Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2018

Μανουήλ Παλαιολόγος : Ο ιδεολόγος Βυζαντινός αυτοκράτορας και η οπτική του για τον μουσουλμανικό κόσμο

Υιός του Ιωάννη Ε΄ (1341-1391) και της Ελένης Καντακουζηνού, ο Μανουήλ Β΄, όγδοος αυτοκράτορας της δυναστείας των Παλαιολόγων και προ προτελευταίος βυζαντινός αυτοκράτορας, γεννήθηκε, σε μία ταραχώδη εποχή εισβολών, στις 27 Ιουνίου του 1350. Έχοντας πλήρη συνείδηση της δυσοίωνης αυτής εποχής, κατά την οποία του έτυχε να μεγαλώσει και αργότερα να εξασκήσει την εξουσία, ο Μανουήλ με λύπη γράφει σε ένα από τα έργα του: «Βγαίνοντας μόλις από την παιδική ηλικία και λίγο πριν αγγίξω την ενηλικίωση, βρέθηκα εν μέσω μιας ζωής γεμάτης κακών και αναταραχών, που ωστόσο επέτρεπε να προβλέψουμε πως το μέλλον θα μας έκανε να θεωρήσουμε το παρελθόν ως μία εποχή απόλυτης ηρεμίας». Πιστός στον πατέρα του, παρόλο που δεν είχε το προνόμιο του πρωτογέννητου, ο Μανουήλ συμμετείχε στην άσκηση της εξουσίας από την παιδική ακόμη ηλικία. Ήδη από την ηλικία των πέντε ετών κατείχε τον τίτλο του δεσπότη. Ανάμεσα στις αναρίθμητες υπηρεσίες που πρόσφερε από την εφηβεία του στον αυτοκράτορα, μπορεί να υπολογιστεί και εκείνη η περίπτωση κατά την οποία, ενώ ο Ιωάννης είχε ταξιδέψει στη Βενετία στην προσπάθειά του να ζητήσει βοήθεια έτσι ώστε να αντιμετωπίσει την απειλή εισβολής του Αμουράτη (σουλτάνου Μουράτ), βρέθηκε φυλακισμένος λόγω αφερεγγυότητας. Ενώ ο Ανδρόνικος δίστασε να προσφέρει βοήθεια από την Κωνσταντινούπολη στον πατέρα του βλέποντας στη φυλάκισή του μία ευνοϊκή περίσταση για τον ίδιο ώστε να καταλάβει τον θρόνο, ο Μανουήλ πήγε αμέσως στην Ιταλία πληρώνοντας τα λύτρα και ελευθερώνοντας με τον τρόπο αυτό τον πατέρα του. Για το κατόρθωμα αυτό του απονεμήθηκε ο τίτλος του Δεσπότη της Θεσσαλονίκης, κατά τη διάρκεια του έτους 1369, καθώς και ο τίτλος του συναυτοκράτορα, ξεπερνώντας έτσι στην ιεραρχία τον μεγαλύτερο αδερφό του Ανδρόνικο, δύο χρόνια αργότερα. Στη νεαρή ηλικία των εικοσιτριών ετών, ως αναγνώριση του ταλέντου και της πίστης του, ο πατέρας του τον ονόμασε διάδοχο αυτοκράτορά του στις 25 Σεπτεμβρίου του 1373. Ωστόσο η ανάληψη της εξουσίας δεν ήταν απλή διαδικασία. Τόσο οι εσωτερικές διαμάχες για την βυζαντινή εξουσία όσο και η ενδυνάμωση της εξωτερικής πολιτικής της τουρκικής αυτοκρατορίας καθυστέρησαν την πραγματική ανάβασή του στον θρόνο. Ο ίδιος ο Μανουήλ αναγκάστηκε να παραμείνει στην αυλή του σουλτάνου και να του προσφέρει στρατιωτικές υπηρεσίες με απώτερο σκοπό την απελευθέρωση του πατέρα του και του αδερφού του. Ένα από τα πιο θλιβερά επεισόδια στη ζωή του Μανουήλ ήταν  η στρατιωτική συμμετοχή του στην τουρκική εισβολή στη Φιλαδέλφεια, η τελευταία βυζαντινή πόλη στην Μικρά Ασία. Έπειτα από την φυγή του από την αυλή του Βαγιαζήτ στην οποία παρέμενε ως υποτελής στον σουλτάνο, ο Μανουήλ ανέλαβε τελειωτικά την εξουσία το 1391. Η είδηση του θανάτου του πατέρα του τον παρακίνησε να επιστρέφει εσπευσμένα στην Κωνσταντινούπολη λαμβάνοντας στα χέρια του, τον ίδιο χρόνο μετά τον θάνατο του Ιωάννη, μία Αυτοκρατορία γεωγραφικά συρρικνωμένη και πολιτικά εξαρτημένη από τις αποφάσεις της ισχυρής εκείνη την εποχή Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ωστόσο, η επίσημη στέψη από τον Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης με όλη την πολιτικο- θρησκευτική τελετουργία σύμφωνα με το βυζαντινό τελετουργικό, τελέστηκε στις 10 Φεβρουαρίου του 13928, ημέρα κατά την οποία συνήψε γάμο με την πριγκίπισσα της Σερβίας Helena Dragas.
Ο Πάπας Βενέδικτος μίλησε για μια συζήτηση, διάλογο, που έγινε ίσως το 1391 στους χειμερινούς στρατώνες κοντά στην Άγκυρα από τον πολυμαθή και θεολόγο βυζαντινό αυτοκράτορα Μανουήλ Β' Παλαιολόγο, σχετικά με το θέμα του Ισλάμ, την απειλή που είχε αυτό, με τη μορφή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και του διογκούμενου βίαιου επεκτατισμού της. Έχει καταγραφεί ότι ο αυτοκράτορας Μανουήλ, στον οποίον αναφέρθηκε ο Βενέδικτος, είχε μια συζήτηση με έναν Πέρση λόγιο, η οποία είχε θέμα τα πιστεύω του Ισλάμ και του Χριστιανισμού και ανέφερε: «Δείξε μου τι νέο έφερε ο Μωάμεθ και εκεί θα βρεις μόνον πράγματα διαβολικά και απάνθρωπα, όπως η διαταγή του να διαδοθεί η πίστη που κήρυττε με το σπαθί». «Ο αυτοκράτορας, αφού εκφράστηκε τόσο απότομα, προσπάθησε να εξηγήσει λεπτομερώς τους λόγους που η διάδοση της πίστεως διά της βίας είναι κάτι παράλογο. Η βία είναι ασύμβατη με τη φύση του Θεού και τη φύση της ψυχής». «Ο Θεός ... δεν είναι ευχαριστημένος από το αίμα - και το να ενεργείς όχι εύλογα (συν λόγω) είναι αντίθετο προς τη φύση του Θεού. Η πίστη γεννιέται από την ψυχή, όχι από το σώμα. Όποιος θα οδηγήσει κάποιον στην πίστη χρειάζεται την ικανότητα να μιλήσει καλά και να συζητήσει  σωστά, χωρίς βία και απειλές ... Για να πείσουμε μια λογική ψυχή, δεν χρειάζεται ένα δυνατό χέρι ή όπλα οποιουδήποτε είδους, ή οποιαδήποτε άλλα μέσα με τα οποία θα απειλούμε ένα άτομο με θάνατο ...»
Ήδη αιώνες πρίν, ο σκληρός στρατιωτικός και πολιτικός ανταγωνισμός Βυζαντινών και Αράβων, κυρίως κατά την κορύφωσή του (9ος-10ς αι.), έβρισκε την ιδεολογική του έκφραση στα κείμενα των εκπροσώπων της εξουσίας και των δύο πλευρών. Είναι χαρακτηριστικές, για παράδειγμα, δύο σχετικές αναφορές, προερχόμενες αντίστοιχα από μία αραβική και μία βυζαντινή πηγή. Στο αίτημα του βυζαντινού αυτοκράτορα Ρωμανού Β΄ προς τον χαλίφη των Φατιμιδών al-Mu’iiz για σύναψη αιώνιας ειρήνης (957-958), εκείνος, σύμφωνα με τον άραβα ιστορικό Al-Nu’man (al-majalis wa l-musayarat), απάντησε μέσω του βυζαντινού πρεσβευτή ως εξής: η θρησκεία και ο ισλαμικός νόμος απαγορεύουν τη σύναψη αιώνιας ειρήνης διότι ο Αλλάχ έστειλε τον προφήτη του Μωάμεθ και εγκαθίδρυσε το θεσμό των Ιμάμηδων προκειμένου να καλέσουν τον κόσμο ν’ ασπασθεί τη θρησκεία του και να διεξάγουν, για το σκοπό αυτό, ιερό πόλεμο εναντίον των απίστων. Ο άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός ήταν άριστος γνώστης του Ισλάμ. Με ανη­συχία έβλεπε εκτός της πολιτικής και στρατιω­τικής επεκτάσεως και την εξάπλωση των ιδεών του, όπως αυτό εμφανώς έχει διαπιστωθεί και από τις πηγές και από την έρευνα στην περίπτωση των εικονομάχων, που είχαν επηρεασθεί από τον ανεικονισμό και του Ιουδαϊσμού και του Μουσουλμανισμού. Περιλαμβάνει το Ισλάμ στα Περί αιρέσεων έργο του ως μία από τις τελευταίες αιρέσεις, που εμφανίσθηκαν μετά τον Ηράκλειο. Ο χαρακτηρισμός του Ισλάμ ως αιρέσεως οφείλεται ασφαλώς στα πολλά ιουδαϊκά και χριστιανικά στοιχεία πού έχει εν­σωματώσει. Ονομάζεται πάντως θρη­σκεία από τον άγιο Ιωάννη στην αρχή του σχετικού κεφαλαίου, όπου με αυ­στηρή γλώσσα την χαρακτηρίζει ως λαο­πλάνο και πρόδρομο του Αντίχριστου. «Έστι δε και η μέχρι του νυν κρατούσα λαοπλάνος θρησκεία των Ισμαηλιτών πρόδρομος ούσα του Αντίχριστου». Δεν παρα­λείπει να αναφερθεί και στην παχυλή εσχατολογία του Ισλάμ. Ονομάζει «κτη­νώδεις» τις αντιλήψεις των και τους προειδοποιεί ότι αντί των υλικών αγα­θών και απολαύσεων τους περιμένει η αιώνια κόλαση· «Εκείσε δε σκότος εστί το εξώτερον και κόλασις ατελεύτητος· πυρ ηχούν, σκώληξ ακοίμητος και ταρτάριοι δαίμονες. Αυτές οι παραπάνω ήταν οι απόψεις Ορθοδόξων χριστιανών και μουσουλμάνων τον μεσαίωνα.
Ο Μανουήλ Παλαιολόγος ήταν κατά της ένωσης των εκκλησιών, μένοντας πιστός στις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, αλλά και γιατί γνώριζε πολύ καλά ότι οι υπήκοοί του δεν επρόκειτο ποτέ να αποδεχτούν την ένωση. Στον ταξίδι του στη Δύση, για αναζήτηση βοήθειας, επιδίωξε επαφές με κοσμικούς ηγέτες, για να αποφύγει τις εκκλησιαστικές πιέσεις. Το πέρασμα του Μανουήλ από τις διάφορες ευρωπαϊκές πόλεις, έχει καταγραφεί από τους Δυτικούς χρονογράφους της εποχής, τους οποίους εντυπωσίασε η ευγενής μορφή, η βαθιά λόγια μόρφωση και οι αυτοκρατορικοί τρόποι του Μανουήλ. Κοιτάξτε τι εντύπωση έκανε σε έναν Ευρωπαίο (τον Αδάμ του Ασκ) η αντιπροσωπεία των Βυζαντινών: …αυτός ο αυτοκράτορας περπατούσε πάντα συνοδεία των αντρών του, που ήταν ντυμένοι ομοιόμορφα με άσπρους μακρείς μανδύες, που έμοιαζαν με χιτώνες ιπποτών (…) Ξυράφι δεν είχε αγγίξει το κεφάλι ή τα γένια των κληρικών. Οι Έλληνες αυτοί, τελούσαν με ευλάβεια τη Θεία Λειτουργία, στην οποία συμμετείχαν τόσο στρατιώτες όσο και ιερείς που έψαλλαν όλοι μαζί στη μητρική τους γλώσσα, τα ελληνικά. Κι αναλογίστηκα, τι θλιβερό θέαμα είναι, αυτός ο μέγας Χριστιανός πρίγκιπας από τη μακρινή Ανατολή να αναγκάζεται να ταξιδεύει στη Δύση, ζητώντας βοήθεια ενάντια στους άπιστους που τον απειλούν....
Το πέρασμα του Μανουήλ από τις διάφορες ευρωπαϊκές πόλεις, έχει καταγραφεί από τους Δυτικούς χρονογράφους της εποχής, τους οποίους εντυπωσίασε η ευγενής μορφή, η βαθιά λόγια μόρφωση και οι αυτοκρατορικοί τρόποι του Μανουήλ, ο οποίος «αλλάζοντας άλογα, δεν καταδεχόταν να πατήσει στο χώμα». Ήταν στα μάτια τους ο Αυτοκράτορας της Ανατολής, ο οποίος αγωνιζόταν «ως στρατιώτης του Χριστού στις επάλξεις των μαχών κατά των απίστων βαρβάρων» (J.J.Norwich). Οι διπλωματικές προσπάθειες του Μανουήλ βρήκαν ανταπόκριση σε λόγια και κάποιες οικονομικές ενισχύσεις, από τη Βενετία, Γαλλία, Αγγλία, Αραγονία και Πορτογαλία. Οι άρχοντες της Δύσης δεν κατόρθωσαν να συμφωνήσουν στην ανάληψη μεγάλης κλίμακας στρατιωτικής πρωτοβουλίας, ίσως και Σταυροφορίας, που ήταν ο μόνος τρόπος να διασωθεί το Βυζάντιο από τους Τούρκους. Η περιοδεία είχε ήδη συμπληρώσει δύο χρόνια, όταν έφτασαν τα νέα της καταστροφής του Βαγιαζήτ από τον Ταμερλάνο στη μάχη της Άγκυρας και το μαρτυρικό θάνατο του Σουλτάνου το 1401. Μετά από αυτό, ο Μανουήλ επέστρεψε στη Βασιλεύουσα. Αμέσως, άρχισαν οι έριδες διαδοχής μεταξύ των τεσσάρων γιων του Βαγιαζήτ, που επέτρεψαν στο Βυζάντιο να σταθεί κάπως στα πόδια του. Ο Μανουήλ ακολούθησε στο σημείο αυτό ήπια πολιτική, παρακολουθώντας από μακριά τις εσωτερικές διαμάχες των Τούρκων, προκειμένου να ανασυνταχθεί, με μακροπρόθεσμο στόχο την οργάνωση μεγάλης ευρωπαϊκής εκστρατείας οριστικής εξάλειψης του Τουρκικού κινδύνου. Δεν ήταν δυνατόν όμως να μείνει εντελώς εκτός των εξελίξεων, και έτσι όταν δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, πρόσφερε υποστήριξη στο Μωάμεθ Α΄, ο οποίος ήταν ο πλέον συνεννοήσιμος από τους επίδοξους διαδόχους. Τα επόμενα χρόνια, ο Μανουήλ εξεστράτευσε στην Ελληνική χερσόνησο για να ενισχύσει τις εκεί κτήσεις της Θεσσαλονίκης και του Μυστρά. Δυστυχώς όμως, την ίδια περίοδο η Δύση βυθίστηκε στις δικές της διαμάχες, με βασικότερη αυτή του παπικού προβλήματος και των αντιπάλων παπών. Δεν ήταν δυνατό να αναμένει κανείς οποιαδήποτε βοήθεια υπό αυτές τις συνθήκες.
Δυστυχώς οι διπλωματικές προσπάθειές του δεν έφεραν τα επιθυμητά αποτελέσματα και έτσι με τον θάνατο του Μανουήλ το 1425, η άλλοτε πανίσχυρη Βυζαντινή Αυτοκρατορία περιοριζόταν, πρακτικά και ουσιαστικά, γύρω από την πρωτεύουσά της. Ωστόσο, η συνέχεια του ελληνικού πολιτισμού, της γλώσσας, της θρησκείας, των αρχαίων παραδόσεων κτλ., παρέμεινε ισχυρή, όπως πίστευε ο ίδιος ο Μανουήλ και όπως δείχνουν τα γραπτά του, γεγονός που φαίνεται στην αντίσταση που πρόβαλλε ο ελληνικός λαός ενάντια στην τουρκική κυριαρχία για 400 χρόνια. Συνεπώς, το 1453 μπορεί να έπεσε η ελληνική αυτοκρατορία, αλλά όχι ο ελληνισμός. Εκτός από την πολιτική του ιδιότητα ως δεσπότης, συναυτοκράτορας και βυζαντινός αυτοκράτορας, ο Μανουήλ “...καλλιεργημένος αυτοκράτορας και με ταλέντο στα γράμματα, μας είναι γνωστός για την ποιότητα των λογοτεχνικών συνθέσεών του, που κατά τη γνώμη του Krumbacher, τοποθετούνται ανάμεσα στις πλέον αξιόλογες των τελευταίωναιώνων του Βυζαντίου. Κατά τη διάρκεια της νιότης του και ενώ συμμετείχε στην αυτοκρατορική διακυβέρνηση, την εκπαίδευσή του ανέλαβε ο Δημήτριος Κυδώνης, ένας από τους σημαντικότερους στοχαστές της εποχής, ο οποίος μαζί με άλλους όπως ο Φιλόθεος Κόκκινος, Δημήτριος Τρίκλινος, Γρηγόριος Παλαμάς, Νικηφόρος Γρηγοράς, Νικόλαος Καβάσιλας ή ακόμη ο Θωμάς ο Μάγιστρος, έδωσαν πνοή στο γόνιμο βυζαντινό πνευματικό κίνημα της παλαιολόγειας εποχής του 15ου αιώνα. Πιστός στη μόρφωσή του, ο Μανουήλ συνέθεσε κατά τη διάρκεια της ζωής του σημαντικά έργα, κυρίως ρητορικά και επιστολές, οι οποίες διατηρήθηκαν μέσω της χειρόγραφης παράδοσης. Εκτός από τον «Κάτοπτρον Ηγεμόνος» που μας απασχολεί, οι (Υποθήκαι βασιλικής αγωγής Υποθήκαι βασιλικής αγωγής, έργο απευθυνόμενο στον γιο του Ιωάννη, καθώς και τα ακόλουθα: Διάλογος με έναν Πέρση, θεωρούμενο ως ένα από τα βασικά έργα που εξετάζουν την βυζαντινή πολεμικής απέναντι στον τουρκικό κόσμο και αποδεικνύει την εκ του σύνεγγυς γνώση που είχε ο Μανουήλ Β’ σχετικά με το Ισλάμ, ένα ανέκδοτο έργο με τίτλο: Σχετικά με τις επτά οικουμενικές συνόδους, μία σειρά Ομιλιών, Λόγων και Κανόνων, ένας Πανηγυρικός  για την υγεία του πατέρα του, ένας εκτεταμένος Επιτάφιος  για τον αδερφό του Θεόδωρο, μία επιστολή σχετικά με την έννοια των ονείρων  τιτλοφορούμενη Περί ’ονειράτων, ένα ακόμη με τον τίτλο: Διάλογος γύρω από τον θεσμό του γάμου, ένα θεατρικό έργο με τίτλο Τι άρα  να είπε ο Ταμερλάνος προς τον ηττηθέντα Βαγιαζήτ, ένα σύνολο  Επιστολών που διατηρήθηκαν, οι οποίες μας επιτρέπουν να αντιληφθούμε το προσωπικό του ενδιαφέρον για την πολιτική, εκκλησιαστική και πνευματική ζωή της εποχής του καθώς και ένα corpus Δοκιμών σχετικά με το καλό, την ρητορική τέχνη και την ελευθερία της βούλησης.
Ο Μανουήλ Β' Παλαιολόγος πέθανε στις 21 Ιουλίου 1425, αφού προηγουμένως είχε ασπασθεί τον μοναχισμό με το όνομα Ματθαίος. Από τον γάμο του με την Ελένη Δραγάση, κόρη του σέρβου πρίγκηπα Κωνσταντίνου Δραγάση, απέκτησε έξι αγόρια, δύο από τα οποία έγιναν αυτοκράτορες (Ιωάννης Η' και Κωνσταντίνος ΙΑ', ο τελευταίος αυτοκράτορας του Βυζαντίου), ενώ απέκτησε και μία εξώγαμη κόρη, την Ισαβέλλα. Άφησε πίσω του πλούσιο συγγραφικό έργο, αποτελούμενο από επιστολές, ποιήματα, βίους Αγίων, θεολογικά και ρητορικά δοκίμια. Στις 21 Ιουλίου η εκκλησία μας εορτάζει τη μνήμη του Οσίου Μανουήλ Β' Παλαιολόγου, αυτοκράτορα του Βυζαντίου. Η Αγία Υπομονή, κατά κόσμον Ελένη Δραγάση, και αργότερα, ως σύζυγος του Μανουήλ Β' Παλαιολόγου, «Ελένη η εν Χριστώ τω Θεώ αυγούστα και αυτοκρατόρισσα των Ρωμαίων η Παλαιολογίνα», ήταν θυγατέρα του Κωνσταντίνου Δραγάση, ενός από τους πολλούς ηγεμόνες κληρονόμους του μεγάλου Σέρβου κράλη (=βασιλιά) Στεφάνου Δουσάν. Καταγόταν από βασιλική και ευλογημένη γενιά. Στους προγόνους της συγκαταλέγονται άνθρωποι που αγίασαν. Η Ελένη αγία Υπομονή απεδείχθη εξαιρετικός άνθρωπος που συγκέντρωνε πολλές και μεγάλες αρετές, και ψυχική δύναμη. Έδειξε ότι είχε απόλυτη συναίσθηση τόσο της θέσης της και των περιστάσεων, όσο και του ρόλου που αυτές της υπαγόρευαν, σε όλα τα επίπεδα. Στάθηκε αντάξια του φιλόσοφου και φιλόχριστου συζύγου της Μανουήλ. Στάθηκε άξια δίπλα του για 35 χρόνια, «συνευδοκόντας», σύμφωνα με σύγχρονή τους μαρτυρία, δηλ. όλα γινόντουσαν με συμφωνία, ομόνοια, συναπόφαση, εν πνεύματι Χριστού και αγωνιστική αγιότητα. Κατόρθωναν να τιμούν την αρετή με λόγια και έργα. «Λόγω μεν διδάσκοντας το πρακτέον, έργω δε γενόμενοι πρότυπα και εικόνες εφηρμοσμένης αγάπης». Ο Θεός ευδόκησε να μην ζήσει τις τελευταίες τραγικές στιγμές της Αυτοκρατορίας. Την κάλεσε κοντά Του στις 13 Μαρτίου 1450, έχοντας διανύσει 35 χρόνια ως Αυτοκρατόρισσα και 25 ως ταπεινή μοναχή. 
Πηγή : http://redskywarning.blogspot.com/2014/08/2006.html
http://protagorasnews.blogspot.com/2017/07/1349-1425.html
http://vizantinaistorika.blogspot.com/2015/06/1350-1425.html
https://proskynitis.blogspot.com/2013/06/blog-post_1.html
http://www.pontos-news.gr/article/13847/osios-manoyil-v-palaiologos-aytokrator-vyzantioy
https://www.impantokratoros.gr/agiaypomoni.el.aspx
https://www.timesnews.gr/μανουήλ-β-παλαιολόγος-με-την-πολυσχιδ/
https://argolikivivliothiki.gr/2015/12/22/war-and-diplomacy/
https://enromiosini.gr/arthrografia/ιωαννησ-δαμασκηνοσ-και-ισλαμ/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου