Σάββατο 27 Μαΐου 2017

Η γεωργία, η κτηνοτροφία και η διατροφή στην Βυζαντινή αυτοκρατορία

Όταν χωρίστηκε η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, τό δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας ζούσε τήν περίοδο ανάπτυξης της φεουδαρχίας. Άνοδος της φεουδαρχίας σήμαινε τήν εξασθένιση της κεντρικής εξουσίας της Ρώμης καί τήν κάμψη της επιρροής της μπροστά στήν αύξηση της ισχύος των αριστοκρατών καί των γαιοκτημόνων. Μέ τήν πάροδο του χρόνου η αριστοκρατία απέκτησε τήν αρμοδιότητα νά φορολογεί, νά διατηρεί στρατιωτική δύναμη, νά δικάζει τούς αγρότες μέ αποτέλεσμα η κεντρική εξουσία της Ρώμης νά αποκτήσει συμβολικό χαρακτήρα. Σύμφωνα μέ τήν Pervin Erbil, τό Βυζάντιο τό οποίο προέκυψε από τόν εξελληνισμό της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, από φόβο μήπως έχει τό ίδιο τέλος μέ τό δυτικό τμήμα, ακολούθησε διαφορετικό δρόμο. O δρόμος αυτός οδήγησε στήν ανάπτυξη μίας κεντρικής εξουσίας μέ έδρα τή νέα Ρώμη, ενώ ταυτόχρονα προστατεύτηκε η μικρή ιδιοκτησία. Έτσι τήν εποχή των Ισαύρων (8ος αιώνας) εκδόθηκε ο Αγροτικός Νόμος πού εξασφάλιζε τήν κοινωνική καί οικονομική ανεξαρτησία των αγροτών, καταργώντας οριστικά τό καθεστώς των δουλοπαροικιών. Οι αγρότες μικροϊδιοκτήτες έγιναν οι στυλοβάτες (Ostrogorsky) του δημόσιου ταμείου καί του στρατού, αφού κυρίως στά ανατολικά θέματα της Μικράς Ασίας πού υπέφεραν από επιδρομές, οι φύλακες των συνόρων, οι ακρίτες, ήσαν αγρότες πού υπηρετούσαν στό στρατό καί είχαν υπό τήν κατοχή τους τίς στρατιωτικές γαίες, δική τους δηλαδή γή, καί αυτοί ήξεραν ότι πολεμούσαν γιά αυτή τήν γή, καί όχι γιά τό τσιφλίκι κάποιου μεγαλογαιοκτήμονα. Δυστυχώς στό πέρασμα χιλίων ετών πού άντεξε τό Ρωμέϊκο κράτος, τά πράγματα δέν ήταν τόσο απλά καί υπήρχε μία διαρκής πάλη μεταξύ των μεγάλων γαιοκτημόνων-αριστοκρατών καί των μικροϊδιοκτητών-ακτημόνων. Έτσι υπήρξαν αυτοκράτορες πού στήριξαν τούς μεγάλους ιδιοκτήτες καί άλλοι πού στήριξαν τούς μικρούς. Σύμφωνα μέ τόν Andre Andreades τούς πρώτους αιώνες της αυτοκρατορίας η γή ήταν συγκεντρωμένη στά χέρια μεγάλων γαιοκτημόνων ενώ τήν περίοδο των εικονοκλαστών μοιράστηκε μεταξύ των γεωργών καί των χωρικών. Η μάχη γιά τήν προστασία της μικρής ιδιοκτησίας διεξήχθη μέ σθένος από τόν καιρό του Ρωμανού Λεκαπηνού μέχρι τήν εποχή του Βασιλείου Β' του Βουλγαροκτόνου. Ιδιαιτέρως η Μακεδονική Δυναστεία πολέμησε τούς γαιοκτήμονες, διότι οι στρατιωτικοί αυτοκράτορες ήξεραν ότι η δύναμη του στρατού τους πήγαζε από τούς ελέυθερους καί ευημερούντες κατόχους μικρών ιδιοκτησιών. Αυτούς χρειάζονταν γιά νά αντιμετωπίσουν τούς εχθρούς αλλά καί από αυτούς συλλέγονταν πιό εύκολα οι φόροι καί οι εισφορές. Ο Βασίλειος Β' ο Μακεδών, ενώ ο ίδιος ντύνονταν μέ ένα απλό στρατιωτικό χιτώνα, καί ζούσε λιτά καί απέριττα, όταν πέθανε άφησε τά ταμεία του κράτους γεμάτα. Ο ίδιος πολέμησε καί συνέτριψε τούς αριστοκράτες πού εποφθαλμιούσαν τήν κεντρική διοίκηση, τούς φορολόγησε αλύπητα καί μοίρασε γαίες σέ ακτήμονες καί φτωχούς. Οι ανίκανοι όμως διάδοχοί του υπέκυψαν στούς "Δυνατούς", φορολόγησαν τούς μικροϊδιοκτήτες, καί η εξουσία συγκεντρώθηκε σέ μεγάλο βαθμό στήν πολιτική αριστοκρατία, καί ήταν αυτή πού μέ εκφραστές της τόν Ψελλό καί τόν Ιωάννη Δούκα δολοφόνησε τόν Ρωμανό Δ' τόν Διογένη ανοίγοντας έτσι τίς πύλες της Μικράς Ασίας στούς Σελτζούκους. Ομοίως καί οι Κομνηνοί δέν αντιμετώπισαν επιτυχώς τούς γαιοκτήμονες καί αντικατέστησαν τό σύστημα των "στρατιωτικών γαιών" μέ τό ημιφεουδαρχικό σύστημα των "προνοιών". Τέλος μία άλλη μάστιγα των φτωχών αγροτών ήταν τά μοναστήρια, τά οποία κάθε άλλο παρά μέ τήν "Βασιλεία των Ουρανών" ασχολούνταν. Είχαν συγκεντρώσει απίστευτα μεγάλα πλούτη, μεγάλα αγροκτήματα καί ήταν συνυπεύθυνα γιά τήν δυστυχία των ακτημόνων καί των φτωχών. Σέ γενικές γραμμές η αγροτική παραγωγή είχε μεγάλη ανάπτυξη καί από τόν 8ο μέχρι τόν 12ο αιώνα ήταν σέ μία κατάσταση εκπληκτικής ευημερίας, καθώς όχι μόνο επαρκούσε γιά τίς ανάγκες της αυτοκρατορίας, αλλά εξάγονταν τεράστιες ποσότητες αγροτικών προϊόντων τόσο πρός τήν Δύση όσο καί πρός τήν Ανατολή. Tο σιτάρι και γενικά τα δημητριακά, το λάδι, το κρασί, τα φρούτα, το αλάτι, κτηνοτροφικά και αλιευτικά προϊόντα, τό μέλι, τό βαμβάκι, τό μετάξι αποτελούσαν κύριες πηγές εσόδων γιά τούς αγρότες. Τά οπωροφόρα, οι ελιές, τά αμπέλια καί οι μουριές (τό όνομα των οποίων δόθηκε στήν Πελοπόννησο, Μωρέας) αφθονούσαν στήν Βυζαντινή επικράτεια. Σημαντικές πηγές σχετικά μ' αυτήν αποτελούν τά κείμενα του Ιωάννη Κίνναμου καί των δυτικών παρατηρητών πού έλαβαν μέρος στίς σταυροφορίες του 12ου αιώνα, όπως ο William of Tyre και ο συγγραφέας του "Gesta Francorum". Γνωρίζουμε επίσης ότι η Ιταλία προμηθεύονταν τα σιτηρά της, τό κρασί καί τό κρέας από τό Ελληνικό κράτος. Συγκρίνουμε τώρα τήν τεράστια διαφορά στήν αγροτική παραγωγή εκείνων των χρόνων μέ τήν σημερινή περίοδο. Εκείνα τά χρόνια ο Μεσαιωνικός Έλληνας (Ρωμηός) τροφοδοτούσε Δύση καί Ανατολή μέ αγροτικά προϊόντα, ενώ ο σύγχρονος Έλληνας εισάγει πληθώρα τέτοιων προϊόντων γιά νά καλύψει τίς ανάγκες του πολύ μικρότερου σέ έκταση κράτους του.
Ή οικονομία στο Βυζάντιο είναι ένα πολύ καλό παράδειγμα ελεύθερης οικονομίας με κρατικό παρεμβατισμό. Οι Βυζαντινοί το πέτυχαν αυτό και για μεγάλο χρονικό διάστημα η οικονομία τους αναπτύχθηκε αργά και ισορροπημένα, χωρίς να υποστούν τις άγριες μεταπτώσεις που παρουσιάστηκαν στη Δύση με τις επώδυνες κοινωνικές ανακατατάξεις του 11ου αιώνα, όταν ολόκληρες ομάδες δεν κατόρθωσαν να επιβιώσουν. Στην οικονομική ιστορία το Βυζάντιο είναι ένα επιτυχημένο παράδειγμα ανάπτυξης. Ενα από τα πιο πετυχημένα και μακρόβια κράτη στην Ιστορία της Ευρώπης δεν μπορεί παρά να βασιζόταν, μεταξύ άλλων, σε μιά ισχυρή οικονομία και μια συνετή δημοσιονομική πολιτική. Η οικονομία του Βυζαντίου αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο του βυζαντινού οικοδομήματος και βασικό παράγοντα διαιώνισης του. Η βυζαντινή οικονομία στηριζόταν σε μια καλώς oργανωμένη και ελεγχόμενη  γεωργία που ανήκε στον αυτοκράτορα,τους μεγάλους Στρατιωτικούς και τον κλήρο από πλευράς ιδιοκτησίας της γης και καλλιεργoύνταν από μικροκαλλιεργητές, εξαρτημένους αγρότες  και δούλους. Το μεγάλο όπλο της βυζαντινής οικονομίας ήταν το διεθνές εμπόριο.Το Βυζάντιο γεωοικονομικά ευρισκόμενο σε ένα μοναδικό διεθνές εμπορικό σταυροδρόμι της μεσαιωνικής εποχής, αξιοποίησε τη θέση του και οικοδόμησε ισχυρότατο διεθνές ναυτιλιακό και χερσαίο εμπόριο. Οι φόροι των διεθνών και εσωτερικών εμπορικών συναλλαγών πλούτιζαν τα κρατικά ταμεία τα οποία έτσι μπορούσαν να στηρίξουν τον μισθοφορικό στρατό,την γραφειοκρατία και τις κρατικές επενδύσεις. Επι πλέον υπήρχε και ο φόρος επι της γης και της αγροτικής παραγωγής, συν το φόρο επιτηδευμάτων. Το ελληνικό στοιχείο συμμετείχε ενεργά και δυναμικά στο βυζαντινό εμπόριο και ιδιαίτερα στην εμποροναυτιλία.`Όμως υπήρχαν και ικανοί ανταγωνιστές: οι Αρμένιοι, οι  Εβραίοι, οι Βενετοί και Γενοβέζοι, οι Σύριοι, οι Καππαδόκες οι οποίοι ήλεγχαν το τραπεζικό σύστημα. Στο Βυζάντιο συναντούμε όλες τίς όψεις της οικονομικής ζωής πού θά μπορούσε νά διανοηθεί κάποιος. Ο πρωτογενής τομέας (γεωργία, κτηνοτροφία, αλιεία ακόμη καί  τά ορυχεία),  μεταποίηση (μεταλλουργία. υφαντουργία, κλπ.),  το εμπόριο, η ναυτιλία, η νομισματική κυκλοφορία, ο ρόλος του κράτους στήν οικονομία, οι μισθοί καί οι τιμές, οι διεθνείς οικονομικές σχέσεις καθώς επίσης και η  οικονομική ιδεολογία αυτού του κράτους, η οποία διέφερε ριζικά από την καπιταλιστική ιδεολογία της νεώτερης εποχής. Οι τιμές παρέμειναν σταθερές στο Βυζάντιο, μέχρι τά τέλη του 11ου αιώνα, ενώ η ανεργία είναι μια λέξη που εμφανίστηκε μετά τήν εξάπλωση του καπιταλιστικού συστήματος ήταν ανύπαρκτη. Το κράτος διατηρούσε το δικαίωμα να παρεμβαίνει κατά περίπτωση για νά διορθώνει τις κοινωνικές αδικίες τις οποίες προκαλεί η ελεύθερη διαμόρφωση των τιμών. Η παρέμβαση έπαιρνε τη μορφή ρύθμισης του ποσοστού κέρδους. Οι έμποροι και οι μαγαζάτορες δικαιούνταν ένα "δίκαιο" ποσοστό κέρδους, αλλά για νά αυξήσουν το συνολικό κέρδος τους θα έπρεπε να πουλήσουν περισσότερα εμπορεύματα και όχι να αυξήσουν την τιμή, εκμεταλλευόμενοι πρόσκαιρες διακυμάνσεις της ζήτησης και της προσφοράς. Αντίστοιχες κρατικές παρεμβάσεις παρατηρούνται στο ζήτημα της μεγάλης ιδιοκτησίας, όπου η παρέμβαση αποσκοπεί στο να αποτρέψει την υπερβολική συσσώρευση πλούτου και την καταπίεση των οικονομικά ασθενέστερων. Αυτή ήταν μια ακόμη διαφορά του βυζαντινού κράτους από τα δυτικά μεσαιωνικά κράτη. Στη Δύση, λόγω της ανυπαρξίας ισχυρής κεντρικής εξουσίας, η αποκέντρωση επέτρεπε στους τοπικούς φεουδάρχες να επεκτείνονται ανεμπόδιστα σέ βάρος των μικρών ιδιοκτητών. Η εξασθένηση του βυζαντινού κράτους μετά τον 11ο αιώνα φαίνεται ότι οφείλεται, μεταξύ άλλων, στήν επικράτηση ισχυρών αποκεντρωτικών τάσεων και φεουδαρχικών προτύπων. Στο Βυζάντιο διατηρήθηκε η επιρροή μιάς αριστοτελικής προσέγγισης σχετικά με την υπολανθάνουσα τριβή ανάμεσα στην ελευθερία των συναλλαγών και στην επιδίωξη της κοινωνικής δικαιοσύνης. Ή ελεύθερη συναλλαγή ανάμεσα στον ισχυρό και στον αδύναμο δεν οδηγεί σε δίκαιο αποτέλεσμα. «Ανεργία δεν υπήρχε. Οι εργάτες δεν ήταν δυνατόν να απολυθούν παρά με πολύ μεγάλες δυσκολίες». «Το σιτάρι το 960 είχε την ίδια τιμή που είχε και το 1014 (1, 85 χρυσά φράγκα ο μόδιος), όλα όμως τα άλλα είδη ήταν πέντε ή έξι φορές φθηνότερα. Ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Α΄ Λογοθετης προσπάθησε να κρατήσει χαμηλά τις τιμές, περιορίζοντας την ποσότητα του νομίσματος που κυκλοφορούσε». «Από τον Κωνσταντίνο Α΄ τον Μέγα ως τον Νικηφόρο Βοτανειάτη, περισσότερο από έξι αιώνες, το νόμισμα διατήρησε αμείωτη την αξία του». «Το σύστημα αυτό διατηρήθηκε όσον καιρό υπήρχε η Αυτοκρατορία. Εξασφάλιζε τα συμφέροντα των καταναλωτών και άφηνε και ένα σχετικό κέρδος στους εμπόρους, χωρίς ωστόσο να τους επιτρέπει ποτέ να κάνουν περιουσία, κι αυτό δεν ήταν ενθαρρυντικό για τις επιχειρήσεις». Οσους αιώνες η Ρωμανία(Βυζαντιο) ήταν ισχυρή, αυτό το όφειλε στους ελεύθερους γεωργούς, οι οποίοι αποτελούσαν το μεγαλύτερο μέρος του στρατού της. Οι νομοθεσίες των Ισαύρων και των Μακεδόνων Αυτοκρατόρων, απέτρεπαν τη συσσώρευση γης από τους Δυνατούς, έδιναν φορολογικές ελαφρύνσεις στους ελεύθερους γεωργούς. Είναι αλήθεια ότι προς το τέλος (πριν το 1204) υπήρξε εμφάνιση του φεουδαλισμού και στη Ρωμανία. Αλλά αυτό έγινε κυρίως υπό την επίδραση της Δύσης και του κυρίαρχου σ’ αυτήν τότε οικονομικού μοντέλου. Ως και την εποχή της απελευθέρωσης της Πόλης (1261) η αυτοκρατορική δυναστεία του Λάσκαρη ευνοούσε τους μικροκαλλιεργητές.
Τα θέματα ήταν αρχικά στρατιωτικές μονάδες, μετακινούμενες ανά την επικράτεια. Όταν οι μονάδες αυτές απέκτησαν μόνιμη εγκατάσταση, θέματα ονομάστηκαν οι περιοχές εγκατάστασής τους, οι οποίες εξελίχθηκαν σε διοικητικές περιφέρειες. Την ανώτατη πολιτική εξουσία του θέματος ασκούσε ο στρατηγός. Στα θέματα υπηρετούσαν ελεύθεροι αγρότες Χριστιανοί ορθόδοξοι στους οποίους το κράτος παραχωρούσε στρατιωτικά κτήματα (στρατιωτόπια, ή στρατοτόπια). Το κτήμα και η υποχρέωση για στρατιωτική υπηρεσία μεταβιβαζόταν από τον πατέρα στον πρωτότοκο γιο. Με τα έσοδά τους εξ αυτών οι στρατιώτες - αγρότες συντηρούσαν τις οικογένειες τους, αγόραζαν οπλισμό και κάλυπταν τα έξοδα των εκστρατειών. Έτσι οι διοικητικές περιφέρειες των Θεμάτων ήταν ταυτόχρονα και οι στρατιωτικές περιφέρειες της Αυτοκρατορίας. Τα θέματα βοήθησαν και στην επικράτηση της μικρομεσαίας αγροτικής τάξης στο Βυζάντιο. Ο θεματικός στρατός αποτελούσε τον κύριο στρατό της Αυτοκρατορίας, ένα είδος εθνικού στρατού στον οποίο στρατολογούνταν μόνο κάτοικοι χριστιανοί ορθόδοξοι, αποκλειομένων των αιρετικών, Εβραίων κ.λπ., σε αντίθεση προς τις υπό της κυβέρνησης της Κωνσταντινούπολης στρατολογούμενες μονάδες που καλούνταν Τάγματα και που περιελάμβαναν και ξένους και αιρετικούς, ακόμα και μη Χριστιανούς. Ο Θεματικός στρατός φάνηκε εξαιρετικά αποτελεσματικός στην απόκρουση των αραβικών επιθέσεων. Καθένα από τα θέματα διοικείτο από τον Στρατηγό ο οποίος είχε πολιτική και στρατιωτική εξουσία, εξ ου και οι παράλληλες ονομασίες των θεμάτων σε: Στρατηγάτα (κατ΄ έκταση) και Στρατηγίδες (κατά διοίκηση). Στον στρατηγό υπάγονταν οι κλεισουράρχες, οι τουρμάρχες (στρατιωτικοί) και οι πρωτονοτάριος ή κριτής (που έφεραν δικαστική εξουσία και οικονομική διαχείριση).
Αν εξαιρέσουμε κάποιες πόλεις, με κυρίαρχη την Κωνσταντινούπολη, όπου αναπτύχθηκαν και άλλου είδους οικονομικές δραστηριότητες αστικού χαρακτήρα, η βυζαντινή κοινωνία παρέμεινε στη βάση της αγροτική. Σημαντική πηγή για το δίκαιο, που αντανακλά με ιδιαίτερα χαρακτηριστικό τρόπο την εσωτερική ζωή των βυζαντινών χωριών κατά τη Μέση Βυζαντινή περίοδο (7ος-τέλη 12ου αιώνα), αποτελεί ο "Γεωργικός Νόμος". Λόγω της σπουδαιότητάς του ο "Γεωργικός Νόμος" προκάλεσε από νωρίς το ενδιαφέρον των ερευνητών και αποτελεί ένα από τα πιο πολυσυζητημένα κείμενα που σχετίζονται με την εσωτερική ιστορία του Βυζαντίου.
Πρόκειται για ιδιωτική συλλογή, που ανανεωνόταν συνεχώς, και αναφέρεται σε συγκεκριμένες περιπτώσεις σχετικές με την αγροτική ιδιοκτησία στα πλαίσια της βυζαντινής αγροτικής "κοινότητας". Όπως φαίνεται από τις διατάξεις του "Νόμου", οι γεωργοί ήταν οργανωμένοι σε "κοινότητες" και συλλογικά υπεύθυνοι για την καταβολή του ομαδικού φόρου που είχε οριστεί για την "κοινότητα", ενώ υποχρεούνταν να καταβάλουν και τα ποσά που αντιστοιχούσαν σε μέλη που χρωστούσαν. Όσο για το χρόνο συγγραφής του, καθώς στο ίδιο το κείμενο δεν αναφέρεται συγκεκριμένη χρονολογία, κυμαίνεται μεταξύ του δεύτερου μισού του 6ου αιώνα και των μέσων του 14ου. Από νωρίς αναγνωρίστηκε ως σπουδαίο νομικό εγχειρίδιο και άσκησε μεγάλη επίδραση στο δίκαιο των σλαβικών κυρίως χωρών και ιδιαίτερα στη Σερβία, τη Βουλγαρία, τη Ρωσία και τη Ρουμανία.
Ο θεσμός της Πρόνοιας ήταν πολιτική που εφαρμόστηκε από τους Κομνηνούς (από 11ο αιώνα) και χαρακτηρίστηκε ως αριστοκρατικός πατριωτισμός. Αφορούσε την παραχώρηση, (αργότερα ισόβια) αγροκτημάτων και φορολογικών εσόδων καθώς και εκχώρηση εσόδων και γαιών στους ευγενείς με αντάλλαγμα την παροχή στρατιωτικών υπηρεσιών. Οι ευγενείς αποδέκτες των προνομίων αυτού του θεσμού ονομάζονταν προνοιάριοι ή στρατιώτες και έγιναν η άρχουσα ταξη. Οι ευγενείς έγιναν η άρχουσα τάξη και οι απλοί αγρότες βυθίστηκαν στην αθλιότητα. Eνας θεσμός που απέκτησε σταδιακά στρατιωτικό χαρακτήρα και είχε σχέση με την αποζημίωση των στρατιωτών και τη στρατολόγησή τους υπήρξε η πρόνοια ή οικονομία. Θεσμοθετήθηκε τις πρώτες δεκαετίες του 11ου αιώνα και συνίστατο στην εκχώρηση προσόδων, που ανήκαν στον ιδιοκτήτη-κράτος, φόρων κρατικών γαιών, καθώς και εξαρτημένων καλλιεργητών και των υποχρεώσεών τους σε διάφορα πρόσωπα έναντι παροχής ορισμένων υπηρεσιών στο κράτος. Aνεξάρτητα αν ο θεσμός της προνοίας θεσμοθετήθηκε από τον 11ο αιώνα, καθαρά στρατιωτικό χαρακτήρα πήρε από τα χρόνια της βασιλείας του Aλεξίου A' Kομνηνού, για να γενικευθεί και να χρησιμοποιηθεί ως μέσο στρατολογίας από το Mανουήλ A' (1143-1180). Bασικός λόγος της εφαρμογής του ήταν η έλλειψη χρημάτων στο κεντρικό ταμείο για την αντιμετώπιση των στρατιωτικών δαπανών. O Aλέξιος, κατέφυγε στην παραχώρηση ενός μέρους των φορολογικών εισοδημάτων, συνδυάζοντάς τα με την παραχώρηση της ίδιας της πηγής τους, της γης, για να συμπληρώσει μισθούς ή για να ανταμείψει μία μερίδα του στρατού, τους ανώτερους αξιωματικούς. Oι αποδέκτες της πρόνοιας, οι προνοιάριοι, είναι στην πλειονότητά τους στρατιώτες το 12ο αιώνα και παρέχουν τη στρατιωτική υπηρεσία τους στο κράτος ως αντάλλαγμα για τα δικαιώματα που αποκτούν με την παραχώρηση της πρόνοιας. H βυζαντινή πρόνοια θυμίζει το δυτικοευρωπαϊκό φέουδο και ανταποκρίνεται στη φεουδαρχική αντίληψη μίας ιδιοκτησίας υπό όρους ή υπό αίρεση, από την οποία πηγάζουν σχέσεις υποταγής. Γη, γαιοπρόσοδος, φόροι και πάροικοι περνούν στη νομή, όχι στην κυριότητα, του προνοιαρίου μέχρι το θάνατό του, χωρίς κληρονομική ισχύ. H πρόνοια θα γίνει κληρονομική πολύ αργότερα, μετά τα μέσα του 13ου αιώνα. Tο κράτος πάντα διατηρούσε την ψιλή κυριότητα της πρόνοιας που παραχωρούσε, διατηρούσε, το δικαίωμα να αποσύρει την πρόνοια από τον προνοιάριο ή να την παραχωρήσει σε άλλον, σπάνια. O προνοιάριος ήταν ένας μεγάλος γαιοκτήμονας, απόλυτος κύριος των παροίκων που του παραχωρούνταν και οι οποίοι θα πλήρωναν σε αυτόν στο εξής το φόρο και τη γαιοπρόσοδο που πλήρωναν προηγουμένως στο κράτος. Oι στρατιώτες-προνοιάριοι του 12ου αιώνα δεν έχουν τίποτε κοινό με τους Bυζαντινούς στρατιώτες της μέσης εποχής. Oι περισσότεροι προνοιάριοι είναι κάτοχοι τόσων μεγάλων ιδιοκτησιών γης, ώστε οι στρατιωτικές τους υποχρεώσεις διατάσσουν να παρουσιάζονται στο στρατόπεδο με ένοπλη ακολουθία από τα κτήματά τους. Ο όρος "στρατιώτης" της εποχής των Kομνηνών αντιστοιχεί με τη δυτικοευρωπαϊκή απόδοση στα Λατινικά του ιππότη: miles. Aπό το Nικήτα Xωνιάτη παίρνουμε πληροφορίες για το πώς έχει διαμορφωθεί ο θεσμός της πρόνοιας επί Mανουήλ Kομνηνού: αναφέρει ότι ως την εποχή του Mανουήλ οι στρατιώτες λάμβαναν αποδοχές σε χρήμα (μισθό), ενώ με μεταρρυθμίσεις τη συγκεκριμένη περίοδο καθιερώθηκε ότι τα ποσά που προορίζονταν για το μισθό των στρατιωτών θα παρέμεναν πλέον στο δημόσιο ταμείο. O μισθός των στρατιωτών αντικαθίσταται με δωρεές παροίκων, "ταις λεγομέναις των παροίκων δωρεαίς". O Xωνιάτης επιχειρηματολογεί καταφερόμενος του θεσμού της πρόνοιας υπογραμμίζοντας τα αρνητικά αποτελέσματά του στο ηθικό και στην πολεμική αξία του στρατού, καθώς και τις επιπτώσεις του στις αγροτικές σχέσεις. Kάνει λόγο για αχόρταγους και ασύδοτους προνοιάριους, οι οποίοι φέρονται με τον πιο σκληρό και απάνθρωπο τρόπο στους παροίκους, αφού πρώτο μέλημά τους καθίστατο η είσπραξη φόρου. Τονίζει ότι η στρατολογία παλαιότερα γινόταν ύστερα από αυστηρό έλεγχο, με κύριο γνώμονα, την στρατιωτική ικανότητα του υποψηφίου, ενώ με το σύστημα του Mανουήλ οι παραπάνω εκχωρήσεις γίνονται χωρίς έλεγχο. Kαταλήγει, υποστηρίζοντας πως τέτοιου είδους πρακτικές δεν ήταν άγνωστες στο βυζαντινό λαό, αλλά η εφαρμογή τους ήταν σε σπάνιες περιπτώσεις, προς ανταμοιβή όσων είχαν επιδείξει ανδραγαθία στο πεδίο της μάχης εναντίον των εχθρών της αυτοκρατορίας.
Η οικογένεια της βυζαντινής περιόδου, όταν καθόταν για φαγητό γύρω από το στρωμένο με το μενσάλι τραπέζι, είχε μπροστά της διάφορα σκεύη για τις τροφές και τα ποτά. Γύρω γύρω, στα πόδια των συνδαιτημόνων, ακουμπούσε το μανδήλι, ένα ενιαίο και μακρύ ύφασμα που χρησίμευε για το σκούπισμα των χεριών. Στη διατροφή των Βυζαντινών βασικό ρόλο είχαν το ψωμί, τα λαχανικά, τα όσπρια και τα δημητριακά, που τα μαγείρευαν με διάφορους τρόπους. Ο πιο συνηθισμένος τρόπος μαγειρείας ήταν το βράσιμο, όπως ειρωνικά μας αφήνει να καταλάβουμε και η βυζαντινή παροιμία "αργώ μαγείρω πάντα έκζεστα", δηλαδή "ο τεμπέλης μάγειρας όλα τα μαγειρεύει βραστά". Οι Βυζαντινοί έτρωγαν επίσης πουλερικά, που υπήρχαν σχεδόν σε κάθε σπίτι, καθώς και αυγά, με τα οποία έφτιαχναν τα περίφημα σφουγγάτα, τις γνωστές μας ομελέττες, που αναφέρονται και από τον Θεόδωρο Πρόδρομο. Από το γάλα έφτιαχναν τυριά όπως το ανθότυρο, το βλάχικο και το κεφαλίτζιν. Κρέας εξασφάλιζαν και με το κυνήγι, αγαπημένη απασχόληση των ανδρών που τους παρείχε συνάμα ευκαιρίες για προσωπική διάκριση. Κυνηγούσαν με σκυλιά και γεράκια. Δεν περιφρονούσαν όμως και άλλες μεθόδους όπως τις παγίδες, τα δίχτυα και τις ιξόβεργες. Τα μεγαλύτερα ζώα αποτελούσαν ακριβότερη και λιγότερο διαδεδομένη τροφή. Τα χοιροσφάγια, που γίνονταν κάθε χειμώνα, προμήθευαν την οικογένεια με τα λουκάνικα, τα παστά και το μαγειρικό λίπος όλης της χρονιάς. Το αρνί ήταν προσιτό μόνο στα πιο ευκατάστατα νοικοκυριά. Σπανιότερα έτρωγαν οι Βυζαντινοί τα βοοειδή, μια και τα χρησιμοποιούσαν κυρίως για την καλλιέργεια των χωραφιών. Αγαπούσαν επίσης τα κάθε λογής ψάρια, φρέσκα ή παστά, και τα θαλασσινά. Τα διάφορα κρασιά, για τα οποία φημιζόταν η Μακεδονία, καθώς και τα φρούτα, συνόδευαν τα τραπεζώματά τους μαζί με μελωμένα και σιροπιαστά γλυκά. Τα γεύματα μπορούσαν να είναι απλά αλλά και εξαιρετικά πολύπλοκα και πλούσια, ανάλογα με την οικονομική κατάσταση κάθε οικογένειας. Εξάλλου, όπως και οι ίδιοι έλεγαν, καταλαβαίνει κανείς "από του γεύματος τον πίθον".
Oι γραπτές πηγές δίνουν πολλές πληροφορίες για τη διατροφή των Βυζαντινών. Βασική επιδίωξη ήταν η αυτάρκεια του νοικοκυριού και γι' αυτό κάθε οικογένεια καλλιεργούσε τα βασικά λαχανικά και εξέθρεψε κάποια ζώα (κυρίως πουλερικά). Βέβαια αυτό ήταν δύσκολο να ισχύει στις μεγάλες πόλεις και ιδιαίτερα στην Κωνσταντινούπολη, που την περίοδο της ακμής της έφτανε τους 500.000 κατοίκους. Για αυτές τις περιπτώσεις, επενέβαινε η κρατική μέριμνα, κυρίως μέσω του έπαρχου της πόλης. Τα κύρια γεύματα των Βυζαντινών ήταν το πρόγ(ε)υμα ή πρόφαγον, το άριστον ή μεσημβρινόν (γεύμα), καθώς και ο δείπνος. Έτρωγαν χρησιμοποιώντας κυρίως τα χέρια, αφού το πιρούνι ήταν άγνωστο μέχρι το 10ο αιώνα και η χρήση του σπάνια στους επόμενους αιώνες. Χρησιμοποιούσαν επίσης κοχλιάρια ή κουτάλια και μαχαίρια. Πριν και μετά το φαγητό έπλεναν τα χέρια τους, χρησιμοποιώντας το χέρνιβ(ι)ον (πήλινο ή μεταλλικό αγγείο). Τα κυριότερα είδη διατροφής ήταν το ψωμί, το λάδι, οι ελιές και το τυρί. Η ποιότητα του ψωμιού παρουσίαζε ποικιλία και ήταν ανάλογη με τις οικονομικές δυνατότητες του καταναλωτή. Έτσι καλύτερος και ακριβότερος άρτος ήταν ο καθαρός άρτος ή ο σεμίδαλις. Η φθηνότερη και πιο διαδεδομένη τροφή για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού ήταν τα λαχανικά και τα όσπρια. Με δεδομένες δε τις μεγάλες περιόδους νηστείας που προβλέπει η Εκκλησία, και τις οποίες φαίνεται ότι τηρούσαν με αρκετή ευλάβεια οι Βυζαντινοί, οι τροφές αυτές καταναλώνονταν για μακρύ χρονικό διάστημα από το σύνολο του πληθυσμού. Τα πιο συνηθισμένα όσπρια ήταν το «φασούλιν», τα «κουκκία», η φακή, τα «λουπινάρια» και τα «ερεβίνθια». Μεγάλη κατανάλωση φαίνεται να είχαν τα άγρια χόρτα και οι βολβοί. Το μαγείρεμα των λαχανικών είχε μεγάλη ποικιλία, τα έφτιαχναν, μάλιστα και τουρσί, για να μπορούν να τα καταναλώνουν και κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Τα αβγά κότας ήταν ένα συνηθισμένο τρόφιμο στο Βυζάντιο. Τρώγονταν βραστά, ψητά, τηγανητά ή και «ροφητά» (ωμά). Τα φρούτα και οι ξηροί καρποί αποτελούσαν το επιδόρπιο των Βυζαντινών. Φρούτα, όπως τα σύκα και τα σταφύλια τα αποξέραιναν και μαζί με κάστανα αμύγδαλα φιστίκια και κουκουνάρια τα έτρωγαν τους χειμερινούς μήνες. Το τυρί οι Βυζαντινοί το έφτιαχναν από γάλα πρόβειο, κατσικίσιο, αγελαδινό, αλλά και βουβαλίσιο. Από το γάλα έφτιαχναν ακόμη «οξύγαλον» (γιαούρτι) και βούτυρο. Ο ελαιόκαρπος υπήρξε, στα βυζαντινά χρόνια, ένα πολύ διαδεδομένο, πρόχειρο και νηστίμο προϊόν. Τα ψάρια οι Βυζαντινοί τα έτρωγαν «εκζεστά» (βραστά), «οφτά» (ψητά) ή «τηγάνου» (τηγανητά).  Στο βυζαντινό τραπέζι σερβίρονταν ακόμα και θαλασσινοί μεζέδες, τα λεγόμενα «αγνά» (καλαμάρια, χταπόδια, γαρίδες, χτένια, πεταλίδες, μύδια, στρείδια, αχινοί κ.λπ.). Στις μεγάλες πόλεις και γενικότερα όπου δεν υπήρχε άμεση δυνατότητα αλιείας, τα μεγάλα και ακριβά ψάρια (κεφάλα, συναγρίδες, μπαρμπούνια, λαβράκια, λυθρίνια, καλκάνια) ήταν προνόμιο των λίγων, ενώ οι υπόλοιποι περιορίζονταν στα μικρά ψάρια (σαρδέλες, παλαμίδες, σκουμπριά, τσίρους) και κυρίως στα παστά. Τα ζώα της οικογένειας εκτρέφονταν κυρίως για τα γαλακτοκομικά προϊόντα και τα αβγά. Η κατανάλωση κρέατος, ακόμη και του παστού, ήταν μια σπάνια πολυτέλεια για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού. Αντίθετα, στα τραπέζια των πλουσίων έβρισκαν συχνότερα τη θέση τους αρνιά, κατσίκια, κότες, πουλερικά, καθώς και κυνήγια. Σε ιδιαίτερη εκτίμηση είχαν τα χοιρινά κρέατα. Οι Βυζαντινοί αγαπούσαν, επίσης, το κρασί κι είχαν μία μεγάλη ποικιλία. Το κάθε κρασί αναφερόταν με το όνομα της περιοχής απ΄ όπου προερχόταν. Αναμείγνυαν παλαιό κρασί με μέλι και πιπέρι κι έφτιαχναν το «κονδίτον». Άλλα αλκοολούχα ποτά ήταν ο «μηλίτης», ο «μυρτίτης», ο «απίτης», ο «φοινικίτης» κ.λπ.Γνώριζαν την μπίρα, αλλά έφτιαχναν και μία σειρά άλλα ποτά μη αλκοολούχα, όπως από εκχύλισμα αμυγδάλων, μελίγαλα, ροδόμελι κ.λπ.
Πηγή: http://vizantinaistorika.blogspot.gr/2014/07/blog-post_26.html
http://www.militaryhistory.gr/articles/view/118/2
http://www.agiasofia.com/greek/greek8.html
http://www.imma.edu.gr/macher/hm/hm_main.php?el/D2.7.html
http://fablesandrealitydsa11c.weebly.com/betaupsilonzetaalphanutauiotanu940-gammaepsilon973mualphataualpha.html
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Θέμα_(Βυζάντιο)

https://el.m.wikipedia.org/wiki/Πρόνοια_(Βυζάντιο)

http://www.ime.gr/chronos/09/gr/p/610/main/p4g.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου