Ο στρατηγός Στιλίχων ήταν σε θέση να καταστρέψει τους Γότθους, όταν διατάχτηκε από τον αυτοκράτορα Αρκάδιο να φύγει από το Ιλλυρικό. Ο ύπαρχος Ρουφίνος κατακρεουργήθηκε από δικούς του στρατιώτες και η πραγματική εξουσία στην Κωνσταντινούπολη πλέον πέρασε στον ευνούχο Ευτρόπιο. Ο θάνατος του Ρουφίνου και η αναχώρηση του Στιλίχωνος έδωσε απόλυτη ελευθερία στις κινήσεις για τον Αλάριχο. Το 395 λεηλάτησε την Αττική αλλά απέφυγε την Αθήνα, η οποία συνθηκολόγησε. Το 396, εξάλειψε τα τελευταία απομεινάρια των Μυστηρίων στην Ελευσίνα, θέτοντας τέλος στην παράδοση των απόκρυφων θρησκευτικών τελετών. Στη συνέχεια εισέβαλε στην Πελοπόννησο και κατέλαβε τις πιο διάσημες πόλεις -Κόρινθο, Άργος, και Σπάρτη- πουλώντας πολλούς από τους κατοίκους τους ως δούλους. Εδώ, όμως, η νικηφόρα καριέρα του υπέστη σοβαρό πλήγμα. Το 397 ο Στιλίχων διέσχισε τη θάλασσα προς την Ελλάδα και πέτυχε την παγίδευση των Γότθων στα βουνά της Φολόης, στα σύνορα της Ηλείας και Αρκαδίας. Από εκεί ο Αλάριχος δραπέτευσε με δυσκολία, και ανοχή από τον Στιλίχωνα. Ο Αλάριχος στη συνέχεια διέσχισε τον Ισθμό της Κορίνθου και βάδισε βόρεια μέχρι την Ήπειρο και την Δαλματια λεηλατώντας.
Η Αιλία Ευδοκία (401 - 460) (Αγία Ευδοκία), ήταν σύζυγος του αυτοκράτορα Θεοδόσιου Β´ και μία εξέχουσα ιστορική προσωπικότητα με σημαντική συμβολή στην καθιέρωση του Χριστιανισμού κατά την έναρξη της Αυτοκρατορίας. Ονομαζόταν Αθηναΐς. Καταγόταν από την Αθήνα και ήταν κόρη του Λεοντίου, καθηγητή της ρητορικής στην Φιλοσοφική Σχολή των Αθηνών. Η Αθηναΐς, όπως και ο πατέρας της, ήταν εθνική (ειδωλολάτρις) στο θρήσκευμα και έλαβε αξιόλογη μόρφωση, αφού είχε διδαχθεί τον Όμηρο, τους τραγικούς, τον Λυσία και τον Δημοσθένη, νεοπλατωνική φιλοσοφία, αστρονομία και γεωμετρία.
Οι πληροφορίες που διαθέτουμε για το κλείσιμο της νεοπλατωνικής σχολής της Αθήνας, της Ακαδημίας του Πλατωνα ειναι από τα έργα ιστορικών εκείνης της περιόδου. Η άποψη που επικρατεί με βάση μια επιφανειακή ανάγνωση των σχετικών πηγών είναι ότι το 529 ο βυζαντινός αυτοκράτορας Ιουστινιανός έκλεισε τη σχολή για να καταφέρει πλήγμα στην ειδωλολατρία και ότι ως συνέπεια αυτού του διωγμού επτά καθηγητές φιλοσοφίας μετανάστευσαν στην Περσία. Έπειτα απο έρευνα αποδεικνύει ότι: 1. Ο Ιουστινιανός έκλεισε τη σχολή όχι για να καταφέρει πλήγμα στην ειδωλολατρία, αλλά για να κάνει μια ευρύτερη μεταρρύθμιση στην ανώτατη εκπαίδευση, και 2. Οι επτά καθηγητές έφυγαν για την Περσία, όχι ύστερα από κάποιο διωγμό σε βάρος τους, αλλά επειδή οι ίδιοι το θέλησαν, δύο χρόνια μετά το κλείσιμο της νεοπλατωνικής σχολής.
Προκύπτει όμως το ερώτημα: γιατί έφυγαν οι επτά νεοπλατωνικοί καθηγητές στην Περσία; Η παραδοσιακή άποψη είναι ότι έφυγαν ως συνέπεια διωγμού το 529. Επτά καθηγητές φιλοσοφίας μετανάστευσαν στην αυλή του Πέρση βασιλιά Χοσρόη, αλλά αυτοί έφυγαν εκούσια, ήταν δυσαρεστημένοι με τη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Η δυσαρέσκεια των καθηγητών προέκυψε από το ότι η γενικότερη νομοθεσία δεν τους επέτρεπε να πάρουν μέρος στη δημόσια ζωή. Οι επτά καθηγητές που έφυγαν εκούσια για την Περσία μετά το 531 είχαν όλο το χρόνο να προγραμματίσουν το ταξίδι τους. Αποτελούσαν μια πολυεθνική ομάδα: ο 80χρονος Δαμάσκιος από τη Συρία, ο Σιμπλίκιος από την Κιλικία, ο Ευλάμιος (ή Ευλάλιος ) από τη Φρυγία, ο Ισίδωρος από τη Γάζα, ο Πρισκιανός από τη Λυδία και οι Ερμείας και Διογένης από τη Φοινίκη. Κανένας δεν ήταν γηγενής Αθηναίος. Αυτοί οι εκλεκτοί φιλόσοφοι αποφάσισαν να εγκαταλείψουν το Βυζάντιο για μια καλύτερη τύχη. Δεν την βρίσκουν. Επιστρέφουν σύντομα, το 532, έχοντας απογοητευθεί από το Χοσρόη και έχοντας καταλάβει ότι οι Βυζαντινοί είναι πολύ καλύτεροι από τους Πέρσες, που ζουν ανήθικη ζωή. Ο ίδιος ο Ιουστινιανός τους επιτρέπει να πιστεύουν ανενόχλητοι στη θρησκεία τους κανονικά όπως και πριν.
Με την πτώση του βυζαντινού συνορου πόλης Σιρμίου, ο χαγάνος των Αβάρων Βαϊανός (Bayan) απέκτησε μια σημαντική βάση επιχειρήσεων νοτίως του Δούναβη, και οι επιδρομές των Αβαρων και Σλάβων εντάθηκαν. Οι σλαβικές επιδρομές το 583 έφτασαν ως την Πελοπόννησο, και οδήγησαν τους κατοίκους της Λακωνίας να καταφύγουν στη Μονεμβασιά. Το 584, οι Άβαροι κατέλαβαν τις οχυρές πόλεις Σιγγιδόνα (Βελιγράδι) και Βιμινάκιο στον Δούναβη, και έφτασαν ως την Αγχίαλο, καταστρέφοντας ουσιαστικά την οχυρωμένη συνοριακή ζώνη (limes) κατά μήκος του Δούναβη. Ο κύριος όγκος του στρατού ήταν απασχολημένος στην Ανατολή, ο Μαυρίκιος δεν μπορούσε να συγκεντρώσει παρά μικρές δυνάμεις προς αντιμετώπιση των Αβαροσλάβων. Στο βαλκανικό θέατρο, λόγω του αμυντικού χαρακτήρα των επιχειρήσεων και της ένδειας των βαρβαρικών φύλων, δεν υπήρχε η δυνατότητα για τους στρατιώτες να συντηρούνται και να αποκομίζουν λεία μέσω λεηλασιών, με αποτέλεσμα πολλοί να είναι απρόθυμοι να υπηρετήσουν εκεί. Είχαν ως αποτέλεσμα τα λίγα και με χαμηλό ηθικό στρατεύματα να μην επιτύχουν έστω και τοπικές νίκες. Μια νίκη του στρατηγού Κομεντίολου στην Αδριανούπολη επί των Σλάβων το 584/585 αποτέλεσε μάλλον την εξαίρεση, και δεν στάθηκε δυνατό να σταματήσει τις επιδρομές, η οποίες απλώς εξετράπησαν προς την νότιο Ελλάδα. Σε αυτή την περίοδο ανάγεται πιθανότατα και η καταστροφή μεγάλου μέρους της αρχαίας Αθήνας.
Η Ειρήνη η Αθηναία (752 - 803), η Ειρήνη Σαρανταπήχαινα, ήταν Βυζαντινή αυτοκράτειρα από το 780 έως το 802. Μέχρι το 797 συμβασίλευε με τον γιο της Κωνσταντίνο ΣΤ΄, ασκώντας η ίδια αποκλειστικά σχεδόν την εξουσία, και κατόπιν βασίλευσε μόνη. Το όνομά της είναι συνδεδεμένο με την πρώτη αναστήλωση των εικόνων που θεσπίστηκε από την Ζ΄Οικουμενική Σύνοδο και με την τύφλωση του γιου της που διατάχτηκε από την ίδια. Καταγόταν από την πλούσια οικογένεια των Σαρανταπήχων της Αθήνας και διακρινόταν για τη μόρφωση και την ομορφιά της.
Ήταν ορφανή, την έφερε ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ε' στην Κωνσταντινούπολη, όπου το 769 παντρεύτηκε τον γιο του, τον μετέπειτα αυτοκράτορα Λέοντα Δ'
(775-780). Μετά το θάνατο του Λέοντα η Ειρήνη ανέλαβε την κηδεμονία του δεκάχρονου Κωνσταντίνου ΣΤ΄. Ήταν ήδη γνωστό πως ήταν εικονόφιλη: ενώ ζούσε ακόμη ο Λέων Δ΄ είχαν βρεθεί εικόνες στο προσκέφαλό της και ο αυτοκράτορας την επέπληξε σφοδρότατα και διέκοψε κάθε επαφή μαζί της.
Τα χρόνια που ο Βασίλειος Β' Βουλγαροκτονος ήταν απασχολημένος με τις εσωτερικές εξεγέρσεις και την ανάκτηση των ανατολικών συνόρων, ο Σαμουήλ επέκτεινε την κυριαρχία του από την Αδριατική θάλασσα μέχρι τον Εύξεινο Πόντο ανακτώντας τα περισσότερα εδάφη που είχε η Βουλγαρία πριν την εισβολή του Σβιατοσλάβ Α' του Κιέβου. Επίσης ήταν επικεφαλής καταστροφικών επιδρομών στην Ελλάδα, που αποτελούσε μέρος της βυζαντινής επικράτειας. Το 996 ο Βυζαντινός στρατηγός Νικηφόρος Ουρανός επέτυχε συντριπτική νίκη ενάντια στο βουλγαρικό στρατό στη Μάχη του Σπερχειού. Ο Σαμουήλ και ο γιος του, Γαβριήλ Ρωμανός, κατάφεραν να διαφύγουν.
Με τη νίκη επί των Βουλγάρων και την υποταγή των Σέρβων, εκπληρώθηκε ένας από τους στόχους του Βασίλειου Β', καθώς η αυτοκρατορία ανέκτησε τα σύνορά της στον Δούναβη για πρώτη φορά μετά από 300 χρόνια. Ο Βασίλειος γιόρτασε το γεγονός με ένα θρίαμβο στην Αθήνα, αφού πριν επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη συνέχισε την προέλασή του από τη Στρώμνιτσα έως το Μελένικο, εισέβαλε στη Πελαγονία και από τη πεδιάδα της Καρατζόβας έφθασε στη Θεσσαλονίκη (1015) και στη συνέχεια μέσω Λιβαδιάς έφτασε στην Αθήνα, όπου παρέμεινε αρκετό χρονικό διάστημα και προσκύνησε στην Παναγία την Αθηνιώτισσα (στον Παρθενώνα). Μετά πήγε στον Πειραιά, όπου ήταν συγκεντρωμένος ο στόλος του, επιβιβάστηκε στα καράβια και έπλευσε στην Κωνσταντινούπολη. Από τη “Χρυσή Πύλη” μπήκε θριαμβευτικά στην πρωτεύουσα, στεφανωμένος με χρυσό στεφάνι και όρθιος πάνω σε μεγαλόπρεπο άρμα.
Ο Μιχαήλ Χωνιάτης ή Ακομινάτος (1138 - 1222) ήταν Βυζαντινός λόγιος και ορθόδοξος Μητροπολίτης Αθηνών. Γεννήθηκε περί τα 1138 στις Χωνές της Φρυγίας, πρώην Κολοσσαί, και προερχόταν από την εύπορη οικογένεια των Ακομινάτων. Αδερφός του ήταν ο ιστορικός Νικήτας Ακομινάτος. Σε νεαρή ηλικία τον έστειλε ο πατέρας του στην Κωνσταντινούπολη για να μορφωθεί. Εκεί, προστάτης και διδάσκαλός του έγινε ο σοφός Ευστάθιος, αργότερα μητροπολίτης Θεσσαλονίκης. Εκπαιδεύτηκε στην κλασική παιδεία, γνώρισε τον Όμηρο, Πίνδαρο, Δημοσθένη, Θουκυδίδη και άλλους αρχαίους συγγραφείς και μπόρεσε να έρθει σε επαφή με τους ανώτερους εκκλησιαστικούς κύκλους της πρωτεύουσας. Ανέπτυξε χαρακτήρα δραστήριο, ευγενή και πράο. Αρχικά υπηρέτησε στον Πατριάρχη Θεοδόσιο ως υπογραμματέας του, και χειροτονήθηκε αρχιεπίσκοπος Αθηνών το 1175 και Μητροπολίτης Αθηνών το 1182. Η αρχιερατεία του Ακομινάτου ανήκει στα λίγα φωτεινά σημεία της σκοτεινής ιστορίας των Αθηνών του Μεσαίωνα. Φτάνει στην Αθήνα το Σεπτέμβριο του 1182 για να διαδεχθεί το μητροπολίτη Γεώργιο Ξηρό. Η Μητρόπολη Αθηνών ήταν τότε μητρόπολη 28ης τάξης και είχε υπό τη διοίκηση της, τις επισκοπές Δαυλείας, Ευρίπου, Κορώνειας, Άνδρου, Ωρεού, Σκύρου, Καρύστου, Πορθμού, Αυλώνος, Σύρου, Σερίφου και Κέας. Εγκαθίσταται στο επισκοπικό μέγαρο στη Μητρόπολη της Αθήνας, την Παναγία την Αθηνιώτισσα (Παρθενώνας). Αρχισε τον αγώνα του για να ανορθώσει υλικά και πνευματικά το ποίμνιο του ειχε καταπέσει στέλνοντας συνεχώς επιστολές στην Κωνσταντινούπολη αλλά και ερχόμενος σε συνεργασία με διοικητές του Θέματος της Ελλάδας αλλά και με αξιωματούχους του κράτους. Με το κήρυγμα του προσπαθούσε να εμφυσήσει στον λαό της Αθήνας ξανά το χριστιανικό πνεύμα και τρόπο ζωής από το οποίο η φτώχεια κυρίως τους είχε κάνει να απομακρυνθούν. Προσπάθησε να ξαναβάλει σε τάξη και τους εκκλησιαστικούς υπαλλήλους και κληρικούς οι οποίοι εμπλέκονταν σε πολλές κακοδιοικήσεις και σκάνδαλα. Το 1187 του δόθηκε από το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης η επισκοπή της Αίγινας για να αυξηθούν τα λιγοστά έσοδα της Μητρόπολης του. Η κατάσταση όμως ήταν τόσο άσχημη για τους πληθυσμούς της περιοχής αλλά και για όλη την Ελλάδα, ωστόσο μόνο το πρώτο χρόνο μπόρεσε μετά πολλών βασάνων να μαζέψει τον ετήσιο φόρο και ύστερα παραιτήθηκε από την αξίωση του γι'αυτήν την επισκοπή γιατί όπως εξηγεί σε μια επιστολή του,το νησί ήταν σχεδόν ακατοίκητο και καταφύγιο πειρατών οπότε δεν μπορούσε να έχει έσοδα από εκεί. Το 1203 υπεράσπισε την Αθήνα από την επίθεση του Λέοντα Σγουρού, που είχε ιδρύσει ανεξάρτητη ηγεμονία στο Ναύπλιο και την Αργολίδα. Στην αρχή προσπάθησε να συνομιλήσει με τον άρχοντα αλλά όταν εκείνος αρνήθηκε εγκατέστησε στην Ακρόπολη βλητικές μηχανές και τοξεύοντας τους στρατιώτες του Σγουρού, τους έδιωξε από την Αθήνα. Όταν το 1204 οι Σταυροφόροι κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη και κατόπιν, υπό τον Βονιφάτιο Μομφερρατικό, κατέλαβαν τη νότια Ελλάδα και βρέθηκαν μπροστά στην Αθήνα,ο Ακομινάτος καταλαβαίνοντας το μάταιο της αντίστασης παρέδωσε την πόλη. Μετά από λίγες βδομάδες και αφού οι Φράγκοι στρατιώτες είχαν λεηλατήσει την πόλη, την Παναγία την Αθηνιώτισσα και το ίδιο το σπίτι του Μητροπολίτη, παίρνει μόνο τα αναγκαία για την επιβίωση του και φεύγει πρώτα για τη Θεσσαλονίκη, μετά στη Χαλκίδα και τελικά εγκαθίσταται μόνιμα στην Κέα στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, όπου και θα παραμείνει μέχρι το τέλος της ζωής του.
Ο Βονιφάτιος Μομφερατικος παραχώρησε την Αθήνα μαζί με τα Μέγαρα στον επιφανή ιππότη από τη Βουργουνδία Όθωνα ντε λα Ρος, στον οποίο είχε παραχωρήσει νωρίτερα και τη Θήβα. Ο Όθων προσαγορεύτηκε «Κύριος των Αθηνών». Τον διαδέχτηκε ο ανιψιός του Γκυ ντε λα Ρος. Ο Γκυ αναγνωρίστηκε το 1260 από τον βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκο Θ΄ ως δούκας των Αθηνών. Ο οίκος των Ντε λα Ρος ηγεμόνευσε μέχρι το 1308, οπότε πέθανε άκληρος ο Γκυ Β΄. Τον διαδέχτηκε ο εξάδελφός του Γκωτιέ της Βρυέννης, κόμης του Λέτσε της Απουλίας. Μετά την Μάχη της Κωπαΐδας το 1311, όπου οι Φράγκοι νικήθηκαν από τους Καταλανούς και όπου σκοτώθηκε ο δούκας της Αθήνας, το δουκάτο πέρασε στην κυριαρχία των Καταλανών που πρόσφεραν την ηγεμονία στο στέμμα των βασιλέων της Αραγωνίας. Η κυριαρχία των Καταλανών καταλύθηκε το 1388 με την κατάληψη της Ακρόπολης από τον Φλωρεντινό τραπεζίτη και τυχοδιώκτη Νέριο Ατσαϊόλι, που από το 1385 είχε καταλάβει την πόλη της Αθήνας. Με εξαίρεση μια βραχύχρονη βενετική κατοχή (1395-1403) ο οίκος τωνΑτσαγιόλι ηγεμόνευσε μέχρι το 1458, όταν οι Τούρκοι, που από το 1456 είχαν καταλάβει την Αθήνα έγιναν κύριοι και της Ακρόπολης. Η Αθήνα αποτελούσε το καύχημα των δυτικών κυριάρχων. Ο βασιλιάς της Αραγωνίας και δούκας της Αθήνας Πέτρος Δ΄ της Αραγωνίας είχε χαρακτηρίσει την Ακρόπολη το 1380 ως «το πιο ακριβό στολίδι που υπάρχει στον κόσμο», ενώ οι Φλωρεντινοί δούκες με τη φιλορθόδοξη πολιτική και την ελληνότροπη συμπεριφορά τους παρασκεύαζαν τον εξελληνισμό του δουκάτου και θεωρούσαν μέγιστο αγαθό τη διαβίωσή τους στην πόλη αυτή. Στην Πελοπόννησο κάλεσε 10 χιλ. αρβανίτες ο Μανουήλ Καντακουζηνός, γύρω στο 1370, στις οποίες παραχώρησε γαίας για εγκατάσταση, και αργότερα, γύρω στο 1400, άλλες 10 χιλ. ο Θεόδωρος Παλαιολόγος. Στα μέρη που εγκαταστάθηκαν υπηρετούσαν και ως μισθοφόροι. Το 1378 Σώμα Ναβαρραίων κατέλαβε την Κέρκυρα και στη συνέχεια στράφηκε εναντίον της Καταλανικής εταιρείας, η οποία κατείχε εδάφη στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα. Οι Ναβαρραίοι κατέλαβαν τα Σάλωνα, τη Βοιωτία και την Αίγινα. Συγκεκριμένα, το 1379 ο Χουάν ντε Ουρτούμπια επιτέθηκε στη Βοιωτία και κατέλαβε τη Θήβα. Στη συνέχεια όμως, οι Καταλανοί συνασπίστηκαν με τους Βενετούς και με τη βοήθεια του Βασιλιά της Αραγωνίας, υποχρέωσαν του Ναβαρραίους να εγκαταλείψουν τη Στερεά Ελλάδα και να κατευθυνθούν στην Πελοπόννησο. Επειδή η επιδρομή των Ναβαραίων επέφερε μεγάλα κενά στο δουκάτο των Αθηνών, διότι άλλοι από τους κατοίκους φονεύθηκαν και άλλοι μετανάστευσαν, ο Δούκας των Αθηνών, το έτος 1382 κάλεσε Αρβανίτες, για να πυκνώσουν τον πληθυσμό, στους οποίους παραχώρησε γη και διετή ατέλεια. Αυτό το έπραξε διότι είχε ανάγκες τόσο σε γεωργούς και κτηνοτρόφους, όσο και για την απόκρουση επικείμενων επιδρομών. Ταυτόχρονα ο Καταλανός διοικητής Ραμόν ντε Βιλανόβα για να εξασφαλίσει την επικυριαρχία του στον Βοιωτικό χώρο, εγκατέστησε Αρβανίτες στην Λοκρίδα, αλλά και άλλους από αυτούς σε χωριά της Βοιωτίας, μεταξύ των οποίων τα χωριά: Βρασταμίτης (Υψηλάντης) Ζαγαράς (Ευαγγελίστρια), Ζερίκια (Ελικών), Κυριάκι, Σιάχος (Πέτρα), Σουληνάρι (Σωληνάρι), Δομβραίνα, Στροβίκι και Χώστια. Τότε φαίνεται ότι έγινε η μεγάλη αρβανίτικη εποίκηση στην Αττική και Βοιωτία. Σε λίγο βλέπουμε 1500 Αρβανίτες ιππείς να περιτρέχουν την Αττική για να επιβάλουν την τάξη. Ανάλογη αστυνόμευση γινόταν και στην Βοιωτία. Ο ηγέτης των Ιταλών Νέριος είχε μισθοφόρους Αρβανίτες στην Κόρινθο, τους οποίους εγκατέστησε αργότερα στην Αττική και την Βοιωτία. Έτσι διπλασιάσθηκε ο αρβανίτικος πληθυσμός. Εγκατάσταση Αρβανιτών έγινε και αργότερα στα ορεινά της Βοιωτίας μετά την κατάληψη, από τον Κάρολο Τόκκο το 1418, του Δεσποτάτου της Ηπείρου και την κάθοδο των Αρβανιτών στην Αττική. Από την Αττική κινήθηκαν σιγά – σιγά και προς τα νησιά Σαλαμίνα, Πόρο, Ύδρα, Σπέτσες, αφού η ερήμωσή τους οδήγησε στον εποικισμό από Αρβανίτες. Οι Τούρκοι όταν καταλαμβάνουν τη Θεσσαλία (1393) και την Φωκίδα, πιέζουν τους εκεί Αρβανίτες και τους αναγκάζουν να καταφύγουν στην κυρίως Ελλάδα. Ο εποικισμός που είχε αρχίσει το 1388 συνεχίστηκε μέχρι το 1430. Επί Αντωνίου Ατζαϊώλη (1402-1435) έγινε η δεύτερη μεγάλη κάθοδος Αρβανιτών, αλλά λόγω κάποιου λοιμού έφυγαν και πήγαν στην Αργολίδα και τα νησιά, ενώ 300 οικογένειες Αρβανιτών πήγαν στην Εύβοια.
Η Aττική υπήρξε σημαντική επαρχία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας με αγροτική και βιοτεχνική παραγωγή, ενώ η πόλη των Αθηνών, συνυφασμένη άρρηκτα με το κλασικό της παρελθόν, παρέμεινε κέντρο εκπαίδευσης. Μετά το κλείσιμο των φιλοσοφικών σχολών το 529 από τον Ιουστινιανό η πόλη έπεσε σε παρακμή, ενώ στα μεσοβυζαντινά χρόνια γνώρισε νέα άνθηση. Είναι ενδεικτικό ότι ο Βασίλειος Β΄ την επισκέφθηκε το 1018 για να προσκυνήσει την Παναγία Αθηνιώτισσα στον Παρθενώνα και να προσφέρει πολύτιμα αναθήματα μετά τη νίκη του κατά των Βουλγάρων. Στους δεκάδες νέους ναούς που χτίστηκαν την εποχή αυτή στον εκτεταμένο πολεοδομικό ιστό της Αθήνας αποτυπώνονται η συσσωρευμένη αρχιτεκτονική παράδοση και οι διαρκείς αναζητήσεις, που καταλήγουν στη δημιουργία ενός νέου τύπου ναού, γνωστού και ως αθηναϊκού. Κύρια χαρακτηριστικά του οι μικρές διαστάσεις, οι αρμονικές αναλογίες, οι κομψοί οκτάπλευροι τρούλοι και η επιμελημένη τοιχοδομία με περίτεχνο κεραμοπλαστικό διάκοσμο. Πιο ταπεινές στη σχεδίαση και στα υλικά τους, οι εκκλησίες στην ύπαιθρο κάλυπταν τις ανάγκες λατρείας των αγροτικών οικισμών.
Ο πληθυσμός της Βυζαντινής Αττικής μειώθηκε σε σύγκριση με την γειτονική περιοχή της Βοιωτίας. Οι θέσεις των ιστορικών ημερομηνίών που παρουσιάζουν ενδιαφέρον είναι ο 12ος και 13ος αιώνας, όταν η Αττική ήταν υπό την κυριαρχία των Φράγκων. Το μεγάλο μοναστήρι της Δάφνης, που χτίστηκε την περίοδο του Ιουστινιανού Α´, είναι μια μεμονωμένη περίπτωση που δεν σηματοδοτεί ευρεία ανάπτυξη της Αττικής, κατά τη Βυζαντινή περίοδο. Από την άλλη πλευρά, τα κτίρια που χτίστηκαν κατά τον 11ο και 12ο αιώνα δείχνουν μια μεγαλύτερη ανάπτυξη που συνεχίστηκε κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας των Φράγκων.
Πηγή: https://el.m.wikipedia.org/wiki/Αττική
http://www.byzantinemuseum.gr/el/permanentexhibition/byzantine_world/Byzantine_Attica/
http://www.apostoliki-diakonia.gr/gr_main/catehism/theologia_zoi/themata.asp?contents=ecclesia_history/contents_texts.asp&main=texts&file=22.htm
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Αλάριχος_Α΄
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Ευδοκία
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Εκστρατείες_του_αυτοκράτορα_Μαυρικίου_στα_Βαλκάνια
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Ειρήνη_η_Αθηναία
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Βασίλειος_Β´
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Μιχαήλ_Χωνιάτης
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Δουκάτο_των_Αθηνών
http://www.hsiodos.gr/Άσκρη/Παναγιά/Αρβανίτικα.aspx
Εκπαιδευτικό Ιστολόγιο με στόχο την ενημέρωση για την Μυθολογία, την Προϊστορία, την Ιστορία και τον ελληνικό πολιτισμό greek.history.and.prehistory99@gmail.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου