Ο εξισλαμισμός στην Ήπειρο άρχισε επί σουλτάνου Μουράτ Β', εξηπλώθη δε επικινδύνως μετά την ήττα του Σκεντέρμπεη, οπότε οι μεγάλοι κτηματίες ηναγκάσθησαν να εξισλαμισθούν για να διατηρήσουν τα τιμάριά τους, αξιωθέντες τού τίτλου «μπέηδες» κατά κληρονομιά. «Τούτους κάτω από ψυχολογικό εξαναγκασμό εμιμήθησαν και οι πτωχοί κολλήγοι». Τη σκληρότερη τυραννία όμως υπέστη ή Ήπειρος, κατά τον Ν. Πατσέλη, μετά τον θάνατο τού Σκεντέρμπεη, «διότι εφ’ όσον χρόνον εμάχετο ούτος προς το Οθωμανικόν Κράτος, ή Ήπειρος συνεμμάχει μαζύ του. Διά τούτο μετά τον θάνατόν του, οι Οθωμανοί την μετεχειρίσθησαν απανθρώπως, αναγκάσαντες τον πληθυσμών εις εξισλαμισμόν. » Ο ισλαμισμός των Χριστιανών λέγει, ιδίως εις την καλουμένην σήμερον Β. Ήπειρον, έκαμε τας μεγαλυτέρας προόδους, όταν ό Γ. Καστριώτης, ηρνήθη την πίστι του εις τον Σουλτάνο και την μουσουλμανικήν θρησκείαν».... «Μικρόν μετά την άλωσιν, γράφει ό Κων. Παπαρρηγόπουλος, το πλήθος εξισλαμισθέντων Χριστιανών ήτο τοσούτον, ώστε ή διδασκαλία τού νέου θρησκεύματος δεν επρόφθανε να γίνη εις τούς νεοφωτίστους, ώστε ήρχιζαν να μη τηρώνται αυστηρώς αι διατάξεις αυτού. Ο δε Μωάμεθ Β’ ηναγκάσθη (1474) δηλαδη δέκα Χρόνια μετά την κατάρρευσι Σκεντέρμπεη να επιβάλη δι’ αυτοκρατορικού ορισμού την αυστηράν τήρησιν των διατάξεων».... Ο μητροπολίτης Βελεγράδων Αλεξούδης, γράφει: Περί το 1735-1840, φαίνεται πώς το πλείστον μέρος των κατοίκων Αυλώνος, Βερατίου και των περιχώρων «αποταξάμενον τη Ιερά χριστιανική τού ανατολικού δόγματος θρησκεία....». Ο δε Γ. Δημητρίου μάς πληροφορεί ειδικώτερα: «Όλη ή επαρχία τής Χειμάρρας, ως επί το πλείστον από τη μεριά τής θάλασσας απέναντι τής Κερκύρας, κατοικείται από τούς λεγομένους Τουρκοχριστιανούς ή μισοτούρκους και μισοχριστιανούς. Πιο μέσα δε προς την ενδοχώρα υπάρχουν άλλες μεγαλύτερες πόλεις, όπως ή Νίβιτσα, Λυκορώσια, Αγ. Βασίλειος κλπ. πού κατοικούν Χριστιανοί ή Έλληνες».... «Οι εγκυρότεροι ιστορικοί και γεωγράφοι τής Ηπείρου, τονίζει επιγραμματικά ό Ν. Πατσέλης, επί μακρά έτη εις τα Ιωάννινα πρόξενοι, όπως ό ΕΤΟΝ (1780-1798), ό Πουκεβίλ (1806-1819) και Λήκ (1805-1822), όλοι ομολογούν, ότι από την ιστορία, τα ήθη, την γλώσσαν και τον εθνικόν χαρακτήρα, φαίνεται, ότι οι Μωαμεθανοί και Τουρκαλβανοί τής Ηπείρου, αρχικώς ήσαν Έλληνες οι οποίοι εξώμοσαν… »Από τον Αμβρακικόν όθεν κόλπον μέχρι και πέραν τού Σκούμπι ποταμού, Έλληνες είναι από αρχαιοτάτων χρόνων αυτόχθονες και γηγενείς και όχι άποικοι ούτε ξένοι παρεπίδημοι. Εις την Ήπειρον δεν έχομεν «Γραικομανίαν», όπως μερικοί αργυρώνητοι και ανιστόρητοι επαναλαμβάνουν, αλλά βαθέως ερριζωμένην γνησίαν ελληνικήν ψυχήν, την οποίαν ουδείς εισβολεύς δύναται να σβύση, όπως απέδειξεν ή ανδρεία αντίστασις του πληθυσμού εις τον απαίσιον εισβολέα τής 28- 10- 1940 και έδωσεν αφορμήν εις την επαρχίαν αυτήν να γράψη μιαν από τας ενδοξωτέρας σελίδας της».... Από τα πρώτα του βήματα το ετερόδοξο μοναστικό τάγμα των μπεκτασήδων συνδέθηκε στενά με το στρατιωτικό σώμα των γενιτσάρων. Ο μπεκτασισμός αναπτύχθηκε στα Βαλκάνια, με ιδιαίτερη μάλιστα επιτυχία στην ύπαιθρο χώρα της Θράκης και της Αλβανίας. Ο μαζικός εξισλαμισμός των ορθοδόξων αλβανών χωρικών, που συντελείται κυρίως το 18ο αιώνα, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό και στην αποτελεσματική αυτή προπαγάνδα των αιρετικών μουσουλμάνων, που διατηρούν ένα διάλογο με τους χριστιανικούς αγροτικούς πληθυσμούς. Την εποχή της εξάπλωσης και σταδιακής κυριαρχίας των Οθωμανών στην Αλβανία (τέλη 14ου – αρχές 15ου αιώνα) η χώρα βρίσκεται χωρισμένη σε δύο πολιτισμικές θρησκευτικές ζώνες: το λατινικό - καθολικό βορρά και το βυζαντινό ορθόδοξο νότο. Ο εξισλαμισμός της Αλβανίας προχωράει με εξαιρετικά βραδείς ρυθμούς. Γύρω στο 1530 μόνο το 5,5% των νοικοκυριών είναι μωαμεθανικά στο σαντζάκια του Ελμπασάν και το 4,5% στο σαντζάκι της Σκόδρας. Ο τούρκος περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή που περνάει το 1670 από τις πόλεις Αργυρόκαστρο, Τεπελένι, Πρεμετή, Μπεράτι, Αυλώνα, Δυρράχιο και Ελμπασάν, σημειώνει ότι η προσχώρηση των χριστιανικών πληθυσμών στον μωαμεθανισμό είναι πρόσφατη. Ο εξισλαμισμός των Τόσκηδων και των Λιάπηδων στη διοίκηση Μπερατίου συνεχίζεται στα χρόνια του Αλβανού Αλή Πασά που υποστηρίζει θερμά το μπεκτασισμό. Στις αρχές του 17ου αιώνα πολλοί Αλβανοί προσήλυτοι στον ισλαμισμό μετανάστευσαν σε άλλες περιοχές της οθωμανικής αυτοκρατορίας και σταδιοδρόμησαν με μεγάλη επιτυχία τόσο στην οθωμανική Διοίκηση, όσο και στον Στρατό. Ορισμένοι μάλιστα κατέλαβαν ύψιστα αξιώματα της αυτοκρατορίας. Περίπου τριάντα Αλβανοί ανήλθαν στο ύπατο αξίωμα του Μέγα Βεζύρη, από το οποίο μπορούσε να εκπέσει και να αντικατασταθεί μόνον μετά από απόφαση του ίδιου του Σουλτάνου. Χαρακτηριστική είναι η πορεία της οικογένειας Κυπριλιώτη ή Κιοπρουλού η οποία στο δεύτερο μισό του 17ου αιώνα ανέδειξε επτά μέλη της στο ύπατο αξίωμα, που καταπολέμησαν την διαφθορά, ενίσχυσαν πρόσκαιρα τον έλεγχο της ολοένα εξασθενούσας κεντρικής κυβέρνησης απέναντι στους καταπιεστικούς και αρπακτικούς τοπικούς μπέηδες, ενώ είχαν και αρκετές σημαντικές στρατιωτικές επιτυχίες. Είναι η περίφημη Εποχή των Κιοπρουλού (1656–1710), η οποία εγκαινιάσθηκε με την άνοδο στο αξίωμα του Μέγα Βεζύρη του Μεχμέτ Κιοπρουλού (1656–1661), που διαδέχθηκε ο ικανότατος γιος του, Φαζίλ Αχμέτ Κιοπρουλού (1661–1676), ο οποίος απέσπασε την Κρήτη από τους Βενετούς (1699). Στα μέσα του 16ου αιώνα μια μυστικιστική μουσουλμανική αίρεση, οι Μπεκτασήδες δερβίσηδες, άρχισε να εξαπλώνεται στις αλβανικές περιοχές αργά, ειρηνικά και χωρίς αντιδράσεις από τις οθωμανικές αρχές. Οι Μπεκτασήδες συνεργάζονταν τόσο με τους Καθολικούς του Βορρά, όσο και τους Ορθοδόξους χριστιανούς του Νότου και βαθμιαία αναδείχθηκαν στην μεγαλύτερη θρησκευτική ομάδα της νότιας Αλβανίας. Αλβανοί υπήρχαν επίσης σε όλη την αυτοκρατορία, στο Ιράκ, στην Αίγυπτο, στην Αλγερία και σε όλο το Μαγκρέμπ, ως ζωτικής σημασίας στρατιωτικοί και διοικητικοί λειτουργοί. Αυτό οφειλόταν εν μέρει στο Παιδομάζωμα. Η διαδικασία του εξισλαμισμού υπήρξε σταδιακή, αρχίζοντας με την άφιξη των Οθωμανών το 19ο αιώνα (σήμερα μια μειονότητα Αλβανών είναι Καθολικοί ή Ορθόδοξοι Χριστιανοί, ενώ η μεγάλη πλειοψηφία έχει γίνει Μουσουλμανική). Οι τιμαριούχοι, το υπόβαθρο της πρώιμης Οθωμανικής εξουσίας στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, δεν ήταν κατ' ανάγκη προσήλυτοι στο Ισλάμ και κατά καιρούς εξεγείρονταν. Διασημότερος από αυτούς τους επαναστάτες είναι ο Σκεντέρμπεης. Η σημαντικότερη επίπτωση στους Αλβανούς ήταν η σταδιακή διαδικασία εξισλαμισμού της μεγάλης πλειοψηφίας του πληθυσμού, αν και αυτό έγινε πιο πλατειά μόνο το 17ο αιώνα.
Ο Μεχμέτ Αλή ή Μωχάμετ Αλή Πασάς (1769 - 1849) ήταν Χεδίβης (αντιβασιλέας) της Αιγύπτου. Γεννήθηκε στην Καβάλα, γιος ενός Τουρκαλβανού Ιμπραήμ, αγροφύλακα της οθωμανικής περιφέρειας. Όταν έμεινε ορφανός υιοθετήθηκε από τον φρούραρχο της Καβάλας και από αυτόν διορίσθηκε το 1788 υπαρχηγός σώματος στρατού, που στάλθηκε στην Αίγυπτο κατά των Γάλλων. Στην Αίγυπτο ως αρχηγός πιστού σώματος τεσσάρων χιλιάδων Αλβανών, διακρίθηκε γρήγορα και αφού προσεταιρίστηκε τους Μαμελούκους, αναδείχθηκε με πραξικόπημα και με απαίτηση των Αλβανών, των Μαμελούκων και του λαού, διοικητής της Αιγύπτου και αναγνωρίσθηκε από την Πύλη το 1805. Αφού στερέωσε τη θέση του, άσκησε δικτατορική εξουσία στην Αίγυπτο, γιατί αφενός απέναντι στο Σουλτάνο έγινε κατ’ ουσίαν ανεξάρτητος, αφετέρου στο εσωτερικό κατόρθωσε να εκμηδενίσει κάθε αντίσταση. Το 1811 εξόντωσε με δόλο όλους τους αρχηγούς των Μαμελούκων και με τους γιους του νίκησε τους Βαχαβίτες της Αραβίας. Η εσωτερική του διακυβέρνηση ήταν ευεργετική για τη χώρα. Κατασκεύασε αρδευτικά έργα, προστάτευσε και προήγαγε τη γεωργία, διευκόλυνε τις μεταφορές με μεγάλο στόλο ποταμόπλοιων, αναδιοργάνωσε το στρατό και το στόλο της Αιγύπτου με τη βοήθεια Ευρωπαίων. Δεν είχε θρησκευτικό φανατισμό. Επέβαλλε στη χώρα του πρώτος αυτός τον σεβασμό προς τους Χριστιανούς και εκτιμούσε τους Ευρωπαίους. Έκανε υποχρεωτική την εκπαίδευση και έδωσε το παράδειγμα της εντατικής εργασίας. Οι διάδοχοί του δεν φάνηκαν αντάξιοι. Επί του Αμπάς Χιλμή Εμπν Τουσούν, εγγονού του, που τον αγαπούσε πολύ και του έδωσε πολύ επιμελημένη ανατροφή, ίσως επειδή ο πατέρας του ήταν γιος του και είχε φονευθεί στη μάχη της Ρωζέττας, πέθανε ο Μεχμέτ Αλή στην Αλεξάνδρεια, στο ανάκτορο του Ράς ελ Τιν, στις 2 Αυγούστου του 1849. Ο Μωχάμετ Άλη έθεσε τις βάσεις για τον εκσυγχρονισμό της χώρας. Ο ικανός και δραστήριος αυτός ηγεμόνας, στην προσπάθειά του να εκσυγχρονίσει την οικονομία και τον τεχνικό εξοπλισμό της χώρας, ενθάρρυνε την εγκατάσταση των Ευρωπαίων γενικά και ιδιαίτερα των Ελλήνων, γιατί αντιλήφθηκε πόσο μεγάλη μπορούσε ν' αποβεί η συμβολή τους στην επιτυχία των σχεδίων του. Ευνόησε, λοιπόν, τους Έλληνες και συνεργάστηκε μαζί τους με αποτέλεσμα να θεμελιωθεί και ν' ακμάσει η ελληνική παροικία. Ο Μωχάμετ Άλη ακολούθησε αυτή την πολιτική όχι γιατί συμπαθούσε του Έλληνες και την Ελλάδα, παρά γιατί πίστευε ότι οι Έλληνες έποικοι, με τις ικανότητες και την πείρα τους, σαν κεφαλαιούχοι, σαν έμποροι, σαν τεχνίτες, θα ήταν χρήσιμοι. Από το 1810 και μετά ο αριθμός των Ελλήνων στην Αίγυπτο αυξάνεται με γοργό ρυθμό, όπως δείχνουν οι ιστορικές πληροφορίες, που έχουμε: Το 1803 ο Άραβας χρονογράφος Αλη ελ Αμπάση αναφέρει ότι στην Αλεξάνδρεια ζούσαν σαράντα ελληνικές οικογένειες. Το άγαλμα του Μωχάμετ Άλη στην ομώνυμη πλατείαΑπό τα πρώτα κιόλας χρόνια της εξουσίας του Μωχάμετ Άλη, γύρω στα 1810-1820, ο πατριάρχης Αλεξανδρείας Θεόφιλος, υπολογίζει τον αριθμό των Ελλήνων σε χίλιους. Είναι έμποροι, τραπεζίτες, έμποροι, εργολάβοι δημοσίων έργων, καθώς και τεχνίτες: χτίστες, ραφτάδες, γουναράδες, καλλιεργητές οπωροφόρων δένδρων και λαχανικών κ.τ.λ. Μετά από πρόσκληση του Σουλτάνου Μαχμούτ, έστειλε τον γιο του Ιμπραήμ με ισχυρό στρατό και στόλο να υποτάξει την επαναστατημένη Ελλάδα. Την περίοδο 1831 με 1833 κατέκτησε τη Συρία και ζήτησε να την κρατήσει αφού νίκησε επανειλημμένως τα στρατεύματα του Σουλτάνου. Επενέβησαν όμως οι Μεγάλες Δυνάμεις και τον ανάγκασαν να φύγει από την Ασία. Πέτυχε όμως την αναγνώριση κληρονομικού δικαιώματος επί της αντιβασιλείας για την οικογένεια του. Συνεχίζοντας την αναδιοργάνωση της Αιγύπτου, ανοικοδόμησε την Αλεξάνδρεια, προήγαγε την καλλιέργεια του βαμβακιού και ίδρυσε διάφορες σχολές. Το 1844 επειδή αρρώστησε, παραιτήθηκε υπέρ του γιου του Ιμπραήμ, ο οποίος όμως πέθανε μετά από δύο μήνες. Αυτόν διαδέχθηκε ο Αμπάς ο Α’ επί της βασιλείας του οποίου πέθανε ο Μωχάμετ Άλη.
Ο Ιμπραήμ Πασάς (Ibrahim Pasha) ήταν Οθωμανός στρατιωτικός και χεδίβης (αντιβασιλέας) της Αιγύπτου, γνωστός από την εκστρατεία του στην Πελοπόννησο, η οποία παρ' ολίγον να αποδειχθεί μοιραία για την Ελληνική Επανάσταση. Ο Ιμπραήμ Πασάς (Ibrahim Pasha) γεννήθηκε στην Καβάλα το 1789 και ήταν γιος του αλβανικής καταγωγής Βαλή της Αιγύπτου Μωχάμετ Άλη και μιας χριστιανής, που ήταν γνωστή ως χήρα Τουρματζή. Άλλοι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι ο Ιμπραήμ ήταν γιος της χήρας από τον γάμο της με κάποιον Τουρματζή και απλώς ο Μωχάμετ Άλη τον υιοθέτησε. Ο Ιμπραήμ έλαβε μόρφωση από ευρωπαίους παιδαγωγούς, η οποία δεν απάλυνε τον σκληρό χαρακτήρα του. Έτσι, ο πατέρας του αναγκάστηκε να τον εξορίσει στο εσωτερικό της χώρας, αλλά σύντομα έδειξε τις στρατιωτικές του ικανότητες, βοηθώντας τον να εξολοθρεύσει τους Μαμελούκους, που λυμαίνονταν το Σουλτανάτο της Αιγύπτου. Για τις υπηρεσίες του, ο σουλτάνος Μαχμούτ Β' τον ονόμασε Πασά της Μέκκας και μεγάλο Βεζύρη με τρεις ιππουρίδες (αλογοουρές), καθιστώντας τον ισότιμο του πατέρα του. Οργάνωσε τον στρατό του σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα, προσλαμβάνοντας γάλλους αξιωματικούς. Η αντίδραση της ντόπιας ολιγαρχίας δεν τον πτόησε και στα τέλη του 1823 ο στρατός της Αιγύπτου έφθανε τους 100.000 ετοιμοπόλεμους άνδρες και οι φιλοδοξίες του μέχρι την Κωνσταντινούπολη. Στις αρχές του 1824 ο Σουλτάνος, σε προφανή αδυναμία να καταστείλει την Ελληνική Επανάσταση, απευθύνθηκε στον Μωχάμετ Άλη και του ζήτησε να τον βοηθήσει. Ως αντάλλαγμα θα λάμβανε την Κρήτη και την Πελοπόννησο. Ο Ιμπραήμ επέσπευσε την απόβαση στην Πελοπόννησο, όταν πληροφορήθηκε την εμφύλια διαμάχη που μαίνονταν στην περιοχή. Στις 26 Φεβρουαρίου 1825 αποβιβάστηκε ανενόχλητος στη Μεθώνη με 4.000 πεζούς και 400 ιππείς και κατέλαβε το κάστρο της πόλης. Οι επαναστάτες αφυπνίστηκαν, έστω και καθυστερημένα. Άφησαν κατά μέρος τις διαφορές τους και προσπάθησαν να προβάλλουν αποτελεσματική αντίσταση με ηγέτη τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, που εν τω μεταξύ είχε αποφυλακιστεί. Μόνο σε κλεφτοπόλεμο μπορούσαν να ελπίζουν, αφού σε κανονική μάχη ο στρατός του Ιμπραήμ προκαλούσε «σοκ και δέος» στους ανοργάνωτους Έλληνες. Ο Ιμπραήμ κατατρόπωσε τον Παπαφλέσσα στο Μανιάκι (1825) και άνοιξε τον δρόμο για την Τριπολιτσά, την οποία κατέλαβε και κατέστρεψε στις 11 Ιουνίου 1825. Την επομένη βάδισε κατά του Άργους και του Ναυπλίου, αλλά ο Δημήτριος Υψηλάντης τον σταμάτησε στους βάλτους των Μύλων (1825). Τον Ιούλιο του 1826 επιχείρησε να καταλάβει τη Μάνη, αλλά απέτυχε παταγωδώς. Το καλοκαίρι του 1827, μη μπορώντας να εδραιώσει τη θέση του στην Πελοπόννησο, άρχισε να εφαρμόζει την τακτική της «καμμένης γης», προκειμένου να κάμψει τους επαναστάτες, ενώ προετοίμαζε απόβαση στην Ύδρα και τις Σπέτσες, γεγονός που θα είχε ολέθριες συνέπειες για την Επανάσταση, αν γινόταν πραγματικότητα. Τον πρόλαβαν, όμως, οι ναυτικές δυνάμεις Γαλλίας, Ρωσίας και Αγγλίας, που κατέστρεψαν τον τουρκοαιγυπτιακό στόλο στη Ναυμαχία του Ναυαρίνου (1827). Ο χρόνος άρχισε να μετράει πλέον αντίστροφα για τον Ιμπραήμ. Οι Μεγάλες Δυνάμεις είχαν αλλάξει την πολιτική τους και ήταν αποφασισμένες να υποστηρίξουν την ανεξαρτησία της Ελλάδας. Με τη Συνθήκη της Αλεξάνδρειας (1828), που υπέγραψε ο Μοχάμετ Άλη με τον Κόδριγκτον, ο Ιμπραήμ αναγκάστηκε να αποχωρήσει από την Πελοπόννησο στις 10 Οκτωβρίου 1828. Στην πραγματικότητα όμως τα στρατεύματα του Ιμπραήμ βρίσκονταν σε πλήρη διάλυση σύμφωνα με τον Τρικούπη και η περαιτέρω παραμονή τους στην Πελοπόννησο ήταν προβληματική. Σε αυτή την κατάσταση είχαν οδηγηθεί οι Αιγύπτιοι από τον ναυτικό αποκλεισμό, την ανοιχτή ανταρσία των Αλβανών και την παθητική αντίσταση των Ελλήνων. Πολλοί αξιωματούχοι των Αιγυπτίων υποδείκνυαν στον Ιμπραήμ ότι η μόνη λύση ήταν η αποχώρηση. Ή αποχώρηση του διήρκεσε έναν ολόκληρο μήνα, ενώ απέσπασε και πολλούς αιχμαλώτους που πουλήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα καταστρατηγώντας τους σχετικούς όρους της συνθήκης, τόσο πριν φτάσουν οι Γάλλοι όσο και μετά την άφιξη τους. Οι Γάλλοι δεν αντέδρασαν, ενώ ο στρατηγός Μαιζόν παρέθεσε γεύμα προς τιμήν του! στο οποίο ο Αιγύπτιος στρατιωτικός ειρωνεύτηκε τον Γάλλο. Ο Ιμπραήμ έστειλε χιλιάδες Έλληνες αιχμαλώτους από την Πελοπόννησο στην Αίγυπτο, όπου τους αγόρασαν από τα σκλαβοπάζαρα πλούσιοι Αιγύπτιοι μουσουλμάνοι. Εκτός από τις προσπάθειες που κατέβαλε ο πρόξενος της Ελλάδας και πρώτος πρόεδρος της Ελληνικής Κοινότητας Αλεξανδρείας (1843) εθνικός ευεργέτης Μιχαήλ Τοσίτσας, αποκορύφωση των οποίων ήταν να περιληφθεί στη συνθήκη της 27/9 Αυγούστου 1828, που υπογράφτηκε στην Αλεξάνδρεια μεταξύ Κόδριγκτον και Μωχάμετ Άλυ, άρθρο με το οποίο απελευθερώνονταν όλοι οι Έλληνες σκλάβοι που είχαν μεταφερθεί από το Μοριά, τόσο ο πατριάρχης Ιερόθεος στο Καϊρο όσο και ο ηγούμενος της μονής του Αγίου Σάββα στην Αλεξάνδρεια πρωτοσύγκελλος Γεράσιμος ενεργούν για την απελευθέρωσή τους. Το μοναστήρι αυτό υπήρξε κατά την περίοδο εκείνη καταφύγιο για τους Έλληνες αιχμαλώτους και δούλους που προσέτρεξαν εκει. Το ελληνικό Σύνταγμα της Επιδαύρου είχε καταργήσει τη δουλεία ανθρώπων κάθε εθνικότητας και θρησκείας. Αλλά αυτό δεν ίσχυε για τους Τούρκους και Αιγυπτίους. Στις αρχές του 1828 ο Ιωάννης Καποδίστριας έφτασε στην Ελλάδα ως ο πρώτος Κυβερνήτης των απελευθερωμένων ελληνικών εδαφών. Πολύ σύντομα ο Αυστριακός Αντον Πρόκες φον Οστεν (1795-1876), που υπήρξε αργότερα πρεσβευτής της Αυστρίας στην Αθήνα από το 1834, ανέλαβε να φέρει εις πέρας μια δύσκολη αποστολή. Ή αποστολή Οστεν είχε αποδώσει καρπούς και η «Αφροδίτη» αγκυροβόλησε παραφορτωμένη με ανθρώπους στις ελληνοκρατούμενες περιοχές και όπως τόνισε ο Αυστριακός πρέσβης: «Ο Καποδίστριας έδεινε πολύ ευχαριστημένος με την επιτυχία της αποστολής μου».
Ο Ιμπραήμ είχε μεγάλες φιλοδοξίες και η αποτυχία του στην Πελοπόννησο τον πείσμωσε. Μετά την επιστροφή του στο Κάιρο στράφηκε μαζί με τον πατέρα του κατά του Σουλτάνου. Γρήγορα έγιναν κύριοι της Παλαιστίνης, της Συρίας και μέρους της Μικράς Ασίας. Δύο φορές εκστράτευσε ο Ιμπραήμ κατά της Κωνσταντινούπολης (1833 και 1839) και τις δύο φορές εμποδίστηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις, που δεν ήθελαν αλλαγή του στάτους κβο. Μάλιστα, το 1839 στον συμμαχικό στόλο που βομβάρδισε τη Συρία, συμμετείχαν και δύο ελληνικά πλοία. πέθανε στις 10 Νοεμβρίου 1848 σε ηλικία 59 ετών. Άφησε πίσω του ένα γιο, τον Ισμαήλ, ο οποίος διοίκησε αργότερα την Αίγυπτο και την κατέστησε σχεδόν ανεξάρτητη από τον Σουλτάνο. Ο Φαρούκ Α΄ της Αιγύπτου (1920 - 1965) ήταν ο τελευταίος βασιλιάς της Αιγύπτου και του Σουδάν, διαδεχόμενος τον πατέρα του, Φουάτ Α' της Αιγύπτου, το 1936. Στις 26 Ιουλίου του 1952, ο βασιλιάς Φαρούκ παραιτήθηκε από το θρόνο της χώρας του, με την επανάσταση των Αιγυπτίων αξιωματικών.
Πηγή : http://www.elkosmos.gr/i-omadiki-exislamismi-stin-ipiro-ke-vorio-ipiro/
http://www.lithoksou.net/p/albania-apo-tin-othomaniki-dioikisi-sto-ethniko-kratos-1880-1922
http://ethnologic.blogspot.gr/2014/04/blog-post_6.html
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Αλβανία
http://11dim-kaval.kav.sch.gr/main/roads/ali.htm
https://www.timesnews.gr/μεχμέτ-αλή-πασάς-χεδίβης-της-αιγύπτου/
https://www.sansimera.gr/biographies/304
https://www.sakketosaggelos.gr/Article/5458/
http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=409260
http://www.istorikathemata.com/2010/04/1827.html
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Φαρούκ_της_Αιγύπτου
Εκπαιδευτικό Ιστολόγιο με στόχο την ενημέρωση για την Μυθολογία, την Προϊστορία, την Ιστορία και τον ελληνικό πολιτισμό greek.history.and.prehistory99@gmail.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου