Παρασκευή 18 Αυγούστου 2023

Τζαχάς Μπέης : Ο πρώτος Τούρκος πειρατής του Αιγαίου πελάγους και ο πόλεμος με το Βυζάντιο

Τον 10ο αιώνα η Σμύρνη ήταν σημαντική ναυτική βάση που υποκαθιστούσε τον ρόλο του αχρηστευμένου πλέον λιμανιού της Εφέσου. Στο έργο Περί Θεμάτων του Κωνσταντίνου Ζ΄ Πορφυρογέννητου, η Σμύρνη καταγράφεται ως πόλη του θέματος Θρακησίων, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί την έδρα του ναυτικού θέματος Σάμου.
Τα ναυτικά θέματα διέθεταν στόλο επιφορτισμένο και με τη φύλαξη των χερσαίων θεμάτων , όπως το θέμα των Θρακησίων. Αυτή την πραγματικότητα αντκατοπτρίζει η διπλή υπαγωγή της Σμύρνης. Εξ άλλου, έχει καταγραφεί και η παρουσία στην πόλη διοικητών του στόλου. Η ναυτική δράση του Σελτζούκου Τζαχά ώθησε το βυζαντινό κράτος να αναπτύξει αξιόμαχο στόλο, ικανό να εξασφαλίσει τηνκυριαρχία στις θάλασσες κατά τον 12ο αι. απέναντι στους σφετεριστές της Κύπρου και της Κρήτης, αλλά και των εξωτερικών κινδύνων λόγω των σταυροφοριών.
Μετά την ανάκτηση των παραλιακών πόλεων της Μικράς Ασίας από τον Τζαχά, η Σμύρνη αναβαθμίστηκε κι έγινε βάση για τις επιχειρήσεις του βυζαντινού σστόλου στη Μικρά Ασία. Στα χρόνια της Αυτοκρατορίας της Νικαίας, η Σμύρνη ήταν το κυριότερο πολεμικό λιμάνι της. Ο Γεώργιος Ακροπολίτης αναφέρει ότι εκεί κατασκευάστηκε ο λαμπρός στόλος του Ιωάννη Γ΄ Βατάτζη. Κατά το β΄ μισό του 13ου αιώνα, και έως την κατάληψή της από το εμιράτο του Αϊδινίου, η Σμύρνη παρέμεινε σημαντικό λιμάνι της παλιαολόγειας αυτοκρατορίας και πρωτεύουσα του θέματος Θρακησίων.

Οι  Τουρκομάνοι, τουρκικά φύλα, είχαν από καιρό εμφανιστεί στην Εγγύς Ανατολή. Οι στρατιωτικές αρετές τους είχαν τραβήξει την προσοχή των Αββασιδών χαλιφών, οι οποίοι πήραν στην υπηρεσία τους πολλούς από αυτούς. Αυτοί συμμετείχαν σε εκστρατείες εναντίον των Βυζαντινών. Έτσι, η μάχη του Δαζιμώνος το 838, που έφερε αντιμέτωπους τον αυτοκράτορα Θεόφιλο με το χαλίφη αλ-Μουτασίμ, μπορεί να θεωρηθεί η πρώτη σημαντική αντιπαράθεση ανάμεσα στους Τουρκομάνους και τους Βυζαντινούς. Αρχικά η νίκη ήταν με το μέρος των Βυζαντινών, όμως ηττήθηκαν μετά την άφιξη των τουρκικών ενισχύσεων που επιτέθηκαν με τα βέλη τους στους Βυζαντινούς στρατιώτες· οι τελευταίοι γλίτωσαν την πανωλεθρία χάρη σε μια βροχή που χαλάρωσε τις χορδές των τουρκικών τόξων. Τον 11ο αιώνα, οι Σελτζούκοι Τούρκοι, σουνίτες που είχαν πρόσφατα εξισλαμιστεί, προερχόμενοι από την Κεντρική Ασία, κατέλαβαν το Ιράν και στη συνέχεια τη Μεσοποταμία, κι εγκαταστάθηκαν στη Βαγδάτη. Οι σουλτάνοι Toghrul Beg και στη συνέχεια ο ανιψιός του Αλπ Αρσλάν οραματίζονταν την επανένωση του μουσουλμανικού κόσμου υπό τη δική τους εξουσία. Ο βασικός τους αντίπαλος ήταν οι Φατιμίδες σιίτες του Καΐρου. Τα δε στρατεύματα των Σελτζούκων περιλάμβαναν τουρκομανικά φύλα που δεν είχαν ενσωματωθεί πλήρως στον τακτικό στρατό, ενώ οι σουλτάνοι τούς άφηναν να λεηλατούν τους γειτονικούς χριστιανικούς τόπους, την Αρμενία και τη Μικρά Ασία. Αυτοί οι Τουρκομάνοι έκαναν σύντομες ληστρικές επιδρομές, τις οποίες ο βυζαντινός στρατός δυσκολευόταν να αποκρούσει. Ωστόσο, όταν οι Βυζαντινοί στρατηγοί αναχαίτιζαν τα τουρκικά στρατεύματα, έφθαναν καμιά φορά στο σημείο να τα διαλύσουν. Η κυριότερη προσπάθεια αντίδρασης από τους Βυζαντινούς οργανώθηκε γύρω από τον αυτοκράτορα Ρωμανό Δ΄ Διογένη, ο οποίος είχε εκλεγεί από τη βυζαντινή αριστοκρατία ως συναυτοκράτορας, για να απωθήσει τους Τούρκους. Το 1071, ο Ρωμανός Δ΄ ως επικεφαλής ισχυρού στρατού κινήθηκε ενάντια στους Τούρκους του Αλπ Αρσλάν, ο οποίος τότε διεξήγε εκστρατεία ενάντια στους Φατιμίδες. Οι Βυζαντινοί ηττήθηκαν κοντά στο οχυρό του Μαντζικέρτ και ο αυτοκράτορας αιχμαλωτίστηκε.

Η Μικρά Ασία ήταν ευάλωτη στους Τούρκους όχι μόνο λόγω αυτής της ήττας, αλλά και εξαιτίας του εμφύλιου πολέμου, που έφερε αντιμέτωπους τους υποστηρικτές του Διογένη κι εκείνους της δυναστείας των Δουκών. Κατά τη διάρκεια αυτού του πολέμου και των μετέπειτα εξεγέρσεων ενάντια στον αυτοκράτορα Μιχαήλ Ζ΄ Δούκα, οι αντίπαλοι αναζήτησαν ενισχύσεις των δικών τους στρατευμάτων στα τουρκικά στρατιωτικά σώματα. Η κατάσταση αυτή εξηγεί την ταχύτητα της τουρκικής προέλασης. Έτσι, ο Νικηφόρος Μελισσηνός, ένας διεκδικητής του θρόνου, τοποθέτησε τουρκική φρουρά μέσα στην πόλη της Νίκαιας, της οποίας οι ισχυρές επάλξεις θα μπορούσαν να αντισταθούν στις εφόδους των τουρκικών ορδών. Ο Μελισσηνός διαπραγματεύτηκε με τον Αλέξιο Κομνηνό και έλαβε τον υψηλό τίτλο του καίσαρα, αλλά η τουρκική φρουρά παρέμεινε στη Νίκαια και άρχισε να ενεργεί προς ίδιον όφελος. Ο αυτοκράτορας Αλέξιος Κομνηνός ανέλαβε την εξουσία το 1081 και ασχολήθηκε με την απόκρουση της νορμανδικής εισβολής, χωρίς να επιχειρήσει καμία επίθεση στη Μικρά Ασία επί αρκετές δεκαετίες, αρκούμενος στο να απαγορεύσει στους Τούρκους να καταλάβουν τα νησιά και να αποκτήσουν πρόσβαση στο ναυτικό. Δεν υποστήριξε τους αξιωματικούς που αντιστέκονταν ακόμη κατά τόπους σε μια άνιση τουρκική πίεση, όπως ο Φιλαρέτος Βραχάμιος που κρατούσε την Αντιόχεια, την Έδεσσα, την Κιλικία και τη Μελιτηνή. Αντιθέτως, ο τελευταίος πιθανότατα έστειλε επικουρικά στρατεύματα στην Ευρώπη κι έχασε το Δεκέμβριο του 1084 την Αντιόχεια της Συρίας προς όφελος του Σουλεϊμάν, του Σελτζούκου πρίγκιπα που είχε εγκατασταθεί στη Νίκαια.

Ο Τζαχάς (Ζαχάς ή Τσακά) ήταν Σελτζούκος εμίρης του 11ου αιώνα στην ευρύτερη περιοχή της Νίκαιας. Σύμφωνα με τις βυζαντινές πηγές, αιχμαλωτίστηκε επί Νικηφόρου Γ΄ Βοτανειάτη (1078-1081) αλλά, καθώς δήλωσε πίστη και υποταγή στον βυζαντινό αυτοκράτορα, ανταμείφθηκε με πλούσια δώρα και τον τίτλο του Πρωτονοβελίσσιμου, που απονεμόταν σε επιφανείς πολιτικούς και στρατιωτικούς αξιωματούχους. Ωστόσο, με την ανάρρηση στον θρόνο του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού έχασε τα προνόμιά του. Αφού βρέθηκε σε δυσμένεια, ο Τζαχάς μετέβη στη Σμύρνη και κατά το διάστημα 1088-1091 κατασκεύασε εκεί στόλο. Γράφει η Άννα Κομνηνή  για τον Τζαχά (Αλεξιάς VII.8.1): «Τότε ακριβώς ο Τζαχάς, βέβαιος ότι ο αυτοκράτορας αντιμετώπιζε πολύπλευρες απειλές από την Δύση και ήταν σε διαρκείς εχθροπραξίες με τους Πετσενέγκους, σκέφτηκε ότι ήταν ευκαιρία να κατασκευάσει στόλο. Και βρήκε έναν Σμυρνιό και ανέθεσε σ’ εκείνον την κατασκευή των πειρατικών πλοίων, γιατί είχε εμπειρία στη ναυπηγική. Αφού, λοιπόν, κατασκεύασε εκεί (στη Σμύρνη) πολλά πλοία και επιπλέον σαράντα σκεπαστά αγράρια, κι αφού τα επάνδρωσε με έμπειρους άνδρες, επιτέθηκε στις Κλαζομενές και τις κατέλαβε· κι από κει τράβηξε για τη Φώκαια, και επέδραμε και σ’ αυτήν και την κατέκτησε». Πράγματι, ο Τζαχάς κατέλαβε τη Φώκαια, τη Μυτιλήνη, τη Χίο, τη Σάμο και τη Ρόδο και ανέδειξε τη Σμύρνη πρωτεύουσά του. 

Παρά τις προσωρινές επιτυχίες του ναυάρχου Κωνσταντίνου Δαλασσηνού εναντίον του, και ενώ ο Αλέξιος Α΄ήταν απασχολημένος με τον κίνδυνο που δημιουργούσαν οι Πετσενέγκοι (τουρκικός λαός που ζούσε στις στέπες, βόρεια του Δούναβη) για την αυτοκρατορία, ο Τζαχάς αυτοακηρύχθηκε αυτοκράτορας κι έφτασε να σχεδιάζει ναυτική επίθεση εναντίον της Κωνσταντινούπολης, έχοντας φροντίσει να συμμαχήσει με τους Πετσενέγκους. Ένας φιλόδοξουπς εμίρης που, στα περίπου 26 χρόνια της κυριαρχίας του, με τα τολμηρά και φιλόδοξα σχέδιά του κατάφερε να καταστεί μια αρκετά σοβαρή απειλή για το Βυζάντιο. Συμμαχώντας με εχθρούς των Βυζαντινών απείλησε ακόμα και την Κωνσταντινούπολη. Αυτοανακηρύχθηκε βασιλεύς και, φορώντας τα αυτοκρατορικά διάσημα, προσπαθούσε να εμφανιστεί ως γνήσιος συνεχιστής της βυζαντινής εξουσίας, σε αντιδιαστολή με τους Σελτζούκους της Μικράς Ασίας, οι οποίοι επιδίωκαν να εμφανίζονται ως συνεχιστές της αίγλης των παλαιών Περσών βασιλέων. Η απειλή αυτή υποχρέωσε τον Αλέξιο Α΄να δώσει έμφαση και προτεραιότητα στην κατασκευή ισχυρού στόλου. Ο αυτοκράτορας κατάφερε τελικά να κατατροπώσει τους Πετσενέγκους στη μάχη του Λεβουνίου (29 Απριλίου 1091) σε τέτοιο σημείο, ώστε να μην αποτελέσουν ξανά απειλή για την αυτοκρατορία. Τα σχέδια του Τζαχά για την Πόλη είχαν ματαιωθεί, αλλά ο κίνδυνος δεν είχε εκλείψει. Την επόμενη χρονιά (1092) ο Τζαχάς πάντρεψε την κόρη του με τον σουλτάνο της Νίκαιας Κιλίτζ Αρσλάν Α΄, προσπαθώντας να σχηματίσει νέα συμμαχία εναντίον των βυζαντινών. Ωστόσο, ο Αλέξιος Α΄ πέτυχε να στρέψει τον Αρσλάν εναντίον του Τζαχά. Το 1094, κατά τη διάρκεια ενός συμποσίου που έλαβε χώρα στη Σμύρνη, ο Κιλίτζ Αρσλάν δολοφόνησε τον μεθυσμένο Τζαχά. Ο διάδοχος γιος του δεν κατάφερε να κρατήσει τα κατακτημένα εδάφη και οι βυζαντινοί τα πήραν πίσω μετά τη μάχη του Δορυλαίου.

Η Μάχη του Δορύλαιου πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια της Πρώτης Σταυροφορίας την 1η Ιουλίου 1097, μεταξύ των Σελτζούκων Τούρκων και των Σταυροφόρων, κοντά στο Δορύλαιο της Μικράς Ασίας. Αν και οι τουρκικές δυνάμεις του Κιλίτς Αρσλάν είχαν σχεδόν καταστρέψει το σταυροφορικό τάγμα του Βοημούνδου, άλλοι Σταυροφόροι κατέφθασαν στην ώρα και η μάχη εξελίχθηκε σε σταυροφορική νίκη. Οι Σταυροφόροι έγιναν πράγματι πλούσιοι, τουλάχιστον για μικρό χρονικό διάστημα, αφού κατέλαβαν το θησαυροφυλάκιο του Κιλίτς Αρσλάν. Οι Τούρκοι έφυγαν και ο Αρσλάν στράφηκε σε άλλα θέματα στο ανατολικό του έδαφος. Ο Κιλίτς Αρσλάν συνέλαβε τιμωρητικά αρσενικά Ελληνόπουλα από μια περιοχή που ξεκινούσε από το Δορύλαιο και έφτανε στο Ικόνιο, στέλνοντας πολλά ως σκλάβους στην Περσία. Αφετέρου, οι Σταυροφόροι είχαν τη δυνατότητα να βαδίσουν σχεδόν χωρίς αντίπαλο μέσα από τη Μικρά Ασία στο δρόμο τους προς Αντιόχεια. Χρειάστηκαν σχεδόν τρεις μήνες για να διασχίσουν την Ανατολία στη ζέστη του καλοκαιριού και τον Οκτώβριο άρχισαν την πολιορκία της Αντιόχειας. Με τον στρατό των Σταυροφόρων να κινείται προς την Αντιόχεια, ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α΄ πέτυχε μέρος της αρχικής του πρόθεσης να καλέσει τους Σταυροφόρους στην πρώτη θέση: με στόχο της επανάκτηση των σελτζουκικών εδαφών στη Μικρά Ασία. Ο Ιωαάννης Δούκας αποκατέστησε τη βυζαντινή κυριαρχία στη Χίο, τη Ρόδο, τη Σμύρνη, την Έφεσο, τις Σάρδεις και τη Φιλαδέλφεια το 1097–1099. Η επιτυχία αυτή αποδίδεται από την Άννα Κομνηνή στη διπλωματία και την πολιτική του.

Το 1097 ανακαταλήφθηκε η Νίκαια και ο Αλέξιος Α΄ όρισε τον Ιωάννη Δούκα ως αρχιστράτηγο και τού ανάθεσε την ανάκτηση των μικρασιατικών παραλίων στο Αιγαίο από τους Τούρκους. Στη Νίκαια είχε συλληφθεί η σύζυγος τού Κιλίτζ Αρσλάν Α΄ σουλτάνου τού Ικονίου και η κόρη τού Τζαχά, που δόθηκαν στον Ιωάννη για να διευκολύνουν τις διαπραγματεύσεις. Ο Ιωάννης έδωσε τη διοίκηση του στόλου στον Κάσπακα και βάδισε εναντίον της Σμύρνης. Έπειτα από σύντομη πολιορκία, ο Τζαχάς συμφώνησε να παραδώσει την πόλη, με αντάλλαγμα την ασφαλή αποχώρησή του και εγγυήσεις για την ασφάλεια των ομοεθνών του. Όμως ο Κάσπαξ, πριν προλάβει να αναλάβει τη διοίκηση, σκοτώθηκε από έναν μουσουλμάνο και οι οργισμένοι ναύτες του στόλου σφαγίασαν τους Τούρκους της πόλης. Ο Ιωάννης δεν μπόρεσε να τους συγκρατήσει και μόνο μετά αποκαταστάθηκε η τάξη. Άφησε τον έμπειρο Υαλέα ως δούκα της Σμύρνης με όλο τον Στόλο και συνέχισε την εκστρατεία του. Βάδισε νότια, στην Έφεσο, που έπειτα από μακρά πολιορκία ο Ιωάννης νίκησε την τοπική φρουρά και ελευθέρωσε τους 2.000 αιχμαλώτους, που επανεγκαταστάθηκαν στα νησιά τού Αιγαίου. Τοποθετήθηκε ο Πετζέας ως δούκας της Εφέσου και ο Ιωάννης στράφηκε προς την ενδοχώρα. Ανακατέλαβε τις Σάρδεις και τη Φιλαδέλφεια, που τις εμπιστεύτηκε στον Μιχαήλ Κεκαυμένο και έφθασε στη Λαοδίκεια, η οποία άνοιξε τις πύλες της σε αυτόν. Από εκεί βάδισε στα φρούρια Χώμα και Λάμπη, όπου εγκατέστησε κυβερνήτη τον Ευστάθιο Καμύτζη και προσέγγισε στον Πολύβοτο, όπου είχαν καταφύγει όσοι Τούρκοι επέζησαν από την Έφεσο. Τους αιφνιδίασε και τους νίκησε παίρνοντας πολλά λάφυρα.

Την εποχή της Α΄ Σταυροφορίας, η Μικρά Ασία είχε σχεδόν ολοκληρωτικά χαθεί. Η κατάληψη της Νίκαιας από τους σταυροφόρους το 1097 και η νίκη τους στο Δορύλαιο επέτρεψαν στον Αλέξιο να ανακτήσει τον έλεγχο του δυτικού τμήματος της Μικράς Ασίας και των παραλίων του Πόντου, απωθώντας τους Τούρκους στο οροπέδιο, όπου ίδρυσαν τη νέα πρωτεύουσά τους, στο Ικόνιο. Παρ’ όλα αυτά, το 1176 ο Μανουήλ Κομνηνός δεν κατόρθωσε να τους εκτοπίσει, βάζοντας τέλος σε οποιαδήποτε ελπίδα για επανένωση της Μικράς Ασίας υπό το αυτοκρατορικό σκήπτρο. Οι περιοχές που καταλήφθηκαν προσωρινά από τους Τούρκους υπέστησαν άνισες καταστροφές: Η κοιλάδα του Μαιάνδρου και γενικότερα το θέμα των Θρακησίων φαίνεται ότι ήταν περιοχές που παρέμειναν ακμάζουσες, παρά τις σφαγές του πληθυσμού της Σμύρνης την εποχή της ανάκτησης. Απεναντίας, η περιοχή του Αδραμυττίου παρέμενε ερειπωμένη στην αρχή της βασιλείας του Μανουήλ Κομνηνού. Ο αυτοκράτορας αυτός ενίσχυσε τον πληθυσμό, εγκαθιστώντας Σέρβους αιχμαλώτους στη Βιθυνία. Στα τέλη του 12ου αιώνα, όταν οι Τούρκοι πραγματοποιούσαν επιδρομές στην περιοχή, τη βρήκαν σε μεγάλη ακμή.10 Οι Βυζαντινοί είχαν καταφέρει να διασφαλίσουν τις πιο εύφορες αγροτικές γαίες. Το 1204, όταν μια μερίδα της βυζαντινής αριστοκρατίας αναζήτησε καταφύγιο στην περιοχή μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης, κατάφερε να αναδιοργανώσει σε σύντομο χρονικό διάστημα ένα βιώσιμο κράτος γύρω από το Θεόδωρο Λάσκαρι.

Πηγή : https://booksandstyle.gr/%CE%BA%CE%BF%CE%B9%CF%84%CE%B9%CE%B4%CE%B5%CF%83-%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CF%85-%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CF%84%CE%B9%CF%83%CE%BC%CE%BF%CF%85-%CF%83%CE%BC%CF%85%CF%81%CE%BD-7/
https://el.m.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%AC%CF%87%CE%B7_%CF%84%CE%BF%CF%85_%CE%94%CE%BF%CF%81%CF%85%CE%BB%CE%B1%CE%AF%CE%BF%CF%85_(1097)
https://el.m.wikipedia.org/wiki/%CE%99%CF%89%CE%AC%CE%BD%CE%BD%CE%B7%CF%82_%CE%94%CE%BF%CF%8D%CE%BA%CE%B1%CF%82_(%CE%BC%CE%AD%CE%B3%CE%B1%CF%82_%CE%B4%CE%BF%CF%85%CE%BE)
http://constantinople.ehw.gr/Forms/fLemmaBody.aspx?lemmaId=12464

http://constantinople.ehw.gr/forms/fLemmaBody.aspx?lemmaid=4230

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου