Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 2016

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΣΕΡΡΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΕΩΣ ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ

Οι Σέρρες αναφέρονται πάντα στον πληθυντικό. Όταν αναφέρονται στο τρίτο πρόσωπο, αρκετοί από τους ντόπιους χρησιμοποιούν τον τύπο: "τας Σέρρας" (της Καθαρεύουσας), αντίθετα με τη χρήση στη Δημοτική (τις Σέρρες). Παράδειγμα χρήσης: "Είμαι από τας Σέρρας". Υπάρχουν μερικοί που υποστηρίζουν ότι το όνομα της πόλης δεν είναι "οι Σέρρες " αλλά "Τα Σέρρας". Υποστηρικτής αυτής της άποψης είναι ο εκδότης του τοπικού περιοδικού "ΓΙΑΤΙ" και συγγραφέας της " Εικονογραφημένης ιστορίας των Σερρών " Βασίλης Τζανακάρης. Επίσης, το ίδιο υποστηρίζει ο Γεώργιος Καφταντζής , συγγραφέας του βιβλίου " Ιστορία της πόλεως Σερρών ". Σύμφωνα με τον Βασίλη Φόρη, ο τύπος «τα Σέρρας» προήλθε από την αιτιατική πληθυντικού «τας Σέρρας» κατά την συνεκφώνηση των δυο σ. Η αρχαία πόλη, αν και μνημονεύεται για πρώτη φορά (τον 5ο π.Χ. αιώνα) από τον Ηρόδοτο με το όνομα Σίρις , ωστόσο η ίδρυσή της φαίνεται πως ανάγεται τουλάχιστον στις αρχές της 2ης π.Χ. χιλιετίας, αν όχι και νωρίτερα. Υπήρξε φυλετικό κέντρο (πρωτεύουσα) της περιοχής, χτισμένη στον ψηλό, απόκρημνο και οχυρό από τη φύση λόφο του «Κουλά», που υψωνόταν ανάμεσα σε δυο χειμάρρους και από την κορυφή του (όπου η ακρόπολη), ασκούσε κανείς οπτικό έλεγχο ολόγυρα σε μια ακτίνα πολλών χιλιομέτρων. Η πόλη κατείχε μια σπουδαία, από γεωστρατηγική και γεωοικονομική άποψη, θέση, καθώς δέσποζε στον εύφορο σερραϊκό κάμπο και ήλεγχε έναν πολύ σημαντικό δρόμο, ο οποίος, οδεύοντας κατά μήκος του Στρυμόνα, έφερνε από τις ακτές του Βόρειου Αιγαίου στις παραδουνάβιες χώρες, καθώς και έναν υδάτινο δρόμο που, μέσω της Κερκινίτιδας λίμνης και του πλωτού ποταμού Στρυμόνα, εξασφάλιζε την επικοινωνία ανάμεσα στη θρακική ενδοχώρα και το Στρυμονικό κόλπο. Από την εθνοδημογραφική μελέτη διαπιστώνεται η ύπαρξη ενός αυτόχθονου πληθυσμιακού υποστρώματος και διαφόρων άλλων πληθυσμιακών στρωμάτων, από τα οποία το αρχαιότερο ήταν οι Φρύγες, γνωστοί στη Μακεδονία ως Βρύγες , και οι Θράκες Στρυμόνιοι . Από τον 11ο ως τον 6ο π.Χ. αιώνα βρίσκονται εδώ εγκατεστημένοι οι Σιριοπαίονες και αργότερα, από τις αρχές του 5ου π.Χ. αιώνα ως το τέλος της αρχαιότητας, οι Θράκες Οδόμαντες , στους οποίους οφείλει το όνομά της η Οδομαντική . Όσον αφορά την ιστορική τοπογραφία, στην Οδομαντική διαπιστώνεται η ύπαρξη τριών «περιοικίδων» πόλεων της Σίριος (που ήταν οι Ίχνες , η Γάζωρος και η Σκοτούσσα ) και επίσης ενός αξιόλογου αριθμού αγροτικών οικισμών. Οι κάτοικοι της Σίριος και της ευρύτερης φυλετικής περιοχής της Οδομαντικής ασχολούνταν κυρίως με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Σχετικά πάλι με τις λατρείες τους, εκτός από τις γνωστές πανελλήνιες θεοτήτες (Δίας, Άρτεμη, Δήμητρα κ.ά.), οι κυριότερες φαίνεται πως ήταν οι λατρείες του Ήλιου και του Διόνυσου, καθώς και του θεοποιημένου ποταμού Στρυμόνα. Στην ελληνιστική εποχή, με το άπλωμα των Μακεδόνων προς ανατολάς, οι Σερραίοι ίδρυσαν μια αποικία στην νότια Μικρά Ασία και άλλη μια στις όχθες του Ευφράτη στην Συρία. Κατά τη ρωμαϊκή εποχή (168 π.Χ.–315 μ.Χ.), για την οποία υπάρχουν μάλιστα περισσότερες πληροφορίες (επιγραφικές), η πόλη αναφέρεται στις φιλολογικές πηγές με το όνομα Σίρρα και σε επιγραφή (αυτοκρατορικών χρόνων) ως Σιρραίων πόλις . Μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση, η Σίρρα ακολούθησε τη μοίρα των υπόλοιπων πόλεων της ρωμαϊκής επαρχίας Μακεδονίας. Έτσι, κατά τη λεγόμενη δημοκρατική περίοδο, γνώρισε μια παρακμή, συνέπεια των βαρβαρικών επιδρομών και αναταραχών, καθώς και της κατάχρησης εξουσίας από τους Ρωμαίους διοικητές της επαρχίας. Αντίθετα, κατά την αυτοκρατορική περίοδο και ως τις αρχές του 3ου μ.Χ. αιώνα, χάρη στην pax Romana, γνώρισε μια ιδιαίτερη ακμή (οικονομική, κοινωνική, δημογραφική, πολιτιστική κλπ). Στη συνέχεια, κατά τη μεγάλη κρίση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (235-284 μ.Χ.), η πόλη παρακμάζει και μόνο στα χρόνια του Διοκλητιανού, με τις διοικητικές του μεταρρυθμίσεις (σύστημα Τετραρχίας), καταφέρνει πάλι να ορθοποδήσει. Η Σίρρα ήταν μια αξιόλογη πόλη της Μακεδονίας, που είχε το καθεστώς της civitas stipendiaria, δηλαδή της «υπήκοης» και (βαριά) φορολογούμενης πόλης. Υπήρξε έδρα «ομοσπονδίας» πέντε πόλεων ( Πεντάπολις) και συμμετείχε ενεργά στην επαρχιακή οργάνωση του «κοινού των Μακεδόνων», όπου μάλιστα κατάφερε να αναδείξει και δικούς της ανώτατους άρχοντες («μακεδονιάρχες»). Στο πλαίσιο της πολιτογραφικής πολιτικής των Ρωμαίων και των «πελατειακών» τους σχέσεων, είχε χορηγηθεί ατομικά σε αρκετούς κατοίκους της, κυρίως μέλη της τοπικής αριστοκρατίας, το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη ( civitas Romana ), [6] πριν ακόμη από τη μαζική χορήγησή του επί Καρακάλλα (212 μ.Χ.), και ορισμένοι από αυτούς είχαν προωθηθεί στη συνέχεια σε ανώτερα επαρχιακά αξιώματα. Από επιγραφικές μαρτυρίες πληροφορούμαστε ότι η Σίρρα είχε τη γνωστή αστική δομή των ελληνικών πόλεων με την αγορά της, το βουλευτήριο , το θέατρο , το γυμνάσιο , τους ναούς της κ.ά. Επίσης, η τοπική αυτοδιοίκηση λειτουργούσε με βάση τους γνωστούς ελληνικούς θεσμούς, που ήταν η βουλή, ο δήμος και οι άρχοντες ( πολιτάρχες, αγορανόμοι , γυμνασίαρχοι, αγωνοθέτες , επιμελητές μνημείων, αρχιερείς κ.ά.). Όσον αφορά την εθνοδημογραφική δομή του πληθυσμού της, με βάση τα ανθρωπωνύμια αναγνωρίζονται ορισμένα πληθυσμιακά υποστρώματα των προϊστορικών και αρχαϊκών χρόνων (φρυγικά και θρακικά) αλλά τη συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού της αποτελούσε το ελληνικό στοιχείο. Σχετικά πάλι με την κοινωνική διαστρωμάτωση της πόλης, κύριο χαρακτηριστικό της ήταν, όπως και σε άλλες ελληνικές πόλεις, η διάκριση των πολιτών σε ανώτερα και κατώτερα κοινωνικά στρώματα, δηλαδή σε πλούσιους (honestiores) και φτωχούς (=humiliores, αντίστοιχοι με τη λεγόμενη plebs rustica της αγροτικής κοινωνίας). Ως «πόλη-κράτος» η Σίρρα διέθετε τη δική της επικράτεια («χώρα »), που η οργάνωσή της βασιζόταν στις « κώμες », δηλαδή στην κοινοτική διοίκηση με επικεφαλής τους «κωμάρχες». Μέσα στα όρια της Σιρραϊκής «χώρας» , η οποία εκτεινόταν περίπου στο έδαφος της πρώην επαρχίας Σερρών, έχουν εντοπιστεί ίχνη από αρκετές αρχαίες κώμες (πεδινές, ημιορεινές και ορεινές) και κάστρα (υστερορωμαϊκών χρόνων) σε διάφορες τοποθεσίες κοντά στα σημερινά χωριά Λευκώνας , Ορεινή , Άνω Βροντού , Νέο Σούλι , Άγιο Πνεύμα , Χρυσό , Δαφνούδι, Παραλίμνιο , Ψυχικό κ.ά. Επίσης, στην επικράτειά της ανακαλύφθηκαν ίχνη από λατομεία μαρμάρου και μεταλλεία σιδήρου (αυτοκρατορικών χρόνων) κοντά στα χωριά Άγιο Πνεύμα και Ορεινή, τα οποία μαρτυρούν συστηματική εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου της περιοχής. Βέβαια η οικονομία της δεν έπαψε σε όλη την αρχαιότητα να έχει αγροτικό κυρίως χαρακτήρα και να στηρίζεται στη γεωργία και την κτηνοτροφία, που την ανάπτυξή τους ευνοούσε ιδιαίτερα η μορφολογία του εδάφους της με τις απέραντες καλλιεργήσιμες εκτάσεις και τα πλούσια βοσκοτόπια της. Τέλος, όσον αφορά τις λατρείες των κατοίκων της, από τις επιγραφές και τα θεοφόρα ονόματα μαρτυρούνται διάφορες τοπικές και θρακικές λατρείες, όπως του Θράκα ιππέα (ή Ήρωα ), ορισμένες ρωμαϊκές ( Ρώμης και αυτοκρατόρων), και πολλές πανελλήνιες λατρείες, όπως του Διόνυσου, του Δία, των Διοσκούρων, της Άρτεμης, του Ασκληπιού, του Ερμή, του Ποσειδώνα, της Ίσιδας και του Απόλλωνα, που είχε πιθανώς ταυτιστεί με τον παιονικό θεό Ήλιο. Η πόλη αναφέρεται στους βυζαντινούς χρόνους ως "μέγα και θαυμαστόν άστυ", μεγάλη, ισχυρή και πλούσια, ενώ αποτέλεσε πρωτεύουσα του θέματος του Στρυμόνα. Το 1204 μ.Χ. πέρασε στα χέρια των Φράγκων, όπου και παρέμεινε μέχρι το 1230 , οπότε την κατέλαβαν οι Βούλγαροι . Το 1245 ανακατέλαβε την πόλη το Βυζάντιο υπό την εξουσία των Παλαιολόγων. Το Θέμα Σερρών, ήταν διοικητική διαίρεση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας , ήταν ένα από τα μικρά σε έκταση αλλά και συνοριακά Θέματα που αποκαλούνταν και στρατηγίδες, κατά τον 11ο αιώνα. Το θέμα περιελάμβανε την περιοχή των σημερινών Σερρών , διοικητικά χωριζόταν σε κατεπανίκια, όπως το
Καπετανίκιον Σερρών. Το θέμα αναφέρεται το 1062 το 1063 σε δωρεές σε Μονές και στο τυπικό του Γρηγορίου Πακουριανού το 1083. Πιστεύεται ότι ήταν μικρή στρατιγίδα υπαγόμενη στο Θέμα Στρυμώνος αφού οι διοικητές του είχαν και τον τίλο του διοικητή-δούξ Στρυμώνος. Το Θέμα του Στρυμώνος ήταν διοικητική διαίρεση του Βυζαντίου. Δημιουργήθηκε πιθανότατα κατά τον 9ο αιώνα και περιελάμβανε τα εδάφη μεταξύ του ποταμού Στρυμώνος και του ποταμού Νέστου . Πρωτεύουσά του ήταν η πόλη των Σερρών. Από τον 10ο αιώνα το θέμα του Στρυμώνος διασπάστηκε και αργότερα ξαναενώθηκε με άλλο θέμα. Από το 1383 έως το 1913 η πόλη ήταν κάτω από την εξουσία των Οθωμανών. Το 1530 η πόλη είχε 343 χριστιανικά και 387 μουσουλμανικά νοικοκυριά Σερραίος ήταν ο Φίλιππος Πέτροβιτς, ο νεαρότερος οπαδός του Ρήγα Φεραίου που συνελήφθη το 1798 στη Βιέννη. Αρκετοί Σερραίοι πολέμησαν στην επανάσταση του 1821, όπως ο Ζαχαρίας Αθανασίου , ο Χατζή Πολυχρόνης Αδάμ, ο Δημήτριος Αδάμης και ο πυροβολητής Κωνσταντίνος Μπαλτάς , ο πρώτος νεκρός στην πολιορκία του Μεσολογγίου. Κατά το Μακεδονικό Αγώνα οι Σερραίοι αγωνίστηκαν κατά Βουλγάρων κομιτατζήδων και Οθωμανών τοπικών αρχόντων με κυριότερους οπλαρχηγούς, τους Δούκα Γαϊτατζή (καπετάν Ζέρβα) , Ιωάννη Δεμερτζή και Θεόδωρο Μπουλασίκη , ενώ στον οργανωτικό τομέα πρωτοστάτησαν ο Θωμάς Αβραμιάδης, ο Οδυσσέας Αργυριάδης, ο Θεόδωρος Ιωαννίδης, ο Δημοσθένης Μέλφος, ο Ιωάννης Παπάζογλου, ο Μιλτιάδης Σκόρδας, ο Αναστάσιος Χρυσάφης και ο μητροπολίτης Ζιχνών και Νευροκοπίου Θεοδώρητος . Στις 28 Ιουνίου 1913 η πόλη πυρπολήθηκε άγρια από τους Βουλγάρους, καθώς αυτοί οπισθοχωρούσαν προβλέποντας την ήττα τους από τον Ελληνικό Στρατό που προήλαυνε και στις 29 Ιουνίου του 1913 απελευθερώθηκε από τον ελληνικό στρατό. Στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο η πόλη κατακτήθηκε από τους Γερμανούς, οι οποίοι δεν κατόρθωσαν να "σπάσουν" τα οχυρά του Ρούπελ στην πορεία τους μέσω της Βουλγαρίας από την κοιλάδα του Στρυμόνα, αλλά παρακάμπτοντας τα οχυρά μπήκαν στη Θεσσαλονίκη κι εκ των υστέρων η διοίκηση των οχυρών αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει και να παραδώσει την πόλη στους κατακτητές. Οι Γερμανοί θαυμάζοντας τον ηρωισμό των φυλάκων των οχυρών, στην τελετή παράδοσης τους απέδωσαν τιμές ηρώων και τους επέτρεψαν να πάνε στις Σέρρες με κανονική φάλαγγα και με τον οπλισμό τους για να τον παραδώσουν εκεί στη στρατιωτική διοίκηση κατοχής. Οι Γερμανοί δεν έμειναν στην πόλη ως στρατός κατοχής, αλλά την παρέδωσαν στους Βουλγάρους συμμάχους τους. Οι τελευταίοι, έχοντας και τα προηγούμενα των παλαιοτέρων κατοχών της πόλης, ήταν πολύ σκληροί, προσπάθησαν άλλη μια φορά να εξαλείψουν τα εθνικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού, επιβάλλοντας μέχρι και εκβουλγαρισμό των ελληνικών ονομάτων στους πολίτες και σε όσους δέχτηκαν αυτή την αλλαγή έδωσαν ειδικά προνόμια, κυρίως διπλή μερίδα τροφίμων. Σε όσους Έλληνες το φάσμα της πείνας και η ανάγκη οικογενειακής επιβίωσης ανάγκασε να Βουλγαρογραφούν (ατόφιος όρος της εποχής, που δείχνει ότι οι περισσότεροι απλώς "ενεγράφησαν" ως δήθεν "Βούλγαροι"), οι υπόλοιποι Σερραίοι τους έδωσαν τον σαρκαστικό προσδιορισμό "Λαδοβούλγαροι" (αφού λάμβαναν διπλό κουπόνι τροφίμων έχοντας βουλγαρογραφεί). Το πόσο σκληρότερη ήταν η βουλγαρική κατοχή φαίνεται και από το γεγονός ότι πολλοί Σερραίοι δραπέτευαν (με κίνδυνο της ζωής τους) στην περιφέρεια Θεσσαλονίκης που την κατείχαν οι Γερμανοί με πολύ πιο ήπια συμπεριφορά προς τον Ελληνικό πληθυσμό, αλλά κυρίως θα ζούσαν στην γερμανοκρατούμενη μεν, αλλά τουλάχιστον Ελλάδα. Από τον Στρυμόνα μέχρι σχεδόν τις όχθες του Έβρου ήταν πλέον "Βουλγαρία" και παρέμεινε έτσι μέχρι τον Οκτώβριο του 1944. Μετά την ήττα του άξονα και την επερχόμενη απελευθέρωση, οι Βούλγαροι εγκαταλείποντας την πόλη, την πυρπόλησαν σε ένα τμήμα της για δεύτερη φορά. Στις πυρκαγιές οφείλεται το ότι η σημερινή πόλη είναι νεόκτιστη με ελάχιστα παλαιά κτίρια να σώζονται. Αλλά και κτίρια που διασώθηκαν από τους εμπρησμούς κατεδαφίστηκαν αργότερα, στη δεκαετία του '60 κι έπειτα και στη θέση τους χτίστηκαν πάνω στο παλιό σχέδιο Δοξιάδη μέσω του συστήματος της αντιπαροχής. Μερικά ιστορικά κτίρια που είχαν απομείνει, επειδή δεν υπήρξαν ποτέ σχέδιο και βούληση διατήρησης του χρώματος της πόλης, επιτράπηκε να κατεδαφιστούν, είτε από τους ιδιοκτήτες τους, αφού η πολιτεία δεν είχε φροντίσει να τα διασώσει χαρακτηρίζοντάς τα ως διατηρητέα, είτε από τις δημοτικές αρχές της πόλης, παρά την κατακραυγή μεγάλης μερίδας των κατοίκων. Μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου, παρόλο που της κυβέρνησης ηγείτο Σερραίος πρωθυπουργός, ο Νομός και η πόλη δεν αναπτύχθηκαν όπως χρειαζόταν. Οι χαμηλές τιμές των αγροτικών προϊόντων οδήγησαν τον κάμπο σε μαρασμό και τους κατοίκους σε μετανάστευση, εσωτερική και εξωτερική, με πολλούς μετανάστες στη Δυτική Γερμανία. Ο πραγματικός πληθυσμός της πόλης σήμερα ανέρχεται σε 100.000 κατοίκους περίπου συμπεριλαμβανόμενων των φοιτητών της πόλης. Το Τ.Ε.Ι Σερρών έχει αριθμό φοιτητών που ξεπερνά τους 10.000 με τάσεις αύξησης. Είναι η δεύτερη πόλη σε πληθυσμό της Μακεδονίας μετά τη Θεσσαλονίκη, ενώ ο Νομός έχει πληθυσμό περίπου 200.000. Στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές (2007) το σύνολο των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων ήταν 250.903.
Πηγή: https://el.m.wikipedia.org/wiki/Σέρρες

https://el.m.wikipedia.org/wiki/Θέμα_Σερρών

https://el.m.wikipedia.org/wiki/Θέμα_Στρυμώνος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου