Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2017

Η Τιμία Εσθητα της Θεοτόκου και το θαύμα της κατά την πολιορκία της Κωνσταντινουπόλεως απο τους Βαράγγους Ρώς

Στο ναό των Βλαχερνών, που είχε κτίσει η βασίλισσα Πουλχερία, κόρη του αυτοκράτορα Αρκαδίου και σύζυγος του αυτοκράτορα Μαρκιανού (451 - 457 μ.Χ.), είχαν κατατεθεί τα σπάργανα (εντάφια) της Θεοτόκου, τα όποια είχαν σταλεί από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Ιουβενάλιο (βλέπε ίδια ημέρα). Όταν δε ήταν αυτοκράτορας ο Λέων Α' ο Θράξ (457 - 474 μ.Χ.), οι πατρίκιοι Γάλβιος και Κάνδιδος έφεραν από τα Ιεροσόλυμα και την τίμια εσθήτα της Υπεραγίας Θεοτόκου. Ο Λέων την παρέλαβε και την κατέθεσε στο ναό των Βλαχερνών, μέσα σε χρυσή λάρνακα. Η εσθήτα αυτή υπήρχε μέσα στο ναό των Βλαχερνών μέχρι το έτος 820 μ.Χ. Αλλά ο ναός αυτός το 1070 μ.Χ. κάηκε και κατόπιν, αφού ανοικοδομήθηκε, από απροσεξία ξανακάηκε στις 19 Ιανουαρίου του 1434 μ.Χ. Βέβαια, πάντα τα τίμια αντικείμενα της Υπεραγίας Θεοτόκου γίνονται αφορμή στους αγωνιζόμενους χριστιανούς να μιμηθούν την αρετή της. Και όπως, λοιπόν, αυτή διατηρούσε, δηλαδή, τα λόγια του Υιού της βαθειά χαραγμένα στην καρδιά της, έτσι ας κάνουμε κι εμείς. Ο Ναός της Παναγίας των Βλαχερνών ιδρύθηκε από την αυτοκράτειρα Πουλχερία και το σύζυγό της Μαρκιανό μεταξύ 450-453. Επί Λέοντα Α’ γνώρισε ιδιαίτερη αίγλη. Ο ναός επεκτάθηκε και προσκτίσθηκαν ο χώρος του «ἁγίου λούσματος», του αγιάσματος και παρεκκλήσιο για την εναπόθεση των κειμηλίων της Παναγίας, που τότε μεταφέρθηκαν από την Παλαιστίνη στην Κωνσταντινούπολη, με αποτέλεσμα ο ναός να γίνει το κυριότερο προσκυνηματικό κέντρο της Θεοτόκου στην Πόλη. Επί Ιουστινιανού Α’ ο ναός ανακαινίστηκε και επεκτάθηκε. Την ίδια περίοδο αφιερώθηκαν στο ναό σημαντικά περιουσιακά στοιχεία. Παράλληλα στο ναό έφτασαν να υπηρετούν συνολικά 74 άτομα, 12 πρεσβύτεροι, 18 διάκονοι, 6 διακόνισσαι, 8 υποδιάκονοι, 20 αναγνώστες, 4 ψάλτες και 6 θυρωροί. Το 1070 η εκκλησία καταστράφηκε από πυρκαγιά και ανακαινίστηκε από τους αυτοκράτορες Ρωμανό Δ’ και Μιχαήλ Ζ’ Δούκα. Ξανακαταστάφηκε και ανοικοδομήθηκε από τον Ανδρόνικο Κομνηνό το 1184. Ξανακάηκε το 1434, λίγο πριν την άλωση. Μετά το 1434 έμεινε μόνο ο χώρος του αγιάσματος, ενώ η υπόλοιπη περιοχή περιήλθε με την Άλωση στους Οθωμανούς. Τον 18ο αιώνα η περιοχή του αγιάσματος αγοράστηκε από την συντεχνία των γουναράδων. Μέχρι το 1858 η συντεχνία αγόρασε διάφορα οικόπεδα γύρω από το αγίασμα, προκειμένου να είναι εύκολη η επέκταση του ναϊδρίου που υπήρχε πάνω από το αγίασμα. Παράλληλα από το 1856 μέχρι το 1866 το ναΐδριο σταδιακά επεκτάθηκε, με ευθύνη της συντεχνίας. Το έτος αυτό (1866) ο Πατριάρχης Σωφρόνιος αποφάσισε να κατασχέσει το αγίασμα με το ναό και να τα θέσει υπό την ευθύνη του Πατριαρχείου. Κατά τη διάρκεια των Σεπτεμβριανών ο τουρκικός όχλος κατέστρεψε το νάρθηκα και όλα τα ξύλινα μέρη του ναού. Υπό την ευθύνη του τότε πατριάρχη Αθηναγόρα ο ναός ανοικοδομήθηκε στη σημερινή του μορφή και εγκαινιάστηκε στις 26 Ιουνίου 1960. Η εκκλησία αγιογραφήθηκε το 1964, με θέματα από την ιστορία του ναού. Παναγία η Βλαχερνίτισσα είναι ο χαρακτηρισμός της θαυματουργής εικόνας της Θεοτόκου στον ναό της Παναγίας των Βλαχερνών στην Κωνσταντινούπολη, που παριστάνεται σε στάση δεομένης και φέρει μπροστά από το στήθος της τον Χριστό σε εγκόλπιο. Σύμφωνα με την παράδοση, κατά την περίοδο της Εικονομαχίας καλύφθηκε η εικόνα μέσα στον νότιο τοίχο του ναού της Παναγίας των Βλαχερνών από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ε’ (741-775) για να εξουδετερωθεί η προς εκείνη αποδιδόμενη τιμή από τους Βυζαντινούς, όμως αποκαλύφθηκε με θαυμαστό τρόπο κατά την περίοδο της βασιλείας του Ρωμανού Γ’ Αργυρού (11ος αιώνας). Η ιστορία των Βλαχερνών συνδέθηκε με σημαντικά ιστορικά γεγονότα του Βυζαντίου (εκκλησιαστικά και πολιτικά). Κατά την πολιορκία της Κωνσταντινουπόλεως από τους Αβάρους το 626 η εικόνα της Θεοτόκου της Βλαχερνίτισσας, έσωσε την πόλη από τον κίνδυνο και κατόπιν εψάλη στο ναό ο Ακάθιστος Ύμνος. Το 1204, κατά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Σταυροφόρους, κατελήφθη και ο ναός αυτός. Το 1285 συνήλθε τοπική σύνοδος η οποία κατήγγειλε την ένωση των Εκκλησιών που έγινε στη σύνοδο της Λυών (1274). Πολλοί αυτοκράτορες και άλλα πρόσωπα του Βυζαντίου εκδήλωσαν την ευλάβειά τους στην Θεοτόκο των Βλαχερνών όπου στέφθηκαν αυτοκράτορες και πρίγκιπες όπως ο Ιωάννης ΣΤ’ Καντακουζηνός και η σύζυγος του, ο Ιωάννης Ε’ Παλαιολόγος κ.ά.. Ένα πολύ σημαντικό γεγονός των χρόνων αυτών ήταν η πρώτη επιδρομή των Ρώσων κατά της Κωνσταντινουπόλεως. Οι Ρώσοι ήταν λαός Σκανδιναυβικής καταγωγής οι οποίοι έδωσαν όχι μόνο το όνομα αλλά και την κρατική οργάνωση στα φύλα του ανατολικού κλάδου, τους Δρεγοβίτσους, τους Κριβίτσους και τους Ραδιμίτσους, τους οποίους υπέταξαν. Με τα μονόξυλά τους διέπλευσαν το Δνείστερο έφτασαν στα βόρεια παράλια του Ευξείνου Πόντου και από εκεί προσέβαλαν τα βόρεια ελληνικά παράλια της Μικρός Ασίας όπου επεδίδονταν σε αρπαγέςς και λεηλασίες. Η πρώτη επαφή μεταξύ βυζαντινών και Ρώσων, χρονολογείται το 839 μ.Χ., όταν έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη Ρώσοι απεσταλμένοι με σκοπό τη σύναψη φιλίας. Είκοσι χρόνια αργότερα στις 18 Ιουνίου του 860 μ.Χ. δώδεκα χιλιάδες Ρώσοι με 200 μονόξυλά διέπλευσαν το Βόσπορο και επιτέθηκαν κατά της Κωνσταντινούπολης προκαλώντας φόβο και τρόμο στον άμαχο πληθυσμό, ο οποίος για πρώτη φορά τους έβλεπε. Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ μαζί με τον καίσαρα Βάρδα έλειπαν από την πρωτεύουσα. Τότε ο μέγας πατριάρχης Φώτιος, όπως άλλοτε ο Σέργιος πρωτοστάτησε στην άμυνα της πρωτεύουσας βοηθώντας τον αυτοκράτορα ο οποίος εν τω μεταξύ επέστρεψε στην Πόλη. Έγραψε μάλιστα ο σοφός Πατριάρχης και δυο επιστολές « Εις την έφοδον των Ρως » στις οποίες μας δίνει μια ζωηρή εικόνα του παγερού φόβου που ένιωσαν οι Βυζαντινοί, όταν αντίκρισαν τους άγριους και φοβερούς Ρώσους και εκφράζεται η ελπίδα ότι « η Μήτηρ του Λόγου» θα σώσει την Πόλη. Η απροσδόκητη επιστροφή του στρατού στην Κωνσταντινούπολη ανάγκασε προφανώς τους Ρώσους να εγκαταλείψουν την πολιορκία και να φύγουν. Η Θεοτόκος Υπέρμαχος Στρατηγός κατά την Α΄ Πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τους Ρώς. Τον Ιούνιο του 860 μ.Χ. και ενώ ο αυτοκράτορας Μιχαήλ ο Γ΄ μόλις είχε εκστρατεύσει εναντίον των Αράβων, η Κωνσταντινούπολη δέχθηκε την επίθεση ενός σχηματιζόμενου τότε έθνους, με το οποίο έμελλε να αναπτύξει πολλές σχέσεις στο μέλλον: του έθνους των Ρώς. Με 200 μικρά πλοία, οι πρόγονοι αυτοί του μεγάλου ρωσικού έθνους, προσορμίσθηκαν στη βασιλεύουσα πόλη, την περικύκλωσαν και άρχισαν να λεηλατούν τα περίχωρά της. Ο αυτοκράτορας αμέσως επέστρεψε στην πολιορκούμενη πόλη, για να αναλάβει την άμυνά της, και μαζί με τον Πατριάρχη Φώτιο ενθάρρυναν τον τρομοκρατημένο πληθυσμό. Οι Κωνσταντινουπολίτες, καθώς τονίζεται από πολλές βυζαντινές πηγές, αλλά κι από τον ίδιο τον Μέγα Φώτιο, απέδωσαν τη διάσωση της πόλης τους κατά τη βιαιότατη εκείνη πολιορκία, στην θαυματουργική επέμβαση της Παναγίας, της οποίας την Τίμια Εσθήτα που φυλασσόταν στην Κωνσταντινούπολη, περιέφερε ο ίδιος ο Πατριάρχης με πλήθος απελπισμένου λαού στα τείχη και εμβάπτισε στην θάλασσα. Αποτέλεσμα της λιτανείας αυτής ήταν να ξεσπάσει τρομερή θύελλα, που κατέστρεψε τα πλοιάρια των πολιορκητών, οι οποίοι τρομοκρατημένοι τράπηκαν σε φυγή. Το σημαντικότερο αυτό γεγονός ήταν ένα από τα πολλά, που εδραίωσαν την κοινή βυζαντινή πεποίθηση για το ρόλο της Θεοτόκου ως προστάτιδος της Κωνσταντινούπολης και Υπερμάχου Στρατηγού των αδικουμένων. Την πίστη αυτή διακρίνουμε ξεκάθαρα, στον τρόπο με τον οποίο ο Ιερός Φώτιος περιγράφει το περιστατικό, στη δεύτερη από τις δύο σημαντικότατες ομιλίες του, που αφορούν στην πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τους Ρώς. «Όταν στερηθήκαμε κάθε βοήθεια και είχαμε χάσει κάθε ανθρώπινο σύμμαχο, εμψυχωνόμασταν από τις προσδοκίες που είχαμε στηρίξει στη Μητέρα του Θεού.  Αυτή βάζαμε να παρακαλέσει για μας τον Υιό της, Αυτή να Τον εξευμενίσει για τα αμαρτήματά μας, καλούσαμε σε βοήθεια για να σωθούμε κραυγάζοντες με το δικό Της στόμα, τη δική Της βοήθεια είχαμε σαν τείχος απόρθητο, Αυτή θερμοπαρακαλούσαμε να συντρίψει το θράσος των βαρβάρων,  Αυτή να ταπεινώσει την αλαζονεία τους. Αυτή να προστατεύσει τον απελπισμένο λαό, να πολεμήσει υπέρ του ποιμνίου Της. Της οποίας και το ένδυμα αφενός για αναχαίτιση των πολιορκητών και αφετέρου ως φρουρά των πολιορκημένων, εγώ και μαζί μου όλη η πόλη, περιφέραμε αυθόρμητα και εθελούσια˙ κατά τη λιτανεία που κάναμε, εξαιτίας της ανείπωτης φιλανθρωπίας, και της Μητρικής θαρραλέας ικεσίας. Και ο Θεός κάμφθηκε και ο θυμός έφυγε και ελέησε ο Κύριος την κληρονομία Του. Πράγματι, ένδυμα της Μητέρας του Θεού είναι αυτή η Πάνσεπτη Στολή. Αυτή περικύκλωνε τα τείχη και με τον άρρητο λόγο Της έτρεπε τους εχθρούς σε φυγή. Αυτήν περιζωνόταν η πόλη και η οχύρωση των εχθρών διαλυόταν, σαν να είχε δοθεί διαταγή. Με Αυτήν η πόλη στολιζόταν, και με την ελπίδα που είχαν όσοι Την περιέφεραν, έφευγε η εχθρότητα. Όταν περιδιάβηκε το τείχος η Παρθενική Στολή, και οι βάρβαροι αποκαμωμένοι διέλυσαν την πολιορκία και λυτρωθήκαμε από την κατάκτηση που περιμέναμε, τότε αξιωθήκαμε της ανέλπιστης σωτηρίας.» Μετά την επίθεση των Ρως στην Κωνσταντινούπολη το 860 ο Βυζαντινός Πατριάρχης Φώτιος έστειλε ιεραπόστολους στο βορρά να προσηλυτίσουν τους Ρως και τους Σλάβους. Ο Πρίγκιπας Ραστισλάβος της Μοραβίας είχε ζητήσει από τον Αυτοκράτορα να του φέρει δασκάλους να ερμηνεύσουν τις ιερές γραφές, έτσι το 863 οι αδελφοί Κύριλλος και Μεθόδιος στάλθηκαν ως ιεραπόστολοι, λόγω της γνώσης τους της Σλαβονικής γλώσσας. Οι Σλάβοι δεν είχαν γραπτή γλώσσα έτσι οι αδελφοί επινόησαν το Γλαγολιτικό αλφάβητο, που αργότερα εξελίχθηκε στο Κυριλλικό, και τυποποίησαν τη γλώσσα των Σλάβων, γνωστή ως Παλαιά Εκκλησιαστική Σλαβονική. Μετέφρασαν τμήματα της Αγίας Γραφής, συνέταξαν τον πρώτο Σλαβικό αστικό κώδικα και άλλα κείμενα και η γλώσσα και τα κείμενα διαδόθηκαν σε όλα τα Σλαβικά εδάφη, μεταξύ αυτών και στους Ρως. Η αποστολή των Κύριλλου και Μεθόδιου υπηρέτησε τόσο προσηλυτιστικούς όσο και διπλωματικούς σκοπούς, μεταδίδοντας τη Βυζαντινή πολιτιστική επιρροή για την υποστήριξη της εξωτερικής πολιτικής της αυτοκρατορίας. Το 867 ο Πατριάρχης ανακοίνωσε ότι οι Ρως είχαν δεχτεί έναν επίσκοπο και το 874 μιλάει για έναν "Αρχιεπίσκοπο των Ρως". Οι σχέσεις μεταξύ των Ρως και των Βυζαντινών έγιναν πιο σύνθετες, αφότου ο Όλεγκ απέκτησε τον έλεγχο του Κιέβου, αντανακλώντας τις εμπορικές, πολιτιστικές και στρατιωτικές ανησυχίες. Ο πλούτος και τα εισοδήματα των Ρως εξαρτιόνταν σε μεγάλο βαθμό από το εμπόριο με το Βυζάντιο. Ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος περιέγραψε την ετήσια έλευση των πριγκίπων του Κιέβου, που συνέλεγαν φόρους από υποτελείς φυλές, συγκέντρωναν τα προϊόντα σε ένα στολίσκο από εκατοντάδες σκάφη, τα οδηγούσαν μέσω του Δνείπερου στη Μαύρη Θάλασσα και, πλέοντας προς τις εκβολές του Δνείστερου, στο δέλτα του Δούναβη και στη συνέχεια στην Κωνσταντινούπολη. Στο ταξίδι της επιστροφής τους μετέφεραν μεταξωτά υφάσματα, μπαχαρικά, κρασί και φρούτα. Η σπουδαιότητα αυτής της εμπορικής σχέσης οδηγούσε σε στρατιωτική δράση όταν προέκυπταν διαφορές. Το Πρώτο Χρονικό αναφέρει ότι οι Ρως επιτέθηκαν στην Κωνσταντινούπολη πάλι το 907, για να διασφαλίσουν την εμπορική πρόσβαση. Το Χρονικό υμνεί τη στρατιωτική ανδρεία και ευφυία του Όλεγκ, περιγραφή γεμάτη με μυθικές λεπτομέρειες. Οι Βυζαντινές πηγές δεν μνημονεύουν την επίθεση, αλλά δύο συνθήκες του 907 και του 911 καθορίζουν μια εμπορική συμφωνία με τους Ρως. Οι όροι της υποδηλώνουν πίεση προς τους Βυζαντινούς, που παραχωρούν καταλύματα και εφοδιασμό για τους εμπόρους των Ρως και εμπορικά προνόμια αφορολόγητου. Το 941 ο Ιγκόρ ηγήθηκε μιας ακόμη μεγάλης επίθεσης των Ρως στην Κωνσταντινούπολη, πάλι για εμπορικά δικαιώματα. Ένας στόλος 10.000 πλοίων, μαζί με Πετσενέγους συμμάχους, προσάραξε στις ακτές της Βιθυνίας και ερήμωσε την ασιατική ακτή του Βοσπόρου. Η επίθεση έγινε την κατάλληλη στιγμή, καθώς ο Βυζαντινός στόλος ήταν απασχολημένος με τους Άραβες στη Μεσόγειο και ο κύριος όγκος του στρατού βρισκόταν στην Ανατολή. Οι Ρως έκαψαν πόλεις, εκκλησίες και μοναστήρια, σφάζοντας και λεηλατώντας. Ο αυτοκράτορας φρόντισε να εξοπλίσει μια μικρή ομάδα αποσυρμένων πλοίων με υγρό πυρ και τα έστειλε να αντιμετωπίσουν τους Ρως, παρασύροντάς τους να περικυκλώσουν το στολίσκο πριν εξαπολύσουν το υγρό πυρ. Ο Λιουτπράνδος της Κρεμόνας έγραψε ότι "οι Ρως, βλέποντας τις φλόγες, πήδηξαν στη θάλασσα, προτιμώντας το νερό από τη φωτιά. Μερικοί βυθίστηκαν, υπό το βάρος των θωράκων και των κρανών τους, ενώ άλλοι έπιασαν φωτιά. Όσοι αιχμαλωτίστηκαν αποκεφαλίστηκαν. Το εγχείρημα διέλυσε το στόλο των Ρως αλλά οι επιθέσεις τους συνεχίστηκαν στην ενδοχώρα μέχρι τη Νικομήδεια με πολλές θηριωδίες με αναφορές ότι θύματα σταυρώθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν ως στόχοι. Τελικά ένας Βυζαντινός στρατός έφθασε από τα Βαλκάνια για να απωθήσει τους Ρως και αναφέρεται ότι ένα ναυτικό σώμα κατέστρεψε το μεγαλύτερο μέρος του στόλου των Ρως κατά την αποχώρησή του αλλά οι Ρώσοι γρήγορα πραγματοποίησαν νέα επίθεση. Η έκβαση της αναμέτρησης φανερώνει αυξημένη στρατιωτική ισχύ του Βυζαντίου σε σχέση με το 911, προκαλώντας μεταβολή στην ισορροπία δυνάμεων. Ο Ιγκόρ επέστρεψε στο Κίεβο επιζητώντας εκδίκηση. Συγκέντρωσε μεγάλη δύναμη πολεμιστών από γειτονικούς Σλάβους και Πετσενέγους συμμάχους και ζήτησε ενισχύσεις από τους Βαράγγους "πέρα από τη θάλασσα". Το 944 η δύναμη των Ρως προέλασε πάλι κατά των Ελλήνων, από ξηρά και θάλασσα, και ανταπάντησε μια Βυζαντινή δύναμη από τη Χερσώνα. Ο Αυτοκράτορας έστειλε δώρα και πρόσφερε φόρο αντί πολέμου και οι Ρως δέχθηκαν. Το 945 συναντήθηκαν απεσταλμένοι Ρως, Βυζαντινών και Βουλγάρων και έγινε μια συνθήκη ειρήνης. Η συμφωνία εστίαζε πάλι στο εμπόριο, αλλά αυτή τη φορά με όρους λιγότερο ευνοϊκούς για τους Ρως, περιλαμβάνοντας αυστηρές ρυθμίσεις για τη συμπεριφορά των εμπόρων τους στη Χερσώνα και στην Κωνσταντινούπολη και συγκεκριμένες ποινές για τις παραβιάσεις των νόμων. Οι Βυζαντινοί μπορεί να παρακινήθηκαν να συμφωνήσουν τη συνθήκη λόγω ανησυχίας για τυχόν παρατεινόμενη συμμαχία Ρως, Πετσενέγων και Βουλγάρων εναντίον τους, αν και οι ακόμα ευνοϊκότεροι όροι υποδηλώνουν αλλαγή των ισορροπιών.

Πηγή: http://vizantinaistorika.blogspot.com/2014_06_01_archive.html?m=1

https://fdathanasiou.wordpress.com/2011/07/01/ένα-θαύμα-της-τιμίας-εσθήτας-της-θεοτό/

http://choratouaxoritou.gr/?p=39683

https://www.sansimera.gr/articles/794

http://www.saint.gr/656/saint.aspx

https://el.m.wikipedia.org/wiki/Κράτος_των_Ρως

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου