Περί το 70 μ.Χ., ένας ανώνυμος Έλληνας πλοίαρχος εξ Αιγύπτου συνέθεσε ένα ταξιδιωτικό έργο με τίτλο «Περίπλους της Ερυθράς Θαλάσσης«. Στο έργο αυτό ο ανώνυμος Έλληνας πλοίαρχος και ταξιδευτής περιγράφει με ακρίβεια και λεπτομέρεια λιμάνια και πόλεις, ακτές και χώρες, τους κατοίκους των παρακτίων πόλεων, καθώς και οδηγίες πλεύσεως από την Ερυθρά Θάλασσα προς νότον, στις θαλάσσιες ακτές της Ανατολικής Αφρικής μέχρι την Ζανζιβάρη και περιγράφει το εμπόριο του ελεφαντόδοντος, του κέρατος του ρινόκερου, που εθεωρείτο ως φάρμακο αφροδισιακό (εξ αυτού προήρχετο ένα φαρμακευτικό παρασκεύασμα, μία αλοιφή). Επίσης, στο ίδιο έργο έχουμε περιγραφές των σημαντικών εμπορικών λιμένων της Ευδαίμονος Αραβίας (σημερινής Υεμένης, κόλπος του Άντεν) ως την Ινδία. φαίνεται πως αυτός ο ανώνυμος Έλληνας ταξιδευτής προχώρησε ακόμη ανατολικότερα, καθώς μας περιγράφει το εμπόριο εξωτικών ειδών όπως το πιπέρι και η κανέλλα, τα διαμάντα και τα ζαφείρια των Ινδικών χωρών, όπως και το μετάξι από την Κίνα. Μέσω αυτών των Ελλήνων θαλασσοπόρων τα μυστικά των θαλασσίων εμπορικών οδών του Ινδικού Ωκεανού έγιναν γνωστά στους δυτικούς και άνοιξε ο δρόμος για Έλληνες και Ρωμαίους εμπόρους να ταξιδεύσουν σε αυτά τα μέρη (αρχαιολογικά ευρήματα με Ελληνικές επιγραφές και Ρωμαϊκά νομίσματα σε νήσους εντός του Περσικού Κόλπου και σε πόλεις εμπορικούς σταθμούς της νοτίου Ινδίας). Οι Ρωμαίοι για να εκμεταλλευθούν περισσότερο τις ευκαιρίες που προσέφερε το εμπόριο στον Ινδικό Ωκεανό, ίδρυσαν μία εμπορική πόλη αποικία στις ακτές της νοτιοανατολικής Ινδίας, κοντά στο Ποντισερύ, στους χρόνους του Οκταβιανού Αυγούστου (1ος αι μ.χ.) και εξήγαγαν κρασί, ελαιόλαδο, και αντικείμενα τέχνης και οικιακής χρήσεως υψηλής ποιότητος, έναντι της εισαγωγής πολυτίμων λίθων υφασμάτων και αρωμάτων. Το θαλάσσιο εμπόριο του Ελληνορωμαϊκού κόσμου με την Ινδία και την Άπω Ανατολή γνώρισε άνθιση κατά τους δύο πρώτους αιώνες μ.Χ. όταν Έλληνες, Σύριοι και Ρωμαίοι έμποροι σύντομα ανέπτυξαν εμπορικά δίκτυα όχι μόνον με τις παραλιακές πόλεις, αλλά προχώρησαν και στην Ινδική ενδοχώρα. Μάλιστα, εγένοντο δεκτοί στις αυλές τοπικών ηγεμόνων, οι οποίοι έστειλαν μάλιστα και πρεσβείες σε Ρωμαίους αυτοκράτορες όπως οι Αδριανός και Αντωνίνος Πίος. Ο Ελληνορωμαϊκός κόσμος ήλθε σε επαφή με αυτές τις μακρυνές χώρες, με εξωτικούς πολιτισμούς, όπως της Ινδίας, Κίνας, Μαλαισίας. Η ανάπτυξη ενός ευρέος και σταθερού εμπορικού δικτύου στον Ινδικό Ωκεανό και δια μέσου της Ερυθράς θαλάσσης, έφερε σε επαφή και επικοινωνία τον Μεσογειακό χώρο με χώρες μακρυνές όπως η Ινδία, η Κίνα και η νοτιοανατολική Ασία. Αυτή η επικοινωνία άνοιξε οδούς για εμπορικές και πολιτισμικές ανταλλαγές.
Η οικονομία στο Βυζάντιο είναι ένας τομέας που έχει πολύ λίγο μελετηθεί, αν και είναι ένα πολύ καλό παράδειγμα αυτού που σήμερα αποκαλούμε ελεύθερη οικονομία με κρατικό παρεμβατισμό. Οι Βυζαντινοί το πέτυχαν αυτό και για μεγάλο χρονικό διάστημα η οικονομία τους αναπτύχθηκε αργά και ισορροπημένα, χωρίς να υποστούν τις άγριες μεταπτώσεις που παρουσιάστηκαν στη Δύση με τις επώδυνες κοινωνικές ανακατατάξεις του 11ου αιώνα, όταν ολόκληρες ομάδες δεν κατόρθωσαν να επιβιώσουν. Στην οικονομική ιστορία το Βυζάντιο είναι ένα επιτυχημένο παράδειγμα ανάπτυξης. Το μεγάλο όπλο της βυζαντινής οικονομίας ήταν το διεθνές εμπόριο.Το Βυζάντιο γεωοικονομικά ευρισκόμενο σε ένα μοναδικό διεθνές εμπορικό σταυροδρόμι της μεσαιωνικής εποχής, αξιοποίησε τη θέση του και οικοδόμησε ισχυρότατο διεθνές ναυτιλιακό και χερσαίο εμπόριο.
Η Κωνσταντινούπολη και η Θεσσαλονίκη απετέλεσαν σταυρικούς κόμβους (Εγνατία Οδό) εμπορίου και μεταφορών και συνακόλουθα συσσώρευσης μεγάλου πλούτου. Οι φόροι των διεθνών και εσωτερικών εμπορικών συναλλαγών πλούτιζαν τα κρατικά ταμεία τα οποία έτσι μπορούσαν να στηρίξουν τον μισθοφορικό στρατό,την γραφειοκρατία και τις κρατικές επενδύσεις.Επι πλέον υπήρχε και ο φόρος επι της γης και της αγροτικής παραγωγής, συν το φόρο επιτηδευμάτων. Το ελληνικό στοιχείο συμμετείχε ενεργά και δυναμικά στο βυζαντινό εμπόριο και ιδιαίτερα στην εμπορική ναυτιλία. `Όμως υπήρχαν και ικανοί ανταγωνιστές: οι Αρμένιοι, οι Εβραίοι, οι Βενετοί και Γενοβέζοι, οι Σύριοι, οι Καππαδόκες οι οποίοι ήλεγχαν το τραπεζικό σύστημα. O διεθνής χαρακτήρας του βυζαντινού εμπορίου είχε καταστήσει το νόμισμα της αυτοκρατορίας παγκόσμιο - άλλη αυτή ελληνική συνεισφορά στην ιστορία της παγκοσμιοποίησης (να θυμηθούμε με την ευκαιρία την κρητομυκηναϊκή, την αρχαία κλασική και τη μεγαλεξανδρινή-ελληνιστική.
Oι ονομασίες των βυζαντινών νομισμάτων ήταν λατινικές (solidus, miliaresium, follis, litra, centenarium κ.λπ.). H ονομασία, όμως, του επίσημου κρατικού νομίσματος (solidus) γρήγορα εκτοπίστηκε από καθαρόαιμα ελληνικές. Kατ’ αρχάς το βρίσκουμε απλώς ως «νόμισμα», «χρυσούν» ή «χρυσίον». Aργότερα θα επικρατήσει ως «υπέρπυρον». Τον 6ο αιώνα ολοκληρώθηκε η εξέλιξη που είχε αρχίσει με την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης, εις βάρος της Ρώμης, αφού η νέα πρωτεύουσα κατέστη πλέον ο κεντρικός εμπορικός κόμβος της αυτοκρατορίας. Αναμφισβήτητα, η Μεσόγειος αποτελούσε βυζαντινή λίμνη και το βυζαντινό εμπόριο έφθανε έως την Αγγλία στα δυτικά και έως την Ινδία στα ανατολικά (μέσω της Ερυθράς θάλασσας) ή έως την κεντρική Ασία διά ξηράς. Το σύνολο του σιταριού, του λαδιού και του κρασιού που απαιτείτο για τον επισιτισμό της Κωνσταντινούπολης έπρεπε να εισάγεται από άλλες περιοχές. Για τα σιτηρά, ιδιαίτερα, η βυζαντινή πρωτεύουσα βασιζόταν στην ετήσια σοδειά της Αιγύπτου, που αποτελούσε την κύρια πηγή εφοδιασμού της Κωνσταντινούπολης, μέσω του θεσμού της πολιτικής αννώνας. Κάθε χρόνο, ένας μεγάλος στόλος πλοίων φορτωμένος με σιτάρι απέπλεε από την Αίγυπτο με προορισμό την Κωνσταντινούπολη, ένα ταξίδι που έπρεπε να επαναληφθεί δύο με τρεις φορές. Για τη διαδικασία της υποδοχής, εκφόρτωσης, αποθήκευσης και μεταφοράς του σιταριού αυτού, η οποία αργότερα κατέληγε στη διανομή του καθημερινού άρτου της πόλης, ήταν απαραίτητη η εύρυθμη λειτουργία μιας τεράστιας υποδομής, σημαντική προϋπόθεση για την ομαλή κοινωνική ζωή μιας πόλης που γύρω στο 600 υπολογίζεται ότι αριθμούσε 300.000-500.000 κατοίκους. Τα εισαγόμενα σιτάρι, λάδι και κρασί συμπληρώνονταν από άλλα τρόφιμα, όπως ψάρια και κρέατα, που μπορούσε κανείς να προμηθευτεί στις εξειδικευμένες αγορές της πόλης. Γενικά, το περιφερειακό και διαπεριφερειακό εμπόριο που διεξαγόταν διά θαλάσσης επωφελείτο από την ύπαρξη υποδομής. Στην Κωνσταντινούπολη, τον 4ο και τον 5ο αιώνα, η κατασκευή του λιμανιού του Ιουλιανού στην Προποντίδα και στη συνέχεια του λιμανιού του Θεοδοσίου, μαζί με τις σιταποθήκες, οδήγησε στην αύξηση της χωρητικότητας των φυσικών λιμανιών του Κεράτιου κόλπου. Έτσι, η πρωτεύουσα διέθετε συνολικά περίπου 4 χλμ. αποβαθρών, που μπορούσαν να εξυπηρετήσουν τον ταυτόχρονο ελλιμενισμό 500 πλοίων μεσαίου μεγέθους. Την σημασία που εκείνη την περίοδο απέκτησε η Κωνσταντινούπολη ως εμπορικό διαμετακομιστικό κέντρο υποδηλώνει και η ίδρυση από τον Ιουστινιανό Α΄ (527-565) δύο νέων δεκατευτηρίων (τελωνειακών σταθμών), υπαγόμενων στο τελωνείο Κωνσταντινουπόλεως, στην Άβυδο και το Ιερό, στην είσοδο του Ελλήσποντου και του Βοσπόρου αντίστοιχα, για τη φορολόγηση των πλοίων που έπλεαν από και προς τη Μεσόγειο.
Ο Εύξεινος Πόντος αποτελούσε σταυροδρόμι του διεθνούς και διαπεριφερειακού εμπορίου, συνδέοντας το Βυζάντιο με την κεντρική Ευρώπη, τη Ρωσία, τον Καύκασο, την κεντρική Ασία και την Κίνα. Επιπλέον, η Κωνσταντινούπολη από τα πρώτα χρόνια της ίδρυσής της βασιζόταν σε αυτόν ως κοντινή και ανεξάντλητη πηγή ανεφοδιασμού σε σιτάρι, αρχικά συμπληρώνοντας (μέχρι την απώλειά της τον 7ο αιώνα) την Αίγυπτο, την κύρια πηγή επισιτισμού της πρωτεύουσας. Ο Ιουστινιανός Α΄ (527-565) ενίσχυσε το εμπόριο από τη Λαζική, τον Εύξεινο Πόντο και το Βόσπορο, ενώ ίδρυσε δύο νέους τελωνειακούς σταθμούς (που υπάγονταν στο τελωνείο Κωνσταντινούπολης) στην Άβυδο και το Ιερό, στην είσοδο του Ελλησπόντου και του Βοσπόρου αντίστοιχα, για τη φορολόγηση των πλοίων που έπλεαν από και προς τη Μεσόγειο. Η σημασία του Εύξεινου Πόντου αναδύθηκε ακόμα μία φορά, όταν ο Ιουστινιανός προσπάθησε, παρακάμπτοντας την υποχρεωτική περσική διαμεσολάβηση για το εμπόριο μεταξιού, να εξασφαλίσει τη σύνδεση με την Κίνα από πλάγια οδό, που θα διερχόταν από τις πόλεις Χερσώνα και Βόσπορο στην Κριμαία, καθώς και από τη Λαζική στον Καύκασο. Μάλιστα, στα χρόνια του Ιουστίνου Β΄ (565-578) τα κοινά συμφέροντα στο εμπόριο του μεταξιού και ο κοινός αντίπαλος, οι Πέρσες, οδήγησαν τους Βυζαντινούς στη σύναψη συμμαχίας εναντίον των Περσών με τον ασιατικό λαό των Τούρκων, που είχε επεκταθεί έως το βόρειο Καύκασο. Στον Εύξεινο Πόντο οι Βυζαντινοί διατηρούσαν έντονες εμπορικές σχέσεις με τους λαούς που κατοικούσαν στα βόρεια της περιοχής. Στο πέρασμα των αιώνων, οι Χαζάροι είχαν αναλάβει διαμεσολαβητικό ρόλο στο εμπόριο μεταξύ κεντρικής Ασίας και Δύσης, οι Πετσενέγοι υπήρξαν διάμεσοι στο εμπόριο μεταξύ της Χερσώνας και των βόρειων λαών, ενώ οι Ρώσοι ηγεμόνες είχαν ισχυροποιηθεί από το εμπόριο με το Βυζάντιο, εγκαθιδρύοντας μια αδιάλειπτη παρουσία στο θαλάσσιο δίαυλο που ένωνε τις εκβολές του Δνείπερου με το Βόσπορο. Η εμπορική σημασία του Εύξεινου Πόντου συνάγεται επίσης από το γεγονός ότι το περιφερειακό εμπόριο (ακτίνα δράσης 50-300 χλμ.) έφερνε στην Κωνσταντινούπολη τα προϊόντα μιας ενδοχώρας που συμπεριλάμβανε τη Βουλγαρία και όλη τη δυτική παρευξείνια ακτή. Στην πρωτεύουσα εισάγονταν από Βούλγαρους και Ρώσους εμπόρους κερί, μέλι, γούνες και λινά υφάσματα, ενώ εξάγονταν είδη πολυτελείας.
Η Κωνσταντινούπολη ως κέντρο διαπεριφερειακού (άνω των 300 χλμ.) εμπορίου, πέρα των προϊόντων του διεθνούς εμπορίου, λάμβανε αγαθά από ολόκληρη την αυτοκρατορία, στα οποία συμπεριλαμβάνονταν τα λινά υφάσματα του Πόντου και τα χοιρινά της Παφλαγονίας ή τα μπαχαρικά που κατέληγαν σε αυτή από τη Συρία μέσω της Τραπεζούντας. Οι Βυζαντινοί διέθεταν κέντρα περιφερειακού εμπορίου και στις ακτές του Εύξεινου Πόντου. Κατά τον 9ο και 10ο αιώνα τέτοιες περιπτώσεις ήταν, για παράδειγμα, η Δεβελτός στη δυτική ακτή, η οποία είχε πάρει τη θέση της Μεσημβρίας ως διεξόδου για το βουλγαρικό εμπόριο και σημείου εισόδου των βυζαντινών προϊόντων. Η πολύ σημαντική πόλη της Χερσώνας, στη χερσόνησο της Κριμαίας, αποτελούσε κέντρο ανταλλαγών της ενδοχώρας της, καθώς και της ευρύτερης περιοχής του Πόντου: εμπορικά πλοία από την Παφλαγονία, την Αμισό και το θέμα των Βουκελλαρίων μετέφεραν στη Χερσώνα κρασί και σιτηρά (η πόλη διέθετε επίσης ντόπιους εμπόρους). Επιπλέον, η Άμαστρη της Παφλαγονίας αποτελούσε σημαντικό εμπορικό κέντρο για τους Πετσενέγους, που κατοικούσαν στις βόρειες περιοχές του Εύξεινου Πόντου.
Όσον αφορά το διαπεριφερειακό εμπόριο, που συνδεόταν με τα είδη πολυτελείας του ανατολικού εμπορίου, κατά τον 9ο και 10ο αιώνα στη νοτιοανατολική ακτή του Εύξεινου Πόντου η Τραπεζούντα αποτελούσε κέντρο εμπορικής διάθεσης πιθανόν για τα προϊόντα του Πόντου και σίγουρα για τα εμπορεύματα, υφάσματα και μπαχαρικά, που προέρχονταν από την κεντρική Ασία και τη Συρία και κατέληγαν στην Κωνσταντινούπολη. Τον 11ο και 12ο αιώνα η Τραπεζούντα ήταν το επίκεντρο του θαλάσσιου εμπορίου με τη Χερσώνα, καθώς και των χερσαίων εμπορικών δρόμων από την κεντρική Ασία, τον Καύκασο και τη Συρία, ενώ αποτελούσε τον κύριο σταθμό διακίνησης των βυζαντινών μεταξωτών και υφασμάτων τύπου μπροκάρ που εισάγονταν στις ισλαμικές χώρες. Τα εμπορικά προνόμια που παραχωρήθηκαν κατά τον 11ο και ιδιαίτερα το 12ο αιώνα στις ιταλικές ναυτικές δημοκρατίες (κυρίως στη Βενετία και τη Γένουα), και τα οποία έπληξαν το βυζαντινό εμπόριο επιτρέποντας στους Ιταλούς να εμπορεύονται με προνομιακούς όρους, μάλλον δεν επεκτάθηκαν στην περιοχή του Εύξεινου Πόντου. Ο έλεγχος που ασκούσε το βυζαντινό κράτος ήταν ιδιαίτερα αυστηρός και δεν επέτρεπε στους Ιταλούς εμπόρους να ταξιδέψουν στην περιοχή.
Η εύπορη Χερσώνα από τον 11ο έως το 14ο αιώνα αποτελούσε τη μοναδική βυζαντινή κτήση στο βόρειο Εύξεινο Πόντο, μέσω της οποίας η αυτοκρατορία έλεγχε τη νοτιοδυτική Κριμαία. Αντικείμενα του εμπορίου της ήταν δέρματα, μέλι, κερί και πιθανόν δούλοι. Προϊόντα από την περιοχή του Εύξεινου Πόντου διατίθεντο και στο μεγάλο διαπεριφερειακό και διεθνές εμπορικό πανηγύρι της Θεσσαλονίκης, που διεξαγόταν κάθε Οκτώβριο στη γιορτή του αγίου Δημητρίου.Το πανηγύρι αυτό το περιγράφει ο ανώνυμος σατιρικός διάλογος του 12ου αιώνα Τιμαρίων, στον οποίο αναφέρεται ότι τα εμπορεύματα του Εύξεινου Πόντου δεν έφταναν απευθείας στην πόλη, αλλά έρχονταν μέσω της Κωνσταντινούπολης, απ’ όπου μεγάλα καραβάνια τα μετέφεραν μέσω της Εγνατίας οδού στη Θεσσαλονίκη. Η κατάσταση θα ανατρεπόταν το 1204 με την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τα στρατεύματα της Δ΄ Σταυροφορίας και τον τεμαχισμό της αυτοκρατορίας μεταξύ Βενετών και Σταυροφόρων. Μία από τις συνέπειες ήταν η εκτόπιση των Βυζαντινών εμπόρων που ασχολούνταν με το εμπόριο μεγάλων αποστάσεων από το κέντρο των βυζαντινών εδαφών στην περιφέρεια και από τα παράλια στα μεσόγεια.
Η παλινόρθωση της Αυτοκρατορίας με την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης το 1261, μολονότι χαλάρωσε την πολιτική πίεση που ασκούσαν οι Δυτικοί, δεν κατόρθωσε να πράξει το ίδιο με την αντίστοιχη οικονομική. Τα εμπορικά προνόμια που είχε παραχωρήσει ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος (1259-1282) στους Γενουάτες με τη συνθήκη του Νυμφαίου (1261), προκειμένου να βοηθήσουν με το στόλο τους εναντίον των Βενετών στην ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης, στάθηκαν το εφαλτήριο μιας επέκτασης που ιδιαίτερα στην περίπτωση του Εύξεινου Πόντου θα απέβαινε μοιραία για τους Βυζαντινούς. Μέσα σε διάστημα λίγων δεκαετιών οι Γενουάτες κατάφεραν να κυριαρχήσουν στο εμπόριο του Εύξεινου Πόντου σε σημείο τέτοιο ώστε από τα τέλη του 13ου αιώνα οι Βυζαντινοί εκδιώχθηκαν από την ναυσιπλοΐα και το θαλάσσιο εμπόριο της περιοχής. Αυτή η πολιτική των Γενουατών θα κορυφωνόταν στα μέσα του 14ου αιώνα, όταν θα επιχειρούσαν να φράξουν την είσοδο στο Βόσπορο στο ύψος του Ιερού και να αποκτήσουν με αυτό τον τρόπο τον αποκλειστικό έλεγχο από και προς τον Εύξεινο Πόντο.
Πηγή: https://chilonas.com/2014/01/28/httpwp-mep1op6y-1gw/
http://blacksea.ehw.gr/forms/fLemmaBodyExtended.aspx?lemmaID=10646
http://vizantinaistorika.blogspot.gr/2014/07/blog-post_26.html
http://users.sch.gr/mfanarioti/portal/index.php/2014-01-20-14-47-24/emporio
http://constantinople.ehw.gr/Forms/fLemmaBodyExtended.aspx?lemmaID=10856
Εκπαιδευτικό Ιστολόγιο με στόχο την ενημέρωση για την Μυθολογία, την Προϊστορία, την Ιστορία και τον ελληνικό πολιτισμό greek.history.and.prehistory99@gmail.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου