Δευτέρα 30 Οκτωβρίου 2017

Η Αραβία πρίν το Ισλάµ (Μέρος Β') : Ο πολιτισμός των Σαββαιων της Ευδαίμονος Αραβίας, των Ναβαταίων, των Γασσανιδων και η εμφάνιση του Ισλάµ

Στην Υεμένη απολιθώματα ερπετού δείχνουν ζωή 165 εκατομμυρίων ετών, ενώ οι πρώτοι κάτοικοι έφτασαν εδώ 40.000 χρόνια πριν. Ο γιος του Νώε, ο Σημ, μετά τον Κατακλυσμό, σε υψόμετρο 2.200 μέτρα, ίδρυσε την πρωτεύουσα Σανά. Γι αυτό και επονομάζεται «η πόλη του Σημ». Είναι το «μαργαριτάρι» της Αραβίας και για την UNESCO η «πολιτισμική κληρονομιά της ανθρωπότητας». Η Βίβλος και το Κοράνι μιλάνε για μια χώρα ονειρεμένη, το βασίλειο της βασίλισσας του Σαβά, των Κατσαμπάν, Χιμιάρ και Χαντραμούτ.  Τον 1ο αι. π.Χ. ένας Έλληνας την ονόμασε «Ευδαίμονα Αραβία», όταν αντίκρισε τις πράσινες κοιλάδες της και το φυσικό της πλούτο. Ή Σανά, η πρωτεύουσα της χώρας είναι από τα μεγαλύτερα ανοιχτά μουσεία του κόσμου. Η πόλη κάποτε ήταν περιτριγυρισμένη με τείχη και πύργους. Χτισμένα προς τα τέλη του 2ου αι. μ.Χ. κάποια από αυτά στέκουν ακόμη. Μύρρα και λιβάνι προέρχονται από το ρετσίνι των δέντρων Commiphora και Boswellia genera, τα οποία φύονται μόνο στη νότια ακτή της Αραβικής χερσονήσου και στη βόρεια ακτή της Σομαλίας. Η σημαντικότητα των αρωματικών αυτών οφειλόταν στη χρησιμοποίησή τους από Αιγύπτιους, Έλληνες και Ρωμαίους για τελετουργικούς σκοπούς, λόγω της ευχάριστης μυρωδιάς που αναδύουν κατά την καύση τους. Η αρχαιότερη γραπτή μαρτυρία χρησιμοποίησης μύρρας από τους Αιγύπτιους για τις ταριχεύσεις σε βασιλικές μούμιες ανέρχεται στον 15ο αι. π.Χ. Καραβάνια με καμήλες ξεκινούσαν από την πόλη στη νότια ακτή της Υεμένης, διέσχιζαν την Υεμένη και τη χερσόνησο της Αραβίας για να καταλήξουν στη Γάζα της Αιγύπτου από όπου άρχιζε η διανομή στις χώρες γύρω από τη Μεσόγειο. Παράλληλα υπήρχε και ο θαλάσσιος τρόπος μεταφοράς, όπου μέσω του λιμανιού Άντεν στη νότια Υεμένη και της Ερυθράς Θάλασσας τα φορτία κατέληγαν στις ακτές της Μεσογείου. Τα τεράστια καραβάνια με τις εκατοντάδες καμήλες μεταφέρανε επίσης χρυσό και πολύτιμους λίθους που έφθαναν από την Ινδία στο λιμάνι της Κάνα. Ο δρόμος των καραβανιών άρχισε να παρακμάζει την εποχή που ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Θεοδόσιος, το 395 μ.Χ., απαγόρευσε την τελετουργική χρήση λιβανιού και μύρρας ως συνδεόμενα με προχριστιανικές παγανιστικές λειτουργίες. Το χωριό Μπιρ Αλί ανήκει στην επαρχία Σάμπουα, ενώ η πόλη Σάμπουα ήταν η παλιά πρωτεύουσα του βασιλείου Χαντραμάουθ τον 4ο αι. π.Χ. Το Χαντραμάουθ με το μεγάλο φαράγγι, αποτελούσε τμήμα του δρόμου των καραβανιών με τα μυρωδικά και το λιβάνι, ήταν  μέρος παραγωγής του λιβανιού. Υπάρχουν ιστορικά ευρήματα του 9ου π.Χ. αι. και ήταν γνωστό στους Έλληνες ιστορικούς του 3ου π.Χ. αι., όπως στον Ερατοσθένη. Κατά την διάρκεια των αιώνων, Πέρσες της δυναστείας των Σασσανιδών, χαλίφηδες της Αραβίας, σουλτάνοι του Ιράκ, απόγονοι του Μωάμεθ και Υεμενιτικές δυναστείες κυριάρχησαν στο φαράγγι. Μεταξύ των πόλεων Κάνα και Μαρίμπ, στο δρόμο των καραβανιών, υπήρχε η πόλη Σάμπουα παλιά πρωτεύουσα του βασίλειου του Σαβά. Το βασίλειο αυτό αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη όταν η βασίλισσα του Σαβά, που το όνομά της στα Υεμενίτικα είναι Bilhgis, επισκέφθηκε το βασιλιά Σολομώντα. Το βασίλειο αυτό ιδρύθηκε αρχικά στην πόλη Σίρουα, αλλά μετά η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε στη Μαριγιάμπ, το Μαρίμπ γύρω στο 1.000 π.Χ. Η στρατηγική θέση αυτού του βασιλείου ήταν μεγάλη γιατί ήλεγχε την ευφορία της περιοχής χάρη σ ένα μεγάλο φράγμα που διέθετε και στα πλούσια έσοδα που είχε από τη φορολογία στα καραβάνια. Σήμερα το Μαρίμπ αποτελεί την πιο πλούσια αρχαιολογικά πόλη της χώρας με πιο γνωστό μνημείο της πέντε στήλες του ναού της Σελήνης, τις εντυπωσιακές επιγραφές με την ιδιόμορφη γραφή του βασιλείου του Σαβά, τις τεράστιες δεξαμενές νερού καθώς και τους ερειπωμένους ναούς των Bilgis. Οι Ρωμαίοι έλεγαν ότι ήταν ο πιο πλούσιος λαός του κόσμου.  Εμπορεύονταν χρυσό από την Αφρική, προβιές από το Αφγανιστάν, κεχριμπάρι από την Αιθοπία. Αλλά το πιο σημαντικό προϊόν ήταν το μοσχολίβανο του Σαβά.  Έλεγαν πως το άρωμά του έφερνε τους πιστούς πιο κοντά στο θεό. Έτσι την εποχή που έφτασε η Σαβά στην Ιερουσαλήμ ήταν πιο πολύτιμο κι από το χρυσό. Οι Ναβαταίοι ήταν ρχαίος λαός αραβικής καταγωγής, ο οποίος αρχικά κατοικούσε στο βορειοδυτικό τμήμα της Αραβικής χερσονήσου, στις όχθες του Ευφράτη, και κατά τον 5ο ή 4ο αι. π.Χ. μετακινήθηκε προς τα Ν και εγκαταστάθηκε στην περιοχή ανάμεσα στη Νεκρά θάλασσα και στον κόλπο της Άκαμπα (Ιορδανία). 
Η Παλαιά Διαθήκη αναφέρει ως γενάρχη των Ναβαταίων τον Ναβαϊώθ, εγγονό του Αβραάμ, αν και δεν είναι βέβαιο ότι πρόκειται για τον ίδιο λαό. Λόγω της γειτνίασης με τη Συρία, ήρθαν σε επαφή με τους Αραμαίους και πολύ αργότερα, κατά την ελληνιστική περίοδο, με τους Σελευκίδες, από τους οποίους γνώρισαν τον ελληνικό πολιτισμό, όπως φαίνεται και από τα ερείπια που σώζονται στην περιοχή. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι βασιλιάδες τους ονόμαζαν τους εαυτούς τους φιλέλληνες. Ωστόσο, κατά την επανάσταση των Μακκαβαίων εναντίον των Σελευκιδών, συντάχθηκαν με τους Ιουδαίους. Είχαν μοναρχικό καθεστώς, αλλά διατηρούσαν φιλελεύθερους θεσμούς. Εκτός από τον βασιλιά, υπήρχε και αιρετός συμβασιλέας, ο οποίος ονομαζόταν αδελφός. Σύμφωνα με τις πληροφορίες του Στράβωνα, ζούσαν απλά και ειρηνικά, είχαν ελάχιστους δούλους και διατηρούσαν ένα είδος κοινοκτημοσύνης των γυναικών. Οι πόλεις τους δεν είχαν τείχη αλλά ήταν πολύ πλούσιες, γιατί η χώρα τους ήταν εύφορη και η κτηνοτροφία τους ανεπτυγμένη. Μετά την παρακμή της Τύρου, διαδέχτηκαν τους κατοίκους της στο διαμετακομιστικό εμπόριο μεταξύ Αιγύπτου και Μεσοποταμίας. Η θρησκεία τους αρχικά ήταν ηλιολατρική και αστρολατρική, έως την εμφάνιση του ισλαμισμού. 
Πρώτος βασιλιάς των Ναβαταίων που αναφέρεται σε γραπτά κείμενα ήταν ο Αρέτας Γ’ (85 π.Χ.), ο οποίος επονομαζόταν Φιλέλληνας. Ο Αρέτας έγινε κύριος της Κοίλης Συρίας και της πλούσιας Δαμασκού. Ωστόσο οι διαρκείς προστριβές και οι συγκρούσεις του με τους Ιουδαίους προκάλεσαν την επέμβαση των Ρωμαίων. Έτσι, το 65 π.Χ. ο Πομπήιος κυρίευσε την πρωτεύουσα Πέτρα και τους υποδούλωσε. Από τότε, οι δυνάμεις τους ολοένα και εξασθενούσαν μέχρι την εποχή που ο Πάλμας, στρατηγός του Τραϊανού, κατέλαβε την Πέτρα (105 μ.Χ.) και προσάρτησε το βασίλειο τους στο ρωμαϊκό κράτος, ως επαρχία με την ονομασία Πετραία Αραβία. Οι Γασσανιδες ("Γιοί του Γασσαν") ήταν ένα αραβικό βασίλειο, που ιδρύθηκε από απογόνους της φυλής Azd από την Υεμένη και μετανάστευσε στις αρχές του 3ου αιώνα μ.χ. στην περιοχή της Ιορδανίας, όπου συγχωνεύθηκαν με τις ελληνιστικές χριστιανικές κοινότητες, υιοθετώντας τον Χριστιανισμό στους πρώτους αιώνες μ.Χ., ενώ άλλοι είχαν ήδη γίνει Χριστιανοί πριν μεταναστεύσουν στο βορρά για να αποφύγουν τις θρησκευτικές διώξεις. Μετά την εγκατάστασή τους στην Ιορδανία, οι Γασσανιδες έγιναν πελατειακο κράτος της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και πολέμησαν, συμμαχούσαν με τους Βυζαντινούς πολεμώντας τους Περσες Σασσανίδες και τον Αραβικό Βασίλειό των Λαχμιδων. Τα εδάφη των Γασσανιδων ενήργησαν επίσης ως μια ζώνη προστασίας που προστατεύει εδάφη που είχαν προσαρτηθεί από τους Ρωμαίους εναντίον επιδρομών από τις φυλές Βεδουίνων. Λίγοι Γασσανιδες έγιναν μουσουλμάνοι μετά την Ισλαμική κατάκτηση. Οι περισσότεροι Γασσανιδες παρέμειναν χριστιανοί και εντάχθηκαν στις κοινότητες των Μελκίτων (Ορθοδόξων) Χριστιανών και των Συριων Χριστιανών της Μέσης Ανατολής. Πριν το Ισλάμ, οι πιστοί των «εξ αποκαλύψεως» θρησκειών στην Αραβία, ήταν οι Εβραίοι, οι χριστιανοί και οι Ζωροάστρες. Ο Χριστιανισμός είχε διεισδύσει στο νότο από την Αιθιοπία, ενώ στο βορρά είχε εξαπλωθεί από τη βυζαντινή αυτοκρατορία. Κατά τον Kalbi, οι Άραβες εκτελούσαν τα θρησκευτικά τους χρέη κάνοντας και θυσίες ζώων κατά το προσκύνημά τους στη Μέκκα. Η ανάδειξη της Μέκκας ως κέντρου, οφείλεται στη θρησκευτική σημασία που είχε η πόλη με την ύπαρξη του Ghaba ως λατρευτικού χώρου, ήδη από την εποχή του Αβραάμ, χιλιάδες χρόνια πριν από το Ισλάμ. Άλλος καθοριστικός παράγοντας, που συνέβαλε τα μέγιστα στην προσέλκυση πληθυσμού στη Μέκκα, ήταν η γεωγραφική θέση στο δρόμο των καραβανιών. Ο Άραβας βασιλιάς του Βορρά της δυναστείας των Λαχμιδων Imru 'al-Qays ibn' Amqu επιτέθηκε στο Najrān της Αραβίας το 328 μ.Χ. Υπό την επίδραση του χριστιανικού Βασιλείου της Αξωμης της Αιθιοπιας, οι Χριστιανοί στη Najrān αναπτύχθηκαν και άρχισαν να συμμαχούν με την Αιθιοπια στις αρχές του 6ου αιώνα μ.χ. στην Najrān, όπως στην υπόλοιπη Νότια Αραβία, τον 5ο αιώνα μ.Χ. ή ίσως έναν αιώνα νωρίτερα. Σύμφωνα με τον Άραβα μουσουλμάνο ιστορικό Ibn Ishāq, η Najran ήταν το πρώτο μέρος όπου ο Χριστιανισμός έβαλε τη ρίζα του στη Νότια Αραβία. Σύμφωνα με τις σύγχρονες πηγές, μετά την κατάληψη του θρόνου των Νοτίων Αράβων, περ. 518 ή 523 μ.χ., ο Dhū Nuwās ένας Εβραίος Άραβας βασιλιάς, επιτέθηκε στη φρουρά των Αιθιοπων (χριστιανών) στο Ζαφάρ, καταλαμβάνοντας τους και καίγοντας τις εκκλησίες τους. Στη συνέχεια κινήθηκε εναντίον του Najrān, ενός χριστιανικού και Αιθιοπικου οχυρού. Μετά την αποδοχή της συνθηκολόγησης της πόλης, σφαγιάσε εκείνους τους κατοίκους που δεν θα απέκλειαν τον Χριστιανισμό. Οι εκτιμήσεις για την σφαγή κυμαίνονται μέχρι 20.000 χριστιανους νεκρούς σε ορισμένες πηγές. Μια επιστολή (όπου ονομάζεται Δίμνωνα), που γράφτηκε από τον Σιμωνα, τον επίσκοπο του Beth Arsham το 524 μ.Χ., αναφέρει τη δίωξη του Dhū Nuwās στο Najrān (al-Ukhdūd στη Σαουδική Αραβία). Η δίωξη περιγράφεται και καταδικάζεται στο Κοράνι. Κάτω από τη βασιλεία του Χαλίφη Ομάρ, η χριστιανική κοινότητα του Najrān μετανάστευσε στη Μεσοποταμία, με το σκεπτικό ότι κανένας μη μουσουλμάνος δεν έπρεπε να ζούσε στην Αραβική Χερσόνησο. Ο Μωάμεθ (571 - 632) ήταν Άραβας ηγέτης από τη Μέκκα, ο οποίος ένωσε την Αραβία σε ένα ενιαίο θρησκευτικό κράτος υπό το Ισλάμ. Θεωρείται από τους Μουσουλμάνους ότι υπήρξε ο τελευταίος προφήτης ο οποίος στάλθηκε για να καθοδηγήσει την ανθρωπότητα με το άγγελμα του Ισλάμ. Ο Μωάμεθ καθόρισε με το θρησκευτικό του μήνυμα και τις πολιτικές-κοινωνικές πρωτοβουλίες του την εξέλιξη του αραβικού κόσμου και επηρέασε την ανθρώπινη ιστορία. Οι Κουραϊσίτες ήταν μια πανίσχυρη αραβική φυλή εμπόρων που ήλεγχε τη Μέκκα και το ιερό της Κάαμπα κατά την εμφάνιση του Ισλάμ. Από την ίδια φυλή προερχόταν ο Προφήτης Μωάμεθ, του οποίου η οικογένεια ανήκε στη φατρία Χασίμ (Μπανού Χασίμ). Γενεαλογικά, η φυλή των Κουραϊσιτών ήταν αρχικώς κλάδος της φυλής Μπανού Κινάνα, η οποία καταγόταν από το νοτιοαραβικό φυλετικό κλάδο των Μουντάρ. Για αρκετές γενιές ήταν διασκορπισμένοι μεταξύ άλλων φυλετικών ομαδοποιήσεων. Η ένωσή τους, περίπου πέντε γενιές πριν το Μωάμεθ, οφείλεται στον Κουσάι ιμπν Κιλάμπ, ο οποίος με τον πόλεμο και τη διπλωματία δημιούργησε μια συμμαχία που κατάφερε να ελέγχει τελικά την Κάαμπα, ένα σημαντικό παγανιστικό ιερό τόπο που απέφερε έσοδα στη Μέκκα εξαιτίας της πληθώρας προσκυνητών που προσέλκυε. Κατόπιν συγκέντρωσε τους συμμάχους του αρχηγούς των φυλών και εγκαταστάθηκε στη Μέκκα, όπου απήλαυσε τέτοιας λατρείας και κολακείας από το λαό του που αναγνωρίστηκε ως ντε φάκτο βασιλιάς του, θέση που δεν απήλαυσε κανένας άλλος από τους απογόνους του. Ο προφήτης Μωάμεθ γεννήθηκε στην Αραβία το 570 μ.χ. Ο πατέρας του, Αμπντ Αλλάχ, πέθανε λίγους μήνες πριν τη γέννησή του ενώ η μητέρα του, Αμίνα, πέθανε όταν ο Μωάμεθ ήταν έξι ετών. Την ανατροφή του ανέλαβε τότε ο παππούς του και ο θείος του. Το οικογενειακό δέντρο της μητέρας του συνδεόταν με την πόλη Μεδίνα. Σε ηλικία 25 ετών νυμφεύτηκε την πλούσια χήρα Χαντίτζα, η οποία τον είχε προσλάβει στην υπηρεσία της για να χειρίζεται τις εμπορικές υποθέσεις της. Εκείνη ήταν κατά δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερη σε ηλικία και ο γάμος τους υπήρξε ο πλέον ευτυχισμένος στη ζωή του Μωάμεθ. Έζησε με την Χαντίτζα περίπου 25 χρόνια, αποκτώντας τέσσερις κόρες και αρκετούς γιους, οι οποίοι ωστόσο πέθαναν σε νηπιακή ηλικία. Στο σπήλαιο του Χίρα κοντά στη Μέκκα, ο Μωάμεθ, σε ηλικία περίπου 40 ετών (610 μ.Χ.) και κατά το μήνα του Ραμαντάν, οραματίστηκε τον Γαβριήλ στη μορφή ενός άνδρα, που τον βεβαίωσε ότι θα ήταν «ο απεσταλμένος του Θεού». Στη συνέχεια του ζήτησε να «απαγγείλει» και τον ασπάστηκε. Επανέλαβε το αίτημα τρεις φορές πριν του αποκαλυφθούν για πρώτη φορά στίχοι του Κορανίου Μεσολάβησαν τρία χρόνια μεταξύ της πρώτης αποκάλυψης και του δημόσιου κηρύγματος του Μωάμεθ. Λίγοι συμπατριώτες του ασπάσθηκαν την νέα θρησκεία και αναγκάστηκε να μεταναστεύσει. Πρίν την επικράτηση του Ισλάµ πολλοί οπαδοί του Μωάμεθ βρήκαν καταφύγιο στην χριστιανική Αιθιοπια. Χωρίς να έχει εγκαταλείψει την προσπάθεια διάδοσης του μηνύματος του Ισλάμ, την περίοδο 620-1 ο Μωάμεθ ήρθε σε επαφή με αντιπροσωπείες από την πόλη Γιαθρίμπ (Μεδίνα) βόρεια της Μέκκας, αποτελούμενη από μέλη των δύο σημαντικότερων φυλών της πόλης που σταδιακά ασπάστηκαν το Ισλάμ. Μετά από μία καθοριστική συνάντηση στην πόλη Αλ-Ακαμπάχ το 622, επισημοποιήθηκε συμφωνία με τους κατοίκους της Γιαθρίμπ ώστε ο προφήτης Μωάμεθ και οι ακόλουθοί του να μετεγκατασταθούν στην πόλη, όπου θα απολάμβαναν προστασία. Όταν εγκαταστάθηκε τελικά στη Μεδίνα, διαμορφώθηκε εκεί η πρώτη ισλαμική κοινότητα, αποτελούμενη αρχικά από τους εξόριστους της Μέκκας και τους κατοίκους της Μεδίνας που ασπάστηκαν το Ισλάμ. Από τις αραβικές φυλές, ο Μωάμεθ συνάντησε εναντίωση μόνο από λίγες οικογένειες. Αντιπαλότητες μεταξύ διαφορετικών φυλών συνέχισαν να διατηρούνται, ενώ σταθερή υπήρξε και η παρουσία μιας ισχυρής εβραϊκής παροικίας. Αποτελεί τη δεύτερη ιερότερη πόλη για τους Μουσουλμάνους (μετά τη Μέκκα) και τόπο ταφής του προφήτη Μωάμεθ. Υπήρξε ο δεύτερος τόπος διαμονής του Μωάμεθ μετά τη φυγή του από τη Μέκκα και ο τόπος από τον οποίο άρχισε η αντεπίθεσή του για την τελική επικράτηση της νεοπαγούς θρησκείας του επί των ομοφύλων του. Έτος Εγίρας ή Εγείρας, είναι το χρονολογικό έτος σύμφωνα με το ισλαμικό ημερολόγιο και σημαίνει «έτος της φυγής» (στην αραβική, χίτζρα). Η αρίθμηση των ετών Εγίρας ξεκινά από το έτος 1, όταν ο Μωάμεθ εξορίστηκε από την Μέκκα και κατέφυγε στην Μεδίνα, όπου απέκτησε έναν πρώτο πυρήνα πιστών. Αυτό αντιστοιχεί στο 622 μ.Χ. του γρηγοριανού ημερολογίου.
https://olympia.gr/2013/05/27/ισλαμισμοσ-θρησκεία-και-τέχνη/
https://www.enlefkotv.com/article.php?id_art=57
http://www.ygeiaonline.gr/component/k2/item/37572-nabataioi
https://en.m.wikipedia.org/wiki/Ghassanids
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Έτος_Εγίρας
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Μωάμεθ
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Μεδίνα
https://en.m.wikipedia.org/wiki/Najran
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Μωάμεθ
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Κουραϊσίτες

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου