Κυριακή 19 Ιουλίου 2015

Μαχη ποταμου Θατη Σκυθιας 310π.χ. - Ενας Ελληνικος εμφυλιος στην ρωσικη στεππα

Ο  Παιρισάδης  Α΄ της  δυναστείας  των  Σπαρτοκιδών,  βασιλιάς  του  Κιμμέριου  Βοσπόρου (θα  παραθέσω  την  Ιστορία  του  συγκεκριμένου  ελληνικού  βασιλείου  σε  επόμενο  άρθρο  μου  σύντομα)  πέθανε  το  310  πΧ.  Ο  πρωτότοκος  γιος  του,  Σάτυρος,  ανακηρύχθηκε  βασιλιάς  αλλά  σε  λίγο  αντιμετώπισε  την  εξέγερση  του  νεότερου  αδελφού  του,  Ευμήλου,  ο  οποίος  διεκδίκησε  τον  θρόνο.  Ο  Εύμηλος  είχε  εξασφαλίσει  την  υποστήριξη  του  Αριφάρνους,  βασιλιά  των  Θαταίων  όπως  αναφέρει  ο  Διόδωρος  ο  Σικελιώτης,  δηλαδή  του  λαού  ο  οποίος  ζούσε  στην  περιοχή  του  ποταμού  Θάτη.  Ο  τελευταίος  ήταν  πιθανότατα  ένας  από  τους  παραποτάμους  του  Υπάνιδος  (Κουμπάν).  Θεωρείται  σχεδόν  βέβαιο  ότι  οι  «Θαταίοι»  (ονομασία  η  οποία  δεν  είναι  εθνική  αλλά  γεωγραφική)  ταυτίζονται  με  τους  Σίρακες,  έναν  σαρματικό  λαό  που  είχε  εγκατασταθεί  στην  περιοχή  του  Κουμπάν  κατά  τη  βασιλεία  του  Παιρισάδη  Α΄,  ο  οποίος  τους  κατέστησε  υποτελείς  του.  Οι  Σαρμάτες  αποτελούσαν  μια  ομάδα  νομαδικών  λαών  της  κεντρικής  Ασίας,  ανήκοντες  στον  βορειοϊρανικό  (σακικό)  κλάδο.  Από  τον  4ο  αι  πΧ  άρχισαν  να  κινούνται  προς  τις  στέπες  βορείως  του  Ευξείνου,  ενώ  άλλες  φυλές  τους  κινήθηκαν  προς  την  Κίνα.  Οι  διάφορες  σαρματικές  φυλές  (Σαυρομάτες,  Σίρακες,  Αόρσοι,  Ασπουργοι,  Βορανοί,  Ρωξολανοί,  «Βασιλικοί»  Σαρμάτες,  και  αργότερα  οι  Ιάζυγες,  οι  Αλανοί,  οι  σύγχρονοι  Οσσέτες  κ.ά.)  ήταν  ανεξάρτητες  και  συχνά  πολεμούσαν  μεταξύ  τους.  Οι  Σαρμάτες  μάχονταν  κυρίως  ως  ιππείς  με  μακριά  λόγχη  ιππικού.  Αλλα  όπλα  τους  ήταν  τα  ξίφη  και  ένα  είδος  σύνθετου  τόξου,  λιγότερο  ισχυρό  από  το  σκυθικό.  Σύμφωνα  με  μία  διαδεδομένη  άποψη,  οι  βορειοϊρανικοί  λαοί  (Σάκες  και  Σαρμάτες)  υιοθέτησαν  τη  μακρά  λόγχη  ιππικού  όταν  αντιμετώπισαν  τους  Μακεδόνες  και  Θεσσαλούς  ιππείς  του  Μεγάλου  Αλεξάνδρου  στην  κεντρική  Ασία  το  330/329  πΧ,  οι  οποίοι  μαχόταν  με  το  συγκεκριμένο  όπλο. Ο  Αριφάρνης  έδωσε  άσυλο  στον  Εύμηλο  όταν  εγκατέλειψε  το  Παντικάπαιο (κοιτίδα  και  πρωτεύουσα  του  βασιλείου, παλαιά   αποικία  της  Μιλήτου),  με  απώτερο  σκοπό  να  ανεξαρτητοποιηθεί  από  τη  βοσπορανή  επικυριαρχία.  Γι’  αυτό  προσέφερε  στον  διεκδικητή  του  θρόνου  στρατιωτική  υποστήριξη,  αποσκοπώντας  στην  αποδυνάμωση  του  βασιλείου  του  Βοσπόρου  και  πιθανότατα  στην  επέκταση  της  επικράτειας  του  σε  βάρος  του.  Από  την  άλλη  πλευρά  οι  Σκύθες,  οι  οποίοι  ζούσαν  στα  βόρεια  του  βασιλείου,  προσέφεραν  στρατιωτική  βοήθεια  στον  βασιλιά  Σάτυρο,  επειδή  φοβούντο  τη  διαρκή  προώθηση  των  σαρματικών  φυλών  προς  τα  εδάφη  τους.  Ήδη  οι  Σίρακες  είχαν  εγκατασταθεί  σε  περιοχή  η  οποία  ανήκε  στους  Σκύθες.  Επιπρόσθετα  οι  τελευταίοι  θα  δελεάστηκαν  από  τους  μισθούς  που  προσέφερε  ο  Σάτυρος  και  από  την  προοπτική  λαφυραγώγησης  της  εχθρικής  χώρας. Σύντομα  ο  Σάτυρος  εμφανίσθηκε  στην  περιοχή  του  ποταμού  Θάτη  με  τον  στρατό  του,  επιζητώντας  τη  συντριβή  των  συμμάχων  επαναστατών.  Οι  δυνάμεις  του  αποτελούντο  από  30.000  Σκύθες  (10.000  ιππείς  και  20.000  πεζούς),  2.000  Ελληνες  μισθοφόρους  και  2.000  Θράκες  ομότεχνους  τους.  Οι  20.000  «Σκύθες»  πεζοί  ανήκαν  στην  πραγματικότητα  στον  τοπικό  προσκυθικό  πληθυσμό  της  σύγχρονης  Κριμαίας-Ουκρανίας  (λαός  παλαιού  πολιτισμού  Σρουμπνάγια,  βόρειοι  Θράκες [δηλαδή  της  σύγχρονης  δυτικής  Ουκρανίας],  Ταύροι  κ.α.)  και  δεν  ήταν  ιδιαίτερα  αξιόμαχοι.  Το  ίδιο  ισχύει  για  τους  πεζούς  των  Σιράκων  οι  οποίοι  είχαν  ανάλογη  καταγωγή  (κυρίως  Σρουμπνάγια  και  Παλαιοκαυκάσιοι).  Οι  πεζοί  των  Σκυθών  και  των  Σιράκων  ήταν  εξοπλισμένοι  με  τον  ίδιο  τρόπο  (ελαφρά  οπλισμένοι,  αλλά  σημαντικά  κατώτεροι  από  τους  Θράκες  πελταστές).  Οι  ελληνικές  πόλεις  του  Βοσπόρου  διέθεταν  χιλιάδες  οπλίτες  (πολίτες)  ενώ  η  αριστοκρατία  του  διέθετε  ισχυρό  ιππικό.  Ο  Διόδωρος  δεν  απαριθμεί  σημαντικές  Βοσπορανές  δυνάμεις  μεταξύ  των  στρατευμάτων  του  Σατύρου,  ο  οποίος  στηρίχθηκε  κυρίως  σε  μισθοφόρους  και  συμμάχους.  Προφανώς  αμφέβαλλε  για  τη  νομιμοφροσύνη  των  Βοσπορανών  υπηκόων  του  και  άφησε  τον  προσωπικό  του  στρατό  ως  τοποτηρητή  της  εξουσίας  του  στο  Παντικάπαιο  και  τις  άλλες  πόλεις,  βαδίζοντας  εναντίον  του  Ευμήλου  μόνο  με  μισθοφορικές-συμμαχικές  δυνάμεις.  Ωστόσο  είναι  πιθανό  ότι  πολλοί  ή  οι  περισσότεροι  από  τους  Ελληνες  μισθοφόρους  του  προέρχονταν  από  τις  Βοσπορανές  πόλεις. Οι  περισσότεροι  μελετητές  έχουν  θεωρήσει  δικαιολογημένα  ότι  οι  Ελληνες  του  Σατύρου  ήταν  οπλίτες  και  οι  Θράκες  του  ήταν  πελταστές.  Οι  Σκύθες  ιππείς  διαιρούντο  σε  βαρέους,  με  θωράκιση,  και  σε  ελαφρούς  ιπποτοξότες.  Από  την  άλλη  πλευρά  ο  Εύμηλος  στηρίχθηκε  στον  στρατό  του  Αριφάρνους,  ο  οποίος  κινητοποίησε  20.000  ιππείς  και  22.000  πεζούς.  Όπως  αναφέρθηκε,  οι  τελευταίοι  ανήκαν  μάλλον  στον  προσαρματικό  πληθυσμό  που  υποτάχθηκε  στους  Σίρακες  και  δεν  ήταν  ιδιαίτερα  αξιόμαχοι.  Οι  μόνοι  εμπειροπόλεμοι  και  καλά  εξοπλισμένοι  πεζοί  αμφότερων  των  παρατάξεων  ήταν  οι  Ελληνοθράκες  του  Σατύρου.  Οι  ιππείς  του  Αριφάρνους,  καθαυτό  Σίρακες  και  άλλοι  Σαρμάτες,  είχαν  σε  μεγάλο  βαθμό  τον  ίδιο  εξοπλισμό  με  τους  Σκύθες  αντιπάλους  τους,  αλλά  διέθεταν  μάλλον  λιγότερους  θωρακισμένους  ιππείς  και  λιγότερους  ιπποτοξότες  (διαθέτοντας  περισσότερους  λογχοφόρους).
Τα στρατεύματα του Σατύρου εισέβαλαν στο έδαφος των Θαταίων-Σιράκων με την υποστήριξη πολλών αμαξών με τρόφιμα και εφόδια, προκειμένου να μην αντιμετωπίσουν προβλήματα ανεφοδιασμού στην εχθρική χώρα. Όταν έφθασαν στον ποταμό Θάτη, είδαν τον εχθρικό στρατό να τους περιμένει στην απέναντι όχθη του. Ο Σάτυρος διάβηκε τον ποταμό παρά την απειλή των Σιράκων, οι οποίοι φαίνεται πως δεν αντέδρασαν. Ενδεχομένως ο Αριφάρνης ήθελε να δώσει την αποφασιστική μάχη στη δική του περιοχή και δεν επιτέθηκε στο στράτευμα του Σατύρου την ώρα της διάβασης του Θάτη, μία κίνηση η οποία θα επέφερε ίσως την υποχώρηση του. Εξάλλου ο Αριφάρνης δεν επιθυμούσε την παρουσία ενός πολυάριθμου εχθρικού στρατεύματος για πολύ καιρό στην επικράτεια του, το οποίο θα λεηλατούσε και θα κατέστρεφε τα εδάφη του. Γι’ αυτό επεδίωκε την αποφασιστική μάχη. Ο στρατός του Σατύρου συγκρότησε οχυρωμένο στρατόπεδο με τις άμαξες του κοντά στην όχθη του Θάτη και παρατάχθηκε ταχέως για μάχη μπροστά από αυτό. Ο Σάτυρος παρέταξε στο δεξιό κέρας τους Ελληνες οπλίτες υπό τον αρχηγό των μισθοφόρων, Μενίσκο, υποστηριζόμενους στο άκρο της πτέρυγας από τους Θράκες πελταστές. Στην αριστερή πτέρυγα παρέταξε Σκύθες πεζούς και ιππείς όπως και στο κέντρο της παράταξης, στο οποίο έλαβε θέση ο ίδιος. Εκεί ο Σάτυρος διοικούσε τον κύριο όγκο των θωρακισμένων (βαρέων) Σκυθών ιππέων. Η σύνθεση των τμημάτων της σιρακικής παράταξης δεν είναι γνωστή, αλλά η εξέλιξη της μάχης δίνει αρκετές ενδείξεις σχετικά με αυτήν. Ο Εύμηλος ανέλαβε τη διοίκηση του αριστερού κέρατος έναντι των Ελλήνων και των Θρακών, τον τρόπο μάχεσθαι των οποίων γνώριζε καλά ως Βοσπορανός. Όπως θα αναφερθεί παρακάτω, διοικούσε μάλλον πολυάριθμους ιππείς, πολλοί από τους οποίους θα ήταν επίλεκτοι (θωρακοφόροι κ.α.), προκειμένου να εξασφαλίσει τη διάρρηξη της οπλιτικής φάλαγγας και των πελταστών που την υποστήριζαν. Ο Αριφάρνης παρατάχθηκε στο κέντρο με ιππείς και πεζούς. Θεωρείται βέβαιο ότι και οι ιππείς του Σίρακα βασιλιά περιελάμβαναν πολλούς επιλέκτους (σωματοφύλακες του). Η δεξιά πτέρυγα των Σιράκων περιελάμβανε άλλους ιππείς και πεζούς.
Η μάχη άρχισε με γενική επίθεση όλων των τμημάτων, τα οποία ενεπλάκησαν σε πεισματώδη και φονική σύρραξη με πολλά θύματα. Ο Σάτυρος κατόρθωσε τελικά να συντρίψει τον Αριφάρνη στο κέντρο των παρατάξεων και οδήγησε το σκυθικό ιππικό εναντίον της δεύτερης γραμμής του σιρακικού κέντρου, την οποία επίσης κατατρόπωσε. Στο μεταξύ ο Εύμηλος είχε κατορθώσει να απωθήσει τους Ελληνες και Θράκες αντιπάλους του. Εντούτοις οι μισθοφόροι του Μενίσκου ήταν ισχυροί και πεπειραμένοι πολεμιστές, επειδή αναφέρεται ότι στη συνέχεια της εκστρατείας διακρίθηκαν στις επιχειρήσεις εναντίον των Θαταίων-Σιράκων. Ο Βρετανός ερευνητής Αλαν Ουέμπστερ λαμβάνοντας υπόψη αυτό το στοιχείο, παρατηρεί εύστοχα ότι η πιθανότερη εξήγηση είναι πως οι Ελληνες και οι Θράκες ήλθαν αντιμέτωποι με μεγάλες μάζες ιππέων. Ο Εύμηλος, Ελληνας και ο ίδιος (αλλά θρακικής καταγωγής επειδή η δυναστεία των Σπαρτοκιδών ήταν εξελληνισμένοι Θράκες(1) ), γνώριζε ότι μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορούσε να διαρραγεί η οπλιτική φάλαγγα, έστω και αν αριθμούσε μόνο 2.000 άνδρες. Ο Ουέμπστερ θεωρεί μάλιστα πιθανό ότι οι 20.000 Σίρακες ιππείς καταμερίσθηκαν ισοδύναμα μεταξύ των Αριφάρνους και Ευμήλου (από 10.000 ο καθένας) και ότι η δεξιά πτέρυγα του στρατού τους αποτελείτο σχεδόν μόνο από πεζούς. Ενδεχομένως η ενίσχυση που έδωσε ο πρώτος στον δεύτερο με πολλούς και επίλεκτους ιππείς επέφερε την αποδυνάμωση του δικού του σώματος και την ήττα του στο κέντρο από τον Σάτυρο. Αυτή η εκδοχή ενισχύεται από την περιγραφή της μάχης από τον Διόδωρο, από την οποία δεν διαφαίνεται ότι ο Σάτυρος αντιμετώπισε ισχυρότερες δυνάμεις από τις δικές του στο κέντρο των αντίπαλων παρατάξεων. Επιπρόσθετα το σκυθικό βαρύ ιππικό ήταν μάλλον ανώτερο από το σαρματικό (ένας συσχετισμός ο οποίος αντιστράφηκε τον επόμενο αιώνα για λόγους που δεν αφορούν το παρόν άρθρο).
Μετά τη νίκη του στο κέντρο, ο συνετός Σάτυρος δεν προέβη σε καταδίωξη των ηττημένων ανδρών του Αριφάρνους, αλλά ανασυγκρότησε ταχέως το ιππικό του και κάλπασε αμέσως εναντίον του Ευμήλου, ο οποίος συνέχιζε να απωθεί τους άνδρες του Μενίσκου. Ο Βοσπορανός βασιλιάς επιτέθηκε στα νώτα των ιππέων του αδελφού του αιφνιδιάζοντας τους και διαλύοντας τις τάξεις τους. Ο Διόδωρος δεν αναφέρει το αποτέλεσμα της σύρραξης στην αριστερή πτέρυγα της παράταξης του Σατύρου (έναντι της δεξιάς των Σιράκων). Φαίνεται πως σε αυτό το σημείο είτε δεν υπήρξε νικητής, είτε το αποτέλεσμα δεν επηρέασε την εξέλιξη της συνολικής σύγκρουσης. Με αυτόν τον τρόπο ο ικανός Σάτυρος κατέστρεψε ένα προς ένα τα δύο ισχυρότερα σώματα του εχθρικού στρατού κερδίζοντας τη νίκη. Σε λίγο ολόκληρος ο στρατός των Ευμήλου και Αριφάρνους, ο οποίος είχε μεγάλες απώλειες, τράπηκε σε φυγή υπό την καταδίωξη των νικητών και οι επιζώντες του κατέφυγαν μαζί με τους δύο αρχηγούς στη σιρακική πρωτεύουσα. Προφανώς οι Σκύθες ήπιαν από το αίμα των νεκρών εχθρών τους και αφαίρεσαν το δέρμα με το τριχωτό της κεφαλής τους, ως τρόπαιο (συνήθεια ανάλογη με εκείνη των Ινδιάνων της βόρειας Αμερικής). Η πρωτεύουσα του Αριφάρνους, στην όχθη του ποταμού Θάτη, ήταν ισχυρά προστατευμένη με οχυρώσεις και επιπρόσθετα βρισκόταν σε οχυρώτατη φυσική τοποθεσία. Ο στρατός του Σατύρου λεηλάτησε την περιοχή της – μία από τις κύριες επιδιώξεις των Σκυθών συμμάχων – και στη συνέχεια άρχισε την πολιορκία της. Ο Σάτυρος γνώριζε ότι η νίκη του στο πεδίο της μάχης δεν θα είχε κανένα αντίκρισμα, αν δεν αιχμαλώτιζε ή δεν φόνευε τον αδελφό του. Αποφασισμένος να καταλάβει το φρούριο του Αριφάρνους, οδήγησε μία θυελλώδη έφοδο εναντίον του. Οι Θαταίοι-Σίρακες, ο βασιλιάς τους και ο Εύμηλος υπερασπίσθηκαν με πάθος την πρωτεύουσα, με αποτέλεσμα η νέα σύρραξη στις οχυρώσεις της να εξελιχθεί σε εκατόμβη. Σε αυτή τη φάση διακρίθηκαν οι Ελληνοθράκες του Μενίσκου συγκριτικά με τους Σκύθες, μία φυσική συνέπεια της ικανότητας των πρώτων σε στατικό πόλεμο πολιορκίας έναντι της ικανότητας των δεύτερων στις ιππομαχίες. Οι επιθέσεις του Σατύρου διήρκεσαν 4 ημέρες. Την τέταρτη ημέρα ο γενναίος Βοσπορανός βασιλιάς (ο οποίος επέμενε να μάχεται ο ίδιος) τραυματίσθηκε σοβαρά και την ίδια νύκτα πέθανε, 9 μήνες μετά τον θάνατο του Παιρισάδη Α΄. Αρχηγός του στρατού ήταν πλέον ο Μενίσκος, ο οποίος αποφάσισε να λύσει την πολιορκία και να αποσυρθεί. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ο διοικητής των μισθοφόρων δεν εκμεταλλεύθηκε την κατάσταση προς όφελος του. Αν συνέχιζε την πολιορκία, πιθανότατα θα καταλάμβανε το φρούριο του Αριφάρνους και θα εκτελούσε τον Εύμηλο. Στη συνέχεια μπορούσε να ανακηρύξει βασιλιά κάποιον από τους ελάσσονες Σπαρτοκίδες πρίγκιπες ως υποχείριο του, κατέχοντας ο ίδιος την πραγματική εξουσία (και παραμερίζοντας αργότερα το υποχείριο του, καθιστάμενος ο ίδιος τύραννος). Αντίθετα, ο Μενίσκος απέσυρε τον στρατό από τη χώρα του Θάτη παίρνοντας μαζί του το σώμα του Σατύρου, στον οποίο φαίνεται πως ήταν ιδιαίτερα πιστός. Ο Πρύτανις, τριτότοκος γιος του Παιρισάδη Α΄, διαδέχθηκε τον Σάτυρο στη βασιλεία του Βοσπόρου και ανέλαβε την ηγεσία του στρατού του. Ανέλαβε το αξίωμα του στην πόλη Γάργαζα και ετοιμάσθηκε για τη σύγκρουση με τον αδελφό του, Εύμηλο. Ο τελευταίος επιχείρησε να αποφύγει νέο πόλεμο, ενδεχομένως επειδή δεν είχε πλέον εμπιστοσύνη στις ικανότητες του στρατού του Αριφάρνους.
Πηγη: https://periklisdeligiannis.wordpress.com/2013/02/09/η-μαχη-του-ποταμου-θατη-310-πχ-ελληνες-σκ/
https://periklisdeligiannis.wordpress.com/2013/02/11/η-μαχη-του-ποταμου-θατη-310-πχ-μεροσ-β΄-ελ/

1 σχόλιο:

  1. Αγνωστα για τους πολλους αλλα ενδιαφεροντα ιστορικα κεφαλαια που απτονται και της Ιστοριας μας αφου εμπλεκονται σ αυτα και ελληνικα φυλλα και που οπως παντα ο εμφυλιος κυριαρχουσε μεταξυ τους. Η αιωνιως ελληνικη ασθενεια.

    ΑπάντησηΔιαγραφή