Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2017

Η άγνωστη ιστορία της Αθήνας κατά την Φραγκοκρατία, την Τουρκοκρατία και την απελευθέρωση

Η άσχημη κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η πόλη της Αθήνας επιδεινώθηκε με την έλευση των Φράγκων, οι οποίοι μόλις την κατέκτησαν επιδόθηκαν σε καταστροφές και λεηλασίες ναών και μνημείων και βιαιοπραγίες κατά του πληθυσμού. Η Αθήνα παραχωρήθηκε στον Όθωνα de la Roche (1205-1225), που θεμελίωσε τη δυναστεία των βουργουνδών ηγεμόνων της. Η ηγεμονία, με έδρα της τη Θήβα, συμπεριέλαβε αρχικά την Αττική, τη Βοιωτία, τη Μεγαρίδα και αργότερα το Ναύπλιο (1210) και το Άργος (1212). Ο Όθων μοιράστηκε την κυριαρχία της Θήβας, που προσαρτήθηκε στη δικαιοδοσία του μετά το 1210-1211, με τον ανιψιό του Guy. Το δουκάτο της Αθήνας είχε συνολικά τέσσερα λιμάνια: τον Πειραιά, το Ναύπλιο, την Αταλάντη και το Λιβάδοστρο. Οι Βουργουνδοί διατήρησαν τα οικογενειακά τους φέουδα για περισσότερο από έναν αιώνα. Ο Όθων, αφού κυβέρνησε τις κτήσεις του για μια εικοσαετία περίπου, επέστρεψε στη Βουργουνδία αφήνοντας κληρονόμο του τον ανιψιό του Guy (1225-1263), που έγινε γνωστός με την ανάμειξή του στη διαμάχη για την ευβοϊκή διαδοχή (1256-1258) εναντίον του Γουλιέλμου Β' Βιλλεαρδουίνου. Το 1258 ηττήθηκε μαζί με το φραγκικό συνασπισμό από το Γουλιέλμο στο Καρύδι, κοντά στα Μέγαρα, και κατόπιν πήγε στο Παρίσι, όπου έλαβε τον τίτλο του δούκα της Αθήνας από το γάλλο βασιλιά Λουδοβίκο Θ' (1226-1270). Ο διάδοχος του Ιωάννης κυβέρνησε από το 1263 ως το 1280. Στις τελευταίες δεκαετίες του 13ου αιώνα η κυριαρχία της οικογένειας των la Roche απλώθηκε στη Θεσσαλία και στην Αχαΐα. Ο Γουλιέλμος de la Roche (1280-1287), κύριος ήδη της Λιβαδειάς, μετά το γάμο του με την Ελένη Κομνηνή Δούκαινα -κόρη του σεβαστοκράτορα Ιωάννη των Νέων Πατρών- πρόσθεσε στα φέουδά του πόλεις της Θεσσαλίας ως προικώες, ενώ το 1285 ορίσθηκε βάιλος της ηγεμονίας της Αχαΐας. Μετά το θάνατό του, το 1287, τον διαδέχθηκε ο δεκάχρονος γιος του Guy II (1287-1308), την κηδεμονία του οποίου ανέλαβε η μητέρα του. Διάδοχος του Guy II και τελευταίος εκπρόσωπος της Φραγκοκρατίας στη Στερεά Ελλάδα ήταν ο Gautier, γιος του Oύγου de Brienne, δεύτερου συζύγου της Ελένης Κομνηνής. Οι Καταλανοί διάλεξαν με στρατιωτική σοφία, το πεδίο μάχης να είναι στην πεδιάδα του ποταμού Κηφισσού (της Βοιωτίας) κοντά στην Κωπαΐδα, όπου το έδαφος ήταν ελώδες. Οι δυνάμεις τους (3500 ιππείς, 4000 πεζοί και Τούρκοι) παρατάχθηκαν με το έλος μπροστά τους. Ο Βάλτερ ντε Μπριεν έπεσε στην παγίδα διατάσσοντας επέλαση στους ιππότες που τον περιστοίχιζαν. Το βαρύ Φράγκικο ιππικό κόλλησε στην λάσπη και ακολούθησε η μαζική σφαγή του, από τους πεπειραμένους Καταλανούς. Από την Φράγκικη στρατιά πολύ λίγοι επέζησαν. Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν γλίτωσε ούτε ένας στρατιώτης για να μεταφέρει το νέο της καταστροφής στην Αθήνα. Έτσι οι Καταλανοί κατέλαβαν την Θήβα (την λεηλάτησαν σφάζοντας τους κατοίκους της χωρίς να εξαιρέσουν ούτε τα νήπια) και την Αθήνα το 1311 εγκαθιστώντας μόνιμο δικό τους καθεστώς το οποίο άντεξε ως το 1387, χάρις την αλκή των πολεμιστών του και τις ισχυρές συμμαχίες που σύμπτυξε. Στα χρόνια που ακολούθησαν διεξήγαγαν πολλές επιδρομές και πολέμους στις γύρω περιοχές και στην μέγιστη ακμή τους έλεγχαν όλη την Θεσσαλία και την Στερεά Ελλάδα ως την Κόρινθο. Οι ανώτεροι αξιωματούχοι των Καταλανών έλαβαν για συζύγους τις γαλαζοαίματες γυναίκες των ευγενών που εξολόθρευσαν στην μάχη της Κωπαΐδας. Η καταλανική ορίστηκε επίσημη γλώσσα του Αθηναϊκού κρατιδίου, ενώ οι Έλληνες κάτοικοι ζούσαν υπό την συνεχή καταπίεση των Καταλανών χωρίς να έχουν δικαίωμα να εμπορεύονται, να μεταβιβάζουν την περιουσία τους στα παιδιά τους και να ασκούν άλλα επαγγέλματα πλην των αγροτικών. Λίγα χρόνια μετά, εξομάλυναν τις κάκιστες σχέσεις τους με τον Πάπα. Οι δύο επόμενες γενιές που ακολούθησαν όμως, δεν επέδειξαν την στρατιωτική αλκή των προγόνων τους, καθώς μεγάλωσαν στην χλιδή των δεσποτών της μεσαιωνικής φεουδαρχίας. Μετά την φυσιολογική εξέλιξη της πτώσης του καθεστώτος της καταλανικής Εταιρείας στην Αθήνα από τον οίκο Ατζαγιόλι το 1387, πολλά μέλη της επέστρεψαν στην Σικελία και στην Καταλονία. Οι Acciauoli ήταν μια ισχυρή τραπεζική οικογένεια από τη Φλωρεντία που κατά καιρούς χρηματοδοτούσε επικερδώς τις στρατιωτικές επιχειρήσεις των αλληλοσυγκρουόμενων ηγεμονικών οίκων της Νότιας Ιταλίας Σικελίας αλλά και τους τιτουλάριους διεκδικητές των λατινικών κτήσεων της Πελοποννήσου. Ένα εξέχον μέλος αυτής της φλωρεντινής οικογένειας, ο Νικολό Ατζαγιόλι εγκαταστάθηκε στην Πελοπόννησο όταν περί τα μέσα του 14ου αιώνα απέκτησε φέουδα, κυρίως στην Ηλεία και τη Μεσσηνία, με τη μορφή αποπληρωμής χρεών των πελατών του. Αλλά το σπουδαιότερο απόκτημα για τον τραπεζίτη αυτόν ήταν η καστελλανία της Κορίνθου, την οποία του παραχώρησε ο Ροβέρτος Β΄ των Βαλουά το 1358.  Στη συνέχεια, ο ανιψιός και διάδοχός του, Nerio, επεξέτεινε σταδιακά, είτε με εξαγορές είτε και δια των όπλων, το μικρό βασίλειό του ως το Άργος και τη Βοστίτσα (1364). Έτσι, στο β΄ μισό του 14ου αιώνα εδραιώθηκε στη ΒΑ Πελοπόννησο μια νέα λατινική ηγεμονία οικογενειακού τύπου, χωρίς κανένα δημογραφικό ή στρατιωτικό υπόβαθρο. Το 1374 όμως ήρθε σε σύγκρουση με τους Καταλανούς της Αττικοβοιωτίας, από τους οποίους και απέσπασε τα Μέγαρα. Όπως ήταν φυσικό και προκειμένου να αντιμετωπίσει τους επικίνδυνους αυτούς γείτονες, ο Νέριο μίσθωσε τις υπηρεσίες της περιβόητης ήδη Ναβαρικής εταιρείας που δραστηριοποιούνταν προ πολλού στην Πελοπόννησο. Τώρα, παλαιότεροι (Καταλανοί) και νεότεροι (Ναβαραίοι) Ισπανοί μισθοφόροι είναι έτοιμοι να συγκρουστούν στο δουκάτο της Αττικοβοιωτίας. Ή Θήβα και η Λεβαδειά, ασφαλώς και ένα μεγάλο μέρος της γεωργικής ενδοχώρας που νέμονταν οι πόλεις αυτές, με λίγα λόγια η Βοιωτία, πέρασε στην κυριαρχία των Φλωρεντινών Ατζαγιόλι ήδη από το 1381. Έτσι ενοποιήθηκαν οι κτήσεις τους από την Κόρινθο και τα Μέγαρα ως τη Λεβαδειά. Η Αθήνα θα περιέλθει στην εξουσία τους το 1388 και ο Νέριο θα αποκτήσει τον τίτλο “Neri Acciaioli, signor di Corinto et del ducato di Athene”. Επειδή η επιδρομή των Ναβαραίων επέφερε μεγάλα κενά στο δουκάτο των Αθηνών, διότι άλλοι από τους κατοίκους φονεύθηκαν και άλλοι μετανάστευσαν, ο Δούκας των Αθηνών, το έτος 1382 κάλεσε Αρβανίτες, για να πυκνώσουν τον πληθυσμό, στους οποίους παραχώρησε γη και διετή ατέλεια. Αυτό το έπραξε διότι είχε ανάγκες τόσο σε γεωργούς και κτηνοτρόφους, όσο και για την απόκρουση επικείμενων επιδρομών. Ταυτόχρονα ο Καταλανός διοικητής Ραμόν ντε Βιλανόβα για να εξασφαλίσει την επικυριαρχία του στον Βοιωτικό χώρο, εγκατέστησε Αρβανίτες στην Λοκρίδα, αλλά και άλλους από αυτούς σε χωριά της Βοιωτίας, μεταξύ των οποίων τα χωριά: Βρασταμίτης (Υψηλάντης) Ζαγαράς (Ευαγ­γελίστρια), Ζερίκια (Ελικών), Κυριάκι, Σιάχος (Πέτρα), Σουληνάρι (Σωληνάρι), Δομβραίνα, Στροβίκι και Χώστια. Τότε φαίνεται ότι έγινε η μεγάλη αρβανίτικη εποίκηση στην Αττική και Βοιωτία. Σε λίγο βλέπουμε 1500 Αρβανίτες ιππείς να περιτρέχουν την Αττική για να επιβάλουν την τάξη. Ανάλογη αστυνόμευση γινόταν και στην Βοιωτία. Ο ηγέτης των Ιταλών Νέριος είχε μισθοφόρους Αρβανίτες στην Κόρινθο, τους οποίους εγκατέστησε αργότερα στην Αττική και την Βοιωτία. Έτσι διπλασιάσθηκε ο αρβανίτικος πληθυσμός. Εγκατάσταση Αρβανιτών έγινε και αργότερα στα ορεινά της Βοιωτίας μετά την κατάληψη, από τον Κάρολο Τόκκο το 1418, του Δεσποτάτου της Ηπείρου και την κάθοδο των Αρβανιτών στην Αττική. Από την Αττι­κή κινήθηκαν σιγά – σιγά και προς τα νησιά  Σαλαμίνα, Πόρο, Ύδρα, Σπέτσες, αφού η ερήμωσή τους οδήγησε στον εποικισμό από Αρβανίτες. Οι Τούρκοι όταν καταλαμβάνουν τη Θεσσαλία (1393) και την Φωκίδα, πιέζουν τους εκεί Αρβανίτες και τους αναγκάζουν να καταφύγουν στην κυρίως Ελλάδα. Ο εποικισμός που είχε αρχίσει το 1388 συνεχίστηκε μέχρι το 1430. Επί Αντωνίου Ατζαϊώλη (1402-1435) έγινε η δεύτερη μεγάλη κάθοδος Αρβανιτών, αλλά λόγω κάποιου λοιμού έφυγαν και πήγαν στην Αργολίδα και τα νησιά, ενώ 300 οικογένειες Αρβανιτών πήγαν στην Εύβοια. Από τους Αρβανίτες, που πήγαν στην Πελοπόννησο, πολλοί μετανάστευσαν στην Καλαβρία και την Σικελία μετά την κατάληψη του Μοριά από τους Τούρκους και τη στυγνή κυριαρχία που επέβαλαν. Ποσοτικά, πρέπει να έμειναν πολύ λίγοι «Αρβανίτες» έκτοτε στην Ελλάδα. Η ιστορία της οικογένειας των Ατζαγιόλι ξεκινά από την περιοχή της Λομβαρδίας, στη σημερινή Βόρεια Ιταλία. Το 1160 εγκαταστάθηκαν στη Νάπολη και στη Φλωρεντία, όπου, από το 1260 ως την ώρα που επικράτησαν οι Μέδικοι, διαδραμάτιζαν ηγεμονικό ρόλο. Επί φραγκοκρατίας στην Ελλάδα, ο βασιλιάς της Νάπολη, Ροβέρτος, είχε αποκτήσει και τον τίτλο του πρίγκιπα της Αχαΐας κι αισθανόταν βαθιά υποχρεωμένος στον τότε (1340) αρχηγό των Ατζαγιόλι, Νικόλαο. Του έκανε δώρο το κάστρο του Ακροκορίνθου. Οι Ατζαγιόλι βρέθηκαν στην Ελλάδα. Πενήντα χρόνια αργότερα, κληρονομούσαν το δουκάτο της Αθήνας, μαζί με τη Θήβα και τη Λιβαδειά. Η ιστορία τους είναι γεμάτη ίντριγκες, δολοφονίες, προδοσίες και απιστίες. Την περιγράφει γλαφυρά ο Νίκος Τσιφόρος στην «Φραγκοκρατία» του. Στις τελευταίες πράξεις του δράματος, κάποια Κιάρα δε δίστασε να δολοφονήσει τα ανήλικα παιδιά της προκειμένου να κάνει δώρο το δουκάτο στον Λατίνο εραστή της, που μόλις είχε απαλλαγεί από τη γυναίκα του, δηλητηριάζοντάς την. Το πράγμα παράγινε και κάποιοι Αθηναίοι πρόκριτοι έστειλαν πρεσβεία στον Μωάμεθ Β’ τον Πορθητή, που από το 1453 είχε κυριεύσει την Κωνσταντινούπολη. Του ζήτησαν να βάλει κάποια τάξη στην όλη κατάσταση. Ο Μωάμεθ γνώριζε τους Ατζαγιόλι κι απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη. Κυρίως από την ανάποδη, καθώς ο γιος του πεθαμένου τότε δούκα Αντώνιου, ο γλυκός Φραγκίσκος, ήταν αυτός που ομόρφαινε τις νύχτες του Κατακτητή. Δε δυσκολεύτηκε να επιβάλει τον άλλοτε ερωμένο του νέο δούκα της Αθήνας με το όνομα Φραγκίσκος Β’. Μετά την τουρκική κατάκτηση, οι Ατζαγιόλι της Αθήνας σκόρπισαν και παράκμασαν. Στα 1827, ο Γάλλος Πουκβίλ συνάντησε τον τελευταίο της οικογένειας να σέρνει ένα γαϊδουράκι φορτωμένο σταφύλια. Λεγόταν Νέριος Ατζαγιόλι και ήταν αγρότης. Στη Φλωρεντία, η οικογένεια έσβησε στα 1834. Πανηγύριζαν οι Αθηναίοι το 1455, καθώς υποδέχονταν τον νέο δούκα τους. Το δουκάτο αποκτούσε ηγεμόνες τον όμορφο Φραγκίσκο Β’ και την πανέμορφη γυναίκα του Ασανίνα, την χιλιοτραγουδισμένη Μουχλιώτισσα. Πανέμορφα ήταν και τα δυο παιδάκια τους, ο Ματθαίος και ο Ιάκωβος, αλλά για τους Αθηναίους η ύπαρξή τους πιστοποιούσε ότι ο νέος δούκας, παρά τις φήμες, δεν είχε απεμπολήσει την ανδρική του φύση. Η Αθήνα, τελούσε κάτω από την επικυριαρχία του σουλτάνου από το 1416, επί εποχής Μωάμεθ Α’, πριν ακόμα να πέσει η Πόλη. Μικρές εστίες έμεναν στα Βαλκάνια αλώβητες από την οθωμανική επιβουλή. Ανάμεσα σ’ αυτές ήταν και ο Μιστράς, όπου οι τελευταίοι Παλαιολόγοι συμπεριφέρονταν απερίσκεπτα. Και το δουκάτο της Αθήνας βρισκόταν πάνω στον φυσικό δρόμο που οδηγούσε στον Μιστρά, από τη Θεσσαλία, όπου στάθμευαν τα στρατεύματα του Ομάρ, γιου του Τουραχάν που το 1446 είχε επίσης εισβάλει στον Μοριά. Ο Μωάμεθ ο Πορθητής δεν είχε κανένα πρόβλημα να πάρει την Αθήνα. Οι ορδές του Ομάρ μπήκαν στην Αττική στις 4 Ιουνίου του 1456: Γκρέμισαν, έκαψαν, έσφαξαν, βίασαν. Οι Τούρκοι ήρθαν οργανωμένοι. Κουβαλούσαν μαζί τους σάκους για τα λάφυρα, σχοινιά για να δένουν τις παρθένες και τα μικρά αγόρια και παλούκια για τον αργό θάνατο, όποιου αντιστεκόταν και συλλαμβανόταν ζωντανός. Ο Φραγκίσκος Β’ με την Ασανίνα, τα παιδιά τους και τη φρουρά του, οχυρώθηκαν στην Ακρόπολη. Οι Τούρκοι ασχολήθηκαν μαζί τους, μετά το όργιο της λεηλασίας. Οι Αθηναίοι που έμεναν στα Σεπόλια, πουλήθηκαν δούλοι στην Ασία. Φανατικοί μωαμεθανοί δολοφονούσαν όποιον χριστιανό ιερωμένο. Ο μητροπολίτης Ισίδωρος διέφυγε στην Τήνο. Ο ηγούμενος της Καισαριανής τα βρήκε με τους εισβολείς. Λεγόταν Καισάριος. Παρακολουθούσε τους Τούρκους να πολιορκούν την Ακρόπολη και τον Φραγκίσκο να αμύνεται σθεναρά επί δυο ολόκληρα χρόνια. Το 1458 ο Ομάρ βιαζόταν να τελειώνει με την Αθήνα, καθώς ο σουλτάνος που βρισκόταν στην Πελοπόννησο σκόπευε να επισκεφτεί την πόλη. Ο ηγούμενος της Καισαριανής ανέλαβε τη διαμεσολάβηση. Τα κλειδιά του φρουρίου της Ακρόπολης προσφέρθηκαν στον Ομάρ από τον ίδιο τον ηγούμενο μέσα σ’ ένα χρυσό δίσκο. Ο Φραγκίσκος, η Ασανίνα, τα παιδιά τους κι η φρουρά τους έφυγαν ανενόχλητοι στη Θήβα. Όταν ο Μωάμεθ Β’ επισκέφτηκε για πρώτη φορά την Αθήνα, όχι μόνο τη βρήκε ολόκληρη οθωμανική κτήση αλλ’ είχε και την ευχαρίστηση να δεχτεί από τον ηγούμενο τα κλειδιά της πόλης. Με χαρά επικύρωσε τα προνόμια και την απαλλαγή του μοναστηριού από τους φόρους, όπως ο Ομάρ είχε υποσχεθεί στον ηγούμενο. Ο σουλτάνος στειλε στην Θήβα τον Ζαγανό πασά. Κάλεσε αυτός τον Φραγκίσκο στη σκηνή του. Σχολιάζει ο ακαδημαϊκός Δημήτριος Καμπούρογλου: «Ούτως ο δια των θελγήτρων του καθηδύνας τον σουλτανικόν κοιτώνα δουξ, αμειφθείς κατ’ αρχάς δια την προς την ανδρικήν φύσιν ύβριν ταύτην, εγένετο ήδη θύμα της παροιμιώδους τουρκικής απιστίας». Μάταια περίμενε τον άνδρα της όλη τη νύχτα η Μουχλιώτισσα. Το πρωί, απεσταλμένοι του Μωάμεθ πήγαν και την πήραν. Τα παιδιά της στάλθηκαν να γίνουν γενίτσαροι. Την ίδια την έσυραν μπροστά στον σουλτάνο. Στην ως τότε ζωή του δεν είχε ξανασυναντήσει τέτοια ομορφιά. Γυρνώντας στην Κωνσταντινούπολη, την πήρε μαζί του. Έγινε σκάνδαλο, καθώς εμφανίζονταν πολλές φορές μαζί. Η ομορφιά της ήταν κρυμμένη κάτω από τα οθωμανικά ρούχα και τον φερετζέ. Οι Τούρκοι δεν έμειναν αδιάφοροι σχετικά με την παλιά φήμη της Αθήνας. Έδειξαν ιδιαίτερη εύνοια προς την ιστορική πόλη με την παραχώρηση ειδικών προνομίων. Το 1458 μάλιστα επισκέφτηκε την Αθήνα ο Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής και έμεινε γοητευμένος από την πόλη και ιδιαίτερα από την Ακρόπολη. Από το 1456 ως το 1687, που είναι η πρώτη περίοδος της τουρκοκρατίας στην Αθήνα, η πόλη αλλάζει τρεις φορές διοικητική φυσιογνωμία. Μέχρι το 1470 αποτελεί έδρα πασά. Την περίοδο 1470-1610 υπάγεται στο σαντζάκι της Εύβοιας, ενώ από το 1610 ως το 1687 αποτελεί ανεξάρτητο διαμέρισμα με διοικητή βοεβόδα ή ζαμπίτη και ανήκει ως πρόσοδος στο χαρέμι του σουλτάνου. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου της τουρκοκρατίας στην Αθήνα παρουσιάστηκε αξιόλογη αύξηση και δραστηριότητα του ελληνικού πληθυσμού. Προς το τέλος της περιόδου η Αθήνα είχε 2.053 σπίτια, από τα οποία τα 1.300 ελληνικά, 600 τουρκικά, 150 αρβανίτικα και 3 διάφορων ξένων. Χτίστηκαν τζαμιά για τον τουρκικό πληθυσμό της πόλης ή μετατράπηκαν χριστιανικοί ναοί σε τζαμιά με την προσθήκη μιναρέδων, όπως ο Παρθενώνας. Χτίστηκαν όμως παράλληλα και πολλοί χριστιανικοί ναοί και ιδρύθηκαν μοναστήρια ορθόδοξα, καθώς και άλλων δογμάτων. Ο φρούραρχος με τη φρουρά του ήταν εγκαταστημένος στην Ακρόπολη. Μέσα στην πόλη όμως την αυτοδιοίκηση την ασκούσαν οι δημογέροντες. Οι Έλληνες κάτοικοι ήταν χωρισμένοι σε τέσσερις τάξεις: 1. Τους άρχοντες· αυτοί ήταν κυρίως γαιοκτήμονες, που δεν ασχολούνταν όμως οι ίδιοι με την εκμετάλλευση των κτημάτων τους, αλλά παραχωρούσαν τα χωράφια τους με αντιπαροχή σε αγρότες. 2. Τους νοικοκυραίους· αυτοί είχαν μικρότερους γεωργικούς κλήρους και συνήθως τους καλλιεργούσαν οι ίδιοι. 3. Τους παζαρίτες, δηλαδή τους εμπόρους και βιοτέχνες. 4. Τους αγρότες, κυρίως καλλιεργητές ξένων χωραφιών ή μικροϊδιοκτήτες που κατοικούσαν στα προάστια ή στην ύπαιθρο. Επίσης παρατηρείται τώρα και κάποια πνευματική ζωή και κίνηση. Το 16ο και το 17ο αιώνα ιδρύονται μερικά ιδιωτικά σχολεία στην Αθήνα, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζει το Παρθεναγωγείο της Φιλοθέης Μπενιζέλου (1589), του Δαμασκηνού και του Επιφάνιου. Στα σχολεία αυτά δίδαξαν μερικοί γνωστοί λόγιοι, όπως ο αριστοτελικός φιλόσοφος Θεόφιλος Κορυδαλλεύς κ.ά. Από τα μέσα του 17ου αιώνα έχουμε και την ίδρυση των πρώτων ευρωπαϊκών προξενείων στην Αθήνα, όπως της Γαλλίας, της Αγγλίας, της Ολλανδίας κτλ. Το 1684 άρχισε ένας από τους πολλούς βενετοτουρκικούς πολέμους και ο Βενετός αρχιστράτηγος Φραγκίσκο Μοροζίνι, αφού κατέλαβε την Πελοπόννησο, δέχτηκε την πρόσκληση των Αθηναίων, που ζήτησαν να τους απελευθερώσει. Το Σεπτέμβριο του 1687 τα βενετικά στρατεύματα αποβιβάστηκαν στον Πειραιά και αμέσως πολιόρκησαν τους Τούρκους, που είχαν καταφύγει για ασφάλεια στην Ακρόπολη της Αθήνας. Στη διάρκεια της πολιορκίας, και συγκεκριμένα στις 26 Σεπτεμβρίου του 1687, μια οβίδα του βενετικού πυροβολικού έπεσε πάνω στον Παρθενώνα, που οι Τούρκοι τον χρησιμοποιούσαν ως πυριτιδαποθήκη, και από την έκρηξη που προκάλεσε η ανάφλεξη των πυρομαχικών καταστράφηκε ένα μεγάλο μέρος του μνημείου. Τελικά οι Τούρκοι παρέδωσαν με συμφωνία την Ακρόπολη και έφυγαν. Οι Βενετοί έγιναν έτσι κύριοι της Αθήνας, όπου όμως έμειναν μόνο για λίγους μήνες. Τον Απρίλιο του 1688 αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πόλη, που έπεσε πάλι στα χέρια των Τούρκων, και άρχισε έτσι η λεγόμενη δεύτερη τουρκοκρατία. Τους Βενετούς ακολούθησαν στη φυγή τους και πολλές οικογένειες Αθηναίων, γιατί φοβήθηκαν τα τουρκικά αντίποινα. Η πόλη είχε σχεδόν ερημωθεί. Το 1690 ο σουλτάνος έδωσε στους Αθηναίους την άδεια να επιστρέψουν στην πόλη τους χωρίς να τιμωρηθούν. Η ζωή άρχισε πάλι να ξαναβρίσκει το ρυθμό της και η πόλη να λειτουργεί, με βάση μάλιστα τα προνόμια που είχαν παραχωρηθεί από την αρχή της τουρκοκρατίας. Ξανάρχισε η λειτουργία των σχολείων και παρατηρήθηκε αξιοσημείωτη οικοδομική δραστηριότητα: χτίστηκαν σπίτια, εκκλησίες και ενισχύθηκε η οχύρωση της Ακρόπολης με τη χρησιμοποίηση οικοδομικού υλικού από τον καταστραμμένο Παρθενώνα. Το 1754 οι Έλληνες αλλά και οι Τούρκοι κάτοικοι της Αθήνας, αγανακτισμένοι από την καταπίεση και τις αυθαιρεσίες του Τούρκου διοικητή της πόλης, εξεγέρθηκαν εναντίον του, με επικεφαλής το μητροπολίτη Άνθιμο. Οι Τούρκοι κατέστειλαν την εξέγερση και τιμώρησαν αυστηρά τους Αθηναίους, που έχασαν τότε ορισμένα από τα προνόμιά τους. Το 1760 η Αθήνα έπαψε να αποτελεί πρόσοδο του χαρεμιού και εντάχθηκε στις σουλτανικές κτήσεις. Αυτό είχε ως συνέπεια να «νοικιάζεται» στους πλειοδότες, οι οποίοι αύξαναν τη φορολογία. Η πιο καταστροφική περίοδος για την Αθήνα ήταν η εικοσαετία 1775-1795. Ο «ενοικιαστής» της Αθήνας και βοεβόδας (διοικητής) της πόλης Χατζή Αλή Χασεκί, που άλλοτε διώχνεται και άλλοτε επιστρέφει στη θέση του, έγινε ο καταπιεστής της πόλης. Η δράση του χαρακτηριζόταν από αρπαγές, φυλακίσεις, απαγχονισμούς, απαιτήσεις από την κοινότητα για χρέη υποθετικά, αντιδικίες με τις πολιτικές και εκκλησιαστικές αρχές και φιλονικίες με τους αντιπάλους του Τούρκους. Κατά την περίοδο αυτή την τυραννία του Χασεκί συναγωνίζονταν οι συχνές επιδημίες, τα «θανατικά», που έπλητταν την πόλη. Οι Αθηναίοι απαλλάχτηκαν από αυτόν το 1795, όταν καταδικάστηκε σε θάνατο με σουλτανική διαταγή και εγκατέλειψε την πόλη για να σωθεί. Παρά τις καταπιέσεις, τις ταραχές και τα «θανατικά» (πανούκλα στα 1754, ευλογιά στα 1777 κ.ά.) κατά το 18ο αιώνα σημειώνεται αξιόλογη πνευματική άνθηση στην Αθήνα. Με ελληνικά κεφάλαια του εξωτερικού ιδρύονται σχολεία ονομαστά, όπως του Ιωάννη Ντέκα (1750), ενώ μέλη της αγγλικής «Εταιρείας των Ερασιτεχνών» επισκέπτονται την Αθήνα και εκδηλώνουν με ποικίλους τρόπους το ενδιαφέρον τους για την ελληνική παιδεία. Και αξιόλογες προσωπικότητες αναφέρονται στην Αθήνα της περιόδου αυτής: Ιωάννης Πατούσας, Λιβέριος και Δημήτριος Κωλέτης, Γρηγόριος Σωτήρης, Λεονάρδος Καπετανάκης, Παναγιώτης Κοδρικάς, Δημήτριος Γαλανός κ.ά. Η κατάληψη της Βενετίας από το Ναπολέοντα το 1797 στέρησε την Αθήνα από τα κληροδοτήματα των Ελλήνων της πόλης αυτής, στα οποία κυρίως στηριζόταν η αθηναϊκή εκπαίδευση, και η κοινότητα αναγκάστηκε να επιβαρυνθεί με τα σχετικά έξοδα. Η ίδρυση όμως της «Φιλομούσου Εταιρείας» από τον Καποδίστρια και άλλες προσωπικότητες Ελλήνων του εξωτερικού, κατά το 1814, αντιστάθμισε την απώλεια του 1797. Η νέα εταιρεία ανέλαβε μια συστηματικότερη προσπάθεια για παροχή παιδείας στους υπόδουλους Έλληνες. Ο 19ος αιώνας εγκαινιάστηκε με μια εγκληματική ενέργεια. Ο Άγγλος «αρχαιόφιλος» λόρδος Έλγιν λεηλάτησε τις αρχαιότητες της Ακρόπολης (1802) και, για να μετριάσει την κακή εντύπωση της αρπαγής, έχτισε με έξοδά του το «Ωρολόγιον» της αγοράς. Βανδαλισμοί του είδους αυτού συνεχίστηκαν και αργότερα από άλλους ξένους. Το 1809 επισκέφθηκε την Αθήνα ο λόρδος Βύρων, ο οποίος και έμεινε στην πόλη ένα χρόνο. Από κοινωνική πλευρά, η δεύτερη περίοδος της τουρκοκρατίας ως μεγαλύτερη κατάκτηση μπορεί να προβάλει τη συμμετοχή στη δημογεροντία και μελών της δεύτερης και τρίτης τάξης, δηλαδή των νοικοκυραίων και των παζαριτών. Η λαϊκή αυτή κατάκτηση οφείλεται στην επίδραση των αρχών της γαλλικής επανάστασης. Όταν αρχίζει η Επανάσταση του 1821, η Αθήνα είναι μια πόλη δεύτερης σειράς, στην οποία το ένα πέμπτο των κατοίκων είναι Τούρκοι. Παρ’ όλα αυτά, η έλξη που ασκούν πάνω στους Ευρωπαίους οι κλασικές αναμνήσεις τής δίνουν το προνόμιο να συγκεντρώνει κάτω από τη σκιά της Ακρόπολης τα προξενεία των ξένων χωρών και να είναι πολυσύχναστο τουριστικό κέντρο. Λίγο πριν από την Επανάσταση, στα 1815, στην Αθήνα κατοικούσαν 7 χιλιάδες χριστιανοί και 3 χιλιάδες μουσουλμάνοι σύμφωνα με τον Pouqueville. Από τους 7 χιλιάδες χριστιανούς οι 4 χιλιάδες ήταν αρβανίτες και προέρχονταν από όλα τα χωριά της Αττικής. Είχαν εγκατασταθεί μεταξύ Πλάκας και Μακρυγιάννη. Το 1821, δεύτερη μέρα του Πάσχα, οι Τούρκοι της Αθήνας συνέλαβαν 12 Αθηναίους προκρίτους ως ομήρους επειδή υποψιάζονταν ότι οι ραγιάδες θα επαναστατούσαν. Η αρχική τους απόφαση ήταν να σφάξουν όλους τους χριστιανούς αλλά η εναντίωση του Χαλήλ Εφέντη, κατή (δηλαδή δικαστή), το απέτρεψε. Στις 25 Απριλίου 1821, σύμφωνα με τον Διονύσιο Σουρμελή, αγωνιστή και αυτόπτη μάρτυρα, συγκεντρώθηκαν στο Μενίδι (Αχαρνές) 1.200 χριστιανοί. Προέρχονταν από τη Χασιά (Φυλή) με αρχηγούς τον Μελέτη Βασιλείου και τον Μήτρο Σκευά, από το Μενίδι με αρχηγό τον Αναγνώστη Κιουρκατιώτη, από τα Μεσόγεια με αρχηγό τον Ιωάννη Δάβαρη και από την Αθήνα με αρχηγό τον Δήμο Αντωνίου. Με την ηγεσία του Μελέτη Βασιλείου οι επαναστάτες μπήκαν στην Αθήνα και την ελευθέρωσαν. Σήμερα έξω από το δημαρχείο της Φυλής μπορεί κάποιος να δει το άγαλμά του να ατενίζει ακόμα τους συγχωριανούς του, δείχνοντας τον δρόμο του χρέους και της περηφάνιας. Τον  Σεπτέμβριο του 1821 εβδομήντα παληκάρια από τη Χασιά υπό την ηγεσία του Μήτρου Σκευά και του Αναστασίου Λέκκα πολέμησαν εναντίον 500 Τούρκων (πεζών και ιππέων) υπό την ηγεσία του Ομέρ Βρυώνη. Σ' αυτήν τη μάχη κινδύνεψε να χάσει τη ζωή του ο τρομερός πασάς. Ετσι πήρε την απόφαση και εγκατέλειψε την Αθήνα λέγοντας «αν 70 άνθρωποι με ενίκησαν και με έκαμαν να κινδυνεύσω την ζωήν μου, τι θέλει γίνει, αν συσσωματωθώσιν εις 1.000». Η μετέπειτα πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους απελευθερώθηκε από τους Αρβανίτες της Αττικής, μια πολεμική φυλή ορθόδοξων χριστιανών με τα δικά της ήθη και έθιμα, τον δικό της πολιτισμό, τη δική της γλώσσα. Μια φυλή που ποτέ δεν προσκύνησε τους Τούρκους και ποτέ δεν έκανε ειρήνη μαζί τους. Εμαθαν να ζουν με το μαχαίρι στα δόντια για να υπερασπίζουν την τιμή και τη ζωή τους -και αυτή ήταν η σειρά προτεραιότητας- από τους Τούρκους κατακτητές που δεν γνώριζαν νόμο και δεν είχαν μπέσα. Η πρωτεύουσα του νέου βασιλείου, βρισκόταν γεωγραφικά, στο κέντρο μιας αλβανόφωνης ανθρωποθάλασσας, καθώς ήταν περικυκλωμένη από δεκάδες αρβανιτοχώρια. Κάποιος που θα  αποφάσιζε να ταξιδέψει, τα πρώτα χρόνια της δημιουργίας του ελληνικού κράτους, από τη Μαλεσίνα και το Μαρτίνο της Λοκρίδας, μέχρι το Καστρί (Ερμιόνη) και το Κρανίδι της Πελοποννήσου, μία απόσταση που με το μοναδικό μεταφορικό μέσο της εποχής, τα υποζύγια, θα χρειαζόταν 75 ώρες συνεχούς πορείας [Gell 1827, σ. VII] & [Μολοσσός 1878], ή με τις αναγκαίες στάσεις, μία ολόκληρη βδομάδα [Λιθοξόου 1983], ήταν ενδεχόμενο εκτός της Θήβας και των Μεγάρων, να μη συναντούσε άνθρωπο από τα χωριά που θα περνούσε, που να μπορούσε να κουβεντιάσει μαζί του ελληνικά. Ο γερμανός αρχαιολόγος και φιλέλληνας Ludwig Ross, που ήρθε στην Ελλάδα για να αναλάβει τη διεύθυνση της αρχαιολογικής υπηρεσίας και την έδρα της αρχαιολογίας στο πανεπιστήμιο Αθηνών, συνειδητοποιώντας  το πλήθος και την έκταση του αρβανίτικου πληθυσμού, σημείωνε απελπισμένος το 1832, φτάνοντας στην Ελλάδα: “ήμουνα, αλήθεια, πάνω σε ελληνικό χώμα, ανάμεσα σε Έλληνες; Στην πραγματικότητα όχι. Ο γυμνός βράχος της Ύδρας, τα γειτονικά νησιά, Σπέτσες και Πόρος, το Καστρί και το Κρανίδι… είχαν καταληφθεί από Σκιπετάρους Αρβανίτες” [Ρος 1976]. Ο γάλλος αρχαιολόγος Edmond About, που έζησε δυο χρόνια στην Ελλάδα, έγραφε το 1855, πως η ίδια η Αθήνα όταν ιδρύθηκε ήταν ένα αρβανιτοχώρι και πως ακόμα, “κάθε βράδυ που βασιλεύει ο ήλιος, συναντάς γύρω από την Αθήνα μεγάλες συντροφιές από Αλβανούς που γυρίζουν με τις γυναίκες τους από τη δουλειά στα χωράφια” [Αμπού]. Ο δε σκωτσέζος ιστορικός George Finlay, που έζησε τη μισή ζωή του στην Αθήνα και γνώρισε όσοι λίγοι τη χώρα και τους ανθρώπους της, παρατηρούσε το 1861: “Στο Μαραθώνα, στις Πλαταιές, στα Λεύκτρα, στη Σαλαμίνα, στη Μαντινεία, στην Είρα και στην Ολυμπία, δεν κατοικούν τώρα πια Έλληνες, αλλά Αλβανοί. Ακόμα και στην Αθήνα, που είναι, ένα τέταρτο του  αιώνα και πλέον πρωτεύουσα του ελληνικού βασιλείου, ακούει κανείς τα παιδιά που παίζουνε στους δρόμους, κοντά στο Θησείο και στην Πύλη του Αδριανού, να μιλάνε στην αλβανική γλώσσα” [Φίνλεϋ]. Όποιος ξένος επισκεπτόταν την χώρα, συνειδητοποιώντας το πλήθος των αρβανιτών κατοίκων, μειδιούσε ακούγοντας τους λόγιους της Αθήνας να υπερηφανεύονται για την αρχαιοελληνική καταγωγή του πληθυσμού της Ελλάδας και έφτανε στο ίδιο συμπέρασμα με τον Φαλμεράυερ: “Όλα αυτά τα μέρη που κάποτε ήτανκαρδιά και κέντρο των Ελλήνων, είναι σήμερα Νέα Αλβανία” [Φαλλμεράυερ 1984]. Η ύπαρξη των Αρβανιτών, αποτελούσε τόσο σοβαρό πρόβλημα για τους αρχιτέκτονες του ελληνικού εθνικού μύθου, που ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, ο πατριάρχης της ελληνικής εθνικής ιστοριογραφίας, αφού αναγκάστηκε να αποδεχτεί την αρβανίτικη πραγματικότητα, πρότεινε το 1854 μέτρα για τη θεραπεία: “Δύο φυλαί κατοικούσι την Ελλάδα, η Ελληνική και η Αλβανική. Αλλ’ η Αλβανική φυλή αποτελεί άραγε έθνος ίδιον; … Εν και μόνον εθνικόν στοιχείον έχει ίδιον εισέτι η φυλή εκείνη, την γλώσσαν. αλλά και αύτη υποχωρεί βαθμηδόν εις την κατακτητικήν πορείαν του Ελληνισμού” [Δημαράς 1986].

Πηγή: http://www.ime.gr/chronos/projects/fragokratia/gr/webpages/ath_frag.html

http://www.istorikathemata.com/p/blog-page_02.html

http://www.iporta.gr/ellada/koinonia-ellada-oikonomia/item/2963-98i-athina-tou-nerio-atzagioli-1388-1456

http://boeotia.ehw.gr/Forms/fLemmaBody.aspx?lemmaid=12772

http://historyreport.gr/index.php/Από-τον-θρύλο/Βυζάντιο-Μεσαίωνας/2046-Μουχλιώτισσα-η-τελευταία-κυρά-της-Αθήνας

http://www.sakketosaggelos.gr/Article/3150/

http://www.lithoksou.net/p/plithysmos-kai-xoria-ton-arbaniton-1879-–-1907-2005

http://www.kathimerini.gr/281397/article/epikairothta/ellada/oi-arvanites-ths-attikhs-kai-h-symvolh-toys-sthn-e8nikh-paliggenesia

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου