Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 2017

Η ελληνική καταγωγή των Βυζαντινών Σκληρών της Μικράς Αρμενίας

Στις αρχές της πρώτης χιλιετίας π.Χ., η Καππαδοκία δέχθηκε την εισβολή των Φρυγών, από την Μακεδονία. Ο λαός είχε ήδη εγκατασταθεί στη Μεγάλη Φρυγία, στην οποία έδωσε την ονομασία του. Επρόκειτο για την κύρια περιοχή συγκέντρωσης και εξόρμησης των φρυγικών φυλών προς την μικρασιατική ενδοχώρα που αποίκισαν. Φρυγικές φυλές κατέκτησαν την Καππαδοκία εμφυτεύοντας την φρυγική γλώσσα τους. Ανάμεσα τους και οι Μούσκοι των Ασσυριακών πηγών. Οι Πρωτο-Αρμένιοι ήταν άλλος φρυγικός κλάδος ο οποίος εγκαταστάθηκε πέρα από την Καππαδοκία, στα ανατολικά του Ευφράτη, και αποτέλεσε τη βάση του σύγχρονου αρμενικού έθνους. Οι Πέρσες και οι άλλοι Ιρανοί αποκαλούσαν “Αρμινα” την Αρμενία και τους Αρμένιους, το όνομα ανήκε στους Φρύγες. Οι σύγχρονοι Αρμένιοι χρησιμοποιούν το εθνωνύμιο «Χαγέρ» του προαρμενικού πληθυσμού, δηλαδή των Ουραρτιων και Χουρριτών κατοίκων της χώρας Άζζι-Χαγιάσα των χιττιτικών αρχείων. Ο προφρυγικός πληθυσμός διατήρησε σημαντικό ρόλο στο νέο έθνος που δημιουργήθηκε και δεν υποτάχθηκε στους νεοφερμένους Φρύγες αλλά ενώθηκε μαζί τους μετά από συμβιβασμό. Οι Φρύγες είχαν ενισχυθεί αριθμητικά σε όλη την πορεία τους στη Μικρά Ασία και έπειτα στα ανατολικά του Ευφράτη, από πρωτοθρακικές και άλλες ελληνικές φυλές. Ή νεοφερμένη φρυγική επικράτησε στις δύο χώρες δείγμα της ζωτικότητας των Φρυγών. Αποτέλεσμα ήταν η στενή συγγένεια των γλωσσών των Φρυγών, των Καππαδόκων και των Αρμενίων της Ρωμαϊκής Περιόδου. Λόγω της ιρανικής επίδρασης, η καππαδοκική και η αρμενική γλώσσα διαχωρίσθηκαν σε σημαντικό βαθμό από τη «γνήσια» φρυγική της Φρυγίας, Πισιδίας και Λυκαονίας. Εντούτοις διατήρησαν τη στενή σχέση μεταξύ τους αποτελώντας διαλέκτους μιας κοινής καππαδοκικής-αρμενικής γλώσσας. Η βάση της τελευταίας ήταν η αρχαία φρυγική αλλά τα ιρανικά στοιχεία ήταν πολλά, κυρίως στο λεξιλόγιο. Η ελληνική γλωσσική και πολιτισμική επιρροή έφθασε στην Καππαδοκία και την Αρμενία κυρίως με τον εκχριστιανισμό των λαών τους. Η Καππαδοκία είχε δεχθεί έντονη ελληνική επίδραση νωρίτερα, κατά την Ελληνιστική Περίοδο, αλλά ο εξελληνισμός της υπήρξε επιφανειακός και αφορούσε την αριστοκρατίας της. Είχε προετοιμασθεί το έδαφος για τον εξελληνισμό πολλών Καππαδόκων κατά τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους και κατά τη Βυζαντινή Περίοδο. Το εθνωνύμιο «Καππαδόκης» κατέληξε να σημαίνει κυρίως τον ελληνόφωνο ορθόδοξο χριστιανό της Καππαδοκίας και όχι τον κάτοικο της χώρας που μιλούσε την ιθαγενή γλώσσα, δείγμα ότι οι περισσότεροι Καππαδόκες είχαν εξελληνισθεί και ακολουθούσαν το ορθόδοξο δόγμα. Κατά τον 4ο αι. π.Χ., πριν τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου, η Μικρά Ασία ήταν μία πολυφυλετική περιοχή κατοικούμενη από αρκετούς λαούς με διαφορετική καταγωγή. Οι Λυδοί, Κάρες, Λύκιοι και οι αυτόχθονες της Παμφυλίας και της Κιλικίας είχαν λουβική καταγωγή. Οι Λυκάονες, οι Πισίδες και οι Φρύγες ανήκαν στη φρυγική ομάδα λαών. Η Ιωνία, η Αιολίδα, η Δωρίδα, η Τρωάδα και οι ακτές της Παμφυλίας και της Κιλικίας είχαν ελληνικό πληθυσμό. Οι Μυσοί και οι Δολίονες συνιστούσαν πρωτοθρακικούς πληθυσμούς, ενώ οι γειτονικοί τους Βιθυνοί ήταν καθαυτό Θράκες. Οι Καππαδόκες της καθαυτό Καππαδοκίας και του δυτικού Πόντου μιλούσαν διάφορες «υβριδικές» φρυγικές, ιρανικές, λουβικές, χουρριτικές-ουραρτικές και παλαιοκαυκάσιες διαλέκτους, όπως και οι γειτονικοί τους Αρμένιοι, αλλά ο μικτός ιρανοφρυγικός χαρακτήρας με ένα προβάδισμα του φρυγικού στοιχείου, έτεινε να επικρατήσει και στους δύο λαούς. Στον ανατολικό Πόντο επικρατούσαν οι καρθβελικοί πληθυσμοί (Παλαιοκαυκάσιοι). Στην Παφλαγονία, η τοπική παλαϊκή γλώσσα (της χιτττιτικής Πά(φ)λα) είχε υποχωρήσει έναντι της φρυγικής. Τέλος, και η βόρεια μικρασιατική ακτή ήταν διάσπαρτη με ελληνικές πόλεις-αποικίες. Η Γαλατία της Μικράς Ασίας είναι αποτέλεσμα εισβολής των Κελτών και όχι εθνική περιοχή. Η Γαλατία αποτελείτο από τμήματα της Καππαδοκίας και της Φρυγίας. Οι Γαλάτες κυρίαρχοι ήταν ολιγάριθμοι ή και ελάχιστοι συγκριτικά με τους γηγενείς υπηκόους τους. Όλες οι μικρασιατικές ακτές είχαν αποικισθεί σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό από Έλληνες σε διάφορες περιόδους. Την Ελληνιστική Περίοδο ένας μαζικός ελληνικός αποικισμός κατέκλυσε τη Μικρά Ασία. Εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες εγκαταστάθηκαν στη μεγάλη χερσόνησο ως πολίτες ή στρατιώτες, εξελληνίζοντας εθνογλωσσικά έως την αρχή της Υστερορωμαϊκής Περιόδου τη δυτική ενδοχώρα της και περιοχές της ανατολικής. Οι ιθαγενείς κάτοικοι αυτών των περιοχών απέκτησαν ελληνική συνείδηση ειδικά επειδή εξελληνίσθηκαν κατά την Ελληνιστική και την Πρώιμη Ρωμαϊκή Περίοδο, δηλαδή όταν ο ελληνισμός διατηρούσε ακόμη την πολιτική και πολιτισμική δυναμική του μετά την πορεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου μία δυναμική ανεξάρτητη από την ιδιότητα του κατοίκου και έπειτα πολίτη της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Γι’αυτό τον λόγο οι λαοί θεωρούσαν εαυτούς «Ελληνες» και όχι γενικά «Ρωμαίους». Ο εξελληνισμός των λαών υποβοηθήθηκε από την ευρεία ανάμειξη τους με τους Έλληνες αποίκους. Οι γλώσσες τους εξαφανίσθηκαν έως τον 7ο αι. μ.Χ. υπέρ της ελληνικής, ενώ το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα επικράτησε συντριπτικά ανάμεσα τους. Η ανατολική μικρασιατική ενδοχώρα, κυρίως η Καππαδοκία, η Ισαυρία και η εσωτερική Τραχεία Κιλικία, εξελληνίσθηκαν μερικώς κατά την Υστερορωμαϊκή και την Πρωτοβυζαντινή περίοδο. Κατά τη Μεσοβυζαντινή περίοδο, η ελληνική γλώσσα ήταν η πιο διαδεδομένη, αλλά συνυπήρχε με άλλες. Μόνο ένα μέρος του πληθυσμού της είχε ελληνική συνείδηση και ακολουθούσε την ορθόδοξη πίστη. Οι υπόλοιποι κάτοικοι της, παρότι διέθεταν ρωμαϊκή αυτοκρατορική συνείδηση, δεν θεωρούσαν τους εαυτούς τους Έλληνες και ακολουθούσαν αιρετικά δόγματα. Στα βυζαντινά εδάφη ανατολικά του ποταμού Ευφράτη επικρατούσε η αρμενική, η κουρδική και η λαζική γλώσσα, των οποίων οι φορείς ήταν γηγενείς. Αποδίδουν συχνά τη χρήση της αρμενικής γλώσσας στην Καππαδοκία και σε άλλες περιοχές δυτικά του Ευφράτη, στις μετεγκαταστάσεις Αρμενίων των 8ου-11ου αι.μ χ. Παρότι οι εγκαταστάσεις ήταν πυκνές και ενίσχυσαν σημαντικά την αρμενική παρουσία στην ανατολική μικρασιατική ενδοχώρα, η «αρμενική» γλώσσα η οποία ομιλείτο εκεί, είχε ως φορείς τους γηγενείς Καππαδόκες. Οσον αφορά τους μη-ελληνικούς και μη-αρμενικούς πληθυσμούς της ανατολικής Μικράς Ασίας, θα επισημάνουμε την επιβίωση έως τη Μεσοβυζαντινή περίοδο λουβιόφωνων στην Ισαυρία και την ορεινή Κιλικία (εξελληνίσθηκαν) και την επιβίωση έως σήμερα καρθβελικών/παλαιοκαυκάσιων (Λαζών) στον ανατολικό Πόντο. Η Μικρή Αρμενία περιλάμβανε τις Αρμενικές κατοικημένες περιοχές κυρίως στα δυτικά και βορειοδυτικά του αρχαίου Βασιλείου της Αρμενίας (Βασίλειο της Μεγάλης Αρμενίας). Η περιοχή αργότερα αναδιοργανώθηκε στο Αρμενιακό Θέμα κάτω από την Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Η Μικρά Αρμενία ήταν τμήμα της ιστορικής Αρμενίας και των Αρμενικων Υψίπεδων που βρίσκονται δυτικά και βορειοδυτικά του ποταμού Ευφράτη. Σχηματίζεται σε μια κανονική Ρωμαϊκή επαρχία κάτω από τον Διοκλητιανό και τον 4ο αιώνα διαιρέθηκε σε δύο επαρχίες: Πρώτη Αρμενία και Δεύτερη Αρμενία. Ο πληθυσμός του ήταν μεικτός από ντόπιους και Ρωμαίους, αλλά πρώτα εκλατινιστικαν και μετά εξελληνίστηκαν. Από τον 3ο αιώνα πολλοί ντόπιοι στρατιώτες βρισκόταν στο ρωμαϊκό στρατό: αργότερα - τον 4ο αιώνα - αποτελούσαν δύο ρωμαϊκές λεγεώνες, το Legio I Armeniaca και το Legio II Armeniaca. Ή Μικρή Αρμενία παρέμενε υπό βυζαντινό έλεγχο και έγινε μέρος του θέματος των Αρμενιακών. Τα Σάταλα είναι γνωστά ως ένα από τα σημαντικότερα ρωμαϊκά οχυρά λεγεώνων στο ανατολικό σύνορο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Βρίσκονταν στα σύνορα Μικρής και Μεγάλης Αρμενίας, ανάμεσα στις πηγές των ποταμών Λύκου και Άκαμψι, και αποτελούσαν τον οδικό κόμβο σημαντικών ρωμαϊκών δρόμων. Πρόκειται για τοπωνύμιο μικρασιατικής προέλευσης. Παρά το ότι η θέση αυτή δεν είναι φυσικά οχυρή, φαίνεται ότι επιλέχτηκε για άλλους, κυρίως στρατηγικής σημασίας, λόγους. Στο σταυροδρόμι φυσικών και ιστορικών δρόμων που οδηγούσαν από την Περσία στο Αιγαίο και από τη Μαύρη Θάλασσα στην κοιλάδα του Ευφράτη και στη Συρία, τα Σάταλα έλεγχαν τις βόρειες οδούς πιθανής εισβολής στη Μικρά Ασία από Ανατολή. Το οχυρό στα Σάταλα χτίστηκε στα τέλη του 1ου αι. μ.Χ. και εγκαταλείφθηκε οριστικά μετά τον 7ο αι. μ.Χ. Στα τέλη του 2ου ή στις αρχές του 3ου αι. μ.Χ. αναπτύχθηκε γύρω από το οχυρό μια σημαντική ρωμαϊκή πόλη, που άκμασε τουλάχιστον ως την εποχή του Ιουστινιανού (6ος αι. μ.Χ). Εκτός από μια ελληνική επιτύμβια επιγραφή του 2ου αι. μ.Χ., δεν έχουμε κανένα άλλο ελληνικό κείμενο από τους πρώτους αιώνες ύπαρξης της πόλης. Φαίνεται ότι η λατινική γλώσσα χρησιμοποιούνταν τότε αποκλειστικά στα Σάταλα, τόσο για στρατιωτικούς όσο και για πολιτικούς σκοπούς. Η ύπαρξη ωστόσο ελληνόφωνου πληθυσμού στα Σάταλα κατά τους χριστιανικούς χρόνους πιστοποιείται από την πληθώρα των ελληνικών επιτύμβιων επιγραφών που βρέθηκαν στην περιοχή. Το 530 μ.Χ. οι Πέρσες ηττήθηκαν μπροστά στα τείχη των Σατάλων από το στρατηγό του Ιουστινιανού, Σίττα. Πρόκειται για μία από τις σημαντικότερες μάχες στον πόλεμο του Ιουστινιανού κατά των Περσών (502-532 μ.Χ.). Το οχυρό στα Σάταλα χρησιμοποιήθηκε για τελευταία φορά από τον Ηράκλειο ως βάση για τις επιχειρήσεις εναντίον των Περσών στη δεκαετία του 620 μ.Χ. Λίγο μετά τα Σάταλα άρχισαν να εγκαταλείπονται σταδιακά. Η ύπαρξή τους πάνω στα απομακρυσμένα βουνά της Μικρής Αρμενίας εξαρτιόταν μόνο από τις στρατιωτικές ανάγκες του συνόρου του Ευφράτη. Όταν το σύνορο εγκαταλείφθηκε και η ανάγκη για επικοινωνία προς Β και Ν εξέλιπε, το οχυρό στα Σάταλα δεν είχε πια σκοπό ύπαρξης και εγκαταλείφθηκε Ένα κεφάλι αγάλματος Αφροδίτης πιστοποιεί ίσως τη λατρεία της θεάς κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους. Από τα Σάταλα προέρχονται σημαντικά έργα τέχνης, μάρτυρες του βαθμού ανάπτυξης της εξαφανισμένης πόλης. Ανάμεσα στα τμήματα χάλκινων αγαλμάτων Ύστερων Ελληνιστικών και Πρώιμων Ρωμαϊκών χρόνων, ξεχωρίζει το διάσημο κεφάλι Αφροδίτης που εκτίθεται σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο. Από τα Σάταλα προέρχεται επίσης σημαντικός αριθμός ρωμαϊκών και βυζαντινών νομισμάτων25 καθώς και επιγραφών, λατινικών και ελληνικών χριστιανικών. Τα Σάταλα περιβάλλονταν από κάποια άλλα απομακρυσμένα μικρά ρωμαϊκά οχυρά και πύργους-παρατηρητήρια. Το Θέμα των Αρμενιακών ή Αρμενιάκων ήταν θέμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας το οποίο βρισκόταν στα βορειοανατολικά της Μικράς Ασίας. Το θέμα αυτό ήταν ένα από τα τέσσερα πρώτα θέματα, τα οποία δημιουργήθηκαν προς τα μέσα του 7ου αιώνα. Πρώιμες αναφορές  το 629 κατά την διάρκεια των περσικών εκστρατειών του αυτοκράτορα Ηρακλείου και μετά το 667/668 μ.χ επί Κωνσταντίνου Δ' Πωγωνατου. Σε αντίθεση με τα υπόλοιπα θέματα, δημιουργήθηκε με βάση στα υπολείμματα ενός από τα στρατεύματα που είχαν ηττηθεί κατά την διάρκεια των αραβικών κατακτήσεων, μια διαδικασία που πιθανολογείται ότι ολοκληρώθηκε προς τα τέλη της δεκαετίας του 640. Ο στρατός του magister militum per Armeniae, ως εκ τούτου, αποσύρθηκε από την περιοχή αυτή, η οποία έδωσε το όνομά της στο νέο θέμα, ενώ μετεγκαταστάθηκε στις περιοχές του Πόντου, της Παφλαγονίας και της Καππαδοκίας. Πρωτεύουσα του θέματος ήταν η Αμάσεια, ενώ ο στρατηγός του μοιραζόταν την πρωτοκαθεδρία των τάξεων που προέρχονταν από αυτό το αξίωμα. Κατά τον 9ο αιώνα, το θέμα στρατολόγησε ένα στράτευμα 9.000 ανδρών, ενώ διέθετε αριθμό 17 φρουρίων. Το μέγεθός του και η στρατηγική του σημασία πλησίον των συνόρων με τους Άραβες, στα βορειοανατολικά της αυτοκρατορίας, κατέστησαν τον διοικητή του μια σημαντική προσωπικότητα. Οι Σκληροί ήταν βυζαντινή οικογένεια. Γενέτειρά των Σκληρών ήταν είτε η Μικρά Αρμενία ή το Θέμα Σεβαστείας. Λέγεται ότι είχαν αρμενική καταγωγή. Επειδή καταγόταν από την ρωμαϊκή περιοχή της Μικράς Αρμενιας. Όμως δεν ισχύει. Είχε ελληνορωμαϊκη καταγωγή. Ή Μικρά Αρμενία ήταν ορεινή ακριτική περιοχή σφηνωμένη ανάμεσα στον Πόντο, την Καππαδοκία και την Μεγάλη (καθαυτό) Αρμενια. Το σύνορο των Ρωμαίων στην Ανατολή. Εκεί υπήρχε ρωμαϊκό στρατόπεδο το μεγαλύτερο της Ανατολής με έδρα λεγεώνας. Μέλη της οικογένειας των Σκληρών ανέδειξαν πολλούς πολιτικούς και στρατιωτικούς στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Πρώτο γνωστό μέλος της οικογένειας αναφέρεται τον 9ο αιώνα και ήταν στρατηγός του Θέματος Πελοποννήσου. Ο πρώτος γνωστός στρατηγός(διοικητής ενός θέματος) της Πελοποννήσου ήταν ο Λέων Σκληρός, που αναφέρεται είτε το 805 ή το 811. Καταγόταν από την βυζαντινή επαρχία της Μικράς Αρμενιας. Ίσως δε να ήταν και ο πρώτος κάτοχος της στρατηγείας Πελοποννήσου. Το «Χρονικό της Μονεμβασίας» αναφέρει ότι ένας Βυζαντινός στρατηγός της Κορίνθου, ονόματι Σκληρός, νίκησε τους Σλάβους της Πελοποννήσου, και ότι η νίκη αυτή (είτε το έτος 804/5 είτε το 805/6) σήμανε το τέλος των «218 ετών» της σλαβικής εισβολής επί της χερσονήσου. Ο αυτοκράτορας Νικηφόρος κατόπιν διέταξε τον επανοικισμό της Πάτρας, φέρνοντας τους Έλληνες απογόνους των κατοίκων της από το Ρήγιο της Ιταλιας, καθώς και τον εκτενή εποικισμό και εκχριστιανισμό ολόκληρης της Πελοποννήσου, με την εγκατάσταση ελληνικών πληθυσμών από την Ιταλία και τη Μικρά Ασία. Το πρόγραμμα εποικισμού του Νικηφόρου επιβεβαιώνεται και από το χρονικό του Θεοφάνη του Ομολογητή. Ο Βάρδας Σκληρός ανήκε στην μεγάλη οικογένεια των Σκληρών, οι οποίοι ήταν ιδιοκτήτες τεράστιων εκτάσεων στις ανατολικές παρυφές της Μικράς Ασίας. Ο Βάρδας ήταν «άνθρωπος που δεν ήταν μόνο ικανός στο σχεδιασμό, αλλά εξαιρετικά έξυπνος κατά την εκτέλεση των σχεδίων του, κατείχε τεράστιο πλούτο, με το κύρος του βασιλικού αίματος και της επιτυχίας σε μεγάλους πολέμους, με όλη τη στρατιωτική κάστα στο πλευρό για να βοηθήσει το σκοπό του.» Ο Βάρδας Σκληρός ήταν Βυζαντινός στρατηγός που ηγήθηκε μιας ευρείας Ασιατικής επανάστασης κατά του Αυτοκράτορα Βασιλείου Β΄ το 976–979. Στέφθηκε Ρωμαίος αυτοκράτορας απο τα βυζαντινά στρατεύματα της Μικράς Ασίας. Ή επανάσταση απέτυχε. Η ημερομηνία της παράδοσής του στις αρχές αμφισβητείται, όπως και οι συνθήκες. Το 991 ο Σκληρός, ένας τυφλός και ταλαίπωρος πλέον άνθρωπος, ενώ ήταν ημι-αιχμάλωτος στη Θράκη, δέχτηκε την επίσκεψη του αυτοκράτορα Βασίλειου Β' καθοδόν προς τη Βουλγαρία. Ο διάσημος επαναστάτης αποδέχθηκε τον τίτλο του κουροπαλάτη και πέθανε λίγες μέρες αργότερα, πιθανότατα στις 2 Απριλίου.
Πηγή : https://periklisdeligiannis.wordpress.com/2015/02/09/καππαδοκεσ-αρμενιοι-και-ελληνεσ-στην/
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Οικογένεια_Σκληρών
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Βάρδας_Σκληρός
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Θέμα_Αρμενιακών
https://en.m.wikipedia.org/wiki/Lesser_Armenia
http://asiaminor.ehw.gr/Forms/fLemmaBody.aspx?lemmaId=12237
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Πολιορκία_της_Πάτρας_(805)
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Θέμα_Πελοποννήσου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου