Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2019

Η μάχη της Φασεως Λαζικής (555 Μ.Χ) : Η βυζαντινή στρατηγική του Μαρτίνου που κατανίκησε την περσική στρατιά στον Καύκασο

Η δεύτερη φάση της εξωτερικής πολιτικής του Ιουστινιανού αρχίζει με την επέλαση και την καταστροφή που σκορπίζει ένας καινούργιος και διαφορετικός εχθρός, η βουβωνική πανώλη. Ξεκινώντας από την Αίγυπτο και περνώντας από την Συρία και την Μ. Ασία, η πανούκλα θα φτάσει και στην Κωνσταντινούπολη. Σύμφωνα με στατιστικές μελέτες νεώτερων ιστορικών, ένας αριθμός που κυμαίνεται από το ένα τρίτο έως το μισό του πληθυσμού, πρέπει να υπέκυψε στην αρρώστεια αυτή. Οι συνέπειες της ήταν τρομακτικές σε δημογραφικό, στρατιωτικό και οικονομικό επίπεδο και θα παρεμποδίσει πολύ τον αυτοκράτορα στην προσπάθεια του να αντιμετωπίσει τους εχθρούς που σε διάφορα μέτωπα αντιμετώπιζε. Η λειψανδρία ανάγκασε τον Ιουστινιανό να στραφεί προς τους βαρβαρικούς πληθυσμούς για την στρατολόγηση ανδρών, παρ’ όλο που δεν θεωρούσε πως αυτή ήταν η καλύτερη λύση, ούτε εναρμονίζονταν με την άποψη που είχε περί κράτους. Η δεκαετία από το 540 έως το 550 χαρακτηρίζεται από την οπισθοχώρηση των Βυζαντινών και από απώλειες σε όλα τα μέτωπα. Την στιγμή που ο Βελισάριος προσπαθούσε να αντιμετωπίσει με αντεπιθέσεις και συνεχείς οχλήσεις τους πέρσες το 541 και το 542, ο Τοτίλας εκμεταλλευόμενος την απουσία ουσιαστικά στρατευμάτων στην Ιταλία, κατελάμβανε ένα μεγάλο αριθμό πόλεων, με σημαντικότερη την Νάπολη το 543. Το 544 ο Βελισάριος αποστέλλεται ξανά στην Ιταλία, αλλά ο στρατός του ήταν πολύ μικρός για να αντιμετωπίσει τις υπέρτερες δυνάμεις των Οστρογότθων. Το 545 ο Ιουστινιανός έκλεισε ειρήνη με τους πέρσες, οι οποίοι από την πλευρά τους είχαν υποστεί μεγάλες απώλειες από την πανούκλα, αλλά η Λαζική παρέμεινε στα χέρια τους. Ο Τοτίλας το 546 κατελάμβανε την Ρώμη και ο Βελισάριος καλούσε απεγνωσμένα σε βοήθεια. Τον επόμενο χρόνο μόνο η Ραβένα και τα λιμάνια της Αγκόνα και του Οτράντο, βρίσκονταν ακόμα στα χέρια των Βυζαντινών, ενώ ο Βελισάριος ανακλήθηκε στην πρωτεύουσα το 549. Παρ’ όλα τα οχυρωματικά έργα του Ιουστινιανού στα σύνορα και την ενδοχώρα των Βαλκανίων, οι Σλάβοι λεηλάτησαν την Θράκη το 545, ενώ το 548 έφθασαν μέχρι το Δυρράχιο. Το 550 μάλιστα προωθήθηκαν σε απόσταση 60 χιλιομέτρων από την ίδια την Κωνσταντινούπολη.


Η κατάσταση φαινόταν απελπιστική, αλλά η ενεργητικότητα και το χάρισμα του Ιουστινιανού να επιλέγει τους σωστούς συνεργάτες, αποδείχτηκε και πάλι ανώτερη των περιστάσεων. Το 551 ανανεώνει την ειρήνη με τους πέρσες, αφήνοντας τα πράγματα στην προτέρα κατάσταση τους, με την εξαίρεση της Πέτρας, την οποία ανέκτησε από τους αντιπάλους του. Τον επόμενο χρόνο ετοιμάζει ένα μεγάλο στρατό, που λόγω της έλλειψης βυζαντινών υπηκόων εξ αιτίας της πανούκλας, που είχε αποδεκατίσει τον πληθυσμό, στην σύνθεση του περιλάμβανε πολλούς βαρβάρους. Επικεφαλής του στρατού τοποθέτησε έναν άνθρωπο που φυσιολογικά δεν θα έπρεπε να έχει κανένα στρατιωτικό προσόν, τον ευνούχο Ναρσή. Η στρατηγική του Ναρσή και ο μεγαλύτερος αριθμός των στρατευμάτων του αποδείχτηκαν καθοριστικοί παράγοντες για την επικράτηση των Βυζαντινών. Στην μάχη της Μπούστας ο Τοτίλας πληγώθηκε θανάσιμα και η χαριστική βολή δόθηκε από τον Ναρσή στην μάχη του όρους Λακτάριου, νότια του Βεζούβιου, που σημάδεψε την υποταγή των Οστρογότθων, όπου σκοτώθηκε και ο Τεϊας, ο διάδοχος του Τοτίλα. Το 554 ο Ιουστινιανός μπορούσε να θεωρήσει την κατάκτηση της Ιταλίας ολοκληρωμένη, παρά την αντίσταση κάποιων μεμονωμένων Οστρογότθων, που με την βοήθεια Φράγκων και Αλαμανών θα προσπαθήσουν μάταια να αντισταθούν στους Βυζαντινούς. Και η τελευταία αυτή αντίσταση τέλειωσε το 562. Το 556 ο Ιουστινιανός εξέδιδε μια Πράξη για την αναδιοργάνωση της ζωής στην Ιταλία, που επανέφερε τα πράγματα στην προηγούμενη κατάσταση, παραγράφοντας όλες τις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις του Τοτίλα. Οι ισχυροί γαιοκτήμονες επανέκτησαν τα δικαιώματα τους και τους δουλοπάροικους τους, ενώ τα φορολογικά μέτρα αποσκοπούσαν στην όσο το δυνατόν ορθολογικότερη κατανομή των συνεισφορών της κάθε τέξης. Όμως, οι καταστροφές της Ιταλίας ήταν τόσο εκτεταμένες, που ήταν αδύνατη κάθε επιστροφή στην φυσιολογική ζωή. Τρία χρόνια μετά τον θάνατο του Ιουστινιανού, οι Λογγοβάρδοι θα εισβάλλουν στην Ιταλία, η οποία με την εξαίρεση κάποιων περιοχών θα χαθεί για τους Βυζαντινούς. Μόνο προσωρινή λοιπόν θα αποδειχθεί η κατάκτηση του Ιουστινιανού, που τόσους πόρους και ζωές χρειάστηκε. 

Την ίδια εποχή, το 552, ο Ιουστινιανός επενέβη και στην Ισπανία, βρίσκοντας ευκαιρία τις εμφύλιες διαμάχες διαφόρων Βησιγότθων πριγκήπων. Καλεσμένος από τον Αθαναγίλδο, ο Ιουστινιανός απέστειλε τον στρατηγό Λιβέριο και ο στρατός των Βυζαντινών βοήθησε τον Βησιγότθο πρίγκηπα να επικρατήσει , προσαρτώντας παράλληλα κάποιες πόλεις στο Ν.Α.μέρος της Ιβηρικής χερσονήσου.  Ενισχυμένος ο Ιουστινιανός και μην έχοντας ανοιχτά μέτωπα αλλού, διαπραγματεύθηκε με τους πέρσες την επίτευξη μιας συμφέρουσας για τους Βυζαντινούς ειρήνης. Τελικά μια συμφωνία διαρκείας 50 χρόνων υπογράφηκε το 561, με την οποία ο Ιουστινιανός συμφώνησε να πληρώνει ένα ετήσιο ποσό στους πέρσες και σε αντάλλαγμα ξαναπήρε την Λαζική, ενώ ο πέρσης ηγεμόνας υποσχέθηκε να μην ενοχλεί τους χριστιανούς υπηκόους του. Οι ανατολικές επαρχίες του κράτους παρέμειναν ανέπαφες και αυτό το γεγονός είναι μια σημαντική επιτυχία του αυτοκράτορα, με τα τόσα ανοιχτά μέτωπα που είχε ταυτοχρόνως. Το πρόβλημα με τους πέρσες παρέμεινε ανοιχτό μέχρι την εποχή του αυτοκράτορα Ηράκλειου, που 50 περίπου χρόνια αργότερα, θα διαλύσει το βασίλειο τους.
Στον μόνο τομέα της εξωτερικής πολιτικής, όπου μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ο Ιουστινιανός απέτυχε, είναι η υπεράσπιση της Βαλκανικής από τους νέους βαρβάρους που εμφανίστηκαν στο προσκήνιο. Οι λαοί αυτοί, οι Βούλγαροι κυρίως και οι Σλάβοι, θα εγκατασταθούν μόνιμα στην Βαλκανική χερσόνησο και θα αποτελέσουν ένα από τα σημαντικότερα και μονιμότερα προβλήματα για όλους τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες. Θα δημιουργήσουν τα δικά τους κράτη και τον δικό τους πολιτισμό, όπου οι επιρροές του Βυζαντίου είναι αναμφισβήτητες, αλλά δεν θα αφομοιωθούν σ’ αυτό, ούτε θα δεχτούν την επικυριαρχία της Πόλης. Το 559, έγινε η πιο απειλητική εισβολή τους στην Βαλκανική. Διασχίζοντας τον Δούναβη, Βούλγαροι, Σλάβοι και Ούννοι, διαιρέθηκαν σε τρεις ομάδες και προκάλεσαν μεγάλες καταστροφές, στην Μακεδονία, την Θράκη, ακόμα και την κυρίως Ελλάδα, όπου σταμάτησαν μόνο μπροστά στις Θερμοπύλες. Μια ομάδα τους έφθασε μπροστά στα τείχη της Κωνσταντινούπολης και ο γηραιός Βελισάριος τους αναχαίτησε με ένα ολιγάριθμο στρατό που αποτελείτο από βετεράνους στρατιώτες και πολιτοφύλακες. Ο Ιουστινιανός χρησιμοποίησε και την διπλωματία για να τους αντιμετωπίσει. Την στιγμή που ο Βελισάριος, αποδεικνύοντας και πάλι την στρατιωτική του μεγαλοφυϊα με διάφορα τεχνάσματα τους απασχολούσε, ο Ιουστινιανός έστειλε ένα μέρος του στόλου του στον Δούναβη, πράγμα που ανησύχησε τους επιδρομείς, οι οποίοι φοβήθηκαν ότι τους αποκόπτετο η οδός διαφυγής και συγχρόνως απέστειλε αντιπροσώπους του σε κάποιες άλλες βουλγαρικές φυλές πέρα από τον Δούναβη, με χρυσάφι και δώρα. Οι επιδρομείς ανέκρουσαν πρύμναν, αλλά μόλις έφθασαν στις περιοχές τους, υπέστησαν την επίθεση των δωροδοκημένων από τους Βυζαντινούς φυλές. 

Αυτή η διπλωματική τακτική, που αποσκοπούσε στην μεταξύ τους διαμάχη των εχθρών του κράτους, θα παραμείνει ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της Βυζαντινής πολιτικής. Ο Ιουστινιανός την εφάρμοσε και με τους Άβαρους, ένα λαό μογγολικής καταγωγής, που μετακινήθηκε δυτικά υπό την πίεση των Τούρκων. Το 557 κατέφθασε στην Πόλη μια αντιπροσωπεία τους, ζητώντας γη για να εγκατασταθεί. Ο Ιουστινιανός απάντησε γεμίζοντας τους δώρα και χρυσάφι και συνάπτοντας μαζί τους μια συνθήκη συμμαχίας. Οι Άβαροι, μετακινούμενοι δυτικά υπέταξαν τους Βούλγαρους και τους Σλάβους προς όφελος του Βυζαντίου, αλλά το 567, την χρονιά του θανάτου του Ιουστινιανού, είχαν ήδη εγκατασταθεί στον Δούναβη, περιμένοντας την κατάλληλη ευκαιρία να σπάσουν τα σύνορα και να ορμήσουν στο εσωτερικό της πλούσιας αυτοκρατορίας. 
Σταθερή επιδίωξη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας καθ' όλη τη διάρκεια της ιστορίας της υπήρξε ο έλεγχος του Εύξεινου Πόντου. Βασικό μέλημα ήταν να αποτραπούν ξένες δυνάμεις από το να εγκατασταθούν εκεί και να απειλήσουν την ίδια την Κωνσταντινούπολη, η προνομιούχα θέση της οποίας της παρείχε τη δυνατότητα να επιβλέπει την πρόσβαση από και προς τον Εύξεινο Πόντο, ελέγχοντας το διαμετακομιστικό εμπόριο των παρακείμενων περιοχών. Στην άμεση σφαίρα επιρροής της αυτοκρατορίας στον Εύξεινο Πόντο ανήκε η δυτική ακτή του μέχρι τις εκβολές του Δούναβη, η Κριμαία και η Μικρά Ασία. Σημαντική υπήρξε όμως για το Βυζάντιο και η περιοχή της σημερινής Ουκρανίας, λόγω των πλωτών ποταμών που εκβάλλουν στον Εύξεινο Πόντο μεταξύ Δούναβη και Καυκάσου, ανοίγοντας διόδους για το βυζαντινό εμπόριο που έφθανε μέχρι την κεντρική και βόρεια Ευρώπη και τη Σκανδιναβία. Όσον αφορά στην Κριμαία, μόνο το νότιο και νοτιοανατολικό τμήμα της υπήρξε βυζαντινό έδαφος, λόγω του ότι ήταν εύφορο, είχε μεγάλη εμπορική και στρατηγική σημασία σε σχέση με τη Ρωσία και παρουσίαζε αμυντικά πλεονεκτήματα. Ο Εύξεινος Πόντος ήταν πολύτιμος για τον απαιτητικό επισιτισμό της βυζαντινής πρωτεύουσας σε σιτάρι, ιδιαίτερα μετά την αραβική κατάκτηση της Αιγύπτου. Αλλά και η νάφθα (παράγωγο του πετρελαίου), το κύριο συστατικό του βυζαντινού «μυστικού όπλου», του υγρού πυρός, αναδυόταν από φυσικές πηγές κυρίως στην περιοχή ανάμεσα στην Κασπία και τη Μαύρη θάλασσα.

Ήδη από την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου (324-337) το μεγαλύτερο τμήμα της ποντικής ενδοχώρας είχε ξεφύγει από τον έλεγχο της αυτοκρατορίας: οι βόρειοι ποταμοί, τα ορεινά περάσματα του Καυκάσου, ακόμα και η πεδιάδα του Δούναβη, που είχε εγκαταλειφθεί από τη Ρώμη τον 3ο αιώνα. Οι επιδρομές των Γότθων το β΄ μισό του 3ου αιώνα αποδυνάμωσαν ακόμα περισσότερο τον έλεγχο της Ρώμης στην περιοχή, ενώ έναν αιώνα αργότερα οι Ούννοι συνέτριψαν (370 περίπου) τους Οστρογότθους (που είχαν καταλάβει την περιοχή βόρεια του Εύξεινου Πόντου) και ίδρυσαν μια αυτοκρατορία που απλωνόταν από την Κασπία θάλασσα έως το Ρήνο. Ο Ιουστινιανός Α΄ (527-565) κατόρθωσε να επιβάλει τη βυζαντινή εξουσία σε μεγάλο μέρος του Εύξεινου Πόντου, έχοντας επιτύχει, μεταξύ άλλων, την παραίτηση των Περσών (συνθήκη του 561) από κάθε αξίωσή τους στη Λαζική, στον ανατολικό μυχό του Εύξεινου Πόντου, ο οποίος με αυτό τον τρόπο γινόταν βυζαντινή λίμνη στο μεγαλύτερο μέρος του. Το Βυζάντιο μάλιστα, προκειμένου να εξασφαλίσει τον έλεγχο στις περιοχές του Καυκάσου και της Κριμαίας, που διεκδικούνταν και από τους Πέρσες, είχε αναπτύξει τον 6ο αιώνα μεγαλόπνοο ιεραποστολικό έργο στους λαούς των περιοχών αυτών (Αβασγούς, Αλανούς, Γότθους, Λαζούς κ.ά.). Ο Προκόπιος περιγράφει στο Περί Κτισμάτων την οχυρωματική οικοδομική δραστηριότητα του Ιουστινιανού στα παράλια του Εύξεινου Πόντου, που αποσκοπούσε στην ενίσχυση των βυζαντινών θέσεων. Αξίζει να σημειωθεί η κατασκευή υδραγωγείου στην Τραπεζούντα, ενώ σημαντική ήταν στην Κριμαία η επισκευή των τειχών των πόλεων Βοσπόρου και Χερσώνας. Το 555 μ.Χ. Βυζαντινή και Σασσανιδική αυτοκρατορία πολεμούσα και πάλι με αφορμή την κατοχή της Λαζικής στον Εύξεινο Πόντο. Ύστερα από μια σειρά μαχών μια ισχυρή περσική στρατιά υπό τον στρατηγό Ναχοραγκάν πολιόρκησε τις μικρές βυζαντινές δυνάμεις στην πόλη Φάσι, γνωστή από την Κάθοδο των Μυρίων. Η περσική στρατιά αριθμούσε, σύμφωνα με τον Αγαθία Σχολαστικό, που αποτελεί και τη βασική πηγή, πάνω από 60.000 άνδρες. Αντίθετα ο Βυζαντινός στρατηγός Μαρτίνος διέθετε το πολύ 20.000 άνδρες μετά και την ενίσχυσή του από τη μικρή δύναμη του στρατηγού Ιουστίνου. Η πόλη ήταν οχυρωμένη με ξύλινο, όχι πέτρινο τείχος και η άλωσή της φάνταζε εύκολη στον Πέρση στρατηγό. Η πόλη ήταν κτισμένη κοντά στον ομώνυμο ποταμό και από Νότο καλυπτόταν από τάφρο. Οι Πέρσες σύντομα περικύκλωσαν την πόλη και μετά από μέρες σκληρής δουλειάς άδειασαν την τάφρο και κατασκεύασαν και μια γέφυρα που ένωνε τις δύο όχθες του ποταμού. Στο μεταξύ και ο Μαρτίνος οργάνωσε την άμυνα. Έταξε τον Ιουστίνο και τους άνδρες του στο δυτικό τμήμα των τειχών, ο ίδιος ανέλαβε την άμυνα το νοτιοδυτικό και πλέον ευάλωτο τμήμα και σε άλλους αξιωματικούς ανέθεσε την φρούρηση των υπολοίπων τομέων. Η δύναμη του Μαρτίνου αποτελείτο από εντόπια τμήματα ελαφρύ και βαρέως πεζικού, Ίσαυρους ελαφρούς πεζούς, λίγους επίλεκτους Βυζαντινούς στρατιώτες και λίγους Γερμανούς μισθοφόρους.

Ο Μαρτίνος έδωσε ξεκάθαρες εντολές να μην επιχειρηθεί έξοδος παρά μόνο κατόπιν διαταγής του. Παρόλα αυτά ένα μικρό τμήμα, άγνωστο αν ενήργησε αυτοβούλως ή κατόπιν διαταγής, εξήλθε των πυλών και με επικεφαλής τους Ανγκίλα, Φιλομάθιο και Θεόδωρο, επιτέθηκε στους πολιορκητές. Η βυζαντινή δύναμη αριθμούσε περί τους 200-300 μόλις άνδρες και σύντομα περικυκλώθηκε και θα εξοντώνονταν. Σώθηκε όμως από το θάρρος των αρχηγών της. Καθώς οι Πέρσες περικύκλωσαν το μικρό βυζαντινό τμήμα οι ηγέτες αυτού οδήγησαν τους άνδρες τους σε μια απέλπιδα επίθεση κατά των Περσών που ήταν πιο κοντά στα τείχη. Έτσι έσπασαν τον κλοιό και επέστρεψαν σώοι, οι περισσότεροι, στην πόλη. Μετά από το συμβάν αυτό ο Μαρτίνος αποφάσισε πως έπρεπε να βρει τρόπο να ανεβάσει το ηθικό των ανδρών του. Έτσι συγκέντρωσε τους άνδρες του για να τους μιλήσει. Ξαφνικά εμφανίστηκε ένας «αγγελιοφόρος από τη Κωνσταντινούπολη»που μετέφερε το μήνυμα πως ο αυτοκράτορας τους συγχαίρει για την αγωνιστικότητά τους και πως μια ισχυρή δύναμη έρχεται να τους ενισχύσει. Μάλιστα είπε πως η απελευθερωτική στρατιά βρισκόταν ήδη πολύ κοντά. Ο Μαρτίνος προσποιήθηκε έκπληξη και μάλιστα δήλωσε ενοχλημένος «διότι οι άνδρες που θα τους ενίσχυαν θα τους άρπαζαν τα λάφυρα από τους Πέρσες που και μόνοι μπορούσαν να νικήσουν»! Οι άνδρες του Μαρτίνου συμφώνησαν με ενθουσιασμό μαζί του. Φυσικά όλα ήταν ψέματα. ο αγγελιοφόρος ήταν άνθρωπος του Μαρτίνου. Όμως ο Βυζαντινός στρατηγός φρόντισε τα «νέα» να φτάσουν και στο περσικό – σασσανιδικό στρατόπεδο. Ο Ναχοραγκάν αμέσως έστειλε ένα ισχυρό τμήμα του στρατού του να αναζητήσει τις υποτιθέμενες βυζαντινές ενισχύσεις. Παράλληλα αποφάσισε πως δεν είχε χρόνο να πολιορκήσει συστηματικά την πόλη και αποφάσισε να την πυρπολήσει.
Έτσι διέταξε τους άνδρες του να συγκεντρώσουν ξυλεία από τα παρακείμενα δάση για να βάλουν φωτιά στα ξύλινα τείχη της Φάσιδος. Ο Μαρτίνος όμως είχε έναν ακόμα άσο στο μανίκι. Έτσι διέταξε τον Ιουστίνο να εξέλθει από την πόλη με 5.000 πεζούς και ιππείς κρυφά. Έτσι κι έγινε. Οι Πέρσες δεν κατάλαβαν τίποτα και με το πρώτο φως της μέρας ξεκίνησαν την γενική τους επίθεση. Την ώρα που η περσική επίθεση κορυφώνονταν και οι αμυνόμενοι πιέζονταν ασφυκτικά η δύναμη του Ιουστίνου επιτέθηκε στους Πέρσες από τα νώτα. Σε λίγα λεπτά επικράτησε χάος στο σασσανιδικό στρατόπεδο καθώς οι Πέρσες πίστεψαν ότι τους επιτίθενται οι βυζαντινές ενισχύσεις. Πανικόβλητοι οι Πέρσες τράπηκαν σε φυγή. Οι εντός της πόλης αμυνόμενοι δε βλέποντας τον πανικό των εχθρών πραγματοποίησαν έξοδο. Ο πανικός των Περσών γενικεύτηκε. Μόνο ένα τμήμα του σασσανιδικού στρατού που διέθετε και πολεμικούς ελέφαντες άντεχε ακόμα. Σύντομα όμως οι ελέφαντες δέχτηκαν πλήγματα πανικοβλήθηκαν και άρχισαν να φεύγουν καταπατώντας τους ίδιους τους Πέρσες. Η άλλοτε περήφανη στρατιά του Ναχοραγκάν δεν υπήρχε πλέον… Οι βυζαντινοί είχαν μόλις 200 νεκρούς και τραυματίες.
Πηγή : https://www.history-point.gr/ta-stratigimata-toy-martinoy-katastrofi-60-000-me-200-apoleies
http://www.agiotatos.gr/greekhistory/greekhistory/2009-07-21-16-05-51/2009-07-21-16-15-21.html
http://blacksea.ehw.gr/Forms/fLemmaBody.aspx?lemmaid=11904

Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2019

Η ψυχαγωγία και η διασκέδαση των Ελλήνων της Βυζαντινής αυτοκρατορίας

Πολλοί ταβερνιάρηδες, για να αυξήσουν τα κέρδη τους, νόθευαν το κρασί, προσθέτοντας ποσότητες νερού. Εκτός από αυτό, συχνά εξαπατούσαν τους πελάτες τους χρησιμοποιώντας δοχεία μικρότερα από το κανονικό. Τέτοια δοχεία ήταν το «μέτρον», που χωρούσε 30 λίτρες, και η «μίνα», που χωρούσε 3 λίτρες. Αν κάποιοι συλλαμβάνονταν να χρησιμοποιούν δοχεία που δεν είχαν τη σφραγίδα του έπαρχου ή ήταν μικρότερα από τα επιτρεπόμενα, μαστιγώνονταν, κουρεύονταν και διαγράφονταν από το σωματείο των καπήλων. Στους δρόμους πολλών πόλεων του Βυζαντίου μπορούσε να συναντήσει κανείς κάποιους μικροπωλητές, που τους αποκαλούσαν «πουσκάριους». Αυτοί είχαν στους πάγκους τους και πουλούσαν στους περαστικούς βραστά όσπρια. Συνήθως διέθεταν βραστές φακές και βραστά ή ψητά ρεβίθια, όπως και σπόρους κάνναβης, το γνωστό κανναβούρι. Εξίσου αγαπητά ήταν στους Βυζαντινούς και τα φασόλια, τα κουκιά και τα μπιζέλια. Οι αυτοκράτορες του Βυζαντίου συνήθιζαν να προσφέρουν στα ανάκτορα γεύματα καθημερινά για τις δώδεκα μέρες (κλητώρια) που ακολουθούσαν τα Χριστούγεννα. Σε κάθε γεύμα καλούσαν περίπου 250 άνδρες από τους ανώτερους πολιτικούς, στρατιωτικούς και εκκλησιαστικούς αξιωματούχους. Μαζί τους καλούσαν και 12 φτωχούς, όπως και τους ξένους πρεσβευτές. Όταν όμως τα οικονομικά του κράτους δεν πήγαιναν καλά και υπήρχε ανέχεια στους πολίτες, οι αυτοκράτορες ματαίωναν τα γεύματα αυτά και διέθεταν αλλού τα χρήματα. Στον βυζαντινό στρατό χρησιμοποιούνταν κουλούρια για τη σίτιση των στρατιωτών. Τα κουλούρια αυτά (σε σχήμα κρίκου), όταν έπρεπε να διατηρηθούν για πολλές μέρες, τα φρυγάνιζαν. Ετυμολογικά η λέξη «κουλούρι» προέρχεται από την αρχαιοελληνική λέξη «κολλύρια», που σήμαινε ψωμί κατώτερης ποιότητας που δινόταν στους δούλους. Από εκεί η βυζαντινή λέξη κολλύρα ή κολλούριον, που έγινε κουλούρι. Τα βασικά είδη διατροφής των Βυζαντινών ήταν ψωμί, λαχανικά, ελιές, τυρί, ψάρια, λάδι και κρασί. Από τα πρόχειρα φαγητά πολύ συνηθισμένα ήταν, εκτός από το ψωμοτύρι, η πανάδα (κομμάτια ξερό ψωμί μαγειρεμένα με λάδι και κομμένα κρεμμύδια) και η «γρούτα», δηλαδή το κουρκούτι. Το κρέας ήταν είδος πολυτελείας. Δεν αποτελούσε καθημερινή τροφή για τους Βυζαντινούς, και επειδή κόστιζε πολύ αλλά και επειδή η θρησκεία υπαγόρευε πολλές νηστείες. Χοιρινά, αρνιά, γίδες, βοοειδή, ελάφια και λαγοί περιλαμβάνονταν στον κατάλογο των βυζαντινών φαγητών. Εκτός από το νερό, οι Βυζαντινοί έπιναν και διάφορα άλλα ποτά, τα οποία παρασκεύαζαν χρησιμοποιώντας κρασί, νερό, μέλι και άλλα υλικά. Ο ζύθος (μπίρα), που παρασκευαζόταν από κριθάρι, βρόμη, κεχρί ή και σιτάρι, ήταν διαδεδομένος σε διάφορα μέρη της αυτοκρατορίας. Ως δροσιστικά ποτά οι Βυζαντινοί χρησιμοποιούσαν τη γνωστή σουμάδα, εκχύλισμα αμυγδάλων σε νερό, το μελίγαλα, ανάμειξη μελιού με γάλα, το υδρόμελι και το απόμελι, που παρασκευαζόταν από το νερό με το οποίο έπλεναν την κηρήθρα του μελιού, αφού είχαν πάρει το μέλι. 


Σε κάποιες εκδηλώσεις με άφθονο κρασί και χορό ακόμα και οι γυναίκες χόρευαν ημίγυμνες, αν και κανονικά για λόγους σεμνότητας συνήθως είχαν καλυμμένο το κεφάλι, τα χέρια και το στήθος. Οι δάσκαλοι απέτρεπαν τους μαθητές να βρίσκονται σε χορευτικές εκδηλώσεις, ενώ η εκκλησία απέβαλε τους πιστούς που επέμεναν να ασχολούνται με τον χορό, που είχε ειδωλολατρικές ρίζες. Εξαίρεση αποτελούσαν οι ήρεμοι και σεμνοί χοροί σε θρησκευτικά πανηγύρια. Φυσικά οι βυζαντινοί προτιμούσαν την διασκέδαση και χόρεψαν με τη ψυχή τους.
Παραδόξως, οι Βυζαντινοί φαίνεται να χορεύουν ακόμη και σε εορτασμούς και πανηγύρια αφιερωμένα στη μνήμη αγίων ή μαρτύρων, είτε σε γιορτές που τους είχε κληροδοτήσει η ειδωλολατρική αρχαιότητα. Χάρη στην αρχαία κληρονομιά του ο κάτοικος της βυζαντινής αυτοκρατορίας χορεύει συρμό, κόρδακα, πυρρίχη, γέρανο ή όρμο, ενώ, την ίδια στιγμή, η θρησκευτική πίστη του τον ωθεί να συμμετέχει σε χορούς όπως αυτός της συντεχνίας των μακελλάρηδων της Κωνσταντινούπολης κατά τη διάρκεια της εορτής του προστάτη τους, του αρχάγγελου Μιχαήλ. Ο χορός είναι την εποχή αυτήν κυρίως έκφραση συλλογικής χαράς σε γάμους και άλλες διαβατήριες τελετές ή σε επινίκια σημαντικών μαχών, σε κάποιες όμως περιπτώσεις ακόμη και μέσο τιμωρίας ή εξευτελισμού. Οι Βυζαντινοί χορεύουν κυρίως σε χώρους κοσμικού χαρακτήρα, σε σπίτια, στον Ιππόδρομο, στο Παλάτι και αλλού αλλά και σε τόπους ιερούς. Την ίδια λοιπόν εποχή, που επαγγελματίες συνήθως χορευτές συμμετέχουν σε κοσμικές εκδηλώσεις δημόσιου ή ιδιωτικού χαρακτήρα (θέατρο, συμπόσια, χοροδράματα, παντομίμες κ.ά.), από το νάρθηκα των βυζαντινών ναών ακούγονται μοιρολόγια που συνοδεύονται από έντονες χορευτικές κινήσεις, ενώ οι νεόνυμφοι βηματίζουν αργά γύρω από την Αγία Τράπεζα με τη συνοδεία του τροπαρίου «Ησαΐα χόρευε…». Τα μουσικά όργανα που χρησιμοποιούσαν οι Βυζαντινοί: αυλούς, κιθάρες, πολύχορδα, κρουστά, κρουστά ή το «πολύαυλον όργανον» «το εκκλησιαστικό» οργανο, όπως είναι γνωστό σήμερα.


Το πανηγύρι κατά κύριο λόγο αποτελεί θρησκευτική γιορτή που τελείται για να τιμηθεί η μνήμη του αγίου στον οποίο είναι αφιερωμένος ο ναός μιας περιοχής. Συχνά στον περίβολο του ναού ή σε αδόμητο χώρο μπροστά του οι πιστοί συμμετέχουν σε διάφορες εκδηλώσεις, όπως χορούς, τραγούδια ή φαγητό. Η εμποροπανήγυρη είναι μια υπαίθρια αγορά, που στήνεται με την ευκαιρία ενός πανηγυριού, και όπου γίνονται αγοραπωλησίες προϊόντων ή ζώων. Οι εμποροπανηγύρεις συνήθως αποτελούν μη μόνιμες αγορές, που συνδέονται με κάποια εορταστική εκδήλωση.  Τα πανηγύρια, αν και αρχικά αποδοκιμάστηκαν από τους Πατέρες της Εκκλησίας ως κατάλοιπα ειδωλολατρικών θρησκευτικών εορτών που προήγαγαν το πνεύμα του κέρδους και την ελαφρότητα των ηθών, συνέβαλαν  στην ανάπτυξη του εμπορίου, ιδιαίτερα στις επαρχιακές πόλεις, αποφέροντας σημαντικά οικονομικά οφέλη για την εκκλησία και το κράτος.  Για την πραγματοποίηση των εμποροπανηγύρεων βασικό ρόλο έπαιζε η εμπορικότητά και η γεωγραφική θέση κάθε πόλης, καθώς και η ύπαρξη ή όχι λιμανιού και σημαντικού χερσαίου δρόμου αφού πολλοί άνθρωποι ταξίδευαν από μακριά για να πραγματοποιήσουν τις αγορές τους. Σημαντικές εμποροπανηγύρεις ήταν αυτές που διεξάγονταν στη Θεσσαλονίκη στην εορτή του Αγίου Δημητρίου και της Τραπεζούντας στην εορτή του Αγίου Ευγενίου. Η διάρκεια των εμποροπανηγύρεων δεν ήταν προκαθορισμένη· μπορούσε να διαρκέσει λίγες ή πολλές μέρες, ανάλογα με την επιτόπια ζήτηση. Προκαθορισμένος δεν ήταν ούτε ο χώρος διεξαγωγής τους, καθώς άλλες φορές στήνονταν μπροστά στους εορτάζοντες ναούς και άλλες έξω από τα τείχη της πόλης. Προτιμούσαν πάντως τα ελεύθερα και επίπεδα μέρη για να έχουν μεγαλύτερο χώρο στη διάθεσή τους οι έμποροι για να απλώσουν την πραμάτειά τους, που περιλάμβανε σκεύη, υφάσματα, χαλιά, τρόφιμα, δέρματα και ζώα (άλογα, βόδια, πρόβατα και χοίρους) αλλά και για να μπορούν να κινηθούν με μεγαλύτερη ευκολία οι αγοραστές ανάμεσα στις σκηνές. Οι εκτός των τειχών χώροι προτιμούνταν και για λόγους ασφαλείας αφού συχνά στα πανηγύρια προσέρχονταν ξένοι που μπορούσαν να είναι κατάσκοποι ή εχθροί. Ο χώρος της αγοράς αποτελούσε ένα σημαντικό κομμάτι της κοινωνικής ζωής των κατοίκων της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Η ατμόσφαιρα που επικρατούσε σε αυτήν ήταν χαλαρή δίνοντας στους συμμετέχοντες την ευκαιρία να ξεφύγουν από τα προβλήματα τους, να κοινωνικοποιηθούν και να διασκεδάσουν. Η διασκέδαση περιλάμβανε θεάματα όπως αυτοσχέδιες παραστάσεις μίμων και ακροβατών και επιδείξεις ζώων, που επιδίδονταν σε παιχνίδια και περιφέρονταν στους δρόμους. Τους άρεσε ακόμα να παρακολουθούν ταχυδακτυλουργούς αλλά και ανθρώπους που διέφεραν από το μέσο όρο, όπως γίγαντες και νάνους, αλλά και σιαμαίους που επιδεικνύονταν σε δημόσιους χώρους και σε δρόμους.


Οι Βυζαντινοί αγαπούσαν ιδιαίτερα τις διασκεδάσεις και τα θεάματα, τόσο εκείνα που τελούνταν στα θέατρα και στους ιπποδρόμους όσο και αυτά που πραγματοποιούνταν στους δρόμους και στις πλατείες των πόλεων με την ευκαιρία των πανηγύρεων. Οι άνθρωποι της εποχής διασκέδαζαν με γελωτοποιούς, ταχυδακτυλουργούς, σχοινοβάτες και ακροβάτες αλλά και με ζώα, όπως εκπαιδευμένους σκύλους και πιθήκους που έκαναν διάφορα παιχνίδια στους δρόμους και τα καπηλεία. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έδειχναν και για τις εξημερωμένες αρκούδες και τα άγρια ζώα που επιδεικνύονταν στον ιππόδρομο. Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλούσαν ακόμα οι άνθρωποι που διαφοροποιούνταν από τον μέσο όρο, όπως οι γίγαντες και οι νάνοι, αλλά και οι σιαμαίοι που σε περίπτωση που δεν είχαν εκδιωχθεί από τις πόλεις ως κακοί οιωνοί, περιφέρονταν στους δρόμους και τις αγορές. Η Κωνσταντινούπολη διέθετε τουλάχιστον τέσσερα θέατρα κατά τον 5ο αιώνα,  με πιο σημαντικό απ’ όλα το Μεγάλο Θέατρο (theatrum maius) που ιδρύθηκε από το Σεπτίμιο Σεβήρο κοντά στο παλάτι και όπου ανέβαιναν και έργα κλασικού ρεπερτορίου. Η κύρια πάντως μορφή του θεάματος ήταν το μιμοθέατρο με ερμηνευτή το μίμο και θεματολογία που προερχόταν από τη μυθολογία, την καθημερινή ζωή, ακόμα και τα χριστιανικά μυστήρια. Οι θίασοι των μίμων αποτελούνταν από άνδρες αλλά και γυναίκες. Κύριο εκφραστικό τους μέσο αποτελούσε το πρόσωπο και ιδιαίτερα τα μάτια, γι’ αυτό και οι μίμοι στο Βυζάντιο δε φορούσαν μάσκα, ενώ είχαν και ιδιαίτερες κομμώσεις. Αν και ορισμένοι μίμοι ζούσαν στη χλιδή και καλούνταν σε γάμους, συμπόσια και επίσημα αυτοκρατορικά γεύματα, οι περισσότεροι θεωρούνταν ανυπόληπτοι και εξομοιώνονταν με πόρνες και μαστροπους. Η πλειοψηφία προερχόταν από τα χαμηλότερα στρώματα και χαρακτηριζόταν από αμφίβολη ηθική.  Η δραστηριότητα των μίμων φαίνεται πάντως ότι υποχώρησε σταδιακά μετά τον 7ο αιώνα. Αν και το ερώτημα αν υπήρχε θέατρο στο μέσο και ύστερο Βυζάντιο παραμένει, φαίνεται ότι υπήρχε αφενός ένα είδος λαϊκού θεάτρου που παρουσιαζόταν ευκαιριακά στα πανηγύρια και στις εμποροπανηγύρεις από ημι-επαγγελματίες ηθοποιούς ή μίμους και αφετέρου ένα λόγιο είδος θεάματος που εντασσόταν σε πλαίσια θρησκευτικής αγωγής. Τα κείμενα που έχουν σωθεί είναι θρησκευτικά δράματα εξ ολοκλήρου γραμμένα σε διαλογική μορφή, που δεν αποτελούσαν πρωτότυπα έργα αλλά συρραφή στοιχείων από αρχαίες τραγωδίες και εκκλησιαστικά κείμενα με κύριο σκοπό να τονώσουν το θρησκευτικό αίσθημα του κοινού. Στα έργα του θρησκευτικού θεάτρου μπορούν να ενταχθούν και δρώμενα ανώνυμων συγγραφέων που εντάχτηκαν στην ορθόδοξη λειτουργία και αποτελούν σκηνικές αναπαραστάσεις ιερών επεισοδίων, όπως είναι η ακολουθία του Νιπτήρος. 


Ήταν τόσο μεγάλος ο φανατισμός για τις ιπποδρομίες στην Πόλη, που όταν τελούνταν, οι δρόμοι ήταν έρημοι από κόσμο. Αν ήταν Κυριακή, οι πιστοί στους ναούς ήταν ελάχιστοι, γεγονός που έκανε τους ιερείς να οργίζονται. Τίποτα δεν σταματούσε όμως τους φανατικούς φίλους του ιπποδρόμου: ούτε η σωτηρία της ψυχής, ούτε η φτώχεια, ούτε η δουλειά, ούτε η αρρώστια. Και έμεναν όλη την ημέρα στον ιππόδρομο, ακόμα και τις ώρες του μεσημεριού, που γινόταν ένα μεγάλο διάλειμμα, από τον φόβο μήπως χάσουν τη θέση τους. Πολλές φορές μάλιστα υπέφεραν από τον καυτό ήλιο ή τον αέρα ή ακόμα και τη βροχή, που την υπέμεναν καρτερικά, χωρίς προφυλάξεις. Το πιο σκληρό αγώνισμα που γινόταν στον ιππόδρομο ήταν η πυγμαχία. Οι αθλητές δεν φορούσαν προστατευτικά γάντια, γεγονός που έκανε τα χτυπήματα περισσότερο οδυνηρά. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που οι αθλητές μετά το αγώνισμα ήταν γεμάτοι αίματα, με σπασμένα κεφάλια, έτοιμοι να καταρρεύσουν. Όμως, επειδή ήταν δείγμα ανδρισμού να μη δείχνουν τον πόνο τους, δάγκωναν τα χείλη και έτριζαν τα δόντια, κρατώντας ταυτόχρονα το κεφάλι τους ψηλά. Στις διασκεδάσεις τους οι Βυζαντινοί, αν συγκριθούν με τους Ρωμαίους, ήταν πολύ πιο ήπιοι. Στον ιππόδρομο δεν έριχναν ανθρώπους στα λιοντάρια και η πιο αγαπημένη τους διασκέδαση ήταν οι αρματοδρομίες και όχι οι αιματηροί αγώνες των μονομάχων. Σε αυτό έπαιξε ρόλο η αλλαγή της θρησκείας και η εκκλησία.
Πηγή : http://peritexnisologos.blogspot.com/2016/04/h_20.html
http://exploringbyzantium.gr/EKBMM/Page?name=ypomeleti&lang=gr&id=1&sub=324&level=1
http://exploringbyzantium.gr/EKBMM/Page?name=ypomeleti&lang=gr&id=1&sub=323&level=1
http://vizantinaistorika.blogspot.com/2016/07/o_23.html

Τα κέντρα διασκέδασης των Ελλήνων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας

Χώρος εστίασης, κρασοκατάνυξης, κεφιού, μουσικής και χορού, ζωηρών συζητήσεων και πονεμένων εκμυστηρεύσεων. Με μια ιστορία που κρατάει πάνω από 2.500  χρόνια, η παραδοσιακή ελληνική ταβέρνα  ξεκινά  από την αρχαία Ελλάδα και περνά στα καπηλειά και στα «μαγέρικα» του Βυζαντίου, για να φτάσει ως τι μέρες μας. O Βυζαντινός; άνθρωπος, γήινος και γλεντζές, φίλος του κρασιού και του φαγητού, σύχναζε και διασκέδαζε σε λαϊκές ταβέρνες και καπηλειά, με κρασί και χορευτικά θεάματα. Πέρα από το φαγητό και το πιοτό, η ταβέρνα αποτελούσε χώρο συνάντησης, γνωριμιών, συζητήσεων και σχολίων  αλλά και διαμάχης για πολιτικά, θρησκευτικά και τοπικά θέματα. Η λέξη ταβέρνα προέρχεται από τη λατινική «taberna», που ήταν ένα είδος πανδοχείου εγκατεστημένο επάνω σε στρατιωτικούς δρόμους όπως η εγνατία οδός,  εκεί όπου οι στρατιώτες και οι διάφορες  αποστολές έβρισκαν κατάλυμα, τροφή, ποτό και ορισμένες φορές γυναικεία  συντροφιά. Αυτού του είδους οι ταβέρνες οι οποίες σιγά - σιγά αναπτύχθηκαν και μέσα στις πόλεις κατά τη περίοδο της Βυζαντινής αυτοκρατορίας ονομάστηκαν και "καπηλεία" όρος ο οποίος προέρχεται από την από την αρχαία Ελλάδα. Γενικά, ο θαμώνας  του καπηλείου στο Βυζάντιο ονομαζόταν καπηλοδύτης και η εργαζόμενη σε αυτό γυναίκα, καπηλίς. Το επάγγελμα αυτό όμως εθεωρείτο κακό, γιατί ο σκανδαλώδης βίος των γυναικών και οι ύποπτες υπηρεσίες που πρόσφεραν σε κάποιες κακόφημες ταβέρνες στους θαμώνες, έδωσαν το περιθώριο να ταυτίζονται τα καπηλεία και με τα πορνεία. Έτσι, λοιπόν, μια άλλη ονομασία ήταν και πορνοκαπηλεία. Ένα διάταγμα του Αυτοκράτορα Ανδρονίκου του γέροντος αναφέρει  ότι: «γύναια φαύλα, μετά την δύσιν του ηλίου, επ’ ολίσθω ψυχών διασκεδάζουσιν εν καπηλείοις» δηλ. η γυναίκα η οποία διασκεδάζει  τις βραδυνές ώρες με άλλους θεωρείται ελαφρών ηθών. Στη βυζαντινή εποχή, κάπηλος ή ταβερνιάρης ήταν ο διευθυντής του καπηλείου ή ταβερνείου και καπήλισσα ή ταβερνιάρισσα, η γυναίκα. Η βαρύτητα της ονομασίας αυτής στα λαϊκά μεσαιωνικά στρώματα φαίνεται στη φράση του σχετικού ποιήματος του «Πουλολόγου», στο οποίο αναφέρεται: «κάποιας κακορίζικης καπήλισσας κοπέλιν». Στο λεξικό του πατριάρχη Φωτίου οι λέξεις ταβερνεία, καπηλεία και πανδοχεία είχαν την ίδια σημασία. Στα καταστήματα αυτά, καθώς και στα συγγενή καπηλομαγειρεία επιβαλλόταν ειδικός φόρος, ο καπηλειατικός, όπως μας πληροφορεί και σχετικό χρυσόβουλο του Αυτοκράτορα Ανδρονίκου Παλαιολόγου προς τους καπήλους της Μονεμβασίας.  


Η εξάπλωση των βυζαντινών καπηλείων ήταν αλματώδης, γεγονός που οφείλεται στην πληθυσμιακή έκρηξη των αστικών κέντρων. Παρά τις αγορανομικές διατάξεις του Επαρχικού Βιβλίου, δημιουργήθηκαν διάφορα άλλα συγγενή καταστήματα, τα λεγόμενα φουσκαρεία ή πουσκαρεία (νοθευτήρια) και σικεροποτεία (φτηνά ποτά) και ανάλογα επαγγέλματα, μεταξύ των οποίων οι θερμοπώλες και οι προπουματάδες. Ειδικά οι επιχειρηματίες των σικεροποτείων, των φτηνών δηλαδή ποτών, αποσκοπούσαν στην προσέλκυση πελατών από τις ασθενέστερες οικονομικά τάξεις οι οποίες δεν ήταν σε θέση να αγοράσουν καλής ποιότητας ποτά λόγω κόστους... Το πρόπομα,  ήταν η προ του φαγητού πόση ορεκτικών ποτών και, προφανώς, οι προποματείς ήταν οι έμποροι και οι πωλητές αυτών των προϊόντων. Οι ειδήμονες της αρχαιοελληνικής αλλά και της βυζαντινής οινοποσίας, γνώριζαν τις επιπτώσεις της μέθης που οδηγούσε  η μεγάλη κατανάλωση ποτών στο καπηλείο. Για να αντιμετωπίσουν την μέθη, συνήθιζαν παράλληλα  να τρώνε θερμοκύαμους ένα είδος οσπρίου μεταξύ θέρμου και κυάμου, δηλαδή κουκιού, καθώς και άλλα είδη οσπρίων (ψημένα ρεβίθια και λούπινα) όπως μας διαβεβαιώνουν οι συγγραφείς Θεόφραστος, Διοσκουρίδης και Πολυδεύκης). Όπως γίνεται αντιληπτό τα  χρησίμευαν ως αντίδοτα κατά της μέθης. Ωστόσο, πέρα από τα θερμοτραγήματα, που αναφέρονται στην κατανάλωση θέρμων και άλλων λιχουδιών ή μεζέδων οι θερμοπώλες πήραν το όνομα αυτό από την ευρύτερη δραστηριότητά τους, στην οποία συγκαταλέγεται και η πώληση θερμών ποτών. Μάλιστα υπήρχαν και ειδικά ποτήρια για την κατανάλωσή τους, όπως η θερμοποτίς. Θερμό ποτό εθεωρείτο το ζεστό κρασί  με πιπέρι ή άλλα αρωματικά και το έπιναν ιδιαίτερα στη Κωνσταντινούπολη και σε άλλες βόρειες περιοχές ιδιαίτερα τους χειμερινούς μήνες.  Θα πρέπει βέβαια να σημειώσουμε ότι σε ορισμένες περιπτώσεις, συναντάμε τα καπηλεία και σαν θερμοπωλεία και τους θερμοπώλες αντίστοιχα σαν μαγείρους ή καπήλους. Πραγματικά η σχέση των θερμοπωλών με τα καπηλεία, όπως περιγράφεται στα βυζαντινά και τα αγιογραφικά κείμενα, ήταν πολύ στενή. Οι μικροπωλητές τέτοιων ειδών ονομάζονταν επίσης στραγαλάδες, γυρεύοντες (γυρολόγοι), πραματευτές και πουσκάριοι ή φουσκάριοι. Συνήθως, οι τελευταίοι ήταν ιδιοκτήτες των πουσκαρείων ή φουσκαρείων, δηλαδή των καταστημάτων που πωλούσαν στραγάλια, θέρμια βραστά, ρεβίθια βραστά, φακές, κόκκους κάνναβης και ένα φαύλο είδος ποτού, το λεγόμενο «πούσκα», από το οποίο πήραν το όνομά τους. Το ποτό αυτό, που το έπιναν οι στρατιώτες κατά τη ρωμαϊκή περίοδο σε μεγάλες ποσότητες, ήταν ένα μίγμα ξιδιού (όξος) και νερού, το γνωστό στους αρχαίους Έλληνες "οξύρατο μίγμα¨". Είναι ακριβώς το ποτό που έπιναν οι Ρωμαίοι στρατιώτες και που έδωσαν με το σφουγγάρι   στον Ιησού χριστό όταν εκείνος δίψασε πριν τον  μαρτυρικό του θάνατο πάνω στο Σταυρό του μαρτυρίου. Αλλα είδη ποτών, που ήταν υποκατάστατα του οίνου και είχαν ευρεία κατανάλωση, όπως μας πληροφορούν τα βυζαντινά κείμενα, ήταν τα σίκερα. Οι καταναλωτές τους, λοιπόν, οι σικεροπότες, έπιναν αυτούς τους «υποτυπώδεις οίνους» (μυρτίτη, μηλίτη, φοινικίτη, κυδωνίτη, σταφιδίτη, απίτη, δηλαδή απιδόκρασο, και άλλους), για λόγους οικονομίας, αφού στοίχιζαν φτηνότερα. Για το είδος αυτών των ποτών αναφέρονται σχετικά οι ερμηνείες: «σέκερα, πας ο σκευαστός οίνος, καλείται και νόθος καν εκ των φοινίκων, καν εκ των άλλων ακροδρύων σκευαζόμενος» και «σίκερα δε έστι παν το άνευ οίνου μέθην εμποιούν, οία εισίν α επιτηδεύουσιν άνθρωποι». Αλλά και ο «οίνος συμμιγής υδύσμασιν», που αναφέρεται από το λεξικό της Σούδας ταυτίζεται και με τα λεγόμενα του Γρηγορίου του Θεολόγου, ο οποίος αναφέρει ότι οι σικεροπότες ανακάτωναν κρασί με ρόδο, σκόρδο και κρόκο. Φαίνεται πως τα καπηλεία, τα φουσκαρεία και τα θερμοπωλεία ήταν συγγενή καταστήματα και πως σε ορισμένες περιπτώσεις ταυτίζονταν.


Ο Λεόντιος Νεαπόλεως μας πληροφορεί για τις συνήθειες των πολιτών, που συνδύαζαν τη διασκέδαση και την ευθυμία μαζί με την οινοποσία. Γι’ αυτό σύχναζαν στα καπηλεία, που κατ’ εξοχήν τους πρόσφεραν φαιδρή ατμόσφαιρα και κωμικά επεισόδια, σαν εκείνα που προκαλούσε ο Σαλός (γνωστός ταβερνιάρης πόλεως της Συρίας). Αξίζει να σημειώσουμε πως την εποχή εκείνη, τον 5ο αιώνα μ.Χ., οι θεραπευτές και οι εξορκιστές, περιόδευαν στις πόλεις και τα χωριά και φυσικά σύχναζαν και στα καπηλεία. Στην περίπτωσή μας, ο ίδιος ο ταβερνιάρης Σαλός ήταν όπως φαίνεται  και κυνηγός ακαθάρτων πνευμάτων. Σε σχετική διαμαρτυρία πελάτη του, για την κακή ποιότητα του κρασιού που του προσέφερε, αναφέρονται τα εξής: «ανάλυσον ο εποίησας Σαλέ... καλόν οίνον αγόρασα και ηυρέθη οξύδιν εις δύο ώρας», του δίνει την καλύτερη απάντηση, «ύπα, ύπα, ου μέλει σοι, άνοιξον εφέτος φουσκάρειον και συμφέρει σοι», συμβουλή που ακολούθησε ο πελάτης ευχολογώντας «ευλογητός ο Θεός, φουσκάρειον ανοίγω». Παρ’ όλα αυτά, όπως αναφέρουν οι πηγές, ο ταβερνιάρης Συμεών περισσότερο έτρωγε παρά εργαζόταν. Τα καπηλεία και τα φουσκαρεία αποτελούσαν συνήθως το καταφύγιο των περιθωριακών. Οι συμπλοκές και οι κλοπές, ιδιαίτερα κατά τις βραδινές ώρες, υπήρξαν οι βασικοί λόγοι που ανάγκασαν την αυτοκρατορική διοίκηση να φροντίσει για τον φωτισμό των δρόμων και των καταστημάτων στις μεγάλες πόλεις. Στην εποχή του Θεοδοσίου, στα τέλη του 4ου και στις αρχές του 5ου αιώνα, ο έπαρχος Κύρος διέταξε να φωτίζονται τα σπίτια, τα καταστήματα και οι δρόμοι της πρωτεύουσας. Ήταν δε τόσο μεγάλη η ικανοποίηση του λαού, ώστε στον Ιππόδρομο επευφημούσαν τον Μέγα Κωνσταντίνο σαν κατασκευαστή και τον Κύρο σαν ανανεωτή. Μάλιστα, η διάταξη που αφορούσε στα εργαστήρια, επέβαλλε τον τριπλάσιο φωτισμό (σε σχέση με το εσπερινό φως) των χώρων αυτών. Η σχέση ανάγκης των Βυζαντινών με το κρασί εκφράζεται χαρακτηριστικά σε μια προσφορά του γαιοκτήμονα και αξιωματούχου της αυτοκρατορικής αυλής Θεόδωρου Ιωάννη. Σύμφωνα με μια απόφαση του Ιωάννη, το 538 μ.Χ., στο θέμα (επαρχία) της Αιγύπτου, οι 139 κρατούμενοι της ιδιωτικής του φυλακής θα έπαιρναν τις μέρες του Πάσχα, των Επιφανείων και του Αρχαγγέλου Μιχαήλ την ίδια ποσότητα κρασιού, όπως και οι κρατούμενοι των κρατικών φυλακών.
Ωστόσο, το επάγγελμα του καπήλου εθεωρείτο βάναυσο και υποτιμητικό. Μάλιστα, η παρουσία καπήλισσας, δηλαδή γυναίκας που διηύθυνε καπηλείο ή εργαζόταν σ’ αυτό, όπως αναφέρεται από πολλούς συγγραφείς (Ευνάπιος, Αγάθιος, Λιβάνιος, Ζωναράς, Πρόδρομος και άλλοι), δημιουργούσε απρεπείς και σκανδαλώδεις σκηνές, γεγονός που συνέβαινε και με τους κληρικούς που τύχαινε να διατηρούν καπηλείο, ήταν σύνηθες φαινόμενο οι κληρικοί α διατηρούν καπηλειά. Πολλές είναι και οι αναφορές για την οινοποσία των κληρικών. Στο έργο του Κ. Σάθα «Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη», σε σχετική μαρτυρία του Ανωνύμου αναφέρεται το «συνέδριο παρανόμων και ανιέρων επισκόπων και κοιλιοδούλων εν τω ναώ των Βλαχερνών», που έγινε από τον Κωνσταντίνο Κοπρώνυμο. Στην ίδια περίπτωση αναφέρεται και ο «Κανόνας κατά του αυτού Ιακώβου» του Μιχαήλ Ψελλού, στον οποίο αναφέρονται με ποιητικό τρόπο: «μέθη και πότοι», «αποθλίψεις οίνου», «εκκενώσεις δέκα κυλίκων», «πόσεις εν ασκήσει πολλών ασκών», «απορρόφηση ακράτου οίνου» και άλλα παρόμοια.Οι αναφορές αυτές βέβαια καθώς και άλλες παρόμοιες του Πτωχοπρόδρομου και του Ευσταθίου Θεσσαλονίκης, αφορούν σε εξαιρέσεις, στις οποίες μάλιστα μπορεί να διατυπώνεται και το στοιχείο της υπερβολής. Στην ουσία, το μέτρο της πόσης του «οίνου του ευφραίνοντος την καρδίαν», υπήρξε κανόνας στον χώρο του κλήρου. Στο παλάτι, όμως, αναφέρονται και υπερβάσεις, όπως στην περίπτωση του αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ’ του επονομαζόμενου Μέθυσου. Πράγματι ο Μιχαήλ ενέδιδε υπερβολικά στο κρασί, σε σημείο ώστε να συναγωνίζεται με τον γελωτοποιό του Θεόφιλο για το ποιός θα πιεί περισσότερο.


Οι κάπηλοι, όπως και όλοι οι επαγγελματίες και βιοτέχνες, ήταν οργανωμένοι στην επαγγελματική τους συντεχνία. Στο Επαρχικό Βιβλίο αναφέρεται η αρμοδιότητα του επάρχου της πόλης, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για τον διορισμό των ειδικών προϊσταμένων στη συντεχνία των καπήλων. Όπως προκύπτει από τη νομική διαδικασία του διορισμού, οι προϊστάμενοι (προεστώτες) δεν ήταν αντιπρόσωποι του κλάδου τους με τη σημερινή έννοια. Στην ουσία ήταν κρατικά όργανα, κάτι σαν επόπτες εργασίας που μεσολαβούσαν μεταξύ επάρχου και εμπόρων κρασιού. Μερικά από τα σπουδαιότερα καθήκοντα που επιτελούσαν ήταν η ενημέρωση του επάρχου για τις ποσότητες των εισαγομένων κρασιών στην Κωνσταντινούπολη, η παρεμπόδιση και η αποτροπή του μεταπρατικού εμπορίου, ο έλεγχος των μελών της συντεχνίας, η σωστή διανομή των εισαγομένων ποσοτήτων στα μέλη, ο έλεγχος του μηχανισμού της προσφοράς και της ζήτησης, ο καθορισμός της τιμής και άλλα συναφή θέματα. Μια άλλη διάταξη του Επαρχικού Βιβλίου, απαγόρευε στους καπήλους να διατηρούν ανοιχτά τα καταστήματά τους κατά τις Κυριακές και τις επίσημες γιορτές πριν από την 7η πρωινή και μετά την 7η εσπερινή ώρα. Στις αρχές του 13ου αιώνα, η διάταξη αυτή τροποποιήθηκε από τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β’ Παλαιολόγο, ο οποίος κατά πρόταση του πατριάρχη Αθανασίου, υποχρέωνε τους καπήλους να κλείνουν τα καταστήματά τους από την 3η μ.μ. του Σαββάτου ως την αντίστοιχη ώρα της Κυριακής. Για δε τις υπόλοιπες μέρες, μετά τη δύση του ηλίου επέτρεπαι μόνο την εξωτερική πώληση των ποτών, απαγορεύοντας την παραμονή θαμώνων στο καπηλείο. Οι κάπηλοι μπορούσαν να ανοίξουν τα καταστήματά τους σε οποιοδήποτε σημείο της πόλης, αφού το κρασί εθεωρείτο είδος πρώτης ανάγκης. Για τις διάφορες παραβάσεις που γίνονταν στον χώρο τους, αξίζει να σημειώσουμε την ύπαρξη σχετικού νόμου, ο οποίος, σε μια περίπτωση, της δηλητηρίασης από το κρασί, επέβαλε ακόμη και τη θανατική ποινή. Αναφέρει λοιπόν ο νόμος αυτός: «Ει τις... δώση ποτόν... και διά της τοιαύτης προφάσεως ασθένεια περιπέση ο το ποτόν εκπιών και συμβή αυτόν εκ του καταρρεύσαι και αποθανείν ξίφει τιμωρείσθω» και «Τω περί ανδροφόνων νόμω κατέχεται και ο διά το φονεύσαι άνθρωπον φάρμακον ποιών ή πιπράσκων (πωλών) ή έχων...».
Κατά τον τελευταίο χρόνο της βασιλείας του Λέοντος του Σοφού (911-912), η έκδοση του Επαρχικού Βιβλίου και η εφαρμογή των διατάξεών του, σταθεροποίησε τον μηχανισμό παραγωγής, διακίνησης και κατανάλωσης των τροφίμων και των ποτών. Όμως, η ρωσοβυζαντινή συνθήκη που υπέγραψε ο αυτοκράτορας Ρωμανός Λεκαπηνός, σχεδόν άνοιξε τις πόρτες στους εμπορικούς οίκους του εξωτερικού. Έναν αιώνα αργότερα οι Ιταλοί έμποροι, ιδίως Βενετοί και Γενοβέζοι, οι οποίοι αποτελούσαν τη συντριπτική πλειοψηφία των πολλών  αλλοδαπών της Κωνσταντινούπολης, άλωσαν «εκ των έσω» την αγορά τροφίμων και ποτών. Χαρακτηριστικό για την ιστορία της διακίνησης του κρασιού και τη λειτουργία ιταλικών καπηλείων στην Κωνσταντινούπολη, αποτελεί ένα άρθρο της συνθήκης του Ιωάννη Η’ Παλαιολόγου του προτελευταίου αυτοκράτορα με τον δούκα της Βενετίας Φραγκίσκο Φόσκαρη, το 1448. Το άρθρο αυτό, όμως, που το συναντάμε και σε προηγούμενες συνθήκες, καταμαρτυρεί το ενδιαφέρον των Βενετών για την αγορά τροφίμων και ποτών της Κωνσταντινούπολης. Σύμφωνα με αυτό, παρά το δικαίωμα που είχαν οι Βενετοί, να διατηρούν δηλαδή απεριόριστο αριθμό καπηλείων και να εμπορεύονται το κρασί, τα νέα δεδομένα επέτρεπαν τη λειτουργία μόνο δεκαπέντε καπηλείων. Δινόταν επίσης σχετική άδεια, για να πωλείται κάθε είδους κρασί και σε οποιαδήποτε ποσότητα με λιανική πώληση. Σε άλλο άρθρο της συνθήκης ανανεωνόταν με τον ίδιο τρόπο η διάταξη που αφορούσε στο εξωτερικό εμπόριο των κρασιών. Με το πέρασμα του χρόνου, οι Βενετοί και οι Γενοβέζοι διατήρησαν τον έλεγχο της εμπορίας των φημισμένων κρασιών της Κύπρου, της Τύρου, της Μονεμβασίας και της Κρήτης. Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης επεκτάθηκαν και κυριάρχησαν στις αγορές ολόκληρης της Ευρώπης.
Πηγή : http://vizantinaistorika.blogspot.com/2014/06/blog-post_25.html