Τρίτη 8 Ιανουαρίου 2019

Η διάβαση του ποταμού σύνορο Δούναβη από τους Γότθους και αιτία της διάλυσης της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας

Κατά τα τέλη του 4ου αιώνα, η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία είχε να αντιμετωπίσει το ζήτημα των Γότθων, που γι’ αυτήν ήταν το πιο οξύ πρόβλημα της εποχής εκείνης.
Οι Γότθοι, που είχαν κατακτήσει τις νότιες ακτές της Βαλτικής, κινήθηκαν, στα τέλη του 2ου αιώνα, ακόμα πιο νότια, προς την περιοχή της σημερινής Νότιας Ρωσίας. Έφτασαν σχεδόν στις ακτές του Εύξεινου Πόντου και εγκαταστάθηκαν στις περιοχές μεταξύ του Δον και του Κάτω Δούναβη. Ο Δνείστερος διαίρεσε τους Γότθους σε δύο φυλές: τους Γότθους της Ανατολής (Οστρογότθοι) και τους Γότθους της Δύσης (Βησιγότθοι). Όπως όλες οι γερμανικές φυλές της εποχής αυτής, οι Γότθοι ήταν βάρβαροι, αν και στη νέα τους χώρα βρέθηκαν κάτω από πολύ ευνοϊκές συνθήκες. Οι βόρειες ακτές του Εύξεινου Πόντου, αρκετά πριν από την εποχή του Χριστιανισμού, είχαν καλυφθεί με πολύ πλούσιες ελληνικές αποικίες, που είχαν εξαιρετικά αναπτυγμένο πολιτισμό, του οποίου η επίδραση, όπως αποδεικνύουν οι αρχαιολόγοι, έφτανε μέχρι το Βορρά. Την εποχή της καθόδου των Γότθων στις ακτές του Εύξεινου Πόντου, η Κριμαία ήταν στα χέρια του πλούσιου και πολιτισμένου βασιλείου του Βοσπόρου. Μέσα από την επικοινωνία τους με το Βόσπορο και τις παλιές ελληνικές αποικίες, οι Γότθοι γνώρισαν τον κλασικό πολιτισμό των αρχαίων, ενώ συγχρόνως, επειδή συνεχώς προωθούνταν προς τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, στη Βαλκανική Χερσόνησο, ήρθαν σε επαφή με τις πιο σύγχρονες εξελίξεις του πολιτισμού. Αποτέλεσμα αυτών των επιδράσεων είναι το γεγονός ότι οι Γότθοι, όταν εμφανίστηκαν αργότερα στη Δυτική Ευρώπη, ήταν πολύ πιο πολιτισμένοι από όλες τις άλλες γερμανικές φυλές, που παρουσιάστηκαν στη Δύση σε μια κατάσταση πλήρους βαρβαρισμού.
Κατά τη διάρκεια του 3ου αιώνα, οι Γότθοι συγκέντρωσαν την προσοχή τους και τις ενέργειές τους σε δύο κατευθύνσεις: αφενός προς τη θάλασσα και τις δυνατότητες που τους έδινε για λεηλασία των παραλιακών πόλεων και αφετέρου προς τα ΝΔ, όπου οι Γότθοι αναπτύχθηκαν μέχρι τα σύνορα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας - στο Δούναβη - με αποτέλεσμα να έρθουν σε επαφή με την αυτοκρατορία. Οι Γότθοι απέκτησαν πρώτα ένα κέντρο στις βόρειες ακτές της Μαύρης Θάλασσας και μετά, τον 3ο αιώνα μ.Χ., εισέβαλαν στο μεγαλύτερο μέρος της Κριμαίας και του βασιλείου του Βοσπόρου. Αργότερα έκαναν μερικές πειρατικές επιδρομές, χρησιμοποιώντας πλοία του Βοσπόρου και επανειλημμένα λεηλάτησαν τις πλούσιες ακτές του Καυκάσου και της Μικράς Ασίας. Ακολουθώντας τις δυτικές ακτές του Εύξεινου Πόντου μπήκαν στο Δούναβη και μετά πέρασαν από το Βόσπορο στην Προποντίδα και μέσω του Ελλήσποντου (Δαρδανέλλια) στο Αιγαίο Πέλαγος. Κατά τη διάρκεια των επιδρομών αυτών, οι Γότθοι λεηλάτησαν το Βυζάντιο, τη Χρυσούπολη, την Κύζικο, τη Νικομήδεια και τα νησιά του Αιγαίου. Οι Γότθοι πειρατές προχώρησαν ακόμα περισσότερο: χτύπησαν την Έφεσο και τη Θεσσαλονίκη και φτάνοντας στις ελληνικές ακτές, λεηλάτησαν το Άργος, την Κόρινθο και πιθανόν την Αθήνα. Ευτυχώς όμως τα ανεκτίμητα μνημεία της κλασικής τέχνης σώθηκαν. Η Κρήτη, η Ρόδος και η Κύπρος υπέφεραν επίσης από τις επιδρομές των Γότθων. Μετά από όλες αυτές τις θαλασσινές εκστρατείες τους, αφού ικανοποιούνταν από τις λεηλασίες τους, οι βάρβαροι γύριζαν στα μέρη τους, στις βόρειες ακτές του Εύξεινου Πόντου. Πολλοί όμως από αυτούς τους πειρατές εξολοθρεύονταν στις ξένες ακτές ή τους συλλάμβαναν αιχμάλωτους οι Ρωμαίοι στρατιώτες.
Πολύ πιο σοβαρά ήταν τα πράγματα στην ξηρά. Από τις αρχές του 3ου αιώνα, οι Γότθοι εκμεταλλευόμενοι την αναρχία που επικρατούσε στην αυτοκρατορία, άρχισαν να διασχίζουν το Δούναβη και να καταπατούν της περιοχές της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ο αυτοκράτορας Γορδόνιος αναγκάστηκε να πληρώνει στους Γότθους έναν ετήσιο φόρο. Αλλά και αυτό δεν αρκούσε εφόσον λίγο αργότερα οι Γότθοι καταπάτησαν και πάλι τις περιοχές της αυτοκρατορίας και κατέβηκαν μέχρι τη Μακεδονία και τη Θράκη. Ο αυτοκράτορας Δέκιος βάδισε εναντίον τους, αλλά σκοτώθηκε το 251, στη μάχη, ενώ το 269 ο Κλαύδιος πέτυχε να νικήσει τους Γότθους κοντά στη Ναϊσσό. Από τους πολλούς αιχμαλώτους που συνελήφθηκαν κατά τη διάρκεια της μάχης, άλλοι τοποθετήθηκαν στο στρατό και άλλοι στάλθηκαν ως άποικοι (coloni) στις αραιοκατοικημένες ρωμαϊκές επαρχίες. Για τη νίκη του εναντίον των Γότθων ο Κλαύδιος ονομάστηκε «Γοτθικός». Ο Αυρηλιανός όμως, που για ένα διάστημα είχε ανορθώσει την αυτοκρατορία (270-275), αναγκάστηκε να εγκαταλείψει στους βαρβάρους την Δακία (Ρουμανία) και να μεταφέρει τον πληθυσμό της. Τον 4ο αιώνα βρίσκουμε αρκετούς Γότθους στο στρατό και, όπως αναφέρει ένας ιστορικός, ένα τμήμα Γότθων υπηρέτησε πιστά τους Ρωμαίους κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Μαξιμιλιανού. Επίσης είναι ήδη γνωστό ότι οι Γότθοι υπηρέτησαν στο στρατό του Μεγάλου Κωνσταντίνου και ότι τον βοήθησαν στον αγώνα του εναντίον του Λικίνιου. Την εποχή του Κωνσταντίνου οι Βησιγότθοι συμφώνησαν να βοηθήσουν τον αυτοκράτορα με 40.000 στρατιώτες, ενώ αργότερα, ο Ιουλιανός διατήρησε ένα σύνταγμα Γότθων στο στρατό του.
Τον 3ο αιώνα άρχισε να διαδίδεται στους Γότθους ο Χριστιανισμός, τον οποίον πιθανόν δίδαξαν πρώτοι οι Χριστιανοί που συνελήφθηκαν αιχμάλωτοι στη Μικρά Ασία κατά τη διάρκεια των θαλασσινών επιδρομών. Οι χριστιανοί Γότθοι έστειλαν ως αντιπρόσωπό τους στην Α' Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας, τον Επίσκοπό τους Θεόφιλο, ο οποίος είναι ένας από εκείνους που επέγραψαν το Σύμβολο της Νίκαιας. Κύριος διαφωτιστής των Γότθων στο Δούναβη, κατά τον 4ο αιώνα, υπήρξε ο Ουλφίλας, ο οποίος ηταν ελληνικής καταγωγής από την Μικρά Ασία. Έζησε αρκετά χρόνια στην Κωνσταντινούπολη, όπου αργότερα χειροτονήθηκε Επίσκοπος από έναν οπαδό του Αρείου. Όταν γύρισε στους Γότθους δίδαξε για αρκετά χρόνια τον Χριστιανισμό σύμφωνα με τις αρχές του Αρείου. Θέλοντας να κάνει γνωστά τα Ευαγγέλια στο λαό του, ανακάλυψε ένα γοτθικό αλφάβητο, με βάση, εν μέρει, τα ελληνικά γράμματα και μετάφρασε τη Βίβλο στη γοτθική γλώσσα. Η διάδοση του Αρειανισμού στους Γότθους έχει μεγάλη σημασία για τη μετέπειτα ιστορία τους, γιατί ακριβώς η θρησκευτική διαφορά τους εμπόδισε, όταν αργότερα κατέβηκαν στις περιοχές της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, να συγχωνευτούν με τους εγχώριους, οι οποίοι ήταν οπαδοί του Συμβόλου της Νίκαιας. Οι Γότθοι της Κριμαίας έμειναν Ορθόδοξοι.
Οι ειρηνικές σχέσεις μεταξύ της αυτοκρατορίας και των Γότθων διακόπηκαν το 376, όταν εμφανίστηκε, με προέλευση την Ασία, ο μογγολικής καταγωγής άγριος λαός των Ούννων. Βαδίζοντας προς τη Δύση, οι βάρβαροι νίκησαν τους Οστρογότθους και, ενωμένοι μαζί τους, προχώρησαν περισσότερο φτάνοντας μέχρι την περιοχή των Βησιγότθων, οι οποίοι κάτω από την πίεση της επιδρομής και των σφαγών αναγκάστηκαν να μπουν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Οι σχετικές πηγές μας πληροφορούν ότι οι Γότθοι στάθηκαν στη βόρεια όχθη του Δούναβη, ικετεύοντας με δυνατούς θρήνους τους Ρωμαίους να τους αφήσουν να περάσουν τον ποταμό. Οι βάρβαροι έστειλαν αντιπρόσωπο στον αυτοκράτορα και πρότειναν να εγκατασταθούν στη Θράκη, να καλλιεργούν τη γη, να δώσουν άνδρες για το στρατό και να υπακούνε ακριβώς όπως και οι Ρωμαίοι υπήκοοι όλες τις διαταγές. Οι περισσότεροι από τους Ρωμαίους αξιωματούχους δέχτηκαν ευνοϊκά την πρόταση των Γότθων, αναγνωρίζοντας το τι είχε να κερδίσει το κράτος αν γινόταν δεκτή. Αρχικά αντιμετώπισαν την πρόταση αυτή σαν μια ευκαιρία αύξησης των κατοίκων των γεωργικών περιοχών και του στρατού και μετά σκέφτηκαν ότι οι νέοι υπήκοοι θα υπερασπίζονταν την αυτοκρατορία, ενώ οι παλαιοί κάτοικοι των επαρχιών θα απέφευγαν τη στρατιωτική τους θητεία, πληρώνοντας χρήματα, που θα πλούτιζαν τα έσοδα του κράτους. Τελικά υπερίσχυσαν αυτοί που δέχτηκαν ευνοϊκά την πρόταση των βαρβάρων και οι Γότθοι πήραν επίσημα την άδεια να διασχίσουν τον Δούναβη. «Έτσι», όπως γράφει ο Fustel de Coulanges, «τετρακόσιες με πεντακόσιες χιλιάδες βάρβαροι, από τους οποίους οι μισοί μπορούσαν να πολεμούν, εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της αυτοκρατορίας». Αν και ο αριθμός αυτός θεωρείται υπερβολικός, το γεγονός πάντως είναι ότι οι βάρβαροι που μπήκαν στην αυτοκρατορία ήταν πολλοί.
Την άνοιξη του 376 μ.Χ. εμφανίστηκε στην αυτοκρατορική Ρωμαϊκή αυλή στη συριακή Αντιόχεια μία αποστολή Βησιγότθων από την επαρχία της Μοισίας, στις εκβολές του Δούναβη.   Οι Γότθοι ανακοίνωσαν ότι από το εσωτερικό της Ασίας καταφθάνει μια άγρια φυλή ιππέων, οι Ούννοι. Αυτοί νίκησαν τους Οστρογότθους βόρεια του Εύξεινου Πόντου και απειλούν τους Βησιγότθους με ίδια αποτελέσματα. Οι συμπατριώτες τους Βησιγότθοι δραπέτευσαν ομαδικά από τις περιοχές που ήταν εγκαταστημένοι και μετακινήθηκαν στη βόρεια όχθη του Δούναβη, απ' όπου παρακαλούν τώρα να γίνουν δεκτοί στην αυτοκρατορία ως ειρηνικοί πρόσφυγες. Στο Συμβούλιο του Στέμματος που συγκλήθηκε τότε, ακούστηκαν αμφιβολίες για τη σκοπιμότητα αποδοχής του αιτήματος, αλλά οι υποστηρικτές της ιδέας για έγκριση της εισόδου στο κράτος είχαν πιο πειστικά επιχειρήματα. Το ρωμαϊκό κράτος μπορούσε να αξιοποιήσει μετανάστες ως εποίκους, φοροδότες και μισθοφόρους και, επιπλέον, ο αυτοκράτωρ έχει την υποχρέωση να φροντίσει στο πνεύμα της χριστιανικής αγάπης, όχι μόνο για το καλό των Ρωμαίων πολιτών, αλλά και όλων των αναξιοπαθούντων συνανθρώπων... Έτσι, η άδεια για είσοδο δόθηκε, τα σύνορα άνοιξαν και οι Γότθοι πέρασαν στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας. Ο Ρωμαίος διοικητής που επέβλεπε τις διαδικασίες ζήτησε να καταμετρηθούν οι εισερχόμενοι μετανάστες, αλλά το εγχείρημα ξέφυγε σύντομα από κάθε έλεγχο. Κάθε μέρα πηγαινοέρχονταν τα ποταμόπλοια στο Δούναβη και ο ιστορικός της εποχής, Αμμιανός Μαρκελλίνος, γράφει: «Αμέτρητοι, όπως οι σπίθες της Αίτνας».
Αρχικά οι Γότθοι ζούσαν μια πολύ ειρηνική ζωή, αλλά σιγά-σιγά άρχισαν να μην είναι ικανοποιημένοι και να ενοχλούνται με τις καταχρήσεις των στρατηγών και των αξιωματούχων, οι οποίοι έκρυβαν μέρος των χρημάτων που είχαν παραχωρηθεί για τις ανάγκες των αποίκων που υπέφεραν όχι μόνο από έλλειψη τροφής, αλλά και από κακοποιήσεις των ίδιων, των γυναικών και των παιδιών τους. Πολλοί Γότθοι εγκαταστάθηκαν στη Μικρά Ασία. Οι διαμαρτυρίες τους όμως δεν ακούστηκαν με προσοχή και τελικά οι βάρβαροι επαναστάτησαν. Ζήτησαν τη βοήθεια των Αλανών και των Ούννων, εισέβαλλαν στη Θράκη και βάδισαν εναντίον της Κωνσταντινούπολης. Προέκυψαν προβλήματα επισιτισμού. Ρωμαίοι έμποροι απαιτούσαν πολύ υψηλές τιμές για τρόφιμα, ζητούσαν, γράφει ο Αμμιανός, για έναν ψόφιο σκύλο την αμοιβή ενός πρίγκιπα. Οι αγανακτισμένοι Γότθοι κατέφυγαν σε λεηλασίες και ακολούθησαν αψιμαχίες με τις δυνάμεις της τάξης. Για τους αγανακτισμένους προέκυψαν ως σύμμαχοι οι συμπατριώτες τους (Germanen, γερμανικό φύλο, όχι σημερινοί Γερμανοί) που δούλευαν από καιρού ως σκλάβοι στα ρωμαϊκά μεταλλεία. Γότθοι και Γερμανοί ενώθηκαν και δημιούργησαν μία ενιαία δύναμη. Ακολούθησαν μάχες, οι δυνάμεις φύλαξης των συνόρων ηττήθηκαν και ο αυτοκράτορας στην Κων/πολη κλήθηκε να στείλει στρατεύματα ανάσχεσης των εισβολέων.
Η Μάχη της Αδριανούπολης (9 Αυγούστου 378) διεξήχθη μεταξύ ενός ρωμαϊκού στρατού της Ανατολής, υπό την ηγεσία του Ρωμαίου αυτοκράτορα Ουάλη, και των Δυτικών Γότθων επαναστατών (και σε μεγάλο βαθμό Αλανών και διαφόρων επαναστατών) με επικεφαλής τον Φριτίγερνο. Η μάχη διεξήχθη κοντά στην Αδριανούπολη της Θράκης. Οι πρώτες επιδρομές των Γότθων πραγματοποιήθηκαν στην πόλη της Μαρκιανούπολης. Οι Ρωμαίοι δεν κατάφεραν να αντιδράσουν. Ο αυτοκράτορας της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, Ουάλης, αντιμετώπιζε τους Πέρσες στην Ανατολή. Ο κόμης της Θράκης Λουπικίνιος προσκάλεσε τους Γότθους πολέμαρχους στη Μαρκιανούπολη για μια διπλωματική συνάντηση, με σκοπό να τους δολοφονήσει. Το σχέδιό του όμως κατέληξε σε αποτυχία και από αυτή την απόπειρα δολοφονίας διέφυγε ο Φριτίγερνος, ηγέτης των Βησιγότθων. Ακολούθησε η μάχη της Μαρκιανούπολης με τους Ρωμαίους να ηττώνται κατά κράτος από τους Γότθους, χάνοντας 8.000 στρατιώτες. Οι Γότθοι συνέχισαν τις λεηλασίες τους στη Θράκη και στράφηκαν στην Αδριανούπολη. Εκεί υπηρετούσαν πολλοί Γότθοι στρατιώτες του ρωμαϊκού στρατού. Οι Ρωμαίοι απώθησαν τους επιδρομείς αλλά στο στράτευμα του Φριτίγερνου προσχώρησαν κι άλλοι Γότθοι και πολλοί Ρωμαίοι λιποτάκτες, προσφέροντας χρήσιμες πληροφορίες στον Φριτίγερνο. Το 377 μ.Χ. στη μάχη των Ιτιών (Ad salices) οι Ρωμαίοι ηττήθηκαν ξανά από τους Γότθους και ο Ουάλης μαζί με τον Γρατιανό, αυτοκράτορα της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, συμφώνησαν στην αντιμετώπιση των Γότθων. Το 378 μ.Χ. ο Ουάλης κινήθηκε από την Αντιόχεια, όπου βρισκόταν, στην Κωνσταντινούπολη, την πρωτεύουσα του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους. Από εκεί κατευθύνθηκε στην Αδριανούπολη με 20.000 άνδρες, ενώ ο Γρατιανός διέσχιζε με τις δυνάμεις του τα εδάφη του Ιλλυρικού (Σερβία). Ο Φριτίγερνος κατάλαβε ότι ήθελαν να τον κυκλώσουν και, με μια παραπλανητική κίνηση βάδισε προς την Κωνσταντινούπολη, με 10.000 άνδρες. Ο Ουάλης συγκάλεσε πολεμικό συμβούλιο στο οποίο οι στρατηγοί του διχάστηκαν με το τι έπρεπε να κάνουν. Άλλοι έλεγαν να περιμένουν τις ενισχύσεις υπό τον Γρατιανό και άλλοι να επιτεθούν αμέσως κατά των Γότθων. Τελικώς επικράτησε η τελευταία γνώμη και οι Ρωμαίοι ετοιμάστηκαν για μάχη. Τότε ο Φριτίγερνος ξαφνικά ζήτησε ανακωχή, ακολουθώντας παρελκυστική τακτική, γιατί περίμενε ενισχύσεις. Έτσι, επιφανειακά προσπάθησε να επιτύχει τη διευθέτηση των στρατιωτικών προβλημάτων με τους Ρωμαίους προσποιούμενος ότι φοβόταν και από την άλλη ειδοποίησε όλους τους Γότθους και τους συμμάχους τους να συνδράμουν για βοήθεια. Τελικά στις 9 Αυγούστου, του 378 μ.Χ. οι Ρωμαίοι, διψασμένοι μετά από εξαντλητική πορεία κάτω από τον καλοκαιρινό ήλιο, είδαν το στρατόπεδο των Γότθων στον ποταμό Τούντζα. Μάλιστα ο Φριτίγερνος, για να καθυστερήσει τις εχθροπραξίες, έστειλε αγγελιοφόρους με σκοπό την ειρήνη. Όμως η μάχη είχε ξεκινήσει με το ρωμαϊκό ιππικό στα δεξιά να επιτίθεται κατά των Αλανών και των Οστρογότθων. Παράλληλα οι Ρωμαίοι λεγεωνάριοι ανάγκασαν το γοτθικό πεζικό να υποχωρήσει. Παρά την αρχική επιτυχία των Ρωμαίων, η κατάσταση άλλαξε όταν στο πεδίο της μάχης κατέφθασαν ξεκούραστοι Αλανοί και Ούννοι ιππείς σύμμαχοι των Βησιγότθων. Η πίεση που δέχτηκε το ρωμαϊκό ιππικό ήταν μεγάλη και υποχώρησε. Στη σύγχυση που ακολούθησε, οι Βησιγότθοι βρήκαν την ευκαιρία και επιτέθηκαν κατά των ξαφνιασμένων Ρωμαίων. Ενώ τα άκρα των Ρωμαίων είχαν εγκαταλείψει το πεδίο της μάχης, στο κέντρο το πεζικό τους κρατούσε ακόμα, αλλά η κόπωση ήταν εμφανής. Τελικώς οι Γότθοι περικύκλωσαν τους καταδικασμένους Ρωμαίους. Η μάχη έληξε με μεγάλη νίκη των Γότθων ενώ ο ίδιος ο Ρωμαίος αυτοκράτορας σκοτώθηκε. Οι απώλειες των Ρωμαίων ήταν πολύ μεγάλες (10.000-15.000 ή 20.000 νεκροί ).
Με τον ρωμαϊκό αυτοκρατορικό στρατό να έχει διαλυθεί, οι Γότθοι πολιόρκησαν την Αδριανούπολη όπου όμως οι Ρωμαίοι αμύνθηκαν σθεναρά. Ο νέος αυτοκράτορας του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους, Θεοδόσιος Α', μετά από αποτυχημένες προσπάθειες να αντιμετωπίσει τους εισβολείς, ήρθε σε συνδιαλλαγή μαζί τους, επιτρέποντάς τους να εγκατασταθούν, αυτόνομοι, στα βαλκανικά εδάφη της αυτοκρατορίας, με την υποχρέωση να παρέχουν στρατιωτικά τμήματα κατά τους πολέμους των Ρωμαίων. Κατά την απουσία του Θεοδόσιου στις πολεμικές επιχειρήσεις στην Ιταλία και κατά την παραμονή του εκεί για επιβολή της ειρήνης, ο πληθυσμός της Θεσσαλονίκης στασίασε και σκότωσε τους στρατηγούς και τους μισθοφόρους Γότθους του αυτοκράτορα με τους οποίους ο Θεοδόσιος είχε κάνει συμφωνία για να σταματήσει τις επιθέσεις του, ο λαός έδεσε τα κορμιά τους στα άλογα και τους έσυρε στην πόλη για να τους εξευτελίσει τότε ο Θεοδόσιος αγανάκτησε και ενώ μέγα πλήθος παρακολουθούσε τις Ιπποδρομίες διέταξε τους μισθοφόρους να σφάξουν τον άμαχο Ελληνικό πληθυσμό. Αυτό αποτέλεσε ένα από τα τραγικότερα σημεία της Βυζαντινής ιστορίας. Από τα Μεδιόλανα (Μιλάνο), όπου βρισκόταν ο Θεοδόσιος, διέταξε την εφαρμογή αντιποίνων και την παραδειγματική τιμωρία των ενόχων. Εν τω μεταξύ, στο άκουσμα νέων αρματοδρομιών ο λαός της Θεσσαλονίκης συγκεντρώθηκε ανύποπτος στον ιππόδρομο, όπου απλώς σφαγιάστηκε από τον στρατό, δίχως να γίνει διάκριση φύλου ή ηλικίας! Ο αριθμός των θυμάτων κατά τους εκκλησιαστικούς ιστορικούς ανέρχεται σε 7.000, ενώ οι άλλες πηγές τους ανεβάζουν σε 15.000. Η εξέγερση των Θεσσαλονικέων τοποθετείται στα μέσα Μαΐου του 390 και οι σφαγές του ιπποδρόμου τον Αύγουστο του ιδίου έτους.
Ο Αλάριχος Α΄, επίσης γνωστός και ως Αλάριχος ο Μέγας (370 - 410), ήταν αρχηγός των Βησιγότθων (395-410). Ενώ αρχικά είχε σκοπό να εγκαταστήσει τον λαό του στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, τελικά κατέλαβε και λεηλάτησε την ίδια την Ρώμη, σηματοδοτώντας την αρχή της πτώσης του δυτικού ρωμαϊκού κράτους. To 395 ανέλαβε ηγέτης των Βησιγότθων οι οποίοι ήταν δυσαρεστημενοι από την κατάσταση, ιδιαίτερα μετά τις μεγάλες απώλειες που είχαν στον εμφύλιο πόλεμο μεταξύ Θεοδοσίου και Ευγενίου. Έτσι ο Αλάριχος ξεκίνησε σειρά λεηλασιών κατά της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στην Βαλκανική χερσόνησο, φτάνοντας νότια ως και την Πελοπόννησο. Οι επιδρομές του συνεχίστηκαν μέχρι που η ανατολική αυτοκρατορία τον διόρισε αρχιστράτηγο (magister per militum) του Ιλλυρικού, δίνοντάς του τη ρωμαϊκή διοίκηση που είχε επιθυμήσει, καθώς και την εξουσία για να ανεφοδιάσει τους άντρες του από τα αυτοκρατορικά οπλοστάσια. Ο Αλάριχος επιτέθηκε στη Ρώμη, αποφασισμένος να την καταλάβει. Η άμυνά της ήταν πολύ σύντομη και στις 24 Αυγούστου του 410 οι Γότθοι του Αλάριχου εισέβαλαν στη Ρώμη. Οι αρχαίες πηγές συμφωνούν ότι, παρά τη μεγάλη λεηλασία, δεν συνέβησαν πολύ μεγάλες καταστροφές στην πόλη. Πολύ λίγα κτίρια φαίνεται να κάηκαν και οι κάτοικοί της δεν υπέφεραν τα δεινά που γενικά υπέφεραν οι πληθυσμοί των πόλεων που καταλαμβάνονταν μετά από πολιορκία. Μετά από τρεις μέρες λεηλασιών έφυγε.
Στις πρώτες δεκαετίες του 5ου αιώνα το δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας βρισκόταν σε συνεχή αναταραχή εξαιτίας των μετακινήσεων λαών που έρχονταν σε εξοντωτικές συγκρούσεις μεταξύ τους. Την περίοδο αυτή των μετακινήσεων αξιοσημείωτο επεισόδιο ήταν η άλωση και η λεηλασία της ίδιας της Ρώμης από τους Βησιγότθους. Οι μετακινήσεις των γερμανικών φύλων στη διάρκεια του 5ου αιώνα πήραν μεγάλη έκταση. Συνέπεια των μετακινήσεων ήταν η δημιουργία νέων κρατών στα εδάφη της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Από τα μέσα του 5ου αιώνα η Ιταλία ήταν σε κατάσταση συνεχούς αναταραχής, αφού η κρατική μηχανή είχε αποδιοργανωθεί και τη στρατιωτική ηγεσία είχαν στα χέρια τους Γερμανοί μισθοφόροι. Στο θρόνο ανέβηκαν για μικρό διάστημα αυτοκράτορες ανίκανοι, που υποστηρίζονταν από τους Γερμανούς ή είχαν τη συγκατάθεση της Κωνσταντινούπολης. Ουσιαστικά, τον αυτοκρατορικό θρόνο διατήρησε ο σεβασμός που έτρεφαν οι βάρβαροι προς το θεσμό του Ρωμαίου αυτοκράτορα. Έτσι, στα τέλη του 5ου αιώνα, από την παλαιά ρωμαϊκή αυτοκρατορία απέμεινε μόνο το ανατολικό τμήμα, περιορισμένο σε εδάφη της Βαλκανικής, της Μ. Ασίας και περιοχών της Συρίας, της Παλαιστίνης και της Αιγύπτου. Στη Δύση είχαν ιδρυθεί γερμανικά βασίλεια.
Η αποδοχή εισόδου των Γότθων προσφύγων το έτος 376 δεν ήταν κάτι καινούργιο στην πολιτική της αυτοκρατορίας, η Ρώμη ήταν πάντα φιλική προς τους ξένους. Η ρωμαϊκή οικονομία βρισκόταν σε άνθηση και η ευημερία των πολιτών ήταν πασιφανής. Αυτό προκάλεσε, φυσικά, το ενδιαφέρον των βαρβαρικών λαών πέρα από τα σύνορα, κυρίως των γερμανικών φύλων στο βορρά. Οι ίδιοι ήταν φτωχοί, ανοργάνωτοι, πολύτεκνοι, πολεμοχαρείς· μετακινούνταν με ευχαρίστηση περπατώντας μεγάλες αποστάσεις  και ήθελαν να εισέλθουν στο ρωμαϊκό κράτος, όπου αποτελούσαν πρόκληση τα εύφορα εδάφη και τα υλικά αγαθά. Οι καινούργιοι έποικοι έπαιρναν καλλιεργήσιμη γη και απασχολούνταν ως αγρότες. Ασκώντας εμπόριο με τις πόλεις και λόγω της θητείας στο στρατό μάθαιναν τα λατινικά, αναμίχθηκαν με τους παλαιούς αγρότες, υιοθέτησαν τους ίδιους θεούς και είχαν ενσωματωθεί σε περίπου δύο γενιές. Με την κυβερνητική πράξη Constitutio Antoniniana 212 Μ.Χ. πήραν όλοι οι έποικοι την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη. Η αξιοποίηση Γότθων μισθοφόρων στον τακτικό στρατό είχε οικονομικά πλεονεκτήματα για τους Ρωμαίους: Οι αγρότες που δεν ενδιαφέρονταν για τον στρατό, μπορούσαν να αφοσιωθούν στην παραγωγή· και οι Γότθοι που έχυναν κατά προτίμηση το αίμα τους παρά τον ιδρώτα τους, υπηρετούσαν και εισέπρατταν στο στρατό. Αφού μεγάλωνε το σώμα των μισθοφόρων στο ρωμαϊκό στρατό, δεν ήταν δυνατόν να αποφευχθεί ότι ικανοί στρατιωτικοί από τα γερμανικά φύλα αναδεικνύονταν σε επιτελικές θέσεις. Θα έπρεπε να θεωρήσουμε ότι η πολιτογράφηση των ξένων στο ρωμαϊκό κράτος θα οδηγούσε σε κοινωνική και πολιτισμική ενσωμάτωση. Όμως, όσο περισσότερες ομάδες από τα γερμανικά φύλα εισέρχονταν και όσο υψηλότερες θέσεις στη διοίκηση καταλάμβαναν, τόσο δυσκολότερη γινόταν η ενσωμάτωση. Ζηλοφθονίες και προλήψεις εκδηλώνονταν με κάθε ευκαιρία. Οι γενειοφόροι Γότθοι με τα μακριά παντελόνια και τις γούνες δεν ήταν δυνατόν να απαλλαγούν από τη φήμη του βάρβαρου. Η εμφάνισή τους τούς περιθωριοποιούσε και η διαφορετική θρησκεία (Αρειανισμός ή εθνική θρησκεία) θεωρείτο αίρεση. Νόμοι ενάντια σε μεικτούς γάμους, ξενικές ενδυμασίες, άγνωστες θρησκείες κ.λπ. δείχνουν την ατμόσφαιρα της εποχής. Ταυτόχρονα κυκλοφορούσαν κείμενα κατά των ξένων, μεθοδεύονταν μαζικές σφαγές και μεμονωμένες δολοφονίες εναντίων Γότθων, τους οποίους δεν μπορούσαν να ξεφορτωθούν, αλλά και δεν μπορούσαν χωρίς αυτούς, αφού αποτελούσαν τα καλύτερα στρατιωτικά τμήματα. Η κυβέρνηση έχασε σταδιακά τον έλεγχο των επαρχιών, το κρατικό μονοπώλιο διαχείρισης των όπλων δεν μπορούσε πια να διατηρηθεί. Πάνω στον πανικό των εξελίξεων εκδίδονταν απανωτές εγκύκλιοι αλλά δεν ήταν πια δυνατόν να εφαρμοστούν, η εκτελεστική εξουσία παράπαιε, η περίπλοκη γραφειοκρατία κατέρρευσε. Πάντα τίθεται το ερώτημα, γιατί ο πλούσιος και αναπτυγμένος πολιτισμός των Ρωμαίων υπέκυψε στην πίεση των φτωχών Βαρβάρων από τις γύρω περιοχές. Δίνονται διάφορες εξηγήσεις για παρακμή, για μια κοινωνία που εθίστηκε στην ευμάρεια, που αναζητούσε τη γλυκιά ζωή σε ατομικό επίπεδο και η οποία ταυτόχρονα δεν είχε κάτι να αντιπαραθέσει στα γερμανικά φύλα, όταν αυτά επέπεσαν στο κράτος ωθούμενα από τις ανάγκες επιβίωσης. Μικρός αριθμός μεταναστών ήταν δυνατόν να ενσωματωθεί· όταν αυτοί υπερέβησαν όμως ένα κρίσιμο πλήθος και οργανώθηκαν ως αυτοτελής ομάδα που μπορούσε να διαπραγματευτεί αυτοδύναμα, μετακινήθηκε το κέντρο βάρους της εξουσίας: η παλαιά τάξη διαλύθηκε.
Πηγή : http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSGL-A102/45/335,1361/
http://byzantin-history.blogspot.com/2009/10/4.html
http://www.elzoni.gr/html/ent/860/ent.60860.asp
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Θεοδόσιος_Α΄
http://eranistis.net/wordpress/2015/01/27/ο-αυτοκράτορας-θεοδόσιος-και-η-σφαγή-τ/
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Αλάριχος_Α΄
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Βησιγότθοι
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Γότθοι
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Μάχη_της_Αδριανούπολης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου