Τρίτη 22 Αυγούστου 2023

Ανεξάρτητος Μεραρχία : Μια σύγχρονη Κάθοδος των Μυριων του ηρωικού ελληνικού στρατού κατά την μικρασιατική καταστροφή

Η Ανεξάρτητη Μεραρχία αποτελούσε σχηματισμό του Ελληνικού Στρατού που συγκροτήθηκε τον Ιούλιο του 1921 και έδρασε κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1922. Κατά την οπισθοχώρηση των ελληνικών στρατευμάτων και πλήρως αποκομμένη από τους υπόλοιπους στρατιωτικούς σχηματισμούς που επιχειρούσαν στη Μικρά Ασία, έδωσε πολλές νικηφόρες μάχες αντιμετωπίζοντας άτακτες, αλλά και οργανωμένες μονάδες του εχθρού. Διένυσε πάνω από 630 χιλιόμετρα μέσα σε εχθρικό έδαφος, έχοντας υπό τη διοίκησή της μόνο δύο συντάγματα πεζικού και μία τεράστιου μεγέθους εφοδιοπομπή. Μετά από 17 ημέρες συντεταγμένης οπισθοχώρησης, με μέσο όρο 14 ώρες πορεία την ημέρα, έφτασε στην Δεκέλεια, απέναντι από την Μυτιλήνη, όπου επιβιβάστηκε σε πλοία και μεταφέρθηκε στη Μυτιλήνη.
Οι λόγοι συγκρότησης της Ανεξάρτητης Μεραρχίας ήταν η ανάγκη δημιουργίας ενός επίλεκτου στρατιωτικού σχηματισμού, ο οποίος θα αναλάμβανε υψηλής σημασίας επιχειρήσεις και συγκεκριμένα την κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως. Ο τίτλος Ανεξάρτητη Μεραρχία ήταν προσωρινός. Οι πιο πιθανοί οριστικοί τίτλοι ήταν «Μεραρχία Κωνσταντινουπόλεως» ή «Μεραρχία Παλαιολόγου», λόγω του ότι είχαν επιλεγεί για τη στελέχωσή της επίλεκτοι αξιωματικοί, επικρατέστερος τίτλος ήταν και «Μεραρχία Επίλεκτων». Στις 29/06/1921 εξεδόθη από το τότε Υπουργείο Στρατιωτικών η υπ’ αρθ. Ε.Π.Ε. 235/29-06-1921 για τη συγκρότηση της Μεραρχίας. Στις 6 Ιουλίου 1921 η Ανεξάρτητη Μεραρχία ήταν έτοιμη, υπαγόμενη στη Στρατιά Θράκης και αποτελούμενη κυρίως από οπλίτες κλάσεων 1912-1921 και μερικούς από τις κλάσεις 1903-1904. Πρώτος διοικητής ήταν ο υποστράτηγος Γ. Λεοναρδόπουλος.
Παρ' όλη την αρχική σκέψη της συγκροτήσεως της μεραρχίας για την κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως, αλλά και τις σχετικές με την αποστολή προετοιμασίες, η διαταγή δεν εξεδόθη ποτέ. Αντιθέτως στις 04/08/1921 το Υπουργείο Στρατιωτικών διέταξε την Ανεξάρτητη Μεραρχία να μεταβεί στο Γκεμλίκ (Κίο) στις ασιατικές ακτές του Μαρμαρά προκειμένου να προωθηθεί στο Εσκί Σεχίρ (Δορύλαιο) όπου και έφτασε στις 2/09/1921 και εντάχθηκε στη δύναμη του Γ΄ Σώματος Στρατού. Στις 08/09/1921 Η Ανεξάρτητη Μεραρχία διετάχθη να κινηθεί ανατολικά με τομέα επιχειρήσεων από την κωμόπολη Σεγίτ Γκαζί (ή Σεϊντή Γαζή) έως το Άκ Ιν. Η Μεραρχία ανακατέλαβε αυτήν την κωμόπολη που ήταν υπό τουρκική κατοχή και εγκατέστησε ισχυρή αμυντική γραμμή. Εν τω μεταξύ η διοικητική της σύνθεση είχε μεταβληθεί και το τελικό επιτελείο της Μεραρχίας το 1922 αποτελείτο από τον μέραρχο Δημήτριο Θεοτόκη, επιτελάρχη τον συνταγματάρχη Γ. Μομφεράτο, αρχηγό πεζικού τον Ι. Κωνσταντίνου και αρχηγό πυροβολικού τον Γαρέζο, ο οποίος αντικαταστάθηκε από τον αντισυνταγματάρχη Πυροβολικού Σ. Μαυρογένους. Διοικητής του 51ου Συντάγματος Πεζικού ήταν ο αντισυνταγματάχης Ι. Κωνσταντίνου, διοικητής του 53ου Συντάγματος Πεζικού ήταν ο αντισυνταγματάρχης Νικόλαος Τσίπουρας, της μοίρας του ορειβατικού πυροβολικού ο ταγματάρχης Ν. Κολομβότσος και της Μοίρας Σκόντα ο ταγματάρχης Κ. Τότσιος. Το 52ο Σύνταγμα στις 16/08/1922 αποσπάστηκε από τη μεραρχία και ενσωματώθηκε στο Γ’ Σώμα Στρατού.
Σε αντίθεση με τις υπόλοιπες μονάδες του Γ΄ Σώματος Στρατού, η «Ανεξάρτητος Μεραρχία» επέδειξε ιδιαίτερα πλούσια δράση στη Μικρά Ασία τον Αύγουστο του 1922. Ανέλαβε την αποστολή να συνδράμει το Β΄ Σώμα Στρατού στο πλαίσιο διαταγής του Αρχιστράτηγου Χατζανέστη της 13ης Αυγούστου. Όμως, το Β΄ Σώμα Στρατού είχε ήδη συμπτυχθεί δυτικότερα. Καθοδόν για να συνενωθούν μαζί του, οι άνδρες της Ανεξάρτητης Μεραρχίας ανακάλυψαν τα πτώματα ανδρών του 32ου Συντάγματος του Β΄ Σώματος Στρατού που είχαν δολοφονηθεί από τους Τούρκους μετά την παράδοσή τους. Κινούμενοι στο δρόμο προς Ουσάκ με σκοπό να συνδράμουν την Ομάδα Φράγκου (Α΄ Σώμα Στρατού) βρέθηκαν στην μέση της προέλασης ισχυρών τουρκικών δυνάμεων και κινδύνευαν άμεσα να εγκλωβιστούν. Τότε εμφανίστηκε ο από «μηχανής θεός», ο αεροπόρος Γεώργιος Ξηρός. Καθώς υπερίπτατο με το αεροπλάνο του πάνω από το μέτωπο, εντόπισε τον κίνδυνο που απειλούσε την Ανεξάρτητη Μεραρχία και με μήνυμά του σε ερματισμένο φάκελο -ένα σιδερένιο κουτί- πληροφορούσε τον διοικητή της, Συνταγματάρχη Δημήτριο Θεοτόκη, ότι οι Τούρκοι είχαν κλείσει το δρόμο που οδηγούσε προς τη Σμύρνη και ότι θα έπρεπε να ακολουθήσει πορεία βόρεια προς το λιμάνι της Δεκέλειας κοντά στις Κυδωνιές (Αϊβαλί) απέναντι από την Μυτιλήνη. Ο Θεοτόκης συγκέντρωσε όλους τους άνδρες του και τους ενημέρωσε για την κρισιμότητα της κατάστασής τους. Θα έπρεπε να κινηθούν προς βορρά μέσα στο «στόμα του λύκου», δίχως να περιμένουν ενισχύσεις και να τρέφονται με ό, τι έβρισκαν επιτόπου. Δεν θα είχαν επαφή με καμία ελληνική μονάδα καθώς θα διέρχονταν καθ’ όλη τη διαδρομή.
Έτσι ξεκίνησε η σύγχρονη εκδοχή της «Καθόδου των Μυρίων», η σύμπτυξη των Μυρίων της Ανεξάρτητης Μεραρχίας τον Αύγουστο 1922 προς την Προποντίδα.
Στη διάρκεια της ηρωικής πορείας τους απέκρουσαν συνεχείς επιθέσεις του τουρκικού ιππικού με κυριότερη τη μάχη της Κιουτάχειας. Για τους άνδρες της Ανεξάρτητης Μεραρχίας, η περίπτωση παράδοσης δεν υφίστατο και απέρριψαν όλες τις σχετικές προτάσεις με ευνοϊκούς όρους που τους απηύθυναν οι Τούρκοι.
Τελικά, ύστερα από μακρά πορεία 600 χλμ που πραγματοποίησαν συντεταγμένα στη διάρκεια 18 ημερών φέροντας μαζί τους όλο το βαρύ εξοπλισμό τους κατάφεραν να φθάσουν στην Δεκέλεια, κοντά στις Κυδωνίες (Αϊβαλί) απέναντι από την Μυτιλήνη.. Εκεί επιβιβάστηκαν μαζί με όλους τους πρόσφυγες που είχαν διασωθεί σε πλοία με προορισμό τη Μυτιλήνη. Ήταν ο μόνος μεγάλος ελληνικός σχηματισμός που πολέμησε σθεναρά και νικηφόρα τον Αύγουστο του 1922 και αποχώρησε από τη Μικρά Ασία συγκροτημένα. Η μονάδα αυτή όχι μόνο διέσωσε τους περισσότερους άνδρες της, αλλά μερίμνησε για την ασφαλή εκκένωση 3.000 Ελλήνων κατοίκων της Μ. Ασίας. Η πορεία της Ανεξάρτητης Μεραρχίας αποτελεί λαμπρό κατόρθωμα μέσα στο πιο τραγικό γεγονός της ελληνικής ιστορίας. Αποτελεί παράλληλα ένα σπουδαίο παράδειγμα για το πως το αγωνιστικό πνεύμα και η δύναμη της ψυχής και της θέλησης βοηθούν τους ανθρώπους να ανταπεξέρχονται μέσα από τις πιο απελπιστικές καταστάσεις και όταν όλα γύρω τους καταρρέουν.
Στη Μυτιλήνη η Ανεξάρτητη Μεραρχία ανέλαβε καθήκοντα για την αποκατάσταση της τάξης, την αφόπλιση των άτακτων τμημάτων του ελληνικού στρατού που είχαν καταλήξει στο νησί, άλλα και την αποκατάσταση της εύρυθμης και ομαλής λειτουργίας της πόλης. Την 4η Σεπτεμβρίου άρχισε η μεταφορά της μεραρχίας από τη Λέσβο στη Θεσσαλονίκη όπου ανασυντάχθηκε και επανήλθε υπό τη διοίκησή της το 52ο Σύνταγμα Πεζικού. Τελικός σταθμός της Ανεξάρτητης Μεραρχίας ήταν η πόλη των Φερών όπου συνενώθηκε με τα εναπομείναντα τμήματα της ΧΙΙ Μεραρχίας και μετονομάστηκε σε ΧΙΙ Μεραρχία.
Πηγή : 
https://el.m.wikipedia.org/wiki/%CE%91%CE%BD%CE%B5%CE%BE%CE%AC%CF%81%CF%84%CE%B7%CF%84%CE%B7_%CE%9C%CE%B5%CF%81%CE%B1%CF%81%CF%87%CE%AF%CE%B1
https://www.google.com/amp/s/www.mixanitouxronou.gr/i-iroiki-anexartitos-merarchia-toy-mikrasiatikoy-metopoy/%3famp=1

Μάχη Αργους Ορεστικού Καστοριάς, 15 Απρ 1941 : Η μοναδική μάχη σώμα με σώμα των Ελλήνων ηρώων με τους Γερμανούς Ναζιστές

Τη Μεγάλη Τρίτη 15/4/1941 δόθηκε η μοναδική μάχη εκ συστάσεως του Ελληνογερμανικού πολέμου. Η μάχη έλαβε χώρα σε δύο σημεία, στο χωρίο Αμπελόκηποι και Μηλίτσα (νότια της λίμνης Καστοριάς και ανατολικά του Άργους Ορεστικού),  όπου εκδηλώθηκε η κύρια προσπάθεια των Γερμανών και στην διάβαση Φωτεινής που εκδηλώθηκε η δευτερεύουσα προσπάθεια.
Στο χωριό Αμπελόκηποι είχαν εγκατασταθεί αμυντικά μικρές ελληνικές δυνάμεις πεζικού, ιππικού και πυροβολικού, υπό την διοίκηση του συνταγματάρχη Ευσταθίου Λιώση και συγκεκριμένα:
  • 1ο τάγμα του 23ου Συντάγματος Π/Ζ,
  • 2 διμοιρίες βαρέων πολυβόλων (4 πολυβόλα των 13,2 mm),
  • επιλαρχία ιππικού,
  • 4 βαριές πυροβολαρχίες της 20ης Μεραρχίας και
  • 2 πεδινές της 13ης Μεραρχίας
ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΧΙΙΙ ΜΠ ΚΑΤΑ ΤΗ ΜΑΧΗ
1. Διοικητής: Υπτγος Μουτούσης.
2. Αρχηγός Πεζικού: Σχης Λιώσης Ευστάθιος.
3. Επιτελάρχης: Ανχης Αναγνωστόπουλος Σωτήριος.
4. Διοικητής 23ου ΣΠ (Χίου): Σχης (ΠΖ) Μπάρμπακος Αριστοτέλης.
5. Υποδιοικητής 23ου ΣΠ (Χίου): Ανχης Παπαδάκης Γεώργιος.



Οι γερμανοί μετέφεραν την μηχανοκίνητη Μεραρχίας Σωματοφυλακής του SS Αδόλφου Χίτλερ (1η Μεραρχία SS Leibstandarte SS Adolf Hitler – LSSAH) που ήταν μονάδα σε επίπεδο ταξιαρχίας με διοικητή τον Γιόσεφ Ντήντριχ, νεαρό στρατηγό.
Την νύκτα της 14ης προς 15η Απριλίου κατευθύνθηκε η 1η Μεραρχία SS από την οδό Κλεισούρα – Κορησσό και αναπτύχτηκε στην πεδιάδα γύρω από το χωριό Κρεπενή, επισκεύασαν την γέφυρα του χωριού και στις 5.30 πμ ενήργησαν επίθεση στην αμυντική γραμμή, στην επίθεση αυτή αποκρούστηκαν από τους Έλληνες και είχαν σημαντικές απώλειες σε άνδρες και έχασαν 25 άρματα και λοιπά οχήματα, τα οποία καταστράφηκαν από τις βολές του πυροβολικού. Από αυτή την επίθεση οι γερμανοί διέγνωσαν την αδυναμία της ελληνικής άμυνας νότια του χωριού Αμπελόκηποι στους πρόποδες του Σινιάτσικου, και εκεί επικέντρωσαν τις ενέργειές τους. Η Ελληνική διοίκηση ενίσχυσε τον τομέα αυτό με 2 τάγματα του 23 Συντάγματος ( οι άνδρες αυτοί ήταν κατάκοποι μετά από νυκτερινή πορεία και δεν είχαν υψηλό ηθικό). Ο υποστράτηγος Μουτούσης τους μίλησε και διέταξε την ανάπαυσή τους σε περιοχή βόρεια της γέφυρας Μανιάκους.

Στο μεταξύ οι γερμανοί διαρκώς ενισχυόμενοι από νέες δυνάμεις στις 11πμ προώθησαν 10 βαριές πυροβολαρχίες με 40 πυροβόλα. Στη μάχη που ακολούθησε το Ελληνικό πυροβολικό καθήλωσε τις δυνάμεις των γερμανών και υπερίσχυσαν των περισσοτέρων γερμανικών πυροβόλων.
Στο χωριό Μηλίτσα με την ενίσχυση ενός τάγματος Πεζικού οι γερμανοί επανέλαβαν την επίθεσή τους η οποία απέτυχε.
Στη 1.30μμ εξαπολύθηκε νέα γερμανική επίθεση στην οποία οι γερμανοί είχαν μεγάλες απώλειες, ενώ οι ισχνές ελληνικές δυνάμεις αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Στην μάχη αυτή έπεσε ο ίλαρχος Κλείτος Χατζηλιάδης. Τμήματα του 4ου τάγματος Πολυβόλων έφτασαν στις απειλούμενες περιοχές. Η γερμανική επίθεση ήταν ισχυρή και στις μάχες που ακολούθησαν χτυπήθηκαν τα πυροβόλα της 13β Ελληνικής Μοίρας και καταστράφηκαν, ενώ ο διοικητής τους ταγματάρχης Παπαρόδου έπεφτε μαχόμενος επί των όπλων του.
Στις 3μμ η ίλη (λόχος) ιππικού που μαχόταν στο ύψωμα 680 (Σπαιλίκια) υποχώρησε. Ο Μέραρχος (Σωτήρης Μουτούσης) πάνω σε μοτοσυκλέτα συνάντησε στο Αρμενοχώρι την ανατραπείσα ίλη ιππικού και τους διέταξε (αφού τους επίπληξε) να επανέλθουν στις θέσεις τους, ο υπίλαρχος Γερασιμίδης με την μονάδα του κατευθύνθηκε στα υψώματα, σύντομα όμως διαλύθηκαν λόγω του πεσμένου τους ηθικού. Ο Μέραρχος, αφού εμψύχωσε τους άνδρες, έστειλε το κατάκοπο από τη συνεχή πορεία και μειωμένης δύναμης 3ο Τάγμα του 22ου Συντάγματος Λέσβου (3/22) με διοικητή τον ταγματάρχη Δέτση το οποίο στις 16.30 κατέλαβε τις θέσεις που είχαν εγκαταλείψει οι ιππείς. Ο στρατηγός Σ. Μουτούσης (ο οποίος συμμετείχε σαν υπουργός Συγκοινωνίας στη κατοχική κυβέρνηση του Τσολάκογλου) με πατριωτικούς λόγους εμψύχωνε τους στρατιώτες φέρνοντας τους στο φιλότιμο για να συνεχιστεί η Ελληνική άμυνα. Ενας τραυματισμένος λοχίας την στιγμή που ο Μέραρχος παρότρυνε τους άνδρες, άρχισε να φωνάζει «Αδέλφια, οι Γερμανοί είναι χειρότεροι από τους Ιταλούς χωρίς τα άρματά τους, τους πολέμησα και τους είδα»> Πραγματικά σε τέτοιες στιγμές η θέληση ενός υπαξιωματικού και ενός ψυχωμένου διοικητή κάνουν θαύματα.

Στις 5μμ ολόκληρη η επίλεκτη γερμανική ταξιαρχία έκανε σφοδρή επίθεση (την τέταρτη). Στην επίθεση αυτή συμμετείχαν 40 στούκας και πολλά βαρέα πυροβόλα. Στην αρχή οι ελληνικές θέσεις έμειναν ακλόνητες, όμως η γερμανική αεροπορία βομβάρδιζε ανενόχλητη και πολυβολούσε από μικρό ύψος τις ελληνικές θέσεις του 3/22 τάγματος. Ο βομβαρδισμός αποδιάρθρωσε το ελληνικό πυροβολικό καταστρέφοντας 4 πυροβολαρχίες και πυρπολήθηκαν βυτιοφόρα του στρατού. Σ’ αυτή την κατάσταση προήλασαν τα τεθωρακισμένα, ανενόχλητα από το Ελληνικό πυροβολικό, και διέσπασαν τις γραμμές των ελλήνων, φτάνοντας πίσω από τις θέσεις των ελληνικών πυροβόλων. Ακολούθησε το γερμανικό πεζικό που εξουδετέρωνε τις εστίες αντίστασης. Οι Έλληνες πυροβολητές έδωσαν απεγνωσμένο αγώνα και πολλοί έπεσαν επί των πυροβόλων τους, βάλλοντας μέχρι την τελευταία στιγμή κατά των γερμανικών αρμάτων. Τα μηχανοκίνητα προήλασαν προς Άργος Ορεστικό.
Στις 6μμ η ελληνική διοίκηση διέταξε την ανατίναξη της γέφυρας στους Μανιάκους, οι δυνάμεις που βρισκόταν ανατολικά της γέφυρας είτε πολέμησαν, είτε ανασυγκροτούνταν και προσπάθησαν να διαφύγουν βορειοδυτικά υπό την κάλυψη των μαχόμενων πυροβολαρχιών που εξαντλούσαν τα πυρομαχικά τους κατά των γερμανικών αρμάτων. Μέχρι την είσοδο των γερμανών στο Άργος Ορεστικό ο στρατηγός Μουτούσης παρακολουθούσε την άνιση μάχη από μια ταράτσα στην ανατολική παρυφή της πόλης και επικοινωνεί με τις μαχόμενες μονάδες. Λίγο πριν την είσοδο των γερμανών παίρνει τηλεφωνικό μήνυμα από τον λοχαγό Μανωλέσο που του φώναζε «Στρατηγέ αυτή είναι η τελευταία επαφή μας, αιχμαλωτίζομαι, βρίσκομαι κυκλωμένος εγώ και η μονάδα μου, δεν έχουμε πια βλήματα, ούτε σφαίρες. Τα αδειάσαμε όλα… Για χαρά! Ζήτω η αιωνία Ελλάς!».
Στις 7.30 μμ οι γερμανοί κατέλαβαν το Άργος Ορεστικό, όπου συνέλαβαν ασύντακτους στρατιώτες της ελληνικής μεραρχίας. Η μάχη συνεχίστηκε στην παραλίμνια περιοχή όπου ελληνικά τμήματα εξακολουθούσαν να αντιστέκονται.
Τη γερμανική πρέλαση από Δισπηλιό προς Καστορία συγκράτησαν άνδρες του 2ου Τάγματος Πυροβόλων Θέσεως.
Οι γερμανοί υποχρεώθηκαν σε σφοδρές συγκρούσεις που έδωσαν όμως την δυνατότητα σε ελληνικά τμήματα να διαφύγουν και να περάσουν την ξύλινη γέφυρα του Αλιάκμονα και να κατευθυνθούν προς Σκαλοχώρι, όπου και μεταφέρθηκε ο Σταθμός Διοίκησεως της Μεραρχίας.
Στις 8μμ οι γερμανοί κατέλαβαν την Καστοριά. Και εκεί σταμάτησαν τις όποιες ενέργειές τους.

Στην διάβαση της Φωτεινής τμήματα του 3ου Συντάγματος της μεραρχίας Ιππικού (απόσπασμα συνταγματάρχη Δέδε), παρ όλο που βαλόντουσαν από τα γερμανικά στούκας πολέμησαν με πείσμα αποκρούοντας διαδοχικές εφόδους μονάδων του γερμανικού πεζικού και των τεθωρακισμένων τους.
Ιδιαίτερα μεταξύ 1 και 4μμ τα ελληνικά πυροβόλα προξένησαν βαριές απώλειες στους γερμανούς και μέχρι το τέλος της ημέρας έμειναν κύριοι του πεδίου της μάχης.
Τα βράδυ της 15ης προς 16 Απριλίου η ελληνική διοίκηση υπό το βάρος των εξελίξεων υποχρέωσε και το νικηφόρο σύνταγμα ιππικού και το σύνολο του υποχωρούντος ΤΣΔΜ σε αναδίπλωση στους ορεινούς όγκους του Τρικλάριου και μετά στα ορεινά της Πίνδου.
Την πίεση υπό την οποία βρέθηκαν οι γερμανοί φαίνεται από την σχετική αναφορά της 12ης Στρατιάς την νύκτα της 15ηςΑπριλίου: «Οι Έλληνες προβάλουν πεισματώδη αντίσταση δυτικά της Φλώρινας και στην Καστοριά….».

Στα μέσα Μαΐου του 1941 στην κατεχόμενη Αθήνα, οι γερμανοί αναζήτησαν πληροφορίες για την μάχη της λίμνης της Καστοριάς.
Το υπουργείο Εθνικής αμύνης έστειλε τον συνταγματάρχη Ευστάθιο Λιώση στο γερμανικό φρουραρχείο, ο οποίος βρέθηκε προ του αντιστράτηγου Ζεπ (Γιόσεφ ) Ντίντριχ, ο οποίος τον ρώτησε για την διάταξη των ελληνικών μονάδων στις 15 Απριλίου.
Ο συνταγματάρχης Ευστάθιος Λιώσης παρέταξε επί χάρτου τις θέσεις των ελληνικών μονάδων. Ο Γερμανός στρατηγός εξοργίστηκε και κατηγόρησε τον Έλληνα αξιωματικό ότι λέει ψέματα. Δεν πίστευε ότι του είχαν αντιταχθεί τόσο λίγες δυνάμεις (δύο τάγματα πεζικού, μια επιλαρχία ιππικού, ένα τάγμα πολυβόλων και εννιά πυροβολαρχίες με 47 στοιχεία).
Σύμφωνα με τις γερμανικές εκτιμήσεις στην μάχη έλαβαν μέρος 3 ελληνικές μεραρχίες της 9ης, της 10ης και της 13ης. Ο συνταγματάρχης Ευστάθιος Λιώσης αντέταξε τα επιχειρήματά του και τεκμηρίωσε τις απόψεις του, ο γερμανός στρατηγός αναγκάστηκε να παραδεχτεί την πικρή αλήθεια.
Είχε αντιμετωπίσει όχι 3 μεραρχίες αλλά 3 τάγματα, στο τέλος της συζήτησης ρώτησε ποιος ήταν ο Έλληνας μέραρχος και που βρισκόταν στις διάφορες φάσεις της μάχης και ζήτησε να του διαβιβάσει τα συγχαρητήρια του.
Ο Μέραρχος Σωτήρης Μουτούσης στην κυριολεξία κράτησε την περιοχή με διαρκή κηρύγματα προς τους υποχωρούντες στρατιώτες μας, είχε πια επικρατήσει η άποψη ότι ήταν άσκοπος ο πόλεμος και με τους Ιταλούς και με τους Γερμανούς που πραγματικά έκαναν την σαρωτική επίδειξη της αεροπορικής και τεθωρακισμένης δύναμής τους.
Ο Τσολάκογλου γράφει στην πολεμική του έκθεση :
«Ένεκα τούτου την 15 Απριλίου, συνήψεν ο Μουτούσης ημερήσιαν μάχην προς τους εισβάλλοντας Γερμανούς, δι ην μετά θαυμασμού εξεφράσθη ο στρατηγός Φον λιστ. Την μάχην αυτήν παρακουλούθησα αυτοπροσώπως υπό υψώματος ανατολικώς της Σμίξης (Ν Άργους Ορεστικού) και αντελήφθην τας σοβαράς απωλείας, ας υπέστησαν οι Γερμανοί. Κατεστράφησαν κατά αυτήν 25 άρματα. Οι Γερμανοί δεν θα διέσπων την ασθενήν μας άμυναν, αν δεν κατεστρέφοντο παρά των στούκας τα πυροβόλα μας».
Πηγή : 
https://stratistoria.wordpress.com/1941/04/16/%CE%BC%CE%AC%CF%87%CE%B7-%CE%B1%CF%81%CE%B3%CE%BF%CF%85%CF%82-%CE%BF%CF%81%CE%B5%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CF%8D-15-%CE%B1%CF%80%CF%81-1941/
https://fouit.gr/2018/04/15/%CF%83%CE%B1%CE%BD-%CF%83%CE%AE%CE%BC%CE%B5%CF%81%CE%B1-%CF%84%CE%BF-1941-%CE%B7-%CE%BC%CE%AC%CF%87%CE%B7-%CF%83%CF%84%CE%B7-%CE%BB%CE%AF%CE%BC%CE%BD%CE%B7-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CF%83%CF%84/

Καλάς : Η άγνωστη ιστορία της ελληνικής φυλής του Ινδικού Καυκάσου τον 19ο αιώνα

Ο Βρετανός τοποτηρητής Sir William Macnaghten δεν ενδιαφέρετο να κατανοήσει το πολύπλοκο μωσαϊκό των Αφγανικών φυλών. Κατά την περιορισμένη αντίληψή του, η χώρα ήταν ένα δυσπρόσιτο τέλμα το οποίο μπορούσε να τεθεί υπό έλεγχον μόνον μέσω ακατάπαυστων δωροδοκιών των τοπικών φυλάρχων από τα σχεδόν αστείρευτα ταμεία της Βρετανικής ‘Εταιρείας των Ανατολικών Ινδιών’. Κατά την κρίση του, εάν η τακτική αυτή είχε αποφέρει καρπούς, στην περίπτωση των αδιάφορων Punjabis και των νωχελικών Hindus, θα μπορούσε να επαναληφθεί στην περίπτωση των μυστηριωδών Pashtun, την ψυχοσύνθεση των οποίων, ο γραφειοκράτης αδυνατούσε να αποσαφηνίσει. Παρά τις προσδοκίες του, και μετά την πάροδο τόσων μηνών, ο χρηματισμός δεν απέτρεπε την εφιαλτική διόγκωση του πολέμου φθοράς που οι γηγενείς, με προβληματική εμμονή πλέον, διεξήγαγαν συστηματικά κατά των Αγγλικών εσωτερικών γραμμών και οχυρωμένων βάσεων. Επίσης, οι οικονομικές απαιτήσεις των ‘συνεργάσιμων’ Pashtun, κυρίως αυτών της φυλής των επίφοβων Afridi, διαχρονικών αρχόντων του μεγαλοπρεπούς Khyber Pass, απεδείχθη πως επέφεραν βαρύτατο πλήγμα στο θησαυροφυλάκιο της Calcutta. Ταυτοχρόνως, οι αναλυτικές αναφορές ενός εκπληκτικά γενναίου και ευρηματικού (τριάντα πέντε ετών) αξιωματικού, ονόματι Sir Alexander Burnes, αγνοούντο εσκεμμένα διότι δεν συμβάδιζαν με την πολιτική του ‘μυωπικού’ Κυβερνήτη των Ινδιών, Lord Auckland. Εντός του ανακτόρου-φρουρίου του στο Jalalabad, ο Macnaghten περνούσε τις ημέρες του μελετώντας πρόσφατα χαραχθέντες χάρτες του Αφγανιστάν, δεχόμενος αναφορές από σχολαστικούς στρατιωτικούς συνδέσμους και συμβουλές από πληθώρα επιφανών Αφγανών ‘συμμάχων’, πολλοί εκ των οποίων, κατόπιν εορτής, απεδείχθησαν πληροφοριοδότες του Πρίγκηπος Wazir Akbar Khan της Δυναστείας των Barakzai Pashtun, μέγα πολέμιου των Βρετανών και του τραγικού προστατευόμενού τους, Shah Shuja της Δυναστείας των Durrani Pashtun.
Κατά την διάρκεια μίας ημέρας πυρετωδών διεργασιών, ο Macnaghten ειδοποιήθηκε απρόσμενα για την άφιξή στο Jalalabad μιας αντιπροσωπίας των αινιγματικών SiahPosh (άλλως πως: το μαυροφορεμένο γένος) του παλαιού ‘Kafiristan’. Η είδησις πρέπει να προκάλεσε τεράστιο ενθουσιασμό καθώς, είκοσι χρόνια ενωρίτερα, ο πρώτος Άγγλος απεσταλμένος στην Kabul, ο ιδιοφυής Σκωτσέζος πολιτικός και εξερευνητής Mountstuart Elphinstone, με δική του πρωτοβουλία, είχε αποστείλει Αφγανούς ανιχνευτές πέραν των Hindu-Kush, στο αχανές ανεξερεύνητο ΒΑ τμήμα του Αφγανιστάν, με σκοπό την συλλογή πληροφοριών αναφορικώς με τα τελευταία υπολείμματα του αρχαίου και ξεχασμένου Βασιλείου των ‘χιλίων πόλεων’ της πάλαι ποτέ κραταιάς Ελληνικής Βακτρίας. Φαίνεται πως το ενδιαφέρον των μεθοδικών Άγγλων για τους απογόνους των Ελλήνων αποίκων της Κεντρικής Ασίας ήταν εξίσου μεγάλο με αυτό που οι Siah Posh επέδειξαν στο άκουσμα, πως Ευρωπαίοι επέστρεψαν στα εδάφη που κάποτε σκεπάζοντο από τα λάβαρα των Αργεαδών. Όταν οι απεσταλμένοι των ‘Kafirs’ οδηγήθησαν ενώπιον του Macnaghten, οι υπερήφανοι πολέμαρχοι των Pashtun εστράφησαν προς τον Άγγλο επιτετραμμένο δηλώνοντας με χαιρέκακο χιούμορ: ‘Ιδού! Οι συγγενείς σου κατέφθασαν’. Ο λόγος αυτής της φαινομενικά ανεξήγητης τοποθετήσεως καθιστάτε αμέσως ευκρινής διότι οι Άγγλοι που παρευρέθησαν σε αυτήν την ιστορική συνάντηση συγκλονίστηκαν με το γεγονός πως, χιλιάδες χιλιόμετρα από τις εσχατιές του Δυτικού Πολιτισμού, ενώπιών τους, ανεδύθη μια χαμένη κοινωνία της οποία τα μέλη είχαν κατάλευκο δέρμα, έντονα γαλανά ή πράσινα μάτια καθώς και κόκκινη ή ξανθή κόμη. Για τους ένστολους υπηκόους της Βασιλίσσης Victoria, η όψις των καλεσμένων τους ήταν σαν καθρέπτης των εαυτών τους. Η απέχθεια των Pashtun προς τους Siah Posh δεν προέκυπτε απαραίτητως λόγω διαφορετικών γονιδίων, αλλά λόγω άλλου choix de vie και θρησκευτικής αποκλίσεως. Πολλές από τις φυλές των Pashtun και κυρίως αυτές που εδράζονται στην Nangarhar και το North-West Frontier Province (άλλως πως: η κοιτίδα του Pashtunistan) δήλωναν, δηλώνουν και θα συνεχίσουν να δηλώνουν εις τους αιώνες, πως φέρουν το αίμα των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ας είναι επιφυλακτικός όποιος αποτολμήσει να αντικρούσει την θέση των γηραιών σοφών της φυλής των Pashtun Afridi, πως ο ομφάλιος λώρος του γένους τους καταλήγει στις πεδιάδες της Ημαθίας. Αν και το δέρμα τους είναι σκούρο εν σχέση με αυτό τον ‘Kafirs’, πολλοί Afridi είναι υπερήφανοι για τα υγρά γκρίζα και πράσινα μάτια τους και το ιδιαίτερα υψηλό παρουσιαστικό τους, εν συγκρίσει με τους κάπως ισχνούς Punjabi γείτονές τους στον Νότο. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός πως οι σημαντικότεροι Αφγανοί άρχοντες ανέκαθεν αγνοούσαν ως ψευδό-ιστορική οποιαδήποτε απόπειρα ταυτίσεως των Pashtun με τις ‘χαμένες φυλές του Ισραήλ’ ενώ υπεστήριζαν με ζήλο την μακρινή συγγένειά τους προς τα τέκνα των Σελευκιδών. 
Παρά το γεγονός ότι Pashtun και Siah Posh ετέμνοντο μέσω του αρχαίου Ελληνικού παράγοντος, οι ‘Kafirs’ συνέχιζαν να λατρεύουν τους θεούς των προπατόρων τους, ενώ το υπόλοιπο Αφγανιστάν (συμπεριλαμβανομένων μη αυτοχθόνων φυλών όπως η Μογγολικής καταγωγής Hazaras, η Περσικής καταγωγής Tajiks και η Τουρκικής καταγωγής Uzbeks/Turkmens)είχε ασπασθεί το Ισλάμ που, από τα μέσα του 7ου μ.Χ. αιώνος, είχε αρχίσει να εισάγεται σταδιακά στην ευρύτερη περιοχή από τους Άραβες εισβολείς του τότε νεοϊδρυθέντος επεκτατικού χαλιφάτου των Rashidun. Με τα παραπάνω υπ’ όψιν, ενδελεχής ανάλυσις του ζητήματος μας επιτρέπει να καταλήξουμε στο συμπέρασμα πως οι Siah Posh και οι υπόλοιπες συγγενικές φυλές που δεν ησπάσθησαν την νέα θρησκεία, παρέμειναν οι πλέον ‘καθαρές’ εντός του Αφγανιστάν υπό την έννοιαν ότι, από όλους όσους κατοικούν έως σήμερα στην χώρα, οι απόγονοι των Siah Posh, των Safed-Posh (λευκοφορεμένο γένος) και των Lall-Posh (πορφυρό γένος) αποτελούν το γονίδιο που δέχθηκε τις λιγότερες μεταλλάξεις από την περίοδο που o Ευκρατίδης Α΄, ‘Μέγας’ Βασιλεύς της Βακτρίας (c. 204-145 π.Χ.),ηγεμόνευε στα εδάφη που το 1839 εδέχθησαν την Βρετανική στρατιωτική παρουσία. Καθώς το Ισλάμ επεκτείνετο εντός του Αφγανιστάν, οι πολυθεϊστές αποτραβήχθησαν σε δύσβατα όρη πλησίον των ανατολικών συνόρων. Εκεί παρέμειναν, σε καθεστώς πλήρους απομονώσεως από τον έξω κόσμο, έως ότου οι μαυροφορεμένοι διπλωμάτες τους συνήντησαν τον Macnaghten στο θορυβώδες και εντυπωσιακό Jalalabad. Οι ίδιοι δεν είχαν προσδώσει συγκεκριμένη ονομασία στα εδάφη τους, με αποτέλεσμα να κατονομασθούν συλλογικά από τους Pashtun ως ‘Kafirs’ (άλλως πώς: άπιστοι) και η γη τους ‘Kafiristan’ (άλλως πως: η γη των απίστων). Παραδόξως, οι Siah Posh απεδέχθησαν πρόθυμα την νέα επωνυμία ως αντιπροσωπευτική της προσηλώσεώς τους στις επιταγές των προγόνων τους.
Σκεπτόμενοι υπό φυλετικόν πρίσμα, Άγγλοι και ‘Kafirs’ αρχικώς υπελόγιζαν πως το παρεμφερές κύτταρο θα αποτελούσε γέφυρα προς κοινή σύμπραξη. Υπό την αιγίδα των Siah Posh, οι πολυθεϊστές του Kafiristan θα ἐξήρχοντο των οχυρωμένων γαιών τους υποβοηθώντας την Βρετανική Αυτοκρατορία στο σχέδιο διατηρήσεως του Shah Shuja στον θρόνο των Durrani στην Kabul. Τελικώς, η συμμαχία δεν ήνθησε καθώς οι Άγγλοι παρετήρησαν πως οι ‘Kafirs’ δεν ήσαν ιδιαίτερα πρόθυμοι να μεταλλαχθούν σε βοηθητικά στρατεύματα που ενεργούν πέραν των φυσικά προστατευομένων κοιλάδων τους, ενώ οι πολυθεϊστές απλώς προσδοκούσαν πως οι Δυτικοί θα ήσαν διατεθειμένοι να τους προασπίσουν από τις υπόλοιπες φυλές του Αφγανιστάν άνευ ιδιαιτέρων ανταλλαγμάτων. Επίσης, οι Pashtun ‘σύμμαχοι’ των Άγγλων ήγειραν ενστάσεις στην προοπτική συμβιώσεως Μουσουλμάνων με πολυθεϊστές επί του πεδίου. Καθώς οι πολύπλοκες ενέργειες των φυλάρχων των Pashtun δέσμευαν το μεγαλύτερο μέρος διανοητικής ενέργειας και πόρων της ‘Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών’ για το Αφγανιστάν, οιαδήποτε απόπειρα τελεσίδικης συμφωνίας με τις φυλές του Kafiristan ανεβλήθη. Για τους Άγγλους, και μέσω αυτών για τους υπόλοιπους Ευρωπαίους που έμαθαν την ύπαρξη αυτών των εναπομεινάντων Βακτρίων, η υπόθεσις απέκτησε περισσότερο ανθρωπολογικό και λογοτεχνικό παρά πολιτικό και στρατηγικό ενδιαφέρον. Το 1896, σχεδόν πενήντα χρόνια και άλλον έναν Άγγλο-Αφγανικό Πόλεμο αργότερα, ο διάσημος στρατιώτης και εξερευνητής Sir George Scott Robertson (του οποίου η επική άμυνα της πόλεως Chitral κατά των Αφγανών το 1895 τον είχε καταστήσει εθνικό ήρωα στα πέρατα της διαρκώς επεκτεινόμενης Βρετανικής Αυτοκρατορίας), εξέδωσε στο Λονδίνο το chef-d ‘œuvre του με τίτλο ‘The Kafirs of the Hindu Kush’. Εντός του πονήματος, ο βετεράνος του North-West Frontier Province διηγήθηκε όλα όσα απεκόμισε από την επιτυχή του ανάβαση και διαβίωση εντός των εδαφών του Kafiristan. Αναφορικώς δε με τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά των υψηλοτέρων κοινωνικών τάξεων εντός των φυλών του Kafiristan, ο Robertson εδήλωσε: ‘Οι φυσιογνωμίες είναι σοβαρές (βλοσυρές), κάποιος μπορεί να τις χαρακτηρίσει και ως φυσιογνωμίες λογίων (διανοουμένων), αξιοσημείωτα (πρόκειται για) όμορφες (φυσιογνωμίες) Ελληνικού τύπου.’. Αντίστοιχες παρατηρήσεις είχαν καταγραφεί δώδεκα χρόνια ενωρίτερα και από τον θρυλικό Άγγλο τοπογράφο και εξερευνητή William Watts McNair, τον πρώτο Άγγλο που κατόρθωσε να εισχωρήσει εντός του Kafiristan το1883.Όπως και άλλοι σύγχρονοί του, ο McNair χαρακτήριζε τους ‘Kafirs’ ως ‘φτωχούς συγγενείς των Ευρωπαίων’. Ασφαλώς, και ο Robertson και ο McNair συμφωνούσαν με τον Sir Alexander Burnes, πρωτοπόρο τέτοιων εξερευνητικών αποστολών, ο οποίος μία γενεά ενωρίτερα, στο μνημειώδες έργο του ‘Cabool: A Personal Narrative’, εκδοθέν το 1842, παρετήρησε πως μερικοί ‘Kafirs’ ήσαν: ‘υψηλοί, με κλασσικά Ελληνικά χαρακτηριστικά, γαλανά μάτια και λευκό δέρμα’, ενώ άλλοι, αν και πιο σκουρόχρωμοι, διέφεραν εξίσου ευκρινώς από Αφγανούς διαφορετικών φυλών.
Καθώς από την δεκαετία του 1840 και αναφορικώς με το Αφγανιστάν, το Whitehall και η Calcutta εστίασαν όλην τους την ενέργεια στην επίτευξη μιας ιδιαίτερα λεπτής αλλά τελικώς ιδιοφυούς και ιδιαζούσης διπλωματικής συνεργασίας, αποκλειστικώς και μόνον με τους αυτόχθονες Pashtun του Αφγανιστάν, οι πολυθεϊστικές φυλές του Kafiristan ευρέθησαν στο περιθώριο (γεγονός που απογοήτευσε μερικούς ιδιαίτερα διορατικούς Άγγλους). Όταν το 1896,o Abdur Rahman Khan, ο επονομαζόμενος ‘Σιδηρούς Εμίρης’, συνένωσε τις φυλές των Pashtun και τις οδήγησε σε μία δεύτερη ‘χρυσή εποχή’ (η πρώτη πρέπει να θεωρείται αυτή που εισήχθη υπό τον Ahmad Shah Abdali το 1747 με την ίδρυση της Αυτοκρατορίας των Durrani Pashtun) όλο το Αφγανιστάν – από την Dasht-e Margo (Έρημος του Θανάτου) στον απώτερο Νότο, έως το Selseleh-ye Safīd Kūh (άλλως πώς: το αρχαίο όρος Παροπάμισος) Βορείως της Herat (άλλως πως: Αλεξάνδρεια Αρείας),και από τα Λευκά Όρη (Spīn Ghar, στην επαρχεία της Logar) στην Ανατολή, έως τον ποταμό Amu Darya (άλλως πως: ο αρχαίος ποταμός Ὦξος) στα Βόρειο-Ανατολικά – επανήλθε υπό την ηγεμονία των Pashtun. Προκειμένου να επιτύχει το αξιέπαινο όραμά του, ο Abdur Rahman Khan κατόρθωσε να υποτάξει (με την αρωγή σημαντικού πολεμικού υλικού παρασχεθέν από τους Άγγλους της Ινδικής υποηπείρου) τις ιστορικά ληστρικές φυλές που είχαν εποικήσει τμήματα του Αφγανιστάν χιλιετίες αφ’ ότου οι γεννήτορες των σημερινών Pashtun έκαναν τα πρώτα τους βήματα στις ακατοίκητες κοιλάδες και τα δάση της αρχαίας Αρείας, Αραχωσίας και Βακτρίας. Οι ύπουλοι Hazara, οι υποχθόνιοι Tajiks και οι εγκληματικοί Uzbeks/ Turkmens ποτέ ξανά δεν θα απειλούσαν ηχηρά την πρωτοκαθεδρία των Pashtun (από το 1890 έως την σήμερον, έχουν σημειωθεί πλείστες όσες προσπάθειες και των τριών εξωγενών εθνοτήτων να πλήξουν με διαφορετικά στρατηγήματα τα ιστορικά δικαιώματα των αβοριγίνων Pashtun). Παρ’ ότι δίκαιη, η Jihad του Abdur Rahman Khan δυστυχώς κηλιδώθηκε από την εκστρατεία τρόμου που οι πολέμαρχοί του εξαπέλυσαν κατά των ανυπόταχτων κατοίκων του Kafiristan. Υπό το βάρος υπέρτερων αριθμών και τεχνολογικά ανώτερου πολεμικού υλικού, μεταξύ των ετών 1895-1896, το μεγαλύτερο μέρος των πολυθεϊστών ‘Kafirs’ ηναγκάσθη να ασπασθεί το Ισλάμ. Όσοι δε ηρνήθησαν, είτε εκτελέσθησαν είτε εξωθήθησαν να περάσουν το Durand Line και να αναζητήσουν νέες γαίες εντός του North-West Frontier Province του British Raj στην κοιλάδα Chitral όπου σήμερα υποφέρουν τα υπολείμματα των πολυθεϊστών της φυλής των Kalash.
Εις μνήμην της νίκης του κατά των πολυθεϊστών, ο Abdur Rahman Khan μετονόμασε την ‘γη των απίστων’ (Kafiristan) σε ‘γη του πεφωτισμού’ (Nuristan). Έτσι προέκυψε η ίδρυσις της σημερινής επαρχίας στην οποία πλέον κατοικούν εξισλαμισμένοι Nuristanis (πεφωτισμένοι). Παρ’ όλα αυτά, όσο πιο βόρεια κάποιος ταξιδεύει εντός του Nuristan, όσο πιο μεγάλο το υψόμετρο και αφιλόξενο το έδαφος, τόσο μεγαλύτερη η πιθανότης επιβιώσεως της αρχαίας θρησκείας και του ‘καθαρού’ κυττάρου, το οποίο δεν έχει δεχθεί πρόσμιξη με αυτά άλλων φυλών του Αφγανιστάν. Επομένως, παρ’ ότι διάφοροι επιπόλαιοι δηλώνουν πως οι Kalash του Chitral εντός του σημερινού Πακιστάν είναι οι τελευταίοι της γραμμής των αποκαλουμένων ‘απογόνων του Σέλευκου’ (στην τοπική διάλεκτο: Shalakash), η αλήθεια είναι, πως οι Nuristanis εντός του Αφγανιστάν είναι εξίσου απόγονοι και κληρονόμοι της Ελληνικής Βακτρίας μαζί με ορισμένους εκ των Pashtun,οι οποίοι ταυτοχρόνως, ασφαλώς τελούν και συνεχιστές του γηγενούς στοιχείου που προϋπήρχε του Ελληνικού παράγοντος.
Πηγή : https://www.newsbreak.gr/kosmos/478299/afganistan-giati-oi-toyrkoi-den-prepei-na-potisoyn-ta-aloga-toys-ston-etymandro-potamo/

Δευτέρα 21 Αυγούστου 2023

Οι 13 χειρότερες αυτοκράτειρες της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (Βυζάντιο) (Μέρος Β)

Το Βυζάντιο είναι διάσημο για τις αυτοκράτειρές του. Ο κλασικός κόσμος έχει να επιδείξει ελάχιστες αντάξιές του, αν εξαιρέσουμε την Κλεοπάτρα και την Αγριππίνα. Στο μεσαιωνικό Βυζάντιο, από την Ελένη τον Δ΄ αιώνα έως τη Ζωή, η οποία ανέδειξε τέσσερις άντρες στο αυτοκρατορικό αξίωμα τον ΙΑ΄ αιώνα, χωρίς να ξεχνάμε το κορίτσι του Ιπποδρόμου που γοήτευσε τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό τον ΣΤ΄ αιώνα, η ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας βρίθει από αυτοκράτειρες. Η θέση της αυτοκράτειρας, της Αυγούστας όπως ήταν ο επίσημος τίτλος, ήταν σύμφωνα με τις σημερινές αντιλήψεις περίεργη. Ήταν χρήσιμο για λόγους εθιμοταξίας να έχει ο αυτοκράτορας μια γυναικεία συμπαράσταση, η γυναίκα του όμως δεν ήταν κατ' ανάγκη αυτοκράτειρα. Έπρεπε να στεφθεί και να επευφημηθεί παρόλο που η στέψη της γινόταν στο παλάτι και όχι σε εκκλησία. Με τη στέψη η αυτοκράτειρα γινόταν μέτοχος της εξουσίας και έπαιζε κάποιο ρόλο στη διακυβέρνηση. Σε περίπτωση που δεν υπήρχαν αυτοκράτορες όλο το Imperium ανήκε στην αυτοκράτειρα και μπορούσε εκείνη να εκλέξει το διάδοχο του θρόνου. Αν ο αυτοκράτορας δεν ήταν σε θέση να κυβερνήσει, επειδή ήταν πολύ νέος ή άρρωστος, και δεν υπήρχαν άλλοι αυτοκράτορες, όλη την εξουσία την ασκούσε εκείνη. Η αυτοκράτειρα με την οποία θα ασχοληθούμε είναι η Θεοδώρα, μια γυναίκα που έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο σε μια από τις πιο ζωντανές και κρίσιμες περιόδους της Βυζαντινής Ιστορίας, όπου δίψα για εξουσία, έρωτες, ραδιουργίες και γάμοι συμφέροντος συνθέτουν το σκηνικό. Συνεχίζουμε παρακάτω με τον κατάλογο των υπολοίπων χειρότερων αυτοκράτειρων της Ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
7) Η Ειρήνη η Αθηναία (752 - 803), γνωστή και ως Ειρήνη Σαρανταπήχαινα, ήταν Βυζαντινή αυτοκράτειρα από τον γάμο της με τον Λέοντα Δ΄ από το 775 έως το 780, Βυζαντινή αντιβασίλισσα κατά τη διάρκεια της ανηλικότητας του γιου της Κωνσταντίνου ΣΤ΄ από το 780 μέχρι το 790, Βυζαντινός συναυτοκράτορας μαζί με τον γιο της από το 792 μέχρι το 797 και τελικά βασίλεψε μόνη της ως Βυζαντινός αυτοκράτορας από το 797 έως το 802. Κατά τη διάρκεια της αντιβασιλείας της, ασκούσε η ίδια αποκλειστικά σχεδόν την εξουσία. Το όνομά της είναι συνδεδεμένο με την πρώτη αναστήλωση των εικόνων, που θεσπίστηκε από τη Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο και με την τύφλωση του γιου της, που διατάχθηκε από την ίδια. Τα Χριστούγεννα του 800 ο πάπας Λέων Γ΄ έστεψε στη Ρώμη τον Καρλομάγνο αυτοκράτορα Ρωμαίων. Αυτό καθαυτό το γεγονός δεν θεωρήθηκε σπουδαίο από τους Βυζαντινούς, αν και για πολλά χρόνια δεν αναγνωριζόταν ο τίτλος και μία μόνο σοβαρή συνέπεια είχε γι’ αυτούς, την ενδυνάμωση του κύρους του πάπα. Ο δε Κάρολος, μολονότι τα παιδιά τους ήταν κάποτε αρραβωνισμένα, έστειλε πρέσβεις στην Κωνσταντινούπολη και ζήτησε σε γάμο την Ειρήνη, θέλοντας να ενώσει την Ανατολή με τη Δύση. Η πρόταση αυτή επέσπευσε την πτώση της Ειρήνης, αιτίες της οποίας ήταν η εικονομαχική αντίδραση στις συνεχείς παραχωρήσεις της στους μοναχούς, ο περιορισμός των κρατικών πόρων, η απειλούμενη υποταγή στον πάπα και οι φανερές πλέον ενέργειες του ευνούχου Αέτιου, ο οποίος, έχοντας καταστεί απόλυτος σχεδόν κύριος του κράτους, προόριζε για αυτοκράτορα τον αδελφό του. Τελικά οργανώθηκε συνωμοσία τόσο κατά της Ειρήνης, όσο και κατά του Αέτιου από πολιτικούς και στρατιωτικούς άρχοντες και τον Οκτώβριο του 802 η Ειρήνη εκθρονίστηκε και ανέβηκε στον θρόνο ο γενικός λογοθέτης Νικηφόρος.
Η σπουδαιότερη πηγή για τα έργα και τις ημέρες της Ειρήνης είναι ο χρονογράφος Θεοφάνης ο Ομολογητής. Όπως έχει ήδη εκτεθεί, δεν θέλησε να αποκρύψει το μεγάλο της κακούργημα, την αρχομανία της και τους δόλους της. Ο Γίββων δέχεται όλα τα γραφόμενα του Θεοφάνη κατά της Ειρήνης και συνοψίζει: «αυτή η φιλόδοξη πριγκίπισσα που απαρνήθηκε τα ιερότερα καθήκοντα της μητέρας...» Ο Παπαρρηγόπουλος ήδη στο πρώτο από τα αναφερόμενα σ' αυτήν κεφάλαια παραθέτει υποκεφάλαιο με τίτλο «αφροσύνη και κακοβουλία της Ειρήνης» ενώ στο «Τελευταίαι περί Ειρήνης κρίσεις» αναφέρει «Δυστυχώς δεν περιωρίσθη εις μόνον το των εικόνων ζήτημα, αλλά παρέλυσε τον στρατόν, εθυσίασε τα σπουδαιότερα εξωτερικά του κράτους συμφέροντα, κατήργησε παραλόγως πολλούς απαραιτήτους φόρους, επολλαπλασίασε τα μοναστήρια, κατέστησε την κυβέρνησιν υποχείριον των μοναχών και παρέδωκε τα πράγματα εις χείρας ανδρών ανικάνων…» Ο Κάρολος Ντηλ μιλά για την έλλειψη ενδοιασμών, τη ραδιουργία, ωμότητα και δολιότητά της και αμφιβάλλει για τις ικανότητές της. Ο Στήβεν Ράνσιμαν την κατατάσσει ανάμεσα στους ραδιούργους και χωρίς ενδοιασμούς ανθρώπους και μιλά για τα ολέθρια αποτελέσματα της διοίκησής της. Όμοια επικριτικός και ο Νόργουιτς, ο οποίος μάλιστα υποπτεύεται, ότι η Ειρήνη δολοφόνησε τον νεογέννητο γιο του Κωνσταντίνου ΣΤ΄.
8) Η Θεοφανώ (941 - 976) ήταν αυτοκράτειρα του Βυζαντίου και σύζυγος δύο αυτοκρατόρων, του Ρωμανού Β' και, μετά το θάνατό του, του Νικηφόρου Φωκά. Γεννήθηκε πιθανόν στη Λακωνία στην Πελοπόννησο σε οικογένεια με ελληνική καταγωγή. Η Θεοφανώ ήταν γυναίκα λαϊκής καταγωγής, κόρη ταβερνιάρη, και το πραγματικό της όνομα φέρεται πως ήταν Αναστασώ. Η Θεοφανώ, σύμφωνα με κάποιους ιστορικούς είναι πιθανόν να γνώριζε ή και να συμμετείχε στη δολοφονία του πεθερού της Κωνσταντίνου Ζ΄ και του πρώτου συζύγου της Ρωμανού Β´ . Στη συνέχεια, όταν έμεινε χήρα παντρεύτηκε τον Νικηφόρο Φωκά, αλλά όταν η πολιτική του άρχισε να προκαλεί το λαϊκό αίσθημα, για να μην ταυτιστεί η μοίρα της (όπως και των παιδιών της) με του Φωκά, συνωμότησε με τον ανηψιό του και τότε εραστή της Ιωάννη Τσιμισκή να τον δολοφονήσουν. Ο Νικηφόρος Φωκάς φέρεται να αντιλήφθηκε τα σχέδιά τους και απομάκρυνε τον Τσιμισκή, αλλά άγνωστο για ποιον λόγο, αργότερα τον ανακάλεσε από την εξορία. Ο Τσιμισκής και η Θεοφανώ ολοκλήρωσαν τότε το σχέδιό τους και σκότωσαν τον Νικηφόρο. Μετά την επικράτηση του Ιωάννη Τσιμισκή όμως, η ενοχή της ήταν τόσο φανερή που ο πατριάρχης Πολύευκτος εξεβίασε το νέο αυτοκράτορα ότι δεν θα τον έχριζε αν δεν απομάκρυνε τη Θεοφανώ. Τότε αυτή εξορίστηκε στα Πριγκιπόννησα, όπου έμεινε για ένα χρόνο - μέχρι το 970 μ.Χ. Δραπέτευσε τότε και οργάνωσε συνωμοσία εναντίον του Τσιμισκή αλλά απέτυχε και την έκλεισαν σε μοναστήρι στην Αρμενία. Μετά το θάνατο του Τσιμισκή, οι γιοι της Βασίλειος Β' και Κωνσταντίνος Η' την επανέφεραν από την εξορία, χωρίς όμως να αναμειχθεί ξανά στην πολιτική. Πέθανε στην Κωνσταντινούπολη, ξεχασμένη απ' όλους, αν και στα τελευταία της χρόνια έζησε στην άνεση των ανακτόρων.
9) Η Ζωή η Πορφυρογέννητη (περ. 978 – 1050) κυβέρνησε ως Αυτοκράτειρα των Ρωμαίων μαζί με την αδελφή της Θεοδώρα από το 1042 μέχρι το 1050 και ως Αυτοκρατορική σύζυγος από το 1028 έως το 1042. Την έχουν χαρακτηρίσει ως την Αυτοκράτειρα με τη μεγαλύτερη επιρροή τον 11ο αι., η οποία καθόρισε για τέσσερις συνεχόμενες φορές τον Αυτοκράτορα των Ρωμαίων. Η Ζωή ήταν η δεύτερη κόρη του Κωνσταντίνου Η΄ Αυτοκράτορα των Ρωμαίων και της Ελένης τού Αλυπίου και πήρε τον τίτλο "Πορφυρογέννητη", διότι είχε γεννηθεί στο πορφυρό δωμάτιο, όπου γεννιόταν μόνο τα παιδιά των Αυτοκρατόρων. Ο πατέρας της ήταν συναυτοκράτορας μαζί με τον αδελφό του τον Βασίλειο Β΄ τον Βουλγαροκτόνο, αλλά επειδή ήταν πολύ μικρός και γενικά δεν είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την πολιτική, ουσιαστικά την εξουσία την είχε υπό τον έλεγχό του ο Βασίλειος Β΄ . Ο ευνούχος Ιωάννης ο Ορφανοτρόφος, που ήταν έμπιστος του Βασιλείου Β΄ και ασκούσε ισχυρή επιρροή επάνω του, άρχισε να αισθάνεται απειλή από τις δύο πριγκίπισσες, καθώς ο άνδρας που θα παντρευόταν κάποια από τις δύο, θα γινόταν αυτόματα πανίσχυρος, θα διεκδικούσε άμεσα τον Αυτοκρατορικό θρόνο και θα έθετε σε κίνδυνο την εξουσία του Βασιλείου και κατά συνέπεια και την εξουσία του Ιωάννη. Ο ίδιος ο Βασίλειος Β΄ δεν νυμφεύτηκε ποτέ και δεν έκανε παιδιά, ακριβώς λόγω του μεγάλου του φόβου για τον θρόνο του, αλλά και γιατί οι Ρωμαίοι ευγενείς απέφευγαν να νυμφεύονται ξένες (μη Ρωμαίες) γυναίκες, λόγω του ότι θεωρούντο κατώτερες. Έτσι δεν ήταν δύσκολο για τον Ιωάννη να πείσει τον Αυτοκράτορα να παύσει κάθε διαπραγμάτευση γάμου για τη Ζωή και τη Θεοδώρα και να τις απομακρύνει στα διαμερίσματά τους, όπου παρέμειναν έγκλειστες για τα επόμενα περίπου τριάντα χρόνια. Η αδυναμία του πατέρα της και του θείου της να παντρέψουν την ίδια και την αδελφή της με έναν κατάλληλο σύζυγο στη σωστή ηλικία, που ήταν γύρω στα δεκαπέντε προκάλεσε και την έλλειψη διαδόχων του θρόνου και το τέλος της Μακεδονικής δυναστείας.
Αυτός ο εξαιρετικά μακροχρόνιος κατ' οίκον περιορισμός και η ανάγκη να διαμένουν επί πολλά χρόνια μαζί οι δύο αδελφές, προκάλεσε όπως ήταν αναμενόμενο μια έντονη αντιπάθεια ανάμεσά τους. Τυπικά η Ζωή, όντας η μεγαλύτερη από τις δύο αδελφές, θεωρείτο πρώτη Αυτοκράτειρα και είχε μεγαλύτερη εξουσία από την αδελφή της. Ο θρόνος της μάλιστα ήταν τοποθετημένος γι' αυτόν τον λόγο ελαφρά πιο μπροστά από τον θρόνο της Θεοδώρας. Όμως η Θεοδώρα ήταν και εκείνη πολύ ισχυρή και, εφόσον εξαναγκάστηκε να αναλάβει την εξουσία, ήταν αποφασισμένη να μην αφήσει την αδελφή της, με την οποία διαφωνούσε σχεδόν απόλυτα, να κάνει ό,τι ήθελε. Η συνδιακυβέρνησή τους από νωρίς αποδείχθηκε ταραγμένη και γεμάτη συγκρούσεις και ανταγωνισμούς· η Σύγκλητος άρχισε να διχάζεται, καθώς τα μέλη της άρχισαν να δείχνουν την προτίμησή τους στη μία ή την άλλη Αυτοκράτειρα. 
10) Η Θεοδώρα η Πορφυρογέννητη (984 - 1056) ήταν συναυτοκράτειρα της βυζαντινής αυτοκρατορίας από τις 19 Απριλίου 1042 έως και της 10 Ιανουαρίου 1055. Ενώ στις 11 Ιανουαρίου 1055 έως και το θάνατο της, τον Αύγουστο του 1056 ήταν αυτοκράτειρα της αυτοκρατορίας από την Μακεδονική δυναστεία που κυβέρνησε της Βυζαντινή Αυτοκρατορία για σχεδόν δύο αιώνες. Διέθετε δυναμικό και φιλόδοξο χαρακτήρα καθώς στην αρχή της βασιλείας του Ρωμανού Γ’ Αργυρού (1029) φαίνεται ότι έπαιξε κάποιο ρόλο στην εκδήλωση των συνωμοσιών του Προυσιανού και του Κωνσταντίνου Διογένη, οδηγώντας τη Ζωή στην απόφαση να την περιορίσει στη μονή Πετρίου. Η Θεοδώρα, θα αναλάβει για δεύτερη φορά την αυτοκρατορική εξουσία - ως μόνη κάτοχός της - στις 11 Ιανουαρίου του 1055, αμέσως μετά το θάνατο του Μονομάχου, αφού πρώτα εξουδετέρωσε τις απειλές που είχαν εμφανισθεί. Από την μιά πλευρά οι άνθρωποι του Κωνσταντίνου Θ΄ προσπάθησαν να αναγορεύσουν αυτοκράτορα τον δούκα Βουλγαρίας Νικηφόρο Πρωτεύοντα. Από την άλλη πλευρά, ο πατρίκιος Βρυέννιος αποπειράθηκε φαίνεται και αυτός να στασιάσει. «Όλοι βέβαια το θεωρούσαν απρεπές να εκθηλύνεται έτσι η άλλοτε αρρενωπή εξουσία των Ρωμαίων». Όχι τόσο από την επιθυμία για μονοκρατορία, αλλά -όπως παρατηρεί ο Ψελλός- επειδή ίσως δεν ήθελε να ακολουθήσει η Θεοδώρα την μοίρα της Ζωής.  Ο Ψελλός μαρτυρεί την ύπαρξη ενός γενικότερου κλίματος δυσαρέσκειας, εξαιτίας του ότι η Ρωμαϊκή αρχή βρισκόταν στα χέρια μιας γυναίκας. Φαίνεται πως είχε πλήρη συναίσθηση της δύναμής της. Όταν ανέβηκε στο θρόνο, ενώ κατά το έθιμο, για να πάρει με το μέρος της αρχές και λαό έπρεπε να κάνει δωρεές, εκείνη αρνήθηκε δικαιολογώντας την απόφασή της αυτή, σύμφωνα με τον Ψελλό, ως ανανέωση αρχής που ανήκε στη νόμιμη κληρονόμο. Εδώ έχουμε και μια πρόσθετη πληροφορία που αφορά στη φιλαργυρία της αλλά και την οικονομική πολιτική που εφάρμοσε κατά την περίοδο που ήταν στην εξουσία. Πέθανε τον Αύγουστο του 1056 σε ηλικία περίπου εβδομήντα πέντε ετών, από κάποιο γαστρεντερικό πρόβλημα, όπως αναφέρει ο Ψελλός και έστεψε διάδοχό της τον Μιχαήλ ΣΤ΄ τον Στρατιωτικό, χωρίς όμως να έχει προνοήσει για τη διαδοχή. Ετάφη στον ναό των Αγίων Αποστόλων. Η βασιλεία της Θεοδώρας της πορφυρογέννητης σήμανε και το τέλος της Μακεδονικής δυναστείας. Φαίνεται πως οι βυζαντινές αυτοκράτειρες που κατάφεραν να αναρριχηθούν στο ύπατο αξίωμα και πιο συγκεκριμένα η Θεοδώρα, εκτός από την ευγλωττία της, την φιλοδοξία και την ανάμειξή της στις δολοπλοκίες και τις ίντριγκες του παλατιού της Κωνσταντινούπολης, έδρασε ως ικανή αυτοκρατόρισσα που εκμεταλλεύθηκε τις προσωπικές ατέλειες και αδυναμίες του κύκλου της, χωρίς να παραιτηθεί από τα προνόμια που της παρείχε η θέση της ως μέλους της Μακεδονικής δυναστείας.
11) Η Ειρήνη Δούκαινα (1066 - 1138) ήταν αυτοκράτειρα από τη Δυναστεία των Δουκών χάρη στον γάμο της με τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Αλέξιο Α΄ Κομνηνό από τη Δυναστεία των Κομνηνών. Η Ειρήνη Δούκαινα ήταν τρίτο παιδί και μεγαλύτερη κόρη του Πρωτοβεστιάριου Ανδρόνικου Δούκα και της Μαρίας της Βουλγαρίας, εγγονής του Ιβάν Βλάντισλαβ της Βουλγαρίας. Ο πατέρας της Ανδρόνικος ήταν μεγαλύτερος γιος του Καίσαρα Ιωάννη Δούκα, ανεψιός του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ι΄ Δούκα και ξάδελφος του αυτοκράτορα Μιχαήλ Ζ΄ Δούκα. Η Ειρήνη Δούκαινα ήταν γενικά ντροπαλή, δεν εμφανιζόταν σε δημόσιες συγκεντρώσεις και σε μεγάλο πλήθος αν και ήταν αρκετά ισχυρή στη διακυβέρνηση, απομονωμένη ασχολήθηκε με την ανάγνωση θρησκευτικής λογοτεχνίας και με φιλανθρωπίες. Η Μαρία Αλανή ήταν από την αρχή ερωμένη του αυτοκράτορα αλλά αυτό δεν φαίνεται να ενοχλούσε σημαντικά την Ειρήνη, δεν έφερε καμία σύγκρουση στις σχέσεις τους. Συνόδευσε τον σύζυγο της στις περισσότερες αποστολές με χαρακτηριστικότερα παραδείγματα η επίσκεψη στον Βοημούνδο Α΄ της Αντιόχειας (1107) και στη Χερσόννησο (1112). Στις αποστολές αυτές είχε περισσότερο τον ρόλο της νοσοκόμας απέναντι στον σύζυγο της, φρόντιζε την υγεία του που έπασχε από ουρική αρθρίτιδα και τον προστάτευε από συνωμοσίες που ήταν αρκετές εκείνη την εποχή. Πολλοί συγγραφείς εκφράζουν την άποψη ότι ο Αλέξιος έπαιρνε τη σύζυγο του μαζί του επειδή δεν είχε εμπιστοσύνη να την αφήσει μόνη της στην Κωνσταντινούπολη. Την εποχή που παρέμενε στην Πόλη ασκούσε την εξουσία στο όνομα της συζύγου της, κύριος συνεργάτης της ήταν ο Νικηφόρος Βρυέννιος ο Νεότερος που παντρεύτηκε την κόρη της Άννα Κομνηνή. Η Ειρήνη πίεζε συνεχώς τον Αλέξιο να ορίσει διάδοχο την Άννα και τον σύζυγο της Νικηφόρο αποκληρώνοντας τον νόμιμο διάδοχο Ιωάννη. Η Ειρήνη φρόντισε τον Αλέξιο στο νεκροκρέβατο του (1118), την ίδια εποχή προσπαθούσε με κάθε μέσο να τον διαδεχτούν η κόρη της Άννα και ο σύζυγος της Νικηφόρος, ο Αλέξιος ωστόσο είχε ορίσει διάδοχο τον Ιωάννη και η μητέρα του τον κατηγόρησε για κλοπή και προδοσία. Όταν πέθανε ο Αλέξιος Α΄ η Ειρήνη εκδήλωσε έντονα το πένθος, φόρεσε τα ρούχα της κόρης της Ευδοκίας που ο σύζυγος της είχε πεθάνει πρόσφατα. Προχώρησε με την κόρη της Άννα σύντομα σε συνωμοσία εναντίον του Ιωάννη αλλά αποκαλύφτηκε και εξορίστηκαν στην μονή της Κεχαριτωμένης που είχε ιδρύσει η Ειρήνη πριν από μερικά χρόνια.
12) Η Μαρία της Αντιόχειας (1145 - 1182) από τον Οίκο του Πουατιέ-Αντιόχειας ήταν σύζυγος του Μανουήλ Α΄ Κομνηνού. Η Μαρία της Αντιόχειας γεννήθηκε το 1145. Ήταν κόρη του Ραϋμόνδου του Πουατιέ και της Κωνσταντίας της Αντιόχειας. Παντρεύτηκε τον Μανουήλ Α΄ Κομνηνό τα Χριστούγεννα του 1161. Για αρκετά χρόνια ήταν άτεκνη, αλλά μετά από μια αποβολή τον Σεπτέμβριο του 1169 έγινε μητέρα του Αλέξιου Β΄ Κομνηνού. Ο σύζυγός της έλαβε όλα εκείνα τα μέτρα με τα οποία θα κατοχύρωνε τον γιο του ως διάδοχο και την αφοσίωση στο πρόσωπό του: η Μαρία θα έπρεπε να γίνει μοναχή και κυρίως να μην ξαναπαντρευτεί. Πράγματι μετά τον θάνατο του συζύγου της έγινε μοναχή ονόματι Ξένη. Έντονες υπήρξαν οι φήμες πως είχε εραστή, έναν ανιψιό του συζύγου της, τον πρωτοσέβαστο και πρωτοβεστιάριο Αλέξιο Κομνηνό. Μετά τον θάνατο του συζύγου της ήταν όχι ιδιαίτερα δημοφιλής ως αντιβασίλισσα του νεαρού της γιου Αλέξιου Β΄ Κομνηνού, ενώ αντιμετώπισε την αντιπάθεια της πρόγονής της Μαρίας της Πορφυρογέννητης. Η Μαρία η Πορφυρογέννητη υποκίνησε κίνημα σε βάρος της μητριάς της: αναθεματίστηκε αυτή κι ο εραστής της από κάποιον ιερέα στον ιππόδρομο. Ο Ανδρόνικος Α΄ Κομνηνός, εξάδελφος του αυτοκράτορα Μανουήλ, κατηγόρησε τη Μαρία για συνωμοσία εναντίον του γιου της και για διαφθορά της καθαρότητας του στέμματος λόγω της σχέσης της με τον πρωτοσέβαστο. Όταν ο Ανδρόνικος Α΄ έφτασε στην Κωνσταντινούπολη ζήτησε -ανεπιτυχώς- από τρεις δικαστές του velum να την καταδικάσουν για προδοσία και η Μαρία κατέφυγε στη βοήθεια του γαμπρού της Βασιλιά Μπέλα Γ΄ της Ουγγαρίας, ζητώντας του να λεηλατήσει περιοχές γύρω από το Βελιγράδι. Τελικά καταδικάστηκε για προδοσία σε φυλάκιση σε μια μικρή φυλακή κοντά στη Χρυσή Πύλη. Ο Αλέξιος Β΄ υπέγραψε την καταδικαστική απόφαση σε θάνατο της μητέρας του. Όμως η εκτέλεση αναβλήθηκε λόγω της άρνησης του γιου του Ανδρόνικου Μανουήλ και του γαμπρού του Γεωργίου να την εκτελέσουν. Τελικά στα τέλη του 1182 στραγγαλίστηκε και θάφτηκε στην ακτή.
Μετά το θάνατο του Μανουήλ το 1180, η χήρα του, η Λατίνα πριγκίπισσα Μαρία της Αντιόχειας, ενήργησε ως αντιβασίλισσα στο γιο της Αλέξιο Β' Κομνηνό. Η αντιβασιλεία της ήταν διαβόητη για την ευνοιοκρατία που έδειξε στους Λατίνους εμπόρους και τους μεγάλους αριστοκράτες γαιοκτήμονες, και ανατράπηκε τον Απρίλιο του 1182 από τον Ανδρόνικο Α΄ Κομνηνό, ο οποίος εισήλθε στην πόλη σε ένα κύμα λαϊκής υποστήριξης. Όμως, ο Ανδρόνικος διέδωσε τη φήμη ότι οι Λατίνοι της πρωτεύουσας σκέφτονταν να επιτεθούν στους Έλληνες, οπότε όχλος εισήλθε στη Λατινική συνοικία της πόλης κι άρχισε να επιτίθεται στους κατοίκους. Ο λαός της Κωνσταντινούπολης είχε τη βοήθεια του στρατού της επαρχίας, τον οποίο παρακινούσε ο Ανδρόνικος Κομνηνός που απέβλεπε στην κατάληψη της εξουσίας. Σπίτια, εκκλησίες και φιλανθρωπικά ιδρύματα λεηλατήθηκαν. Το έξαλλο πλήθος λεηλάτησε κι έκαψε τα πάντα, έσφαξε κληρικούς και λαϊκούς, γυναίκες και παιδιά, ακόμα και τους γέρους και τους αρρώστους των νοσοκομείων. Πολλοί είχαν προβλέψει τα γεγονότα και διέφυγαν από τη θάλασσα. Παρά το γεγονός ότι ο ίδιος ο Ανδρόνικος Α΄ Κομνηνός δεν είχε καμία ιδιαίτερη αντι-Λατινική στάση, επέτρεψε να προχωρήσει ανεξέλεγκτα η σφαγή. Λίγα χρόνια αργότερα, ο Ανδρόνικος καθαιρέθηκε και παραδόθηκε στον όχλο της Κωνσταντινούπολης, και βασανίστηκε και εκτελέστηκε με συνοπτικές διαδικασίες στον Ιππόδρομο από Λατίνους στρατιώτες.
13) Η (Ιωάννα) Άννα της Σαβοΐας (Anna di Savoia, 1306 - 1365), ή Άννα Παλαιολογίνα, ήταν αυτοκράτειρα του Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η Άννα της Σαβοΐας είχε γεννηθεί γύρω στα 1306 στο Σαμπερί (Chambery). Οι γονείς της ήταν ο κόμης της Σαβοΐας Αμεδαίος Ε' και η Μαρία της Βραβάνδης. Το καλοκαίρι του 1325 έφτασε βυζαντινή αποστολή στην πατρίδα της με σκοπό τη σύναψη συνοικεσίου ανάμεσα στον βυζαντινό αυτοκρατορικό οίκο του Ανδρόνικου Γ΄ Παλαιολόγου, ο οποίος στο μεταξύ είχε χηρεύσει, όταν πέθανε η (Αδελαΐδα) Ειρήνη του Μπράουνσβαϊγκ και μάλιστα άτεκνη. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους συνάφθηκε συμβόλαιο και στα τέλη του Νοεμβρίου αναχώρησε για την Βυζαντινή πρωτεύουσα. Έφτασε εκεί τον Φεβρουάριο της επόμενης χρονιάς. Λόγω των δύσκολων συνθηκών του ταξιδιού η Άννα αρρώστησε και η πραγματοποίηση του γάμου της καθυστέρησε έως τον Οκτώβριο. Τελικά τελέστηκε στην Κωνσταντινούπολη από τον Πατριάρχη κατά το βυζαντινό τυπικό. Όταν έφυγε από την ιδιαίτερη πατρίδα της η Άννα συνοδευόταν κι από μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων: τον ιερέα της, τρεις Φραγκισκανούς αδελφούς, ευγενείς, κυρίες επί των τιμών αλλά και Σαβόϊους ιππότες. Χωρίς να είναι οι πρώτοι-καθώς πίστευε ο σύζυγός της Άννας-του γνώρισαν δυτικές ιπποτικές συνήθειες, όπως κονταρομαχίες και ξιφομαχίες ιππέων. Γι' αυτά όλα οι πρεσβύτεροι αυλικοί του Ανδρόνικου δυσφορούσαν και ανησυχούσαν επειδή ίσως εξέθετε τον εαυτό του σε κίνδυνο. Στις 14 με 15 Ιουνίου του 1341, μετά από ασθένεια, πέθανε ο σύζυγός της και η ίδια έγινε αντιβασίλισσα του ανήλικου γιου της Ιωάννη Ε΄. Θα συγκρουστεί με τον φιλόδοξο Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνό, ο οποίος αναγορεύθηκε αυτοκράτορας στη Θράκη από τον στρατό. Η περίοδος της αντιβασιλείας της σημαδεύεται από την «μεταμόρφωση της δυναστικής έριδας σε εμφύλιο πόλεμο με κοινωνικές προεκτάσεις».Την αντιβασιλεία εποφθαλμιούσαν οι Ιωάννης ΣΤ΄ Καντακουζηνός από τη μια μεριά και ο Αλέξιος Απόκαυκος με τον πατριάρχη Ιωάννη ΙΔ΄ Καλέκα οι οποίοι την επηρέαζαν αρκετά. Η ίδια και ο πατριάρχης ήταν άπειροι στη διαχείριση των κρατικών υποθέσεων. 
Η οικονομία του κράτους είναι κλονισμένη, το βυζαντινό νόμισμα είναι αισθητά υποτιμημένο και η ίδια με συμφωνίες που ανανεώνει με τις Ιταλικές Δημοκρατίες της Βενετίας (Μάρτιος 1342) και της Γένοβας (Σεπτέμβριος 1342). Η πρώτη αποσκοπούσε στη ρύθμιση των χρεών του Βυζαντίου απέναντι στη Βενετία και του τρόπου αποπληρωμής τους, και η δεύτερη να άρει την αποξένωση των Κωνσταντινοπολιτών και των Γενουατών εμπόρων, ενισχύοντας ακόμα περισσότερο την οικονομική τους διείσδυση. Η έκταση της οικονομικής δυσχέρειας που αντιμετώπιζε το κράτος εκτεινόταν και στην ίδια την αυτοκράτειρα. Έτσι είχε φτάσει να υποθηκεύσει τα κόσμια της βασιλείας (iocalia imperii), που αποτελούνταν από πολύτιμες πέτρες και μαργαριτάρια, στους Βενετούς αντί του δυσανάλογα μικρού για την αξία τους ποσού των 30.000 δουκάτων. Δεν κατόρθωσε να επιστρέψει ποτέ τα χρήματα ούτε να πάρει πίσω τα κοσμήματά της. Επίσης έφτασε να πωλήσει το διάκοσμο των εικόνων των εκκλησιών της Κωνσταντινούπολης.
Το καλοκαίρι του 1343 θα στείλει αντιπροσωπεία στην Αβινιόν με σκοπό να συναντήσει τον Πάπα Κλήμεντα ΣΤ΄ και να του προτείνει «την υποταγή στην Αγία Έδρα τόσο της ίδιας όσο και του γιου της Ιωάννη, του Αλέξιου Απόκαυκου και του πατριάρχη Ιωάννη Καλέκα» έναντι πρακτικής, οικονομικής και στρατιωτικής, βοήθειας απέναντι στους Τούρκους.
 Πηγή : 
https://el.m.wikipedia.org/wiki/%CE%95%CE%B9%CF%81%CE%AE%CE%BD%CE%B7_%CE%B7_%CE%91%CE%B8%CE%B7%CE%BD%CE%B1%CE%AF%CE%B1
https://el.m.wikipedia.org/wiki/%CE%98%CE%B5%CE%BF%CF%86%CE%B1%CE%BD%CF%8E_(10%CE%BF%CF%82_%CE%B1%CE%B9%CF%8E%CE%BD%CE%B1%CF%82)
https://el.m.wikipedia.org/wiki/%CE%96%CF%89%CE%AE_(%CE%B1%CF%85%CF%84%CE%BF%CE%BA%CF%81%CE%AC%CF%84%CE%B5%CE%B9%CF%81%CE%B1)
https://el.m.wikipedia.org/wiki/%CE%98%CE%B5%CE%BF%CE%B4%CF%8E%CF%81%CE%B1_(11%CE%BF%CF%82_%CE%B1%CE%B9%CF%8E%CE%BD%CE%B1%CF%82) 
https://el.m.wikipedia.org/wiki/%CE%95%CE%B9%CF%81%CE%AE%CE%BD%CE%B7_%CE%94%CE%BF%CF%8D%CE%BA%CE%B1%CE%B9%CE%BD%CE%B1
https://el.m.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%B1%CF%81%CE%AF%CE%B1_%CF%84%CE%B7%CF%82_%CE%91%CE%BD%CF%84%CE%B9%CF%8C%CF%87%CE%B5%CE%B9%CE%B1%CF%82_(1145-1182)
https://el.m.wikipedia.org/wiki/%CE%86%CE%BD%CE%BD%CE%B1_%CF%84%CE%B7%CF%82_%CE%A3%CE%B1%CE%B2%CE%BF%CE%90%CE%B1%CF%82
https://www.archaiologia.gr/blog/issue/%CE%B7-%CE%B3%CF%85%CE%BD%CE%B1%CE%AF%CE%BA%CE%B1-%CF%83%CF%84%CE%BF-%CE%B2%CF%85%CE%B6%CE%AC%CE%BD%CF%84%CE%B9%CE%BF/
https://www.historical-quest.com/poioi-eimaste/109-archive/mesaioniki-istoria/85-autokrateira-theodora-h-lixi-tis-eikonomaxias.html

Οι 13 χειρότερες αυτοκράτειρες της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (Βυζάντιο) (Μέρος Α)

Ο Αυτοκράτορας, εάν ήταν άγαμος έπρεπε να συνάψει γάμο, ώστε να εξασφαλίσει πιθανό διάδοχο. Η διαδοχή του βέβαια από δικό του γιο δεν ήταν εξασφαλισμένη (διότι το πρόσωπο του Αυτοκράτορα έπρεπε να έχει την έγκριση του στρατού, της Συγκλήτου των δήμων και της Εκκλησίας, όπως προανεφέραμε), αλλά οι εκάστοτε Αυτοκράτορες το επεδίωκαν. Γι' αυτό οι ευνούχοι αποκλείονταν αυτομάτως από το Αυτοκρατορικό αξίωμα. Το ίδιο και οι Μοναχοί. Ο γάμος του Αυτοκράτορα ήταν αφορμή λαμπρών εορτασμών και είχε μεγάλη σημασία για το κράτος. Ώστε δεν ήταν προσωπική του μόνον υπόθεση. Η επιλογή της νύφης γινόταν πολλές φο­ρές με πολιτικά κριτήρια. Πολλοί ξένοι ηγεμόνες ήθελαν να συνδεθούν με δεσμούς συγγενείας/επιγαμίας με τον Αυτοκράτορα των Ρωμαίων και έστελναν γράμματα προσφέροντας σ' αυτόν τις θυγατέρες τους για σύζυγο. Η επιλογή γινόταν τότε με πολιτικά κριτήρια. Γενικά η μέλλουσα Αυτοκράτειρα έπρεπε να είναι ευγε­νικής καταγωγής και να κοσμείται από παρθενία και φυσική ομορφιά. Απεσταλμένοι του Αυτο­κράτορα περιόδευαν την Αυτοκρατορία αναζητώντας υποψήφιες νύφες με τα χαρακτηριστικά αυτά και τις έστελναν στην Κωνσταντινούπολη. Η επιλογή γινόταν από τον Αυτοκράτορα με μία διαδικασία (κατά το 8ο και 9ο αιώνα) που θυμίζει τα σημερινά καλλιστεία. Συχνά το κριτήριο της φυσικής ομορφιάς βάρυνε περισσότερο από την ευγενική καταγωγή της νύφης. Η ετοιμασία για τον αυτοκρατορικό γάμο ακολουθούσε αυστηρή εθιμοτυπία. Μόλις η αυτοκρατορική νύφη αναχωρούσε από την πατρίδα της (εάν δεν ήταν ήδη στην Κωνσταντινούπολη) ειδικός αγγελιαφόρος, ο συγχαριάριος, μετέφερε την είδηση στην Βασιλεύουσα. Την υποδέχονταν στην Κωνσταντινούπολη με τυπικό παρό­μοιο της απαντήσεως παρισταμένου και του Αυτοκράτορα. Κατά την πομπή προς το παλάτι (το νυμφαγώγιον) με συνοδεία έφιππης φρουράς, «μετά μουσικής και ύμνων επιβατηρίων», τα πλήθη επευφημούσαν και την έραιναν με μύρα και ροδοπέταλα. Στο παλάτι συνεχιζόταν ο εορτασμός. Κατά τις επόμενες ημέρες, αν ή νύφη δεν ήταν χριστιανή, γινόταν η βάπτισή της και εν συνεχεία τα μνήστρα (σπόντζα).
Το στεφάνωμα γινόταν συνήθως στην Αγία Σοφία με απόλυτη μεγαλο­πρέ­πεια. Οι μελλόνυμφοι έφεραν χρυσοκέντητα και διάλιθα φορέματα, ο γαμπρός Αυτοκράτορας ήταν με το στέμμα του. Τα στέφανα ήταν επίσης διάλιθα. Τον γάμο τον τελούσε ο Πατριάρχης. Μετά την στέψη το ζεύγος των νεονύμφων υποδεχόταν τους προ­σκεκλημένους στην αίθουσα του ανακτόρου ονοπόδιον, όπου δέχονταν τις ευχές τους και στη συνέχεια ακολουθούσε το γαμήλιο αυτοκρατορικό συμπόσιο στην αίθου­σα των δεκαεννέα ακουβιτών. Τέλος το ζεύγος απεσύρετο στο δωμάτιο του παστού. Τρεις ημέρες αργότερα γινόταν το επίσημο λουτρό της νύφης με μεγαλοπρεπή πομπή της νύφης από τον παστό στον λουτρώνα και αντιστρόφως, συνοδεία μουσικών οργάνων. Εξ αφορμής του Αυτοκρατορικού γάμου δίνονταν «φιλοτιμίες» στους πολιτικούς και εκκλησιαστικούς έχοντες, οργανώνονταν πλούσια γεύματα για τον λαό σε διάφορα μέρη της Βασιλευούσης, ελευθερώνονταν κρατούμενοι, εξαγοράζονταν αιχμάλωτοι, οργανώνονταν αθλητικοί αγώνες, χοροί και παραστάσεις δρωμένων με μίμους και θαυματοποιούς.
1) Η Φλαβία Μάξιμα Φαύστα Αυγούστα (Fausta Maxima Flavia, 289 - 326) ήταν Ρωμαία αυτοκράτειρα, κόρη του Ρωμαίου αυτοκράτορα Μαξιμιανού. Επίσης ήταν σύζυγος του Μεγάλου Κωνσταντίνου, Αυτοκράτορα της Ρώμης και πρώτου αυτοκράτορα του Βυζαντίου. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Ρώμη, αλλά η χρονολογία γέννησής της έχει προκαλέσει πολλές συζητήσεις μεταξύ των ερευνητών. Τα πρώτα 10 χρόνια του γάμου της η Φαύστα παρέμεινε άτεκνη, χωρίς όμως να μειωθεί το κύρος της στην αυλή ή να χάσει την εύνοια του συζύγου της, κάτι που εξηγείται εύκολα αν είχε παντρευτεί σε παιδική ηλικία. Η Φαύστα παντρεύτηκε τον Μέγα Κωνσταντίνο το 307 μ.Χ. στους Τρεβήρους (Τριρ της Γερμανίας), όταν εκείνη ήταν 17 ή 18 χρονών και εκείνος καίσαρας της Γαλατίας. Είναι βέβαιο ότι εκείνος ήταν μεγαλύτερός της κατά 15 χρόνια ή ακόμη περισσότερο. Ο γάμος του Κωνσταντίνου και της Φαύστας είχε κίνητρα πολιτικά, καθώς επισφράγισε τη συμφωνία ανακωχής ανάμεσα στον Μαξιμιανό και τον Κωνσταντίνο. Μάλιστα, σε ένδειξη καλής θέλησης, ο Κωνσταντίνος απομάκρυνε την παλλακίδα του Μινερβίνη (ή νόμιμη σύζυγό του) με την οποία είχε αποκτήσει το 299 έναν γιο, τον Κρίσπο. Το αντρόγυνο απέκτησε τρεις γιους, τους μετέπειτα αυτοκράτορες Κωνσταντίνο Β΄, γεννημένο στις 7 Αυγούστου 316, Κωνστάντιο Β΄, που γεννήθηκε στις 7 Αυγούστου 317 και τον Κώνσταντα, γεννημένο το 320 ή το 323 και δύο κόρες: την Κωνσταντίνα και την Ελένη. Αγνοούμε τις χρονολογίες γέννησης των δύο θυγατέρων του αυτοκρατορικού ζευγαριού, το μόνο που ξέρουμε είναι ότι η Κωνσταντίνα ήταν η μεγαλύτερη από τα υπόλοιπα παιδιά. Οι τρεις γιοι τους έλαβαν αργότερα τους τίτλους του Καίσαρα.
Ως σύζυγος του αυτοκράτορα, η Φαύστα είχε τον τίτλο της nobilissima femina, ενώ λίγο μετά τη νίκη του εναντίον του αντιπάλου του Λικινίου, το 324 μ.Χ., ο Κωνσταντίνος της απένειμε τον τίτλο της Αυγούστας. Δύο γεγονότα, σε συνδυασμό με τις φιλοδοξίες της Φαύστας και την επιθυμία του Κωνσταντίνου να καταστεί μονοκράτορας της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, πιθανόν να προκάλεσαν κάποιες εντάσεις στις σχέσεις του ανδρογύνου. Ο Μαξιμιανός καταπατά τις συμφωνίες που είχε υπογράψει με τον Κωνσταντίνο και εμπιστεύεται τα σχέδιά του στην κόρη του. Όταν τα σχέδια του Μαξιμιανού βρίσκονται σε κρίσιμη φάση και ετοιμάζεται να αιφνιδιάσει τον αντίπαλό του, η Φαύστα προδίδει τον πατέρα της στον Κωνσταντίνο. Ο Κωνσταντίνος τότε συλλαμβάνει το Μαξιμιανό για προδοσία, αλλά για χατίρι της γυναίκας του δεν εκτελεί τον πεθερό του, τον φυλακίζει. Όμως, η Φαύστα του υποδεικνύει να εκτελέσει τον πατέρα της, διότι όσο είναι ζωντανός παραμένει ο κίνδυνος να συνωμοτήσει ξανά εναντίον του. Ο Κωνσταντίνος ακολουθεί τις υποδείξεις της και εκτελεί τον Μαξιμιανό. Λίγο αργότερα, στη μάχη της Μιλβίας γέφυρας, μία από τις αποφασιστικότερες μάχες της παγκόσμιας ιστορίας, ο Κωνσταντίνος αντιμετώπισε και νίκησε τον αδερφό της γυναίκας του, τον Μαξέντιο. Ο Μαξέντιος στην προσπάθειά του να διαφύγει πνίγηκε στον ποταμό Τίβερη και με διαταγή του Κωνσταντίνου το κεφάλι του κόπηκε, καρφώθηκε σε ένα ξύλο και οι στρατιώτες το περιέφεραν στους δρόμους της Ρώμης. 
Η ζωή της Φαύστας τέλειωσε με τον πιο τραγικό τρόπο το 326 ή το 327 μ.Χ., όταν ο άντρας της διέταξε την εκτέλεσή της. Πέθανε από ασφυξία μέσα στο υπερθερμασμένο λουτρό της, λίγο καιρό μετά την εκτέλεση του γιου του Κωνσταντίνου, Κρίσπου. Τα ακριβή αίτια της οικογενειακής αυτής τραγωδίας δεν είναι γνωστά. Δύο ιστορικοί, ο Ζωσιμάς τον 6ο αιώνα και ο Ζωναράς τον 12ο αιώνα, μας αναφέρουν πως η Φαύστα συκοφάντησε στον Κωνσταντίνο τον πρωτότοκο γιο του Κρίσπο, που του είχε χαρίσει η Μινερβίνη, ότι ήταν ερωτευμένος μαζί της και όταν εκείνη τον έδιωξε, ο Κρίσπος επιχείρησε να την βιάσει. Κίνητρο για τις κατηγορίες αυτές ήταν οι μητρικές φιλοδοξίες της Φαύστας, καθώς φοβόταν ότι ο άντρας της θα παραγκώνιζε τους δικούς της γιους, εξαιτίας της αδυναμίας του στον Κρίσπο. Ο Κωνσταντίνος οργισμένος εκτέλεσε το γιο του και όταν λίγο αργότερα έμαθε την αλήθεια, εκτέλεσε και τη Φαύστα. Υπάρχει άμεση σχέση ανάμεσα στην εκτέλεση του Κρίσπου και το θάνατο της Φαύστας, που συνέβησαν με λίγους μήνες διαφορά. Μερικοί σύγχρονοι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι ο Κρίσπος και η Φαύστα είχαν πράγματι παράνομη σχέση. Όταν το έμαθε ο Κωνσταντίνος, εκτέλεσε τον Κρίσπο και λίγο αργότερα τη Φαύστα. Αυτό που μπορεί να καθυστέρησε για λίγους μήνες το θάνατο της Αυγούστας είναι πιθανότατα κάποια εγκυμοσύνη. Κάποιες αμφιβολίες έχουμε και για τον τρόπο θανάτου της, ο οποίος πρέπει να παρουσιάστηκε ως ατύχημα και όχι επίσημη εκτέλεση και αυτό δε συνάδει με το χαρακτήρα του Κωνσταντίνου, του οποίου όλες οι πράξεις, όσο σκληρές κι αν ήταν, δεν είχαν συνωμοτικό χαρακτήρα, αλλά ήταν πάντα ξεκάθαρες. Επιπλέον, αν η Φαύστα πράγματι είχε διαπράξει μοιχεία, θα εκτελούνταν σύμφωνα με το σχετικό νόμο και κατόπιν αυτοκρατορικού διατάγματος, «εδίκτου», για την έκδοση του οποίου όμως δεν αναφέρουν κάτι οι πηγές μας. Ως πιθανότερος τόπος εκτέλεσής της φέρεται η Ρώμη.
2) Η Ευσεβία ήταν η δεύτερη σύζυγος του Κωνστάντιου Β'. Η οικογένειά της καταγόταν από τη Θεσσαλονίκη. Τα αδέλφια της ήταν ο Φλάβιος Ευσέβιος και ο Φλάβιος Υπατιος, πρόξενοι το 359. Ήταν γνωστή για την ομορφιά της και την επιρροή της στο σύζυγό της. Όπως και αυτός, υπήρξε υπέρμαχη της αιγυπτιακής αίρεσης. Αν και φαίνεται ότι η Ευσεβία μπορεί να έχει πλησιάσει τον Ιουλιανό και να πείσει τον σύζυγό της να τον κάνει Καίσαρα, φέρεται να προκάλεσε στη γυναίκα του Ιουλιανού Ελένη να έχει αρκετές αποβολές για να την αποτρέψει από το να έχει απογόνους αφού δεν μπορούσε να αντέξει τα παιδιά. Τα τελευταία ίχνη της επιρροής της ήταν η άνοδος των δύο αδελφών της στη συνωμοσία το 359 και η απελευθέρωση της ιδιοκτησίας της οικογένειάς της από τη φορολογία στις 18 Ιανουαρίου 360. Σύντομα, πέθανε από ένα δηλητήριο το οποίο έλαβε ως φάρμακο για την ανικανότητά της να κάνει παιδιά. 
3) Η Αιλία Ευδοξία ήταν Βυζαντινή αυτοκράτειρα, σύζυγος του Αρκάδιου και μητέρα του Θεοδόσιου Β΄. Ήταν κόρη Γερμανού αξιωματούχου, ωστόσο μεγάλωσε στην Κωνσταντινούπολη. Εγινε αυτοκράτειρα χάρη στον έπαρχο Ευτρόπιο, που την παρουσίασε στον Αρκάδιο, ο οποίος την ερωτεύτηκε. Τα γεγονότα που συνετέλεσαν να γίνει σύζυγος του Αρκαδίου αποτέλεσαν μια από τις σατανικότερες μηχανορραφίες που γνώρισε ποτέ η βυζαντινή αυλή.  Η διεφθαρμένη αυτοκράτειρα που απαιτούσε να προσκυνούν την εικόνα της και δολοφόνησε τους αντιπάλους της. Έγινε σύζυγος ενός αυτοκράτορα του Ανατολικού τμήματος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, τελείως άβουλου που έφτασε να γίνει όργανο όχι μόνο των επιθυμιών της αλλά και πολλών άλλων που τον περιστοίχιζαν. Σε αντίθεση με τον αδύνατο χαρακτήρα του Αρκάδιου, η Ευδοξία ήταν αρχομανής, επιτακτική και απόλυτη. Ήταν «ασεβής» γυναίκα, μάλιστα έκοβε τα μαλλιά της, όπως οι εταίρες. Ανάμεσα στις μηχανορραφίες της συγκαταλέγεται και η διαμάχη της με τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννη τον Χρυσόστομο καθώς της ασκούσε δημόσια κριτική για τον διεφθαρμένο βίο της. Στην προσπάθειά της η Ευδοξία να επιτύχει την εξορία του Χρυσοστόμου, απείλησε με την επαναφορά της ειδωλολατρίας. Η Ευδοξία προκάλεσε την αυστηρή κριτική του Ιωάννη του Χρυσοστόμου Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος την αποκαλούσε Ιεζάβελ και Ηρωδιάδα. Ο Ιωάννης κατέκρινε αυστηρά εκείνους, που συμμετείχαν στις εορταστικές εκδηλώσεις προς τιμήν της Ευδοξίας. Ο ιστορικός Σωκράτης αναφέρει την αρχή μιας ομιλίας, που πιθανότατα εκφώνησε ο Χρυσόστομος: «πάλιν Ηρωδιάς μαίνεται, πάλιν ταράσσεται, πάλιν ορχείται, πάλιν την κεφαλήν Ιωάννου ζητεί λαβείν επί πίνακι». Η Ευδοξία ενοχλήθηκε και ζήτησε από τον τον Αρκάδιο να λάβει μέτρα εναντίον του, και εκείνος εξόρισε τον Ιωάννη. Η Ευδοξία απεβίωσε πριν από τον Αρκάδιο, κατά τον τοκετό. Είχε πέντε παιδιά: τη Φλασίλλα, την Πουλχερία, τον Θεοδόσιο Β΄, την Αρκαδία και τη Μαρίνα.
4) Η Αιλία Πουλχερία (399 - 453) ήταν αντιβασίλισσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας κατά τη διάρκεια της ανηλικότητας του αδελφού της Θεοδοσίου Β΄. Έγινε Αυτοκράτειρα από τον γάμο της με τον Μαρκιανό. Όταν πέθανε ο Αυτοκράτορας Αρκάδιος, ο Θεοδόσιος ήταν επτά ετών, η δε Πουλχερία εννέα. Την εξουσία, τα πρώτα χρόνια, την ασκούσε ο συνετός ύπατος (έπαρχος) Ανθέμιος. Από τις 4 Ιουλίου 414 όμως, οπότε η Πουλχερία αναγορεύθηκε Αυγούστα, ο Ανθέμιος απομακρύνθηκε από την πολιτική ζωή και η Πουλχερία ανέλαβε τα ηνία της Αυτοκρατορίας, πράγμα που συνεχίστηκε και μετά την ενηλικίωση του αδελφού της. Ο Θεοδόσιος Β΄, αδύναμος και ασθενούς χαρακτήρος, δέχτηκε την επιρροή της δραστήριας και δυναμικής αδελφής του, η οποία, με τη βοήθεια των ικανών συνεργατών που επέλεγε, μπόρεσε να δώσει λύσεις σε αρκετά από τα προβλήματα που ταλάνισαν την Αυτοκρατορία, επιβάλλοντας πάντα τη θέλησή της στον Θεοδόσιο Β΄. Το 421 ο Θεοδόσιος Β΄, κατόπιν εισηγήσεως της αδελφής του, νυμφεύθηκε την κατά επτά έτη μεγαλύτερή του Αθηναία κόρη Αθηναΐδα. Η Αθηναΐς ήταν εθνική (ειδωλολάτρης) και βαπτίσθηκε χριστιανή πριν από τον γάμο της, μετονομασθείσα σε Αιλία Ευδοκία. Η Αιλία Ευδοκία –δυναμική χαρακτήρας και αυτή– επρόκειτο να έλθει αργότερα σε σύγκρουση με τη φιλόδοξη Πουλχερία. Η δεύτερη αποχώρησε από τα ανάκτορα μέχρι την (αυτο)εξορία της βασιλικής συζύγου στα Ιεροσόλυμα, οπότε και επανήλθε στην εξουσία. Στα τέλη του 439 επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη. Με δική της πρωτοβουλία ανέβηκε στο αξίωμα του υπάρχου ο έπαρχος Κύρος. Αυτό όμως δεν άρεσε στον αντίζηλό του ευνούχο Χρυσάφιο. Ο πανούργος αυτός άνθρωπος έπεισε και έστρεψε το Θεοδόσιο ενάντια στην Ευδοκία. Για να διαρρήξει τις σχέσεις της με το Θεοδόσιο, την συκοφάντησε ότι δήθεν διατηρούσε ερωτική σχέση με τον παλατιανό αξιωματούχο Παυλίνο. Δυστυχώς ο Θεοδόσιος πίστεψε τις συκοφαντίες, διέταξε τη θανάτωση του Παυλίνου και έριξε σε δυσμένεια την Ευδοκία. Επίσης στράφηκε εναντίον της και η Πουλχερία. Μετά από αυτή την κατάσταση, κατάλαβε ότι η παραμονή της στην Βασιλεύουσα ήταν αδύνατη. Γι’ αυτό, το 443, αποφάσισε να φύγει και πάλι για τους Αγίους Τόπους. Παρέμεινε εκεί ως το θάνατό της. Δεν επέστρεψε ποτέ στην Κωνσταντινούπολη, ούτε μετά το θάνατο του Θεοδοσίου (450). Η Πουλχερία ευαίσθητη και για τα θεολογικά πράγματα της Αυτοκρατορίας, υποστήριξε τη σύγκληση της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου στην Έφεσο το 431, η οποία καταδίκασε τον Νεστόριο και τις δοξασίες του, όπως επίσης και την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο στη Χαλκηδόνα, η οποία καταδίκασε τον Ευτυχή και τους Μονοφυσίτες. Υπήρξε μάλιστα η πρώτη γυναίκα που παραβρέθηκε σε Σύνοδο.
5) Η Θεοδώρα (περ. 500 - 548) ήταν Βυζαντινή αυτοκράτειρα και η σύζυγος του διάσημου αυτοκράτορα Ιουστινιανού του Μέγα. Φέρεται ως μία από τις διασημότερες γυναίκες στην παγκόσμια ιστορία και η διασημότερη αυτοκράτειρα του Βυζαντίου. Η περιπέτεια της Θεοδώρας, της αυτοκράτειρας της Κωνσταντινούπολης που από τα παρασκήνια του Ιπποδρόμου ανέβηκε στον θρόνο των Καισάρων, είχε σε κάθε εποχή το προνόμιο να κεντρίζει την περιέργεια και να ερεθίζει τη φαντασία, εξακολουθώντας μέχρι και σήμερα να κεντρίζει το ενδιαφέρον των ιστορικών μελετητών, καλλιτεχνών και αναγνωστικού κοινού. Για τα πρώτα χρόνια της ζωής της οι πληροφορίες προέρχονται από τα «Ανέκδοτα» ή «Απόκρυφη Ιστορία» του Προκόπιου, του επίσημου ιστορικού του Αυτοκράτορα, που δεν τόλμησε ούτε ο ίδιος να δημοσιεύσει, γνωρίζοντας βέβαια τι θα τον περίμενε. Για τον Προκόπιο, η Θεοδώρα αποτελούσε την ενσάρκωση της αδιαντροπιάς, της ακολασίας και της σκληρότητας (αφού έγινε αυτοκράτειρα), δηλαδή ούτε λίγο ούτε πολύ ένα σκάνδαλο με συνεχή εξέλιξη. Μια πόρνη που έγινε Αυτοκράτειρα. Όσο ήταν στη σκηνή, μας πληροφορεί ο Προκόπιος, έκανε πολυάριθμες εκτρώσεις αλλά και ένα γιο που ονομάστηκε Ιωάννης, ο οποίος σώθηκε από την παιδοκτονία από τον πατέρα του. Ο Προκόπιος αναφέρεται σε αυτή με διόλου κολακευτικά σχόλια. Το θέατρο της εποχής για την εκκλησία δεν θεωρούνταν αποδεκτό και το όνομα ηθοποιός ήταν συνώνυμο της πόρνης. Ο Προκόπιος αναφέρει επίσης για τη Θεοδώρα τους ρόλους που έπαιζε και πολλές γδυνόταν αφήνοντας μία ποδίτσα στο αιδοίο της ενώ περιφερόταν ανάμεσα στους θεατές, έπειτα κυλιόταν κάτω και την έραναν με κριθάρι κι έβαζαν χήνες που το έτρωγαν. Το 522 ο Ιουστινιανός την ερωτεύτηκε όταν την γνώρισε σε θεατρική παράσταση που έπαιζε σαν μίμος. Την ανύψωσε στο αξίωμα της πατρικίας, δεν μπορούσε όμως να την παντρευτεί εξαιτίας της σφοδρής αντίδρασης που προέβαλλε η αυτοκράτειρα Ευφημία. Μόνο μετά τον θάνατό της μπόρεσε να πείσει τον θείο του, τον αυτοκράτορα Ιουστίνο, να καταργήσει τον παλαιό νόμο που απαγόρευε τον γάμο συγκλητικού με ηθοποιό. Η Θεοδώρα ηταν πάντα αφοσιωμένη στους φίλους της, όπως ο στρατηγός Ναρσής, δεν συγχωρούσε όμως όσους θεωρούσε απειλή για την επιρροή της. Θύματα της ήταν ο τρανός στρατηγός Βελισάριος που έπεσε στη δυσμένεια της αυτοκράτειρας, και ο ανώτερος οικονομικός υπάλληλος Ιωάννης Καππαδόκης, ο οποίος παρά τις ικανότητές του και τις υπηρεσίες που είχε προσφέρει στο αυτοκρατορικό ταμείο έχασε το 541 τη θέση του. Η Θεοδώρα κατά το διάστημα της παραμονής της στην Αλεξάνδρεια ήρθε σε επαφή με μονοφυσιτικούς κύκλους και περιέβαλλε με την προστασία της ηγετικές μορφές του μονοφυσιτισμού όπως ο Σεβήρος Αντιοχείας και ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Θεοδόσιος.
6) Η Μαρτίνα (περ. 595 - μετά το 641) ήταν η δεύτερη σύζυγος του Βυζαντινού αυτοκράτορα Ηράκλειου. Η Μαρτίνα ήταν θυγατέρα της Μαρίας, αδερφής του Ηράκλειου, με κάποιον Μαρτίνο. Μετά τον θάνατο της πρώτης συζύγου του, Ευδοκίας, ο Ηράκλειος παντρεύτηκε τη Μαρτίνα. Ο Πατριάρχης Σέργιος Κωνσταντινουπόλεως με επιστολές του θέλησε να τον αποτρέψει, αλλά ο Ηράκλειος δεν υποχώρησε και λόγω της κρίσιμης κατάστασης της αυτοκρατορίας ο Σέργιος υποχώρησε, ευλόγησε τον γάμο και έστεψε τη Μαρτίνα αυτοκράτειρα. Ο γάμος όμως πραγματοποιήθηκε και η Μαρτίνα απόκτησε εννέα παιδιά από τον Ηράκλειο. Όμως το γεγονός πως τέσσερα εξ αυτών πέθαναν σε νηπιακή ηλικία και δυο τουλάχιστον από αυτά ήταν ανάπηρα, ο Φάβιος,ο μεγαλύτερος, ανάπηρος από τον λαιμό, κι ο Θεοδόσιος κωφάλαλος, εκλήφθηκε ως τιμωρία για τον παράνομο δεσμό τους. Η Μαρτίνα ήταν φιλόδοξη γυναίκα. Δεν γνωρίζουμε όμως αν οι ενέργειές της ήταν εκδήλωση θερμών αισθημάτων αγάπης προς τον Ηράκλειο ή προϊόν ψυχρού υπολογισμού. Πάντως φαίνεται να ασκούσε ακαταμάχητη γοητεία στον αυτοκράτορα και τη βρίσκουμε σε σημαντικά γεγονότα: δεν αρνήθηκε να αποφύγει τις δυσχέρειες της περσικής εκστρατείας που ξεκίνησε στα 624. Τότε ήταν που γέννησε τον γιο της Ηρακλωνά (626) στην ορεινή Λαζική. Επίσης στην εκστρατεία της Λαζικής και στην πανηγυρική είσοδο στα Ιεροσόλυμα. Όταν πέθανε ο Ηράκλειος ζήτησε να αναλάβει η ίδια την εξουσία όμως ο λαός στον Ιππόδρομο δεν επιδοκίμασε. Ένα ζήτημα για το οποίο τα δυο αυτά πρόσωπα συγκρούστηκαν ήταν τα χρήματα που προόριζε ο Ηράκλειος για τη σύζυγό του Μαρτίνα, και που τα είχε δώσει στον πατριάρχη Πύρρο για να τα φυλάξει στην περίπτωση που ο Κωνσταντίνος την έδιωχνε από το παλάτι. Η Μαρτίνα θεώρησε ως προσωπική επίθεση την ενέργεια αυτή: ο Κωνσταντίνος έστειλε ένα μεγάλο χρηματικό ποσό στον στρατό με σκοπό να εναντιωθεί στη Μαρτίνα και τα παιδιά της και να εξασφαλίσει τους δικούς του γιους. Πάντως μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου ο γιος του Κώνστας Β΄ κατηγόρησε τη Μαρτίνα πως τον δηλητηρίασε, ενώ ο χρονογράφος Θεοφάνης μιλά για συνέργεια στον φόνο της Μαρτίνας και του πατριάρχη Πύρρου. Μετά τον θάνατο του τον διαδέχθηκε αυτόματα ο Ηρακλώνας και τη διοίκηση τη μοιραζόταν με τη Μαρτίνα. Η Μαρτίνα συγκέντρωνε την αντιπάθεια του κλήρου, των δήμων, της συγκλήτου, του στρατού και του λαού: ο πρώτος αντιτίθετο στην άνομη σχέση που είχε συνάψει, αλλά και στην φιλομονοθελητιστική πολιτική της: είχε επαναφέρει από την εξορία τον Κύρο Αλεξανδρείας μονοθελητιστή επίσκοπο Αλεξανδρείας. Τα χρήματα που είχαν σταλεί από τον Κωνσταντίνο Γ΄ στο στρατό για να κινητοποιηθεί εναντίον της Μαρτίνας διανεμήθηκαν σε όλες τις επαρχίες. Ο Βαλεντίνος (Αρσακίδης) αφού συγκέντρωσε μεγάλη δύναμη, πορεύθηκε μέχρι τη Χαλκηδόνα, αλλά η Μαρτίνα κάλεσε το στρατό της Θράκης για να αμυνθεί στην πρωτεύουσα. Τον Νοέμβριο του 641 ξέσπασε επανάσταση εναντίον του ζεύγους: ο Θεοφάνης αναφέρει πως η Σύγκλητος απέρριψε και τους δύο, διατάσσοντας να σχιστεί η γλώσσα της Μαρτίνας και να εξοριστεί με τον σύζυγό της.
Πηγή : 
https://el.m.wikipedia.org/wiki/%CE%A6%CE%B1%CF%8D%CF%83%CF%84%CE%B1
https://el.m.wikipedia.org/wiki/%CE%95%CF%85%CF%83%CE%B5%CE%B2%CE%AF%CE%B1
https://el.m.wikipedia.org/wiki/%CE%95%CF%85%CE%B4%CE%BF%CE%BE%CE%AF%CE%B1_(%CE%B1%CF%85%CF%84%CE%BF%CE%BA%CF%81%CE%AC%CF%84%CE%B5%CE%B9%CF%81%CE%B1)
https://www.google.com/amp/s/www.mixanitouxronou.gr/eydoxia-i-dieftharmeni-aytokrateira-poy-apaitoyse-na-proskynoyn-tin-eikona-tis-kai-dolofonise-toys-antipaloys-tis/%3famp=1
https://el.m.wikipedia.org/wiki/%CE%A0%CE%BF%CF%85%CE%BB%CF%87%CE%B5%CF%81%CE%AF%CE%B1
http://aktines.blogspot.com/2020/08/blog-post_71.html
https://el.m.wikipedia.org/wiki/%CE%98%CE%B5%CE%BF%CE%B4%CF%8E%CF%81%CE%B1_(%CE%B1%CF%85%CF%84%CE%BF%CE%BA%CF%81%CE%AC%CF%84%CE%B5%CE%B9%CF%81%CE%B1)
https://el.m.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%B1%CF%81%CF%84%CE%AF%CE%BD%CE%B1_(%CE%B1%CF%85%CF%84%CE%BF%CE%BA%CF%81%CE%AC%CF%84%CE%B5%CE%B9%CF%81%CE%B1)
https://sites.google.com/site/bishopphotios/%CE%B1%CF%81%CF%87%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CF%83%CE%B5%CE%BB%CE%AF%CE%B4%CE%B1/%CE%B1%CE%BA%CE%B1%CE%B4%CE%B7%CE%BC%CE%B1%CF%8A%CE%BA%CE%AC-%CE%B4%CE%BF%CE%BA%CE%AF%CE%BC%CE%B9%CE%B1/%CE%B7-%CE%B4%CE%B7%CE%BC%CF%8C%CF%83%CE%B9%CE%B1-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%B7-%CE%B9%CE%B4%CE%B9%CF%89%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%B6%CF%89%CE%AE-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%B2%CF%85%CE%B6%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B9%CE%BD%CE%BF%CF%8D-%CE%B1%CF%85%CF%84%CE%BF%CE%BA%CF%81%CE%AC%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%B1

Παρασκευή 18 Αυγούστου 2023

Τζαχάς Μπέης : Ο πρώτος Τούρκος πειρατής του Αιγαίου πελάγους και ο πόλεμος με το Βυζάντιο

Τον 10ο αιώνα η Σμύρνη ήταν σημαντική ναυτική βάση που υποκαθιστούσε τον ρόλο του αχρηστευμένου πλέον λιμανιού της Εφέσου. Στο έργο Περί Θεμάτων του Κωνσταντίνου Ζ΄ Πορφυρογέννητου, η Σμύρνη καταγράφεται ως πόλη του θέματος Θρακησίων, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί την έδρα του ναυτικού θέματος Σάμου.
Τα ναυτικά θέματα διέθεταν στόλο επιφορτισμένο και με τη φύλαξη των χερσαίων θεμάτων , όπως το θέμα των Θρακησίων. Αυτή την πραγματικότητα αντκατοπτρίζει η διπλή υπαγωγή της Σμύρνης. Εξ άλλου, έχει καταγραφεί και η παρουσία στην πόλη διοικητών του στόλου. Η ναυτική δράση του Σελτζούκου Τζαχά ώθησε το βυζαντινό κράτος να αναπτύξει αξιόμαχο στόλο, ικανό να εξασφαλίσει τηνκυριαρχία στις θάλασσες κατά τον 12ο αι. απέναντι στους σφετεριστές της Κύπρου και της Κρήτης, αλλά και των εξωτερικών κινδύνων λόγω των σταυροφοριών.
Μετά την ανάκτηση των παραλιακών πόλεων της Μικράς Ασίας από τον Τζαχά, η Σμύρνη αναβαθμίστηκε κι έγινε βάση για τις επιχειρήσεις του βυζαντινού σστόλου στη Μικρά Ασία. Στα χρόνια της Αυτοκρατορίας της Νικαίας, η Σμύρνη ήταν το κυριότερο πολεμικό λιμάνι της. Ο Γεώργιος Ακροπολίτης αναφέρει ότι εκεί κατασκευάστηκε ο λαμπρός στόλος του Ιωάννη Γ΄ Βατάτζη. Κατά το β΄ μισό του 13ου αιώνα, και έως την κατάληψή της από το εμιράτο του Αϊδινίου, η Σμύρνη παρέμεινε σημαντικό λιμάνι της παλιαολόγειας αυτοκρατορίας και πρωτεύουσα του θέματος Θρακησίων.

Οι  Τουρκομάνοι, τουρκικά φύλα, είχαν από καιρό εμφανιστεί στην Εγγύς Ανατολή. Οι στρατιωτικές αρετές τους είχαν τραβήξει την προσοχή των Αββασιδών χαλιφών, οι οποίοι πήραν στην υπηρεσία τους πολλούς από αυτούς. Αυτοί συμμετείχαν σε εκστρατείες εναντίον των Βυζαντινών. Έτσι, η μάχη του Δαζιμώνος το 838, που έφερε αντιμέτωπους τον αυτοκράτορα Θεόφιλο με το χαλίφη αλ-Μουτασίμ, μπορεί να θεωρηθεί η πρώτη σημαντική αντιπαράθεση ανάμεσα στους Τουρκομάνους και τους Βυζαντινούς. Αρχικά η νίκη ήταν με το μέρος των Βυζαντινών, όμως ηττήθηκαν μετά την άφιξη των τουρκικών ενισχύσεων που επιτέθηκαν με τα βέλη τους στους Βυζαντινούς στρατιώτες· οι τελευταίοι γλίτωσαν την πανωλεθρία χάρη σε μια βροχή που χαλάρωσε τις χορδές των τουρκικών τόξων. Τον 11ο αιώνα, οι Σελτζούκοι Τούρκοι, σουνίτες που είχαν πρόσφατα εξισλαμιστεί, προερχόμενοι από την Κεντρική Ασία, κατέλαβαν το Ιράν και στη συνέχεια τη Μεσοποταμία, κι εγκαταστάθηκαν στη Βαγδάτη. Οι σουλτάνοι Toghrul Beg και στη συνέχεια ο ανιψιός του Αλπ Αρσλάν οραματίζονταν την επανένωση του μουσουλμανικού κόσμου υπό τη δική τους εξουσία. Ο βασικός τους αντίπαλος ήταν οι Φατιμίδες σιίτες του Καΐρου. Τα δε στρατεύματα των Σελτζούκων περιλάμβαναν τουρκομανικά φύλα που δεν είχαν ενσωματωθεί πλήρως στον τακτικό στρατό, ενώ οι σουλτάνοι τούς άφηναν να λεηλατούν τους γειτονικούς χριστιανικούς τόπους, την Αρμενία και τη Μικρά Ασία. Αυτοί οι Τουρκομάνοι έκαναν σύντομες ληστρικές επιδρομές, τις οποίες ο βυζαντινός στρατός δυσκολευόταν να αποκρούσει. Ωστόσο, όταν οι Βυζαντινοί στρατηγοί αναχαίτιζαν τα τουρκικά στρατεύματα, έφθαναν καμιά φορά στο σημείο να τα διαλύσουν. Η κυριότερη προσπάθεια αντίδρασης από τους Βυζαντινούς οργανώθηκε γύρω από τον αυτοκράτορα Ρωμανό Δ΄ Διογένη, ο οποίος είχε εκλεγεί από τη βυζαντινή αριστοκρατία ως συναυτοκράτορας, για να απωθήσει τους Τούρκους. Το 1071, ο Ρωμανός Δ΄ ως επικεφαλής ισχυρού στρατού κινήθηκε ενάντια στους Τούρκους του Αλπ Αρσλάν, ο οποίος τότε διεξήγε εκστρατεία ενάντια στους Φατιμίδες. Οι Βυζαντινοί ηττήθηκαν κοντά στο οχυρό του Μαντζικέρτ και ο αυτοκράτορας αιχμαλωτίστηκε.

Η Μικρά Ασία ήταν ευάλωτη στους Τούρκους όχι μόνο λόγω αυτής της ήττας, αλλά και εξαιτίας του εμφύλιου πολέμου, που έφερε αντιμέτωπους τους υποστηρικτές του Διογένη κι εκείνους της δυναστείας των Δουκών. Κατά τη διάρκεια αυτού του πολέμου και των μετέπειτα εξεγέρσεων ενάντια στον αυτοκράτορα Μιχαήλ Ζ΄ Δούκα, οι αντίπαλοι αναζήτησαν ενισχύσεις των δικών τους στρατευμάτων στα τουρκικά στρατιωτικά σώματα. Η κατάσταση αυτή εξηγεί την ταχύτητα της τουρκικής προέλασης. Έτσι, ο Νικηφόρος Μελισσηνός, ένας διεκδικητής του θρόνου, τοποθέτησε τουρκική φρουρά μέσα στην πόλη της Νίκαιας, της οποίας οι ισχυρές επάλξεις θα μπορούσαν να αντισταθούν στις εφόδους των τουρκικών ορδών. Ο Μελισσηνός διαπραγματεύτηκε με τον Αλέξιο Κομνηνό και έλαβε τον υψηλό τίτλο του καίσαρα, αλλά η τουρκική φρουρά παρέμεινε στη Νίκαια και άρχισε να ενεργεί προς ίδιον όφελος. Ο αυτοκράτορας Αλέξιος Κομνηνός ανέλαβε την εξουσία το 1081 και ασχολήθηκε με την απόκρουση της νορμανδικής εισβολής, χωρίς να επιχειρήσει καμία επίθεση στη Μικρά Ασία επί αρκετές δεκαετίες, αρκούμενος στο να απαγορεύσει στους Τούρκους να καταλάβουν τα νησιά και να αποκτήσουν πρόσβαση στο ναυτικό. Δεν υποστήριξε τους αξιωματικούς που αντιστέκονταν ακόμη κατά τόπους σε μια άνιση τουρκική πίεση, όπως ο Φιλαρέτος Βραχάμιος που κρατούσε την Αντιόχεια, την Έδεσσα, την Κιλικία και τη Μελιτηνή. Αντιθέτως, ο τελευταίος πιθανότατα έστειλε επικουρικά στρατεύματα στην Ευρώπη κι έχασε το Δεκέμβριο του 1084 την Αντιόχεια της Συρίας προς όφελος του Σουλεϊμάν, του Σελτζούκου πρίγκιπα που είχε εγκατασταθεί στη Νίκαια.

Ο Τζαχάς (Ζαχάς ή Τσακά) ήταν Σελτζούκος εμίρης του 11ου αιώνα στην ευρύτερη περιοχή της Νίκαιας. Σύμφωνα με τις βυζαντινές πηγές, αιχμαλωτίστηκε επί Νικηφόρου Γ΄ Βοτανειάτη (1078-1081) αλλά, καθώς δήλωσε πίστη και υποταγή στον βυζαντινό αυτοκράτορα, ανταμείφθηκε με πλούσια δώρα και τον τίτλο του Πρωτονοβελίσσιμου, που απονεμόταν σε επιφανείς πολιτικούς και στρατιωτικούς αξιωματούχους. Ωστόσο, με την ανάρρηση στον θρόνο του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού έχασε τα προνόμιά του. Αφού βρέθηκε σε δυσμένεια, ο Τζαχάς μετέβη στη Σμύρνη και κατά το διάστημα 1088-1091 κατασκεύασε εκεί στόλο. Γράφει η Άννα Κομνηνή  για τον Τζαχά (Αλεξιάς VII.8.1): «Τότε ακριβώς ο Τζαχάς, βέβαιος ότι ο αυτοκράτορας αντιμετώπιζε πολύπλευρες απειλές από την Δύση και ήταν σε διαρκείς εχθροπραξίες με τους Πετσενέγκους, σκέφτηκε ότι ήταν ευκαιρία να κατασκευάσει στόλο. Και βρήκε έναν Σμυρνιό και ανέθεσε σ’ εκείνον την κατασκευή των πειρατικών πλοίων, γιατί είχε εμπειρία στη ναυπηγική. Αφού, λοιπόν, κατασκεύασε εκεί (στη Σμύρνη) πολλά πλοία και επιπλέον σαράντα σκεπαστά αγράρια, κι αφού τα επάνδρωσε με έμπειρους άνδρες, επιτέθηκε στις Κλαζομενές και τις κατέλαβε· κι από κει τράβηξε για τη Φώκαια, και επέδραμε και σ’ αυτήν και την κατέκτησε». Πράγματι, ο Τζαχάς κατέλαβε τη Φώκαια, τη Μυτιλήνη, τη Χίο, τη Σάμο και τη Ρόδο και ανέδειξε τη Σμύρνη πρωτεύουσά του. 

Παρά τις προσωρινές επιτυχίες του ναυάρχου Κωνσταντίνου Δαλασσηνού εναντίον του, και ενώ ο Αλέξιος Α΄ήταν απασχολημένος με τον κίνδυνο που δημιουργούσαν οι Πετσενέγκοι (τουρκικός λαός που ζούσε στις στέπες, βόρεια του Δούναβη) για την αυτοκρατορία, ο Τζαχάς αυτοακηρύχθηκε αυτοκράτορας κι έφτασε να σχεδιάζει ναυτική επίθεση εναντίον της Κωνσταντινούπολης, έχοντας φροντίσει να συμμαχήσει με τους Πετσενέγκους. Ένας φιλόδοξουπς εμίρης που, στα περίπου 26 χρόνια της κυριαρχίας του, με τα τολμηρά και φιλόδοξα σχέδιά του κατάφερε να καταστεί μια αρκετά σοβαρή απειλή για το Βυζάντιο. Συμμαχώντας με εχθρούς των Βυζαντινών απείλησε ακόμα και την Κωνσταντινούπολη. Αυτοανακηρύχθηκε βασιλεύς και, φορώντας τα αυτοκρατορικά διάσημα, προσπαθούσε να εμφανιστεί ως γνήσιος συνεχιστής της βυζαντινής εξουσίας, σε αντιδιαστολή με τους Σελτζούκους της Μικράς Ασίας, οι οποίοι επιδίωκαν να εμφανίζονται ως συνεχιστές της αίγλης των παλαιών Περσών βασιλέων. Η απειλή αυτή υποχρέωσε τον Αλέξιο Α΄να δώσει έμφαση και προτεραιότητα στην κατασκευή ισχυρού στόλου. Ο αυτοκράτορας κατάφερε τελικά να κατατροπώσει τους Πετσενέγκους στη μάχη του Λεβουνίου (29 Απριλίου 1091) σε τέτοιο σημείο, ώστε να μην αποτελέσουν ξανά απειλή για την αυτοκρατορία. Τα σχέδια του Τζαχά για την Πόλη είχαν ματαιωθεί, αλλά ο κίνδυνος δεν είχε εκλείψει. Την επόμενη χρονιά (1092) ο Τζαχάς πάντρεψε την κόρη του με τον σουλτάνο της Νίκαιας Κιλίτζ Αρσλάν Α΄, προσπαθώντας να σχηματίσει νέα συμμαχία εναντίον των βυζαντινών. Ωστόσο, ο Αλέξιος Α΄ πέτυχε να στρέψει τον Αρσλάν εναντίον του Τζαχά. Το 1094, κατά τη διάρκεια ενός συμποσίου που έλαβε χώρα στη Σμύρνη, ο Κιλίτζ Αρσλάν δολοφόνησε τον μεθυσμένο Τζαχά. Ο διάδοχος γιος του δεν κατάφερε να κρατήσει τα κατακτημένα εδάφη και οι βυζαντινοί τα πήραν πίσω μετά τη μάχη του Δορυλαίου.

Η Μάχη του Δορύλαιου πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια της Πρώτης Σταυροφορίας την 1η Ιουλίου 1097, μεταξύ των Σελτζούκων Τούρκων και των Σταυροφόρων, κοντά στο Δορύλαιο της Μικράς Ασίας. Αν και οι τουρκικές δυνάμεις του Κιλίτς Αρσλάν είχαν σχεδόν καταστρέψει το σταυροφορικό τάγμα του Βοημούνδου, άλλοι Σταυροφόροι κατέφθασαν στην ώρα και η μάχη εξελίχθηκε σε σταυροφορική νίκη. Οι Σταυροφόροι έγιναν πράγματι πλούσιοι, τουλάχιστον για μικρό χρονικό διάστημα, αφού κατέλαβαν το θησαυροφυλάκιο του Κιλίτς Αρσλάν. Οι Τούρκοι έφυγαν και ο Αρσλάν στράφηκε σε άλλα θέματα στο ανατολικό του έδαφος. Ο Κιλίτς Αρσλάν συνέλαβε τιμωρητικά αρσενικά Ελληνόπουλα από μια περιοχή που ξεκινούσε από το Δορύλαιο και έφτανε στο Ικόνιο, στέλνοντας πολλά ως σκλάβους στην Περσία. Αφετέρου, οι Σταυροφόροι είχαν τη δυνατότητα να βαδίσουν σχεδόν χωρίς αντίπαλο μέσα από τη Μικρά Ασία στο δρόμο τους προς Αντιόχεια. Χρειάστηκαν σχεδόν τρεις μήνες για να διασχίσουν την Ανατολία στη ζέστη του καλοκαιριού και τον Οκτώβριο άρχισαν την πολιορκία της Αντιόχειας. Με τον στρατό των Σταυροφόρων να κινείται προς την Αντιόχεια, ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α΄ πέτυχε μέρος της αρχικής του πρόθεσης να καλέσει τους Σταυροφόρους στην πρώτη θέση: με στόχο της επανάκτηση των σελτζουκικών εδαφών στη Μικρά Ασία. Ο Ιωαάννης Δούκας αποκατέστησε τη βυζαντινή κυριαρχία στη Χίο, τη Ρόδο, τη Σμύρνη, την Έφεσο, τις Σάρδεις και τη Φιλαδέλφεια το 1097–1099. Η επιτυχία αυτή αποδίδεται από την Άννα Κομνηνή στη διπλωματία και την πολιτική του.

Το 1097 ανακαταλήφθηκε η Νίκαια και ο Αλέξιος Α΄ όρισε τον Ιωάννη Δούκα ως αρχιστράτηγο και τού ανάθεσε την ανάκτηση των μικρασιατικών παραλίων στο Αιγαίο από τους Τούρκους. Στη Νίκαια είχε συλληφθεί η σύζυγος τού Κιλίτζ Αρσλάν Α΄ σουλτάνου τού Ικονίου και η κόρη τού Τζαχά, που δόθηκαν στον Ιωάννη για να διευκολύνουν τις διαπραγματεύσεις. Ο Ιωάννης έδωσε τη διοίκηση του στόλου στον Κάσπακα και βάδισε εναντίον της Σμύρνης. Έπειτα από σύντομη πολιορκία, ο Τζαχάς συμφώνησε να παραδώσει την πόλη, με αντάλλαγμα την ασφαλή αποχώρησή του και εγγυήσεις για την ασφάλεια των ομοεθνών του. Όμως ο Κάσπαξ, πριν προλάβει να αναλάβει τη διοίκηση, σκοτώθηκε από έναν μουσουλμάνο και οι οργισμένοι ναύτες του στόλου σφαγίασαν τους Τούρκους της πόλης. Ο Ιωάννης δεν μπόρεσε να τους συγκρατήσει και μόνο μετά αποκαταστάθηκε η τάξη. Άφησε τον έμπειρο Υαλέα ως δούκα της Σμύρνης με όλο τον Στόλο και συνέχισε την εκστρατεία του. Βάδισε νότια, στην Έφεσο, που έπειτα από μακρά πολιορκία ο Ιωάννης νίκησε την τοπική φρουρά και ελευθέρωσε τους 2.000 αιχμαλώτους, που επανεγκαταστάθηκαν στα νησιά τού Αιγαίου. Τοποθετήθηκε ο Πετζέας ως δούκας της Εφέσου και ο Ιωάννης στράφηκε προς την ενδοχώρα. Ανακατέλαβε τις Σάρδεις και τη Φιλαδέλφεια, που τις εμπιστεύτηκε στον Μιχαήλ Κεκαυμένο και έφθασε στη Λαοδίκεια, η οποία άνοιξε τις πύλες της σε αυτόν. Από εκεί βάδισε στα φρούρια Χώμα και Λάμπη, όπου εγκατέστησε κυβερνήτη τον Ευστάθιο Καμύτζη και προσέγγισε στον Πολύβοτο, όπου είχαν καταφύγει όσοι Τούρκοι επέζησαν από την Έφεσο. Τους αιφνιδίασε και τους νίκησε παίρνοντας πολλά λάφυρα.

Την εποχή της Α΄ Σταυροφορίας, η Μικρά Ασία είχε σχεδόν ολοκληρωτικά χαθεί. Η κατάληψη της Νίκαιας από τους σταυροφόρους το 1097 και η νίκη τους στο Δορύλαιο επέτρεψαν στον Αλέξιο να ανακτήσει τον έλεγχο του δυτικού τμήματος της Μικράς Ασίας και των παραλίων του Πόντου, απωθώντας τους Τούρκους στο οροπέδιο, όπου ίδρυσαν τη νέα πρωτεύουσά τους, στο Ικόνιο. Παρ’ όλα αυτά, το 1176 ο Μανουήλ Κομνηνός δεν κατόρθωσε να τους εκτοπίσει, βάζοντας τέλος σε οποιαδήποτε ελπίδα για επανένωση της Μικράς Ασίας υπό το αυτοκρατορικό σκήπτρο. Οι περιοχές που καταλήφθηκαν προσωρινά από τους Τούρκους υπέστησαν άνισες καταστροφές: Η κοιλάδα του Μαιάνδρου και γενικότερα το θέμα των Θρακησίων φαίνεται ότι ήταν περιοχές που παρέμειναν ακμάζουσες, παρά τις σφαγές του πληθυσμού της Σμύρνης την εποχή της ανάκτησης. Απεναντίας, η περιοχή του Αδραμυττίου παρέμενε ερειπωμένη στην αρχή της βασιλείας του Μανουήλ Κομνηνού. Ο αυτοκράτορας αυτός ενίσχυσε τον πληθυσμό, εγκαθιστώντας Σέρβους αιχμαλώτους στη Βιθυνία. Στα τέλη του 12ου αιώνα, όταν οι Τούρκοι πραγματοποιούσαν επιδρομές στην περιοχή, τη βρήκαν σε μεγάλη ακμή.10 Οι Βυζαντινοί είχαν καταφέρει να διασφαλίσουν τις πιο εύφορες αγροτικές γαίες. Το 1204, όταν μια μερίδα της βυζαντινής αριστοκρατίας αναζήτησε καταφύγιο στην περιοχή μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης, κατάφερε να αναδιοργανώσει σε σύντομο χρονικό διάστημα ένα βιώσιμο κράτος γύρω από το Θεόδωρο Λάσκαρι.

Πηγή : https://booksandstyle.gr/%CE%BA%CE%BF%CE%B9%CF%84%CE%B9%CE%B4%CE%B5%CF%83-%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CF%85-%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CF%84%CE%B9%CF%83%CE%BC%CE%BF%CF%85-%CF%83%CE%BC%CF%85%CF%81%CE%BD-7/
https://el.m.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%AC%CF%87%CE%B7_%CF%84%CE%BF%CF%85_%CE%94%CE%BF%CF%81%CF%85%CE%BB%CE%B1%CE%AF%CE%BF%CF%85_(1097)
https://el.m.wikipedia.org/wiki/%CE%99%CF%89%CE%AC%CE%BD%CE%BD%CE%B7%CF%82_%CE%94%CE%BF%CF%8D%CE%BA%CE%B1%CF%82_(%CE%BC%CE%AD%CE%B3%CE%B1%CF%82_%CE%B4%CE%BF%CF%85%CE%BE)
http://constantinople.ehw.gr/Forms/fLemmaBody.aspx?lemmaId=12464

http://constantinople.ehw.gr/forms/fLemmaBody.aspx?lemmaid=4230