Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2019

Η μάχη της Φασεως Λαζικής (555 Μ.Χ) : Η βυζαντινή στρατηγική του Μαρτίνου που κατανίκησε την περσική στρατιά στον Καύκασο

Η δεύτερη φάση της εξωτερικής πολιτικής του Ιουστινιανού αρχίζει με την επέλαση και την καταστροφή που σκορπίζει ένας καινούργιος και διαφορετικός εχθρός, η βουβωνική πανώλη. Ξεκινώντας από την Αίγυπτο και περνώντας από την Συρία και την Μ. Ασία, η πανούκλα θα φτάσει και στην Κωνσταντινούπολη. Σύμφωνα με στατιστικές μελέτες νεώτερων ιστορικών, ένας αριθμός που κυμαίνεται από το ένα τρίτο έως το μισό του πληθυσμού, πρέπει να υπέκυψε στην αρρώστεια αυτή. Οι συνέπειες της ήταν τρομακτικές σε δημογραφικό, στρατιωτικό και οικονομικό επίπεδο και θα παρεμποδίσει πολύ τον αυτοκράτορα στην προσπάθεια του να αντιμετωπίσει τους εχθρούς που σε διάφορα μέτωπα αντιμετώπιζε. Η λειψανδρία ανάγκασε τον Ιουστινιανό να στραφεί προς τους βαρβαρικούς πληθυσμούς για την στρατολόγηση ανδρών, παρ’ όλο που δεν θεωρούσε πως αυτή ήταν η καλύτερη λύση, ούτε εναρμονίζονταν με την άποψη που είχε περί κράτους. Η δεκαετία από το 540 έως το 550 χαρακτηρίζεται από την οπισθοχώρηση των Βυζαντινών και από απώλειες σε όλα τα μέτωπα. Την στιγμή που ο Βελισάριος προσπαθούσε να αντιμετωπίσει με αντεπιθέσεις και συνεχείς οχλήσεις τους πέρσες το 541 και το 542, ο Τοτίλας εκμεταλλευόμενος την απουσία ουσιαστικά στρατευμάτων στην Ιταλία, κατελάμβανε ένα μεγάλο αριθμό πόλεων, με σημαντικότερη την Νάπολη το 543. Το 544 ο Βελισάριος αποστέλλεται ξανά στην Ιταλία, αλλά ο στρατός του ήταν πολύ μικρός για να αντιμετωπίσει τις υπέρτερες δυνάμεις των Οστρογότθων. Το 545 ο Ιουστινιανός έκλεισε ειρήνη με τους πέρσες, οι οποίοι από την πλευρά τους είχαν υποστεί μεγάλες απώλειες από την πανούκλα, αλλά η Λαζική παρέμεινε στα χέρια τους. Ο Τοτίλας το 546 κατελάμβανε την Ρώμη και ο Βελισάριος καλούσε απεγνωσμένα σε βοήθεια. Τον επόμενο χρόνο μόνο η Ραβένα και τα λιμάνια της Αγκόνα και του Οτράντο, βρίσκονταν ακόμα στα χέρια των Βυζαντινών, ενώ ο Βελισάριος ανακλήθηκε στην πρωτεύουσα το 549. Παρ’ όλα τα οχυρωματικά έργα του Ιουστινιανού στα σύνορα και την ενδοχώρα των Βαλκανίων, οι Σλάβοι λεηλάτησαν την Θράκη το 545, ενώ το 548 έφθασαν μέχρι το Δυρράχιο. Το 550 μάλιστα προωθήθηκαν σε απόσταση 60 χιλιομέτρων από την ίδια την Κωνσταντινούπολη.


Η κατάσταση φαινόταν απελπιστική, αλλά η ενεργητικότητα και το χάρισμα του Ιουστινιανού να επιλέγει τους σωστούς συνεργάτες, αποδείχτηκε και πάλι ανώτερη των περιστάσεων. Το 551 ανανεώνει την ειρήνη με τους πέρσες, αφήνοντας τα πράγματα στην προτέρα κατάσταση τους, με την εξαίρεση της Πέτρας, την οποία ανέκτησε από τους αντιπάλους του. Τον επόμενο χρόνο ετοιμάζει ένα μεγάλο στρατό, που λόγω της έλλειψης βυζαντινών υπηκόων εξ αιτίας της πανούκλας, που είχε αποδεκατίσει τον πληθυσμό, στην σύνθεση του περιλάμβανε πολλούς βαρβάρους. Επικεφαλής του στρατού τοποθέτησε έναν άνθρωπο που φυσιολογικά δεν θα έπρεπε να έχει κανένα στρατιωτικό προσόν, τον ευνούχο Ναρσή. Η στρατηγική του Ναρσή και ο μεγαλύτερος αριθμός των στρατευμάτων του αποδείχτηκαν καθοριστικοί παράγοντες για την επικράτηση των Βυζαντινών. Στην μάχη της Μπούστας ο Τοτίλας πληγώθηκε θανάσιμα και η χαριστική βολή δόθηκε από τον Ναρσή στην μάχη του όρους Λακτάριου, νότια του Βεζούβιου, που σημάδεψε την υποταγή των Οστρογότθων, όπου σκοτώθηκε και ο Τεϊας, ο διάδοχος του Τοτίλα. Το 554 ο Ιουστινιανός μπορούσε να θεωρήσει την κατάκτηση της Ιταλίας ολοκληρωμένη, παρά την αντίσταση κάποιων μεμονωμένων Οστρογότθων, που με την βοήθεια Φράγκων και Αλαμανών θα προσπαθήσουν μάταια να αντισταθούν στους Βυζαντινούς. Και η τελευταία αυτή αντίσταση τέλειωσε το 562. Το 556 ο Ιουστινιανός εξέδιδε μια Πράξη για την αναδιοργάνωση της ζωής στην Ιταλία, που επανέφερε τα πράγματα στην προηγούμενη κατάσταση, παραγράφοντας όλες τις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις του Τοτίλα. Οι ισχυροί γαιοκτήμονες επανέκτησαν τα δικαιώματα τους και τους δουλοπάροικους τους, ενώ τα φορολογικά μέτρα αποσκοπούσαν στην όσο το δυνατόν ορθολογικότερη κατανομή των συνεισφορών της κάθε τέξης. Όμως, οι καταστροφές της Ιταλίας ήταν τόσο εκτεταμένες, που ήταν αδύνατη κάθε επιστροφή στην φυσιολογική ζωή. Τρία χρόνια μετά τον θάνατο του Ιουστινιανού, οι Λογγοβάρδοι θα εισβάλλουν στην Ιταλία, η οποία με την εξαίρεση κάποιων περιοχών θα χαθεί για τους Βυζαντινούς. Μόνο προσωρινή λοιπόν θα αποδειχθεί η κατάκτηση του Ιουστινιανού, που τόσους πόρους και ζωές χρειάστηκε. 

Την ίδια εποχή, το 552, ο Ιουστινιανός επενέβη και στην Ισπανία, βρίσκοντας ευκαιρία τις εμφύλιες διαμάχες διαφόρων Βησιγότθων πριγκήπων. Καλεσμένος από τον Αθαναγίλδο, ο Ιουστινιανός απέστειλε τον στρατηγό Λιβέριο και ο στρατός των Βυζαντινών βοήθησε τον Βησιγότθο πρίγκηπα να επικρατήσει , προσαρτώντας παράλληλα κάποιες πόλεις στο Ν.Α.μέρος της Ιβηρικής χερσονήσου.  Ενισχυμένος ο Ιουστινιανός και μην έχοντας ανοιχτά μέτωπα αλλού, διαπραγματεύθηκε με τους πέρσες την επίτευξη μιας συμφέρουσας για τους Βυζαντινούς ειρήνης. Τελικά μια συμφωνία διαρκείας 50 χρόνων υπογράφηκε το 561, με την οποία ο Ιουστινιανός συμφώνησε να πληρώνει ένα ετήσιο ποσό στους πέρσες και σε αντάλλαγμα ξαναπήρε την Λαζική, ενώ ο πέρσης ηγεμόνας υποσχέθηκε να μην ενοχλεί τους χριστιανούς υπηκόους του. Οι ανατολικές επαρχίες του κράτους παρέμειναν ανέπαφες και αυτό το γεγονός είναι μια σημαντική επιτυχία του αυτοκράτορα, με τα τόσα ανοιχτά μέτωπα που είχε ταυτοχρόνως. Το πρόβλημα με τους πέρσες παρέμεινε ανοιχτό μέχρι την εποχή του αυτοκράτορα Ηράκλειου, που 50 περίπου χρόνια αργότερα, θα διαλύσει το βασίλειο τους.
Στον μόνο τομέα της εξωτερικής πολιτικής, όπου μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ο Ιουστινιανός απέτυχε, είναι η υπεράσπιση της Βαλκανικής από τους νέους βαρβάρους που εμφανίστηκαν στο προσκήνιο. Οι λαοί αυτοί, οι Βούλγαροι κυρίως και οι Σλάβοι, θα εγκατασταθούν μόνιμα στην Βαλκανική χερσόνησο και θα αποτελέσουν ένα από τα σημαντικότερα και μονιμότερα προβλήματα για όλους τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες. Θα δημιουργήσουν τα δικά τους κράτη και τον δικό τους πολιτισμό, όπου οι επιρροές του Βυζαντίου είναι αναμφισβήτητες, αλλά δεν θα αφομοιωθούν σ’ αυτό, ούτε θα δεχτούν την επικυριαρχία της Πόλης. Το 559, έγινε η πιο απειλητική εισβολή τους στην Βαλκανική. Διασχίζοντας τον Δούναβη, Βούλγαροι, Σλάβοι και Ούννοι, διαιρέθηκαν σε τρεις ομάδες και προκάλεσαν μεγάλες καταστροφές, στην Μακεδονία, την Θράκη, ακόμα και την κυρίως Ελλάδα, όπου σταμάτησαν μόνο μπροστά στις Θερμοπύλες. Μια ομάδα τους έφθασε μπροστά στα τείχη της Κωνσταντινούπολης και ο γηραιός Βελισάριος τους αναχαίτησε με ένα ολιγάριθμο στρατό που αποτελείτο από βετεράνους στρατιώτες και πολιτοφύλακες. Ο Ιουστινιανός χρησιμοποίησε και την διπλωματία για να τους αντιμετωπίσει. Την στιγμή που ο Βελισάριος, αποδεικνύοντας και πάλι την στρατιωτική του μεγαλοφυϊα με διάφορα τεχνάσματα τους απασχολούσε, ο Ιουστινιανός έστειλε ένα μέρος του στόλου του στον Δούναβη, πράγμα που ανησύχησε τους επιδρομείς, οι οποίοι φοβήθηκαν ότι τους αποκόπτετο η οδός διαφυγής και συγχρόνως απέστειλε αντιπροσώπους του σε κάποιες άλλες βουλγαρικές φυλές πέρα από τον Δούναβη, με χρυσάφι και δώρα. Οι επιδρομείς ανέκρουσαν πρύμναν, αλλά μόλις έφθασαν στις περιοχές τους, υπέστησαν την επίθεση των δωροδοκημένων από τους Βυζαντινούς φυλές. 

Αυτή η διπλωματική τακτική, που αποσκοπούσε στην μεταξύ τους διαμάχη των εχθρών του κράτους, θα παραμείνει ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της Βυζαντινής πολιτικής. Ο Ιουστινιανός την εφάρμοσε και με τους Άβαρους, ένα λαό μογγολικής καταγωγής, που μετακινήθηκε δυτικά υπό την πίεση των Τούρκων. Το 557 κατέφθασε στην Πόλη μια αντιπροσωπεία τους, ζητώντας γη για να εγκατασταθεί. Ο Ιουστινιανός απάντησε γεμίζοντας τους δώρα και χρυσάφι και συνάπτοντας μαζί τους μια συνθήκη συμμαχίας. Οι Άβαροι, μετακινούμενοι δυτικά υπέταξαν τους Βούλγαρους και τους Σλάβους προς όφελος του Βυζαντίου, αλλά το 567, την χρονιά του θανάτου του Ιουστινιανού, είχαν ήδη εγκατασταθεί στον Δούναβη, περιμένοντας την κατάλληλη ευκαιρία να σπάσουν τα σύνορα και να ορμήσουν στο εσωτερικό της πλούσιας αυτοκρατορίας. 
Σταθερή επιδίωξη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας καθ' όλη τη διάρκεια της ιστορίας της υπήρξε ο έλεγχος του Εύξεινου Πόντου. Βασικό μέλημα ήταν να αποτραπούν ξένες δυνάμεις από το να εγκατασταθούν εκεί και να απειλήσουν την ίδια την Κωνσταντινούπολη, η προνομιούχα θέση της οποίας της παρείχε τη δυνατότητα να επιβλέπει την πρόσβαση από και προς τον Εύξεινο Πόντο, ελέγχοντας το διαμετακομιστικό εμπόριο των παρακείμενων περιοχών. Στην άμεση σφαίρα επιρροής της αυτοκρατορίας στον Εύξεινο Πόντο ανήκε η δυτική ακτή του μέχρι τις εκβολές του Δούναβη, η Κριμαία και η Μικρά Ασία. Σημαντική υπήρξε όμως για το Βυζάντιο και η περιοχή της σημερινής Ουκρανίας, λόγω των πλωτών ποταμών που εκβάλλουν στον Εύξεινο Πόντο μεταξύ Δούναβη και Καυκάσου, ανοίγοντας διόδους για το βυζαντινό εμπόριο που έφθανε μέχρι την κεντρική και βόρεια Ευρώπη και τη Σκανδιναβία. Όσον αφορά στην Κριμαία, μόνο το νότιο και νοτιοανατολικό τμήμα της υπήρξε βυζαντινό έδαφος, λόγω του ότι ήταν εύφορο, είχε μεγάλη εμπορική και στρατηγική σημασία σε σχέση με τη Ρωσία και παρουσίαζε αμυντικά πλεονεκτήματα. Ο Εύξεινος Πόντος ήταν πολύτιμος για τον απαιτητικό επισιτισμό της βυζαντινής πρωτεύουσας σε σιτάρι, ιδιαίτερα μετά την αραβική κατάκτηση της Αιγύπτου. Αλλά και η νάφθα (παράγωγο του πετρελαίου), το κύριο συστατικό του βυζαντινού «μυστικού όπλου», του υγρού πυρός, αναδυόταν από φυσικές πηγές κυρίως στην περιοχή ανάμεσα στην Κασπία και τη Μαύρη θάλασσα.

Ήδη από την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου (324-337) το μεγαλύτερο τμήμα της ποντικής ενδοχώρας είχε ξεφύγει από τον έλεγχο της αυτοκρατορίας: οι βόρειοι ποταμοί, τα ορεινά περάσματα του Καυκάσου, ακόμα και η πεδιάδα του Δούναβη, που είχε εγκαταλειφθεί από τη Ρώμη τον 3ο αιώνα. Οι επιδρομές των Γότθων το β΄ μισό του 3ου αιώνα αποδυνάμωσαν ακόμα περισσότερο τον έλεγχο της Ρώμης στην περιοχή, ενώ έναν αιώνα αργότερα οι Ούννοι συνέτριψαν (370 περίπου) τους Οστρογότθους (που είχαν καταλάβει την περιοχή βόρεια του Εύξεινου Πόντου) και ίδρυσαν μια αυτοκρατορία που απλωνόταν από την Κασπία θάλασσα έως το Ρήνο. Ο Ιουστινιανός Α΄ (527-565) κατόρθωσε να επιβάλει τη βυζαντινή εξουσία σε μεγάλο μέρος του Εύξεινου Πόντου, έχοντας επιτύχει, μεταξύ άλλων, την παραίτηση των Περσών (συνθήκη του 561) από κάθε αξίωσή τους στη Λαζική, στον ανατολικό μυχό του Εύξεινου Πόντου, ο οποίος με αυτό τον τρόπο γινόταν βυζαντινή λίμνη στο μεγαλύτερο μέρος του. Το Βυζάντιο μάλιστα, προκειμένου να εξασφαλίσει τον έλεγχο στις περιοχές του Καυκάσου και της Κριμαίας, που διεκδικούνταν και από τους Πέρσες, είχε αναπτύξει τον 6ο αιώνα μεγαλόπνοο ιεραποστολικό έργο στους λαούς των περιοχών αυτών (Αβασγούς, Αλανούς, Γότθους, Λαζούς κ.ά.). Ο Προκόπιος περιγράφει στο Περί Κτισμάτων την οχυρωματική οικοδομική δραστηριότητα του Ιουστινιανού στα παράλια του Εύξεινου Πόντου, που αποσκοπούσε στην ενίσχυση των βυζαντινών θέσεων. Αξίζει να σημειωθεί η κατασκευή υδραγωγείου στην Τραπεζούντα, ενώ σημαντική ήταν στην Κριμαία η επισκευή των τειχών των πόλεων Βοσπόρου και Χερσώνας. Το 555 μ.Χ. Βυζαντινή και Σασσανιδική αυτοκρατορία πολεμούσα και πάλι με αφορμή την κατοχή της Λαζικής στον Εύξεινο Πόντο. Ύστερα από μια σειρά μαχών μια ισχυρή περσική στρατιά υπό τον στρατηγό Ναχοραγκάν πολιόρκησε τις μικρές βυζαντινές δυνάμεις στην πόλη Φάσι, γνωστή από την Κάθοδο των Μυρίων. Η περσική στρατιά αριθμούσε, σύμφωνα με τον Αγαθία Σχολαστικό, που αποτελεί και τη βασική πηγή, πάνω από 60.000 άνδρες. Αντίθετα ο Βυζαντινός στρατηγός Μαρτίνος διέθετε το πολύ 20.000 άνδρες μετά και την ενίσχυσή του από τη μικρή δύναμη του στρατηγού Ιουστίνου. Η πόλη ήταν οχυρωμένη με ξύλινο, όχι πέτρινο τείχος και η άλωσή της φάνταζε εύκολη στον Πέρση στρατηγό. Η πόλη ήταν κτισμένη κοντά στον ομώνυμο ποταμό και από Νότο καλυπτόταν από τάφρο. Οι Πέρσες σύντομα περικύκλωσαν την πόλη και μετά από μέρες σκληρής δουλειάς άδειασαν την τάφρο και κατασκεύασαν και μια γέφυρα που ένωνε τις δύο όχθες του ποταμού. Στο μεταξύ και ο Μαρτίνος οργάνωσε την άμυνα. Έταξε τον Ιουστίνο και τους άνδρες του στο δυτικό τμήμα των τειχών, ο ίδιος ανέλαβε την άμυνα το νοτιοδυτικό και πλέον ευάλωτο τμήμα και σε άλλους αξιωματικούς ανέθεσε την φρούρηση των υπολοίπων τομέων. Η δύναμη του Μαρτίνου αποτελείτο από εντόπια τμήματα ελαφρύ και βαρέως πεζικού, Ίσαυρους ελαφρούς πεζούς, λίγους επίλεκτους Βυζαντινούς στρατιώτες και λίγους Γερμανούς μισθοφόρους.

Ο Μαρτίνος έδωσε ξεκάθαρες εντολές να μην επιχειρηθεί έξοδος παρά μόνο κατόπιν διαταγής του. Παρόλα αυτά ένα μικρό τμήμα, άγνωστο αν ενήργησε αυτοβούλως ή κατόπιν διαταγής, εξήλθε των πυλών και με επικεφαλής τους Ανγκίλα, Φιλομάθιο και Θεόδωρο, επιτέθηκε στους πολιορκητές. Η βυζαντινή δύναμη αριθμούσε περί τους 200-300 μόλις άνδρες και σύντομα περικυκλώθηκε και θα εξοντώνονταν. Σώθηκε όμως από το θάρρος των αρχηγών της. Καθώς οι Πέρσες περικύκλωσαν το μικρό βυζαντινό τμήμα οι ηγέτες αυτού οδήγησαν τους άνδρες τους σε μια απέλπιδα επίθεση κατά των Περσών που ήταν πιο κοντά στα τείχη. Έτσι έσπασαν τον κλοιό και επέστρεψαν σώοι, οι περισσότεροι, στην πόλη. Μετά από το συμβάν αυτό ο Μαρτίνος αποφάσισε πως έπρεπε να βρει τρόπο να ανεβάσει το ηθικό των ανδρών του. Έτσι συγκέντρωσε τους άνδρες του για να τους μιλήσει. Ξαφνικά εμφανίστηκε ένας «αγγελιοφόρος από τη Κωνσταντινούπολη»που μετέφερε το μήνυμα πως ο αυτοκράτορας τους συγχαίρει για την αγωνιστικότητά τους και πως μια ισχυρή δύναμη έρχεται να τους ενισχύσει. Μάλιστα είπε πως η απελευθερωτική στρατιά βρισκόταν ήδη πολύ κοντά. Ο Μαρτίνος προσποιήθηκε έκπληξη και μάλιστα δήλωσε ενοχλημένος «διότι οι άνδρες που θα τους ενίσχυαν θα τους άρπαζαν τα λάφυρα από τους Πέρσες που και μόνοι μπορούσαν να νικήσουν»! Οι άνδρες του Μαρτίνου συμφώνησαν με ενθουσιασμό μαζί του. Φυσικά όλα ήταν ψέματα. ο αγγελιοφόρος ήταν άνθρωπος του Μαρτίνου. Όμως ο Βυζαντινός στρατηγός φρόντισε τα «νέα» να φτάσουν και στο περσικό – σασσανιδικό στρατόπεδο. Ο Ναχοραγκάν αμέσως έστειλε ένα ισχυρό τμήμα του στρατού του να αναζητήσει τις υποτιθέμενες βυζαντινές ενισχύσεις. Παράλληλα αποφάσισε πως δεν είχε χρόνο να πολιορκήσει συστηματικά την πόλη και αποφάσισε να την πυρπολήσει.
Έτσι διέταξε τους άνδρες του να συγκεντρώσουν ξυλεία από τα παρακείμενα δάση για να βάλουν φωτιά στα ξύλινα τείχη της Φάσιδος. Ο Μαρτίνος όμως είχε έναν ακόμα άσο στο μανίκι. Έτσι διέταξε τον Ιουστίνο να εξέλθει από την πόλη με 5.000 πεζούς και ιππείς κρυφά. Έτσι κι έγινε. Οι Πέρσες δεν κατάλαβαν τίποτα και με το πρώτο φως της μέρας ξεκίνησαν την γενική τους επίθεση. Την ώρα που η περσική επίθεση κορυφώνονταν και οι αμυνόμενοι πιέζονταν ασφυκτικά η δύναμη του Ιουστίνου επιτέθηκε στους Πέρσες από τα νώτα. Σε λίγα λεπτά επικράτησε χάος στο σασσανιδικό στρατόπεδο καθώς οι Πέρσες πίστεψαν ότι τους επιτίθενται οι βυζαντινές ενισχύσεις. Πανικόβλητοι οι Πέρσες τράπηκαν σε φυγή. Οι εντός της πόλης αμυνόμενοι δε βλέποντας τον πανικό των εχθρών πραγματοποίησαν έξοδο. Ο πανικός των Περσών γενικεύτηκε. Μόνο ένα τμήμα του σασσανιδικού στρατού που διέθετε και πολεμικούς ελέφαντες άντεχε ακόμα. Σύντομα όμως οι ελέφαντες δέχτηκαν πλήγματα πανικοβλήθηκαν και άρχισαν να φεύγουν καταπατώντας τους ίδιους τους Πέρσες. Η άλλοτε περήφανη στρατιά του Ναχοραγκάν δεν υπήρχε πλέον… Οι βυζαντινοί είχαν μόλις 200 νεκρούς και τραυματίες.
Πηγή : https://www.history-point.gr/ta-stratigimata-toy-martinoy-katastrofi-60-000-me-200-apoleies
http://www.agiotatos.gr/greekhistory/greekhistory/2009-07-21-16-05-51/2009-07-21-16-15-21.html
http://blacksea.ehw.gr/Forms/fLemmaBody.aspx?lemmaid=11904

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου