοπέδευσε σε μια πεδιάδα, σε απόσταση μιάμισης ώρας από τα Σουλιμοχώρια. Οι Αρκάδιοι με γενικό αρχηγό το Γρηγοριάδη στρατοπέδευσαν στο χωριό Ψάρι. Εκεί δόθηκε η επόμενη μάχη στις 24 Απριλίου 1827. Δύο μέρες μετά τη μάχη στο Λάπι, ο Ιμπραήμ έστειλε τον αντιστράτηγό του Ασλάν Μπέη με 6000 πεζούς, 500 ιππείς και 10 κανόνια εναντίον του στρατού των Αρκαδίων που είχε στρατοπεδεύσει στο Ψάρι. Ο ίδιος με τον υπόλοιπο στρατό του κατευθύνθηκε στο Σιδηρόκαστρο όπου επίσης συνάντησε γενναία αντίσταση. 'Οταν ο Ασάν Μπέης έφτασε στο Ψάρι, συγκρούστηκε με τους Αρκαδίους σε μια σφοδρή μάχη που κράτησε τέσσερις ώρες. Οχυρωμένοι οι Ντρέδες, με συνεχείς πυροβολισμούς απέκρουσαν τους εχθρούς που τέσσερις φορές εισέβαλαν στο χωριό. Έκαναν μάλιστα και αυτοί εφόδους - αντεπιθέσεις με τα σπαθιά τους και κυρίευσαν 4 σημαίες, 23 άλογα και 1 κανόνι των εχθρών. Στη μάχη αυτή πολέμησαν όλες οι γυναίκες του χωριού και άλλες από τα γύρω χωριά μοιράζοντας μπαρουτόβολα στους πολεμιστές ή ρίχνοντας με τα καρυοφίλια τους και τις πιστόλες τους. Σκοτώθηκαν 7 γυναίκες και ανάμεσά τους μια ανιψιά του Αντώνη Ντάρα, η Γιαννούλα. Οι εχθρικές απώλειες ήταν 250 στρατιώτες και 11 αξιωματικοί νεκροί και 80 τραυματίες, ενώ οι Αρκάδιοι έχασαν 31 άντρες και είχαν 9 πληγωμένους. Μετά τη μάχη ο Ασλάν Μπέης αποσύρθηκε προς την Αρκαδιά προκειμένου να συναντήσει τον Ιμπραήμ. Η επόμενη μάχη που έδωσαν οι Ντρέδες ήταν στις 29 Απριλίου στον Αετό. Μετά τις μάχες στο Λάπι και το Ψάρι ένα τμήμα του στρατού του Ιμπραήμ με 2000 Αιγυπτίους πεζούς, 1600 Αλβανούς, Μαμελούλους ιππείς, 5 κανόνια και αρχηγό τον Ομέρ Χουσεΐν Μπέη επιτέθηκε στον Αετό και χτύπησε τους εκεί οχυρωμένους 800 Αρκαδίους που είχαν για αρχηγό τους τον Γεώργιο Γκότση. Γύρω στις 1.30 το μεσημέρι οι Αλβανοί πρώτοι όρμησαν με αλαλαγμούς και κυρίευσαν δύο ταμπούρια αναγκάζοντας τους υπερασπιστές τους να υποχωρήσουν μέσα στο χωριό. Στη συνέχεια οι Αλβανοί και οι Αιγύπτιοι προχώρησαν πολεμώντας στη μέση του Αετού και, παρά τις απώλειές τους, περικύκλωσαν τους υπερασπιστές του που είχαν οχυρωθεί μέσα στα σπίτια. Ενώ η μάχη κρατούσε, έφτασαν σε βοήθεια από το Ψάρι ο Δημήτριος Παπατσώρης με τους γιους του Αδάμ και Αναγνώστη, και οι Γιαννάκης Γκρίτζαλης, Κ. Μέλιος, Γ. Συρράκος, Αντώνης Ντάρας με 1300 άντρες. Αυτοί χτύπησαν τους εχθρούς από τα νώτα και τους έτρεψαν σε φυγή. Τελικά έφτασαν στο χωριό Βιδίσοβα όπου κατασκήνωσαν, ενώ οι Ντρέδες γύρισαν στον Αετό. Την επομένη ημέρα, 30 Απριλίου, καθώς οι εχθροί προχωρούσαν προς την Κυπαρισσία και κοντά στο χωριό Λυκουδέσι συναντήθηκαν ξανά με τους Ντρέδες και δόθηκε δεύτερη σφοδρή μάχη. Με το ξίφος στα χέρια οι Ντρέδες επιτέθηκαν στους Αιγυπτίους και τους καταδίωξαν σκοτώνοντας 70 απ' αυτούς και συλλαμβάνοντας αιχμαλώτους. Απελευθέρωσαν επίσης περίπου 700 γυναικόπαιδα που είχαν αιχμαλωτισθεί σε προηγούμενες επιδρομές.
Το νοτιοδυτικό αρβανίτικο τραγούδι εντάσσεται στις μουσικές εκφράσεις των κατά τόπους περιοχών της νοτίου Ελλάδος. Τα τραγούδια είναι κυκλαδίτικα για τους Αρβανίτες της Άνδρου, σχεδόν κυκλαδίτικα ή ευβοϊκά στην Καρυστία. Στην Αττική βρίσκουμε το ιδιαίτερο τοπικό ύφος από τα Μεσόγεια μέχρι βόρεια του νομού, το οποίο βαθμιαία μεταβάλλεται σε Ρουμελιώτικο, εκεί που τελειώνει η Αρβανιτοφωνία (λίγο πέρα από τη Λειβαδιά). Στο Μοριά συναντούμε ένα ύφος σαφώς Πελοποννησιακό (Κορινθία, Αργολίδα), με αποχρώσεις παλαιότατες στα Σουλιμοχώρια της Τριφυλίας, όπου κυριαρχούν τα καθιστικά τραγούδια, κοινά με τα ελληνόγλωσσα χωριά της περιοχής. Τα τραγούδια που γνωρίζουμε ως τώρα είναι ως επί το πλείστον ερωτικά και τραγούδια γάμου. Υπάρχουν επίσης τραγούδια της δουλειάς, σκωπτικά, αποκριάτικα και μοιρολόγια Απουσιάζουν τελείως τα κλέφτικα, πλην ενός στα Βίλια και ενός ακόμα στη Σαλαμίνα που αναφέρεται στη μάχη της Αράχοβας το 1824. Τα τραγούδια αυτών των περιοχών παλιότερα παιζόντουσαν με πίπιζα ή φλογέρα και νταούλι. Μετά το 1830, η δημοτική κομπανία περιλάμβανε κλαρίνο, βιολί, λαούτο και σαντούρι. Από την εποχή του Αλή Πασά και πιο μετά, την εποχή του Όθωνα, είχε αρχίσει η συστηματική μεταγλώττιση των αρβανίτικων τραγουδιών στα Ελληνικά, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δε γινόταν και το αντίθετο, σε μικρότερη κλίμακα όμως, απ' όσο γνωρίζουμε ως τώρα. Ο τραγουδιστής Γιώργος Παπασιδέρης, Αρβανίτης από την Κούλουρη (Σαλαμίνα), ηχογράφησε, πρώτος αυτός, το 1932-35 επτά αρβανίτικα τραγούδια σε δίσκους 78 στρ. Ο ίδιος και η Γεωργία Μηττάκη, επίσης Αρβανίτισσα από τον Αυλώνα (Κακοσάλεσι) Αττικής, κυκλοφόρησε σε δίσκους αρβανίτικα τραγούδια μεταφρασμένα στα Ελληνικά. Μεταπολεμικά, αρκετοί επαγγελματίες τραγουδιστές που ήταν Αρβανίτες και ήξεραν τη γλώσσα, τραγούδησαν σε δίσκους εμπορίου αρβανίτικα τραγούδια. Τα Αρβανίτικα τραγούδια τραγουδιόνταν στα Σουλιμοχώρια κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, αλλά και πολύ αργότερα και μέχρι πριν λίγα χρόνια. Από το βιβλίο του Θανάση Μωραΐτη «Ανθολογία Αρβανίτικων τραγουδιών της Ελλάδας», τα παρακάτω τρία τραγούδια, τα οποία – όπως μας πληροφορεί – του τα τραγούδησαν, ο Βασίλης Ανδριόπουλος και η Ευαγγελία Ανδριοπούλου, οι οποίοι είχαν καταγωγή από το Σουλιμά: ΑΝΤΕ ΝΤΑΡΑ ΝΤ΄ΑΤΟ ΛΑΚΑ: Άντε ντάρα ντ’ άτο λάκα, γιάν λιούλιε γιαν ντάρδα, γιάν βάσαζ τ μπάρδα. Κζ κζ Σουλιμέσσα, τσσ τ μπούκουρα Βλιακέσσα, ζοστρ κούκιε εδέ Ψαριέσσα. (Απόδοση στα Ελληνικά): Κάτω εκεί στους κάμπους, είναι λουλούδια και αχλαδιές, είναι κοπέλες κάτασπρες. Λυγερές εκείνες του Σουλιμά, όμορφες αυτές από το Βλάκα, κόκκινες ζώνες φορούν αυτές από το Ψάρι. Το τραγούδι αυτό επαινούσε τις κοπέλες των χωριών Σουλιμά, Βλάκα (Χρυσοχώρι) και Ψάρι. ΤΣΣ Μ ΒΖΖΝΤΟΝ : Τσσ μ βζζντόν μόι άμιρε, μόι μότρ μόι γκιτόνε; Τσσ γιάμ σμούρε ντο τ βντες, τ μπάρ λεβεντίν, τρ γκόνι σίλνι νι γιατρό, γιατρό τ μσσρόνι. (Απόδοση στα Ελληνικά): Τι με κοιτάζεις άμοιρη, γειτόνισσα κι αδελφή μου; Είμαι άρρωστος, θα πεθάνω, θα χάσω τη λεβεντιά μου. Στείλτε να φέρουν ένα γιατρό, να μου γιάνει την πληγή. Το τραγούδι αυτό το τραγουδούσαν για μοναχικούς, άρρωστους κι απελπισμένους ανθρώπους. ΑΙ Τ ΒΕΜΙ ΛΙΕΝΖ : Άι τ βέμι μορέ Λιένζ, Λιένζ τι ε μπούκουρ, τσσ γιε πρ τ πούθουρ. Άι τ βέμι ντε ιτ΄ατ, πρ τ σσομ τσσ ο ν’ α γιάπ. Άι τ βέμι ντε γιότ’ μ, πρ τ σσομ τσσ ντο μπιμ. (Απόδοση στα Ελληνικά): Άντε να πάμε Ελενίτσα μου, Ελενίτσα που είσαι όμορφη και μόνο για φίλημα. Άντε να πάμε στον πατέρα σου, να δούμε τι προίκα θα μας δώσει. Άντε να πάμε στη μητέρα σου, να δούμε τι θα κάνουμε. Ερωτικό τραγούδι, που τραγουδούσαν στα Σουλιμοχώρια και κυρίως στο χωριό Βλάκα (Χρυσοχώρι).
Πηγή: http://gym-doriou.mes.sch.gr/hist/1821/Aetos21.html
http://gym-doriou.mes.sch.gr/hist/1821/intro2.html
http://gym-doriou.mes.sch.gr/hist/1821/Lapi.html
http://gym-doriou.mes.sch.gr/hist/1821/Soulima.html
http://gym-doriou.mes.sch.gr/hist/1821/psari.html
http://anodorio.blogspot.gr/2010/05/blog-post_16.html
Εκπαιδευτικό Ιστολόγιο με στόχο την ενημέρωση για την Μυθολογία, την Προϊστορία, την Ιστορία και τον ελληνικό πολιτισμό greek.history.and.prehistory99@gmail.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου