Τα σύγχρονα προφορικά Ελληνικά μπορούν να χωριστούν σε διάφορες γεωγραφικές διαλέκτους. Πέρα από ένα μικρό αριθμό έντονα αποκλίνουσων και απομακρυσμένων ποικιλιών οι οποίες μιλιούνται σε απομονωμένες κοινότητες, υπάρχει ένα ευρύ φάσμα διαλέκτων οι οποίες αποκλίνουν λιγότερο τόσο μεταξύ τους όσο και από την Πρότυπη Νέα Ελληνική και καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος της σύγχρονης Ελλάδας και της Κύπρου. Η ντόπια Ελληνική φιλολογία παραδοσιακά κάνει τον διαχωρισμό μεταξύ "κανονικών διαλέκτων" (έντονα οριοθετημένες και ξεχωριστές ποικιλίες) και απλών "ιδιωμάτων" (λιγότερο ξεχωριστές υπο-ποικιλίες μιας γλώσσας). Με αυτή την έννοια, ο όρος "διάλεκτος" συχνά περιορίζεται στην περιγραφή των κύριων, απόκεντρων γλωσσικών μορφών που απαριθμούνται στο επόμενο τμήμα (Τσακώνικα, Γκρίκο, Ποντιακά και Καππαδοκικά), ενώ η κυρίως μάζα των ομιλούμενων ποικιλιών της σύγχρονης Ελλάδας κατατάσσεται στα "ιδιώματα". Παρ'όλ'αυτά, οι περισσότεροι Αγγλόφωνοι γλωσσολόγοι τείνουν να αναφέρονται και στα ιδιώματα ως "διαλέκτους" δίνοντας έμφαση στον βαθμό της διαφορετικότητας μόνο όπου αυτό είναι απαραίτητο. Οι γεωγραφικές διάλεκτοι της Ελληνικής χωρίζονται σε δύο κύριες ομάδες, τις Βόρειες και τις Νότιες διαλέκτους: Παραδείγματα Βορείων διαλέκτων είναι η Ρουμελιώτικη, η Ηπειρωτική, η Θεσσαλική, η Μακεδονική και η Θρακική. Η Νότια ομάδα υποδιαιρείται σε ομάδες που περιέχουν ομάδες ποικιλιών από: τα Μέγαρα, την Αίγινα, την Αθήνα, την Κύμη (Παλιά Αθηναϊκή διάλεκτος) και την Χερσόνησο της Μάνης (Μανιάτικη διάλεκτος), την Πελοπόννησο (εκτός Μάνης), τις Κυκλάδες και την Κρήτη, τα Επτάνησα, τη Βόρεια Ήπειρο, τη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη, τα Δωδεκάνησα και την Κύπρο, την Βόρεια Ήπειρο και την Μικρά Ασία πριν την ανταλλαγή πληθυσμών με την Τουρκία. Η Τσακωνική διάλεκτος είναι ελληνογενής διαλεκτική ομάδα που μιλιέται στην περιοχή της νότιας Κυνουρίας της Αρκαδίας. Από την αρχαιότητα έως το 1912 η περιοχή της νότιας Κυνουρίας ανήκε στην αρχαία Σπάρτη και το νομό Λακωνίας αντίστοιχα. Η Τσακωνική ανήκει στην υπολειμματική δωρική ζώνη τής Νέας Ελληνικής. Προήλθε από την Δωρική διάλεκτο της Αρχαίας ελληνικής, σε αντίθεση με τη Νέα Ελληνική γλώσσα, η οποία προήλθε από την Ελληνιστική κοινή. Προήλθε από ευρύτερη δωρική κοινή, η οποία είχε κυριαρχήσει στην Πελοπόννησο μετά τη σύσταση της Αχαϊκής Συμπολιτείας και, ως εκ τούτου, αντιστάθηκε περισσότερο στην Κοινή, ίσως επειδή ομιλείτο σε δυσπρόσιτες περιοχές. Ο πρώτος συγγραφέας που αναφέρει την ύπαρξη ιδιαίτερης Τσακωνικής διαλέκτου είναι ο Μάζαρις τον 15ο αιώνα. Θεωρεί τους Τσάκωνες εκβαρβαρισμένους Λάκωνες αλλά οι λίγες λέξεις που αναφέρει ως παράδειγμα δεν είναι τσακωνικές. Η Τσακωνική ομιλείτο στο παρελθόν από διαλεκτόφωνους πληθυσμούς αποίκων στις νότιες ακτές τού Ελλησπόντου. Το τσακωνικό ιδίωμα της Προποντίδας είχε αρκετές επιδράσεις από τα βόρεια ιδιώματα της Θράκης. Τους είχαν μεταφέρει εκεί οι πρώτοι Παλαιολόγοι για φρουρές στα βυζαντινά κάστρα. Η Πολίτικη διάλεκτος (Κωνσταντινοπολίτικη διάλεκτος) είναι η διάλεκτος της Ελληνικής γλώσσας που χρησιμοποιείται από περίπου διακόσιες χιλιάδες Ρωμιούς Κωνσταντινοπολίτες στην Ελλάδα και μερικές χιλιάδες Ρωμιούς της Πόλης. Πολλοί λογοτέχνες, συνήθως ποιητές αλλά και πεζογράφοι, χρησιμοποιούν ακόμα την Πολίτικη διάλεκτο. Υπάρχει επίσης πληθώρα πολίτικών τραγουδιών (παραδοσιακά, δημοτικά και σύγχρονα), αλλά και σκετς και θεατρικά που χρησιμοποιούν τη διάλεκτο. Η Πολίτικη διάλεκτος αποτελεί μια σύσμιξη ελληνικών λέξεων,αγγλικών,τούρκικων κα γαλλικών. Σημαντικοί σταθμοί στην ιστορία της διαλέκτου, οι οποίοι άφησαν αξιοσημείωτα ίχνη στη σύγχρονη μορφή της, υπήρξαν η Ενετοκρατία (από το 1204) και κατόπιν ηΤουρκοκρατία (από το 1453). Τέλος, η ισχυρή πολιτιστική επιρροή της αγγλικής γλώσσας είναι εμφανής (από το 1800) και συνεχής στην Πολίτικη διάλεκτο. Από διαλεκτολογικής πλευράς η Πολίτικη συγκαταλέγεται στα νότια ιδιώματα της Ελληνικής γλώσσας, καθώς διατηρεί εκτεταμένες κωφώσεις και μειώσεις. Κατωιταλική ή Γραικάνικη διάλεκτος (Γραικάνικα) ονομάζεται η διάλεκτος της Ελληνικής που περιλαμβάνει ιταλικά στοιχεία και ομιλείται από τους Έλληνες της Κάτω Ιταλίας Μεγάλη Ελλάδα της νότιας Ιταλίας. Είναι κυρίως γνωστή ως Κατωιταλική διάλεκτος, ενώ οι ομιλητές της την ονομάζουν Γκρίκο (Grico) ή Κατωιταλιώτικα. Η Κατωιταλική και η Ελληνική γλώσσα δεν είναι αμοιβαία κατανοητές. Κοινότητες ομιλητών τής Κατωιταλικής διαλέκτου υπάρχουν σήμερα στη νότια άκρη της Καλαβρίας και στην περιοχή Σαλέντο της Απουλίας, κοντά στην πόλη Λέτσε. Στο Σαλέντο βρίσκονται εννέα μικρές πόλεις στην περιοχή Grecìa Salentina (Καλημέρα, Μαρτάνο, Καστρινιάνο ντε Γκρέτσι, Κοριλιάνο ντ' Οτράντο, Μαλπινιάνο, Σολέτο,Στερνάτια, Ζολίνο, Μαρτινιάνο), με συνολικό πληθυσμό 40.000 ατόμων. Στην Καλαβρία βρίσκονται εννέα χωριά στην περιοχή Μπόβα, αλλά ο γραικάνικος πληθυσμός εκεί είναι σημαντικά μικρότερος. Ο δωρικός χαρακτήρας των ελληνικών αποικιών τής Καλαβρίας και της Απουλίας, καθώς και η περιφερειακή θέση τής διαλέκτου σε σχέση με τον υπόλοιπο ελληνόφωνο χώρο, έχουν συμβάλει στη διατήρηση αξιοσημείωτων αρχαϊσμών και δωρισμών, ενώ η συνάντηση με την Ιταλική και με τις τοπικές διαλέκτους της έχει ασκήσει βαθιά επίδραση στο λεξιλόγιο των (λίγων πλέον) φυσικών ομιλητών της. Υπάρχει σημαντική προφορική παράδοση, ενώ ορισμένα τραγούδια και ποιήματα στην Κατωιταλική είναι δημοφιλή στην Ιταλία και στην Ελλάδα. Γνωστά μουσικά σχήματα από το Σαλέντο είναι οι Ghetonia και οι Aramirè. Επίσης, αξιόλογοι Έλληνες καλλιτέχνες όπως η Μαρία Φαραντούρη και ο Διονύσης Σαββόπουλος έχουν εκτελέσει κομμάτια στα Γραικάνικα. Το συγκρότημα Encardia από την Αθήνα συνθέτει και ερμηνεύει τραγούδια μόνο στα Γραικάνικα. H ποντιακή διάλεκτος ή ποντιακή γλώσσα είναι η γλώσσα των Ποντίων που κατοικούσαν στις νότιες-νοτιοανατολικές ακτές και στα ρωσικά και γεωργιανικά παράλια της Μαύρης Θάλασσας. Σήμερα ομιλούνται από τους απογόνους των προσφύγων που κατέφυγαν στην Ελλάδα είτε μετά τη Συνθήκη της Λωζάνης, είτε μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ. Στη σημερινή Τουρκία εντοπίζονται ακόμη μερικές εστίες όπου ομιλείται η ποντιακή. Θεωρείται ότι προέρχεται από την τοπική όψιμη ελληνιστική Κοινή σε χώρο με ιωνικό υπόστρωμα. Το λεξιλόγιό της έχει επηρεαστεί από την τουρκική και από γλώσσες του Καυκάσου. Δέχτηκε επιδράσεις από το λεξιλόγιο των Γενουατών και των Βενετσιάνων της Τραπεζούντας. Ωστόσο οι ξένες λέξεις εξελληνίστηκαν και εντάχθηκαν στο κλιτικό σύστημα της ελληνικής γλώσσας. Υπάρχουν αναφορές, όπως η πρόσφατη (1996) του Τούρκου συγγραφέα Ομέρ Ασάν, σχετικά με την ύπαρξη σημαντικού αριθμού μουσουλμάνων ομιλητών της γλώσσας στον σύγχρονο Πόντο. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, ο οποίος είναι ομιλητής της Ποντιακής, σήμερα στον Πόντο η γλώσσα μιλιέται σε 60 περίπου χωριά της περιοχής της Τραπεζούντας, αλλά και αλλού, από εσωτερικούς μετανάστες της Τουρκίας.
Η Κυπριακή διάλεκτος είναι η διάλεκτος της Ελληνικής γλώσσας που χρησιμοποιείται από περίπου επτακόσιες χιλιάδες Ελληνοκυπρίους στην Κύπρο και μερικές εκατοντάδες χιλιάδες Ελληνοκυπρίους της διασποράς, κυρίως στη Μεγάλη Βρετανία, την Αυστραλία και την Ελλάδα. Είναι η κοινή ομιλουμένη των περισσοτέρων Ελληνοκυπρίων. Είναι επίσης η πρώτη γλώσσα πιο ηλικιωμένων Τουρκοκυπρίων από χωριά όπως η Λουρουτζίνα και από την περιοχή της Τυλληρίας. Οι περισσότεροι ηλικιωμένοι Τουρκοκύπριοι μιλούν τα Ελληνικά με Κυπριακή Διάλεκτο ως δεύτερη γλώσσα. Συνήθως, σε επίσημο περιβάλλον θεωρείται πιο αποδεκτή η χρήση της Κοινής Νέας Ελληνικής. Στη νεότερη εποχή σημαντικοί ποιητές όπως ο Βασίλης Μιχαηλίδης (1849-1917) και ο Δημήτρης Λιπέρτης (1866-1937) και ακόμα νεότεροι όπως ο Παύλος Λιασίδης (1901-1985) χρησιμοποιούν τη διάλεκτο σε γραπτή μορφή. Πολλοί άλλοι λογοτέχνες, συνήθως ποιητές αλλά και πεζογράφοι, χρησιμοποιούν ακόμα την Κυπριακή διάλεκτο. Υπάρχει επίσης πληθώρα κυπριακών τραγουδιών (παραδοσιακά, δημοτικά και σύγχρονα), αλλά και σκετς, θεατρικά και τηλεοπτικές σειρές που χρησιμοποιούν τη διάλεκτο.
Η Κυπριακή διάλεκτος αποτελεί στη σύγχρονη εποχή τη μεγαλύτερη ελληνική διάλεκτο -ακολουθούμενη από τα Ποντιακά, Κρητικά, Κατωιταλικά και άλλες διαλέκτους-, η οποία είναι μητροδίδακτη και παραγωγική στο νησί της Κύπρου. Ανήκει στον γεωγραφικό και διαλεκτικό χώρο της αρχαίας Αρκαδοκυπριακής και, μολονότι δεν προέρχεται άμεσα από αυτήν, είναι δυνατόν ακόμη και σήμερα να εντοπίσει κανείς κατάλοιπά της στο λεξιλόγιο των ομιλητών.
Η κρητική διάλεκτος είναι μία διάλεκτος τηςνέας ελληνικής που ομιλείται στην Κρήτη. Κατά τον ύστερο μεσαίωνα η διάλεκτος του νησιού εξελίχθηκε σε λόγια γλώσσα, και εκφράστηκε μέσα από την ποίηση του Κορνάρου, του Χορτάτση και άλλων, το κρητικό θέατρο και τα λαϊκά τετράστιχα -μαντινάδες- των οποίων η θεματολογία μπορεί να είναι από σκωπτική έως φιλοσοφική. Σήμερα η κρητική διάλεκτος δεν κινδυνεύει με εξαφάνιση, όπως συχνά συμβαίνει σε μειονοτικές διαλέκτους που δεν διδάσκονται, καθώς κυρίως στο νότο, αποτελεί την μόνη προφορική γλώσσα και συνεχίζει και να εξελίσσεται. Η κρητική διάλεκτος ομιλείται εκτός από την Κρήτη, στο χωριό Χαμιντιέ της Συρίας και στα παράλια της Μικράς Ασίας όπου εγκαταστάθηκαν μουσουλμάνοι Κρητικοί το 1923.
Πηγή: https://el.m.wikipedia.org/wiki/Διάλεκτοι_της_Νεοελληνικής_γλώσσας
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Τσακωνική_διάλεκτος
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Πολίτικη_διάλεκτος
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Κατωιταλική_διάλεκτος
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Ποντιακή_διάλεκτος
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Κυπριακή_Διάλεκτος_της_Ελληνικής_Γλώσσας
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Κρητική_διάλεκτος
Εκπαιδευτικό Ιστολόγιο με στόχο την ενημέρωση για την Μυθολογία, την Προϊστορία, την Ιστορία και τον ελληνικό πολιτισμό greek.history.and.prehistory99@gmail.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου