Γενικά, με τον όρο προσκύνημα χαρακτηρίζεται η, με γονυκλισία ή επίκυψη, εκδήλωση σεβασμού, τιμής, λατρείας προς τον Θεό, Άγίους, ιερών λειψάνων κ.λπ., καθώς και η υπό υπηκόου εκδήλωση πίστης και υποταγής προς το Δεσπότη ή κυρίαρχο Ηγεμόνα. Επίσης προσκύνημα ονομάζεται και η μετάβαση ή το ταξίδι που εκτελεί ένας πιστός σε ιερό της θρησκείας του τόπο όπου και κατ΄ επέκταση ονομάζεται ομοίως προσκύνημα και ο τόπος αυτός καθώς και όλα τα αντικείμενα τα επιδεχόμενα την προσκύνηση αυτή π.χ. εικόνες, ιερά λείψανα, τάφοι αγίων, χώροι μαρτυρίων κ.λπ. Με τον όρο στο πληθυντικό "τα προσκυνήματα" κατά τις παλαιότερες κοινωνικές εκφράσεις αποδίδονταν επιπλέον με τη έννοια του χαιρετισμού υπό μορφή ευγενείας. π.χ. "τα προσκυνήματά μου στην κυρία μητέρας σας"΄, ή "προσκυνώ Δέσποτα" που λέγεται σήμερα από λαϊκό πιστό προς Αρχιερέα ως εκδήλωση τιμής και σεβασμού, προκειμένου να λάβει ευλογία ή που επαναλαμβάνει κατά την αποχώρηση.
Πολλούς αιώνες νωρίτερα, στα βασίλεια της Ανατολής ήταν παγιωμένη πρακτική να θεωρείται και να λετρεύεται σαν θεός ο βασιλιάς. Ο δημιουργός της αχαιμενιδικής αυτοκρατορίας, Κύρος Β΄, υιοθετώντας αυτήν την πρακτική των υποτελών πλέον βασιλέων, εισήγαγε ως διοικητικό μηχανισμό τη λατρεία του βασιλιά με όλο το συναφές θρησκευτικό τυπικό, όπως η προσκύνηση και η καύση θυμιάματος ενώπιόν του, που υποδήλωνε ότι ο βασιλιάς ήταν οπωσδήποτε ανώτερος από άνθρωπο. Ο Πέρσης θεός-βασιλιάς ήταν γνωστός στους Έλληνες τουλάχιστον από την εποχή της εισβολής του Ξέρξη και, ενώ αποτελούσε ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία διαφοροποίησης της ελληνικής νοοτροπίας από την ασιατική, ο Αλέξανδρος επέλεξε συνειδητά να εφαρμόσει την ίδια μέθοδο.
Αν οι Πέρσες είχαν νικήσει και οι Έλληνες είχαν υποδουλωθεί, θα είχε ανακοπεί η εξέλιξη του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, στον οποίο στηρίχθηκε ο ευρωπαϊκός: Η ελευθερία βρίσκεται στα θεμέλια του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Το βασικό χαρακτηριστικό του είναι ο «ανθρωποκεντρισμός», ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός θέτει τον άνθρωπο στο κέντρο. Η αγάπη για την ελευθερία εκτός από θεμελιώδες χαρακτηριστικό του ελληνικού πολιτισμού υπήρξε και η ειδοποιός διαφορά μεταξύ των δύο στρατών. Οι Έλληνες μάχονταν για την ελευθερία τους εν αντιθέσει με τους Πέρσες και τους υπηκόους τους που μάχονταν από φόβο προς τον Πέρση βασιλιά, πρώτα τον Δαρείο και μετά τον Ξέρξη. Ο Πέρσης βασιλιάς εξουσίαζε μία τεράστια αυτοκρατορία και είχε δικαίωμα ζωής και θανάτου σε κάθε υπήκοό του. Όλοι οι υπήκοοί του, ακόμη και οι Πέρσες, τον προσκυνούσαν. Η προσκύνηση ως ένδειξη υποταγής ήταν θεσμός αδιανόητος για τον Έλληνα. Για τους Έλληνες υπεράνω όλων ήταν ο νόμος.
Όταν, στην πρώτη εκστρατεία των Περσών, ο Δαρείος έστειλε κήρυκες στην Σπάρτη, όπως έκανε και σε όλες τις πόλεις της Ελλάδος, για να ζητήσουν «γην και ύδωρ», οι Λακεδαιμόνιοι τους πέταξαν σε ένα πηγάδι και τους καλούσαν να πάρουν από κει «γην και ύδωρ» και να τα παν στον βασιλιά τους.. Στους Λακεδαιμονίους, λοιπόν, ξέσπασε ο θυμός του Ταλθυβίου, του κήρυκα του Αγαμέμνονος. Γιατί στην Σπάρτη υπάρχει ναός του Ταλθυβίου, ζουν και οι απόγονοί του, οι ονομαζόμενοι Ταλθυβιάδες, που τους έχουν δοθεί ως τιμητικό προνόμιο όλες οι αποστολές κηρύκων που στέλνει η Σπάρτη. Εξ αιτίας όμως αυτού του γεγονότος, οι Σπαρτιάτες έκαναν θυσίες αλλά άδικα περίμεναν αίσια προμηνύματα. Κι αυτό κράτησε πολύ καιρό στην πόλη τους. Και καθώς οι Λακεδαιμόνιοι αγανακτούσαν και το θεωρούσαν μεγάλη συμφορά, συγκαλούσαν πολλές φορές συνέλευση των πολιτών τους κι ο κήρυκας φώναζε: Ποιος Σπαρτιάτης δέχεται με την θέλησή του να δώσει την ζωή του για την Σπάρτη; Τότε λοιπόν παρουσιάσθηκαν ο Σπερθίας, ο γιος του Ανηρίστου, κι ο Βούλις, ο γιος του Νικολάου, Σπαρτιάτες που κι από την φύση τους ήσαν προικισμένοι με χαρίσματα κι από την πλουσιότερη τάξη της πόλης, ανέλαβαν εθελοντικά να τιμωρηθούν από τον Ξέρξη για την θανάτωση των κηρύκων του Δαρείου στην Σπάρτη. Έτσι οι Σπαρτιάτες τους έστειλαν στους Πέρσες για να θανατωθούν. Αξιοθαύμαστη στάθηκε και αυτή η τολμηρή πράξη των ανδρών αυτών, αλλά κοντά σ’ αυτήν και τα λόγια τους. Δηλαδή, στην πορεία τους προς τα Σούσα φθάνουν στην αυλή του Υδάρνη. Ο Ξέρξης δείχνοντας μεγαλοψυχία τούς χάρισε τελικά την ζωή.
ΗΡΟΔΟΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑΙ :"Αντίθετα στους Λακεδαιμονίους ξέσπασε η μάνητα του Ταλθυβίου, του κήρυκα του Αγαμέμνονος. Γιατί στη Σπάρτη υπάρχει ναός του Ταλθυβίου, ζουν και οι απόγονοί του, οι ονομαζόμενοι Ταλθυβιάδες, που τους έχουν δοθεί ως τιμητικό προνόμιο όλες οι αποστολές κηρύκων που στέλνει η Σπάρτη. Κι ύστερ᾽ απ᾽ αυτό οι Σπαρτιάτες από τις θυσίες που έκαναν άδικα περίμεναν αίσια προμηνύματα. Κι αυτό κράτησε πολύ καιρό στην πόλη τους. Και καθώς οι Λακεδαιμόνιοι αγαναχτούσαν και το θεωρούσαν μεγάλη συμφορά, συγκαλούσαν πολλές φορές συνέλευση των πολιτών τους κι ο κήρυκας φώναζε: «Ποιός Σπαρτιάτης δέχεται με τη θέλησή του να δώσει τη ζωή του για τη Σπάρτη;», ο Σπερθίας, ο γιος του Ανηρίστου, κι ο Βούλις, ο γιος του Νικολάου, Σπαρτιάτες που κι απ᾽ τη φύση τους ήταν προικισμένοι με χαρίσματα κι από την πλουσιότερη τάξη της πόλης, ανέλαβαν εθελοντικά να τιμωρηθούν από τον Ξέρξη για τη θανάτωση των κηρύκων του Δαρείου στη Σπάρτη. Έτσι οι Σπαρτιάτες τους έστειλαν στους Πέρσες για να θανατωθούν. Αξιοθαύμαστη στάθηκε και αυτή η τολμηρή πράξη των αντρών αυτών, αλλά κοντά σ᾽ αυτήν και τα λόγια τους. Δηλαδή, στην πορεία τους προς τα Σούσα φτάνουν στην αυλή του Υδάρνη. Κι ο Υδάρνης, Πέρσης στην καταγωγή, ήταν διοικητής των στρατιωτικών δυνάμεων στα παραθαλάσσια της Μικράς Ασίας· αυτός τους φιλοξένησε κάνοντάς τους τραπέζι· και πάνω στο τραπέζι, τους ρώτησε: «Άνδρες Λακεδαιμόνιοι, γιατί δε δέχεστε να γίνετε φίλοι του βασιλιά; Νά, βλέπετε πώς ξέρει ο βασιλιάς να τιμά τους άντρες που έχουν αρετή, ρίχνοντας μια ματιά σε μένα και τη θέση που κατέχω. Έτσι λοιπόν κι εσείς, αν γίνετε άνθρωποι του βασιλιά (γιατί έχει σχηματίσει τη γνώμη πως είστε άντρες με αρετή), ο καθένας σας θα μπορούσε να εξουσιάζει μια περιοχή της Ελλάδας που θα του παραχωρούσε ο βασιλιάς». Η απόκρισή τους ήταν η εξής: «Υδάρνη, η συμβουλή που μας απευθύνεις στηρίζεται σε μονόπλευρη εμπειρία· γιατί μας συμβουλεύεις για δυο πράγματα, που το ένα τους το δοκίμασες, το άλλο όμως όχι· δηλαδή γνωρίζεις πολύ καλά πώς ζουν οι δούλοι, όμως δε δοκίμασες ώς σήμερα την ελευθερία, τί άραγε να ᾽ναι, γλυκό ή όχι. Γιατί αν κάποτε τη δοκίμαζες, θα μας συμβούλευες ν᾽ αγωνιζόμαστε γι᾽ αυτήν όχι μονάχα με δόρατα, αλλά και με τσεκούρια». Αυτή την απάντηση έδωσαν στον Υδάρνη.Κι αποκεί ανέβηκαν στα Σούσα· κι όταν παρουσιάστηκαν στο βασιλιά, πρώτα πρώτα, ενώ οι σωματοφύλακές του τους πρόσταζαν, ασκώντας βία, να πέσουν και προσκυνήσουν το βασιλιά, δε δέχτηκαν με κανένα τρόπο να το κάνουν, όσο κι αν εκείνοι τους έσπρωχναν το κεφάλι προς τα κάτω· γιατί, επέμεναν, ούτε στο νόμο τους είναι γραμμένο να προσκυνούν άνθρωπο ούτε γι᾽ αυτό ήρθαν· κι αφού με αγώνα απέφυγαν την προσκύνηση, κατόπι λένε τα εξής και με το ακόλουθο περίπου περιεχόμενο: «Βασιλιά των Μήδων, εμάς μας έστειλαν οι Λακεδαιμόνιοι αντιστάθμισμα για τους κήρυκές σας που θανατώθηκαν στη Σπάρτη, για να πληρώσουμε εμείς για το θάνατό τους». Είπαν αυτοί τα παραπάνω, κι ο Ξέρξης, δείχνοντας μεγαλοψυχία, είπε πως δε θα μοιάσει τους Λακεδαιμονίους· γιατί εκείνοι, σκοτώνοντας κήρυκες, καταπάτησαν αυτά που όλοι οι άνθρωποι σέβονται σα νόμο, όμως αυτός δε θα κάνει εκείνα, για τα οποία τους μέμφεται, ούτε σκοτώνοντας για εκδίκηση εκείνους θ᾽ απαλλάξει τους Λακεδαιμονίους από το κρίμα τους. Έτσι, κι ύστερ᾽ απ᾽ αυτή την πράξη των Σπαρτιατών, σταμάτησε προς το παρόν η μάνητα του Ταλθυβίου, αν και ο Σπερθίας κι ο Βούλις γύρισαν στη Σπάρτη."
Ήταν εξαρχής σαφές σε όλους τους Έλληνες ότι η προσκύνηση και λατρεία του Μέγα Αλεξάνδρου ως θεού αποτελούσε μέθοδο διοίκησης των Ασιατών, ωστόσο δεν έγινε ανεκτή και αποτέλεσε σοβαρό λόγο αντίδρασης εναντίον του. Χαρακτηριστικό είναι ότι ακόμη και οι πιο πιστοί εταίροι, όπως ο Λεοννάτος, χλεύαζαν την προσκύνηση ακόμη και ενώπιον του Αλεξάνδρου. Παρά ταύτα ο Αλέξανδρος επέμεινε μέχρι το τέλος στην επιλογή του να θεωρείται γιος του Άμμωνα και ζήτησε να ταφεί στο μαντείο του στη λιβυκή έρημο αντί στη νεκρόπολη του Οίκου των Αργεαδών στις Αιγές (Βεργίνα). Το παράδειγμα του Αλεξάνδρου για την προσκύνηση και τη θεϊκή καταγωγή των βασιλέων, ελαφρά τροποποιημένο ένεκα χριστιανισμού, το ακολούθησαν οι ελέω Θεού (απολυταρχικοί) βασιλείς της Ευρώπης ως τον 19ο μ.Χ. αιώνα.
Στην αρχαία Ελλάδα οι βασιλείς και ευγενείς ανήγαν την καταγωγή τους σε θεούς, ημίθεους και ήρωες. Υπήρχαν μάντεις και προφήτες, που ήταν σε επαφή με τους θεούς, αλλά όποιος ισχυριζόταν ότι ήταν θεός, ήταν είτε βλάσφημος είτε ψυχοπαθής. Οι Έλληνες γνώριζαν ότι η θεοποίηση αποτελούσε απλώς εργαλείο διοίκησης των βαρβάρων, αλλά δεν ήταν δυνατόν να συγχωρήσουν όποιους υιοθετούσαν βαρβαρικά έθιμα και πολύ περισσότερο δεν ήταν δυνατόν να τα εφαρμόσουν οι ίδιοι. Παρόλα αυτά ο Αλέξανδρος προσπάθησε να τους πείσει επιστρατεύοντας μία σειρά από ανθρώπους του πνεύματος και της διανόησης. Ο σημαντικότερος εξ’ αυτών, ο υπερόπτης και προκλητικός σοφιστής Ανάξαρχος ο Αβδηρίτης, δεν περιορίστηκε σε ρόλο συμβούλου επικοινωνίας, αλλά παρακινούσε τον Αλέξανδρο να προκαλεί τρόμο στους φίλους του, κάτι που εφάρμοσε στην περίπτωση του Κλείτου. Σημαντικότερος αντίπαλος του Ανάξαρχου ήταν ο φιλόσοφος Καλλισθένης ο Ολύνθιος. Ανήκε κι αυτός στην ακολουθία του Αλεξάνδρου και είχε χαρακτήρα ευθύ και ειλικρινή. Ίσως γι’ αυτό ήταν και ο μόνος, που είχε το θάρρος να πει κατά πρόσωπο στον Αλέξανδρο εκείνα, με τα οποία αγανακτούσαν οι επιφανέστεροι και πιο ηλικιωμένοι Μακεδόνες. Σε κάποιο συμπόσιο ο Αλέξανδρος συμφώνησε με τις κολακείες των επιφανών Μήδων Περσών και των διαφόρων Ελλήνων αυλοκολάκων να τον προσκυνούν, ή (ακριβέστερα) αποδέχθηκε την πρόταση, που είχε αναθέσει να του υποβάλουν οι αυλοκόλακες. Ο απερίγραπτος Ανάξαρχος επιχειρηματολόγησε ότι ήταν δικαιότερο να θεωρείται θεός ο Αλέξανδρος παρά ο Διόνυσος και ο Ηρακλής και ότι ήταν σωστό να του αποδίδουν οι Μακεδόνες θεϊκές τιμές. Ακόμη, ήταν απόλυτα βέβαιος ότι θα το έπρατταν μετά το θάνατό του, γι’ αυτό πρότεινε να τις αποδίδουν στον Αλέξανδρο εν ζωή, ώστε να τις απολαμβάνει. Οι αυλοκόλακες χάρηκαν με τη φιλοσοφική τεκμηρίωση, που τους προσέφερε ο Ανάξαρχος και θέλησαν να αρχίσουν αμέσως την προσκύνηση. Τότε παρενέβη ο Καλλισθένης και απευθυνόμενος στον Ανάξαρχο, θύμισε σε όλους ότι υπήρχε μεγάλη διαφορά ανάμεσα στις τιμές, που προβλέπονταν για τους θεούς και σ’ εκείνες που προβλέπονταν για τους ήρωες και τους ανθρώπους. Για τους θεούς προβλέπονταν οι ύμνοι και η προσκύνηση, ενώ για τους ανθρώπους οι έπαινοι και ο ασπασμός. Οι θεοί θα οργίζονταν με τον Αλέξανδρο, αν αποδεχόταν θεϊκές τιμές, όπως θα οργιζόταν και ο Αλέξανδρος, αν κάποιος ιδιώτης αποδεχόταν βασιλικές τιμές. Όσα είπε ο Ανάξαρχος, ο Καλλισθένης τα έβρισκε κατάλληλα για τον Καμβύση, τον Ξέρξη, ή άλλους βάρβαρους βασιλείς, όχι όμως για τον Αλέξανδρο, που καταγόταν από τον Ηρακλή και τον Αιακό και οι πρόγονοί του πήγαν στη Μακεδονία από το Άργος, για να κυβερνήσουν όχι με τη βία, αλλά με τον νόμο. Αυτόν ακριβώς τον νόμο ζητούσε ο Καλλισθένης από τον Αλέξανδρο να σεβαστεί, διότι ακόμη κι ο Ηρακλής δεν τιμήθηκε ως θεός όσο ζούσε, αλλά μετά το θάνατό του και μετά από έγκριση του μαντείου των Δελφών. Αυτό το τελευταίο γεγονός κατεδείκνυε στον Αλέξανδρο τις δυσκολίες, που θα είχε με όλους τους Έλληνες. Ο Καλλισθένης δεν δίστασε να στραφεί ευθέως στον Αλέξανδρο και να του τονίσει ότι, αν επέμενε στην εν ζωή αποθέωσή του, θα ατίμαζε τους Μακεδόνες στα μάτια των άλλων Ελλήνων. Αν ήταν ανάγκη να υιοθετήσουν τα βαρβαρικά έθιμα, επειδή έπρεπε να κυβερνήσουν βαρβάρους, του πρότεινε ως εναλλακτική λύση να διαχωρίσει τις τιμές και να τιμάται Ελληνικά, δηλαδή ως άνθρωπος, από τους Έλληνες και βαρβαρικά, δηλαδή ως θεός, από τους βαρβάρους. Αυτή η εναλλακτική ήταν συμβατή με την Ελληνική νοοτροπία, που περιφρονούσε τους βαρβάρους, αφού ο ίδιος ο Αριστοτέλης συμβούλευε τον Αλέξανδρο να τους φέρεται όπως σε φυτά, ή ζώα.
Ο Διοκλητιανός ή Διοκλής (244 - 311) ήταν Ρωμαίος αυτοκράτορας από το 284 έως το 305. Γεννημένος σε μία ταπεινή οικογένεια στη ρωμαϊκή επαρχία της Δαλματίας, ο Διοκλητιανός αναρριχήθηκε στη στρατιωτική ιεραρχία και έγινε διοικητής του ιππικού του αυτοκράτορα Κάρου. Μετά το θάνατο του Κάρου και του γιου του, Νουμεριανού, σε εκστρατεία στην Περσία, ο Διοκλητιανός ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας. Ο Διοκλητιανός έκανε πολλές μεταβολές στη διοίκηση: Το πολίτευμα έγινε απόλυτη μοναρχία. Ο αριθμός των υπαλλήλων αυξήθηκε. Οι βάρβαροι κατέλαβαν σημαντική θέση στον στρατό και την πολιτεία. Το πρόσωπο του αυτοκράτορα ήταν ιερό και οι υπήκοοι έπρεπε να του αποδίδουν λατρεία. Η σταδιακή συγκέντρωση των εξουσιών στο πρόσωπο του αυτοκράτορα επικυρώθηκε με την υιοθέτηση από τον Διοκλητιανό του πρωτοκόλλου της βασιλικής αυλής των Σασανιδών βασιλέων της Περσίας. Ο αυτοκράτορας έγινε απροσπέλαστος για τους υπηκόους του, στις εμφανίσεις του φορούσε το διάδημα και την πορφύρα* και επέβαλλε την προσκύνηση. Περιβλήθηκε, τέλος, με την ιερότητα που του απέδιδε η προσφώνηση «Ζευς» και η απαίτηση να λατρεύεται ως θεός. Εξαπέλυσε δριμείς διωγμούς κατά του Χριστιανισμού και του Μανιχαϊσμού. Η ρωμαϊκή αντεπίθεση ξεκίνησε το 298 μ.Χ. όταν ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός νίκησε τον Πέρση βασιλιά Ναρσή και όρισε ως ρωμαϊκό σύνορο τον ποταμό Τίγρη. Ο Ναρσής παραιτήθηκε και βασιλιάς έγινε ο γιος του Ορμίσδας Β’ ο οποίος ήταν ένας φωτισμένος και σταθερός ηγέτης. Το 303, μόλις ξέσπασαν οι διωγμοί κατά των χριστιανών, το παλάτι του πυρπολήθηκε και ο εμπρησμός αποδόθηκε στους χριστιανούς. Σε αντίποινα κατεδαφίστηκε ο καθεδρικός ναός. Το 305 ο Διοκλητιανός παραιτήθηκε και αποσύρθηκε στο ανάκτορό του στο Σπάλαθο της Δαλματίας, όπου πέθανε μετά από 6 έτη.
Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας ήταν η υπέρτατη πηγή κάθε εξουσίας στη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Η ζωή του σχηματικά παρουσιάζει τρεις όψεις: α) οφείλει να υλοποιεί την αυτοκρατορική μεγαλοπρέπεια, πηγή και έκφραση της δύναμης και της αυθεντίας, β) είναι ο στρατιωτικός αρχηγός, ο πολέμαρχος και γ) είναι ο αρχηγός της Εκκλησίας. Έτσι, εντεταλμένος από το Θεό να βασιλεύσει ως «ελέω Θεού» ηγεμόνας, επαγρυπνεί πάνω από τα συμφέροντα του Κράτους υπηρετώντας τη Θεία Πρόνοια. Επιπλέον, οι κρατικές υπηρεσίες, οργανωμένες σε ένα αυστηρά ιεραρχικό σύστημα, ήταν δομημένες πάνω στην έννοια της τάξεως, θεμελιώδη αρχή της αυτοκρατορικής πολιτικής, που αντικατόπτριζε την αρμονία του σύμπαντος. Στα πλαίσια αυτά θα εξετάσουμε σε δύο ενότητες τον αυτοκρατορικό βίο, μέσα από τις βασικότερες τελετές ή εκδηλώσεις που τον χαρακτηρίζουν. Στην πρώτη θα ασχοληθούμε με τις αυτοκρατορικές τελετές δημοσίου χαρακτήρα, ενώ στη δεύτερη με εκείνες που άπτονται του ιδιωτικής του ζωής. Το τελετουργικό της βυζαντινής αυλής δεν μπορεί παρά να προσαρμόζεται στην ιερή εικόνα του αυτοκράτορα. Πληροφορίες για το τελετουργικό αυτό αντλούμε κυρίως από την Έκθεσιν περί βασιλείου τάξεως, του Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου. Η τάξη που επικρατεί στην ουράνια κοινωνία, αποτυπώνεται στην προσπάθεια για την τήρηση της τάξης της ζωής στο παλάτι, η οποία επιτυγχάνεται μέσω μια παγιωμένης εθιμοτυπίας και την ύπαρξη πολλαπλών τελετών για κάθε σημαντική ή μη στιγμή. Η ακρόαση του Αυτοκράτορα γινόταν με σχολαστική τήρηση του προβλεπομένου τυπικού κατά το οποίο ο προσερχόμενος έπρεπε να φέρει κατάλληλο ένδυμα δηλωτικό του αξιώματός του, να έχει τα χέρια καλυμμένα (για λόγους ασφαλείας), να προχωρήσει σιωπηρά με την σειρά του προς τον Αυτοκράτορα και να τον προσκυνήσει τρεις φορές γονατίζοντας μπροστά στον θρόνο. Όταν έφευγαν, οπισθοχωρούσαν σιωπηρά με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος και το πρόσωπο στραμμένο προς τον Αυτοκράτορα. Διάφορα τεχνάσματα (μηχανικά πουλιά που κελαηδούν, θρόνος που ανυψώνεται με ειδικό μηχανισμό) και άφθονη πολυτέλεια στην αίθουσα του θρόνου απέβλεπαν στον εντυπωσιασμό των ξένων επισκεπτών και μάλιστα των πρέσβεων των διαφόρων βαρβάρων, όπως περιγράφει ο Ιταλός Επίσκοπος Κρεμώνος Λιουτπράνδος. Βασικός καταλύτης στην ιστορική πορεία του Βυζαντίου υπήρξε ο αυτοκρατορικός θεσμός. Η δημόσια και ιδιωτική ζωή του βυζαντινού αυτοκράτορα χαρακτηρίζονταν από ένα πλήθος τελετών και εκδηλώσεων είτε δημοσίου είτε ιδιωτικού χαρακτήρα, οι οποίες λάμβαναν χώρα μέσα από μία υποδειγματική τάξη, που είχε σκοπό να υπενθυμίσει την ουράνια τάξη και αρμονία. Η εκλογή του από το στρατό κατά τους πρώτους αιώνες έχει τις καταβολές της στο ρωμαϊκό παρελθόν. Αργότερα, στην εκλογική διαδικασία θα παίξει ενεργό ρόλο η σύγκλητος ή και ο λαός. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, η εκλογή εκλαμβάνονταν ως αποτέλεσμα της Θείας επιφοίτησης. Ο ίδιος, βέβαια, επιθυμούσε την κληρονομική διαδοχή στα πλαίσια της δυναστικής σταθερότητας που εξασφάλιζε. Όπως και να έχει, όμως, η ουσία παραμένει η ίδια. Ο αυτοκράτορας αποτελεί την αντανάκλαση της Θεϊκής εξουσίας στη γη. Με την παρουσία της Θείας Χάρης ασκεί την εξουσία του. Λειτουργεί ως ο εκλεκτός του Θεού και αποτελεί τον ύπατο αντιπρόσωπό του σε αυτόν τον κόσμο.
Πηγή : http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/library/browse.html?text_id=30&page=177
http://autochthonesellhnes.blogspot.gr/2013/05/blog-post_5553.html
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Προσκύνημα
http://www.ancient-greek-history.com/el/arhaia-elliniki-istoria-el/arxaiki-epoxi-el/oi-persikoi-polemoi-el
http://autochthonesellhnes.blogspot.gr/2014/12/blog-post_50.html
https://chilonas.com/2017/03/29/httpwp-mep1op6y-4wl/
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Διοκλητιανός
http://users.sch.gr/aiasgr/Eguklopaideia/Xwres_kai_laoi/Persia.htm
http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSGL-A102/45/335,1357/
http://vizantinaistorika.blogspot.gr/2014/11/blog-post_19.html
https://sites.google.com/site/bishopphotios/home/dokimia/edemosiakaieidiotikezoetoubyzantinouautokratora
Εκπαιδευτικό Ιστολόγιο με στόχο την ενημέρωση για την Μυθολογία, την Προϊστορία, την Ιστορία και τον ελληνικό πολιτισμό greek.history.and.prehistory99@gmail.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου