Τετάρτη 22 Μαΐου 2019

Το Βυζάντιο πρίν τους Τούρκους (Μέρος Β') : Η κατάρρευση του Βυζαντίου και οι πρώτες Οθωμανικές κατακτήσεις στην Ευρώπη

Από τις 6 Αύγουστου 1354 ο Βενετός βαιλος, ο πρεσβευτής της Βενετίας στην Κωνσταντινούπολη, είχε γνωστοποιήσει στον δόγη Αντρέα Δάνδολο ότι οι Βυζαντινοί, μπροστά στην απειλή των Τούρκων και της Γένουας, ήσαν πρόθυμοι να υποταχθούν σε οποιαδήποτε άλλη δύναμη στη Βενετία, στον ηγεμόνα των Σέρβων ακόμη και στον βασιλέα της Ουγγαρίας. Στις 4 Απριλίου 1355 ο δόγης Marino Faliero κάλεσε την Βενετία να προσαρτήσει την αυτοκρατορία, διότι διαφορετικά στην άθλια κατάσταση που βρισκόταν, θα έπεφτε θύμα των Τούρκων. Ήταν πλέον κοινό μυστικό, ότι το Βυζάντιο βρισκόταν στο χείλος της καταστροφής και το μόνο ερώτημα που φαινόταν να υπάρχει, ήταν αν τα εναπομείναντα τμήματα της αυτοκρατορίας θα περιέρχονταν στους Τούρκους, ή σε μια Χριστιανική δύναμη.
Ο Ιωάννης Ε' Παλαιολόγος όταν ανήλθε στο θρόνο ήταν μόλις εννέα ετών και επιτροπευόταν από τη μητέρα του Άννα της Σαβοΐας, ενώ τη διαχείριση των πολιτικών πραγμάτων είχε ο πιστός και άμεσος συνεργάτης του Ανδρόνικου Γ' Παλαιολόγος, ο Ιωάννης Καντακουζηνός. Κατά τη διάρκεια της σαραντάχρονης βασιλείας του Ιωάννη 5ου συνέβησαν πολλά και σημαντικά γεγονότα. Κυριότερο από αυτά ήταν η εγκατάσταση των Τούρκων στην Ευρώπη (1354) και η προέλαση τους στη Χερσόνησο του Αίμου, η ίδρυση μεγάλου σερβικού κράτους από τον Στέφανο Δουσάν, το οποίο όμως υπήρξε εφήμερο (από το 1346 ως το 1355), και η κοσμοϊστορικής σημασίας πρώτη μάχη του Κοσσυφοπεδίου (Κόσσοβο) 1389. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου ο Καντακουζηνός προκειμένου να πετύχει το σκοπό του που ήταν η άνοδος στον αυτοκρατορικό θρόνο, κάλεσε σε βοήθεια κατ' αρχάς το φίλο του εμίρη του Αίδινίου, Ομάρ και έπειτα το σουλτάνο Ορχάν στον οποίο μάλιστα έδωσε ως σύζυγο την δεκατριάχρονη θυγατέρα του Θεοδώρα (1346). Το 1352 ο γιος του Ορχάν, Σουλεϊμάν, κατέλαβε το μικρό φρούριο Τζύμπη στη θρακική χερσόνησο, το οποίο υπήρξε η πρώτη βάση και το ορμητήριο των Οθωμανών στην Ευρώπη. Στις 2 Μαρτίου του 1354 (τη νύχτα) φοβεροί σεισμοί συνετάραξαν «την πολύπαθη γην της Θράκης». Οι Τούρκοι επωφελούμενοι από τη γενική σύγχυση που επεκράτησε κατέλαβον και άλλες πόλεις και την Καλλίπολη. Μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα οι σουλτάνοι (πρώτα ο Ορχάν μέχρι το 1362 και στη συνέχεια ο γιος του και διάδοχος του, ο ευφυής και δραστήριος Μουράτ Α' 1362 -1389), κατέλαβαν ολόκληρη σχεδόν τη Θράκη, η οποία είχε καταστραφεί από τους εμφύλιους πολέμους και από τους σεισμούς. Το 1360 κατέλαβαν οι Τούρκοι το Διδυμότειχο, το 1362 την Αδριανούπολη, η οποία ορίστηκε ευρωπαϊκή πρωτεύουσα των σουλτάνων. Το 1359 η Κωνσταντινούπολη είδε για πρώτη φορά μπροστά στα τείχη της Οθωμανικές ορδές. Η εξαντλημένη αυτοκρατορία δεν ήταν σε θέση να προβάλει αντίσταση. Την ισχυρά οχυρωμένη πρωτεύουσα δεν απειλούσε βέβαια ακόμη άμεσος κίνδυνος, όμως η υπόλοιπη Θράκη, η οποία είχε χάσει και τις τελευταίες ζωτικές δυνάμεις της στον εμφύλιο πόλεμο, ήταν στη διάθεση του εχθρού. Οι πόλεις υπέκυπταν η μια μετά την άλλη. Το 1361 το Διδυμότειχο έπεσε οριστικά στους Τούρκους και ένα χρόνο αργότερα ακολούθησε η Αδριανούπολη.
Ο Ιωάννης Ε' για ν' αντιμετωπίσει τον τουρκικό κίνδυνο μετά από την κατάληψη της Καλλιπόλεως απευθύνθηκε στον Πάπα και υποσχέθηκε την υποταγή της Ανατολικής Ορθόδοξης Ελληνικής Εκκλησίας στη Ρώμη, με αντάλλαγμα τη βοήθεια και την προστασία του Πάπα (1355). Οι προσπάθειες του Ιωάννη δεν κατέληξαν σε κανένα αποτέλεσμα. Και από τις ναυτικές πόλεις της Ιταλίας ζήτησε βοήθεια ο Ιωάννης Ε' αλλά μάταια. Δέκα χρόνια αργότερα όταν η ελπίδα βοήθειας από τον Πάπα και από τις ναυτικές πόλεις της Ιταλίας είχε εξανεμιστεί, αναζήτησε τη βοήθεια του Ούγγρου βασιλιά Λουδοβίκου του Μεγάλου (1366), αλλά και πάλι δεν υπήρξε κανένα αποτέλεσμα. Τρία χρόνια αργότερα (1362), ο Ιωάννης Ε' έφτασε στη Ρώμη για να εκλιπαρήσει τον Πάπα Ουρβανό Ε'. Πράγματι, στις 18 Οκτωβρίου του ίδιου έτους «προέβη σε πανηγυρική ομολογία πίστεως και υπέγραψε τα σχετικά έγγραφα που επικύρωσε με τη χρυσή του αυτοκρατορική σφραγίδα. Τρεις μέρες αργότερα, στον Αγιο Πέτρο γονυπέτησε τρεις φορές και φίλησε το πόδι του Πάπα σε ένδειξη της υποταγής του». Η ενέργεια αυτή του Ιωάννη Ε' δεν έγινε αποδεκτή από τον κλήρο και το λαό της Κωνσταντινούπολης γιατί η ένωση των Εκκλησιών, όπως την εννοούσε ο Πάπας, εσήμαινε υποταγή της ανατολικής Εκκλησίας στη Δυτική. Ενώ ο Ιωάννης Ε' επέστρεφε στην Κωνσταντινούπολη τον συνέλαβαν οι Βενετοί ως οφειλέτη τους. Ο γιος του Μανουήλ Β' έσπευσε να καταβάλει λύτρα για να απελευθερώσει τον πατέρα του, ο οποίος επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη το 1371 και εκεί πληροφορήθηκε ότι οι Σέρβοι είχαν ηττηθεί στο Ορμένιο επί του Εβρου, 35 χιλιόμετρα δυτικά από την Αδριανούπολη. Η σημασία αυτής της μάχης είναι μεγάλη γιατί μετά από αυτή οι Σέρβοι και οι Βούλγαροι αναγνώρισαν την τουρκική επικυριαρχία και υποχρεώθηκαν να πληρώνουν φόρο υποτέλειας στο σουλτάνο Μουράτ Α'. Ο Ιωάννης Ε' κουρασμένος από το βάρος των ετών, εξαντλημένος από τις αποτυχίες και τις θλίψεις και απογοητευμένος από τους Χριστιανούς της Δύσεως, κλείστηκε στα ανάκτορα και πέθανε το Φεβρουάριο του 1391.
Ο Ανδρόνικος Δ΄ Παλαιολόγος (1348 – 1385) ήταν Βυζαντινός αυτοκράτορας (1376-1379), πρωτότοκος υιός του Ιωάννη Ε’ και της Ελένης Καντακουζηνής, άνθρωπος με ακτινοβολούσα, λαοφιλή αλλά και κενόδοξη προσωπικότητα, που αδημονούσε για την αυτόνομη άσκηση της εξουσίας, μιας και ο πατέρας του ήταν μόλις 16 χρόνια μεγαλύτερός του. Είχε νυμφευθεί την κόρη του Βουλγάρου τσάρου Ιβάν Αλεξάνδρου των Σισμάν, κυρά Μαρία και διατηρούσε φιλικές σχέσεις με το διάσημο αστρολόγο Αβράμιο. Ο Ανδρόνικος αρχικά επιχείρησε να εκμεταλλευτεί την απουσία του πατέρα του σε διπλωματική περιοδεία στο εξωτερικό έως το 1369. Οι αποτυχημένες διαπραγματεύσεις με τον Ούγγρο ηγεμόνα Λουδοβίκο A’ Καπέτων-Ανζού, η αισχρή για το λαό υποταγή του Ιωάννη Ε’ στον πάπα Ουρβανό και η ένδεια του αυτοκράτορα κατά την επίσκεψή του στη Βενετία για διευθέτηση οφειλών, δημιουργούσαν στην πρωτεύουσα κλίμα απογοήτευσης και αγανάκτησης προς τον απροκάλυπτα δυτικόφιλο Ιωάννη Ε’. Ο Ανδρόνικος δε φανέρωσε έμπρακτα τις προθέσεις του. Όμως αδράνησε προκλητικά, όταν ουσιαστικά ο πατέρας του ήταν όμηρος των Βουλγάρων (Βίντιν, 1366) και χρειάστηκε η επέμβαση του Αμεδαίου της Σαβοΐας (εξαδέλφου του Ιωάννη Ε’) για να ελευθερωθεί, αλλά και όταν ο Ιωάννης Ε’ ζήτησε οικονομική βοήθεια, ενώ βρισκόταν στη Βενετία, η συνδρομή του ευπειθούς Μανουήλ ήταν που τελικά έδωσε τη λύση. Επιπρόσθετα οι σχέσεις πατέρα και πρωτότοκου γιου ψυχράθηκαν περισσότερο, επειδή ο Ιωάννης Ε’ συμφώνησε με τους Βενετούς την παραχώρηση της νήσου Τενέδου, μήλο της έριδας μεταξύ των μεγάλων ιταλικών ναυτικών δυνάμεων Βενετίας και Γένοβας, με την οποία Γένοβα συνεργαζόταν μυστικά ο Ανδρόνικος. Η πρώτη ένοπλή του προσπάθεια να καταλάβει την εξουσία το 1373 απέτυχε. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να φυλακιστεί μαζί με το γιο του Ιωάννη, αφού τιμωρήθηκαν με τύφλωση. Η εκτέλεση της εντολής δεν επέφερε βέβαια πλήρη τύφλωση, μια και σε διάστημα σχεδόν δύο χρόνων η όραση των κρατουμένων επανήλθε σε τέτοια επίπεδα, ώστε να διεκδικήσουν την εξουσία. Με τη βοήθεια λοιπόν των Γενουατών απέδρασε ο Ανδρόνικος και οργάνωσε πραξικόπημα που επέτυχε (Μάιος του 1376). Συνέλαβε και φυλάκισε τον Ιωάννη Ε’ και τον αδελφό του Μανουήλ. Κάθισε στο θρόνο από το 1376 μέχρι το 1379, παρεμβάλλοντας τη βασιλεία του σε αυτή του πατέρα του. Το 1379 Ιωάννης Ε’ και Μανουήλ απελευθερώθηκαν, πιθανόν από τους Τούρκους και τους Βενετούς, σταθερά εχθρούς του Ανδρόνικου, λόγω της φιλικής προς τους Γενουάτες πολιτικής του. Μετά από συμβιβασμό, στον Ανδρόνικο αποδόθηκε ο τίτλος του συναυτοκράτορα και του παραχωρήθηκε μια περιοχή στη Σηλυμβρία, καθώς και δικαίωμα διαδοχής στο βυζαντινό θρόνο από το γιο του Ιωάννη. Πέθανε το 1385 στις 28 Ιουνίου.
Στα χρόνια του σουλτάνου Μουράτ Α’ (1362-89) η κατάκτηση των Βαλκανικών χωρών συμπεριλαμβανομένων των Ελληνικών και Νοτιοσλαβικών, μπαίνει στην πιο κρίσιμη φάση της. Όπως το Βυζάντιο, το ίδιο και οι Νοτιοσλάβοι ήσαν ανίσχυροι μπροστά στην προέλαση του υπέρτερου εχθρού. Ύστερα από το θάνατο του Stefan Dušan (Δουσάν) η Σερβική αυτοκρατορία βρισκόταν σε διάλυση, ενώ οι συνθήκες ήσαν ακόμα χειρότερες στη Βουλγαρία, η οποία είχε καταρρεύσει τελείως εξαιτίας του καταμερισμού της σε επί μέρους κρατίδια και της παραλυσίας της από την βαριά οικονομική κρίση και τις θρησκευτικές έριδες. Ο ικανός στρατηγός Lala Šahin μπήκε το 1363 στη Φιλιππούπολη και εγκαθίδρυσε την έδρα του ως ο πρώτος Μπεηρλέμπεης (διοικητής) της Ρουμελίας. Επίσης και ο ίδιος ο Σουλτάνος μετέφερε την έδρα του στα Βαλκάνια και εγκατέστησε την αυλή του πρώτα στο Διδυμότειχο και ύστερα (από το 1365 περίπου) στην Αδριανουπόλη. Έτσι οι Οθωμανοί εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην Ευρώπη, αφού μάλιστα την Τουρκική προέλαση ακολουθούσαν συστηματικά μέτρα εποικισμού. Ο εγχώριος πληθυσμός σύρθηκε κατά μάζες στην αιχμαλωσία στη Μ. Ασία, ενώ Τούρκοι έποικοι εγκαταστάθηκαν στις κατειλημμένες περιοχές και οι Τούρκοι ευγενείς, προ παντός οι στρατηγοί του Σουλτάνου, ανταμείφθηκαν με γενναιόδωρες εκχωρήσεις γης. Η Βουλγαρία, τρομοκρατημένη καθώς ήταν από την Τουρκική εισβολή, αναζήτησε σωτηρία στην συνεργασία με τον πανίσχυρο κατακτητή, πράγμα που την οδήγησε σε ρήξη με την Ουγγαρία και την Βυζαντινή αυτοκρατορία. Το 1364 μάλιστα έλαβε χώρα μια ένοπλη σύρραξη ανάμεσα στο Βυζάντιο και την Βουλγαρία και ο Βυζαντινός αυτοκράτορας πέτυχε να καταλάβει το λιμάνι τηςΑγχιάλου στον Εύξεινο Πόντο. Έτσι ο άκαιρος αυτός πόλεμος απέφερε στους Βυζαντινούς τουλάχιστον την ικανοποίηση ότι υπήρχε έστω και μια χώρα που ήταν ακόμη πιο ανίσχυρη από τη δική τους άτυχη αυτοκρατορία.
Ο «πράσινος κόμης», Αμαδαιος VI της Σαβοΐας, που ήταν εξάδελφος του αυτοκράτορα, εμφανίσθηκε το καλοκαίρι του 1366 με ένα στρατό σταυροφόρων στα Βυζαντινά ύδατα. Σε μια πρώτη επίθεση απέσπασε από τους Τούρκους την Καλλίπολη στα Δαρδανέλλια, στη συνέχεια στράφηκε εναντίον της Βουλγαρίας και επέβαλε την εκκένωση της Μεσημβρίας και της Σωζοπόλεως. Έτσι εδραιώθηκε σημαντικά η θέση των Βυζαντινών στη δυτική ακτή της Μαύρης Θάλασσας. Ήταν ελάχιστη παρηγοριά και προσωρινή μόνο επιτυχία το γεγονός, ότι ο Μανουήλ εισέβαλε από τη Θεσσαλονίκη στην επικράτεια του νεκρού ηγεμόνα Uglješa και μπήκε στις Σέρρες (Νοέμβριος 1371). Το πόσο είχε χειροτερέψει η κατάσταση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας φανερώνει το γεγονός, ότι η αυτοκρατορική κυβέρνηση, όπως μας πληροφορεί ο ίδιος ο Μανουήλ σε ένα μεταγενέστερο έγγραφο, έλαβε τότε την απόφαση, «αμέσως μετά το θάνατο του δεσπότη της Σερβίας, του μακάριου Uglješa» στην μάχη του Ορμενιου Έβρου εναντίον των Οθωμανών, να δημεύσει τη μισή περιουσία των Βυζαντινών μοναστηριών και να την εκχωρήσει ως προνοιακά τιμάρια για να μπορέσει με τον τρόπο αυτό, μπροστά στην «υπερβολικά σοβαρή και χρόνια» Τουρκική εισβολή, να ενισχύσει την άμυνα της χώρας. Εκτός αυτού όμως αμέσως μετά τη μάχη του Έβρου (1371), το ίδιο το Βυζάντιο περιέπεσε σε τυπική υποτέλεια υπό την επικυριαρχία των Οθωμανών και υποχρεώθηκε να προσφέρει φόρους υποτέλειας και στρατιωτική υπηρεσία. Την ίδια εποχή αναγνώρισε την Τουρκική επικυριαρχία και η Βουλγαρία. Έτσι, πριν περάσουν είκοσι χρόνια από την πρώτη εγκατάσταση των Οθωμανών στο ευρωπαϊκό έδαφος, τόσο η Βυζαντινή αυτοκρατορία όσο και ο άλλοτε ισχυρός της αντίπαλος, το τσαρικό κράτος της Βουλγαρίας, κατέληξαν να γίνουν υποτελείς των Τούρκων.
Ο πόλεμος ανάμεσα στη Βενετία και τη Γένουα συνεχίσθηκε αμείωτος. Και οι δυο πλευρές διεξήγαγαν τον αγώνα με αυξανόμενη βιαιότητα. Τελικά οι εξαντλημένοι αντίπαλοι, ύστερα από μεσολάβηση του κόμη Αμαδαίου της Σαβοΐας, έκλεισαν συνθήκη ειρήνης στο Τορίνο στις 8 Αυγούστου 1381. Επιτεύχθηκε κάποιος συμβιβασμός: η Τένεδος δεν θα παραδινόταν ούτε στη Βενετία ούτε στη Γένουα, τα οχυρά της θα καταστρέφονταν, οι κάτοικοι της θα μεταφέρονταν στην Κρήτη και την Εύβοια και το αποστρατικοποιημένο νησί θα παραδινόταν στον εντολοδόχο του κόμη της Σαβοΐας. Στον διακανονισμό αυτό το Βυζάντιο αγνοήθηκε εντελώς, σαν να μην είχε ποτέ στην κατοχή του το νησί. Ωστόσο ο Βενετός βάιλος της Τενέδου αρνήθηκε να παραδώσει το σημαντικό νησί, ώστε οι όροι της συμφωνίας εφαρμόσθηκαν μόλις το χειμώνα του 1383/84, ενώ οι Βενετοί συνέχισαν για μακρό χρόνο να χρησιμοποιούν την Τένεδο ως ναυτική βάση.
Με μια συνθήκη στις 2 Νοεμβρίου του 1382 τα κατάλοιπα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας διαμελίσθηκαν σε πολλές μικρές ηγεμονίες, τις οποίες διοικούσαν τα μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας: Την Κωνσταντινούπολη εξουσίαζε ο Ιωάννης Ε’, τις πόλεις στη θάλασσα του Μαρμαρά που απέμεναν στην αυτοκρατορία διατήρησε ο Ανδρόνικος Δ’, ο οποίος βρισκόταν τώρα σε εξάρτηση περισσότερο από το Σουλτάνο παρά από τον πατέρα του. Ο παραγκωνισμένος Μανουήλ κατέλαβε με αυθαίρετο τρόπο τη Θεσσαλονίκη, την παλαιά του επικράτεια, ενώ στο Μοριά κυβερνούσε από το 1382 ο τρίτος γιος του αυτοκράτορα, ο Θεόδωρος Α’. Οι Παλαιολόγοι δηλαδή είχαν κατορθώσει να αποσπάσουν από τους Καντακουζηνούς τις Βυζαντινές κτήσεις της Πελοποννήσου. Αυτή ήταν και η μοναδική επιτυχία της δυναστείας των Παλαιολόγων την κρίσιμη αυτή εποχή.
Οι επιθέσεις των Οθωμανών γίνονταν συνεχώς βιαιότερες και προκαλούσαν πάντα μεγάλες απώλειες τόσο στους Έλληνες όσο και στους Σέρβους. Είναι γεγονός, ότι ο Μανουήλ Β’ ξεκίνησε το 1382 από τη Θεσσαλονίκη μια αντεπίθεση εναντίον των Τούρκων. Τούτο ήταν μια ανοιχτή επανάσταση εναντίον των Οθωμανών επικυρίαρχων και μια τολμηρή πρόκληση, που βρισκόταν σε φανερή αντίθεση με την πολιτική του πατέρα του στην Κωνσταντινούπολη. Η αντεπίθεση όμως αυτή δε μπορούσε να έχει σημαντικά και μόνιμα αποτελέσματα. Οι Τούρκοι διατήρησαν την υπεροχή και το 1383 κατέλαβαν οριστικά τις Σέρρες. Λίγο χρόνο αργότερα άρχισε η πολιορκία της Θεσσαλονίκης. Το ισχυρά οχυρωμένο λιμάνι αμύνθηκε αποτελεσματικά περισσότερο από τρία χρόνια, τελικά όμως τον Απρίλιο του 1387 αναγκάσθηκε να ανοίξει τις πύλες του στους Οθωμανούς. Ο Μανουήλ εγκατέλειψε την πόλη λίγο πριν την πτώση της και κατέφυγε στη Λέσβο.
Ο πρίγκιπας Λάζαρος με τα Σερβικά και Βοσνιακά στρατεύματα, συνάντησε τον σουλτάνο Μουράτ  στο Κοσσυφοπέδιο και στις 15 Ιουνίου 1389 έγινε η ιστορική μάχη, που ύστερα από την καταστροφή στον ποταμό Έβρο, αποτελεί το σημαντικότερο ορόσημο στην κατάκτηση της Βαλκανικής χερσονήσου από τους Οθωμανούς και στη συνείδηση του λαού καθιερώθηκε ως το κεντρικό γεγονός της μεσαιωνικής ιστορίας της Σερβίας. Στην αρχή φάνηκε ότι η τύχη ευνοούσε τους Σέρβους. Ο ίδιος ο Σουλτάνος έπεσε στο πεδίο της μάχης, υπό την ηγεσία όμως του διαδόχου του θρόνου Βαγιαζίτ οι υπέρτερες Οθωμανικές δυνάμεις κέρδισαν τελικά τη νίκη. Ο πρίγκιπας Λάζαρος συνελήφθη αιχμάλωτος και εκτελέσθηκε μαζί με όλους τους ευγενείς του. Οι διάδοχοί του αναγκάσθηκαν να υποταγούν στο νικητή και να αναγνωρίσουν την Οθωμανική επικυριαρχία. Έτσι κατέρρευσε το τελευταίο και ισχυρότερο κέντρο αντιστάσεως και η Τουρκική κατάκτηση εξαπλώθηκε με ακόμη μεγαλύτερη μανία στις χώρες της Βαλκανικής.
Ο Ιωάννης Ζ’ Παλαιολόγος γεννήθηκε το 1370 και υπήρξε πρωτότοκος γιος του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Δ’ Παλαιολόγου (1348-1385) και της συζύγου του Μαρίας Κυράτζας (1348-1390), κόρης του τσάρου της Βουλγαρίας Ιβάν Αλεξάντρ. Παππούς του ήταν ο επίσης αυτοκράτορας Ιωάννης Ε’ Παλαιολόγος (1332-1391). Συμβασίλευσε με τον πατέρα του (1376-1379), ο οποίος με τη βοήθεια των Οθωμανών Τούρκων είχε ανατρέψει τον παππού του Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγο. Μετά την παλινόρθωσή του το 1379, ο Ιωάννης Ε’ Παλαιολόγος τύφλωσε μερικώς, τόσο τον γιο του, όσο και τον εγγονό του. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, το 1385, ο Ιωάννης Ζ’ Παλαιολόγος θεώρησε εαυτόν νόμιμο διάδοχο του θρόνου και αντιτάχθηκε στις βλέψεις του θείου του Μανουήλ Β’ Παλαιολόγου. Στις 14 Απριλίου 1390 ανέτρεψε τον παππού του Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγο, με τη βοήθεια των Γενουατών και του Οθωμανού Σουλτάνου. Ο Βαγιαζήτ Α’ (1354-1403) επιθυμούσε την ανατροπή του αυτοκράτορα, που έτρεφε αντιτουρκικά και φιλοβενετικά αισθήματα. Είχε προηγηθεί ταξίδι του Ιωάννη Ζ’ στη Γένουα το 1389 προς αναζήτηση πολιτικής υποστήριξης έναντι του θείου του, Μανουήλ. Ο Ιωάννης Ζ’ παρέμεινε στον θρόνο για λίγους μήνες έως τις 17 Σεπτεμβρίου 1390, οπότε ανατράπηκε με πρωτοβουλία του θείου το Μανουήλ Β’. Ο πατέρας του  Ιωάννης Ε’ Παλαιολόγος ανακηρύχθηκε για τρίτη φορά αυτοκράτορας.
Αμέσως μετά την αποκατάσταση του Ιωάννη Ε’ στον θρόνο του Βυζαντίου, ο Ιωάννης Ζ’ και ο Μανουήλ Β’ κλήθηκαν από τον σουλτάνο Βαγιαζήτ, βάσει των όρων υποτέλειας που είχε συμφωνήσει ο Ιωάννης Ε’ να συμμετάσχουν στην επόμενη στρατιωτική εκστρατεία των Τούρκων, κατά της Φιλαδέλφειας, η οποία μέχρι εκείνη την ώρα ήταν σε Βυζαντινά χέρια. Ενώ βρίσκονταν στη Μικρά Ασία τους αναγγέλθηκε η είδηση για τον θάνατο του  Ιωάννη Ε’ (16 Φεβρουαρίου 1391). Οι δυο τους συμφώνησαν να στεφθεί αυτοκράτορας ο Μανουήλ Β’ και ο Ιωάννης Ζ’ να ανακηρυχθεί διάδοχός του, αφού ο Μανουήλ ήταν ακόμη ανύπαντρος. Ο Βαγιαζήτ επιθυμούσε την αποκατάσταση του Ιωάννη Ζ’ στον θρόνο του Βυζαντίου και δεν δίστασε να αποκλείσει και να πολιορκήσει την Κωνσταντινούπολη. Ο κλοιός γύρω από την πόλη έγινε ασφυκτικότερος μετά την αποτυχημένη Σταυροφορία του 1396, που τερματίστηκε με τη συντριπτική νίκη του σουλτάνου στη μάχη της Νικόπολης στις όχθες του Δούναβη στην Βουλγαρία, το ίδιο έτος. Το 1399 εισήλθε πανηγυρικά ο Ιωάννης Ζ’ στην Πόλη, χωρίς όμως να επιτρέψει την παράδοσή της στους Οθωμανούς. Ο ίδιος τέθηκε επικεφαλής της άμυνας ως αντιβασιλιάς, ενώ ο αυτοκράτορας Μανουήλ Β’ περιόδευσε στη Δύση, με σκοπό να συγκεντρώσει πολύτιμη βοήθεια.
Η βασιλίδα ταυτιζόταν τώρα με την αυτοκρατορία. Εκτός από το Μοριά οι Βυζαντινοί δεν είχαν άλλες κτήσεις στην ηπειρωτική χώρα παρά μόνο την παλαιά τους πρωτεύουσα, η οποία κατόρθωνε να παρατείνει την ύπαρξή της, μόνη μέσα στις Τουρκικές κατακτήσεις, χάρη στα ισχυρά της τείχη. Κι αυτή όμως ήταν εξαθλιωμένη και ερημωμένη, ενώ ο αριθμός των κατοίκων της είχε μειωθεί στις 40 ως 50 χιλιάδες. Η Βυζαντινή πρωτεύουσα βρισκόταν σε άθλια κατάσταση και το πρόβλημα της τροφοδοσίας που εδώ και πολλές δεκαετίες γινόταν οξύτερο, έφθασε τώρα στο απροχώρητο. Ο Μοριάς επίσης αντιμετώπιζε τις καταστρεπτικές επιδρομές των Τούρκων. Το 1393 ο στρατηγός Γαζή Αχμέτ Εβρενός κατέλαβε τη Θεσσαλία και στη συνέχεια οι Οθωμανοί στράφηκαν προς τη λοιπή Ελλάδα. Την κατάκτησή της διευκόλυναν οι διαφωνίες ανάμεσα στους διάφορους ηγεμόνες της. Ο Ιταλός κόμης Κάρολος Τόκκος της Κεφαλληνίας έκαμε έκκληση για βοήθεια στους Οθωμανούς. Οι δυνάμεις του Εβρενός μπέη κατάφεραν βαριά ήττα στον Παλαιολόγο μπροστά στα τείχη της Κορίνθου, εισέβαλαν στον Βυζαντινό Μοριά και κατέλαβαν, με την ένθερμη υποστήριξη των Φράγκων Ναβαραίων, τα Βυζαντινά οχυρά του Λεονταρίου και του Άκοβου (αρχές του 1395). Στη μάχη της Νικοπόλεως στις 25 Σεπτεμβρίου 1396 οι Τούρκοι εξολόθρευσαν τον ισχυρό αλλά ανακατεμένο συρφετό κυρίως εξαιτίας της ασυνεννοησίας ανάμεσα στις Ουγγρικές και τις Γαλλικές δυνάμεις. Ο βασιλέας Σιγισμούνδος δραπέτευσε διαφεύγοντας την αιχμαλωσία και με τη συνοδεία του αρχηγού των Ιωαννιτών και πολλών Γερμανών ιπποτών έφθασε με πλοίο στην Κωνσταντινούπολη. Από εκεί επέστρεψε στην πατρίδα του μέσω του Αιγαίου και του Αδριατικού πελάγους. Κατά τη διέλευσή του από τα Δαρδανέλια τον συνόδευαν οι οιμωγές των Χριστιανών αιχμαλώτων, τους οποίους ο Σουλτάνος είχε διατάξει να παραταχθούν δεμένοι κατά μήκος των στενών με σκοπό να ταπεινώσει το ηττημένο βασιλέα. Το 1397 καταλήφθηκε προσωρινά η Αθήνα από τους Τούρκους και ο Βυζαντινός Μοριάς δοκίμασε μια νέα καταστρεπτική εισβολή. Οι Τούρκοι πέρασαν τον Ισθμό, κυρίευσαν με έφοδο το Βενετικό Άργος, διέλυσαν το στρατό του Βυζαντινού δεσπότη και αφού πέρασαν μέσα από τις Βυζαντινές κτήσεις έφθασαν ως τις νότιες ακτές, καίγοντας και λεηλατώντας. Η Κωνσταντινούπολη άρχισε να ζει τις πιο κρίσιμες στιγμές της και η πτώση της βασιλίδας, που είχε αποκλεισθεί από τους Τούρκους, διαγραφόταν στο άμεσο μέλλον.
Όλοι περίμεναν το θαύμα, το οποίο ήρθε με τη μορφή του Ταμερλάνου. Το 1402 ο Βαγιαζήτ έλυσε την πολιορκία για να αντιμετωπίσει την στρατιά του Μογγόλου ηγέτη. Υπέστη συντριβή στη μάχη της Άγκυρας (1402) και συνελήφθη αιχμάλωτος. Τον επόμενο χρόνο ο Ιωάννης Ζ’, εκμεταλλευόμενος τις εσωτερικές διαμάχες των Οθωμανών, υπογράφει συνθήκη μαζί τους και η Θεσσαλονίκη περιέρχεται και πάλι στο Βυζάντιο (3 Ιουνίου 1403). Έχοντας αποκαταστήσει πλήρως τις σχέσεις του με τον αυτοκράτορα και θείο του Μανουήλ Κομνηνό εγκαθίσταται στη Θεσσαλονίκη και αναλαμβάνει τη διοίκηση της περιοχής ως «Δεσπότης της Θεσσαλονίκης» και «Βασιλεύς πάσης Θεσσαλίας». Το 1399 νυμφεύτηκε τη γενουατικής καταγωγής Ευγενία Γκατιλούζιο, πρωτότοκο κόρη του Λόρδου της Λέσβου Φραντσέσκο Β’ Γκατιλούζιο, η οποία μετονομάστηκε σε Ειρήνη. Μαζί απέκτησαν τον Ανδρόνικο Ε’ Παλαιολόγο, ο οποίος συμβασίλευσε με τον πατέρα του από το 1403 έως το 1407, οπότε πέθανε σε ηλικία επτά ετών. Ο Ιωάννης Ζ’ Παλαιολόγος πέθανε στις 22 Σεπτεμβρίου 1408, σε ηλικία 38 ετών.
Πηγή : https://anemourion.blogspot.com/2018/07/blog-post_5.html
https://www.sansimera.gr/biographies/534
https://www.timesnews.gr/ανδρόνικος-δ-παλαιολόγος-βυζαντινό/
https://chilonas.com/2015/12/15/httpwp-mep1op6y-2np/





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου