Μπαίνοντας εἰς αὐτὸ τὸ ἔργον καὶ ἀκολουθώντας νὰ γράφω δυστυχήματα ἀναντίον τῆς πατρίδος καὶ θρησκείας, ὁποῦ τῆς προξενήθηκαν ἀπὸ τὴν ἀνοησίαν μας καὶ ῾διοτέλειά μας καὶ ἀπὸ θρησκευτικοὺς καὶ ἀπὸ πολιτικοὺς καὶ ἀπὸ ῾μᾶς τοὺς στρατιωτικούς, ἀγαναχτώντας καὶ ἐγὼ ἀπ᾿ οὗλα αὐτά, ὅτι ζημιώσαμε τὴν πατρίδα μας πολὺ καὶ χάθηκαν καὶ χάνονται τόσοι ἀθῶοι ἄνθρωποι, σημειώνω τὰ λάθη ὁλωνῶν καὶ φτάνω ὡς σήμερον, ὁποῦ δὲν θυσιάζομε ποτὲς ἀρετὴ καὶ πατριωτισμὸν καὶ εἴμαστε σὲ τούτην τὴν ἄθλια κατάστασιν καὶ κιντυνεύομεν νὰ χαθοῦμεν. Τὸ Ἔθνος ἀφανίστη ὅλως διόλου καὶ ἡ θρησκεία ἐκκλησία εἰς τὴν πρωτεύουσα δὲν εἶναι καὶ μᾶς γελᾶνε ὅλος ὁ κόσμος. ... Ὅ,τι τοῦ λὲς ἡ θρησκεία δὲν εἶναι τίποτας! Ἀλλοίμονο ῾σ ἐκείνους ὁποῦ χύσανε τὸ αἷμα τους καὶ θυσιάσανε τὸ δικόν τους νὰ ἰδοῦνε τὴν πατρίδα τους νὰ εἶναι τὸ γέλασμα ὅλου τοῦ κόσμου καὶ νὰ καταφρονιῶνται τ᾿ ἀθῷα αἵματα ὁποῦ χύθηκαν! Ὅταν μοῦ πειράζουν τὴν πατρίδα μου καὶ θρησκεία μου, θὰ μιλήσω, θὰ ῾νεργήσω κι᾿ ὅ,τι θέλουν ἂς μοῦ κάμουν. Μοῦ λέγει (ὁ Ὄθων): «Τί θέλεις νὰ μοῦ εἰπῆς τώρα;» «Ψέματα θέλεις νὰ σοῦ εἰπῶ ἢ ἀλήθεια;» «Ἐγώ», μοῦ λέγει, «ποτὲς δὲν ἀκῶ ψεύματα· ὅλο ἀλήθειες». Τοῦ λέγω, «ἐγὼ ἔχω γιομάτες δυὸ τζέπες μίαν μὲ ψέματα, τὴν ἄλλη μ᾿ ἀλήθειες. Τώρα τί ἀγαπᾶς;» «Ἀλήθεια» μοῦ λέγει. Γυρίζω τὰ μάτια μου εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ὁρκίζομαι εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ νὰ εἰπῶ τὴν ἀλήθεια γυμνὴ ἐμπροστά του. Τοῦ λέγω «Ἡ ἀλήθεια εἶναι πικρὴ καὶ θὰ μὲ πάρης πίσου εἰς τὴν ὀργή σου. Ὅμως διὰ πάντα νὰ εἶμαι εἰς τὴν ὀργή σου, τὴν ἀλήθεια θὰ σοῦ λέγω, ὅτ᾿ εἶναι τοῦ Θεοῦ· τὸ ψέμα τοῦ διαβόλου. Καὶ δὲν εἶναι καιρὸς νὰ κρύβεται ἡ ἀλήθεια. «Η πατρίς της γεννήσεώς μου είναι από το Λιδορίκι· χωριό του Λιδορικιού ονομαζόμενον Αβορίτη. [...] Οι γοναίγοι μου πολύ φτωχοί, και η φτώχεια αυτήνη ήρθε από την αρπαγή των ντόπιων Τούρκων και των Αρβανίτων του Αλήπασα. Πολυφαμελίτες οι γοναίγοι μου και φτωχοί, και όταν ήμουνε ακόμα στην κοιλιά της μητρός μου, μιαν ημέρα πήγε για ξύλα στο λόγγο. Φορτώνοντας τα ξύλα στον ώμο της, φορτωμένη στο δρόμο, στην ερημιά, την έπιασαν οι πόνοι και γέννησε εμένα. Μόνη της η καημένη κι αποσταμένη, εκιντύνεψε κι αυτήνη τότε κι εγώ. Ξελεχώνεψε μόνη της και συγυρίστη, φορτώθη λίγα ξύλα και έβαλε και χόρτα απάνου στα ξύλα και από πάνου εμένα και πήγε στο χωριό» (Β' 11-12). «Έγινα ως δεκατέσσερων χρονών και πήγα σέναν πατριώτη μου εις Ντεσφίνα [...]. Ήταν γιορτή και παγγύρι τΑγιαννιού. Πήγαμε στο παγγύρι. Μόδωσε το ντουφέκι του να το βαστώ. Εγώ θέλησα να το ρίξω. Ετσακίσθη. Τότε μιέπιασε σόλο τον κόσμον ομπρός και με πέθανε στο ξύλο. Δε μέβλαβε το ξύλο τόσο· περισσότερον η ντροπή του κόσμου.Τότε όλοι τρώγαν και πίναν κι εγώ έκλαιγα. Αυτό το παράπονο δεν ήβρα άλλον κριτή να το ειπώ να με δικιώσει. Έκρινα εύλογο να προστρέξω στον Αϊγιάννη, ότι στο σπίτι του μόγινε αυτήνη η ζημιά και η ατιμία. Μπαίνω τη νύχτα μέσα στην εκκλησιά του και κλειώ την πόρτα κι αρχινώ τα κλάματα με μεγάλες φωνές και μετάνοιες: καί τον περικαλώ να μου δώσει άρματα καλά κι ασημένια και δεκαπέντε πουγγιά χρήματα, κι εγώ θα του φκιάσω ένα μεγάλο καντήλι ασημένιο. Με τις πολλές φωνές κάμαμε τις συμφωνίες με τον άγιο» (Β΄ 13-14). «Κάναμε τις συμφωνίες με τον άγιο». Ωστόσο ο χριστιανός άγιος κρατά τις συμφωνίες πιο πιστά από τον Απόλλωνα. Γιατί ο Μακρυγιάννης πηγαίνει στην Άρτα σενός Θανάση Λιδορίκη. Δουλεύει κοντά του και εμπορεύεται μόνος του τόσο καλά που στις παραμονές της επανάστασης «είχε καζαντίσει του Θεoύ τα ελέη». «Τότε έφκιασα» σημειώνει «ντουφέκι ασημένιο, πιστόλες κι άρματα, κι ένα καντήλι καλό. Και αρματωμένος καλά και συγυρισμένος το πήρα και πήγα στον προστάτη μου και ευεργέτη μου κι αληθινό φίλο, τον Αϊγιάννη, που σώζεται ως το σήμερο [...]. Kαι τον προσκύνησα με δάκρυα από μέσα από τα σπλάχνα μου, ότι θυμήθηκα όλες μου τις ταλαιπωρίες που δοκίμασα» (Β' 15). «Εβάλετε και νέον αρχηγό στο φρούριο της Κόρθος» γράφει μιλώντας στους πολιτικούς της εποχής. «Αχιλλέα τον έλεγαν, λογιότατο. Κι ακούγοντας τόνομα Αχιλλέα, παντυχαίνετε οτείναι εκείνος ο περίφημος Αχιλλέας. Και πολέμαγε τ όνομα τους Τούρκους. Δεν πολεμάγει τόνομα ποτέ, πολεμάγει η αντρεία, ο πατριωτισμός η αρετή. Κι ο Αχιλλέας ο δικός σας, ο φρούραρχος της Κόρθος, λεβέντης ήταν, «Αχιλλέγα» τον έλεγαν. Είχε και το κάστρο εφοδιασμένο από τ αναγκαία του πολέμου, είχε και τόσο στράτεμα. Όταν είδε τους Τούρκους του Δράμαλη από μακριά -και ήταν και καταπολεμισμένος από Ρούμελη, από Ντερβένια- βλέποντάς τον ο Αχιλλέας άφησε το Κάστρο κι έφυγε, απολέμιστο. Να ήταν ο Νικήτας, έφευγε; ο Χατζηχρήστος και οι άλλοι; Όχι βέβαια. Ότι τον καρτέρεσαν αυτοί το Δράμαλη στον κάμπο και τον αφάνισαν· όχι σεφοδιασμένο κάστρο, και σαν το κάστρο τής Κόρθος» (Β' 59).«Κι όσα σημειώνω τα σημειώνω γιατί δεν υποφέρνω να βλέπω το άδικο να πνίγει το δίκιο. Κι αφού ο Θεός θέλησε να κάμει νεκρανάσταση στην Πατρίδα μου, να τη λευτερώσει από την τυραγνία των Τούρκων, αξίωσε κι εμένα να δουλέψω κατά δύναμη, λιγότερον από τον χερότερο πατριώτη μου Έλληνα. Γράφουν σοφοί άντρες πολλοί, γράφουν τυπογράφοι ντόπιοι, και ξένοι διαβασμένοι για την Ελλάδα. Ένα πράμα μόνο με παρακίνησε κι εμένα να γράψω: ότι τούτη την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί, και σοφοί κι αμαθείς, και πλούσιοι και φτωχοί, και πολιτικοί και στρατιωτικοί, και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι. Όσοι αγωνιστήκαμεν, αναλόγως ο καθείς, έχομεν να ζήσομεν εδώ. Το λοιπόν δουλέψαμεν όλοι μαζί να τη φυλάμε κι όλοι μαζί, και να μη λέγει ούτε ο δυνατός «εγώ», ούτε ο αδύνατος. Ξέρετε πότε να λέγει ο καθείς «εγώ»; όταν αγωνιστεί μόνος του και φκιάσει ή χαλάσει, να λέγει «εγώ»· όταν όμως αγωνίζονται πολλοί και φκιάνουν, τότε να λένε «εμείς». Είμαστε στο «εμείς» κι όχι στο «εγώ». Και στο εξής να μάθομε γνώση, αν θέλομε να φκιάσομε χωριό να ζήσομε όλοι μαζί. Έγραψα γυμνή την αλήθεια, να ιδούνε όλοι οι Έλληνες νʼ αγωνίζονται για την πατρίδα τους, για τη θρησκεία τους· να ιδούνε και τα παιδιά μου και να λένε: «Έχομε αγώνες πατρικούς, έχομε θυσίες - αν είναι αγώνες και θυσίες. Και να μπαίνουν σε φιλοτιμία και να εργάζονται στο καλό της πατρίδας τους, της θρησκείας τους και της κοινωνίας - ότι θα είναι καλά δικά τους. Όχι όμως να φαντάζονται για τα κατορθώματα τα πατρικά, όχι να πορνεύουν την αρετή και να καταπατούν το νόμο, και να 'χουν την επιρροή για ικανότη». «Κατεβάζει τις εικόνες όλες και μ' ορκίζει και αρχινάγει να με βάλη εις το μυστήριον. Αφού προχώρεσε, τότε τ' ορκίστηκα ότι δεν θα το μαρτυρήσω κανενού, όμως να μου δώση καιρόν οχτώ ημέρες να συλλογιστώ αν είμαι άξιος δι' αυτό το μυστήριον και αν μπορώ να ωφελήσω, να το λάβω, ή να κάτζω, είναι σα να μην το ξέρω ολότελα. Πήγα στοχάστηκα και τάβαλα όλα ομπρός και σκοτωμόν και κιντύνους και αγώνες - θα τα πάθω δια την λευτερίαν της πατρίδος μου και της θρησκείας μου. Πήγα και του είπα: "Είμαι άξιος". Του φίλησα το χέρι, ορκίστηκα. Τον περικάλεσα να μη μου μαρτυρήση τα σημεία της κατήχησης, ότ' είμαι νέος και να μην αντέσω και λυπηθώ την ζωή μου και προδώσω το μυστήριον και κιντυνέψη η πατρίς». «....άρχισαν να με ξετάζουν οι Ρωμαίγοι ανόγητα μέσα εις το κονσουλάτο το Ρούσσικο οπού 'ταν κόνσολας ο Βλασσόπουλος. 'Ημουν κονεμένος 'σ του Ταταράκη το χάνι ονομαζόμενον. 'Ηταν εκεί και Γιαννιώτες, οπού κάθονταν, και Αρτηνοί. Πήγα εις το κονσουλάτο, τους είπα τα τρέχοντα της Ρούμελης και το κακό οπού 'παθε ο Αλήπασσας, είχαν βγη από το κάστρο αναντίον των βασιλικών ει την πολιτείαν των Γιαννίνων και του σκότωσαν πλήθος του Αλήπασσα, του χάθη όλο τ' άνθος οπού 'χε. Αυτείνοι δεν πίστευαν τίποτας απ' όσα τους έλεγα, αλλά τον ήθελαν νικητή να τους λευτερώση, αυτός ο τύραγνος να φέρη το Ρωμαίγικον και την λευτεριά της πατρίδος - και αν έβγαινε αυτός, δεν θ' άφινε μήτε ρουθούνι από 'μάς. Σαν τους είπα πολλά και δεν πίστευαν, αναχώρησα και πήγα 'σ έναν μεγάλον έμπορον πως ψωνίζω πράμα, να σηκώνω κάθε υποψία όσο να ξετάξω τα τρέχοντα εκεί, να μάθω.»«Μιλεί των πασσάδων κι' αλλουνών, οτζάκια της Αρβανιτιάς, τους λέγει: "-Πασσάδες και Μπεηδες, θα χαθούμε. Θα χαθούμε! ο μπέγης τους λέει, ότι ετούτος ο πόλεμος δεν είναι μήτε με τον Μόσκοβον, μήτε με τον Εγγλέζο, μήτε με τον Φραντζέζο. Αδικήσαμεν τον ραγιά και από πλούτη και από τιμή και τον αφανίσαμε, και μαύρισαν τα μάτια του και μας σήκωσε ντουφέκι. Και ο Σουλτάνος το γομάρι δεν ξέρει τι του γίνεται, τον γελάνε εκείνοι οπού τον τρογυρίζουν. Και η αρχή είναι τούτη, οπού θα χαθή το βασίλειόν μας. Πλερώνομε βαριά να βρούμε προδότη και δεν στέκει τρόπος να μαρτυρήση κανένας το μυστικόν, να μάθωμε μόνος του ο ραγιάς μας πολεμεί ή και οι Δυνάμες. Δι' αυτό πλερώνομε και παλουκώνουμε και σκοτώνομε και αλήθεια ποτέ δεν μάθαμε". «Τον Οκτώβριον μήνα διατάζει ο Χουρσίτ πασσάς πολύ ασκέρι από τα Γιάννενα με ζαϊρέδες και πολεμοφόδια να πιάσουνε εις τα Πέντε Πηγάδια. Είναι σαν κάστρο, ήταν χάνι και το 'φκειασαν οι Τούρκοι σαν κάστρο. Είναι τα μισά των Γιωαννίνων κι' 'Αρτας και Σουλιού, θέση δυνατή και αναγκαία. 'Ηταν Τούρκοι μέσα και τους πολιορκούσαν οι Σουλιώτες κι' άλλοι και οι Τούρκοι του Αλήπασσα, οπού 'ταν μαζί μας. Σ τον ίδιον καιρόν διατάζει ο Χουρσίτ πασσάς και τους Τούρκους της 'Αρτας ν' αφήσουνε την φρουρά εις 'Αρτα και συνφώνως να χτυπήσουνε κι' από τα δυο μέρη 'σ τα Πέντε Πηγάδια τους δικούς μας. Αυτό το πρόδωσαν των δικώνε μας κι' από τα Γιάννενα κι' από την 'Αρτα και μας παράγγειλαν κ' εμάς, όταν κινηθούν από την 'Αρτα, να κινηθούμεν κ' εμείς από της πλάτες τους, καθώς θα 'καναν και οι άλλοι οι δικοί μας. Κινήθηκαν οι Τούρκοι από τα Γιάννενα κι' από την 'Αρτα συνφώνως, κατά την ομιλίαν τους, με ζαϊρέδες και πολεμοφόδια αρκετά, να πέσουν εις τους πολιορκητάς. Εκινήθηκαν και από τα δυο μέρη, κ'εμείς από τις πλάτες τους, καθώς και οι άλλοι. 'Αμα πλησιάσαν 'σ τα Πέντε Πηγάδια, τους γίνη ένας σκοτωμός των Τούρκων και πήραμε ως διακόσους ζωντανούς και λάφυρα και έντεκα μπαϊράκια και όλους τους ζαϊρέδες και πολεμοφόδια. Και διαλυθήκανε οι Τούρκοι κακώς κακού.» «Είχα δυο αγάλματα» σημειώνει ακόμα «περίφημα, μια γυναίκα κι ένα βασιλόπουλο, ατόφια -φαίνονταν οι φλέβες, τόση εντέλειαν είχαν. Όταν χάλασαν τον Πόρο, τά 'χαν πάρει κάτι στρατιώτες, και στΆργος θα τα πουλούσαν κάτι Ευρωπαίων· χίλια τάλαρα γύρευαν [...]. Πήρα τους στρατιώτες, τους μίλησα: Αυτά, και δέκα χιλιάδες τάλαρα να σας δώσουνε, να μην το καταδεχτείτε να βγουν από την πατρίδα μας. Γιαυτά πολεμήσαμε»(Β΄ 303). «...Τους πήραν και τους έβαλαν όλους χάψη τους οπλαρχηγούς· και ήθελαν να τους κόψουν με το κοπίδι όπου ήφεραν οι φωτισμένοι άνθρωποι της Ευρώπης να κόψουν τους άγριους Έλληνες - κι έπρεπε να κόψει η Αγγλία τον Ντώκινς, τον πρέσβυ της, η Γαλλία το δικό της, και η Ρουσία το ίδιο· κι ο βασιλέας της Μπαυαρίας τους αντιβασιλείς του και ύστερα να κόψει κι ο ίδιος το κεφάλι του. Ότι η Μεγαλειότης του είναι νεκροθάφτης της πατρίδας μας και του αθώου βασιλέα μας» (Β' 311). «Πατρίς, να μακαρίζεις γενικώς όλους τους Έλληνες, ότι θυσιάστηκαν για σένα, να σαναστήσουνε, να ξαναειπωθείς άλλη μια φορά ελεύθερη πατρίδα, που ήσουνα χαμένη και σβησμένη από τον κατάλογο των εθνών. Όλους αυτούς να τους μακαρίζεις. Όμως να θυμάσαι και να λαμπρύνεις εκείνους που πρωτοθυσιάστηκαν στην Αλαμάνα, πολεμώντας με τόση δύναμη Τούρκων· κι εκείνους που αποφασίστηκαν και κλείστηκαν σε μια μαντρούλα με πλίθες, αδύνατη, στο Χάνι της Γραβιάς· κι εκείνους που λιώσανε τόση Τουρκιά και πασάδες στα Βασιλικά· κι εκείνους που αγωνίστηκαν σα λιοντάρια στη Λαγκάδα του Μακρυνόρου, όπου πολεμήθηκαν συνχρόνως σαυτές τις δυο θέσες πούναι τα κλειδιά σου -ένα η Πόρτα του Μακρυνόρου, και τάλλο των Θερμοπύλων. Κι αφού πήγανε κι από τα δυο μέρη νανοίξουνε δρόμο οι Τούρκοι, εκείνοι οι αθάνατοι, τόσοι λίγοι, ογδόντα ένας στη Λαγκάδα, γιόμωσαν τον τόπο κόκαλα εκεί. Και τους καταδιάλυσαν, εκείνοι οι ολίγοι, στάλλο μέρος των Θερμοπύλων κι άλλού. Αυτήνοι σε ανάστησαν και δεν μπήκε δύναμη και ζαϊρέδες και πολεμοφόδια. Αυτήνοι ψύχωσαν εκείνους που πολιορκούσαν τους ντόπιους Τούρκους και φρουρές· και νηστικούς κι αδύνατους τους περιλάβαν και τους σφάξαν σαν τραγιά. Και τέλος πάντων, πατρίδα, αυτήνοι κατατρέχονται από τους Εκλαμπρότατους, τους Εξοχώτατους, από τον Κυβερνήτη σου κι αδελφούς του. O Αγουστίνος κι ο Βιάρος αυτήνων των σκοτωμένων τις γυναίκες και κορίτσια κυνηγούν. Αυτούς τους αγωνιστάς κατατρέχουν και τους λένε να πάνε να διακονέψουν: «Ποιος σας είπε» τους λένε «να σηκώσετε άρματα να δυστυχίσετε;» (Β΄ 67-68).«Πασάδες και μπέηδες, θα χαθούμε! Θα χαθούμε! [...] Ότι ετούτος ο πόλεμος δεν είναι μήτε με το Μόσκοβο, μήτε με τον Εγγλέζο, μήτε με τον Φραντσέζο. Αδικήσαμε το ραγιά και από πλούτη και από τιμή και τον αφανίσαμε. Και μαύρισαν τα μάτια του και μας σήκωσε το ντονφέκι. Κι ο Σουλτάνος το γομάρι δεν ξέρει τι του γίνεται· τον γελάνε εκείνοι που τον τριγυρίζουν...». (Β' 24). «Εκεί πού 'φκιανα τις θέσεις στους Μύλους, ήρθε ο Ντερνύς να με ιδεί: Μου λέγει: »- Τι κάνεις αυτού; Αυτές οι θέσες είναι αδύνατες· τι πόλεμο θα κάνετε με τον Μπραΐμη αυτού; »Του λέγω: »- Είναι αδύνατες οι θέσες κι εμείς. Όμως είναι δυνατός ο Θεός που μας προστατεύει, και θα δείξομε την τύχη μας σαυτές τις θέσες τις αδύνατες. Κι αν είμαστε ολίγοι στο πλήθος του Μπραΐμη, παρηγοριόμαστε μέναν τρόπο· ότι η τύχη μας έχει τους Έλληνες πάντοτε ολίγους. Ότι αρχή και τέλος παλαιόθε και ως τώρα, όλα τα θεριά πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε. Τρώνε από μας και μένει και μαγιά. Και οι ολίγοι αποφασίζουν να πεθάνουν. Και όταν κάνουν αυτήνη την απόφαση, λίγες φορές χάνουν και πολλές κερδαίνουν. Η θέση όπου είμαστε σήμερα εδώ είναι τοιούτη. Και θα ιδούμε την τύχη μας οι αδύνατοι με τους δυνατούς.»-
Πηγή: http://www.hellinon.net/Makrygiannis.htm http://users.uoa.gr/~nektar/history/tributes/makriyannis/
Εκπαιδευτικό Ιστολόγιο με στόχο την ενημέρωση για την Μυθολογία, την Προϊστορία, την Ιστορία και τον ελληνικό πολιτισμό greek.history.and.prehistory99@gmail.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου