Η Χαονία ή Χάων ήταν η ονομασία του βορειοδυτικού τμήματος της Ηπείρου, πατρίδας του ελληνικού φύλου των Χαόνων. Κύρια πόλη της ήταν η Φοινίκη. Σύμφωνα με τον Βιργίλιο, ο Χάων ήταν ο επώνυμος πρόγονος των Χαόνων. Ο Στράβων εντός του έργου του υπό τον τίτλο Γεωγραφία, τοποθετεί γεωγραφικά την Χαονία ως ευρισκόμενη μεταξύ των Κεραύνιων Όρων προς τα βόρεια και του Ποταμού Θύαμη προς τα νότια. Ο Ρωμαίος ιστορικός, Αππιανός, αναφέρει την Χαονία ως νότια σύνορα στην περιγραφή του και γεωγραφία της Ιλλυρίας. Σημαντικές πόλεις στην Χαονία ήσαν η Χίμαιρα (Χειμάρρα), το Βουθρωτό, η Φοινίκη, η Πάνορμος, ο Όγχησμος (Άγιοι Σαράντα) και η Αντιγόνεια. Οι Χάονες ήταν ένα από τα αρχαία ελληνικά φύλα που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Αρχαίας Ηπείρου, στα βορειοδυτικά της. Η ελληνική μειονότητα της Βορείας Ηπείρου είναι απόγονοι των αρχαίων Χαόνων. Γεωγραφικά, η Χαονία εκτεινόταν στη νοτιοδυτική Αλβανία, φραγμένη από τα βόρεια και βορειοανατολικά από τα Κεραύνια όρη, μαζί και το βόρειο κομμάτι του νομού Θεσπρωτίας με σύνορο τον ποταμό Καλαμά/Θυάμη, και περιλαμβάνει τις παράκτιες περιοχές Ωρικού, Χειμάρρας, Ογχησμού (Αγίων Σαράντα) και Βουθρωτού στην Αδριατική θάλασσα και στο Ιόνιο πέλαγος. Πρωτεύουσα της Χαονίας ήταν η Φοινίκη (Finiq), πρωτεύουσα αργότερα του Κοινού των Ηπειρωτών. Στην ηπειρωτική ενδοχώρα οι Δέξαροι (ή Δασσαρέται) που κατοικούσαν στο όρος Άμυρον (Τομόρι) και εκτείνονταν ως το νότιο πέρας της λίμνης Λιχνήτιδος (Αχρίδα), ήταν η βορειότερη από τις φυλές της ομάδας των Χαόνων. Κατά την περίοδο αυτή της ακμής τους οι Χάονες κατείχαν την πεδιάδα της Κορυτσάς. Δεδομένου ότι ο τύμβος ΙΙ στη θέση Κούτσι, κοντά στην Κορυτσά, περιείχε ταφές νέων ηγεμόνων της περιόδου 650-500 π.Χ. περίπου, η αρχή της επεκτάσεως των Χαόνων μπορεί να χρονολογηθεί στις αρχές του 7ου αι. π.Χ. Η εξουσία της ομάδας των Χαόνων μπορεί να εκτεινόταν εκείνο το διάστημα και επί των Μολοσσών. Μαζί με τα φύλα των Μολοσσών και των Θεσπρωτών αποτελούσαν τις τρεις κύριες φυλές που εγκαταστάθηκαν στην Ήπειρο την Αρχαία εποχή. Οι Χάονες υπήρξαν το πιο βόρειο ελληνικό φύλο στην περιοχή και συνόρευαν με ιλλυρικά φύλα. Σύμφωνα με τον Βιργίλιο οι Χάονες υπήρξαν απόγονοι του επώνυμου γενάρχη τους Χάονα (Χάον). Κατά τον 5ο π.χ. αιώνα, κατακτήθηκαν από τους Θεσπρωτούς και τους Μολοσσούς. Ο Χάονες αποτελούσαν μέρος του Κοινού των Ηπειρωτών ως το 170 π.Χ., όταν υποτάχθηκαν στους Ρωμαίους.
Η Αντιγόνεια ήταν ελληνιστική πόλη στην Χαονία της Ηπείρου. Ήταν φημισμένη πόλη στην αρχαιότητα, αφιερωμένη από τον Πύρρο στη σύζυγό του Αντιγόνη, και τα εντυπωσιακά τείχη της, μήκους περίπου 4 χιλιομέτρων, περικλείουν στο εσωτερικό τους, μια έκταση 450 στρεμμάτων. Η Αντιγόνη (320 π.Χ. - 295 π.Χ.) ήταν βασίλισσα των Μολοσσών στην περιοχή της Ηπείρου, κατά την ελληνιστική περίοδο. Η καταγωγή της ήταν από τη Μακεδονία, ωστόσο συνδέσθηκε με τον Οίκο των Πτολεμαίων στην Αίγυπτο και με τον Οίκο τον Αιακιδών στην Ήπειρο, αποτελώντας την πρώτη σύζυγο του ξακουστού βασιλιά Πύρρου. Προς τιμήν της ο τελευταίος ίδρυσε την Αντιγόνεια στην βόρεια Ήπειρο. Η Αντιγόνη ήταν κόρη της Βερενίκης Α΄, μετέπειτα βασίλισσας της Αιγύπτου στο πλευρό του Πτολεμαίου Α' του Σωτήρος, από τον πρώτο της γάμο με έναν Μακεδόνα ευγενή, το Φίλιππο. Σίγουρα γεννήθηκε πριν το 317 π.Χ., χρονιά στην οποία η μητέρα της, όντας χήρα πλέον, συνδέθηκε με τον Πτολεμαίο. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ο Πύρρος, εξόριστος βασιλιάς της Ηπείρου, εστάλη από τον κουνιάδο του, το Δημήτριο τον Πολιορκητή, στην Αίγυπτο, σε κατάσταση ομηρείας. Εκεί επιλέχτηκε ανάμεσα σε πολλούς ευγενείς για σύζυγος της Αντιγόνης κάτι που υπήρξε ιδιαίτερα τιμητικό. Κατόπιν ο Πτολεμαίος τον ενίσχυσε στην προσπάθειά του να ανακτήσει το θρόνο του. Κατά τη διάρκεια της ζωής του ο Πύρρος νυμφεύτηκε πολλές φορές, ωστόσο η Αντιγόνη ήταν η πρώτη από τις συζύγους του και μοναδική όσο ζούσε. Το ζεύγος απέκτησε δύο παιδιά: τον Πτολεμαίο που ονομάστηκε έτσι προς τιμήν του φαραώ της Αιγύπτου και πιθανώς την Ολυμπιάδα (όχι τη μητέρα του Αλεξάνδρου, πρόκειται για άλλη πριγκίπισσα). Η Αντιγόνη πέθανε το 295 π.Χ., την ίδια χρονιά με τη γέννηση του γιου της, οπότε είναι πιθανό να άφησε την τελευταία της πνοή στη γέννα ή λίγο μετά. Η πόλη της Αντιγόνειας, ήταν οργανωμένη σε οικοδομικά τετράγωνα, σύμφωνα με το Ιπποδάμειο πολεοδομικό σύστημα. Οι αρχαιολογικές ανασκαφές που έγιναν πριν πολλά χρόνια από το Αλβανό αρχαιολόγο Dhimosten Budina, σε συνεργασία με τον Έλληνα καθηγητή Κωνσταντίνο Ζάχο, είχαν αποκαλύψει τουλάχιστον δέκα ιδιωτικές οικίες, πλακόστρωτους δρόμους με αποχετευτικούς αγωγούς και πεζοδρόμια, καθώς και μια στοά η οποία αποτελούσε ένα από τα οικοδομήματα της αγοράς. Ο κεντρικός δρόμος της πόλης, πλάτους περίπου 6 μέτρων, τη διέσχιζε σε μήκος τουλάχιστον ενός χιλιομέτρου, από τη βόρεια ως τη νότια πύλη. Η ταύτιση της θέσης της Αντιγόνειας, που στο παρελθόν αποτέλεσε αντικείμενο επιστημονικών συζητήσεων για δεκαετίες, οφείλεται στούς αρχαιολόγους Dhimosten Budina και Κωνσταντίνο Ζάχο, ο οποίος στην ανασκαφή του, ανακάλυψε χάλκινες δικαστικούς ψήφους με το χάραξη «Αντιγονέων». Κοντά στην Αντιγόνεια, οι ρωμαϊκές λεγεώνες το 198 π.Χ. νίκησαν τα στρατεύματα του βασιλιά της Μακεδονίας Φιλίππου του Ε΄. Αργότερα, το 167 π.Χ., η Αντιγόνεια κατά πάσα πιθανότητα καταστράφηκε από τις λεγεώνες του. Αιμίλιου Παύλου μαζί με άλλες 70 πόλεις της Ηπείρου, σύμφωνα με την αναφορά του γεωγράφου Στράβωνα . Η μετέπειτα εξέλιξη της πόλης, δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένη. Μια τρίκοχη βασιλική στην οποία διατηρείται ψηφιδωτό δάπεδο με ελληνική επιγραφή, μαρτυρεί τη χρήση του χώρου κατά τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους. Από τα μέχρι τώρα στοιχεία, οι κάτοικοι της Αντιγόνειας ασχολούνταν με τη γεωργία, την κτηνοτροφία και το εμπόριο. Το τελευταίο το είχαν αναπτύξει ιδιαίτερα γιατί βρέθηκαν νομίσματα από διάφορες περιοχές της Ηπείρου, της Σικελίας της Κέρκυρας, κ.ά. Η Αντιγόνεια είναι η δεύτερη σε σπουδαιότητα και μέγεθος πόλη της αρχαίας Χαονίας, μετά τη Φοινίκη. Ήταν η πόλη που ήλεγχε τα περίφημα στενά της Αντιγόνειας, από όπου περνούσε ο δρόμος που ένωνε την Απολλωνία και την Αυλώνα με το λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων και τη νότια Ήπειρο. Λόγω της σημαντικής γεωγραφικής θέσης της, στο μέσον περίπου της κοιλάδας του Δρίνου, η Αντιγόνεια γνώρισε σημαντική ακμή. Η πόλη εκτείνεται πάνω σε δυο λόφους, στη θέση Γέρμα, νοτιοδυτικά του χωριού Σαρακινίστα, στην κοιλάδα του ποταμού Δρίνου (αρχαίος Δρίλων). Η αρχαία πόλη βρίσκεται σε κοντινή απόσταση από το Αργυρόκαστρο, (5 χλμ σε ευθεία,), αλλά για να φθάσει κάποιος εκεί, χρειάζεται ειδικό όχημα. Από τις έρευνες που έγιναν μέχρι τώρα σε οικίες, η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως χάλκινα νομίσματα της εποχής του Πύρρου, νομίσματα της Κερκύρας, οικιακά σκεύη πήλινα, και σε μια οικία, εντοπίστηκαν τα υπολείμματα ενός αργαλειού, με πολλά πήλινα κωνικά υφαντικά βάρη (αγνίθες), που χρησιμοποιούνταν για την ύφανση. Ανασκάπτεται επίσης και ένας μνημειώδης τάφος μακεδονικού τύπου, κάτι σπάνιο για την περιοχή, ο οποίος εντοπίστηκε και εν μέρει στο παρελθόν, είχε λεηλατηθεί από αρχαιοκάπηλους και τελικά ανατινάχθηκε με εκρηκτικά κατά τη διάρκεια των γεγονότων του 1997.
Το Τεπελένι ή Τεπελένιον είναι η βασική πόλη στην ομώνυμη επαρχία, του νομού Αργυρόκαστρου στη νότια Αλβανία. Βρίσκεται στην αριστερή όχθη του ποταμού Αώου, περίπου 3 χιλιόμετρα κατάντι της συμβολής του με τον Δρίνο. Το όνομά της πόλης σημαίνει "Λόφος της Ελένης ". Η τοποθεσία του είναι στρατηγικής σημασίας και 300 μέτρα πάνω από τον ποταμό βρίσκονται τα ερείπια αρχαίας ακρόπολης. Ο Αλή Πασάς γεννήθηκε στο γειτονικό χωριό Χόρμοβο ή Χορμόβα. Το 1847 ο Βρετανός συγγραφέας Έντουαρντ Λίαρ επισκέφτηκε την πόλη και κατέγραψε τα ερειπωμένα κτήρια. Στα παρακείμενα Στενά του Αώου ένας Μακεδονικός στρατός έφραξε το δρόμο προς την Ήπειρο και το 198 π.Χ. έγινε μια αποφασιστική μάχη, η Μάχη του ποταμού Αώου, μεταξύ ενός Ρωμαϊκού στρατού, υπό τη διοίκηση του Υπατου Τίτου Κουίνκτιου Φλαμίνιου, και των Μακεδόνων υπό τη διοίκηση του Φιλίππου Ε' . Μετά από μια προσπάθεια για ανακωχή και μιά μάχη χωρίς αποτέλεσμα, τελικά ο Ρωμαϊκός στρατός οδηγήθηκε από έναν βοσκό σε ένα σημείο από όπου μπορούσε να επιτεθεί στους Μακεδόνες και έτσι οι Ρωμαίοι νίκησαν. Οι Βυζαντινοί έκτισαν στην περιοχή αμυντικό πύργο ο οποίος επισκευάστηκε από τους Τούρκους τον 15ο αιώνα και αργότερα από τον Αλή Πασά στις αρχές του 19ου αιώνα. Tο Φεβρουάριο του 1909 oι Νεότουρκοι επαναστάτες συναντήθηκαν στο Τεπελένι σε μια προσπάθεια να πάρουν με το μέρος τους τους Αλβανούς εθνικιστές. Το 1920 ένας σεισμός κατέστρεψε την πόλη, που ανοικοδομήθηκε εξ ολοκλήρου στη συνέχεια. Τότε αναπτύχθηκε μια τοπική παράδοση (μάλλον προληπτική σε τυχόν επανάληψη) που λέει πως αν το Τεπελένι ξεπερνά κάθε φορά τα 100 κτήρια τότε θα καταστρέφεται. Την ίδια χρονιά 400 Ιταλοί στρατιώτες παραδόθηκαν στους Αλβανούς, κατά τον Πόλεμο του Αυλώνα. Στις 7 Απριλίου 1939 Ιταλικές δυνάμεις αποβιβάσθηκαν στην Αλβανία και ανέλαβαν τον έλεγχο της χώρας καθώς και του Τεπελενίου. Μετά την αποτυχημένη Ιταλική επίθεση στην Ελλάδα τον Οκτώβριο του 1940, τα Αλβανικά στρατεύματα εγκατέλειψαν το μέτωπο με εντολή του διοικητή τους Συνταγματάρχη Πρενκ Περβίζι. Ο Συνταγματάρχης διαμαρτυρήθηκε και είπε στον Ιταλό διοικητή ότι οι Αλβανοι δεν θα γίνονταν κρέας για τα κανόνια. Ο Συνταγματάρχης Περβίζι με άλλους αξιωματικούς και Αλβανούς στρατιώτες μεταφέρθηκαν σε απομόνωση στα βουνά της βόρειας Αλβανίας. Οι Ιταλοί υπέστησαν βαρειά ήττα, γεγονός που δικαίωσε την "προδοσία" των Ιταλικών στρατευμάτων. Αυτό ήταν το πρώτο δείγμα εξέγερσης κατά της Ιταλικής κατοχής. Οι Ελληνικές δυνάμεις αντεπιτέθηκαν και προχώρησαν προς το Τεπελένι, σε μια γενική επίθεση στον Αυλώνα. Παρά τις αρκετές επιθέσεις και τη βοήθεια από τη Βρετανική Βασιλική Αεροπορία οι Ιταλοί κατάφεραν να κρατήσουν την πόλη και τον Απρίλιο του 1941, μετά τη Γερμανική εισβολή στη Γιουγκοσλαβία , ο Ελληνικός στρατός υποχρεώθηκε να αποχωρήσει. Το τοπικό Ιταλικό στρατόπεδο μετατράπηκε από το μεταπολεμικό κομμουνιστικό καθεστώς σε στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας. Είχε κακή φήμη για βιαιότητες και αρρώστιες και αναφερόταν ως το "Αλβανικό Μπέλσεν ", από το ομώνυμο ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης. Εδώ κρατούνταν οικογένειες, ηλικωμένοι, γυναίκες και παιδιά των σημαντικότερων οικογενειών της Αλβανίας, που το καθεστώς ήθελε να καταστρέψει και να εξαλείψει. Πολλοί πέθαναν και οι τάφοι τους εξαφανίστηκαν. Η γη οργώθηκε και σπάρθηκε με σίκαλη. Ο ίδιος ο δικτάτορας Ενβέρ Χότζα έδωσε τη διαταγή να εξαφανιστούν οι τάφοι, όταν έμαθε ότι ανήκαν στους καταδικασμένους, τους έγκλειστους στο στρατόπεδο. Έκλεισε το 1954, μετά από μία επιδημία χολέρας που σκόρπισε το θάνατο σχεδόν σε όλους τους εγκλείστους. Το 1997 το Τεπελένι έγινε κεντρικό σημείο της λαϊκής εξέγερσης εναντίον της κυβέρνησης του Σαλί Μπερίσα. Μία λαϊκή επιτροπή ανέλαβε τον έλεγχο της πόλης το Μάρτιο του 1997 και απελευθέρωσε από την τοπική φυλακή τον αντιπολιτευόμενο πολιτικό Φάτος Νάνο. Το κίνημα εκείνο εξαπλώθηκε τον ίδιο μήνα στο Αργυρόκαστρο ενώ από το Τεπελένι κλάπηκε μεγάλος αριθμός όπλων, του αλβανικού στρατού, τα οποία διανεμήθηκαν στο λαό.
Πηγή: https://el.m.wikipedia.org/wiki/Μάχη_του_ποταμού_Αώου
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Τεπελένι
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Χάονες
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Χαονία
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Αντιγόνεια_(Χαονία)
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Αντιγόνη_της_Ηπείρου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου