Μετά την πλήρη κατάκτηση της Αθήνας από τους Οθωμανούς την διετία 1456-58, την πόλη επισκέφτηκε ο σουλτάνος Μωάμεθ ο Β΄ ο Πορθητής, ο άνθρωπος που κυρίευσε την Κωνσταντινούπολη. Ο Μωάμεθ, άνθρωπος με ευρεία μόρφωση και θαυμασμό για την αρχαία Ελλάδα, ήρθε στην Αθήνα για να θαυμάσει τα μνημεία του παρελθόντος για τα οποία είχε τόσα πολλά ακούσει. Σε συνδυασμό με το γεγονός πως οι Αθηναίοι παραδόθηκαν χωρίς αντίσταση στον Σουλτάνο, εκείνος τους παραχώρησε αρκετά προνόμια και άφησε παρακαταθήκη στους νεώτερους να προστατεύουν και να τιμούν τα παλιά μνημεία της πόλης. Την διοίκηση της πόλης επέβλεπε ο Πασάς που έδρευε στο Νεγρεπόντε (την σημερινή Χαλκίδα), την τάξη εξασφάλιζε μικρό στρατιωτικό τμήμα Οθωμανών, που είχε την έδρα του στην Ακρόπολη και την δικαιοσύνη απένεμε ο Οθωμανός δικαστής που ονομαζότανε καδής. Οι Αθηναίοι διατήρησαν τους δικούς τους τοπικούς άρχοντες με περιορισμένες εξουσίες, κυρίως για τα ζητήματα ανάμεσα στους χριστιανούς. Οι άρχοντες αυτοί ονομάζονταν δημογέροντες και προέρχονταν από τις 10-12 παλιές αρχοντικές οικογένειες της πόλης. Ο υπόλοιπος λαός διακρινόταν σε γαιοκτήμονες (νοικοκυραίους), σε έμπορους και βιοτέχνες (παζαρίτες) και τους χωρικούς (ξωτάριδες) που κατοικούσαν στα μικρά αραιοκατοικημένα χωριά της υπαίθρου γύρω από την πόλη σε ολόκληρη την Αττική, τα κατάλοιπα των Δήμων της εποχής της αρχαίας Αθηναϊκής Δημοκρατίας. Τα μέλη της κάθε κοινωνικής τάξης φορούσαν και διαφορετική ενδυμασία που τους διέκρινε μεταξύ τους. Σύντομα ο Παρθενώνας μετατράπηκε σε τζαμί με ένα κτίσμα που έβλεπε προς την Μέκκα στο εσωτερικό του αρχαίου ναού, όπως επί βυζαντινών χρόνων ο αρχαίος ναός της Αθηνάς είχε μετατραπεί σε ναό της Παρθένου Παναγίας. Επίσης, οι Ορθόδοξοι Έλληνες ξαναλειτούργησαν τα παλιά μοναστήρια τους που είχαν κλείσει ή μετατραπεί σε καθολικά επί της κυριαρχίας των Λατίνων και ίδρυσαν και νεώτερα κυρίως στον Υμηττό και στην Πεντέλη. Σε εκείνη την εποχή έζησε και η περίφημη Ρηγούλα Μπενιζέλου, γόνος παλαιάς Αθηναϊκής οικογένειας, που λόγω του φιλανθρωπικού της έργου ανακηρύχτηκε αργότερα άγια από την Ορθόδοξη εκκλησία με το όνομα Φιλοθέη. Από το όνομα της αγίας πήρε και το όνομά της η σημερινή περιοχή της Φιλοθέης, γιατί εκεί υπήρχε ο τάφος της. Οι ίδιοι οι Αθηναίοι ονομαζόμενοι από τον κατακτητή «ραγιάδες» πλήρωναν αρκετούς φόρους μεταξύ των οποίων επαχθέστερος ήταν ο κεφαλικός φόρος (χαράτσι) και κάποιες φορές το παιδομάζωμα κυρίως τον 16ο αιώνα. Κατά το παιδομάζωμα οι Οθωμανοί επέλεγαν από τις ελληνικές οικογένειες παιδιά μικρότερα από δώδεκα χρονών. Τα μικρά αγόρια τα μετέτρεπαν σε πολεμιστές, τους λεγόμενους γενιτσάρους και τα κορίτσια τα οδηγούσαν στο χαρέμι του Σουλτάνου. Τα σπίτια των πλέον ευκατάστατων αθηναϊκών οικογενειών ήταν διώροφα με μεγάλη εσωτερική αυλή που περιβαλλόταν από υψηλούς τοίχους γύρω-γύρω. Οι περιορισμοί περιλάμβαναν για τους σκλαβωμένους Αθηναίους την υποχρέωσή τους να φοράνε συγκεκριμένα ρούχα και πολλές άλλες απαγορεύσεις. Οι σπουδαιότερες απ' αυτές ήταν η απαγόρευση να κτίζουν ψηλότερα σπίτια από των Μουσουλμάνων, να φέρουν όπλα, να ανεβαίνουν στην Ακρόπολη, να ιππεύουν άλογα και να φοράνε πολυτελή ρούχα. Το 1687 οι Βενετοί κατόρθωσαν να καταλάβουν την Αττική, κατά την διάρκεια κάποιου από τους πολλούς πολέμους που διεξήγαγαν κατά των Τούρκων, και διατήρησαν την κυριαρχία τους για δυο σχεδόν χρόνια. Τότε μάλιστα, στην προσπάθεια του Μοροζίνι να καταλάβει την πόλη από τους Τούρκους, καταστράφηκε και ο Παρθενώνας από μια εύστοχη βολή του βενετσιάνικου πυροβόλου που χτυπούσε τους Τούρκους που είχαν οχυρωθεί στην Ακρόπολη. Επίσης ο Μοροζίνι εγκαταλείποντας την Αθήνα ξανά στους Τούρκους το 1689 πήρε μαζί του και ένα μαρμάρινο λιοντάρι από το λιμάνι του Πειραιά και το μετέφερε στην Βενετία, όπου το θαυμάζουν και σήμερα οι επισκέπτες της. Από ένα παρόμοιο μαρμάρινο λιοντάρι ονομάστηκε το επίνειο των Αθηνών, ο Πειραιάς, Πόρτο Λεόνε. Μετά την εγκατάλειψη της πόλης από τους Βενετούς οι περισσότεροι κάτοικοι κατέφυγαν σε περιοχές που κατείχαν ακόμα οι Βενετοί, στην Πελοπόννησο και τα Επτάνησα, καθώς επίσης και στην γειτονική Σαλαμίνα, όπως γινόταν τα αρχαία χρόνια σε εποχές εισβολών επικίνδυνων εχθρών. Μετά από αρκετό χρονικό διάστημα άρχισαν να επιστρέφουν και τελικά επέστρεψαν οι περισσότεροι από όσους είχαν φύγει, μετά από την αμνηστία που έδωσε στους Αθηναίους ο Σουλτάνος. Επίσης επέστρεψαν και λιγότεροι Τούρκοι που εγκαταστάθηκαν και πάλι στην πόλη. Από τότε και πέρα η παρουσία των Τούρκων στην πόλη δεν ανερχόταν σε μεγάλους αριθμούς, όπως πριν την επίθεση του Μοροζίνι. Το 1772 ο Χατζή Αλί Χασεκί αγόρασε τον Μαλικανέ των Αθηνών και τρία χρόνια αργότερα διορίστηκε βοεβόδας των Αθηνών και ξεκίνησε την επιχείρησή του να βγάλει όσα λεφτά μπορούσε από τους Αθηναίους. Το 1777 ορδές Τουρκαλβανών λυμαίνονταν την περιοχή και ο βοεβόδας με την συμμετοχή των Ελλήνων έκτισε ένα χαμηλό τοίχο γύρω από την πόλη, τον Σερπετζέ, για να προστατεύεται η πόλη. Τότε για το κτίσιμο του τείχους χρησιμοποιήθηκαν πολλά μαρμάρινα και πέτρινα τμήματα από τα αρχαία μνημεία. Η διοίκηση του Χασεκί διήρκεσε 20 σχεδόν χρόνια, μέχρι το 1792 οπότε ο Σουλτάνος τον έδιωξε από βοεβόδα και τον τιμώρησε, μετά από πολλά παράπονα των Αθηναίων. Άλλο σημαντικό γεγονός ήταν στις αρχές του 19ου αιώνα η κλοπή των μαρμάρινων γλυπτών του Παρθενώνα με την άδεια των Τούρκικων αρχών από τον βρετανό Λόρδο Έλγιν. Τότε στις παραμονές της επανάστασης οι κάτοικοι των Αθηνών υπολογίζονταν γύρω στις 10 έως 12 χιλιάδες ψυχές. Όταν ξέσπασε η επανάσταση των Ελλήνων κατά των Τούρκων, πρώτα στην Μολδοβλαχία και έπειτα στην Πελοπόννησο, την Στερεά Ελλάδα, τα νησιά και αλλού έφτασαν τα νέα και στην Αθήνα και την υπόλοιπη Αττική. όπου βρίσκονταν όλοι σε επαναστατικό αναβρασμό. Οι μερικές εκατοντάδες Τούρκοι των Αθηνών οχυρώθηκαν στην Ακρόπολη παίρνοντας και μερικούς όμηρους, ενώ πολλές οικογένειες Ελλήνων κατέφυγαν προληπτικά στην Σαλαμίνα. Οι επαναστατημένες δυνάμεις πολιόρκησαν τους Τούρκους από τον Μάιο έως τον Αύγουστο, πολιορκία που διέκοψε ο Ομέρ Βρυώνης και ανεφοδίασε τους πολιορκημένους με τρόφιμα, πολεμοφόδια και νερό. Όταν έφυγε ο Ομερ Βρυώνης οι επαναστάτες συνέχισαν την πολιορκία και τελικά υποχρέωσαν τους Τούρκους την 21η Ιουνίου του 1822 να συνθηκολογήσουν λόγω παντελούς έλλειψης νερού, και να αναχωρήσουν ασφαλείς με τα υπάρχοντά τους, τον οπλισμό τους και τις οικογένειές τους προς την Τουρκία με πλοία ουδετέρων Ευρωπαϊκών δυνάμεων. Αλλά μερικές μέρες πριν την αναχώρησή τους σημειώθηκαν κάποιες σφαγές Τούρκων γιατί έφτασε η φήμη ότι έρχεται η Τουρκική ναυτική αρμάδα. Την διοίκηση της ελεύθερης πλέον Αθήνας ανέλαβε ο ικανός πολέμαρχος Οδυσσέας Ανδρούτσος επικεφαλής του δικού του σώματος από 150 εμπειροπόλεμους άντρες. Επειδή οι Έλληνες ήξεραν από τους παλαιούς θρύλους πως υπήρχε κάποια αρχαία πηγή πόσιμου νερού μέσα στα αρχαία ερείπια έψαξαν κάτω από τις οδηγίες του αρχαιολόγου Κυριάκου Πιττακή και πραγματικά βρήκαν την αρχαία πηγή της Κλεψύδρας, την οποία καθάρισαν, οχύρωσαν κατάλληλα και έφτιαξαν προστατευμένη πρόσβαση. Επίσης εφοδιάστηκαν με πολλά τρόφιμα και πολεμοφόδια. Μέχρι το 1825 επικρατούσε σχετική ησυχία στην Αττική, αλλά οι επαναστατημένοι Έλληνες άρχισαν να φιλονικούν μεταξύ τους. Ο Ανδρούτσος συγκρούστηκε με άλλους οπλαρχηγούς και σύμφωνα με τις ιστορικές μαρτυρίες καταδυνάστευε την ύπαιθρο και τα χωριά της. Στο τέλος, στις 5 Ιουνίου 1825 αφού πρώτα φυλακίστηκε από τον Γιάννη Γκούρα βρέθηκε νεκρός κάτω την Ακρόπολη. Πολλοί ισχυρίζονται πως δολοφονήθηκε από τους άντρες του Γκούρα και μετά τον έριξαν από τα τείχη της Ακρόπολης για να φανεί ως ατύχημα. Το καλοκαίρι του 1826 τούρκικος στρατός υπό τον έμπειρο Κιουταχή και τον Ομέρ Βρυώνη έφτασε στην Αθήνα. Ο Γκούρας οχυρώθηκε στην Ακρόπολη και ο Μακρυγιάννης για ένα περίπου μήνα αντιμετώπισε στην μισο -οχυρωμένη Αθήνα τους Τούρκους, αλλά τον Αύγουστο μη αντέχοντας την πίεσή τους κλείστηκε και αυτός με τους άντρες του στην Ακρόπολη. Σε μια αψιμαχία μεταξύ Ελλήνων τραυματίστηκε ο αρχηγός των ελληνικών δυνάμεων Καραϊσκάκης και μετά από λίγο πέθανε στην Σαλαμίνα που είχε μεταφερθεί. Στην τελική απόπειρα οι Έλληνες ηττήθηκαν και έτσι αναγκάστηκαν οι πολιορκούμενοι στις 27 Μαΐου 1827 να παραδώσουν την Ακρόπολη στον Κιουταχή και να αναχωρήσουν με γαλλικά και αυστριακά πλοία στην Σαλαμίνα. Έτσι η Ακρόπολη και η υπόλοιπη Αττική παρέμεινε στα χέρια των Τούρκων μέχρι την οριστική ανεξαρτησία της Ελλάδας που υπεγράφη τελικά το 1832 μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων και του Σουλτάνου, επακόλουθο της καταστροφής του Τουρκο-αιγυπτιακού στόλου στο Ναυαρίνο (Οκτώβριος 1827) και της ήττας των Τούρκων έξω από την Κωνσταντινούπολη από τους Ρώσους (Συνθήκη της Ανδριανούπολης, 1829). Οι Έλληνες άρχισαν να επιστρέφουν στην ερειπωμένη Αθήνα και έτσι το 1832 που έφτασε ο Όθωνας στο Ναύπλιο υπήρχαν ήδη στην πόλη μερικές χιλιάδες κάτοικοι. Η Ακρόπολη όμως παρέμενε στα χέρια της τουρκικής φρουράς που τελικά την παρέδωσε στο νεαρό Βαυαρό λοχαγό Χριστόφορο Νέζερ στις 31 Μαρτίου 1833, που την παρέλαβε στο όνομα του Βαυαρού βασιλιά των Ελλήνων που είχε αποφασίσει πως η Αθήνα θα γινότανε πρωτεύουσα του ανεξάρτητου Ελληνικού κράτους. Αυτή την ημερομηνία τελείωσε και τυπικά η κυριαρχία των Τούρκων στην Αθήνα και η πόλη συνέχισε πλέον τον βίο της στα πλαίσια του ελεύθερου ελληνικού κράτους και μάλιστα ως πρωτεύουσά του. Η Αθήνα, η πρωτεύουσα του νέου βασιλείου, βρισκόταν γεωγραφικά, στο κέντρο μιας αλβανόφωνης ανθρωποθάλασσας, καθώς ήταν περικυκλωμένη από δεκάδες αρβανιτοχώρια. Κάποιος που θα αποφάσιζε να ταξιδέψει, τα πρώτα χρόνια της δημιουργίας του ελληνικού κράτους, από τη Μαλεσίνα και το Μαρτίνο της Λοκρίδας, μέχρι το Καστρί (Ερμιόνη) και το Κρανίδι της Πελοποννήσου, μία απόσταση που με το μοναδικό μεταφορικό μέσο της εποχής, τα υποζύγια, θα χρειαζόταν 75 ώρες συνεχούς πορείας ή με τις αναγκαίες στάσεις, μία ολόκληρη βδομάδα, ήταν ενδεχόμενο εκτός της Θήβας και των Μεγάρων, να μη συναντούσε άνθρωπο από τα χωριά που θα περνούσε, που να μπορούσε να κουβεντιάσει μαζί του ελληνικά. Ο γερμανός αρχαιολόγος και φιλέλληνας Ludwig Ross, που ήρθε στην Ελλάδα για να αναλάβει τη διεύθυνση της αρχαιολογικής υπηρεσίας και την έδρα της αρχαιολογίας στο πανεπιστήμιο Αθηνών, συνειδητοποιώντας το πλήθος και την έκταση του αρβανίτικου πληθυσμού, σημείωνε απελπισμένος το 1832, φτάνοντας στην Ελλάδα: “ήμουνα, αλήθεια, πάνω σε ελληνικό χώμα, ανάμεσα σε Έλληνες; Στην πραγματικότητα όχι. Ο γυμνός βράχος της Ύδρας, τα γειτονικά νησιά, Σπέτσες και Πόρος, το Καστρί και το Κρανίδι… είχαν καταληφθεί από Σκιπετάρους Αρβανίτες”. Ο γάλλος αρχαιολόγος Edmond About, που έζησε δυο χρόνια στην Ελλάδα, έγραφε το 1855, πως η ίδια η Αθήνα όταν ιδρύθηκε ήταν ένα αρβανιτοχώρι και πως ακόμα, “κάθε βράδυ που βασιλεύει ο ήλιος, συναντάς γύρω από την Αθήνα μεγάλες συντροφιές από Αλβανούς που γυρίζουν με τις γυναίκες τους από τη δουλειά στα χωράφια”. σκωτσέζος ιστορικός George Finlay, που έζησε τη μισή ζωή του στην Αθήνα και γνώρισε όσοι λίγοι τη χώρα και τους ανθρώπους της, παρατηρούσε το 1861: “Στο Μαραθώνα, στις Πλαταιές, στα Λεύκτρα, στη Σαλαμίνα, στη Μαντινεία, στην Είρα και στην Ολυμπία, δεν κατοικούν τώρα πια Έλληνες, αλλά Αλβανοί. Ακόμα και στην Αθήνα, που είναι, ένα τέταρτο του αιώνα και πλέον πρωτεύουσα του ελληνικού βασιλείου, ακούει κανείς τα παιδιά που παίζουνε στους δρόμους, κοντά στο Θησείο και στην Πύλη του Αδριανού, να μιλάνε στην αλβανική γλώσσα”. Η ύπαρξη των Αρβανιτών, αποτελούσε τόσο σοβαρό πρόβλημα για τους αρχιτέκτονες του ελληνικού εθνικού μύθου, που ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, ο πατριάρχης της ελληνικής εθνικής ιστοριογραφίας, αφού αναγκάστηκε να αποδεχτεί την αρβανίτικη πραγματικότητα, πρότεινε το 1854 μέτρα για τη θεραπεία. Τα 410 αρβανιτοχώρια ως προς την γεωγραφική κατανομή τους ήταν το 1907 κατανεμημένα: 1. Στην επαρχία Αττικής 50 χώρια με πληθυσμό 46.105 άτομα. 2. Στην επαρχία Μεγαρίδος 9 χωριά με πληθυσμό 15.341 άτομα.
Πηγή: http://www.lithoksou.net/p/plithysmos-kai-xoria-ton-arbaniton-1879-–-1907-2005
http://www.greekhotel.com/sterea/attica/athens/history/ottoman-domination-gr.htm
http://www.greekhotel.com/sterea/attica/athens/history/independence-war1821-gr.htm
Εκπαιδευτικό Ιστολόγιο με στόχο την ενημέρωση για την Μυθολογία, την Προϊστορία, την Ιστορία και τον ελληνικό πολιτισμό greek.history.and.prehistory99@gmail.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου