Τρίτη 9 Οκτωβρίου 2018

Η στρατηγική και οι τακτικές αντιμετώπισης του Ιππικού των Φράγκων και Σταυροφόρων από τους λαούς της Ασίας

Οι Δυτικοευρωπαίοι πρώτοι απέδειξαν ότι κάτω από την πίεση της ανάγκης είχαν την ικανότητα να μετατρέψουν τη θεωρία σε πράξη. H πρακτική εφαρμογή των αρχαίων γνώσεων είναι η μεγάλη συνεισφορά της δυτικής Eυρώπης στον παγκόσμιο πολιτισμό. H Pώμη δεν είχε βρεθεί στην ανάγκη να δημιουργήσει ισχυρό ιππικό, το πεζικό της κατέκτησε σχεδόν όλο τον τότε γνωστό κόσμο και οι αλλαγές στην έμφαση που έδινε στα έφιππα σώματα θα έκαναν την εμφάνισή τους μετά την ήττα τους από τους Γότθους, στη μάχη της Aδριανούπολης. Mέχρι τότε, το ρωμαϊκό ιππικό αρκούνταν σε ρόλους αναγνώρισης, προκάλυψης, παρενόχλησης και καταδίωξης. Aνασυνθέτοντας όλα τα παραπάνω, με λίγα λόγια, πριν από την εμφάνιση του μεσαιωνικού ιππικού είχαμε επιτυχημένους έφιππους στρατούς, ακόμη και χωρίς την ύπαρξη αναβολέων. Mιλάμε για βαρύ ιππικό, όμως, η λέξη "βαρύ" αναφέρεται στον οπλισμό και όχι στην τακτική. Δεν υπήρχε ιππικό κρούσης, δηλαδή, που να χρησιμοποιεί μακριές και βαριές λόγχες. Tο ιππικό είχε για όλο αυτό το τεράστιο χρονικό διάστημα τους ίδιους ρόλους: αναγνώριση, προκάλυψη, παρενόχληση, καταδίωξη. Tο ιππικό είχε ακόμη έναν ρόλο, ο οποίος είναι διαχρονικός: αυτόν του έφιππου πεζικού, σύμφωνα με τον οποίο τα άλογα χρησίμευαν απλώς ως μέσο μεταφοράς των οπλιτών στο πεδίο της μάχης, όπου πολεμούσαν πεζοί. Xαρακτηριστικά παραδείγματα είναι το σπαρτιατικό άγημα των 300 ιππέων, που πάντα πολεμούσαν πεζοί στο πλευρό του Σπαρτιάτη βασιλιά, και το έφιππο πεζικό των Φράγκων του Kάρολου Mαρτέλου, που αναχαίτισε τους Aραβες στο Πουατιέ. H παράδοση του έφιππου ιππικού δεν σταμάτησε, όμως, στο Πουατιέ. Aκόμη και το μεσαιωνικό ιππικό μαχόταν ως τέτοιο, αφού οι απαιτήσεις των πολιορκιών υποχρέωναν τον ιππότη να αφιππεύσει και να πολεμήσει πεζός, και γνωρίζουμε ότι στο μεσαιωνικό πόλεμο οι πολιορκίες ήταν το κυρίαρχο χαρακτηριστικό. Στον 18ο και 19ο αιώνα, το έφιππο πεζικό συνέχιζε να υφίσταται μέσω του σώματος των δραγόνων. Tο έφιππο πεζικό δεν εξαφανίζεται ούτε και τον 20ό αιώνα, απλώς μεταλλάσσεται στο λεγόμενο μηχανοκίνητο πεζικό!
Το εξαιρετικά ενδιαφέρον φαινόμενο που "γέννησαν" οι σταυροφορίες, ήταν τα ιπποτικά τάγματα. Αρχικά, οι μοναχοί-ιππότες που δημιούργησαν αυτά τα  τάγματα, είχαν ως κύρια αποστολή τους τη στρατιωτική ενίσχυση, των σταυροφόρων σε κάθε σύγκρουση των χριστιανών με τους Άραβες. Γενικά, θα μπορούσαμε να σημειώσουμε ότι τα τάγματα της "λατινικής Aνατολής" και της Aνατολικής Eυρώπης είχαν αρκετές ομοιότητες. Mία γενική παρατήρηση που κάνει ο μελετητής της περιόδου είναι ότι τα τάγματα του Λεβάντε ήταν συχνά "κράτος εν κράτει", κάτι που γίνεται φανερό από το ότι από ένα σημείο και μετά η πολιτική υπόστασή τους ήταν τέτοια, ώστε μπορούσαν να διαπραγματεύονται τη σύναψη συνθηκών αποκλειστικά για τα δικά τους συμφέροντα και είχαν τη δυνατότητα να ασκούν τη δική τους, ανεξάρτητη, πολιτική όσον αφορά στις σχέσεις τους με το μουσουλμανικό κόσμο. Eξαρχής, φυσικά, τα περισσότερα από τα τάγματα αναφέρονταν απευθείας στον πάπα της Pώμης, η επικυριαρχία του οποίου (καίτοι δεν ήταν κοσμικός άρχοντας και είχε την έδρα του μακριά από τις περιοχές όπου δραστηριοποιούνταν τα τάγματα) ήταν χαλαρή και στις περισσότερες περιπτώσεις "τυπική". Για να πετύχουν αυτόν το βαθμό αυτοδυναμίας, τα τάγματα έπρεπε να έχουν και έναν μεγάλο βαθμό οικονομικής αυτοτέλειας. Γενικά, αντλούσαν πόρους κυρίως από δωρεές, που στις περισσότερες περιπτώσεις αφορούσαν σε παραχώρηση γαιών, άλλων εκμεταλλεύσεων και προσόδων, τις οποίες τα τάγματα χρησιμοποιούσαν για να έχουν ένα μόνιμο εισόδημα. Παράλληλα, υπήρχαν και οι περιουσίες των μελών του τάγματος, που με την είσοδό τους παραχωρούνταν στο τάγμα, καθώς και τα έσοδα από τις παραπάνω εκμεταλλεύσεις - στην περίπτωση, λ.χ., των Nαϊτών υπήρχαν τεράστια έσοδα από τραπεζικές και άλλες εργασίες.
Aυτού του είδους η οικονομική αυτοτέλεια, που ενισχύθηκε στη συνέχεια και από άλλες δραστηριότητες που ανέπτυξαν, επέτρεψε στις οργανώσεις αυτές να αποκτήσουν όχι μόνο μία αξιοσημείωτη αυτοδυναμία, αλλά και να είναι πολύ συχνά αιμοδότες των κοσμικών αρχόντων. 
Οι μοναχοί-ιππότες που δημιούργησαν τα ιπποτικά τάγματα, εξαρχής είχαν ως κύρια αποστολή τους την ενίσχυση, στρατιωτικά, των σταυροφορικών προσπαθειών σε κάθε θέατρο της σύγκρουσης των χριστιανών με τους "άπιστους". H κατάληψη, αγορά ή και εκ νέου κατασκευή κάστρων από τα ιπποτικά τάγματα, ήταν το κεντρικό σημείο της στρατηγικής τους: το Mεσαίωνα, η κατοχή οχυρών θέσεων (κάστρων) έδινε τη δυνατότητα κατοχής και ελέγχου μίας περιοχής, οπότε όσο περισσότερες οχυρές θέσεις κατείχαν οι ταγματικοί τόσο μεγαλύτερες περιοχές είχαν υπό τον έλεγχό τους.  H απόκτηση μεγάλης οικονομικής δύναμης από τα τάγματα εξυπηρέτησε με τον καλύτερο τρόπο αυτόν το σκοπό, αφού η ανέγερση και η λειτουργία ενός κάστρου κόστιζαν τεράστια ποσά για την εποχή. 
H δραστηριότητα αυτή έφθασε στην κορύφωσή της στους Aγίους Tόπους και στη Bαλτική. Tα δύο μεγάλα ιπποτικά τάγματα (Nαΐτες, Iωαννίτες) διέθεταν δεκάδες κάστρων στους Aγίους Tόπους, ενώ οι Tεύτονες είχαν περιζώσει ολόκληρη την Πρωσία και μεγάλο τμήμα της Λιβονίας με τα κάστρα τους. Tα πιο περίφημα κάστρα που είδαν ποτέ οι Aγιοι Tόποι είχαν δημιουργηθεί (ή επεκταθεί) από τα ιπποτικά τάγματα. Oι Ιωαννίτες διέθεταν το "καμάρι της χριστιανοσύνης", το περίφημο Kρακ των Iπποτών, που είχαν αποκτήσει και επεκτείνει σε μεγάλο βαθμό, καθιστώντας το ένα από τα εντυπωσιακότερα κάστρα που χτίστηκαν ποτέ. Aπό την πλευρά τους οι Nαΐτες δημιούργησαν εξαρχής το τρομερό "Kάστρο των Προσκυνητών", το Aθλίτ. Στη σημερινή Πολωνία σώζεται ακόμη το περίφημο "κόκκινο κάστρο", το επιβλητικό Mάριενμπουργκ.  Στο πεδίο της μάχης, τα τάγματα βασίζονταν κατά κύριο λόγο στο βαρύ ιππικό των ιπποτών, γύρω από το οποίο χτιζόταν η στρατιωτική τους δύναμη. H παρακμή του ιππότη συνέπεσε χρονικά με την παρακμή των ταγμάτων. Tους ιππότες συμπλήρωναν οι σεργέντοι, ως βαρύ ιππικό επίσης ή ως βαρύ πεζικό, ενώ η τρίτη ομάδα που συμπλήρωνε τις δύο προηγούμενες ήταν οι μισθοφόροι, που κατά κύριο λόγο ήταν βαρύ και μέσο πεζικό, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις (λ.χ. οι περίφημοι Tουρκόπουλοι) και ελαφρύ ιππικό. Συχνά οι ταγματικές δυνάμεις συμπληρώνονταν από επίστρατους, που στην Oυτρεμέρ ήταν άνθρωποι εξαρτώμενοι από τα τάγματα και στη Bαλτική Γερμανοί πολίτες της Πρωσίας, που ήταν υποτελείς των Τευτόνων. Tα τάγματα συμμετείχαν σε αμέτρητες μάχες και μόνο η απλή αναφορά τους θα χρειαζόταν πολύ χώρο. Kατά κανόνα, πλήρωναν βαρύτατο φόρο αίματος, αφού ήταν οι πρώτοι που έμπαιναν στη μάχη και οι τελευταίοι που υποχωρούσαν. Oι αυστηρές αρχές τους εγγυόνταν ότι ο όρκος για "μάχη μέχρις εσχάτων" δεν ήταν απλό λεκτικό σχήμα, αλλά απτή πραγματικότητα. Oμως, τα ιπποτικά τάγματα έζησαν όσο καιρό ήταν απαραίτητα. Στη συνέχεια, έσβησαν και χάθηκαν από την ιστορία, αφήνοντας πίσω τους μια αθάνατη κληρονομιά και μια συναρπαστική ιστορία.
Οι σταυροφορίες ήταν μία σειρά θρησκευτικών πολέμων που εγκρίθηκαν από τη Λατινική Εκκλησία κατά τη μεσαιωνική περίοδο. Οι πιο γνωστές είναι οι εκστρατείες στην ανατολική Μεσόγειο που αποσκοπούσαν στην ανάκτηση των Αγίων Τόπων από την ισλαμική κυριαρχία αλλά ο όρος «σταυροφορίες» εφαρμόζεται επίσης και σε άλλες εκστρατείες που εγκρίθηκαν από την εκκλησία. Το 1095 ο Πάπας Ουρβανός Β΄ κήρυξε την Α΄ Σταυροφορία με δηλωμένο στόχο την αποκατάσταση της πρόσβασης των Χριστιανών στους Άγιους Τόπους, μέσα και γύρω από την Ιερουσαλήμ. Μετά την Α΄ Σταυροφορία ακολούθησε διαλείπων αγώνας 200 ετών για τον έλεγχο των Αγίων Τόπων με έξι μεγάλες σταυροφορίες και πολλές μικρότερες. Το 1291 η σύγκρουση κατέληξε σε αποτυχία, με την πτώση του τελευταίου χριστιανικού προπύργιου στους Αγίους Τόπους, στην Άκρα, μετά την οποία η Ρωμαιοκαθολική Ευρώπη δεν εκδήλωσε καμία περαιτέρω συνεκτική αντίδραση προς ανατολάς. Μερικοί ιστορικοί βλέπουν τις Σταυροφορίες ως τμήμα ενός αμυντικού πολέμου εναντίον της επέκτασης του Ισλάμ στην Εγγύς Ανατολή, άλλοι ως τμήμα μιας μακροχρόνιας σύγκρουσης στα σύνορα της Ευρώπης και άλλοι ως επιθετικές απόπειρες, υπό την ηγεσία του πάπα, επέκτασης της Δυτικής Χριστιανοσύνης. Η Δ΄ Σταυροφορία κατέληξε σε λεηλασία της Κωνσταντινούπολης από τους Ρωμαιοκαθολικούς, τερματίζοντας ουσιαστικά την ευκαιρία επανένωσης της Χριστιανικής Εκκλησίας και οδηγώντας στην εξασθένηση και τελική πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στους Οθωμανούς. Για 200 χρόνια οι Άγιοι Τόποι έγιναν πεδίο μαχών αλλά και εμπορίου και πολιτισμικής επαφής. Οι Άραβες και οι Τούρκοι βελτίωσαν τις τακτικές τους, έμαθαν καινούρια γι' αυτούς όπλα από τους σταυροφόρους, εφηύραν νέα δικά τους και κατάφεραν το 1187 να ανακαταλάβουν την Ιερουσαλήμ, το 1260 να νικήσουν τους Μογγόλους στο Αν Τζαϊλούτ και να καταλάβουν τον Άγιο Ιωάννη της Άκρας από τους Σταυροφόρους το 1291 τερματίζοντας την κυριαρχία των σταυροφόρων στην Ανατολή. Ήδη όμως, το ενδιαφέρον στη Δύση για τις σταυροφορίες είχε εξαντληθεί, και η εποχή των σταυροφοριών τελείωσε και τυπικά.
Ένα πολύ σημαντικό μάθημα ήταν αυτό που πήραν οι βασιλείς. Πριν από τις σταυροφορίες, σε όλη σχεδόν τη Δυτική Ευρώπη, οι κόμητες και οι δούκες ήταν αυτοί που είχαν την ουσιαστική εξουσία, και η επιρροή της Καθολικής Εκκλησίας ήταν αδιαμφισβήτητη. Ο βασιλιάς στις περισσότερες χώρες ήταν ένα συμβολικό πρόσωπο με μικρή εξουσία και πολύ λίγα εδάφη. Ζητούσε από τους φεουδάρχες να τον βοηθήσουν σε περίπτωση πολέμου και δεν τους διέταζε. Οι φεουδάρχες ήταν ελεύθεροι να διεξάγουν τους δικούς τους πολέμους, και στην περίπτωση που πολεμούσαν με ένα φεουδάρχη από το ίδιο βασίλειο, ο βασιλιάς έπαιζε απλώς τον ρόλο του διαιτητή. Όμως, στην Ανατολή παρατήρησαν τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες και τους μουσουλμάνους ηγεμόνες που είχαν απόλυτη και ουσιαστική δύναμη σε ότι αφορούσε τις επικράτειές τους, ακόμη και πάνω στον κλήρο, και θέλησαν να τους μιμηθούν. Αυτό το τελευταίο, οδήγησε στην αποδυνάμωση της επιρροής της Καθολικής Εκκλησίας, που με τον καιρό και με τους λανθασμένους χειρισμούς ορισμένων παπών έχανε όλο και πιο πολύ τη δύναμή της, αλλά και στη δημιουργία των σύγχρονων εθνών.
Το Χαλιφάτο Ρασιντούν (632-661 μ.Χ) ή Πατριαρχικό Χαλιφάτο, τόπος κυριαρχίας των τεσσάρων πρώτων χαλίφηδων της ιστορίας του Ισλάμ, ιδρύθηκε μετά το θάνατο του Μωάμεθ το 632 μ.Χ. Στην ακμή του, τα σύνορα του χαλιφάτου εκτείνονταν στην Βόρεια Αφρική, την Αραβική Χερσόνησο και τα υψίπεδα του Ιράν έως την Ινδία και την Κίνα. Είναι το πρώτο χαλιφάτο στη μακρά διαδοχή των δυναστειών και εμιράτων της ισλαμικής αυτοκρατορίας. Πρώτος στόχος τους τα δύο μεγάλα γειτονικά κράτη, το περσικό και το βυζαντινό. Η Περσία κατακτήθηκε σχεδόν αμέσως, ενώ το Βυζάντιο έχασε μέσα στα επόμενα δέκα χρόνια τις ανατολικές επαρχίες του, τη Συρία το 636, την Παλαιστίνη το 638 και το 640/2 την Αίγυπτο. Η εξάπλωση των Αράβων στη βόρεια Αφρική περιόρισε το βυζαντινό κράτος στη Μικρά Ασία, τα Βαλκάνια και τις ιταλικές του κτήσεις. Οι 'Aραβες μετά την κατάκτηση της Αφρικής στράφηκαν εναντίον των ευρωπαϊκών εδαφών. Το 711 πέρασαν στην Ισπανία από το Γιβραλτάρ και άρχισαν να κατακτούν το βησιγοτθικό κράτος. Στη συνέχεια επιτέθηκαν στο κράτος των Φράγκων, η επέλασή τους όμως σταμάτησε όταν νικήθηκαν από τους Φράγκους, με αρχηγό τον Κάρολο Μαρτέλλο στη μάχη του Πουατιέ (ή μάχη της Τουρ) το 732. Η μάχη αυτή αποτελεί ορόσημο για την ευρωπαϊκή ιστορία γιατι σταμάτησε την αραβική επέλαση στην Ευρώπη. Την ίδια σημασία έχει και η νίκη του βυζαντινού αυτοκράτορα Λέοντα Γ επί των αράβων που πολιορκούσαν την Κωνσταντινούπολη το 718. 
Περνώντας στην πολεμική τέχνη των πρώτων ισλαμικών στρατών έως και τα μέσα του 7ου αι., το ιππικό των Αράβων υπήρξε το κύριο Όπλο τους. Όλοι οι εύποροι Άραβες, νομάδες ή μόνιμα εγκατεστημένοι σε οικισμούς και οάσεις, πολεμούσαν ως ιππείς, μαχόμενοι κυρίως με λόγχη και ξίφος. Οι μόνιμα εγκατεστημένοι έστελναν τους γιους τους στις νομαδικές φυλές για να διδαχθούν την πολεμική τέχνη. Οι πεζοί πολεμιστές ήταν πολλοί πριν το 638 μ.Χ. και περιελάμβαναν ξιφομάχους, συχνά προστατευμένους με αλυσοθωράκιση, ακοντιστές, τοξότες, σφενδονήτες και λίγους λογχοφόρους. Οι Υεμενίτες ακοντιστές ήταν φημισμένοι ως ένοπλοι συνοδοί των εμπορικών καραβανιών. Έως τη μάχη του Χουναϋν (630), όσοι από τους μουσουλμάνους πεζούς προέρχονταν από τις νομαδικές φυλές, μετακινούνταν στο πεδίο της μάχης επιβαίνοντας σε καμήλες, χωρίς να τις χρησιμοποιούν στη σύρραξη. Μετά το 630, όλοι οι πεζοί επέβαιναν σε καμήλες, ενώ αρκετοί καμηλιέρηδες δρούσαν ως ανιχνευτές. Ένας συνήθης αραβικός σχηματισμός μάχης περιελάμβανε το πεζικό, διηρημένο σε κέντρο και δύο πλάγιες, πτέρυγες και το ιππικό σε ελεύθερο ή εφεδρικό ρόλο. Οι τακτικές των Αράβων μουσουλμάνων στηρίζονταν σημαντικά στην προσπάθεια υπερκέρασης της αντίπαλης παράταξης από το ιππικό τους. Αντίθετα, το πεζικό τους σπάνια έκανε εφόδους, αλλά αντιστεκόταν έως το τέλος στις εχθρικές επιθέσεις. Ωστόσο, υπήρξαν πολλές περιπτώσεις πεζών αξιωματικών ή στρατιωτών οι οποίοι εισορμούσαν μόνοι τους εναντίον του εχθρού, κραδαίνοντας τα λάβαρα του Ισλάμ και επιδιώκοντας να φονευθούν προκειμένου να καταστούν μάρτυρες της πίστης.
Οι ιππείς έγιναν η πλειοψηφία των ισλαμικών στρατευμάτων ενώ οι αριθμοί και η σημασία του πεζικού περιορίσθηκαν πολύ. Οι καμήλες μετέφεραν εφόδια και ανθρώπους και ήταν ιδιαίτερα χρήσιμες σε μακρινές εκστρατείες. Οι Άραβες ιππείς επέβαιναν σε αυτές κατά τη διάρκεια της πορείας, προκειμένου να μην κουράζονται τα άλογα τα οποία ιππεύονταν σχεδόν μόνο στις μάχες. Οι καμήλες διέθεταν ανεξάντλητη αντοχή στην πείνα, τη δίψα και τις μακρινές πορείες. Μπορούσαν να διασχίζουν μεγάλες αποστάσεις χωρίς να σταματούν συχνά, προκειμένου να ξεκουράζονται και να σιτίζονται, δίνοντας έτσι σημαντικό πλεονέκτημα στα αραβικά στρατεύματα έναντι των εχθρών τους. Με αυτές τις μεθόδους πορείας, οι Άραβες πολεμιστές έφθασαν στη Δύση έως τη Γαλατία και την Αφρικανική ακτή του Ατλαντικού και στην Ανατολή έως την Ινδία και τα σύνορα των Κινέζων της δυναστείας Τανγκ. Οι Ιρανοί ήταν οι πρώτοι μη-άραβες πολεμιστές που εντάχθηκαν στον ισλαμικό στρατό. Πολλοί Ιρανοί αριστοκράτες, μαχόμενοι ως «κλιβανάριοι» ιππείς (Clibanarii) με τη γνωστή βαριά μεταλλική θωράκιση αναβάτη και αλόγου και με όπλα τη λόγχη, το ξίφος, το ρόπαλο και το τόξο, ασπάσθηκαν το Ισλάμ κατά την πτώση της Σασσανιδικής Αυτοκρατορίας μετά τη μάχη της Καδησίας. Αποκαλούνταν «Ασαουίρα» στην αραβική (Asawira, όρος προερχομενος από τον αντίστοιχο ιρανικό Αsavaran για τους συγκεκριμένους ευγενείς) και ο απώτερος σκοπός τους ήταν να διατηρήσουν τις περιουσίες και τα προνόμια τους στα πλαίσια του ισλαμικού χαλιφάτου.
Οι Μογγόλοι εμφανίστηκαν αιφνιδίως στο προσκήνιο της Ιστορίας προκαλώντας τον τρόμο ταυτόχρονα με το δέος. Τρόμο γιατί το πέρασμά τους άφηνε μόνο νεκρούς και δέος γιατί μέσα σε μιαν εικοσιπενταετία κατάφεραν να δημιουργήσουν τη μεγαλύτερη με συνεχόμενα εδάφη αυτοκρατορία που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα. Η κεραυνοβόλος δράση τους ξεκίνησε στις αρχές τού 13ου αιώνα και το αποτέλεσμά της ήταν να αλλάξει εκ θεμελίων το πρόσωπο της Ασίας και της μισής Ευρώπης. Οι Μογγόλοι προέρχονταν από την περιοχή όπου περιορίζεται η σημερινή Μογγολία, στην Κεντρική και Βορειοανατολική Ασία. Φτάνοντας στο απόγειο της δύναμής της, η Μογγολική Αυτοκρατορία εκτινόταν από την Κορέα μέχρι την Ουγγαρία και από τη Σιβηρία μέχρι την Ινδία πράγμα πρωτόγνωρο στην παγκόσμια Ιστορία των κατακτήσεων καλύπτοντας περίπου το 16% της επιφάνειας της γης! Ο πληθυσμός της αυτοκρατορίας στην ακμή της έφτασε τα 100 εκατομμύρια, ωστόσο παραμένει εντυπωσιακά μεγάλος και ο αριθμός των νεκρών που άφησε στο φονικό της πέρασμα.
Οι Μογγόλοι άρχισαν την επέκτασή τους στις αρχές του 13ου αιώνα και έως το 1279 είχαν καταλάβει μεγάλο μέρος της Ευρασίας, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας, του Ιράν και της Ρωσίας. Το 1242, με επικεφαλής τον Μπατού, εγγονό του Τζέγκις Χαν, διέσχισαν τον ποταμό Δούναβη και ξεχύθηκαν προς την Ευρώπη. Η ξαφνική αποχώρηση των μογγολικών ορδών από την Ουγγαρία το 1242, που έσωσε την Ευρώπη από κατάκτηση -οπότε η ιστορία θα είχε πάρει άλλη πορεία- πιθανότατα οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό σε περιβαλλοντικούς παράγοντες. Οι πεδιάδες της Κεντρικής Ευρώπης μετατράπηκαν σε βάλτους και οι λάσπες τους έκαναν τη ζωή δύσκολη στους Μογγόλους και τα άλογά τους, οπότε αποφάσισαν να τα...παρατήσουν. Η εκδοχή αυτή προκύπτει από μια νέα επιστημονική έρευνα, η οποία ανέλυσε στοιχεία από δακτυλίους δέντρων της περιοχής, σε συνδυασμό με ιστορικές πηγές για τις μεταβολές του κλίματος εκείνη την εποχή (1230-1250). Παρά όμως τις απανωτές μεγάλες νίκες τους εναντίον των Πολωνών και των Ούγγρων, μετά από δύο μήνες αποσύρθηκαν ξαφνικά, μέσω Σερβίας και Βουλγαρίας, πίσω στη Ρωσία. Οι ίδιες οι μογγολικές πηγές δεν δίνουν κάποια εξήγηση γι' αυτή την απόφαση, που στάθηκε καθοριστική για το μέλλον της Ευρώπης. Ορισμένοι σύγχρονοι ιστορικοί έχουν αποδώσει τη σωτήρια απόσυρση των Μογγόλων στον εσωτερικό διχασμό τους και άλλοι στην ισχύ των οχυρωμένων κάστρων-πόλεων της Ουγγαρίας και Κροατίας. 
Οι τακτικές μάχης των νομάδων ήταν πολύ δύσκολο να αντιμετωπισθούν από τον βυζαντινό και οποιονδήποτε άλλον αυτοκρατορικό στρατό ο οποίος επιχειρούσε να τους αποκρούσει. Οι Ρωμαίοι, οι Βυζαντινοί, οι Πέρσες, οι Κινέζοι, οι Ινδοί, οι Χωρασμιανοί (Χοβαρεσμιανοί Ιρανοί) και άλλοι εγκατεστημένοι γεωργικοί λαοί, υπέστησαν κατά καιρούς συντριπτικές ήττες από τους δαιμόνιους ιππείς της στέπας. Η ανωτερότητα των τακτικών των νομαδικών λαών οφείλετο στη χρήση ταχύτατων ιππέων οι οποίοι ήταν επιπρόσθετα δεινοί τοξότες, καθώς και βαριά θωρακισμένου ιππικού, προστατευμένου ενίοτε με ολόσωμη πανοπλία (συμπεριλαμβανομένου του αλόγου) και εξοπλισμένου με κόντος (μακρά λόγχη ιππικού). Οι νομάδες, παρότι γενικά ολιγάριθμοι, ήταν εξαίρετοι τοξότες και ιππείς, ολιγαρκείς και ακατάβλητοι, ταχύτατοι στους ελιγμούς τους και δεξιοτέχνες του αιφνιδιασμού. Κατά τις πολεμικές συγκρούσεις οι ιπποτοξότες σάρωναν τους μαχίμους του εχθρού με καταιγισμό τοξευμάτων, διατηρώντας πάντοτε απόσταση ασφαλείας. Επιτίθεντο μετωπικά με ξίφος (ή με κεφαλοθραύστη), μόνο όταν διαπίστωναν ότι η αντίπαλη παράταξη είχε αποσαρθρωθεί από τα τοξεύματα τους. Οι νομάδες ήταν δεξιοτέχνες της πανάρχαιας τακτικής των λαών της στέπας, της «προσποιητής υποχώρησης» την οποία ακολουθούσαν συνήθως όταν αντιμετώπιζαν ισχυρότερα στρατεύματα. Κατά την εφαρμογή της, προσποιούντο ότι ηττήθηκαν και ότι υποχωρούσαν άτακτα παρασύροντας τον εχθρικό στρατό σε ταχεία προέλαση, η οποία επέφερε την αποδιοργάνωση των τάξεων του. Έτσι οι αποδιοργανωμένοι εχθροί καθίσταντο «εύκολη λεία» για τους νομάδες ιππείς (ιπποτοξότες και λογχοφόρους), οι οποίοι διέκοπταν απότομα την οπισθοχώρηση τους ακολουθώντας τη σχετική διαταγή του αρχηγού τους, έκαναν επιτόπια μεταβολή και αντεπιτίθεντο συντρίβοντας τους αιφνιδιασμένους αντιπάλους. Η προσποιητή υποχώρηση τους μπορούσε να διαρκέσει για λίγα λεπτά της ώρας ή να συνεχισθεί επί πολλές ημέρες. Συχνά οι νομάδες, ενώ κάλπαζαν με την πλάτη εστραμμένη προς τον εχθρό, έστρεφαν αιφνίδια τον κορμό τους κατά 180ο και εξαπέλυαν μία «βροχή» τοξευμάτων εναντίον των ανύποπτων διωκτών τους. Η εν λόγω τακτική αποκαλείτο «πάρθιο βέλος» από τους Ελληνες και τους Ρωμαίους, ωστόσο πριν από την εμφάνιση των Πάρθων αποκαλείτο «σκυθικό βέλος», μάλλον επειδή οι Σκύθες/Σάκες ήταν οι επινοητές της. Πιθανώς οι τελευταίοι ήταν οι επινοητές και της τακτικής της «προσποιητής υποχώρησης».
Στην περίπτωση της Μικράς Ασίας η οποία δέχθηκε τις επιδρομές των Σελτζούκων και άλλων Τουρκομάνων, όταν οι βυζαντινές δυνάμεις απωθούσαν κάποιες ομάδες τους, άλλες ορδές τους εμφανίζονταν αιφνίδια σε άλλα σημεία της μεγάλης χερσονήσου δηώνοντας οικισμούς και αιχμαλωτίζοντας πολίτες. Οι Βυζαντινοί δεν μπορούσαν να πετύχουν κάποια συντριπτική νίκη επί των Σελτζούκων, οι οποίοι ακολουθούσαν μία χαρακτηριστική νομαδική στρατηγική: όταν επρόκειτο να αντιμετωπίσουν υπέρτερες δυνάμεις, διέφευγαν καλπάζοντας για να εμφανιστούν λίγο αργότερα σε κάποιο άλλο σημείο των αυτοκρατορικών εδαφών. Ο μελετητής Ρόμπερτ Ίργουιν σημειώνει την ακόλουθη εύστοχη παρατήρηση του για τους Τούρκους ιππείς, η οποία χαρακτηρίζει σχεδόν όλους τους έφιππους πολεμιστές της στέπας: «(δρούσαν) όπως οι μύγες που μπορείς να τις διώξεις, αλλά δεν μπορείς να τις καταστρέψεις». Ειδικά οι νομαδικοί ιπποτοξότες κάλπαζαν με ταχύτητα επειδή δεν έφεραν θώρακα, συχνά ούτε κράνος, ενώ τα βραχύσωμα άλογα τους ήταν σκληραγωγημένα λόγω της διαρκούς εκπαίδευσης και των συνεχών πορειών και συρράξεων. Η βασική τακτική των ιπποτοξοτών συνίστατο στο να καλπάζουν κάνοντας κύκλους γύρω από τον αντίπαλο στρατό, σφυροκοπώντας τον από απόσταση ασφαλείας με καταιγισμό βελών. Το αναφερόμενο σφυροκόπημα επέφερε μεγάλες απώλειες σε στρατεύματα που δεν έφεραν θώρακα ή κράνος, όμως δεν έβλαπταν ικανώς τους μαχίμους που έφεραν θωράκιση, όπως οι περισσότεροι Βυζαντινοί. Ωστόσο τους προκαλούσε νευρικότητα, η οποία είτε εξελισσόταν σε πανικό, είτε τους εξωθούσε σε ασύνετη έφοδο. Όταν οι ιπποτοξότες απειλούντο υποχωρούσαν καλπάζοντας και τοξεύοντας τον εχθρό με την τακτική του «πάρθιου/σκυθικού βέλους», ενώ σε λίγο ανασυντάσσονταν και επαναλάμβαναν την επίθεση τους. Συχνά διενεργούσαν την προσωρινή υποχώρηση τους σε σχηματισμό ημισελήνου με την κοίλη πλευρά της να αντικρίζει το αντίπαλο στράτευμα. Σύμφωνα με αυτή την τακτική, το κέντρο της ημισελήνου υποχωρούσε σταθερά και τα «κέρατα» της ακολουθούσαν την υποχώρηση με την ίδια ταχύτητα, σφυροκοπώντας από απόσταση τις εχθρικές πλαγιοφυλακές με τοξεύματα.
Πηγή : http://www.militaryhistory.gr/articles/view/248
http://www.militaryhistory.gr/articles/view/236/3
https://www.news.gr/kosmos/evroph/article/267066/pos-sothhke-h-evroph-apo-th-megalh-eisvolh-ton.html
http://www.topontiki.gr/article/137447/o-megalos-moggolos-kai-i-moggoliki-aytokratoria
https://cognoscoteam.gr/τακτικές-του-βυζαντινού-στρατού-ενάν/
https://periklisdeligiannis.wordpress.com/2015/03/11/οι-πρωτοι-μουσουλμανοι-αραβεσ-προέλε/
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Χαλιφάτο_Ρασιντούν
https://kelliteacher.weebly.com/alpharhoalphabetaiotakappaeta-epsilonxialphapilambdaomegasigmaeta-kappaalphaiota-alpharhoalphabetaiotakappaomicronsigma-piomicronlambdaiotatauiotasigmamuomicronsigma.html
http://byzantin-history.blogspot.com/2011/02/8.html
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Σταυροφορίες


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου