Κυριακή 12 Ιουνίου 2022

Αλέξιος Α Κομνηνός : Οι ηρωικές μάχες για την υπεράσπιση του βυζαντινού ελληνισμού

Μετά την κατάληψη του Μπάρι (1071) και την εκδίωξη των Βυζαντινών από την Ιταλική χερσόνησο, ο Ροβέρτος Γυισκάρδος επιτέθηκε κατά του Βυζαντίου στα Βαλκάνια. Το όνειρό του ήταν να πάρει τον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως και βρήκε την αφορμή για να τον διεκδικήσει εξαιτίας του Μιχαήλ Ζ’ Δούκα, ο οποίος είχε εκθρονιστεί το 1078 και του οποίου ο γιος είχε μνηστευθεί με την κόρη του Γυισκάρδου. Ο Νορμανδικός στόλος αποτελούμενος από 150 πλοία, συμπεριλαμβανομένων και 60 ιππαγωγών, απέπλευσε προς τα ανατολικά στο τέλος Μαΐου του 1081. Ο στρατός αριθμούσε 30.000 άνδρες, συμπεριλαμβανομένων 1.300 Νορμανδών ιπποτών. Αφού κατέλαβε εύκολα το νησί της Κέρκυρας, συνέχισε προς το Δυρράχιο και άρχισε να πολιορκεί την πόλη. Όμως, ο άπειρος στόλος του ηττήθηκε από τους Ενετούς, οι οποίοι κλήθηκαν από το Βυζάντιο προς βοήθεια και οι οποίοι ήταν ήδη έτοιμοι –ούτως ή άλλως– να επέμβουν, λόγω του Νορμανδικού ελέγχου στα στενά του Οτράντο. Ο Γυισκάρδος δεν απογοητεύτηκε από την ήττα αυτή, όμως το στρατόπεδό του κτυπήθηκε από μια επιδημία και περίπου 10.000 άνδρες του πέθαναν, συμπεριλαμβανομένων 500 ιπποτών. Παρά ταύτα, η φρουρά του Δυρραχίου είχε φθάσει στα όρια αντοχής της από τη στενή πολιορκία και τα συνεχή χτυπήματα των πολιορκητικών μηχανών των Νορμανδών. Ο Αυτοκράτορας Αλέξιος Α’ Κομνηνός πληροφορήθηκε τα τεκταινόμενα όταν ήταν στην Θεσσαλονίκη και έσπευσε με ταχύτητα κατά των Νορμανδών.
Στις 18 Οκτωβρίου, οι Νορμανδοί συγκρούστηκαν με τους Βυζαντινούς έξω από το Δυρράχιο. Η μάχη ξεκίνησε με τη δεξιά πτέρυγα των Βυζαντινών να κατατροπώνει την αριστερή πτέρυγα των Νορμανδών, η οποία έσπασε και διαλύθηκε. Οι Βάραγγοι μισθοφόροι παρασύρθηκαν στην καταδίωξη των αντιπάλων που είχαν τραπεί σε φυγή, όμως βρέθηκαν αποκομμένοι από την κυρία δύναμη, περικυκλώθηκαν και σφαγιάστηκαν. Το χειρότερο ήταν ότι για κάποιο λόγο οι Σέρβοι σύμμαχοι και οι Σελτζούκοι βοηθητικοί του Βυζαντινού στρατού λιποτάκτησαν. Το κέντρο των Βυζαντινών εξασθένησε και το βαρύ Νορμανδικό ιππικό επιτέθηκε με ορμή ακριβώς εκεί. Το Νορμανδικό ιππικό χωρίστηκε σε μικρά αποσπάσματα και τσάκισε σε διάφορα σημεία τη Βυζαντινή άμυνα. Η έφοδος αυτή διέλυσε τις Βυζαντινές γραμμές, με αποτέλεσμα οι Βυζαντινοί να εγκαταλείψουν άτακτα και με βαριές απώλειες το πεδίο της μάχης. Ήταν μια βαριά ήττα για τον Αλέξιο και η αρχή μιας σειράς καταστροφικών επιδρομών από τους Νορμανδούς. Η πολιορκία του Δυρραχίου συνεχίστηκε και τελικά η σημαντική αυτή πόλη έπεσε μετά από μερικούς μήνες με προδοσία. Οι Νορμανδοί συνέχισαν και κατέλαβαν το μεγαλύτερο μέρος της Βορείου Ελλάδος δίχως μεγάλη αντίσταση. Ο Γυισκάρδος, όμως, αναγκάσθηκε να επιστρέψει στην Ιταλία για να αντιμετωπίσει μια στάση.


Μετά την κατάληψη του Δυρραχίου (Φεβρουάριος 1082), οι Νορμανδοί συνέχισαν την διείσδυσή τους και κατέλαβαν μεγάλο μέρος της Βόρειας Ελλάδας δίχως να συναντήσουν σοβαρή αντίσταση. Όμως, ενώ ο Ροβέρτος Γυισκάρδος βρίσκονταν στην Καστοριά, πληροφορήθηκε ότι περιοχές της νότιας Ιταλικής χερσονήσου είχαν ξεσηκωθεί και, επίσης, ότι ο Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας Ερρίκος Δ΄ είχε φθάσει έξω από την Ρώμη και πολιορκούσε τον Πάπα Γρηγόριο Η’, σύμμαχο των Νορμανδών. Αυτό δεν ήταν τυχαίο: Οι πράκτορες του Αλεξίου είχαν υποκινήσει την ανταρσία των ανιψιών του Γυισκάρδου εναντίον του θείου τους. Επίσης ο Αυτοκράτορας Αλέξιος Α’ Κομνηνός είχε διαπραγματευθεί με τον Ερρίκο και του είχε δώσει 360.000 χρυσά νομίσματα με αντάλλαγμα έναν καλό αντιπερισπασμό. Ο Ερρίκος ανταποκρίθηκε και εισέβαλε στην Ιταλική χερσόνησο. Ο Γυισκάρδος έσπευσε στην Ιταλία, αφήνοντας τον γιο του Βοημούνδο αρχηγό των επιχειρήσεων στην Ελλάδα. Ο Αλέξιος ήταν σε δυσχερή οικονομική θέση και διέταξε την κατάσχεση των θησαυρών όλων των εκκλησιών. Έτσι μπόρεσε να οργανώσει έναν στρατό στη Θεσσαλονίκη. Αλλά, ο Βοημούνδος νίκησε τον Αλέξιο σε δύο μάχες (για τις οποίες δεν ξέρουμε λεπτομέρειες): μια κοντά στην Άρτα και την άλλη κοντά στα Ιωάννινα (ή ίσως στο Δυρράχιο, ξανά). Αυτό εξασφάλισε στον Βοημούνδο τον έλεγχο της Μακεδονίας και σχεδόν ολόκληρης της Θεσσαλίας. Μετά από αυτές τις νίκες, ο Βοημούνδος κινήθηκε εναντίον της Λάρισας. Το έκανε αυτό αφενός για να ξεχειμωνιάσει σε ηπιότερο κλίμα (σε σύγκριση με το κλίμα πιο βόρεια) και αφετέρου για να να βρει εφόδια (και ευκαιρίες για πλιάτσικο) για τον στρατό του που είχε αρχίσει να δυσανασχετεί λόγω της τριετούς περιπλάνησης στη βορειοδυτική Ελλάδα χωρίς σημαντικά οφέλη (δηλαδή χωρίς καλή λεία). Οι Νορμανδοί ξεκίνησαν την πολιορκία στις 3 Νοεμβρίου 1082 (κατ’ άλλους στις 23 Απριλίου 1083). Ο διοικητής της φρουράς της πόλεως Λέων Κεφαλάς μπόρεσε να κρατήσει για αρκετούς μήνες, ενώ έστελνε απεγνωσμένα μηνύματα στην Κωνσταντινούπολη ζητώντας βοήθεια.


Ο Αυτοκράτορας Αλέξιος προετοίμασε ένα μεγάλο στράτευμα, το οποίο περιλάμβανε και 7.000 Σελτζούκους Τούρκους. Έφυγε από την Κωνσταντινούπολη τον Μάρτιο του 1083. Το στράτευμα αριθμούσε συνολικά περί τους 20.000 άνδρες. Το μεγαλύτερο μέρος του, βέβαια, ήταν πεζοί και ελαφρύ ιππικό και δεν είχαν πολλές πιθανότητες επιτυχίας απέναντι στους φοβερούς και κατάφρακτους Νορμανδούς ιππότες σε μια μάχη εκ παρατάξεως. Μετά δε από τις πρόσφατες ήττες του από τους Νορμανδούς, ο Αλέξιος ήταν πολύ προσεκτικός και εφάρμοσε έξυπνες και παρελκυστικές τακτικές. Αντίθετα ο Βοημούνδος γεμάτος αυτοπεποίθηση για την πολεμική ανωτερότητα των Νορμανδών δεν ήταν ιδιαίτερα προσεκτικός. Ο Αλέξιος έστειλε ένα τμήμα του στρατού να επιτεθεί στο Νορμανδικό στρατόπεδο έξω από την Λάρισα, το οποίο πολύ γρήγορα προσποιήθηκε ότι τράπηκε σε άτακτη φυγή υποχωρώντας προς το φρούριο Λυκοστομίου (στα Τέμπη). Οι Νορμανδοί παρασύρθηκαν και τους κυνήγησαν σε μια μεγάλη απόσταση, δίνοντας την ευκαιρία στον Αλέξιο με ένα επίλεκτο τμήμα να επιτεθεί και να καταστρέψει το στρατόπεδό τους. Ταυτόχρονα, ένα άλλο απόσπασμα έστησε ενέδρα στα μετόπισθεν του Νορμανδικού ιππικού και σκότωσε τα περισσότερα από τα άλογά τους. Στο μεταξύ ο Βοημούνδος έφθασε στα Τέμπη δίχως να βρει τον εχθρό και θεώρησε τον εαυτό του νικητή επί των Βυζαντινών, για μια ακόμη φορά. Τότε πληροφορήθηκε για τις Βυζαντινές επιθέσεις και τις απώλειες που του είχαν επιφέρει. Μαθαίνοντας ότι ο κύριος όγκος του Βυζαντινού στρατεύματος είχε κινηθεί προς βορρά, στο φρούριο του Δομένικου, τον ακολούθησε χωρίς να διστάσει . Όμως καθ’ οδόν οι Νορμανδοί έπεσαν σε ενέδρα σε μια διάβαση του ποταμού Πηνειού και υπέστησαν βαριά ήττα.


Ο Αλέξιος παραχώρησε στους Βενετούς εμπορική βάση στην Κωνσταντινούπολη και απαλλαγή από εμπορικούς δασμούς, σε αντάλλαγμα για τη βοήθειά τους στην σύγκρουσή του με τους Νορμανδούς. Αυτό φαινόταν καλή ιδέα την εποχή εκείνη, αλλά ήταν ένα πολύ σοβαρό σφάλμα, που δημιούργησε πολύ σοβαρά προβλήματα στο μέλλον και το οποίο συνετέλεσε στην παρακμή και πτώση της Αυτοκρατορίας. Ήταν η πρώτη σοβαρή ήττα του Βοημούνδου στην Ελλάδα. Αλλά ήταν καθοριστική.
Μετά από την ήττα, οι Νορμανδοί έχασαν σιγά σιγά όλες τους τις κτήσεις στην Ελλάδα και μετά τον θάνατο του Γυισκάρδου το 1085, εγκατέλειψαν την Βυζαντινή επικράτεια. Στο μεταξύ, οι Ενετοί ανακατέλαβαν την Κέρκυρα και το Δυρράχιο για λογαριασμό του Βυζαντίου.


Την άνοιξη του 1087, έφθασαν νέα στην Βυζαντινή αυλή για μια τεράστια εισβολή από τον βορρά. Οι εισβολείς ήταν Πετσενέγοι. Οι Πετσενέγοι ή Πετσενέγκοι ή Πατζινάκοι ή Πατζινακίτες ήταν νομαδικός λαός τουρκικής καταγωγής της κεντρικής Ασίας που από τον 9ο αιώνα είχαν μεταναστεύσει δυτικότερα επιτιθέμενοι σε διάφορους λαούς, μεταξύ των οποίων και στους Ρως. Τα νέα της εισβολής από τουλάχιστον 80.000 Πετσενέγους (μαζί με τα γυναικόπαιδα) ήταν ιδιαίτερα ανησυχητικά, αφενός επειδή το Βυζάντιο είχε κατ’ επανάληψιν αντιμετωπίσει σοβαρά προβλήματα από τέτοιες μαζικές μεταναστεύσεις στα εδάφη του, αλλά και επειδή μερικές δεκαετίες νωρίτερα, το 1048, μια άλλη ορδή Πετσενέγων είχε ενσκήψει στη Θράκη και τη λεηλατούσε επί 5 χρόνια έχοντας ταπεινώσει κατ’επανάληψιν τον Βυζαντινό στρατό. Το σκηνικό επαναλήφθηκε και σε αυτή την εισβολή, με τους Πετσενέγους να πλησιάζουν αργά αλλά απειλητικά την Κωνσταντινούπολη λεηλατώντας, ξανά, τη Θράκη στο πέρασμά τους. Ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α’ Κομνηνός χρειάστηκε να επιστρατεύσει όλες τις διπλωματικές και στρατιωτικές του ικανότητες για να αντιμετωπίσει τη νέα απειλή και βρήκε πρόθυμους συμμάχους σε σε μια άλλη νομαδική φυλή, τους Κουμάνους, οι οποίοι πληρώθηκαν καλά για να ενώσουν τις δυνάμεις τους με τον στρατό του Αλεξίου.


Στις 28 Απριλίου 1091, ο Αλέξιος και οι σύμμαχοί του έφθασαν στο στρατόπεδο των Πετσενέγων στο Λεβούνιο, κοντά στο Δέλτα του Έβρου ποταμού.
Οι Πετσενέγοι φάνηκε ότι αιφνιδιάστηκαν. Η μάχη που έλαβε χώρα την επομένη το πρωί στο Λεβούνιο, ήταν στην ουσία μια σφαγή. Οι Πετσενέγοι είχαν φέρει μαζί τους τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους και ήταν εντελώς απροετοίμαστοι για την βιαιότητα της επιθέσεως που εξαπολύθηκε πάνω τους. Οι Κουμάνοι και οι Βυζαντινοί σάρωσαν το εχθρικό στρατόπεδο σφάζοντας όποιον έβρισκαν μπροστά τους. Οι Πετσενέγοι δεν μπόρεσαν να προβάλουν καμιά ουσιαστική άμυνα.
Πολύ λίγοι από αυτούς επέζησαν. Η συγκεκριμένη ορδή διαλύθηκε αλλά τα προβλήματα με τους Πετσενέγους επαναλήφθηκαν για λίγο τον 12ο αιώνα.
Αυτή η επιβλητική επέμβαση υπήρξε η μοναδική σημαντική νίκη που επετεύχθη από ένα Βυζαντινό στράτευμα μετά από πολλές δεκαετίες και ο πρώτος θρίαμβος της Κομνήνειας Αναγέννησης, της περιόδου που σημάδεψε την αρχή της αναβίωσης της Βυζαντινής ισχύος και η οποία θα κρατούσε για τα επόμενα 100 χρόνια.


Η Νίκαια είχε καταληφθεί από τους Σελτζούκους Τούρκους το 1081 και έγινε η πρώτη πρωτεύουσα του Σουλτανάτου του Ρουμ. Το 1096, η «Σταυροφορία του Λαού», το πρώτο κύμα της Α΄ Σταυροφορίας, είχε λεηλατήσει την περιοχή γύρω από την πόλη, πριν να εξολοθρευτεί από τους Τούρκους. Γι’ αυτό ο σουλτάνος Κιλίτζ ΑρσλάνΑ’ πίστεψε ότι και το επόμενο κύμα των σταυροφόρων δεν επρόκειτο να είναι σοβαρή απειλή. Άφησε την οικογένειά του και τους θησαυρούς του πίσω στην Νίκαια και εξεστράτευσε στην Ανατολία για να αντιμετωπίσει τους Δανισμενδίδες(1) Τούρκους που διεκδικούσαν την Μελιτηνή. Οι Σταυροφόροι της Α΄ Σταυροφορίας, στα πλαίσια της συμφωνίας που είχαν κάνει με τον Αλέξιο Α΄Κομνηνό για να τους επιτρέψει να διέλθουν από τα Βυζαντινά εδάφη, πολιόρκησαν την Νίκαια υπό την διοίκηση του Γοδεφρείδου Μπουιγιόν (Godefroy de Bouillon)(2). Ξεκίνησαν από την Κωνσταντινούπολη τον Απρίλιο του 1097 και άρχισαν την πολιορκία της Νίκαιας στις 14 Μαΐου. Η πόλη ήταν καλά οχυρωμένη με ισχυρά τείχη και 200 πύργους.
Στην πολιορκία προστέθηκαν σιγά σιγά και άλλες δυνάμεις Σταυροφόρων, και η περιοχή της Νίκαιας έγινε κάτι σαν σημείο συγκέντρωσης και σημείο εκκίνησης για την Σταυροφορία προς τους Αγίους Τόπους. Όταν ο Κιλίτζ Αρσλάν συνειδητοποίησε την ισχύ των σταυροφόρων, επέστρεψε αμέσως πίσω. Ένα Τουρκικό τμήμα που στάλθηκε προπομπός εξοντώθηκε στις 20 Μαΐου. Στις 21 Μαΐου οι Σταυροφόροι νίκησαν τον Κιλίτζ σε μάχη εκ παρατάξεως, η οποία κράτησε μέχρι αργά την νύκτα. Οι απώλειες ήταν βαριές και στις δύο πλευρές, όμως στο τέλος ο Σουλτάνος υποχώρησε και γύρισε πίσω παρά τις εκκλήσεις των Τούρκων της Νικαίας.


Ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α’ επέλεξε να μην ακολουθήσει αμέσως τους Σταυροφόρους. Ο Βυζαντινός στρατός κινήθηκε σαν οπισθοφυλακή ενώ ο Αλέξιος έστειλε πλοιάρια από ξηράς κυλιόμενα πάνω σε κορμούς για να αποκλειστεί και η λίμνη Ασκανία, στις όχθες της οποίας είναι η Νίκαια και την οποία χρησιμοποιούσαν οι Τούρκοι για τον ανεφοδιασμό τους. Τα πλοία έφθασαν στις 17 Ιουνίου υπό την ηγεσία του Μεγάλου Δούκα (δηλ. αρχηγού του Βυζαντινού στόλου) Μανουὴλ Βουτουμίτη. Ταυτόχρονα, ο πριμικήριος Τατίκιος (εχριστιανισθείς Τούρκος) εστάλη να ενισχύσει τους πολιορκητές με ελαφρύ πεζικό 2.000 αντρών. Ο Αλέξιος έδωσε οδηγίες στον Βουτουμίτη να διαπραγματευθεί την παράδοση της πόλης κρυφά από τους Σταυροφόρους. Ο Τατίκιος διατάχθηκε να συνενωθεί με τους σταυροφόρους και να κάνει έφοδο στα τείχη, ενώ ο Βουτουμίτης να προσποιηθεί ότι κάνει το ίδιο από τη λίμνη, ώστε να φανεί ότι οι Βυζαντινοί είχαν καταλάβει την πόλη μετά από μάχη. Το σχέδιο εφαρμόσθηκε με επιτυχία, και στις 19 Ιουνίου οι Τούρκοι προτίμησαν να παραδώσουν την πόλη στους Βυζαντινούς, για να αποφύγουν τη λεηλασία από τους Σταυροφόρους. Όταν οι Σταυροφόροι είδαν τους Έλληνες μέσα στη Νίκαια και αντιλήφθηκαν το τέχνασμα, έγιναν έξαλλοι, καθώς υπολόγιζαν να λεηλατήσουν την πόλη για χρήματα και προμήθειες.


Ο Βουτουμίτης, ο οποίος ορίστηκε δούκας της Νικαίας, απαγόρευσε στους σταυροφόρους να εισέλθουν στην πόλη σε ομάδες μεγαλύτερες των 10 ανδρών κάθε φορά. Η οικογένεια του Αρσλάν μεταφέρθηκε στην Κ/πολη και τελικά ελευθερώθηκε δίχως να καταβληθούν λύτρα. Ο Τατίκιος ακολούθησε με τον Βυζαντινό στρατό τους Σταυροφόρους και έπαιρνε τις πόλεις που απελευθέρωναν οι Λατίνοι. ΟΑλέξιος έδωσε στους σταυροφόρους χρήματα, άλογα, εφόδια και δώρα. Οι σταυροφόροι δεν ικανοποιήθηκαν, αλλά τελικά συνέχισαν την πορεία τους προς Ιερουσαλήμ, όπου έφθασαν 2 χρόνια αργότερα. Το τέχνασμα του Αλεξίου έμεινε στη μνήμη των Δυτικών σαν αντιπροσωπευτικό δείγμα της δόλιας συμπεριφοράς των Βυζαντινών. Η Νίκαια παρέμεινε Βυζαντινή για 235 χρόνια, μέχρι την κατάληψή της από τους Οθωμανούς. Οι Σελτζούκοι μετέφεραν την πρωτεύουσά τους στο Ικόνιο.
Πηγή : https://byzantium.gr/battlegr.php?byzbat=c11_19
https://byzantium.gr/battlegr.php?byzbat=c11_20
https://byzantium.gr/battlegr.php?byzbat=c11_21
https://byzantium.gr/battlegr.php?byzbat=c11_22

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου