Πέμπτη 20 Απριλίου 2017

Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο : Η σταύρωση και η Ανάσταση του Χριστού

Το Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον είναι ένα από τα 4 πρώτα βιβλία του Κανόνα της
Καινής Διαθήκης (και ένα εκ των τριών Συνοπτικών Ευαγγελιών), του 2ου μέρους δηλ. της χριστιανικής Αγίας Γραφής το οποίο κατέγραψε ο εξ Αντιοχείας της Συρίας, γιατρός και στενός συνεργάτης του αποστόλου Παύλου, Λουκάς. Ο ευαγγελιστής Λουκάς, χωρίς προηγουμένως να γίνει προσήλυτος Ιουδαίος, προσχώρησε στο Χριστιανισμό και είναι ο μόνος από τους ευαγγελιστές που ήταν εθνικός στην καταγωγή όπως φαίνεται από το γεγονός ότι δεν μνημονεύεται από τον απόστολο Παύλο μεταξύ των μαθητών και ακολούθων του οι οποίοι προέρχονταν από την περιτομή (Εβραίοι), καθώς και από την προέλευση του ονόματος του Λουκάς, που αποτελεί σύντμηση του λατινικού Λουκιανός ή Λούκιος. Ασκούσε το επάγγελμα του γιατρού και με εξαίρεση τον Παύλο, ήταν ο μόνος από τους πρώτους κήρυκες του Ευαγγελίου, που είχε επιστημονική κατάρτιση. Μάλιστα, την εποχή του Λουκά, το ρωμαϊκό κράτος απαιτούσε από τους ασκούντες την ιατρική να έχουν γνώσεις οι οποίες εξετάζονταν από σύλλογο ανώτερων αρχιάτρων σε κάθε πόλη ενώ όσοι από τους γιατρούς γίνονταν δεκτοί παρέμεναν για καιρό υπό επιτήρηση και καθοδήγηση. Ήταν κάτοχος της ελληνιστικής παιδείας και γνώστης της ιστορικής μεθόδου της εποχής του με ευχέρεια χρήσης της Ελληνιστικής Κοινής. Ο Λουκάς ήταν συνοδός και συνεργάτης του αποστόλου Παύλου από τη δεύτερη ακόμη αποστολική περιοδεία του όπως φαίνεται από τα λεγόμενα ημείς εδάφια των Πράξεων των Αποστόλων.
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ: Πλησίαζε τότε η εορτή των αζύμων, που λέγεται Πάσχα. Και οι αρχιερείς και οι γραμματείς ζητούσαν το πώς να τον θανατώσουν, γιατί φοβούνταν το λαό. Εισήλθε τότε ο Σατανάς στον Ιούδα, που καλείται Ισκαριώτης, ο οποίος ήταν από τον αριθμό των δώδεκα. Και πήγε και συνομίλησε με τους αρχιερείς και με τους στρατηγούς το πώς να τους τον παραδώσει. Και χάρηκαν και συμφώνησαν να του δώσουν αργυρά νομίσματα. Και υποσχέθηκε, και ζητούσε ευκαιρία να τον παραδώσει σ’ αυτούς χωρίς πλήθος γύρω του. Ήρθε λοιπόν η ημέρα των αζύμων, κατά την οποία έπρεπε να θυσιάσουν το Πάσχα. Και απέστειλε τον Πέτρο και τον Ιωάννη και είπε: «Πηγαίνετε και ετοιμάστε μας το Πάσχα να φάμε». Εκείνοι του είπαν: «Πού θέλεις να ετοιμάσουμε ;» Αυτός τους είπε: «Ιδού, όταν εισέλθετε στην πόλη, θα σας συναντήσει ένας άνθρωπος, βαστάζοντας στάμνα με νερό. Ακολουθήστε τον στην οικία στην οποία μπαίνει, και θα πείτε στον οικοδεσπότη της οικίας: “Σου λέει ο δάσκαλος: Πού είναι το κατάλυμα όπου το Πάσχα θα φάω μαζί με τους μαθητές μου”;  Κι εκείνος θα σας δείξει ένα ανώγι μεγάλο, στρωμένο. εκεί ετοιμάστε». Έφυγαν, τότε, και βρήκαν καθώς τους είχε πει και ετοίμασαν το Πάσχα. Και όταν έγινε η κατάλληλη ώρα, κάθισε, για να φάει και οι απόστολοι μαζί του. Και είπε προς αυτούς: «Επιθύμησα πολύ αυτό το Πάσχα να φάω μαζί σας προτού να υποφέρω. Γιατί σας λέω ότι δε θα φάω αυτό, ωσότου ολοκληρωθεί μέσα στη βασιλεία του Θεού». Και αφού δέχτηκε ένα ποτήρι, ευχαρίστησε το Θεό και είπε: «Λάβετε τούτο και διαμερίστε το μεταξύ σας. Γιατί σας λέω ότι δε θα πιω από τώρα από το γέννημα της αμπέλου, ωσότου έρθει η βασιλεία του Θεού». Και αφού έλαβε άρτο, ευχαρίστησε το Θεό, τον έκοψε με τα χέρια και τους τον έδωσε λέγοντας: «Τούτο είναι το σώμα μου που δίνεται για χάρη σας. αυτό να κάνετε στη δική μου ανάμνηση». Και το ποτήρι ομοίως έδωσε μετά το δείπνο, λέγοντας: «Τούτο το ποτήρι, η καινή διαθήκη με το αίμα μου, που για χάρη σας χύνεται. Όμως, ιδού, το χέρι εκείνου που με προδίδει είναι μαζί μου πάνω στο τραπέζι. Γιατί, βέβαια, ο Υιός του ανθρώπου πορεύεται σύμφωνα με το ορισμένο, όμως αλίμονο στον άνθρωπο εκείνο μέσω του οποίου προδίδεται». Και αυτοί άρχισαν να συζητούν μεταξύ τους, για το ποιος άραγε είναι από αυτούς που μέλλει να πράττει αυτό. Έγινε τότε και φιλονικία μεταξύ τους, για το ποιος από αυτούς φαίνεται ότι είναι μεγαλύτερος. Εκείνος τους είπε: «Οι βασιλιάδες των εθνών κυριαρχούν σ’ αυτά και όσοι τα εξουσιάζουν καλούνται ευεργέτες. Εσείς όμως, όχι έτσι, αλλά ο μεγαλύτερος μεταξύ σας ας γίνει όπως ο νεότερος και εκείνος που ηγείται όπως αυτός που διακονεί. Γιατί ποιος είναι μεγαλύτερος, αυτός που κάθεται, για να φάει, ή αυτός που διακονεί; Δεν είναι αυτός που κάθεται; Εγώ όμως στο μέσο σας είμαι όπως αυτός που διακονεί. Εσείς, λοιπόν, είστε εκείνοι που έχουν διαμείνει μαζί μου μέσα στους πειρασμούς μου. Κι εγώ σας διαθέτω βασιλεία καθώς μου διέθεσε ο Πατέρας μου, για να τρώτε και να πίνετε πάνω στο τραπέζι μου κατά τη βασιλεία μου, και θα καθίσετε πάνω σε θρόνους, κρίνοντας τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ». Σίμωνα, Σίμωνα, ιδού, ο Σατανάς απαίτησε για τον εαυτό του εσάς, για να σας κοσκινίσει όπως το σιτάρι. Εγώ όμως δεήθηκα για σένα, για να μην εκλείψει η πίστη σου. Κι εσύ, όταν κάποτε επιστρέψεις, στήριξε τους αδελφούς σου». Εκείνος του είπε: «Κύριε, είμαι έτοιμος να πάω μαζί σου και σε φυλακή και σε θάνατο». Αυτός του είπε: «Σου λέω, Πέτρο, δε θα λαλήσει σήμερα πετεινός, ωσότου τρεις φορές με απαρνηθείς, λέγοντας ότι δε με ξέρεις». Και είπε σ’ αυτούς: «Όταν σας απέστειλα χωρίς πορτοφόλι και σακίδιο και υποδήματα, μήπως κάτι στερηθήκατε;» Εκείνοι είπαν: «Κανένα». Τους είπε τότε: «Αλλά τώρα όποιος έχει πορτοφόλι ας το πάρει, όμοια και σακίδιο, και όποιος δεν έχει ας πουλήσει το πανωφόρι του και ας αγοράσει μάχαιρα. Γιατί σας λέω ότι αυτό το γραμμένο πρέπει να τελεστεί σ’ εμένα, το: Και μαζί με άνομους λογαριάστηκε. Και πράγματι, ό,τι αφορά εμένα έχει τέλος». Εκείνοι είπαν: «Κύριε, ιδού δύο μάχαιρες εδώ». Αυτός τους είπε: «Αρκετό είναι». Και αφού εξήλθε, πορεύτηκε κατά τη συνήθειά του στο Όρος των Ελαιών, και τον ακολούθησαν και οι μαθητές.  Όταν ήρθε λοιπόν στον τόπο εκείνο, τους είπε: «Προσεύχεστε, για να μην εισέλθετε σε πειρασμό». Και αυτός απομακρύνθηκε από αυτούς σε απόσταση περίπου μιας βολής λίθου και, αφού έπεσε στα γόνατα, προσευχόταν, λέγοντας: «Πατέρα, αν θέλεις, απομάκρυνε αυτό το ποτήρι από εμένα. όμως όχι το θέλημά μου, αλλά το δικό σου να γίνει». Φανερώθηκε τότε σ’ αυτόν άγγελος από τον ουρανό που τον ενίσχυε. Και επειδή έπεσε σε αγωνία, εντονότερα προσευχόταν. Και έγινε ο ιδρώτας του σαν θρόμβοι αίματος που κατέβαιναν στη γη. Και όταν σηκώθηκε από την προσευχή, ήρθε προς τους μαθητές και τους βρήκε να κοιμούνται από τη λύπη, και τους είπε: «Τι κοιμάστε; Σηκωθείτε και προσεύχεστε, για να μην εισέλθετε σε πειρασμό».  Ενώ αυτός ακόμη μιλούσε, ιδού όχλος, και ο λεγόμενος Ιούδας, ένας από τους δώδεκα, ερχόταν μπροστά από αυτούς και πλησίασε τον Ιησού, για να τον φιλήσει. Ο Ιησούς τότε του είπε: «Ιούδα, με φίλημα παραδίνεις τον Υιό του ανθρώπου;» Όταν είδαν τότε εκείνοι που ήταν γύρω του αυτό που συνέβηκε, είπαν: «Κύριε, να χτυπήσουμε με μάχαιρα;» Και χτύπησε ένας, κάποιος από αυτούς, το δούλο του αρχιερέα και αφαίρεσε το αυτί του το δεξί. Αποκρίθηκε τότε ο Ιησούς και είπε: «Αφήστε τα πράγματα ως αυτό το σημείο» και αφού άγγιξε το αυτί, τον γιάτρεψε. Είπε λοιπόν ο Ιησούς προς τους αρχιερείς και στρατηγούς του ναού και πρεσβυτέρους, που ήρθαν εναντίον του: «Σαν ενάντια σε ληστή εξήλθατε με μάχαιρες και ξύλα; Κάθε ημέρα, ενώ ήμουν μαζί σας μέσα στο ναό, δεν εκτείνατε τα χέρια πάνω μου. Αλλά αυτή η ώρα είναι δική σας και η εξουσία του σκότους». Αφού λοιπόν τον συνέλαβαν, τον οδήγησαν και τον εισήγαγαν στην οικία του αρχιερέα. Και ο Πέτρος ακολουθούσε από μακριά. Αφού άναψαν τότε φωτιά στο μέσο της αυλής και κάθισαν μαζί, ο Πέτρος καθόταν στο μέσο τους. Όταν τον είδε τότε κάποια μικρή δούλη να κάθεται κοντά προς το φως της φωτιάς και τον ατένισε, είπε: «Και αυτός ήταν μαζί του». Εκείνος το αρνήθηκε, λέγοντας: «Δεν τον ξέρω, γυναίκα». Και μετά από λίγο, άλλος, όταν τον είδε, είπε: «Και εσύ είσαι από αυτούς». Αλλά ο Πέτρος είπε: «Άνθρωπε, δεν είμαι». Και όταν πέρασε περίπου μια ώρα, κάποιος άλλος ισχυριζόταν έντονα, λέγοντας: «Στ’ αλήθεια, και αυτός ήταν μαζί του, γιατί είναι και Γαλιλαίος». Είπε τότε ο Πέτρος: «Άνθρωπε, δεν ξέρω τι λες». Και αμέσως, ενώ ακόμη αυτός μιλούσε, λάλησε ένας πετεινός. Και αφού στράφηκε ο Κύριος, κοίταξε μέσα στα μάτια τον Πέτρο, και θυμήθηκε ο Πέτρος το λόγο του Κυρίου, καθώς του είπε: «Πριν ο πετεινός λαλήσει σήμερα, θα με απαρνηθείς τρεις φορές». Και αφού βγήκε έξω, έκλαψε πικρά. Και οι άντρες που τον κρατούσαν σφιχτά τον ενέπαιζαν δέρνοντάς τον και, αφού του περικάλυψαν το πρόσωπο, τον επερωτούσαν, λέγοντας: «Προφήτεψε, ποιος είναι αυτός που σε χτύπησε;» Και άλλα πολλά, βλαστημώντας, έλεγαν σ’ αυτόν. Και μόλις ξημέρωσε, συνάχτηκε το πρεσβυτέριο του λαού, αρχιερείς και γραμματείς, και τον οδήγησαν στο συνέδριό τους, λέγοντας: «Αν εσύ είσαι ο Χριστός, πες το μας». Είπε τότε σ’ αυτούς: «Αν σας το πω, δε θα πιστέψετε. κι αν σας ρωτήσω, δε θα αποκριθείτε. Από τώρα όμως ο Υιός του ανθρώπου θα κάθεται συνεχώς από τα δεξιά της δύναμης του Θεού». Είπαν τότε όλοι: «Εσύ λοιπόν είσαι ο Υιός του Θεού;» Εκείνος είπε προς αυτούς: «Κι εσείς το λέτε ότι εγώ είμαι». Εκείνοι είπαν: «Τι ανάγκη μαρτυρίας έχουμε ακόμα; Γιατί εμείς οι ίδιοι το ακούσαμε από το στόμα του».
Και αφού σηκώθηκε όλο το πλήθος αυτών των συνέδρων, τον οδήγησαν στον Πιλάτο.  Άρχισαν τότε να τον κατηγορούν, λέγοντας: «Τούτον τον βρήκαμε να διαστρέφει το έθνος μας και να εμποδίζει να δίνουμε φόρους στον Καίσαρα και να λέει πως ο εαυτός του είναι Χριστός βασιλιάς». Ο Πιλάτος λοιπόν τον ρώτησε λέγοντας: «Εσύ είσαι ο βασιλιάς των Ιουδαίων;» Εκείνος του αποκρίθηκε και είπε: «Εσύ το λες». Τότε ο Πιλάτος είπε προς τους αρχιερείς και προς τους όχλους: «Κανένα αίτιο καταδίκης δε βρίσκω στον άνθρωπο τούτο». Εκείνοι επέμεναν λέγοντας: «Ξεσηκώνει το λαό διδάσκοντας σε όλη την Ιουδαία και, αφού άρχισε από τη Γαλιλαία, έφτασε ως εδώ». Ο Πιλάτος τότε, όταν το άκουσε, ρώτησε αν ο άνθρωπος είναι Γαλιλαίος και, όταν έμαθε ότι είναι από μέρος της εξουσίας του Ηρώδη, τον παράπεμψε προς τον Ηρώδη, που ήταν και αυτός στα Ιεροσόλυμα αυτές τις ημέρες. Ο Ηρώδης, λοιπόν, όταν είδε τον Ιησού, χάρηκε πολύ, γιατί ήθελε συνεχώς από αρκετά χρόνια να τον δει, επειδή άκουγε γι’ αυτόν και έλπιζε κάποιο θαυματουργικό σημείο να δει να γίνεται από αυτόν. Τον επερωτούσε λοιπόν με αρκετά λόγια, αλλά αυτός τίποτα δεν του αποκρίθηκε.  Είχαν σταθεί τότε οι αρχιερείς και οι γραμματείς και τον κατηγορούσαν έντονα. Και αφού τον εξουθένωσε και ο Ηρώδης μαζί με τα στρατεύματά του και τον ενέπαιξε, τον έντυσε με λαμπρό ένδυμα και τον ξανάστειλε στον Πιλάτο. Έγιναν τότε φίλοι ο Ηρώδης και ο Πιλάτος αυτήν την ημέρα μεταξύ τους. γιατί προϋπήρχε έχθρα του ενός προς τον άλλο. Ο Πιλάτος, λοιπόν, αφού συγκάλεσε τους αρχιερείς και τους άρχοντες και το λαό,είπε προς αυτούς: «Φέρατε προς εμένα τον άνθρωπο αυτό σαν έναν που αποπλανά το λαό, και ιδού, εγώ μπροστά σας τον ανάκρινα και δε βρήκα σ’ αυτόν τον άνθρωπο κανένα αίτιο κατηγορίας από όσα κατηγορείτε εναντίον του Αλλά ούτε κι ο Ηρώδης, γιατί τον ξανάστειλε προς εμάς, και ιδού, τίποτα άξιο θανάτου δεν έχει πράξει αυτός. Αφού τον παιδέψω, λοιπόν, θα τον απολύσω». Είχε μάλιστα υποχρέωση να τους απολύει έναν κατά την εορτή. Τότε όλο το πλήθος έκραξε δυνατά, λέγοντας: «Αφάνιζε αυτόν και απόλυσέ μας το Βαραβά» ο οποίος ήταν ριγμένος στη φυλακή για κάποια στάση που έγινε στην πόλη και για φόνο. Πάλι τότε ο Πιλάτος φώναξε προς αυτούς, επειδή ήθελε να απολύσει τον Ιησού. Εκείνοι φώναζαν δυνατά, λέγοντας: «Σταύρωνε, σταύρωνε αυτόν». Εκείνος για τρίτη φορά είπε προς αυτούς: «Γιατί, τι κακό έκανε αυτός; Κανένα αίτιο θανάτου δε βρήκα σ’ αυτόν. Αφού τον παιδέψω, λοιπόν, θα τον απολύσω».  Εκείνοι επέμεναν με φωνές μεγάλες, ζητώντας αυτός να σταυρωθεί, και υπερίσχυαν οι φωνές τους. Και έτσι ο Πιλάτος αποφάσισε να γίνει το αίτημά τους: απόλυσε, λοιπόν, αυτόν που είχε ριχτεί στη φυλακή για στάση και φόνο, τον οποίο ζητούσαν, ενώ τον Ιησού τον παράδωσε στο θέλημά τους. Και καθώς τον οδηγούσαν, έπιασαν κάποιο Σίμωνα Κυρηναίο, που ερχόταν από τον αγρό, και επέθεσαν σε αυτόν το σταυρό, για να τον φέρει πίσω από τον Ιησού. Τον ακολουθούσε μάλιστα πολύ πλήθος από το λαό και από γυναίκες που χτυπούσαν τα στήθη τους και τον θρηνούσαν. Στράφηκε τότε προς αυτές ο Ιησούς και είπε: «Θυγατέρες της Ιερουσαλήμ, μην κλαίτε για μένα. Αλλά για τους εαυτούς σας να κλαίτε και για τα παιδιά σας, γιατί ιδού, έρχονται ημέρες κατά τις οποίες θα πουν: “Μακάριες οι στείρες και οι κοιλιές που δε γέννησαν και οι μαστοί που δεν έθρεψαν”. Τότε θα αρχίσουν να λένε στα όρη: “Πέστε πάνω μας”, και στους λόφους: “Καλύψτε μας”. Γιατί αν στο υγρό ξύλο κάνουν αυτά, στο ξερό τι θα γίνει;» 
Οδηγούνταν τότε και άλλοι δύο κακούργοι μαζί του, για να θανατωθούν. Και όταν ήρθαν στον τόπο που καλείται “Κρανίο”, εκεί σταύρωσαν αυτόν και τους κακούργους, τον ένα από τα δεξιά, τον άλλο από τα αριστερά του. Και ο Ιησούς έλεγε: «Πατέρα, άφησε σ’ αυτούς, γιατί δεν ξέρουν τι κάνουν». Διαμοιμάζονται τότε τα ιμάτιά του μεταξύ τους και έριξαν κλήρους.  Και ο λαός είχε σταθεί και έβλεπε. Τον περιγελούσαν τότε και οι άρχοντες, λέγοντας: «Άλλους έσωσε, ας σώσει τον εαυτό του, αν αυτός είναι ο Χριστός, ο εκλεκτός του Θεού». Τον ενέπαιξαν τότε και οι στρατιώτες που πλησίαζαν, προσφέροντάς του ξίδι και λέγοντας: «Αν εσύ είσαι ο βασιλιάς των Ιουδαίων, σώσε τον εαυτό σου». Ήταν μάλιστα και μια επιγραφή από πάνω του: “Ο βασιλιάς των Ιουδαίων είναι αυτός”. Ένας τότε από τους κακούργους που κρεμάστηκαν τον βλαστημούσε, λέγοντας: «Δεν είσαι εσύ ο Χριστός; Σώσε τον εαυτό σου κι εμάς». Αποκρίθηκε όμως ο άλλος, επιτιμώντας αυτόν, και είπε: «Ούτε το Θεό δε φοβάσαι εσύ, αφού είσαι στην ίδια καταδίκη; Και εμείς, βέβαια, δίκαια, γιατί απολαμβάνουμε άξια αυτών που πράξαμε. Αυτός, όμως, τίποτα το άτοπο δεν έπραξε». Και έλεγε: «Ιησού, θυμήσου με, όταν έρθεις στη βασιλεία σου». Και του είπε: «Αλήθεια σου λέω, σήμερα μαζί μου θα είσαι μέσα στον Παράδεισο».  Και ήταν ήδη περίπου έξι η ώρα το απόγευμα, και έγινε σκοτάδι πάνω σε όλη τη γη ως τις εννέα η ώρα το βράδυ, γιατί χάθηκε ο ήλιος. σχίστηκε μάλιστα το καταπέτασμα του ναού στο μέσο. Και ο Ιησούς φώναξε με φωνή μεγάλη και είπε: «Πατέρα, στα χέρια σου παραθέτω το πνεύμα μου». Και αφού είπε αυτό, εξέπνευσε. Όταν είδε τότε ο εκατόνταρχος αυτό που έγινε, δόξαζε το Θεό, λέγοντας: «Πράγματι, ο άνθρωπος αυτός ήταν δίκαιος». Και όλα τα πλήθη που μαζεύτηκαν, για να δουν αυτό το θέαμα, όταν είδαν όσα έγιναν, επέστρεφαν, χτυπώντας τα στήθη. Και είχαν σταθεί όλοι οι γνωστοί του από μακριά, και οι γυναίκες που ακολουθούσαν μαζί του από τη Γαλιλαία, οι οποίες έβλεπαν αυτά. Και ιδού ένας άντρας με το όνομα Ιωσήφ, που ήταν βουλευτής και άντρας αγαθός και δίκαιος αυτός δεν είχε συγκατατεθεί στην απόφαση και στην πράξη τους που ήταν από την Αριμαθαία, πόλη των Ιουδαίων, ο οποίος πρόσμενε τη βασιλεία του Θεού. Αυτός πλησίασε τον Πιλάτο και ζήτησε το σώμα του Ιησού και, αφού το κατέβασε, το τύλιξε μέσα σ’ ένα σεντόνι και τον έθεσε σε μνήμα λαξευτό όπου κανείς ακόμα δεν ήταν τοποθετημένος. Και ήταν ημέρα παρασκευή και χάραζε το Σάββατο. Ακολούθησαν από κοντά τότε οι γυναίκες, οι οποίες είχαν έρθει από τη Γαλιλαία μαζί του, και είδαν το μνήμα και πώς τέθηκε το σώμα του. Όταν λοιπόν επέστρεψαν, ετοίμασαν αρώματα και μύρα. Και το Σάββατο, βέβαια, ησύχασαν σύμφωνα με τήν εντολή. Την πρώτη όμως ημέρα μετά το Σάββατο, ενώ ήταν όρθρος βαθύς, ήρθαν στο μνήμα, φέρνοντας όσα αρώματα ετοίμασαν. Βρήκαν τότε το λίθο κυλισμένο μακριά από το μνήμα και, αφού εισήλθαν, δε βρήκαν το σώμα του Κυρίου Ιησού. Και συνέβηκε, ενώ αυτές απορούσαν γι’ αυτό, τότε ιδού, δύο άντρες να σταθούν ξαφνικά μπροστά τους με ένδυμα που άστραφτε. Και καθώς ήταν γεμάτες φόβο και έσκυψαν τα πρόσωπά τους στη γη, είπαν προς αυτές: «Τι ζητάτε τον ζωντανό μαζί με τους νεκρούς; Δεν είναι εδώ, αλλά εγέρθηκε. Θυμηθείτε πώς σας μίλησε, ενώ ήταν ακόμα στη Γαλιλαία, λέγοντας για τον Υιό του ανθρώπου ότι πρέπει να παραδοθεί σε χέρια ανθρώπων αμαρτωλών και να σταυρωθεί και την τρίτη ημέρα να αναστηθεί». Και θυμήθηκαν τα λόγια του. Και αφού επέστρεψαν από το μνήμα, ανάγγειλαν όλα αυτά στους έντεκα και σε όλους τους υπόλοιπους. Ήταν, λοιπόν, η Μαγδαληνή Μαρία και η Ιωάννα και η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου και οι υπόλοιπες μαζί τους. Έλεγαν αυτά προς τους αποστόλους, και αυτά τα λόγια φάνηκαν μπροστά τους σαν παραλήρημα, και απιστούσαν σ’ αυτές. Τότε ο Πέτρος σηκώθηκε και έτρεξε στο μνήμα και, αφού έσκυψε κάτω, βλέπει τους επιδέσμους μόνο, και έφυγε, θαυμάζοντας μέσα του για το γεγονός. Και ιδού, δύο από αυτούς κατ’ αυτήν την ημέρα πορεύονταν σε ένα χωριό που απείχε περίπου δέκα χιλιόμετρα από την Ιερουσαλήμ, του οποίου το όνομα ήταν Εμμαούς. Και αυτοί μιλούσαν μεταξύ τους για όλα αυτά που είχαν συμβεί. Και συνέβηκε, ενώ αυτοί μιλούσαν και συζητούσαν, τότε ο ίδιος ο Ιησούς να πλησιάσει. και προχωρούσε μαζί τους. Αλλά τα μάτια τους κρατούνταν, για να μην τον αναγνωρίσουν. Είπε τότε προς αυτούς: «Ποια είναι αυτά τα λόγια που ανταλλάσσετε μεταξύ σας περπατώντας;» Και εκείνοι στάθηκαν σκυθρωποί. Αποκρίθηκε, λοιπόν, ένας με το όνομα Κλεόπας και είπε προς αυτόν: «Εσύ μόνος παροικείς στην Ιερουσαλήμ και δεν έμαθες όσα έγιναν μέσα σ’ αυτήν τις ημέρες αυτές;» Και τους είπε: «Ποια;» Εκείνοι του είπαν: «Τα σχετικά με τον Ιησού το Ναζαρηνό, ο οποίος ήταν άντρας προφήτης, δυνατός σε έργα και σε λόγια απέναντι στο Θεό και σε όλο το λαό. Και πώς τον παράδωσαν οι αρχιερείς και οι άρχοντές μας σε καταδίκη θανάτου και τον σταύρωσαν. Εμείς όμως ελπίζαμε ότι αυτός είναι εκείνος που μέλλει να λυτρώνει το λαό Ισραήλ. Αλλά, βέβαια, και μαζί με όλα αυτά, είναι η τρίτη ημέρα αυτή που περνάει αφότου έγιναν αυτά. Αλλά και κάποιες γυναίκες από εμάς μας άφησαν εκστατικούς, όταν πήγαν με τον όρθρο στο μνήμα και, επειδή δε βρήκαν το σώμα του, ήρθαν, λέγοντας πως έχουν δει και οπτασία αγγέλων, οι οποίοι λένε ότι αυτός ζει. Και πήγαν μερικοί από αυτούς που είναι μαζί μας στο μνήμα και βρήκαν τα πράγματα έτσι καθώς είπαν και οι γυναίκες, αλλά αυτόν δεν τον είδαν». Και τότε αυτός είπε προς αυτούς: «Ω, ανόητοι και αργοί στην καρδιά στο να πιστεύετε σε όλα όσα λάλησαν οι προφήτες. Δεν έτρεπε αυτά να πάθει ο Χριστός και να εισέλθει στη δόξα του;» Και αφού άρχισε από το Μωυσή και από όλους τους προφήτες, διερμήνεψε σ’ αυτούς μέσα σ’ όλες τις γραφές τα σχετικά με τον εαυτό του. Και πλησίασαν στο χωριό όπου πήγαιναν, και τότε αυτός προσποιήθηκε ότι πηγαίνει μακρύτερα. Και τον πίεσαν, παρακαλώντας τον και λέγοντας: «Μείνε μαζί μας, γιατί πλησιάζει η εσπέρα και έχει γείρει ήδη η ημέρα». Και εισήλθε για να μείνει μαζί τους. Και όταν κάθισε, για να φάει μαζί τους, αφού έλαβε τον άρτο, τον ευλόγησε και, αφού τον έκοψε με τα χέρια, τον έδινε σ’ αυτούς. Τότε διανοίχτηκαν οι οφθαλμοί τους και τον αναγνώρισαν. αλλά αυτός έγινε άφαντος από αυτούς.  Και είπαν μεταξύ τους: «Η καρδιά μας δεν έκαιγε συνεχώς μέσα μας καθώς μας μιλούσε στο δρόμο, όπως μας διάνοιγε τις Γραφές;» Και αφού σηκώθηκαν αυτήν την ώρα, επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ και βρήκαν συναθροισμένους τους έντεκα και όσους ήταν μαζί τους, που έλεγαν ότι πράγματι εγέρθηκε ο Κύριος και φανερώθηκε στο Σίμωνα. Και αυτοί διηγούνταν όσα έγιναν στο δρόμο και πώς γνωρίστηκε σ’ αυτούς με το κόψιμο του άρτου.
Πηγή: https://el.m.wikipedia.org/wiki/Κατά_Λουκάν_Ευαγγέλιον

http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Kata_Loukan_Euaggelio/Kata_Loukan_Euaggelio_kef.24.htm#H_Anastash_tou_Ihsou

http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Kata_Loukan_Euaggelio/Kata_Loukan_Euaggelio_kef.23.htm#O_entafiasmos_tou_Ihsou

http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Kata_Loukan_Euaggelio/Kata_Loukan_Euaggelio_kef.22.htm#H_prodosia_kai_h_sullhpsh_tou_Ihsou

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου