Κυριακή 6 Αυγούστου 2017

Τα ιστορικά παραδοσιακά τραγούδια της Τουρκοκρατίας και της Ελληνικής Επανάστασης

Πιστεύω ότι τα παραδοσιακά τραγούδια δημιουργήθηκαν συγχρόνως με τα γεγονότα που περιγράφουν. Κάθε φορά που κάτι συγκλόνιζε το λαό μας αυτός έφτιαχνε ένα τραγούδι για να εκφράσει τα συναισθήματα που του προξενούσε. Είναι φυσικό, λοιπόν, ο πόλεμος, οι μάχες, οι απώλειες σε ανθρώπινες ζωές κυρίως να του γεννούσαν την επιθυμία να φτιάξει ένα τραγούδι, να εκφράσει μέσα απ’ αυτό την οδύνη αλλά και το θαυμασμό του για τους ήρωες που διακρίνονταν στις μάχες - άντρες και γυναίκες. Γυρνώντας την Ελλάδα έχω καταγράψει εκατοντάδες τραγούδια, πολλά από τα οποία έχουν θέματα ιστορικά - ξεκινούν από τον 13ο αιώνα, με την Άλωση της Ανδριανούπολης, και φτάνουν ως τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα πιο πολλά αναφέρονται στην εποχή της Τουρκοκρατίας, όταν αρματολοί και κλέφτες πρωτοστατούσαν στους αγώνες εναντίον του κατακτητή. Περισσότερα έχω βρει στη Στερεά Ελλάδα και, βέβαια, στην Πελοπόννησο, λιγότερα στα νησιά. Αυστηρά και δωρικά, σοβαρά σαν τους ήρωες που περιγράφουν, τα τραγούδια αυτά λειτουργούσαν σαν τις εφημερίδες ή τα χρονικά της εποχής για τους δημιουργούς και τους συγχρόνους τους, ενώ για τις επόμενες γενιές χρησίμευαν σαν μάθημα ιστορίας. Η αφήγηση ωραίων, θαυμαστών και ηρωικών πράξεων του παρελθόντος ήταν πάντα και για όλους τους λαούς το νήμα που οδηγούσε και ύφαινε το μέλλον. Στην Ελλάδα, χώρα μικρή και πολεμικά ταλανισμένη, που χρειάστηκε, όπως άλλωστε όλα τα έθνη-κράτη, να καταφεύγει συνεχώς στο ένδοξό της παρελθόν, ευφρόσυνο ή επώδυνο, τα τραγούδια που αφηγούνται γεγονότα ή θρύλους συνδεδεμένους με συγκεκριμένες αναγνωρίσιμες ιστορικές περιόδους έπαιξαν εντελώς ιδιαίτερο ρόλο. Υπήρξαν ένα τεράστιο πεδίο εθνικής μύησης. Οι λαογράφοι, που κατατάσσουν τα τραγούδια σε διάφορες κατηγορίες με κριτήρια συνήθως άσχετα από τη σημασία που τους δίνουν εκείνοι που τα τραγουδούν, ονομάτισαν «Ιστορικά» τα τραγούδια που έχουν ως θέμα «γεγονότα». Και τα γεγονότα αυτά είναι συνήθως πολεμικά, κατορθώματα επώνυμων προσώπων, και συνήθως ο ηρωικός θάνατός τους, μάχες, πολιορκίες και αλώσεις πόλεων. Στην μεγάλη κατηγορία των ιστορικών ανήκουν και τα «Κλέφτικα» τραγούδια, με τη διαφορά ότι αναφέρονται σε πρόσωπα και καταστάσεις συγκεκριμένης ιστορικής εποχής και συγκεκριμένης περιοχής: στον αγώνα των ασύντακτων ομάδων των κλεφταρματολών στην ηπειρωτική Ελλάδα της Τουρκοκρατίας. Σε αντίφαση με τους επίσημους τίτλους τους, τέτοια τραγούδια δεν περιέχουν παρά ελάχιστα, αόριστα, ανακριβή ή ακόμη και καθόλου ιστορικά στοιχεία· αποτελούν μάλλον μια διαπλοκή του μύθου με την ιστορία. Ωστόσο, μέσα από τις κατά τόπους και καιρούς «ακροάσεις», προσαρμογές και ερμηνείες τους, τα τραγούδια αυτά φορτίστηκαν με συγκεκριμένα ιδεολογικά καθήκοντα, καλλιέργησαν τη συλλογική μνήμη, συνέβαλαν στη διαμόρφωση της εθνικής συνείδησης και ταυτότητας αλλά και της αίσθησης τοπικής ιδιαιτερότητας όσο κανένα μάλλον άλλο είδος της λαϊκής καλλιτεχνικής δημιουργίας. Μπορούμε να πούμε πως την πραγματικά ιστορική τους διάσταση την απέκτησαν μέσα απ’ τη χρήση τους. Η δυναμική των τραγουδιών «μνήμης» υπήρξε πάντα αντιστρόφως ανάλογη με το επίπεδο κοινωνικής και πολιτικής ευημερίας. Στις πιο δύσκολες στιγμές της ιστορίας, στις πιο ανελεύθερες συνθήκες, μπροστά στις πιο μεγάλες απώλειες, τα τραγούδια κράτησαν και τόνωσαν το όραμα και τη λαχτάρα της λευτεριάς, εμφύσησαν δύναμη για αγώνα, πίστη σε αξίες και ιδεώδη ξεχασμένα, αναβάθμισαν την αυτοεκτίμηση των ηττημένων. Λειτουργώντας ως μουσικοί μύθοι, χάνοντας όλο και πιο πολύ τη σχέση τους με την ιστορική αφετηρία και το ιστορικό έναυσμά τους, τέτοια τραγούδια δίνουν τη δυνατότητα σε κάθε ομάδα και κάθε γενιά να τα νοηματοδοτήσει εκ νέου, να ξανακάνει επίκαιρο το παρωχημένο νόημά τους, να εκφράσει τραγουδώντας τα τις ανάγκες του παρόντος της. Ας θυμηθούμε τον παντός καιρού υπαινιγμό και ενθουσιασμό που προσφέρει το Πότε θα κάνει ξαστεριά σε τόσες γενιές και γωνιές της Ελλάδας. Ο καιρός κυλάει με τις συνέχειες και τις ασυνέχειες, τις τομές και τις ανατροπές του, ωστόσο μια ιδιοτοπική αίσθηση του χρόνου κάνει τους Έλληνες να τραγουδούν -ή μάλλον να θρηνούν- συλλογικά και τελετουργικά ακριτικούς ήρωες και βυζαντινούς βασιλιάδες, Σουλιώτισσες, κλεφταρματολούς και ελασίτες, συν-ραψωδώντας μια εξελισσόμενη saga ηρωική και πένθιμη, απ’ την οποία αντλούν κάθε φορά που χρειάζεται να καταγγείλουν, να εμψυχώσουν ή να εκτονώσουν εθνικές ή κοινωνικές εκκρεμότητες, να συμπληρώσουν λες τα κενά και τις σιωπές της γραμμένης ιστορίας. Είναι αυτονόητο ότι τα κριτήρια της Δόμνας για τη σύνθεση της συλλογής αυτής, που φιλοδοξεί να αποδώσει τη διαχρονική αυτή saga ήταν πρωτίστως μουσικά. Όμως η χρήση όποιων κριτηρίων είναι ήδη μια πράξη υποκειμενική. Έτσι μια α-τοπική, α-χρονική και αν-ιστορική, όπως θα κινδύνευε να είναι, έκδοση με τίτλο Ιστορικά κλέφτικα τραγούδια, απ’ την οποία δηλαδή η ιστορία ως βιωμένη πραγματικότητα απουσιάζει, αποκτά προσωπική σφραγίδα και εν τέλει συνδέεται με τη συνολική μουσική αντίληψη, εμπειρία και πράξη της Δόμνας Σαμίου.
Το παρακάτω κλέφτικο δημοτικό τραγούδι καταγράφηκε σε διάφορες παραλλαγές στην Πελοπόννησο και τη Στερεά. Ίσως το αρχικό τραγούδι είχε ως υπόθεσή του επιχείρηση που κατέληξε στο να αποσπασθεί από τα χέρια του Χάροντα η λεία του. Της Τρίχας το γεφύρι, σύμφωνα με τις λαϊκές δοξασίες, βρίσκεται στον Κάτω Κόσμο. Φυσικά στο τραγούδι έχει χάσει αυτή τη σημασία. Παραλλαγή του τραγουδιού τραγούδησε ο Κολοκοτρώνης στα παλικάρια του, όπως διηγείται ο ίδιος στον Τερτσέτη: «Ήταν Λαμπρή ανήμερα, ήταν ογδοήντα σύντροφοι, και ήτον εις το μεγαλύτερο βουνό της Πελoπoνvήσoυ. Από ημέρες τους είχαν είδηση δοσμένη, ότι θα πάνε αλυσοδεμένους εκατόν πενήντα ανθρώπους. Εδιαμοίρασα, έλεγεν ο Κολοκοτρώνης, τους μισούς συντρόφους εις το άλλο βουνό, έβαλα τα καραούλια με μεγάλη πρόβλεψη, δια να κάμομε τη Λαμπρή μας ασφαλισμένοι. Εδιαμοιρασθήκαμε λοιπόν και τους είπα: Ε αδελφοί χριστιανοί, να είμασθε συγκεντρωμένοι, όχι, όχι που μας ονομάζουν οι άρχοντες και το γουναρικό κλέφτες, να ελευθερώσουμε τους ζωντανούς. Αν θέλετε να μ' ακούσετε, να κρεμάσομε τα χαμαλιά μας εις τα έλατα' αυτά είναι η εκκλησία μας, η Λαμπρή μας, και να ασπασθούμεν και να ελευθερώσουμε τους αδελφούς μας, που πάνε να τους φυλακίσουν δια παντός εις τα δεσμά. Απάνω που καθίσαμε να φάμε, είπα πάλε: Αν είμαστε αδελφοί, να χύσομεν το αίμα μας δια τους αδελφούς μας. Πρώτα τους ορμήνευσα μιλητά, έπειτα το έκαμα και τραγούδι και τους το ετραγούδησα... Απάνω που εκόψανε τ' αρνιά τα ψημένα, ο θεός τους επήγε τους Τούρκους και τους εκτύπησαν' ελαβώθηκε ένας πρώτος από τα παλικάρια, εσκοτώθη ένας πρώτος εξάδελφος του Κολοκοτρώνη και πήραν το κεφάλι του. Έκαμαν πόλεμο. Ήσαν δύο χιλιάδες στρατιώται. Από τους Τούρκους εσκοτώθησαν ογδοήκοντα επτά. Μας εβοήθησε, έλεγεν ο Κολοκοτρώνης, η Παναγία η Θεοτόκος και η καθαριότητά μας, οπού επήγαμε να ελευθερώσουμε τους αδελφούς μας...» " Της νύχτας σι αρματολοί και της αυγής oι κλέφτες ολονυχτίς κουρσεύανε και τες αυγές κοιμώνται, κοιμώνται στα δασά κλαριά και στους παχιούς τους ίσκιους. Είχαν αρνιά και ψήνανε, κριάρια σουβλισμένα, μα είχαν κι ένα γλυκό κρασί, που πίν' ν τα παλικάρια. Κι ένας τον άλλο έλεγαν, κι ένας τον άλλον λέει: «Καλά τρώμε και πίνουμε και λιανοτραγουδάμε, δεν κάνουμε κι ένα καλό, καλό για την ψυχή μας; -ο κόσμος φκιάνουν εκκλησιές, φκιάνουν και μοναστήρια. Να πάμε να φυλάξουμε στης Τρίχας το γεφύρι, που θα περάσει ο βόιβοντας με τους αλυσωμένους, να κόψουμε τους άλυσους να βγουν οι σκλαβωμένοι, να βγει της χήρας το παιδί, π' άλλο παιδί δεν έχει, π' αυτή το 'χει μονάκριβο στον κόσμο ξακουσμένο.
Το κλέφτικο τραγούδι αποτελεί μία κατηγορία τραγουδιών που ανήκει σε μία γενικότερη ενότητα, τα δημοτικά τραγούδια, και συγκαταλέγεται στην υποομάδα των ηρωικών τραγουδιών (ακριτικά, κλέφτικα, ιστορικά). Για αιώνες τα δημοτικά τραγούδια αποτελούσαν ένα από τα λίγα μέσα έκφρασης και παιδείας, συμπυκνώνοντας την κοσμοθεωρία του αγράμματου λαού και περνώντας ως πολιτισμική κληρονομιά από στόμα σε στόμα και από γενιά σε γενιά. Ήταν ένας τρόπος εξασφάλισης της συνοχής και αποφυγής της αλλοτρίωσης των ίδιων των φορέων που τα δημιούργησαν. Ένα βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα των δημοτικών τραγουδιών, που καθορίζει τη διαμόρφωση και τη διάδοσή τους, είναι η προφορικότητα. Οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες, που λίγο ή πολύ παρέμεναν ανάλογες για αιώνες, ως προς τους όρους επιβίωσης των ασθενών κοινωνικών στρωμάτων, οδήγησαν στην εξέλιξη και συντήρηση αυτής της προφορικότητας μέσω καλλιτεχνικών μορφών, όπως είναι τα τραγούδια, τα παραμύθια κτλ. Τα κλεφτόπουλα: "Μάνα μου τα, μάνα μου τα κλεφτόπουλα, τρώνε και τραγουδάνε, άιντε πίνουν και γλεντάνε. Μα ένα μικρό, μα ένα μικρό κλεφτόπουλο, δεν τρώει, δεν τραγουδάει, βάι δεν πίνει, δεν γλεντάει. Μόν' τ' άρματα, μόν' τ' άρματα του κοίταζε. Του ντουφεκιού του λέει: «Γεια σου Κίτσο μου λεβέντη!» Ντουφέκι μου, ντουφέκι μου περήφανο,  σπαθί ξεγυμνωμένο μια χαρά σουν το καϋμένο. Τόσες φορές, τόσες φορές με γλύτωσες απ' του εχθρού τα χέρια τα σπαθιά και τα μαχαίρια."
Ο Κολοκοτρώνης προβλέποντας δε ότι θ' αναγκασθεί ο Δράμαλης να υποχωρήσει στην Κόρινθο, κατέλαβε τα στενά των Δερβενακίων με 2500 περίπου άνδρες με αρχηγό τον Νικηταρά. Και όταν την 26 Ιουλίου 1822 επεχείρησε ο στρατός του Δράμαλη να περάσει από τα στενά υπέστη καταστροφή, έκτοτε δε ο Νικηταράς ονομάσθηκε Τουρκοφάγος. Οι διαφυγόντες στην Κόρινθο αποδεκατίστηκαν από τις στερήσεις και τις ασθένειες, και ο ίδιος Δράμαλης πέθανε στην Κόρινθο. Ακολουθεί παραδοσιακό τραγούδι. " Φύσα μαϊστρο δροσερέ κι' αέρα του πελάγου, να πας τα χαιρετίσματα 'ς του Δράμαλη τη μάννα. Της Ρούμελης οι μπέηδες, του Δράμαλη οι αγάδες 'ς το Δερβενάκι κείτονται, 'ς το χώμα ξαπλωμένοι. Στρώμά 'χουνε τη μαύρη γης, προσκέφαλο λιθάρια και γι' απανωσκεπάσματα του φεγγαριού τη λάμψη. Κ' ένα πουλάκι πέρασε και το συχνορωτάνε. "Πουλί, πως πάει ο πόλεμος, το κλέφτικο ντουφέκι; -Μπροστά πάει ο Νικηταράς, πίσω ο Κολοκοτρώνης, και παραπίσω οι Έλληνες με τα σπαθιά 'ς τα χέρια". Γράμματα πάνε κ' έρχονται 'ς των μπέηδων τα σπίτια. Κλαίνε τ' αχούρια για άλογα και και τα τζαμιά για Τούρκους, κλαίνε μανούλες για παιδιά, γυναίκες για τους άνδρες.
Η ιστορία του Σουλίου είναι ταυτόχρονα έμβλημα, μύθος και πραγματικότητα. Το υποδειγματικό, από επιστημονική άποψη, βιβλίο της Βάσως Ψιμούλη αναδεικνύει κυρίως την πραγματικότητα. Από την ταραγμένη εποχή του 14ου αιώνα, εποχή των δεσποτάτων και των τοπικών αριστοκρατιών, των αλβανικών και των σερβικών διεισδύσεων ή μετακινήσεων έως τις ιδιότυπες ορεινές κοινότητες του οθωμανικού κράτους. Από το καθεστώς της εσωτερικής οργάνωσης των ορεινών κοινοτήτων, το καθεστώς της εκτεταμένης αντεκδίκησης και της προστασίας των αόπλων από τους ενόπλους έως τις δύσκολες σχέσεις που συντηρούν αυτές οι κοινότητες με άλλους θεσμούς της οθωμανικής αυτοκρατορίας αλλά και με την ίδια την οθωμανική διοίκηση. Καμιά φορά και με ξένες δυνάμεις, όπως ήταν η Βενετία, η Γαλλία, η Ρωσία. Η παρακολούθηση αυτών των σχέσεων αναδεικνύει άλλωστε και μια εντελώς διαφορετική εικόνα για τη λειτουργία του οθωμανικού κράτους και τις κοινωνίες των διαφορετικών πληθυσμών του. Οι διαρκώς ανανεούμενες συμμαχίες, οι ανατροπές του συσχετισμού των εσωτερικών δυνάμεων -κοινότητες, αρματολίκια, πασαλίκια, γενίτσαροι, κεντρική διοίκηση- οι βαθιές και συχνά αξεπέραστες αντινομίες τους εμφανίζονται και παρακολουθούνται σ' όλον τους το δυναμισμό και την ποικιλία. Η ίδια η κλασική ιστορία της σουλιώτικης σύγκρουσης με τον Αλή Πασά, που οδήγησε και στην αποδιάρθρωση της ορεινής κοινότητας, ερευνάται σε όλες της τις λεπτομέρειες· ως προς όλα τα επίδικα και σκοτεινά αντικείμενα της· φωτίζεται από την εσωτερική λογική της, μέσα στο πλαίσιο και τους κώδικες της, ώστε να γίνει κατανοητή ως μέρος μιας πραγματικής ιστορίας και όχι ως μέρος μιας ιστορίας που κατασκευάστηκε εκ των υστέρων για άλλες ανάγκες και άλλα εμβλήματα. Η ιστορία των Σουλιωτών αποκτά μια νέα συγκινητική διάσταση όταν, μετά την ήττα τους, θα διασκορπιστούν ως πρόσφυγες στα Επτάνησα, αρχικά, και στην επαναστατημένη Ελλάδα λίγο αργότερα. Θα ενταχθούν έτσι, μετά από νέες περιπέτειες, στο σώμα και την ιδεολογία του ελληνικού κράτους, όπου και θα γνωρίσουν μια νέα και εμβληματική ιστορία. Ακολουθούν παραδοσιακά τραγούδια για τους Σουλιώτες. "Στη βρύση στα Τσερί-νι-τσιανα,  στη μέ μωρέ στη μέσ’ από τη χώρα Μπουλουμπασιά άι γεια σας παιδιά, Μπουλουμπασιάδες κάθουνταν. Μπουλουμπασιάδες κάθουνταν κι όλο Μαργαριτιώτες. Kι αγνάντιβαν τον πόλιμο που κάνουν οι Σουλιώτες πώς πολιμάν μικρά παιδιά, γυναίκες σαν τους άντρες, πώς πολιμά η Tζαβέλαινα σαν άξιο παλληκάρι, σέρνει τα βόλια στην ποδιά, φυσέκια στο ζουνάρι,  και το παιδί στην αγκαλιά κι όλο μπροστά πηγαίνει."."Όλες οι καπετάνισσες των καπεταναραίων,  όλες πάησαν προσκύνησαν,  όλες πάησαν παιδιά μ’ προσκύνησαν. Όλες πάησαν προσκύνησαν, ωρε στ Αλή πασά την πόρτα, κι αυτή η Λένη του Μπότσαρη, κι αυτή η Λένη παιδιά μ’ του Μπότσαρη. Ωρε κι αυτή η Λένη του Μπότσαρη, δεν πάει να προσκυνήσει, δεν προσκυνώ Αλή πασά. δεν προσκυνώ παιδιά μ’ Αλή πασά. Ωρε Λένη μ’ γιατί δεν προσκυνάς, γιατί δεν καμαρώνεις; δεν είμαι νύφη να προσκυνώ, δεν είμαι νύφη παιδιά μ’ να προσκυνώ. Εγώ ειμ’ η Λεν’ του Μπότσαρη, η αδερφή του Μάρκου,  σέρνω τουφέκι ντιμισκί, πιστόλες ασημένιες, σέρνω τα βόλια στην ποδιά και το σπαθί στο στόμα."
Πολύ προ της επαναστάσεως του 1821 είχε καταστεί κοινή και πανελλήνια πεποίθηση στη συνείδηση του Έθνους η ιδέα ότι μόνο στη Μάνη θα ήταν δυνατό να προετοιμασθεί και ξεκινήσει ο ιερός Αγώνας, γιατί αυτή η νοτιότατη γωνιά της Πελοποννήσου υπήρξε το μοναδικό καταφύγιο και άσυλο των κατά καιρούς διωκομένων ,αλλά και το οπλοστάσιο, το στρατόπεδο, η ακρόπολη του Ελληνισμού και η μοναδική σχεδόν κοιτίδα της Ελευθερίας του Έθνους. Η πραγματικότητα αυτή ήταν αναγνωρισμένη από όλους όσοι κατά καιρούς σκέφθηκαν να εξεγείρουν τους Έλληνες, όπωςοι Βενετοί, η Μεγάλη Αικατερίνη, ο Μέγας Ναπολέων, ο Ρήγας Φεραίος, η Φιλική Εταιρία και ο Υψηλάντης. Ολόκληρη η Μάνη, προ της επανάστασης, είχε περίπου πληθυσμό 60.000 κάτοικους περίπου από τους οποίους ο 10.000 μπορούσαν να φέρουν όπλα και το μεγαλύτερο μέρος τους ήταν εμπειροπόλεμοι και άριστοι σκοπευτές σε αντίθεση με όλους σχεδόν τους άλλους Έλληνες, οι οποίοι ήταν πρακτικά αδύνατον να φέρουν όπλα και κατά συνέπεια να είναι καλοί σκοπευτές και γενικά καλοί χειριστές των όπλων. Ακολουθούν παραδοσιακά τραγούδια για την Μανη."Η πατρίς η Μάνη μου, η πατρίς μου είναι η Μάνη, η πατρίς μου είναι η Μάνη που κανόνι δεν την πιάνει. Εχει πυ - αγάπα τα τα όπλα τα Μανιάτικα, έχει πύργους υψηλούς και λεβέντες διαλεχτούς. Και γυναί - Μάνη μου και γυναίκες λεοντάρια και γυναίκες λεοντάρια πολεμούν με τα δρεπάνια. Κι έχει φω - αγάπα τα τα όπλα τα Μανιάτικα κι έχει φώτα ξακουστά δοξασμένα κι ισχυρά. Πρώτο είναι Μάνη μου, πρώτο είναι το Διρό, πρώτο είναι το Διρό απο εκεί είμαι κι εγώ. Δεύτερο αγάπα τα τα όπλα τα Μανιάτικα δεύτερο είναι το Λιμένι που εχθρός εκεί δεν μπαίνει. Τριτο ει - Μάνη μου τρίτο είναι το Αρμυρό, τρίτο είναι το Αρμυρό ξακουστό κι ιστορικό. Είναι με - αγάπα τα τα όπλα τα Μανιάτικα, είναι και η Μέσα Μάνη που κανόνι δεν την πιάνει."

Πηγή:http://www.domnasamiou.gr/?i=portal.el.albums&id=28

http://users.sch.gr/symfo/sholio/kimena/d_tis_nihtas_i_armatoli.htm

http://users.otenet.gr/~makotas/kleftopoula.htm

http://www.musicheaven.gr/html/modules.php?name=News&file=article&id=4126

http://argy57.blogspot.gr/2010/03/blog-post_22.html

http://www.stixoi.info/stixoi.php?info=Lyrics&act=details&song_id=51595

https://www.politeianet.gr/books/9789600512076-psimouli-d-baso-estia-souli-kai-souliotes-203381

http://www.stixoi.info/stixoi.php?info=Albums&act=details&album_id=6260

http://www.stixoi.info/stixoi.php?info=Lyrics&act=det2put&song_id=15354

http://www.mani.org.gr/kippoula/istoria_manis/ist.htm

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου