Κυριακή 18 Ιουνίου 2017

Ελληνισμός και Ισλαμ : Η πολύπλοκη ιστορική σχεση των δύο πολιτισμών από τον Μεσαίωνα έως σήμερα

Μια σπάνια επιστολή ντοκουμέντο από τον ιδρυτή του Ισλάμ, Μωάμεθ, προς τον αυτοκράτορα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, (Βυζάντιο), Ηράκλειο, με σαφή απειλητικό ύφος έφερε πρόσφατα (Νοέμβριος 2015) στο φως ο τουρκικός τύπος. Η επιστολή αυτή που για πρώτη φορά γίνεται ευρέως γνωστή, έχει μεγάλη ιστορική αξία όπως αναφέρεται και περιγράφει ουσιαστικά την πρώτη επαφή του Ισλάμ με τον Χριστιανισμό, ενώ χαρακτηρίζεται από ένα απειλητικό ύφος ότι αν δεν δεχτούν οι χριστιανοί να γίνουν μουσουλμάνοι, τότε τους περιμένουν μεγάλες συμφορές. Όπως αναφέρεται, η επιστολή αυτή που σήμερα αναζητείται το πρότυπο της, γράφτηκε αφού είχε επικρατήσει το Ισλάμ σε όλη την αραβική χερσόνησο και άρχιζε την μεγάλη του εξόρμηση προς βορά, ανατολή και δύση. Συγκεκριμένα σύμφωνα με τα ιστορικά στοιχεία, η επιστολή αυτή του Μωάμεθ επιδόθηκε το έτος 628 μ Χ. από τον πρέσβη του Μωάμεθ, Diheytül Kalbi, στον αυτοκράτορα Ηράκλειο στην Κωνσταντινούπολη. Το περιεχόμενο της επιστολής είναι χαρακτηριστικό. Ο Μωάμεθ αφού κάνει γνωστό στον αυτοκράτορα Ηράκλειο την ίδρυση της νέας θρησκείας και την μοναδικότητα του Αλλάχ που ο ίδιος πρεσβεύει, τον προτρέπει το δυνατόν συντομότερο να γίνει μουσουλμάνος αυτός και οι υπήκοοι της αυτοκρατορίας του. Σε αντίθετη περίπτωση, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, αν δηλαδή ο αυτοκράτορας Ηράκλειος δεν υπακούσει στις προτροπές του ιδρυτή της νέας θρησκείας, τότε θα το μετανιώσει και μεγάλες συμφορές θα επέλθουν στην αυτοκρατορία του. Ο αυτοκράτορας Ηράκλειος απάντησε στην επιστολή αυτή του Μωάμεθ όπου του αναφέρει με σαφήνεια ότι δεν υπάρχει άλλο ιερό βιβλίο εκτός από τα Ευαγγέλια τα οποία παρουσίασαν τον γιο της Μαρίας, τον Ιησού, σαν τον Θεάνθρωπο και Σωτήρα της ανθρωπότητας. Στην επιστολή του ο Ηράκλειος αναφέρει ότι ρώτησε τους ανθρώπους του αλλά κανένας δεν δέχτηκε να συζητήσει για την πιθανή αποδοχή της νέας θρησκείας. Τέλος εύχεται στον Μωάμεθ να υπάρξει συνεργασία μεταξύ τους. Να σημειωθεί ότι την ίδια περίοδο εστάλει από τον Μωάμεθ και μια άλλη επιστολή στον βασιλιά της Περσίας, Χοσρόη τον δεύτερο, προτρέποντας τον και εκείνο να ασπαστεί το Ισλάμ ειδεμή θα βρει την τιμωρία του Θεού. Η κατάλυση της περσικής αυτοκρατορίας από τους Άραβες 23 χρόνια μετά, το 651 μΧ, θεωρήθηκε σαν εκπλήρωση της προφητείας του Μωάμεθ γιατί οι Πέρσες αρνήθηκαν την μόνη αληθινή θρησκεία. Το ενδιαφέρων είναι πως το πρότυπο της επιστολής του Μωάμεθ προς τον αυτοκράτορα Ηράκλειο, όπως υποστηρίζουν Τούρκοι ιστορικοί και ειδικοί ερευνητές, όπως ο Üstat Radi Dikici, πρέπει να βρίσκεται κρυμμένο κάπου στο Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης και εκεί θα πρέπει να αναζητηθεί. Η απάντηση του αυτοκράτορα Ηράκλειου, που σημειωτέον  την περίδο της βασιλείας του  η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία πήρε καθαρα ελληνικό χαρακτήρα,  δείχνει την σταθερή πιστή του αυτοκράτορα στον Ιησού Χριστό και στην χριστιανική Αποκάλυψη και την σαφή απόρριψη της νέας θρησκείας. Ήταν η πρώτη απόριψη   του Ισλάμ, που τότε εξορμουσε ακάθεκτο για να επιβληθει μέσω του πολέμου και της βίας.
Με τον όρο χαλιφάτο εννοείται το πολιτικό-θρησκευτικό κράτος, ιστορική πλέον μορφή κεντρικής διακυβέρνησης του Ισλάμ, που διαμορφωνόταν από τη μουσουλμανική κοινότητα τη γη και τους διαφορετικούς λαούς που είχε υπό την κυριαρχία της η ισλαμική αυτοκρατορία , κατά τους αιώνες που ακολούθησαν τον θάνατο του προφήτη Μωάμεθ το 632. Το όνομα αντλείται από την αραβική λέξη χαλίφα που σημαίνει «υπηρέτης του θεού » ή «διάδοχος του Προφήτη του». Προτεραιότητες αυτής της κεντρικής διακυβέρνησης ήταν η επιβολή του νόμου (σαρία), η άμυνα και η επέκταση της επικράτειας του Ισλάμ, και η γενική επίβλεψη σε οικονομικά θέματα. Παρόλο που δεν ήταν πνευματικό λειτούργημα, ο θεσμός του χαλιφάτου ήταν εμποτισμένος με πολιτικό και θρησκευτικό συμβολισμό, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορούσε στην ενότητα του μουσουλμανικού κόσμου. Προς τα τέλη των 40 πρώτων χρόνων απο τον θάνατο του Μωάμεθ, η Βυζαντινή αυτοκρατορία αναγκάστηκε να εγκαταλείψει οριστικά την Αίγυπτο. Την κατάκτηση της Αιγύπτου ακολούθησε μια προώθηση των Αράβων προς τις δυτικές ακτές της Β. Αφρικής. Το 650 η Συρία, μέρος της Μ. Ασίας, η Άνω Μεσοποταμία, η Παλαιστίνη, η Αίγυπτος και μέρος των βυζαντινών επαρχιών της Β. Αφρικής είχαν ήδη περιέλθει στην εξουσία των Αράβων. Οι κατακτήσεις των Αράβων, φέρνοντάς τους στις ακτές της Μεσογείου, τους δημιούργησαν νέα προβλήματα ναυτικής φύσης. Μη έχοντας στόλο οι Άραβες ήταν ανίσχυροι μπροστά στα πολυάριθμα πλοία των Βυζαντινών, για τα οποία οι νέες παραλιακές αραβικές επαρχίες ήταν πολύ προσιτές. Την εποχή του Κώνστα Β' , τα αραβικά πλοία του Μωαβία άρχισαν τις επιδρομές τους στην περιοχή του Βυζαντίου και κατέλαβαν την Κύπρο, το σπουδαίο αυτό ναυτικό κέντρο. Κοντά στις ακτές της Μ. Ασίας νίκησαν το στόλο του Βυζαντίου, που διοικείτο από τον ίδιο τον αυτοκράτορα, κατέλαβαν τη Ρόδο (654), κατέστρεψαν εκεί τον περίφημο Κολοσσό του νησιού και έφτασαν σχεδόν μέχρι την Κρήτη και τη Σικελία, απειλώντας το Αιγαίο πέλαγος και την πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας. Οι αιχμάλωτοι που συνελήφθηκαν κατά τη διάρκεια αυτών των επιδρομών, και ιδίως αυτοί από τη Σικελία, μεταφέρθηκαν στην αραβική πόλη Δαμασκό. Οι αραβικές κατακτήσεις του 7ου αιώνα στέρησαν τη Βυζαντινή αυτοκρατορία από τις ανατολικές και νότιες επαρχίες της και συντέλεσαν να χάσει τη σημαντική θέση που κατείχε ως το πιο δυναμικό κράτος του κόσμου. Εδαφικά περιορισμένη η Βυζαντινή αυτοκρατορία έγινε ένα κράτος με ελληνικό πληθυσμό. Με την επιτυχημένη αντιμετώπιση των Αράβων στην Κωνσταντινούπολη καθώς και με την πλεονεκτική για το Βυζάντιο συνθήκη ειρήνης, ο Κωνσταντίνος δεν πρόσφερε μεγάλη υπηρεσία μόνο στην αυτοκρατορία του, αλλά και στη Δυτική Ευρώπη, η οποία με τον τρόπο αυτό απαλλάχθηκε από τη σοβαρή απειλή των Μουσουλμάνων. Επίσης αξίζει να σημειωθεί ότι η επιτυχία του Κωνσταντίνου έκανε μεγάλη εντύπωση στη Δύση. Όπως λέει ένας χρονογράφος, όταν τα νέα των επιτυχιών του Κωνσταντίνου έφτασαν στον Χαν των Αβάρων και στους άλλους ηγέτες της Δύσης, « οι τελευταίοι έστειλαν πρεσβευτές με δώρα προς τον αυτοκράτορα ζητώντας του να καθιερώσει μαζί τους σχέσεις αγάπης και ειρήνης... και άρχισε μια μεγάλη περίοδος ειρήνης στην Ανατολή και στη Δύση ». Τον 7ο αιώνα, συγχρόνως με τις προσπάθειες που γίνονταν για την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης στην ανατολή, οι Άραβες άρχισαν στη Β. Αφρική τις κινήσεις τους προς τη δύση. Στα τέλη του 7ου αιώνα οι Άραβες πήραν την Καρχηδόνα, την πρωτεύουσα του εξαρχάτου της Αφρικής και στις αρχές του 8ου αιώνα κατέλαβαν το σημερινό οχυρό της Ισπανίας Θέουτα, κοντά στις Στήλες του Ηρακλέους. Σχεδόν συγχρόνως οι Άραβες, υπό την ηγεσία του στρατηγού τους Ταρίκ, πέρασαν από την Αφρική στην Ισπανία και γρήγορα πήραν από τους Βησιγότθους το μεγαλύτερο μέρος της χερσονήσου. Από το όνομα του Ταρίκ προήλθε η σύγχρονη αραβική ονομασία του Γιβραλτάρ που σημαίνει « το βουνό του Ταρίκ ». Έτσι στις αρχές του 8ου αιώνα η Μουσουλμανική απειλή παρουσιάστηκε στην Ευρώπη από διαφορετική κατεύθυνση, δηλαδή από τη χερσόνησο των Πυρηναίων. Το 699, οπότε η αραβική γλώσσα καθιερώθηκε ως υποχρεωτική για το λαό, αποτελεί για την Αίγυπτο το τέλος της ελληνικής και αιγυπτιακής φιλολογίας.
Μετά την μάχη του Μαντζικέρτ το 1071 και την ήττα των Βυζαντινών, πολλές νομαδικές ληστρικές φυλές των Σελτζούκων, οι λεγόμενοι Τουρκομάνοι, εκμεταλλευόμενοι τις εμφύλιες συρράξεις των Βυζαντινών, εισήλθαν στη Μικρά Ασία. Ο Σουλεϊμάν, που έλαβε τον τίτλο του τοπικού σουλτάνου, μέλος της σελτζουκικής δυναστείας, είχε κάποιο στοιχειώδη έλεγχο στην περιοχή, που περιελάμβανε το Βόσπορο δυτικά ώς τη Βόρεια Συρία ανατολικά. Μετά το θάνατο του Σουλεϊμάν (1085 ή 1086), η περιοχή χωρίστηκε σε μικρά κρατίδια υπό τον έλεγχο διάφορων εμίρηδων, μέχρι την άφιξη του γιου του, Κιλίτζ Αρσλάν Α' , που εγκατέστησε σχετικά ενιαία διοίκηση με πρωτεύουσα τη Νίκαια. Το σελτζουκικό σουλτανάτο του Ρουμ βρισκόταν σε μόνιμο πόλεμο με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Το σουλτανάτο του Ρουμ γνώρισε σχετική ακμή επί Κιλίτζ Αρσλάν Β' (1156-1192), όμως από τα μέσα του 13ου αιώνα έπεσε σε σταδιακή παρακμή, μέχρι που καταλύθηκε το 1308. Από τις αρχές του 14ου αιώνα, τη Μικρά Ασία είχαν κατακλύσει πλήθος τουρκομανικών κρατιδίων (εμιράτων), με κυριότερο αυτό του Οσμάν, που εξελίχθηκε στη μετέπειτα Οθωμανική Αυτοκρατορία στα μέσα του 14ου αιώνα. Η επίσημη έκφραση της τουρκικής κοινωνίας ήταν μουσουλμανική, η λαϊκή της όμως μορφή, είχε έντονα βυζαντινά χαρακτηριστικά . Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι, οι ηττημένοι υπήκοοι των Τούρκων ήταν οι χριστιανοί Μικρασιάτες. Οι απαιτήσεις των τουρκικών πολιτικών, οικονομικών, φεουδαλικών και θρησκευτικών θεσμών κατέστρεψαν την οικονομική, πολιτική και κοινωνική βάση του βυζαντινού κόσμου στην Μικρά Ασία ( και στα Βαλκάνια), έτσι ώστε ο πολιτισμός αυτός περιορίστηκε σχεδόν αποκλειστικά σε λαϊκό πολιτισμό. Η πιο σημαντική επίπτωση των τουρκικών κατακτήσεων, ήταν η αφομοίωση του μεγαλύτερου μέρους του βυζαντινού πληθυσμού με τον θρησκευτικό προσηλυτισμό και τον γλωσσικό εκτουρκισμό. Η τουρκική κατάκτηση προκάλεσε τον εξισλαμισμό και τον εκτουρκισμό των μικρασιατικών πληθυσμών και την καταστροφή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η εξάλειψη της Ελληνικής γλώσσας στη Μικρά Ασία και της Αραβικής στην Ισπανία, συνοδεύτηκε από την απόπειρα να αποδοθούν τα Ισπανικά με Αραβικούς χαρακτήρες και τα Τουρκικά με το Ελληνικό αλφάβητο (Καραμανλήδικα).
Η ομιλία του Πάπα Βενέδικτου XVI στο Πανεπιστήμιο του Regensburg της Γερμανίας, έγινε στις 12 Σεπτεμβρίου 2006, στην οποία μνημόνευσε τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Μανουήλ Β’ Παλαιολόγο (1350 - 1425) και η οποία δημιούργησε εντάσεις, λόγω των «ακραίων» αναφορών της για το Ισλάμ. Διαδηλώσεις, βανδαλισμοί, αλλά και μια δολοφονία ιταλίδας καλόγριας στην Σομαλία φέρεται να αποτέλεσαν απάντηση στην «προσβολή». Στην ιταλική Καθολική εφημερίδα Il Foglio,ο αρθρογράφος, Camillo Langone, έγραψε ότι ο κόσμος οφείλει μια συγνώμη στον Πάπα Βενέδικτο και τον Αυτοκράτορα Παλαιολόγο, μια απολογία για την αντίδραση του σε εκείνη την ομιλία. «Σήμερα, όταν καταφθάνουν οι ειδήσεις ​​από το πρώην-Ιράκ και δείχνουν σε όποιον έχει μάτια για να δει τι πάει να πει το Κοράνι μεταφρασμένο σε δράση, θα πρέπει να ζητήσουν συγγνώμη από τους δύο σας». Επιστρέφοντας σε εκείνη την ομιλία, υπό τα σημερινά φρικτά δεδομένα, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς μια πιο ήπια αντιμετώπιση του ισλαμικού εξτρεμισμού. Ο Πάπας Βενέδικτος μίλησε για μια συζήτηση, διάλογο, που έγινε ίσως το 1391 στους χειμερινούς στρατώνες κοντά στην Άγκυρα - από τον πολυμαθή και θεολόγο βυζαντινό αυτοκράτορα Μανουήλ Β' Παλαιολόγο, σχετικά με το θέμα του Ισλάμ, την απειλή που είχε αυτό, με τη μορφή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και του διογκούμενου βίαιου επεκτατισμού της. Έχει καταγραφεί ότι ο αυτοκράτορας Μανουήλ, στον οποίον αναφέρθηκε ο Βενέδικτος, είχε μια συζήτηση με έναν Πέρση λόγιο, η οποία είχε θέμα τα πιστεύω του Ισλάμ και του Χριστιανισμού και ανέφερε: «Δείξε μου τι νέο έφερε ο Μωάμεθ και εκεί θα βρεις μόνον πράγματα διαβολικά και απάνθρωπα, όπως η διαταγή του να διαδοθεί η πίστη που κήρυττε με το σπαθί». Ο Βενέδικτος σημείωσε ότι αυτό το σχόλιο καταγράφεται την εποχή «της πολιορκίας της Κωνσταντινούπολης μεταξύ 1394 και 1402». Είπε επίσης ότι ο αυτοκράτορας μίλησε με «κάποια ωμότητα, που θεωρούμε απαράδεκτη». Αλλά είναι εμφανές ότι ο αυτοκράτορας ήταν ένας άνθρωπος που ήταν σε θέση να μιλήσει από προσωπική εμπειρία. Τα αυτάρεσκα δυτικά κοσμικά μέσα μαζικής ενημέρωσης, απασχολημένα με τις επιθέσεις τους σε έναν από τους αγαπημένους τους στόχους, ξέχασαν να αναφέρουν το υπόλοιπο της παραγράφου. «Ο αυτοκράτορας, αφού εκφράστηκε τόσο απότομα, προσπάθησε να εξηγήσει λεπτομερώς τους λόγους που η διάδοση της πίστεως διά της βίας είναι κάτι παράλογο. Η βία είναι ασύμβατη με τη φύση του Θεού και τη φύση της ψυχής», δήλωσε ο Βενέδικτος. Αναφέρθηκε στα λόγια του Παλαιολόγου: «Ο Θεός ... δεν είναι ευχαριστημένος από το αίμα - και το να ενεργείς όχι εύλογα (συν λόγω) είναι αντίθετο προς τη φύση του Θεού. Η πίστη γεννιέται από την ψυχή, όχι από το σώμα. Όποιος θα οδηγήσει κάποιον στην πίστη χρειάζεται την ικανότητα να μιλήσει καλά και να συζητήσει  σωστά, χωρίς βία και απειλές ... Για να πείσουμε μια λογική ψυχή, δεν χρειάζεται ένα δυνατό χέρι ή όπλα οποιουδήποτε είδους, ή οποιαδήποτε άλλα μέσα με τα οποία θα απειλούμε ένα άτομο με θάνατο ...». Οι πηγές στις οποίες αναζητήθηκαν στοιχεία για την τεκµηρίωση της επιλεγείσας οπτικής γωνίας κατατάσσονται σε δύο µεγάλα σύνολα. Το πρώτο είναι, φυσικά, εκείνο που περιέχει τα έργα του αυτοκράτορα, ειδικότερα, τους Διάλογους µε έναν Πέρση, που γράφτηκαν κατά τη διάρκεια του χειµώνα του 1391-1392, σε αττικίζουσα γλώσσα, γεγονός που επιβεβαιώνει τον ελληνίζοντα χαρακτήρα της ρωµαϊκής κουλτούρας, µε την συχνότατη χρήση αρχαϊσµών. Οι συγκεκριµένοι Διάλογοι αποτελούν ένα ακόµη δείγµα της έντονης πολεµικής κατά του Ισλάµ, η οποία ξεκίνησε στα τέλη του 7ου και αρχές του 8ου αιώνα, και της οποίας, όπως καταφαίνεται στο έργο του, από τους πρώτους υποστηρικτές ήταν ο Ιωάννης Δαµασκηνός. Οι Επιστολές µας φέρνουν αντιµέτωπουςµε την προσωπικότητα, µε τις δοκιµασίες των καιρών που βίωσε και µε την προσπάθεια νααντιµετωπίσει τον Μανουήλ Β´. Για τον λόγο αυτό θεωρούνται ως µία από τις πλέοναξιόπιστες πηγές, όχι µόνο για τη γνώση της πολιτικής ατµόσφαιρας της Ρωµανίας, αλλά καιγια την ψυχολογία της προσωπικότητας που µας απασχολεί. Ένα από τα σηµεία στα οποία βασίζεται η πολεµική κατά του Ισλάµ, είναι εκείνη που τοπαρουσιάζει ως θρησκεία που επεκτείνεται µέσω της βιαιότητας. Υπό αυτήν την έννοιαείναι σηµαντικό να εξεταστεί η Οθωµανική επέκταση, ως ένας ιερός πόλεµος, το Τζιχάντ, που πραγµατοποιήθηκε από τους ghuzât, (ενικ. ghâzî), δηλαδή, εκείνους που πολεµούνεναντίον αιρετικών και απίστων, τίτλο που κατείχαν οι πρώτοι εµίρηδες, οι οποίοι θεωρούσαν εαυτούς ως όργανα του Θεού και του Προφήτη του για την εξάπλωση της αληθινής πίστης. Ο Μανουήλ Παλαιολόγος δεν µπορεί να κατηγορηθεί ότι έγραψε υποκινουµένος από τα στερεότυπα που επικρατούσαν περί του µουσουλµανικού φανατισµού. Ο αυτοκράτορας υποχρεώθηκε να πολεµήσει µε τον Βαγιαζήτ κατά την διάρκεια τηςεκστρατείας του στην Μικρά Ασία εναντίον των Τουρκομανικων ηγεμονιών της Μικράς Ασίας και υπήρξε µάρτυρας της σκληρότητας και βαναυσότητας του Οθωµανικού στρατού, γεγονός που περιγράφει σε µια επιστολή του προς τον Κυδώνη τον χειµώνα του 1391. Δεν υπάρχει έλεος για κανέναν και όλα είναι δικαιολογηµένα από τις θρησκευτικές αρχές της µαυλάνας. Είναιη εκδίκησή τους για τα δεινά που υπέφεραν οι Τούρκοι µουσουλµάνοι στα χέρια των χριστιανών. Ο δε Δούκας περιγράφει τον Οθωμανο εµίρη ως έναν τύπο βαθιά αντιχριστιανό: «[...] και φανατικό οπαδό του Μωάµεθ, του οποίου τις εντολές ακολουθούσε µέχρι του σηµείου να ξενυχτά µηχανορραφώντας εναντίον του πνευµατικού ποιµνίου του Χριστού». Η συµµετοχή του Μανουήλ Β΄ στις στρατιωτικές επιχειρήσεις του τούρκου εµίρη έγινε αιτία να αµφισβητηθεί παρά να θεωρηθεί προστάτης της Ορθοδοξίας, γεγονός που αποδεικνύεται και από τη στάση του Ρώσου πρίγκιπα Βασιλείου Α΄ της Μόσχας (1389-1425) προςτην αυτοκρατορική εξουσία. Το πέρασµα των στρατευµάτων του Βαγιαζήτ από τη Μικρά Ασία περιγράφεται, στηνίδια επιστολή, ως ένα είδος ταξιδιού στην «καρδιά του σκότους», που ως µοναδικό στόχο είχε την καλλιέργεια τρόµου στους αντιπάλους και στους πιθανούς συµµάχους, και την αποτροπή από κάθε προσπάθεια προδοσίας. Στον Διάλογο γίνεται αναφορά στην δυνατότητα επιλογήςενός εκ των τριών όρων που έδινε ο ισλαµικός στρατός στους κατακτηµένους λαούς: τον προσηλυτισµό στο Ισλάµ, την αποδοχή του dhimma υποταγής ή την εξολόθρευση. Το τελευταίο ο Μανουήλ το θεωρεί παράλογο, δεδοµένου ότι ο Θεός των χριστιανών δεν ευχαριστείται µε το αίµα. Η βαναυσότητα του Θεού των ισλαµιστών που απαιτεί το αίµα ως φόρο τιµής, είναι αντίθετη προς την καλοσύνη του Θεού των χριστιανών. Ένας τρόπος να αναγνωρισθεί η ανωτερότητα του Χριστιανισµού απέναντι στο Ισλάµ είναι η σύγκριση του πολιτισµού της Ρωµανίας µε την βαρβαρότητα των Οθωμανών. Η βαρβαρότητα των Τούρκων είναι παρούσα και στην αχαλίνωτη λαγνεία τους που φτάνει µέχρι την οµοφυλοφιλία και την ζωοφιλία, αλλάκαι στις παρά φύσιν σχέσεις µε γυναίκες. Εκτός της βαναυσότητας της φύσης τους οι χρονικογράφοι τους αποδίδουν και λίγη ευαισθησία, όχι όµως εξαιρούµενη από το στίγµα του «ρατσισµού», την οποία εκφράζουν µε το θαυµασµό τους πρός την οµορφιά των Ελληνίδων και Ιταλίδων, η οποία δεν συγκρινόταν µε αυτήν των γυναικών της Τουρκίας, τις οποίες και απεχθάνονταν. Η ιδέα του Μανουήλ περί της θεότητας δεν είναι εκείνη ενός εκδικητικού, αλλά ενόςφιλάνθρωπου Θεού, που αγαπάει την ανθρωπότητα και την παραδειγµατίζει µε τηνδιδασκαλία των Ευαγγελίων και µε την επανάληψη της συγγνώµης µέχρι 70 φορές επί 723, όπως γράφει ο Ματθαίος. Είναι µια ιδέα που απέχει από αυτήν του µεσαίωνα και προσεγγίζει την έννοια «Θεός»,  το ανθρωπιστικό ρεύµα τηςεποχής του, που τόσα οφείλει στους Ρωµαίους της Ανατολής.. Ωστόσο, η ιδέα του εκδικητικού Θεού, χαρακτηριστική στην Παλαιά Διαθήκη, ήταν αυτή που πίστεψε η πλειοψηφία του πληθυσµού. Για πολλούς, η κατάσταση που βίωναν προήλθε εξ αιτίας των αµαρτιών των Ρωμαίων, ειδικότερα της δυναστείας των Παλαιολόγων, όπως τονίζει ο Δούκας. Από την άλλη, οι Τούρκοι δεν ήταν άµοιροι αυτής της ιδέας, όπως αναφέρει ορωµαίος ιστορικός και αποδείχτηκε από την ήττα του Βαγιαζήτ από τον Ταµερλάνο στην µάχη της Άγκυρας το 1402. Η ήττα των σταυροφόρων στην Νικόπολη προκαλεί την αλλαγή της συµπεριφοράς τουΜανουήλ Β´, που καταφαίνεται στην ερώτηση που απευθύνει στον δάσκαλο του σε µία απότις επιστολές του, όταν ο τελευταίος βρίσκεται ήδη στην Ιταλία, τον Οκτώβριο του 1396: «Είναι αυτό έργο της κακής τύχης ή του Θεού, ο οποίος τα ορίζει όλα για το καλύτερο;». Την γραµµήτης ιερής αυτοκρατορίας ακολουθεί ο Μανουήλ όταν εκφράζεται µέσω του δεύτερου ψαλµούτου Δαβίδ. Η απατηλή δόξα του οθωµανικού εµιράτου έπρεπε να καταστραφεί από τοσιδηρούν ραβδί που ο Πατέρας θα παρέδιδε στον Υιό για την τιµωρία των βλασφήµων. Όµως, εκείνο που εντυπωσιάζει περισσότερο τους Ρωµαίους είναι η ταχύτατη εδαφική εξάπλωση των Τούρκων, αναµφίβολο θείο σηµάδι. Και είναι πολύ σηµαντικό το ότι ο Μανουήλ λαµβάνει υπ’ όψιν του το ότι οι τούρκοι είναι απλοί άνθρωποι και, κατά συνέπεια, είναι υποχρεωµένοι να αντικρούσουν την τρέλα, στην οποία έχουν περιπέσει εξ αιτίας της λανθασµένης διδασκαλίας του Μωάµεθ, τον οποίον ονοµάζει «στρατηγό και µαθητή του Σατανά». Εν τούτοις, αν και µπορεί να φανεί περίεργο, ούτε σε αυτή την επιστολή ούτεστους Διάλογους χρησιµοποιεί την ζωή του Προφήτη, ως βάση των επιθέσεών του κατά της ισλαµικής πίστης, αλλά περιορίζεται να δηλώσει ότι ο Μωάµεθ έκανε κακή αντιγραφή του Ιουδαϊσµού και του Χριστιανισµού. Είναι πολλοί αυτοί που, προ της επέλασης των τουρκικών στρατευµάτων, παραδίδονται και δεν προστατεύουν την θρησκεία τους από τις επιθέσεις που υφίσταται. Ο Μανουήλ επικαλείται την (αντί)δραση, επειδή είναι ο µόνος τρόπος µε τον οποίο ο Θεός τους βοηθάει εναντίον των βαρβάρων, οι οποίοι ακολουθούν έναν Προφήτη µε προσωπείο της αλήθειας, πίσω από την οποία κρύβεται το ψέµα. Τον 14ο αιώνα στο πρόσωπο του Μωάµεθ βλέπουν ακόµη τον Αντίχριστο, τον οποίον πρέπει να πολεµήσουν, επειδή δεν υπάρχει κανείς ο οποίος προστατεύει µε λογικό τρόπο το Ισλάµ. Χριστιανοί ηγεµόνες µέσω των γαµήλιων συµµαχιών με τους Οθωμανούς προσπαθούσαν να διασώσουν τη δική τους εξουσία.Τόσο η απειλή εκ Δύσεως, όσο και η προέλαση των τούρκων ενδυνάµωσαν τη λατρεία του λαού προς τα κειµήλια, γεγονός αισθητό από την αρχή της εξουσίας της δυναστείας των Παλαιολόγων. Ο Μανουήλ Β´ παρουσίασε ήδη στους Διάλογους του 1391-1392 τον ισλαµισµό ως µια πραγµατιστική πίστη, συνυφασµένη µε την ύλη, σε αντίθεση µε την πνευµατικότητα του Χριστιανισµού. Σύµφωνα µε την τριµερή διαίρεση της ανθρωπότητας που κάνει οαυτοκράτορας, οι µουσουλµάνοι κατατάσσονται στην τρίτη κατηγορία, εκείνη των αµαρτωλών, στους οποίους δεν υπάρχει τίποτα καλό, αφού είναι αντίθετοι προς τις ανώτερες εντολές του Χριστιανισµού και κατά συνέπεια δεν θεωρούνται αληθινοί πιστοί. Μάλιστα, ο αυτοκράτορας καθιστά σαφείς τις οµοιότητες µεταξύ του Ισλάµ και του Ιουδαϊσµού, ενθυµίζοντας εντολές που ο Χριστός κατήργησε, όπως η ανταπόδοση ή Νόµος των αντιποίνων. Παρουσιάζει το Ισλάµ ως µία κανούρια θρησκεία που δεν είναι τίποτα άλλο παρά η αντιγραφή µιας παλαιότερης, γεγονός που τον οδηγεί σε ένα ενδιαφέρον παιχνίδι ιδεών: αν η ισλαµική θρησκεία είναι παρόµοια µε την ιουδαϊκή κι αν ο Μωάµεθ αναγνωρίζει την ανωτερότητα του Ευαγγελίου επί της Πεντατεύχου, τότε ο Χριστιανισµός είναι ανώτερος του Ισλάµ. Συνεπώς, το Ισλάµ και οι Τούρκοι, και η σύγκρουσή τους µε την Ρωµανία είναι ταυτόχρονα πολιτική και θρησκευτική υπόθεση, σηµαδεµένη από τα ιστορικά γεγονότα του τέλους του 14ου αιώνα, κατάσταση που θα άλλαζε ελαφρώς κατά τις πρώτες δεκαετίες του επόµενου αιώνα. Αν και ο αυτοκράτορας Μανουήλ Β΄ αναγνωρίζει ότι οι αντίπαλοι διαθέτουν µια σχετική παιδεία, πρόκειται για την αιώνια µάχη µεταξύ της βαρβαρότητας και του πολιτισµού, και τονίζοντας το χαρακτηριστικό του ρωµαϊκού λαού, ως εκλεκτός λαός του Θεού, δεν γίνεται προσπάθεια να µεταπεισθεί ο εχθρός, αλλά να επαναπροσδιοριστεί η στάση των ίδιων των Ρωμαίων για την αντιµετώπιση των Τούρκων που κάθε φορά γινόταν πιο περίπλοκη λόγω της αποµόνωσης στην οποία βρισκόταν η Ρωµανία.
Οθωμανική περίοδος στην Ελλάδα ή Τουρκοκρατία, χαρακτηρίζεται η χρονική περίοδος κατά την οποία η Οθωμανική αυτοκρατορία ασκούσε κυριαρχία στον γεωγραφικό χώρο της Ελλάδας και σε πολλές περιοχές κατοικούμενες από Έλληνες. Συμβατικά η οθωμανική περίοδος αρχίζει με την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, αν και η διείσδυση των Οθωμανών στον ευρύτερο ελληνικό χώρο, Μικρά Ασία και Νότια Βαλκανική, ξεκινάει από παλαιότερα. Εάν θεωρήσουμε ότι αυτός ο χώρος ήταν όλη η Μικρά Ασία και η ελληνική χερσόνησος, τότε η η οθωμανική κυριαρχία θεωρητικά αρχίζει από το 1071, αν και η παρουσία των Οθωμανών στην περιοχή εδραιώνεται μόνο κατά τον 15ο αιώνα. Η εξάπλωση των Οθωμανών στον χώρο αυτόν ήταν σταδιακή και προοδευτικά κατέκτησαν όλη την έκταση της Ελλάδας, εκτός των Ιονίων νήσων . Οι Έλληνες έκαναν αρκετές επαναστάσεις κατά της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η τελευταία ήταν η Επανάσταση του 1821, μετά την οποία ιδρύθηκε το ανεξάρτητο Ελληνικό κράτος. Ο σουλτάνος βρισκόταν στην κορυφή της κυβέρνησης της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Αν και ήταν απόλυτος μονάρχης, στην πραγματικότητα δεσμευόταν από την παράδοση και άλλες κοινωνικές συμβάσεις της εποχής του, που αφορούσαν ενίοτε στην κληρονομική μεταβίβαση του αξιώματός του. Οι περιορισμοί που επιβάλλονταν από την παράδοση ήταν ήταν θρησκευτικού χαρακτήρα. Το Κοράνιο ήταν ο βασικός περιορισμός για την απόλυτη εξουσία του σουλτάνου, λειτουργώντας με αυτόν τον τρόπο, ως ιδιότυπο «σύνταγμα». Όλοι οι μη-μουσουλμάνοι απαγορευόταν να ιππεύουν, κάτι που έκανε το ταξίδι και την εσωτερική κινητικότητα δύσκολη. Το κατακτημένο έδαφος μοιράστηκε σε οθωμανούς ευγενείς, οι οποίοι το διατηρούσαν ως φέουδα (τιμάρια και ζιαμέτ) απευθείας υπό την εξουσία του σουλτάνου. Οι μη-μουσουλμάνοι θεωρητικά απαγορευόταν να μεταφέρουν όπλα, αλλά αυτό το μέτρο εν γένει αγνοήθηκε, ειδικότερα στην Κρήτη. Ωστόσο, η φορολογία της οθωμανικής διοίκησης ήταν βαριά, περιλαμβάνοντας και «προσφορά παιδιών». Οι οθωμανοί απαιτούσαν ένα αρσενικό παιδί στα πέντε σε κάθε χριστιανική οικογένεια να οδηγείται μακριά από την οικογένεια στο σώμα των Γενιτσάρων για στρατιωτική εκπαίδευση στον στρατό του σουλτάνου. Την οθωμανική διοίκηση ενίσχυαν πολλοί κατασταλτικοί νόμοι και ενίοτε διεπράχθησαν σφαγές κατά του άμαχου πληθυσμού. Επίσης, σε περίπτωση δικαιοπραξίας, ο λόγος των Ελλήνων στο δικαστήριο δεν μετρούσε ενάντια στον λόγο των Οθωμανών. Το Οθωμανικό κράτος είχε θεοκρατικό χαρακτήρα και το καθεστώς των υπηκόων βασιζόταν στον [σαρία|Ισλαμικό νόμο. Οι Χριστιανοί και οι Εβραίοι, σαν μη-μουσουλμάνοι (dhimmi ή zimmi), ήταν σε δεύτερη μοίρα και αυτό είχε εφαρμογή στην καθημερινή τους ζωή. Ήταν αυστηρά διαχωρισμένοι από τους μουσουλμάνους, ζώντας σε ξεχωριστές συνοικίες στις ίδιες πόλεις. Δεν ήταν ελεύθεροι να αναμιγνύονται με τη μουσουλμανική κοινωνία ούτε να έχουν κάποια αξιόλογη συμμετοχή στην πνευματική ζωή των μουσουλμάνων. Μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα οι μη μουσουλμάνοι υφίσταντο ένα πλήθος περιορισμών, ακόμα και στην εμφάνιση και τη συμπεριφορά τους προς τους μουσουλμάνους. Επίσης απαγορεύονταν οι δημόσιες θρησκευτικές εκδηλώσεις και οι καμπανοκρουσίες. Η νέα τάξη Οθωμανών γαιοκτημόνων μείωσε τους ελεύθερους Έλληνες καλλιεργητές, οδηγώντας πολύ κόσμο από τις πεδιάδες σε ορεινές επικράτειες όπου η γη ήταν λιγότερο γόνιμη αλλά υπήρχε περισσότερη ασφάλεια. Οι αγρότες, που αποτελούσαν και τον κύριο όγκο του πληθυσμού, βυθίστηκαν στην εξαθλίωση. Στη διάρκεια της οθωμανικής κατάκτησης έγινε εξισλαμισμός μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού σε διάφορα μέρη της Ελλάδας και της Μικράς Ασίας, γεγονός που επέφερε σημαντικές πολιτισμικές, δημογραφικές και οικονομικές αλλαγές. Τα αίτια κυρίως ήταν η νομικά κατώτερη θέση των μη μουσουλμάνων, η βαρύτερη φορολογία, οι καθημερινές ταπεινώσεις εκ μέρους των Τούρκων κλπ. Μαζικοί εξισλαμισμοί γίνονταν μετά από αποτυχημένες επαναστάσεις, από εξαναγκασμό αιχμαλώτων, με παιδομάζωμα κ.ά. Περισσότεροι εξισλαμισμοί έγιναν στην Κρήτη. Σε κάποιες περιπτώσεις γινόταν μαζικός εξισλαμισμός ολόκληρων χωριών με μια απλή τελετή από έναν χότζα. Πολλοί χριστιανοί άλλαζαν θρήσκευμα μόνο επιφανειακά ή και παρέμεναν κρυπτοχριστιανοί. Με το Xάτι Xουμαγιούν του 1856 πολλοί κρυπτοχριστιανοί επανήλθαν στον χριστιανισμό αλλά υπέστησαν διώξεις από το τουρκικό κράτος. Αντίρροπα προς τον εξισλαμισμό λειτουργούσε η ανάγκη για ύπαρξη μη μουσουλμάνων ώστε από αυτούς να εισπράττει φόρους το κράτος. Ο εξισλαμισμός είναι γνωστός και ως τούρκεμα ή εκτουρκισμός.
Στην Πίζα ο Αλεξάνδρος Μαυροκορδάτος έγραψε ένα μοναδικό κείμενο με τίτλο «Συνοπτικά περί Τουρκίας», με το οποίο ανέλυε την κατάσταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και προέβλεπε τη διάλυσή της. Σκόπευε να το εκδώσει, αλλά ο Καρατζάς τον απέτρεψε, για να μην αντιδράσουν οι Αυστριακοί, οι οποίοι υποστήριζαν αναφανδόν την ακεραιότητα της επικράτειας του Σουλτάνου.  Κυκλοφόρησε, ωστόσο, σε περιορισμένο αλλά άγνωστο αριθμό αποδεκτών. Με βάση την έννοια του έθνους, ο πληθυσμός της Τουρκίας φτάνει τα είκοσι τρία εκατομμύρια, όπου επτά εκατομμύρια είναι Τούρκοι, έξι εκατομμύρια είναι Έλληνες, δύο εκατομμύρια είναι Σέρβοι, Βλάχοι, Μολδαβοί, ένα εκατομμύριο είναι Αλβανοί, τέσσερα εκατομμύρια είναι Άραβες, και τρία εκατομμύρια είναι Εβραίοι, Τουρκομάνοι και Δρούζοι. Συμπέρασμα: «Το σύνολο των μουσουλμάνων, οπαδών του Μωάμεθ, είναι κάτω από τοι μισό του συνόλου των κατοίκων. Οι Τούρκοι, ως κυρίαρχο έθνος, δεν αποτελούν ούτε το ένα τρίτο του πληθυσμού της αυτοκρατορίας τους». Περνώντας στην πληθυσμιακή καταμέτρηση της ευρωπαϊκής περαιτέρω Τουρκίας, οι αριθμοί είναι υποβλητικοί: επί συνόλου εννέα εκατομμυρίων τριακοσίων χιλιάδων κατοίκων, έχουμε δύο εκατομμύρια τριακόσιες χιλιάδες Τούρκους, τρία εκατομμύρια τριακόσιες χιλιάδες Έλληνες, δύο εκατομμύρια Σέρβους, Βλάχους, Μολδαβούς, ένα εκατομμύριο Αλβανούς, πεντακόσιες χιλιάδες Αρμένιους και τριακόσιες χιλιάδες Εβραίους. Σε κάθε δύο Τούρκους αντιστοιχούν επτά άτομα άλλων εθνοτήτων. Κατά περιοχές η μειονεξία του τουρκικού στοιχείου είναι εμφανέστερη: στη Βλαχία και στη Μολδαβία δεν υπάρχει ούτε ένας Τούρκος’ τα ίδια περίπου στη Σερβία’ στη Βουλγαρία η αναλογία είναι ένας προς δύο ντόπιους’ στην Ήπειρο και στον Μωριά ένας Τούρκος αντιστοιχεί σε οχτώ Έλληνες. Ο Μαυροκορδάτος δεν διστάζει να κάνει λόγο για το δικαίωμα της ελληνικής εθνικής ομάδας σε «συλλογική αυτοδικία», δηλαδή σε επανάσταση. Προτείνει λοιπόν τη δημιουργία μιας «ελληνικής αυτοκρατορίας», η οποία θα περιλάμβανε την ευρωπαϊκή Τουρκία και τη Μικρά Ασία. Δικαιολογεί αυτή τη μεγαλεπήβολη απαίτηση συνδέοντας τους Έλληνες του καιρού του με την αρχαία Ελλάδα – και αγνοώντας το βυζάντιο. Γράφει: Δεν είμαστε, αναρωτιούνται, οι πραγματικοί αυτόχθονες αυτής της χώρας; Δεν είμαστε οι φυσικοί κληρονόμοι του εδάφους που ανήκε στους προγόνους μας; (…) Αυτοί οι Ασιάτες κατακτητές δεν έχουν κανένα δικαίωμα ιθαγένειας’ ήρθαν να αποσπάσουν με τη βία εκείνα τα οποία κατείχαμε και δια της βίας εμείς πρέπει να τα ανακτήσουμε» Αυτά όμως τα έγραφαν και τα έλεγαν κι άλλοι. Εκείνο που κάνει το Μαυροκορδάτο να ξεχωρίζει είναι η οξυδερκής σύνδεση της επικείμενης επανάστασης όχι με τη Ρωσία (όπως ευελπιστούσε η Φιλική Εταιρεία), αλλά με τις δυνάμεις της Δύσης. Η οποία Δύση όφειλε να μην αφήσει τη Ρωσία να κυριαρχήσει, όφειλε δηλαδή να συνδράμει αυτή τις επικείμενες επαναστατικές διαδικασίες. Βλέπουμε ότι ο Μαυροκορδάτος ήξερε πολύ καλά την κατάσταση της Τουρκίας, προέβλεπε τις επαναστατικές κινήσεις στα Βαλκάνια που θα οδηγούσαν στη διάλυση της Αυτοκρατορίας και είχε εξαρχής ξεκάθαρο δυτικό προσανατολισμό.
Μια από τις θρυλικότερες μορφές της Επανάστασης του 1821, υπήρξε ο Γεώργιος Καραισκάκης. Αρχικά υπήρξε Αρματολός και στην συνέχεια αρχιστράτηγος της Ρούμελης (Στερεά Ελλάδα) και ένας εκ των κορυφαίων στρατηγών του Αγώνα. Πέρασε πολύ δύσκολα παιδικά χρόνια, αλλά δεν το ξέχασε ποτέ αυτό, λέγοντας χαρακτηριστικά συχνά ως ενήλικος: «Όποιος γίνεται αφέντης χωρίς να γίνει δούλος, είναι μπάσταρδος αφέντης κι αλίμονο στο δούλο». Τα ηρωικά κατορθώματα των αγωνιστών του ‘21  είναι γνωστά.  Αυτό που δεν είναι ευρέως γνωστό είναι το  ότι  βωμολοχούσαν και έβριζαν. Οι βωμολοχίες αυτές μόνο σε λίγες περιπτώσεις καταγράφτηκαν κι έφτασαν ως εμάς. Η ευπρέπεια που υποβάλλει ο γραπτός λόγος, καθώς και η επιδίωξη λόγιου λόγου που επέλεξαν οι περισσότεροι από τους αγωνιστές όταν αργότερα, μετά τον Αγώνα, έγραφαν τα απομνημονεύματα τους, δεν επέτρεψαν να γνωρίζουμε πολλά για το θέμα αυτό. Πρωταθλητής όλων ήταν  ο Γεώργιος Καραισκάκης του οποίου  ασύγκριτη και παροιμιώδης ήταν η  αθυροστομία του. Γενικά ήταν αυτό που θα λέγαμε πολύ μεγάλος «χωρατατζής». Προς τον απεσταλμένο του Σιλιχτάρ Μπόδα, αρχηγό του τουρκικού στρατού στα Τρίκαλα: «Έλα, σκατότουρκε, έλα Εβραίε, απεσταλμένε από τους γύ­φτους, έλα ν’ ακούσεις τα κέρατα σας γαμώ την πίστιν σας και τον Μουχαμέτη σας. Τι θαρεύσατε, κερατάδες. Δεν  εντρέπεστε να ζητείτε  από ημάς συνθήκην με έναν κοντζιά σκατο-Σουλτάν Μαχμούτην να τον χέσω και αυτόν και τόν Βεζύρην σας και τον Εβραίον Σιλιχτάρ Μπόδα την πουτάνα».
Οι ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι είναι μουσουλμάνοι που μιλούν ελληνικά και βρίσκονται στην Τουρκία, στην Κύπρο και στην Ελλάδα, αλλά και στο Λίβανο και στη Συρία. Ελληνόφωνο, αν και δίγλωσσο, είναι ένα μεγάλο μέρος της αυτόχθονης μουσουλμανικής μειονότητας της Ελλάδας. Ιστορικά, κατά την διαδικασία αποσύνθεσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που ήταν οργανωμένη σε θρησκευτικές κοινότητες, τα μιλλέτ (millet, "έθνος"), η μουσουλμανική κοινότητα ταυτίστηκε με το τουρκικό έθνος ενώ από την ορθόδοξη κοινότητα, το ελληνόφωνο κομμάτι δημιούργησε το ελληνικό έθνος-κράτος. Έτσι, καθώς επικράτησε η θρησκεία, οι περισσότεροι ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι της Ελλάδας μετανάστευσαν στην Τουρκία στη δεκαετία του 1920 με τις ανταλλαγές πληθυσμών της Συνθήκης της Λωζάνης, με εξαίρεση των μουσουλμάνων της Θράκης οι οποίοι αποτελούν επισήμως αναγνωρισμένη μειονότητα. Ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι ήταν και οι Βαλαάδες της Δυτικής Μακεδονίας. Στην Τουρκία οι ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι διακρίνονται σε αυτούς του Πόντου, οι οποίοι ομιλούν την ποντιακή διάλεκτο με έντονες επιδράσεις από την τουρκική («ρωμαίικα», Rumca), σε μουσουλμάνους από την Κρήτη (Τουρκοκρητικοί), σε μουσουλμάνους από την Ήπειρο (Τουρκογιαννιώτες) και σε Κύπριους μουσουλμάνους.
Πηγή: http://nikosxeiladakis.gr/επιστολη-απειλη-του-μωαμεθ-προσ-αυτοκ/
https://national-pride.org/2012/10/11/οι-βωμολοχιεσ-του-καραϊσκακη/
http://xletsos-basilhs.blogspot.gr/2014/03/blog-post_25.html
https://greekcivilwar.wordpress.com/2016/03/12/gcw-77/
http://redskywarning.blogspot.gr/2014/08/2006.html
Με το βλέµµα στο Ισλάµ.Ο διάλογος µεταξύ Μανουήλ Β´ και ενός Mudarris∗Carlos Martínez Carrasco∗∗ Ο Carlos Martínez Carrasco είναι υπότροφος έρευνας του Εθνικού Προγράµµατος “Formación delProfesorado Universitario (F.P.U.)” του Υπουργείου Παιδείας της Ισπανίας, ενταγµένος στο ΤµήµαΜεσαιωνικής Ιστορίας και Επιστηµών και Τεχνικών της Ιστοριογραφίας του Πανεπιστηµίου της Γρανάδα, καιυποψήφιος διδάκτορας του ίδιου τµήµατος. Επίσης είναι συνεργάτης του Κέντρου Βυζαντινών, Νεοελληνικώνκαι Κυπριακών Σπουδών της Γρανάδα.
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Οθωμανική_περίοδος_στην_Ελλάδα
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Χαλιφάτο
http://byzantin-history.blogspot.is/2011/02/8.html?m=1
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Σελτζούκοι
http://www.antibaro.gr/article/5489
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Ελληνόφωνοι_μουσουλμάνοι

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου