Ή συμβατική θεώρηση της διπλωματίας είναι αυτή που την θέλει ως διαπραγμάτευση και συμβιβασμό που οδηγεί στην τακτοποίηση των διαφορών. Ωστόσο, η ιστορία συχνά ανατρέπει αυτή την άποψη. Η διεξαγωγή των διεθνών σχέσεων είναι επίσης πάλη ανάμεσα στα εθνικά συμφέροντα και η διπλωματία μπορεί ν’ αποδειχθεί αποτελεσματικότατο όπλο. Σε μια διασκευή της ρήσης του Κλαούσεβιτς θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι διεθνείς σχέσεις είναι πόλεμος που διεξάγεται με άλλα μέσα. Κανένα κράτος δεν προσέφερε περισσότερα στην πρόοδο της ενάσκησης της εξωτερικής πολιτικής περισσότερο από την Βυζαντινή αυτοκρατορία /Ρωμανία. Για πάνω από 1100 χρόνια επέζησε και εξαπλώθηκε μέσω δεξιότεχνων χειρισμών των αντιπάλων της κατά την άσκηση περίπλοκης διπλωματίας. Εκατοντάδες χρόνια πριν τον Μακιαβέλι, ο ιστορικός Ιωάννης Κίνναμος έγραψε: «Εφόσον πολλά και διαφορετικά μέσα οδηγούν στην επίτευξη ενός σκοπού, η νίκη είναι θέμα του ενδιαφέροντος που δείχνει κάποιος για να την πετύχει». Η εξέταση της τακτικής της βυζαντινής διπλωματίας θα μπορούσε να βοηθήσει τους σημερινούς διπλωμάτες να κατανοήσουν τα κίνητρα των συνομιλητών τους στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Το Βυζαντιο/Ρωμανία ήταν η συνέχεια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Ο Μέγας Κωνσταντίνος μετέφερε την πρωτεύουσα του Κράτους στις ακτές του Βοσπόρου το 330, μετονομάζοντας το Βυζάντιο σε Κωνσταντινούπολη. Στρατηγικά η Πόλη βρίσκονταν στο σταυροδρόμι Ανατολής-Δύσης καθώς και στο θαλάσσιο άξονα Μαύρης θάλασσας-Μεσογείου. Η συνεχείς επιδρομές των βαρβάρων είχαν ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της αυτοκρατορικής εξουσίας στη Δύση και την συνέχισή της από μόνο τον Ρωμαίο αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης. Συν τω χρόνω πολλαπλά βαρβαρικά κύματα επέπεσαν στο σώμα της αυτοκρατορίας, Ούνοι, Γοτθοι, Πέρσες, Σλάβοι, Άραβες, Βούλγαροι, Νορμανδοί κ.α. Όλοι αποπειράθηκαν να καταστρέψουν την αυτοκρατορία, αλλά όλοι αντιμετωπίστηκαν. Με μια στρατιωτική δύναμη που ποτέ δεν ξεπέρασε τους 140,000 άνδρες, οι Βυζαντινοί χρησιμοποίησαν με ενεργό τρόπο την εξωτερική πολιτική, η οποία τους επέτρεψε να διατηρήσουν την επιρροή τους στην Κεντρική Ευρώπη, την Ιταλία και την Δυτική Ευρώπη, και να υπερασπίσουν την ρωμαίικη κληρονομιά για τις επόμενες γενεές. Την βυζαντινή διπλωματία αντέγραψαν αργότερα οι επίγονες ανερχόμενες δυνάμεις της Βενετικής Δημοκρατίας και την Οθωμανικής και Ρωσικής αυτοκρατορίας. Ο Αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης δεν διατηρούσε μόνιμο διπλωματικό σώμα σε καμιά ξένη χώρα. Έστελνε έμπιστους ευγενείς ή κληρικούς στις διπλωματικές αποστολές του. Για πρακτικούς λόγους οι πρέσβεις αυτοί ήταν εξοικειωμένοι με τις χώρες τις οποίες επισκέπτονταν, είτε μέσω προηγούμενων ταξιδιών τους, είτε λόγω εθνικού υπόβαθρου. Παρόλα αυτά προηγούνταν εις βάθος ενημέρωση πριν την αποστολή τους. Όχι μόνο προετοίμαζαν και την παραμικρή λεπτομέρεια για την επίτευξη του σκοπού τους, αλλά ενημερώνονταν και για τις πρόσφατες εξελίξεις στην αυλή του ηγεμόνα που θα επισκέπτονταν. Συνεχείς επαφές διατηρούνταν με την Κωνσταντινούπολη και οι αποστολές μπορούσαν να διαρκέσουν και ένα χρόνο. Πρώτοι αυτοί εισήγαγαν την τακτική της αποστολής διπλωματικών αναφορών στην κυβέρνησή τους. Αυτό που διακρίνει το Βυζάντιο/Ρωμανία από άλλα κράτη της εποχής του είναι η ενεργή ανάμειξή του στις εσωτερικές υποθέσεις άλλων κρατών. Σήμερα θεωρούμε δεδομένο την ύπαρξη κρατικών υπηρεσιών για την συλλογή και την επεξεργασία πληροφοριών, την καλλιέργεια υποστήριξης σε ξένους κύκλους και ίσως την πρόκληση επανάστασης. Η ύπαρξη όμως, ενός τόσο εκλεπτυσμένου και καλοστημένου μηχανισμού τον Στ’ αι. είναι αξιοσημείωτη. Ως βοήθεια στην αντιμετώπιση άλλων εθνών, οι Βυζαντινοί είχαν στήσει έναν οργανισμό που συνέλεγε πληροφορίες από κάθε δυνατή πηγή και κρατούσε αρχεία για το ποιος είχε επιρροή, ποιος ύποπτος δωροδοκίας, ποιες ήταν οι ιστορικές ρίζες ενός λαού, τι χρειαζόταν για να εντυπωσιαστούν, κ.τ.λ. Σε πολλές περιπτώσεις η πληροφορία που έφθανε στο «λογοθέσιο», ήταν η πρώτη γραπτή μαρτυρία γι’ αυτούς τους λαούς, καθώς οι ίδιοι οι βάρβαροι σπάνια να κρατούσαν γραπτά μνημεία για τους εαυτούς τους. Εξοπλισμένος με αυτή τη γνώση ο αυτοκράτορας και οι διπλωμάτες του κατανοούσαν πλήρως τις δυνατότητες των συμμάχων τους και τις αδυναμίες των εχθρών τους. Οι βυζαντινοί εφάρμοζαν πλήθος τακτικών, είτε εμφανώς είτε συγκεκαλυμμένα, για να πετύχουν τις επιδιώξεις τους μέσω διπλωματικών οδών αντί ισχύος. Μια τέτοια τακτική ήταν οι τελετές. Για έναν φύλαρχο κάποιας νομαδικής φυλής από τις στέπες της Ασίας, οι εκπρόσωποι του αυτοκράτορα με τα μυθικά δώρα και τις προσκλήσεις στην φανταχτερή αυλή της Κωνσταντινούπολης, η πολυτελής συνοδεία στην μοναδική Πόλη του κόσμου με μισό εκατομμύριο κατοίκους και έκταση μεγαλύτερη από όση καταλάμβανε όλη η φυλή, η θέα των θεοφρούρητων τειχών, των κατάφρακτων ιπποτών, των εξωτικών αγαθών, τα πολύβοα παζάρια, οι πανάρχαιοι επιβλητικοί ναοί και η εκστατική μυσταγωγία, ήταν παράγοντες με καταλυτική επίδραση. Τα τεράστια πολυτελή παλάτια, η εθιμοτυπία της αυλής, οι καλοκουρδισμένοι αυλικοί, η αίθουσα του θρόνου με τα επιβλητικά λιοντάρια, τα χρυσά δέντρα, τα τιτιβίσματα των μηχανικών πουλιών, του αυτοκράτορα που ανεβοκατεβαίνει στον ουρανό με τον θρόνο του, τα πλούσια δώρα και οι υποσχέσεις για ακόμη περισσότερα, δεν άφηναν περιθώρια για διλήμματα και αναποφασιστικότητες. Ο φύλαρχος ήταν τώρα πια σύμμαχος και ο γενναιόδωρος αυτοκράτορας του επέτρεπε να κρατήσει όλη τη λεία από την λεηλασία. Από τη στιγμή αυτή οι εχθροί του αυτοκράτορα έτρεμαν, νικημένοι τις περισσότερες φορές από την διπλωματία του παρά από τις λόγχες του. Μια άλλη τακτική ήταν η δωροδοκία. Το βυζαντινό νόμισμα ήταν το δολλάριο του Μεσαίωνα και εξασφάλιζε επιρροή. Τα κωνσταντινάτα ξοδεύονταν απλόχερα και πολλές φορές ένα πουγκί χρυσάφι απέτρεψε την στρατολόγηση ενός κατά πολύ ακριβότερου στρατού. Κανείς βάρβαρος δεν μπορούσε ν’ αντισταθεί στην λάμψη του βυζαντινού χρυσού. Τον 11ο αι. ο Σελτζούκος σουλτάνος έστειλε έναν διπλωμάτη να διαπραγματευθεί τον καθορισμό των συνόρων με την αυτοκρατορία. Ο Αλέξιος Α’ Κομνηνός έκλεισε μυστική συμφωνία με τον απεσταλμένο του σουλτάνου κατοχυρώνοντας το φρούριο της Σινώπης. Μέχρι να καταλάβει ο σουλτάνος τι είχε γίνει, οι αυτοκρατορικοί είχαν καταλάβει το φρούριο. Περίπου 200 χρόνια αργότερα ο επίφοβος εχθρός της αυτοκρατορίας ήταν ο Κάρολος ο Ανδεγαυός, που έλεγχε την Σικελία και μέρος της ιταλικής ενδοχώρας. Ο Κάρολος φιλοδοξούσε να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη και να γίνει ο ίδιος αυτοκράτορας. Ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος με υποσχέσεις περί ενώσεως των Εκκλησιών χρησιμοποιούσε τον πάπα Νικόλαο τον Γ’, ο οποίος απαγόρευε στον Κάρολο να κάνει την οποιαδήποτε κίνηση. Όταν και ο πάπας απηύδησε από την κωλυσιεργία και επέτρεψε στον Κάρολο να επιτεθεί, η βυζαντινή διπλωματία υποκίνησε επανάσταση στη Σικελία (Σικελικός Εσπερινός) και έτσι η αυτοκρατορία σώθηκε για άλλη μια φορά από τις αρπακτικές διαθέσεις των Δυτικών. Άλλη μια τακτική ήταν η διατήρηση μιας ισορροπίας στις σχέσεις με τους βάρβαρους λαούς. Αν οι Βούλγαροι προκαλούσαν προβλήματα, στρατολογούνταν οι Ρώσοι. Αν οι Ρώσοι ξεπερνούσαν τα όρια, καλούνταν οι Πατζινάκες. Οι Κομάνοι και οι Ούζοι ήταν εφεδρείες για ώρα ανάγκης. Οι βυζαντινοί πάντα είχαν σε ετοιμότητα κάποιον σύμμαχο να συνδράμει, όταν κάποιος άλλος μετατρέπονταν σε εχθρό. Ο αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης, διατηρούσε σχέσεις με τον οποιοδήποτε υποψήφιο διεκδικητή ενός ξένου θρόνου. Έτσι αν για παράδειγμα κάποιος Σελτζούκος σουλτάνος εκδήλωνε πρόθεση να επιτεθεί, τότε το πιο πιθανό ήταν ότι θα αντιμετώπιζε την εξέγερση κάποιου νεώτερου αδελφού του, δυναμικού διεκδικητή του σουλτανάτου. Με το βυζαντινό χρυσό στις τσέπες του θα ανατάρασσε την τουρκική επικράτεια αρκετά, ώστε να εξασφαλίσει έναν ήσυχο ύπνο στην Κωνσταντινούπολη. Σε περιπτώσεις που το μέλλον της αυτοκρατορίας διακυβεύονταν, αρκούσε ένα καλοστημένο τέχνασμα, η επιτυχία του οποίου εξασφάλιζε την σωτηρία των στρατιωτών και την εξοικονόμηση πόρων. Έτσι ο Ηράκλειος κάποια στιγμή υπέκλεψε ένα μήνυμα από τον Πέρση Σάχη Χοσρόη, στο οποίο διατάσσονταν η εκτέλεση του στρατηγού του Σαρβαραζά. Ο Ηράκλειος προσέθεσε και τα ονόματα 400 ακόμη αξιωματούχων της περσικής αυλής και αναδρομολόγησε το μήνυμα στον Σαρβαραζά. Το στρατήγημα ήταν ευφυέστατο. Ο στρατηγός και οι αξιωματούχοι εξεγέρθηκαν κατά του Χοσρόη, τον ανέτρεψαν κι έκλεισαν ειρήνη με τον Ηράκλειο. Σε ένα άλλο επεισόδιο, ο εχθρικός βενετικός στόλος διαχείμαζε στην Χίο, απειλώντας την βυζαντινή επικράτεια. Οι Βενετοί έστειλαν πρέσβεις στην Κωνσταντινούπολη για διαπραγματεύσεις. Ο Μανουήλ Α’ Κομνηνός αρνήθηκε να τους συναντήσει. Οι πρέσβεις επέστρεψαν στην Χίο μαζί με έναν Βυζαντινό υπάλληλο, που πρότεινε την διενέργεια νέας αποστολής. Ο Βενετός Δόγης, διοικητής του στόλου, συμφώνησε. Μετά την αναχώρηση της δεύτερης αποστολής ξέσπασε λοιμική νόσος στο στρατόπεδο των Βενετών. Παραπάνω από 1000 στρατιώτες και ναύτες πέθαναν μέσα σε λίγες μέρες. Οι φήμες έλεγαν ότι ο Βυζαντινός απεσταλμένος είχε δηλητηριάσει το νερό. Οι Βενετοί έστειλαν και τρίτη αποστολή στην αυτοκρατορική αυλή. Αλλά ο Μανουήλ Κομνηνός ήταν ενήμερος για τις εξελίξεις και ήξερε ότι τώρα πια δεν χρειαζόταν να κάνει υποχωρήσεις. Έτσι μάκραινε τις διαπραγματεύσεις τόσο ώστε ο Δόγης αναγκάσθηκε να υποχωρήσει για να γλιτώσει την ανταρσία των πληρωμάτων του. Κατά τον απόπλου του βενετικού στόλου μια αυτοκρατορική ναυτική δύναμη επιτέθηκε απροειδοποίητα και αποδεκάτισε τους Βενετούς. Αμέσως μετά ο Μανουήλ έστειλε μήνυμα στον Δόγη που απλά προσέθετε προσβολή στην ήττα του : «Ο λαός σου έχει να επιδείξει μέχρι τώρα μόνο βλακεία». Όχι μόνο ο Ελληνισμός αλλά και όλος ο ευρωπαϊκός πολιτισμός χρωστάει ευγνωμοσύνη στις διπλωματικές ικανότητες των Βυζαντινών. Αν οι τελευταίοι δεν ήταν τόσο επιδέξιοι στους χειρισμούς τους ολόκληρη η ευρωπαϊκή ιστορία θα ήταν πολύ διαφορετική. Το χριστιανικό αυτό ανάχωμα απέτρεπε την εισβολή του Ισλάμ στην Ευρώπη από τον Ζ’ ως τον ΙΕ’ αι. Όταν πια ο Σουλτάνος Μωάμεθ Β’ κατέλαβε την Κωνσταντινούπολη, οι λαοί της Ανατολικής Ευρώπης είχαν ανδρωθεί αρκετά, μέσω της επαφής τους με τον βυζαντινό πολιτισμό, ώστε να αντισταθούν στην περαιτέρω εξάπλωση. Αν αυτό συνέβαινε νωρίτερα, όταν οι λαοί αυτοί βρίσκονταν ακόμη σε βάρβαρη κατάσταση, το μέλλον της Ευρώπης θα ήταν αμφίβολο. Η συμβολή της βυζαντινής διπλωματίας είναι αναντίρρητη. Υπήρξε ένα επιτυχημένο, χαμηλού κόστους, χαμηλού ρίσκου, ευέλικτο και αποτελεσματικό όπλο.
Στο Βυζάντιο ο στρατός αποτελεί την κύρια συνεκτική δύναμη του κράτους, που σε συνδιασμό με το τελειότερο γραφειοκρατικό σύστημα, που γνώρισε ως τότε ο κόσμος, τους εξασφάλισε και τη μακραίωνη ύπαρξη. Η ανωτερότητα του εξασφαλίζεται με την επιβολή απόλυτης πειθαρχίας μέσα στις μονάδες, τη συγκεκριμμένη του οργάνωση, τον οπλισμό του και τη στρατηγική και τακτική του. Οι Βυζαντινοί ασχολήθηκαν συστηματικά με τη θεωρητική πλευρά της στρατιωτικής τέχνης. Τη στρατηγική και την τακτική τους τη στήριξαν στην ανάλυση: ανάλυση των δικών τους δυνάμεων, ανάλυση των δυνάμεων του εχθρού και ανάλυση του γεωγραφικού χώρου όπου γίνονται οι πόλεμοι. Ήξεραν να εκμεταλλεύονται κάθε δυνατότητα που τους έδινε αυτή η ανάλυση. H ανάγκη δημιουργίας ισχυρού εθνικού στρατού του βυζαντινού κράτους προέκυψε απó τη γεωγραφική θέση του, την έκτασή του και την αντιμετώπιση πολλών κατακτητικών επιθέσεων απó μέρους γειτονικών βάρβαρων φυλών και κρατών. Με βάση τις προθέσεις αυτές δημιουργήθηκε ο καλύτερος στρατóς του τóτε κóσμου και στην πλήρη οργάνωσή του και η για τóσα πολλά χρóνια διατήρηση και επιβίωση της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Αποτελεί κληρονομιά της ρωμαϊκής στρατιωτικής οργάνωσης και συνέχιση των ρωμαϊκών παραδóσεων και της ιστορίας της Ρώμης. H εξέλιξή του και η οργάνωσή του στη συνέχεια με βάση νέες μεθóδους και η τακτική και στρατηγική του χρησιμοποίηση αποδεικνύουν óτι το Βυζάντιο χρησιμοποίησε ίδια πρóτυπα, για τη δημιουργία του, βασισμένα στις επιστημονικές και τεχνικές προóδους της εποχής εκείνης. Ο κυριóτερος πυρήνας για τη συγκρóτηση του εθνικού στρατού υπήρξε το θέμα, δηλ. στρατιωτική μονάδα, η οποία έδρευε σε μια περιοχή και η οποία με την πάροδο του χρóνου έδωσε το óνομά της στη γεωγραφική και διοικητική περιφέρεια. Το θέμα αποτέλεσε ιδιóρρυθμο σύστημα επαρχιακής διοίκησης (στρατηγίδες) με την καθιέρωση ενιαίας στρατιωτικής και πολιτικής εξουσίας σε ένα πρóσωπο, τον στρατηγó. H συνεχής πάλη και φροντίδα για την επιβίωσή της έναντι εξωτερικών κινδύνων και η διαρκής επαγρύπνηση για τη διατήρησή της, οδήγησαν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία στην εμπέδωση συμπαγούς και λεπτομερειακής στρατιωτικής οργάνωσης, η οποία επεκτεινóμενη σ' ολóκληρη τη χώρα αποτέλεσε το ισχυρóτερó της óπλο, για την επιβολή της, προς óλους τους γείτονές της. H οργάνωση της εκπαίδευσης του στρατού, η αυστηρή πειθαρχία, η επιστημονική κατάρτιση και τα ειδικά σχολεία φοίτησης των αξιωματικών, η αδιάσπαστη ενóτητα των στρατιωτικών αρχηγών απó τη μια και απó την άλλη η οργάνωση άριστων και πολυάριθμων ναυτικών δυνάμεων, ήταν εκείνα που έδωσαν τις λαμπρές νίκες και γλίτωσαν το Βυζάντιο απó την απειλούμενη κατάλυση απó τη μωαμεθανική αραβική επιδρομή σε εποχή που και η Ευρώπη κινδύνευσε να υποδουλωθεί. Χάρη στην εφαρμοζóμενη στρατιωτική τακτική, απóρροια της άριστης πολεμικής τέχνης και άξιων στρατιωτικών ηγετών, η Αυτοκρατορία απώθησε τον κίνδυνο και μετέφερε τον πóλεμο μακριά απó τα σύνορά της.
Ο Βυζαντινός στρατός αποτέλεσε την εξέλιξη αυτού της ύστερης Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Η γλώσσα του στρατού αρχικά ήταν η Λατινική, αργότερα και μετά τον έκτο αιώνα η Ελληνική επικράτησε, αφού αυτή έγινε η επίσημη γλώσσα της αυτοκρατορίας) αλλά πιο εμπλουτισμένη σε ορολογίες σχετικές με στρατηγική, τακτικές και οργάνωση. Για παράδειγμα, ο Βυζαντινός στρατός ήταν ο πρώτος στρατός στον κόσμο που υιοθέτησε δυνάμεις συνδυασμένων όπλων ως μέρος του πολεμικού του δόγματος, ανάλογες των Γερμανικών Kampfgruppen του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Αντίθετα από τις Ρωμαϊκές λεγεώνες, η δύναμή του στηρίζονταν στους Καταφράκτους του βαρέως ιππικού, που εξελίχθηκαν από τους υστερορωμαϊκούς Clibanarii (Κλιβανοφόροι). Το πεζικό συνέχισε να χρησιμοποιείται αλλά κυρίως σε ρόλο υποστήριξης και ως βοηθητικό μέσο για την εκτέλεση ελιγμών από το ιππικό. Οι πεζοί, στην πλειοψηφία τους ήταν Σκουτάτοι του βαρέως πεζικού και αργότερα Κοντάριοι, οι δε υπόλοιποι ήταν ελαφρύ πεζικό και Ψιλοί τοξότες. Οι Δυτικοί, συχνά περιέγραφαν τους Βυζαντινούς στρατιώτες σαν θηλυπρεπείς και απρόθυμους για μάχη, μα αυτή είναι μια εσφαλμένη εντύπωση. Οι Βυζαντινοί εκτιμούσαν την στρατιωτική ευφυΐα και πειθαρχία περισσότερο από τη γενναιότητα και τη ρώμη. Οι «Ρωμαίοι» στρατιώτες ήταν μια ευπειθής δύναμη αποτελούμενη από πολίτες πρόθυμους να πολεμήσουν μέχρι τέλους για να υπερασπιστούν τα σπίτια τους και την πατρίδα τους, ενισχυμένοι από ξένους μισθοφόρους. Η στρατολογία πεζικού συνέχιζε να εφαρμόζεται όπως και στο Ρωμαϊκό στρατό, για όλους τους ικανούς να υπηρετήσουν πολίτες. Η εκπαίδευση ήταν παρόμοια με αυτή των λεγεωνάριων, και οι στρατιώτες διδάσκονταν την τεχνική της μάχης εκ του συστάδην με τα ξίφη τους. Όμως με τον καιρό καθιερώθηκε και η συστηματική άσκηση στην τοξοβολία.
Αν και οι Βυζαντινοί ανέπτυξαν ιδιαίτερα περίπλοκες τακτικές πεζικού, πρωταγωνιστής της μάχης ήταν το ιππικό. Το πεζικό έπαιζε ένα σπουδαίο ρόλο όταν η αυτοκρατορία έπρεπε να κάνει επίδειξη δυνάμεων. Σε πολλές μάχες, καθ’ όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής ιστορίας, ξεκίνησαν με μια μετωπική επίθεση των σκουτάτων, υποστηριζόμενων από μονάδες ιπποτοξοτών. Κατά τις εφόδους αυτές, το πεζικό παρατάσσονταν στο κέντρο, που αποτελούνταν από δύο χιλιαρχίες σε σφηνοειδή σχηματισμό, για να διασπάσουν την εχθρική γραμμή, πλαισιωμένες από άλλες δύο χιλιαρχίες, σε παράταξη αμυντικών πτερύγων, που προστάτευαν τα πλευρά του κέντρου και υπερφαλάγγιζαν τον αντίπαλο. Αυτή η τακτική χρησιμοποιήθηκε από το Νικηφόρο Φωκά εναντίον των Βουλγάρων το 967. Κάθε έφοδος καλύπτονταν από τοξότες που εγκατέλειπαν την παράταξη και προηγούνταν των σκουτάτων για να προσβάλουν τον αντίπαλο. Συχνά, καθώς το πεζικό προσέγγιζε τον αντίπαλό του, οι Κλιβανοφόροι θα αναλάμβαναν να εξουδετερώσουν το εχθρικό ιππικό (χρησιμοποιούνταν ενάντια στους Φράγκους, τους Λομβαρδούς ή άλλα Γερμανικά φύλα που διέθεταν βαρύ ιππικό). Το Βυζαντινό πεζικό ήταν εκπαιδευμένο να συνεργάζεται με το ιππικό και να εκμεταλλεύεται οποιοδήποτε χάσμα το ιππικό προκαλούσε στην αντίπαλη παράταξη. Μια αποτελεσματική αλλά ριψοκίνδυνη τακτική ήταν να σταλεί μια χιλιαρχία να καταλάβει και να υπερασπιστεί ένα λόφο, σαν αντιπερισπασμό, ενώ οι Κατάφρακτοι ή οι Κλιβανοφόροι, υποστηριζόμενοι από το υπόλοιπο πεζικό, υπερφαλάγγιζαν την εχθρική παράταξη. Το πεζικό συχνά αναπτύσσονταν μπροστά από το ιππικό. Την κατάλληλη στιγμή, με μια εντολή, οι πεζικάριοι θα άνοιγαν κενά στις γραμμές τους, μέσα από τα οποία το ιππικό θα επέλαυνε κατά του εχθρού.
Όπως και το πεζικό, οι Κατάφρακτοι επέλεγαν τακτικές και εξοπλισμό ανάλογα με τον εχθρό που αντιμετώπιζαν. Σε μια τυπική παράταξη, τέσσερα Νούμερα αναπτύσσονταν γύρω από τις γραμμές του πεζικού. Ένα σε κάθε κέρας κι από ένα ακόμη πίσω δεξιά και πίσω αριστερά. Έτσι τα Νούμερα του ιππικού όχι μόνο προστάτευαν τα πλευρά και καιροφυλακτούσαν προς υπερκερασμό του αντιπάλου αλλά αποτελούσαν παράλληλα την οπισθοφυλακή και την εφεδρεία. Οι Βυζαντινοί προτιμούσαν να χρησιμοποιούν το ιππικό για υπερκερασμό και περικύκλωση του εχθρού, αντί για μετωπικές επιθέσεις και σχεδόν πάντα, οι επιθέσεις τους προπαρασκευάζονταν και υποστηρίζονταν από τοξοβολία. Οι πρώτοι ζυγοί ξεκινούσαν με το τόξο και συνέχιζαν με τη λόγχη, ενώ οι επερχόμενοι ζυγοί τους κάλυπταν τοξεύοντας τον εχθρό από πάνω τους. Αυτός ο συνδυασμός τοξοβολίας και κρούσης έφερνε τον αντίπαλο σε μειονεκτική θέση. Εάν πύκνωναν τις τάξεις τους για να αμυνθούν καλύτερα απέναντι στα Κοντάρια, εκτίθονταν περισσότερο στον καταιγισμό από βέλη κι αν αραίωναν για να αποφύγουν τα βέλη, διευκόλυναν το έργο των λογχοφόρων στο να διασπάσουν λεπτότερες γραμμές. Πολλές φορές η τοξοβολία και η έναρξη μιας επίθεσης ήταν αρκετά για να διαλύσουν τον εχθρό χωρίς να χρειαστεί εκ του συστάδην μάχη. Μια αγαπημένη τακτική ενάντια σε ισχυρό εχθρικό ιππικό περιελάμβανε προσποιητή υποχώρηση και ενέδρα. Τα Νούμερα στις πτέρυγες θα επιτίθονταν στους αντιπάλους ιππείς, θα έκαναν αναστροφή και θα τόξευαν κατά του αντιπάλου καθώς θα υποχωρούσαν (το Πάρθιον Βέλος). Αν το εχθρικό ιππικό δεν τους ακολουθούσε, θα συνέχιζαν να τους παρενοχλούν με βέλη μέχρι να τους καταδιώξουν. Φτάνοντας κοντά στις Βυζαντινές γραμμές, τα Νούμερα της οπισθοφυλακής θα επιτίθονταν στο εχθρικό ιππικό που θα εξαναγκάζονταν να σταματήσει την καταδίωξη και να αντιμετωπίσει αυτή τη νέα αναπάντεχη απειλή, μα τότε τα υποχωρούντα Νούμερα θα ανέστρεφαν και θα επιτίθονταν ολοταχώς κατά των πρώην διωκτών τους. Ο εξασθενημένος εχθρός, περικυκλωμένος από τους καταφράκτους που πριν καταδίωκε θα διαλύονταν. Τότε τα Νούμερα της οπισθοφυλακής που είχαν ενεδρεύσει το εχθρικό ιππικό, θα προωθούνταν για να υπερφαλαγγίσουν εκατέρωθεν τον απροστάτευτο εχθρό. Αυτή η τακτική είναι παρόμοια με εκείνη που εφάρμοσε ο Ιούλιος Καίσαρ στα Φάρσαλα το 48 π.Χ., όταν το συμμαχικό του ιππικό χρησιμοποιήθηκε σαν δόλωμα για να παρασύρει το υπέρτερο ιππικό του Πομπήιου σε μιαν ενέδρα έξι επίλεκτων Κοόρτεων της εφεδρικής «Τετάρτης Γραμμής» του. Το Αραβικό και Μογγολικό ιππικό θα χρησιμοποιούσαν παραλλαγές της τακτικής αυτής αργότερα με μεγάλη επιτυχία ενάντια σε υπεράριθμο και βαρύτερα οπλισμένο εχθρό. Ενάντια σε αντιπάλους όπως οι Βάνδαλοι ή οι Άβαροι, με ισχυρό βαρύ ιππικό, το ιππικό αναπτύσσονταν πίσω από το βαρύ πεζικό, που αναμετρούνταν πρώτο με τον εχθρό. Θα προσπαθούσαν να ανοίξουν ένα χάσμα στην εχθρική παράταξη, στο οποίο θα επιτίθονταν κατόπιν το ιππικό.
Αιώνες πολέμου επέτρεψαν στους Βυζαντινούς να γράψουν πολλές πραγματείες πάνω στα πρωτόκολλα του πολέμου, που περιείχαν στρατηγικές για την αντιμετώπιση των παραδοσιακών εχθρών της αυτοκρατορίας. Μέσα από αυτά τα εγχειρίδια η σοφία των προηγούμενων γενεών έφτασε στις νέες γενεές στρατιωτικών ηγετών. Ένα τέτοιο εγχειρίδιο, τα φημισμένα Τακτικά του Λέοντα ΣΤ΄ του Σοφού , προσφέρει οδηγίες για την αντιμετώπιση διάφορων εχθρών. Βαριές ήττες πέρα από την οροσειρά του Ταύρου ανάγκασαν τους Σαρακηνούς να περιοριστούν σε επιδρομές λεηλασίας αντί να αναζητούν τη μόνιμη κατάκτηση. Εισβάλλοντας από κάποιο πέρασμα, οι ιππείς τους διέτρεχαν τα Βυζαντινά εδάφη με καταπληκτική ταχύτητα. Ο Βυζαντινός στρατηγός έπρεπε να συγκεντρώσει αμέσως μια δύναμη ιππικού από τα κοντινότερα Θέματα και να καταδιώξει τον εισβολέα. Μια τέτοια δύναμη ίσως να ήταν μικρή για να απειλήσει τους επιδρομείς μα θα απέτρεπε σε μικρά αποσπάσματα λεηλατητών να αποκολληθούν από τον κύριο κορμό του στρατού τους. Στο μεταξύ, ο κύριος Βυζαντινός στρατός θα συγκεντρώνονταν από όλη τη Μικρά Ασία και θα συναντούσε τον εισβολέα στο πεδίο της μάχης. Άλλη τακτική ήταν να κλείσουν την οδό υποχώρησής τους από τα περάσματα. Το Βυζαντινό πεζικό έπρεπε να ενισχύσει τις φρουρές των οχυρών που φύλαγαν τις στενωπούς και το ιππικό θα καταδίωκε τους εισβολείς, απωθώντας τους σε στενές κοιλάδες όπου δε θα είχαν χώρο για ελιγμούς μάχης και όπου θα ήταν εύκολη λεία για τους Βυζαντινούς τοξότες. Μία τρίτη τακτική ήταν η αντεπίθεση σε εδάφη Σαρακηνών αφού κάτι τέτοιο συχνά θα ανάγκαζε τον εισβολέα να επιστρέψει για να υπερασπιστεί τα σύνορά του. Ο Νικηφόρος Φωκάς αργότερα θα προσέθετε στο δικό του εγχειρίδιο ότι εάν έφταναν τον εισβολέα μόνον κατά την υποχώρησή του, φορτωμένο με λάφυρα, το πεζικό του στρατεύματος θα έπρεπε να τους επιτεθεί κατά τη νύχτα από τρεις πλευρές, αφήνοντας τη μόνη οδό διαφυγής προς την κατεύθυνση της χώρας τους. Η πιθανότερη αντίδρασή τους θα ήταν να υποχωρήσουν ολοταχώς αντί να πολεμήσουν για να κρατήσουν τα λάφυρά τους.
Πηγή: http://www.impantokratoros.gr/byzantinh-diplomatia.el.aspx
http://www.army.gr/default.php?pname=GenikaXarakthristika&la=1
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Βυζαντινές_πολεμικές_τακτικές
Εκπαιδευτικό Ιστολόγιο με στόχο την ενημέρωση για την Μυθολογία, την Προϊστορία, την Ιστορία και τον ελληνικό πολιτισμό greek.history.and.prehistory99@gmail.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου