Τετάρτη 24 Απριλίου 2019

Βουκελάριοι (Μέρος Β') : Το βυζαντινό τάγμα ιππικού πρότυπο των μεσαιωνικών ιπποτών της Δυτικής Ευρώπης

Οι Βουκελάριοι ιδρύθηκαν το 514 από τον Ελληνικής καταγωγής (Γερμανίκεια της Θράκης) και συγκλητικής προέλευσης πολυνίκη και αήττητο Στρατηγό του αυτοκράτορα Ιουστινιανού, Βελισσάριο ο οποίος είχε την έμπνευση να συνδυάσει τον τρόπο μάχης των ευέλικτων Ούννων ιπποτοξοτών, που μάχονταν ως ακροβολιστές, με εκείνον των καταφράκτων Γότθων ιππέων, που μάχονταν εκ του συστάδην, σε ένα τάγμα άριστα και σκληρά εκπαιδευμένων Καβαλαρίων (ιπποτών) διπλού ρόλου που πήραν την ονομασία «Βουκελάριοι». Ο Βυζαντινός Στρατός αποτελείτο από δύο γενικές κατηγορίες:
α. Τον θεματικό στρατό στον οποίο δεν υπηρετούσαν Ευγενείς και Αριστοκράτες πλην εκείνων που τον διοικούσαν.
β. Τον βασιλικό ή ταγματικό Στρατό τον οποίο αποτελούσαν τα επίλεκτα Τάγματα της Ανακτορικής Φρουράς όπου υπηρετούσαν ως επί το πλείστον γόνοι συγκλητικών Οίκων.
Επικεφαλής του θεματικού στρατού ορίζονταν Στρατηγοί, ενώ επικεφαλής του βασιλικού ή ταγματικού Στρατού ορίζονταν δομέστικοι. Επομένως στο Βυζάντιο ο όρος “Τάγμα” αναφερόταν αποκλειστικά και μόνον στα επίλεκτα εκείνα σώματα της ανακτορικής φρουράς τα οποία αποτελούσαν τις ειδικές δυνάμεις της Αυτοκρατορίας και είχαν μεταξύ άλλων το προνόμιο να ανακηρύσσουν τον Αυτοκράτορα που είχε εκλεγεί προηγουμένως από τη σύγκλητο. Υπό την έννοια αυτή οι Βουκελάριοι κατά την ίδρυσή τους δεν αποτελούσαν Βασιλικό Τάγμα, δεδομένου ότι δεν ανήκαν στην Ανακτορική Φρουρά, δηλ. στον Βασιλικό ή Ταγματικό Στρατό των Συγκλητικών και Ευγενών. Η δομή, η ιδεολογία και η εν γένει λειτουργία τους παρέπεμπε στα Αριστοκρατικά ιδεώδη των Ταγμάτων του Βασιλικού Στρατού της Ανακτορικής Φρουράς… Επιπλέον οι Συγκλητικοί τους οποίους ο ίδιος ο Βασιλεύς ανεγνώριζε ως ομοτράπεζους, ανεγνώριζαν κι εκείνοι με τη σειρά τους ως ομοτράπεζους τους Βουκελαρίους της Οικίας (φρουράς) του Οίκου τους. Οι Βουκελάριοι αν και αρχικώς δεν ελαμπρύνοντο επ’ ευγενεία ex origo (εκ καταγωγής) και ως εκ τούτου δεν μπορούσαν να ανήκουν στα βασιλικά τάγματα της ανακτορικής Φρουράς, εντούτοις αναγνωρίζονταν ως Ομοτράπεζοι των Συγκλητικών, επειδή είχαν κερδίσει την απόλυτη εμπιστοσύνη τους ιδίως με την αρετή, την αφοσίωση, αλλά και με τις ανδραγαθίες τους στο πεδίο της μάχης. Νεώτερες όμως έρευνες έφεραν στο φως μολυβδόβουλο δομεστίκου των Βουκελαρίων, γεγονός το οποίο αποδεικνύει ότι το Τάγμα συγκαταλέχθηκε τελικώς μεταξύ των Επιλέκτων Ταγμάτων του Βασιλικού Στρατού, ως ισότιμο Βασιλικό Τάγμα. Η λέξη «Βουκελάριος» ετυμολογείται από τη λέξη «βουκάκρατον» η οποία παράγεται από τις λέξεις «βούκα», δηλ. μπουκιά, όπως ονομαζόταν εκείνη την εποχή το Σώμα Κυρίου της Θείας Ευχαριστίας ή/και ο άρτος της αρτοκλασίας και από τη λέξη «κελάριος» που σημαίνει «φύλαξ». Υποδηλώνει επίσης και τον Φύλακα της Ακολουθίας της Αρτοκλασίας εκείνης όπου συμμετείχαν ως Ομοτράπεζοι των Συγκλητικών, στους Οίκους των οποίων υπηρετούσαν.
Η αρτοκλασία αυτή πιθανώς ετελείτο με «βουκέλα» που ήταν άρτος σε σχήμα κρικέλλας ενώ κατέληγε σε χρίση των συμμετεχόντων από το λάδι της κανδήλας του προστάτου του τάγματος Αγίου Γεωργίου. Τον μεσαίωνα συνήθιζαν να φυλάσσουν τον άρτο της αρτοκλασίας και εν προκειμένω της Βουκελοκλασίας, που αποτελούσε τύπο του Σώματος του Χριστού, ως φυλαχτό για να τους προστατεύει στις μάχες. Σε λεξικό του 16ου-17ου αι. οι Βουκελάριοι μνημονεύονται ως «φύλακες του σώματος» «Φύλακες της Θείας Ευχαριστίας» καθώς και ως μυστικοσύμβουλοι, σωματοφύλακες και ομοτράπεζοι των συγκλητικών. Το «ομοτράπεζοι», σύμφωνα με την Βυζαντινή εθιμοτυπία, σήμαινε ότι οι οικοδεσπότες Συγκλητικοί επειδή εκτιμούσαν την ιδιαίτερη προσωπική αξία και αρετή των Βουκελαρίων τους, παρέβλεπαν το γεγονός ότι δεν κατάγονταν από κάποιο Συγκλητικό Οίκο και τους αναγνώριζαν ένα είδος προσωποπαγούς οιονεί Ευγενείας, ενώ παράλληλα τους τιμούσαν με διάφορα προνόμια, όπως π.χ. τους δέχονταν στον κύκλο τους ως ομοτράπεζους, ίσως κατά την οκολουθία της βουκελοκλασίας, τους προσφωνούσαν τιμητικώς «οικείους» και τους ανέθεταν τιμητικά καθήκοντα “αυλικών” και «αυλαρχών» των Συγκλητικών οίκων τους. Ως «οικείοι» ή «οικειακοί» άνθρωποι οι Βουκελάριοι ανήκαν στο περιβάλλον των Συγκλητικών, με τους οποίους τους συνέδεε εκδούλευση και πίστη, μεγαλύτερη μεν από εκείνη του οικιακού υπηρέτη («οικέτου»), του δούλου, του παροίκου ή του κρατικού υπαλλήλου, αλλά ανεξάρτητη των συνηθειών υποτελείας. Οι «οικείοι Βουκελάριοι» οικειοθελώς, αυτοβούλως και με υπέρμετρη ανδρεία υποστήριζαν και προστάτευαν τους λαμπρότατους (συγκλητικούς) οίκους, στις οικίες των οποίων υπηρετούσαν και μάλιστα για ιδεολογικούς κυρίως λόγους, διακινδυνεύοντας πολλές φορές τη ζωή τους, ενώ δεσμεύονταν μαζί τους με επίσημο όρκο να τους ακολουθούν ακόμα και στην εξορία.
Οι Βουκελάριοι εκτός από «Φύλακες του Σώματος του Χριστού» είχαν μεταξύ άλλων και τα προνομιούχα καθήκοντα των «Προστατών των Πριγκίπων», των «Ακολούθων», των «Ιπποκόμων», των «Οικονόμων» καθώς και των «Παραμυθούντων» δηλ. των «Συμβούλων» (εκ του «Παραμυθέομαι» = συμβουλεύω, προτρέπω, ενθαρρύνω, παρηγορώ, καθησυχάζω, παρακινώ, παροτρύνω, ανακουφίζω, παραινώ, υποδεικνύω) εκείνων των Συγκλητικών που τους προσελάμβαναν στην υπηρεσία τους. Όταν δε προσελήφθησαν στην υπηρεσία δυτικών φεουδαρχών, μεταλαμπάδευσαν, στα μέρη όπου υπηρέτησαν, τις αρχές των Ιπποτικών ιδεωδών, από τις οποίες θα διέπονταν πλέον ύστερα από έξι περίπου αιώνες, όλα τα γνωστά Ιεροπολεμικά Τάγματα, μεταξύ των οποίων και το τάγμα των Ιππποτών του Ναού. Ίσως δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο Ναΐτης και διδάσκαλος της ΙπποσύνηςRaymond Lull χαρακτηρίζει την Ιπποσύνη ως 8ο Μυστήριο, επειδή είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το καθήκον της Αποστολής, το οποίο είχε προηγουμένως ενσωματωθεί στην ιδεολογία των Βουκελαρίων ενώ συνοψίζεται σε Ευαγγελικές ρήσεις που αναφέρονται στην προστασία των αδυνάτων: «Εκείνοι που έχουν πρόθεση να είναι άρχοντες των εθνών επιβάλλουν την απόλυτη κυριαρχία τους πάνω σε αυτά και όσοι έχουν μεγάλα αξιώματα μεταχειρίζονται τους λαούς σαν δούλους τους. Μεταξύ σας όμως δεν θα είναι έτσι» (κατά Μάρκον 10,42-44), την υπηρεσία υπέρ των πολλών: «Αν κάποιος θέλει να είναι πρώτος, θα είναι από όλους τελευταίος και υπηρέτης όλων» (κατά Μάρκον 9,35) κλπ. Ο επισείων (τύπος λαβάρου) των Βουκελαρίων ήταν αρχικώς λευκός, εραλδικού χρώματος που παραπέμπει στην Σύγκλητο και στον Συγκλητικής καταγωγής ιδρυτή του Τάγματος Κυρ Φλάβιο τον Βελισάριο. Εν συνεχεία έφερε ερυθρό σταυρό επί λευκού πεδίου, έμβλημα που υιοθέτησε μετά από έξι αιώνες το Τάγμα των Ιπποτών του Ναού και αργότερα το Τάγμα της Περικνημίδος. Οι πέντε ερυθρές γλώσσες του δρακοντείου φλαμούλου (επισείοντος) των Βουκελαρίων συμβολίζουν μεταξύ άλλων τις Πλατωνικές Αρετές, τον αριθμό του (τελείου) ανθρώπου, την πεμπτουσία της δημιουργίας, τον αριθμό της αρμονίας και της χρυσής τομής κ.ά.. Επειδή οι Βουκελάριοι εμφορούνταν από ένα ισχυρό, ομαδικό πνεύμα αλληλεγγύης, ήταν οι μόνοι που δεν άφηναν τους τραυματίες να πεθάνουν στο πεδίο της μάχης, όπως συνέβαινε τότε. Είχαν μάλιστα ειδικό σώμα που αποκαλείτο «Ιατροί – Σκρίβονες – Δηποτάτοι» οι οποίοι ίππευαν επί του αυτού ίππου με τον τραυματία που διέσωζαν κατά τη μάχη και γι αυτό ο ίππος τους έφερε διπλό αναβολέα, προκειμένου να τον μεταφέρουν με ασφάλεια για νοσηλεία στα «Οσπίτια» δηλ. στα κέντρα υποδοχής, φιλοξενίας, περιθάλψεως και νοσηλείας. Η τακτική αυτή υιοθετήθηκε έπειτα από επτά περίπου αιώνες από το Τάγμα των Ιπποτών του Ναού και αποτυπώθηκε στην επίσημη σφραγίδα του, ενώ μεσαιωνικά Ιεροπολεμικά Τάγματα όπως του Αγ. Ιωάννου και του Αγίου Λαζάρου εμπνεύστηκαν από αυτές τις αρχές και τα ιδανικά των Βουκελαρίων προκειμένου να αναβιώσουν τον θεσμό των Βυζαντινών Οσπιτίων του Τάγματος και γι’ αυτό ονομάστηκαν “Οσπιταλιερικά”.
Οι Ναΐτες Ιππότες δεν εμπνεύσθηκαν απλώς από τα σύμβολα και την φιλοσοφία των Βουκελαρίων προκειμένου να ιδρύσουν το Τάγμα τους, αλλά κυριολεκτικώς αντέγραψαν τον οπλισμό, την εκπαίδευση και τις πολεμικές τακτικές τους, όπως αναφέρονται αναλυτικώς από τον αυτοκράτορα Λέοντα Στ΄ τον σοφό στο έργο του «Τακτικά», με το οποίο διασκεύασε το «Στρατηγικόν» του αυτοκράτορα Μαυρικίου, που αφορούσε το «Τάγμα των Βουκελαρίων» και απαλείφοντας την ονομασία τους μέσα στο κείμενο, το μετέτρεψε σε υπόδειγμα επεκτείνοντας τη χρήση του σε όλες τις αυτοκρατορικές Καβαλαρικές τάξεις οι οποίες θα έπρεπε στο εξής να είναι οργανωμένες κατά το πρότυπο του τάγματος των «Βουκελαρίων».
Οι ιππότες Βουκελάριοι χαρακτηρίζονταν από εχεμύθεια, εμπιστοσύνη, πίστη, υπακοή, πειθαρχία, ζήλο, θάρρος, τόλμη, σύνεση, ψυχραιμία, αποφασιστικότητα, αποτελεσματικότητα, αυτοπεποίθηση, ταπεινοφροσύνη, υπερηφάνεια, τιμή και φυσικά από την άριστη πολεμική εκπαίδευση. Ήταν ικανοί να πλήξουν με τρία τουλάχιστον βέλη, σε μία διέλευση, κινούμενο στόχο, καλπάζοντας με τη μέγιστη δυνατή ταχύτητα και κατόπιν να τον λογχίσουν. Είχαν αναπτύξει δε τις ικανότητες και δεξιότητές τους σε τέτοιο υψηλό βαθμό, που όταν ασκούσαν την πολεμική τους αρετή δεν έχαναν ποτέ, όχι με την έννοια ότι ήταν αθάνατοι, αλλά ότι πάντα επέφεραν τη συντριβή στον εχθρό με αποτέλεσμα την ταπείνωσή του. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που, πολλές φορές, οι ηγέτες του εχθρού επέλεγαν την προώθηση του καλύτερου ή και του κυρίου τμήματος της στρατιάς τους ή ακόμη και ολόκληρης αυτής εναντίον μόνο αυτού του ολιγομελούς Τάγματος με σκοπό την πλήρη εξόντωσή του. Γεγονός το οποίο δεν επετεύχθη ποτέ. Οι τριακόσιοι παλαίμαχοι (πρώην Βουκελάριοι) στο Χέτο, έξω από τη Βασιλεύουσα, εναντίον των Βουλγάρων, όταν ηγεμόνας τους ήταν ο Ζαβεργάνης, το φθινόπωρο του έτους 558 ή 559. «Η περιττή μάχη» που εδόθη αμέσως μετά τη μάχη του Δάρα, στον Ευφράτη ποταμό στην ευρύτερη περιοχή της κωμοπόλεως της Σκούρας κατά του περσικού στρατού, ο οποίος ήταν υπό την ηγεσία του Αζαρέθ, όταν βασιλιάς της Περσίας ήταν ο Κοβάδης.) κ.α. Ένας από τους όρκους (ή μέρος του όρκου) που έπρεπε να δώσουν οι ενταχθέντες στο Τάγμα, ενώπιον των συντρόφων τους ιπποτών Βουκελαρίων και του Στρατηλάτη Βελισαρίου, ήταν να μην διασπούν ποτέ τη γραμμή τους (μέτωπο – εμπρόσθιο τμήμα παρατάξεως) για κανένα λόγο, όσο και αν τους προκαλούσε ο εχθρός (μάχη του Δάρα). Η μη τήρηση του ως άνω όρκου εθεωρείτο πειθαρχικό παράπτωμα και κατά περίπτωση, μπορούσε να επισύρει στον Ιππότη από ελαφρά επιτίμηση μέχρι ακόμη και την αυστηρότερη, την προσωρινή απομάκρυνση (να τεθεί σε διαθεσιμότητα) από το τάγμα των επιλέκτων). Οι Βυζαντινοί ευγενείς οι οποίοι εμφορούνταν από αυτά τα ιδεώδη και ήταν συγγενείς μεταξύ τους, συνήθως κάτω από ένα ή περισσότερα κοινά επώνυμα, είτε του πατέρα ή/και της μητέρας, ή/και των δύο γονέων, ή/και άλλων προγόνων, συναποτελούσαν μεγάλες οικογένειες οι οποίες ζούσαν, συνεργάζονταν, συνεδρίαζαν, συνέτρωγαν και ενίοτε τα μέλη τους συγκατοικούσαν όλοι μαζί και οι οποίες ως εκ τούτου ονομάζονταν εθιμικώς «Οίκοι». Στην Αυτοκρατορία της Ρωμανίας, τα δημόσια αξιώματα ονομάζονταν «δια λόγου αξίες» και ήταν ιεραρχικώς κατανεμημένα, ενώ συνοδεύονταν συνήθως και από ορισμένους τιμητικούς τίτλους που ονομάζονταν «δια βραβείων αξίες». Τα δε αξιώματα ή/και οι τιμητικοί τίτλοι που αποτελούσαν την αυλική ιεραρχία του ιερού (αυτοκρατορικού) παλατίου ονομάζονταν οφίκια. Τόσο τα αξιώματα όσο και οι τιμητικοί τίτλοι ήσαν προσωποπαγή και δεν κληρονομούνταν. Μοναδική εξαίρεση αποτελούσε ο ύπατος και μοναδικός κληρονομητός τίτλος του Συγκλητικού, συμφώνως προς την ισχύουσα νομοθεσία της αυτοκρατορίας της Ρωμανίας, ο οποίος μάλιστα κληρονομείτο ακόμα και εκ θηλυγονίας, καθώς και από όλα τα τέκνα, ανεξαρτήτως φύλου ή σειράς γεννήσεως, όπως και από τη σύζυγο ακόμα και εάν αυτή ήταν διαζευγμένη.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι Βουκελάριοι διέφεραν ριζικώς από τους «Scurrae», οι οποίοι, χωρίς να διαθέτουν καταγωγή,  γίνονταν επίσης δεκτοί στους κύκλους των Ευγενών, αλλά μόνον ως διασκεδαστές των τελευταίων. Η σωματοφυλακή ή φρουρά, που αποτελείτο από Βουκελαρίους και η οποία ήταν ουσιαστικά ο ιδιωτικός στρατός στρατηγών ή/και υψηλών αξιωματούχων (δηλ. ευγενών ή/και αριστοκρατών οι οποίοι ex officio «κατελέγοντο» και «συνηριθμούντο» στην «λογάδα» των συγκλητικών). Για τους δυνατούς, «οικείος» σήμαινε κάποιον απολύτως έμπιστο και σταθερό, ο οποίος αν και δεν ανήκε στις προαναφερθείσες κατηγορίες υποτελών, εντούτοις γινόταν δεκτός, για την αξία του, ως ομοτράπεζος, στο στενό περιβάλλον των δυνατών (που ήταν ως επί το πλείστον Συγκλητικοί) τους οποίους ως Βουκελάριος οικειοθελώς, αυτοβούλως και με υπέρμετρη ανδρεία υποστήριζε και προστάτευε, για ιδεολογικούς κυρίως λόγους, διακινδυνεύοντας πολλές φορές τη ζωή του, ενώ τους ακολουθούσε ακόμα και στην εξορία. Η «Αυτοκρατορική, επίλεκτος, ομοτράπεζος, σύμμικτη Καβαλαρική τάξις των Βουκελαρίων», ήταν σύμμικτη επειδή αποτελείτο από δύο κύριες εντός αυτής ιεραρχικές τάξεις, ήτοι την Καβαλαρική (ανωτάτη) και την πεζική των Υπασπιστών, οι οποίες με τη σειρά τους υποδιαιρούνταν αντιστοίχως σε «διαφορές οπλίσεως» και σε «είδη» διαφόρων ιεραρχικών βαθμών. Όταν ο Στρατηγός Βελισάριος, κατά την εκστρατεία του στην Ιταλία, είχε αναλάβει την υπεράσπιση της Ρώμης από την πολιορκία των γενναίων και πολυαρίθμων βαρβάρων Γότθων, όταν ηγεμόνας τους ήταν ο Γίτιγης, συνέβη το ακόλουθο, σχετιζόμενο με την ιπποτική τιμή, περιστατικό έξω από την κερκόπορτα της Πιντσία Πύλης, στο οποίο πρωταγωνίστησε ένας Ιππότης του Τάγματος των Βουκελαρίων ο Χορσομάντης (μασαγέτης Ούνος στην καταγωγή). Όπως περιγράφεται στο βιβλίο του Robert Graves «Κόμης Βελισάριος». «Η πιο παράξενη όμως ιστορία είναι εκείνη που αφορά στον τραυματισμό τουXορσομάντη, ακολούθου του Βελισαρίου. Η πληγή δεν ήταν ούτε βαθειά ούτε σοβαρή αλλά ένα απλό γρατζούνισμα από ακόντιο στο καλάμι της κνήμης του το οποίο τον κράτησε ξαπλωμένο αρκετές ημέρες με διάφορα επιθέματα τυλιγμένα γύρω από το τραύμα. Κατά συνέπεια απουσίασε από τη μάχη εκ παρατάξεως, στην οποία διακρίθηκαν πολλοί συνάδελφοί του. Όταν έγινε καλά, ορκίσθηκε να εκδικηθεί τους Γότθους για την προσβολή που έκαναν στο καλάμι του ποδιού του, όπως έλεγε. Τελευταία είχε γεννήσει η άσπρη του φοράδα και έτσι είχε το απαιτούμενο γάλα για να φτιάξη καβάς. Μία ημέρα, μετά το μεσημεριανό του γεύμα, αφού ήπιε αρκετά από το ποτό αυτό, ο Χορσομάντης πήρε τα όπλα του, καβάλησε τη φοράδα του και τράβηξε για την κερκόπορτα της Πιντσίας πύλης. Είπε στο σκοπό ότι ο εκλαμπρότατος κύριός του, άρχων Βελισάριος, του είχε αναθέσει μία αποστολή στο εχθρικό στρατόπεδο. Επειδή ήταν γνωστό ότι ο Χορσομάντης ήταν της απολύτου εμπιστοσύνης του Βελισαρίου, ο σκοπός δεν αμφέβαλε για τα λόγια του και του άνοιξε την θύρα. Ο σκοπός παρακολουθούσε τον Χορσομάντη να προχωρεί ελεύθερα στην πεδιάδα ώσπου ένα εχθρικό περίπολο από είκοσι περίπου άνδρες τον είδε. Τον εξέλαβαν για λιποτάκτη και έσπευσαν προς το μέρος του σπιρουνίζοντας τ’ άλογα τους, ελπίζοντας κάποιος ν’ αρπάξει τη φοράδα για τον εαυτό του.
Χορσομάντης κατέβασε το τόξο του, έριξε τρία βέλη τρείς Γότθοι έπεσαν και οι άλλοι το έβαλαν στα πόδια. Σκότωσε άλλους τρείς απ’ αυτούς καθώς έφευγαν και έπειτα γύρισε προς την πόλη με βραδύ τριποδισμό, χαλιναρώνοντας τη θυμοειδή φοράδα του. Έξαφνα, όμως, εμφανίσθηκε μία μεγάλη ομάδα από εξήντα Γότθους που όρμησαν καταπάνω του. Αυτός γύρισε πίσω και κάλπαζε γύρω τους σε ημικύκλιο. Σκότωσε δύο ακόμη, τραυμάτισε δύο και συμπλήρωσε τον κύκλο με το σκοτωμό άλλων τεσσάρων. Εγώ έτυχε να βρίσκομαι στον προμαχώνα και όταν είδα το θέαμα αυτό, έτρεξα, αμέσως, να φωνάξω την κυρά μου, που εκείνη την ώρα είχε μία σύσκεψη με τους αξιωματικούς ενός κοντινού φυλακίου, παρακαλώντας την να βιασθεί για να μη χάσει το εκπληκτικό αυτό θέαμα. «Ο άνθρωπος αυτός τρελάθηκε» φώναξα. Εκείνη όμως, αναγνώρισε την φοράδα. «Όχι αγαπητέ μου Ευγένιε δεν τρελάθηκε. Είναι ο Χορσομάντης μας που εκδικείται για την προσβολή που του έγινε στο καλάμι». Τότε ο Χορσομάντης βρέθηκε ανάμεσα σε δύο εχθρικές ομάδες, αλλά έκανε έξοδο στην πιο κοντινή, χρησιμοποιώντας τη λόγχη και το ξίφος του. Ζητωκραυγάσαμε δυνατά γιατί είδαμε ότι μπορούσε πια να σωθεί, αν ήθελε. Η κυρά μου διέταξε να γίνει μία ισχυρή βολή καλύψεως με τους καταπέλτες για να υποβοηθήσει την επάνοδό του αλλά οι ζητωκραυγές μας τον έκαναν να συνεχίσει τον αγώνα. Γύρισε πίσω και τον χάσαμε από τα μάτια μας κυνηγώντας μερικούς μπροστά του και ακολουθούμενος από τους άλλους. Επί πολλή ώρα έφθαναν ως τ’ αυτιά μας μακρινές κραυγές και ουρλιαχτά, καθώς η μάχη συνεχιζόταν κοντά στο στρατόπεδό τους. Στο τέλος οι αλαλαγμοί των Γότθων που ακούσθηκαν από τη μεριά του αναχώματος μας πληροφόρησαν ότι ο Χορσομάντης δεν υπήρχε πια. Ενώ λοιπόν οι χριστιανοί έκαναν το σταυρό τους και προσεύχονταν για την ψυχή του, η κυρά μου αναφώνησε ειδωλολατρικά: «Μα το σώμα του Βάκχου και το ρόπαλο του Ηρακλή να ένας όντως οργισμένος άνθρωπος!» καβάς: είδος οινοπνευματώδους ποτού που γνώριζαν να παρασκευάζουν από το γάλα οι Μασαγέτες Ούνοι. κυρά: η αρχόντισσα Αντωνίνα σύζυγος του στρατηγού Βελισαρίου. Στο ανωτέρω κείμενο διαπιστώνουμε ότι εκτός από τη διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος του ιππότη Χορσομάντη εμπλοκή σε μάχη υπό την επήρεια οινοπνευματώδους ποτού και χρήση του ονόματος του Βελισαρίου χωρίς σχετική έγκριση ο υπέρμετρος ιπποτικός ζήλος του πληγώθηκε τόσο πολύ από την «αναγκαστική» αποχή του από την μάχη του Τάγματός λόγω του τραυματισμού του, που ευαισθητοποίησε την έννοια της ιπποτικής του τιμής σε τέτοιο βαθμό, ώστε να ξεκινήσει πολεμική επιχείρηση μόνος του, με το πρόσχημα της εκδίκησης «για την προσβολή που του έγινε στο καλάμι». Κατ’ ουσία όμως ο Χορσομάντης ήθελε να αποδείξει στους συντρόφους του Καβαλαρίους (Έλληνες και μη) ότι δεν έχρηζε ειδικής προνομιακής μεταχειρίσεως από τον Βελισάριο, ως έμπιστος ακόλουθός του (λόγω του παρατεταμένου χρόνου αναρρώσεως για τον πολύ ελαφρύ του τραυματισμό) αλλά ότι παρέμενε και ήταν ένας ανδρείος και αξιόμαχος Καβαλλάριος όμοιος με αυτούς που διακρίθηκαν στην μάχη εκ παρατάξεως κατά την απουσία του. Τέτοιας φύσεως ήταν τα «σοβαρά» παραπτώματα των Βουκελαρίων σχετιζόμενα, σχεδόν πάντα με την ιπποτική τους τιμή. Μεταξύ των ιδεωδών που χαρακτήριζαν τα ήθη των Βουκελαρίων ήσαν κι εκείνα που προάγουν την οικογένεια, την γενναιότητα, την αξιοκρατία, την δικαιοσύνη, την αλληλεγγύη, το ομαδικό πνεύμα, την αλληλοϋποστήριξη, την δόξα, την υψηλή αισθητική, την αξιοπιστία, τον πατριωτισμό, την μεγαλοπρέπεια, την χριστιανική ηθική, την εντιμότητα, τις παραδόσεις, την εθιμοτυπία κ.λ.π.
Πηγή : https://chilonas.com/2012/10/14/httpwp-mep1op6y-tn/





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου