Κυριακή 10 Δεκεμβρίου 2017

Ο εξελληνισμός της Ασίας την Ρωμαϊκή περίοδο (Μέρος Β') : Η περίπτωση του Βασιλείου των Τοχάρων της Ινδίας

Οι εισβολές των νομάδων στο ελληνιστικό βασίλειο της Βακτριανης είχαν ως συνέπεια την καταστροφή και ερήμωση πόλεων (κυρίως στη Σογδιανή και στο βόρειο τμήμα της Βακτριανής), μεγάλες υλικές καταστροφές και σοβαρές απώλειες όσον αφορά το ανθρώπινο δυναμικό. Όλα αυτά όμως δεν συνεπάγονται ότι το ελληνικό στοιχείο εξαφανίστηκε από την περιοχή. Καταρχάς, οι νομάδες (Σάκες και Τοχάριοι) δεν προχώρησαν άμεσα στη σύσταση κάποιου κρατικού μορφώματος. Όπως φαίνεται από τη μαρτυρία του Κινέζου διπλωμάτη και περιηγητή Τσανγκ Κιεν ή Τζάνγκ Κιαν, ο οποίος ταξίδεψε στη Βακτριανή γύρω στα 125 π.Χ., στην περιοχή υπήρχαν αρκετές πόλεις που πλήρωναν φόρο υποτελείας στους Τοχάριους νομάδες. Οι κάτοικοι των πόλεων αυτών ζούσαν κυρίως από το εμπόριο (ο Τσανγκ Κιεν αναφέρεται σε εμπόριο με τις περιοχές της Ινδίας). Οι πόλεις αυτές είχαν ελληνικό χαρακτήρα όσον αφορά τη διοικητική και κοινωνική οργάνωση και τον πολιτισμό. Τα στοιχεία αυτά δεν πρέπει να άφησαν ανεπηρέαστους ούτε τους νομάδες: η συνέχεια της ιστορίας καταδεικνύει ότι θα πρέπει να υπήρξε αρκετά γρήγορα ένας σχετικός εξελληνισμός της αριστοκρατίας των Τοχάριων. Όταν πια, κατά τον 1ο μ.Χ. αιώνα, οι Κουσάν, μια από τις φυλές των Τοχάριων, κατορθώσει να οργανώσει σε κράτος μια εκτεταμένη επικράτεια που περιελάμβανε εδάφη στην Κεντρική Ασία και στη Βόρεια Ινδία, οι ελληνιστικές επιρροές καθίστανται εμφανείς. Ο πρώτος γνωστός σε μας Κουσάν μονάρχης έφερε το ελληνικότατο όνομα Ηραίος. Οι βασιλείς τους έκοβαν νομίσματα με βάση το πρότυπο του αττικού τετράδραχμου, τα οποία έφεραν αρχικά επιγραφές στην ελληνική γλώσσα και στη συνέχεια στη γλώσσα τους (η οποία ονομάσθηκε βακτριανή), χρησιμοποιώντας όμως πάντα το ελληνικό αλφάβητο (στο οποίο προσέθεσαν ένα γράμμα για το παχύ σίγμα που είχε η γλώσσα τους). Εκτός από διάφορες ιρανικές θεότητες, οι Κουσάν λάτρευαν και τους θεούς των Ελλήνων (σώζονται π.χ. αναπαραστάσεις του Ηφαίστου, του Ήλιου, του Ηρακλή ή ακόμη του Σέραπι). Ένας από τους σημαντικότερους βασιλείς τους, ο Κανίσκα ασπάσθηκε τον βουδισμό: οι περισσότεροι ειδικοί πιστώνουν στους Κουσάν την ιδιαίτερη ελληνοβουδιστική τέχνη  που αναπτύχθηκε κυρίως στη Γκαντάρα. Από τα ιστορικά στοιχεία αυτά προκύπτει το συμπέρασμα ότι η ελληνική παρουσία στη Βακτριανή εξακολούθησε να είναι σημαντική, ιδίως σε οικονομικό και πολιτιστικό επίπεδο, και να ασκεί επίδραση στους (Ιρανούς) νέους κυρίαρχους της περιοχής. Η αφομοίωση του ελληνικού στοιχείο από τους ιρανικούς πληθυσμούς της Κεντρικής Ασίας πρέπει να ήταν εξαιρετικά αργή διαδικασία, η ολοκλήρωση της οποίας πρέπει να χρειάσθηκε μερικούς αιώνες. Τα όρη του Ινδικού Καυκάσου λειτούργησαν ως φυσικό ανάχωμα που ανέκοψε (για μερικές δεκαετίες) την κάθοδο των νομάδων προς τα νότια και την ινδική χερσόνησο. Επομένως, τα ελληνιστικά βασίλεια του ευρύτερου ινδικού χώρου είχαν τη δυνατότητα να συνεχίσουν να αναπτύσσονται, ενώ πιθανότατα ενισχύθηκε και ο ελληνικός πληθυσμός τους από Έλληνες των περιοχών που κατέλαβαν ή λεηλάτησαν οι νομάδες. Γενικά, από τα τέλη του 2ου αιώνα παρατηρείται κατάτμηση των εδαφών που ήλεγχαν στον ινδικό χώρο οι Έλληνες. Μια ατελείωτη σειρά από Έλληνες ηγεμόνες και ηγεμονίσκους διεκδίκησε μεγαλύτερο ή μικρότερο τμήμα των εδαφών αυτών. Δεν αποκλείεται κάποιοι από αυτούς τους ηγεμόνες να είχαν συγγένεια με τις δυναστείες που βασίλεψαν στη Βακτριανή. Από τις αρχές του 1ου αιώνα π.Χ. τα ελληνικά εδάφη συρρικνώνονται σταδιακά: στο δυτικό τμήμα της κοιλάδας του Ινδού εισβάλλουν οι Πάρθοι, οι οποίοι θα κρατήσουν τα εδάφη αυτά για ορισμένο χρονικό διάστημα. Ινδοί ηγεμόνες ανακτούν τη Μαθούρα και το ανατολικό Παντζάμπ. Από το 80 π.Χ., περίπου, οι Σκύθες (Σάκες) και οι Τοχάριοι περνούν τον Ινδικό Καύκασο και εισβάλλουν στα ελληνικά εδάφη της Ινδίας. Οι εναπομείναντες Έλληνες ηγεμόνες καθίστανται στις περισσότερες περιπτώσεις υποτελείς τους. Πάντως, ο προχωρημένος βαθμός εξελληνισμού των Τοχάριων βοηθά την ανάπτυξη μάλλον αρμονικών σχέσεων με τους Έλληνες: δεν είναι τυχαίο ότι ο Κουσάν ηγεμόνας Καδφίσης θεωρούσε ότι ο τελευταίος Έλληνας μονάρχης των Παροπαμισάδων, ο Ερμαίος (περίπου 90-70 π.Χ.), καταλεγόταν μεταξύ των προγόνων του. Ο τελευταίος Έλληνας μονάρχης του ινδικού χώρου πρέπει να ήταν ο Στράτων Β΄, που βασίλεψε στα τέλη του 1ου αιώνα π.Χ. ή ίσως και μέχρι το 10 μ.Χ. Όπως είναι λογικό, οι ελληνικοί πληθυσμοί των περιοχών αυτών πρέπει να αφομοιώθηκαν σταδιακά είτε από τους γηγενείς είτε από τους ιρανόφωνους νομάδες που εγκαταστάθηκαν στην Ινδία.
Η Ελληνοβουδιστική τέχνη δημιουργήθηκε μεσω της αλληλεπίδρασης του ελληνικού πολιτισμού και του βουδισμού. Οι δύο κοσμοθεωρίες ήρθαν για πρώτη φορά σε επαφή στη περιοχή του ελληνιστικού βασιλείου της Βακτριανής. Το βασίλειο αποτελούσε το τελευταίο τμήμα της αυτοκρατορίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου και βρισκόταν στη θέση του Αφγανιστάν και Πακιστάν. Ή πρώτη γλυπτή απεικόνιση του Βούδα, φιλοτεχνήθηκε στη Βακτριανή μεταξύ του 2ου και του 1ου αιώνα π.Χ. όταν στη εξουσία βρισκόταν ο Δημήτριος Α’. Ο Δημήτριος ήταν ελληνικής καταγωγής μεν βουδιστής στο θρήσκευμα δε. Είναι αναμενόμενο ότι για τη κατασκευή των αγαλμάτων χρησιμοποιήθηκαν ελληνικά γλυπτά ως πρότυπα. Η ρεαλιστικά εξιδανικευμένη απεικόνιση των μορφών, τα ενδύματα και τα σγουρά μαλλιά παραπέμπουν χωρίς δεύτερη σκέψη σε αυτά. Αυτά τα πρώτα αγάλματα του Βούδα επηρέασαν και συνεχίζουν να επηρεάζουν τη βουδιστική τέχνη της Κίνας, της Ιαπωνίας καθώς και των υπόλοιπων ασιατικών χωρών μέχρι σήμερα. Ή Γκαντάρα, αρχαία περιοχή της Ινδίας, στα Σανσκριτικά σημαίνει ευωδιασμένη γη. Τα όρια της Γκαντάρας αμφισβητούνται από τους νεότερους αρχαιολόγους. Ο Ηρόδοτος τον 5o αι. π.Χ. χρησιμοποίησε πρώτος το όνομα Γανδάριοι για να χαρακτηρίσει τους κατοίκους της περιοχής νοτίως του Ινδικού Καυκάσου. Από αυτή τη μαρτυρία, καθώς και από αναφορές του αρχαίου ιστορικού Στράβωνα και των Κινέζων περιηγητών Φαχσιέν και Χσουάν Τσανγκ, συνάγεται ότι τα όριά της εκτείνονταν στην περιοχή που κατά την εποχή της βρετανικής κυριαρχίας των Ινδιών ονομαζόταν Πεσαβάρ, από την άνω κοιλάδα του Σουάτ μέχρι το Κασμίρ από το ένα μέρος και τη Βακτρία από το άλλο. Συχνά αναφέρεται ως Χώρα των Σπηλαίων. Στην περιοχή αυτή αναπτύχθηκε κατά την αρχαιότητα μια τέχνη που σήμερα φέρει τη συμβατική ονομασία της περιοχής (τέχνη της Γκαντάρας). Αυτή γεννήθηκε από τη συνεύρεση της ανατολικής θρησκείας του βουδισμού (από τις Ινδίες) και ελληνικών επιρροών από τα Δυτικά. Οι δυτικές επιδράσεις φαίνονται στην κλασική στάση και απόδοση των μορφών. Έτσι, οι θεότητες εμφανίζονται με ανθρώπινη μορφή και ο Βατζραπάνι, ο σύντροφος του Βούδα, αναπαριστάνεται ως Δίας ή Σειληνός. Από την άλλη πλευρά, η αμφίεση, η διακόσμηση, η αυστηρή και μετωπική στάση έχουν περσική προέλευση. 
Η περίοδος κατά την οποία άκμασε η τέχνη της Γκαντάρας αμφισβητείται, φαίνεται όμως πως χρονολογείται μεταξύ 1ου αι. π.Χ., όταν οι νομάδες Σάκες εκτόπισαν τους Έλληνες της περιοχής, και 5ου αι. μ.Χ., όταν οι Ούννοι (Εφθαλιτες) επέδραμαν στη χώρα. Η ακμή του πολιτισμού της Γκαντάρας τοποθετείται στον πρώτο και δεύτερο αιώνα της δημιουργίας του. Η γλυπτική είναι η κυριότερη και αρτιότερη έκφραση της τέχνης της Γκαντάρας. Δεν υπάρχουν ίχνη ζωγραφικής και αρχιτεκτονικής, εκτός από λίγα δείγματα στούπας, που μαρτυρούν εξέλιξη προς πιο εκλεπτυσμένες μορφές θόλου. Ή εξαιρετική ιστορική αξία της γλυπτικής της Γκαντάρας προκύπτει από τον συνδυασμό της ελληνικής τέχνης με τον ινδικό θρησκευτικό και φιλοσοφικό κόσμο. Η γλυπτική επεξεργάστηκε την ανθρωπομορφική εικονογραφία του Βούδα και της διδασκαλίας του, που στην ανεικονική ινδική τέχνη αποδιδόταν με σύμβολα· τέλος, διέδωσε τη βουδιστική τέχνη σε όλη την κεντρική και ανατολική Ασία. Σημαντικότερα κέντρα καλλιτεχνικής παραγωγής της Γκαντάρας υπήρξαν το Πουσκαταβάτι και η Ταξίλι. Στην Γκαντάρα γεννήθηκε η περίφημη ομώνυμη σχολή της ελληνοβουδιστικής τέχνης. Η άποψη αυτή ενισχύεται από τα μέχρι τώρα ανασκαφικά ευρήματα, περισσότερα από τα οποία είναι γλυπτά. Σ' αυτά περιλαμβάνονται δείγματα ελληνοβουδιστικής αλλά και καθαρά ελληνικής τεχνοτροπίας. Η τέχνη της Γκαντάρα, έδωσε στις αρχές του 1ου αι. π.Χ., τις πρώτες γλυπτές απεικονίσεις του Βούδα στο στυλ του Απόλλωνα, το μεγαλύτερο δώρο στον κόσμο του Βουδισμού. Από εκεί εξαπλώθηκε στην Ινδία, την Κίνα, την Κεντρική Ασία, το Θιβέτ, την Μογγολία, την Κεϋλάνη, την Βιρμανία, το Σιάμ, την Ιάβα και τελικά, τον 5ο αι. μ.Χ. έφθασε στην Κορέα και την Ιαπωνία. Χρησιμοποίησε ως υλικά την πέτρα, τον γύψο, τον πηλό και τον χαλκό. Για τα περισσότερα γλυπτά χρησιμοποιήθηκε ένα είδος σχιστόλιθου που βρίσκεται σε μεγάλη επάρκεια στους γύρω λόφους. Είναι πέτρα μαλακή με σταχτο-γαλαζο-πράσινες αποχρώσεις. Αργότερα, για τα γλυπτά, χρησιμοποιήθηκε η μαλακή σαπουνόπετρα και το μάρμαρο. Στο μουσείο της Μποντ Γκάγια  ανάμεσα στα εξαίσια γλυπτά βουδιστικής τέχνης υπάρχουν και γνωστές φιγούρες της ελληνικής μυθολογίας όπως ο πήγασος, ο κένταυρος, η γοργόνα και η μέδουσα που αποτελούν μια αδιάψευστη απόδειξη της σημαντικής επιρροής που άσκησε η αρχαία ελληνική σκέψη πάνω στη βουδιστική. Η επιρροή αυτή άρχισε από την εποχή του ίδιου του Βούδα, που σύμφωνα με την Assalāyana Sūtta, φαίνεται να είναι ο πρώτος, στην ινδική ιστορία, που ανέφερε τους Έλληνες (yona–s στην γλώσσα  Πάλι) και τη μη ύπαρξη καστών στη χώρα τους (ελεύθερη κοινωνία). Οι σχέσεις των Ελλήνων με το βουδισμό συνεχίστηκαν και θεωρείται ο Αυτοκράτορας Ασόκα, που καθιέρωσε για πρώτη φορά τον βουδισμό ως επίσημη θρησκεία του κράτους, να είχε μητέρα ή γιαγιά του την κόρη του Βασιλιά Σέλευκου, καθώς ο διάδοχος του Μεγάλου Αλεξάνδρου την είχε δώσει για γάμο στον οίκο του Τσαντραγκούπτα σύμφωνα με την συμφωνία ειρήνης και συνεργασίας που υπέγραψαν μεταξύ τους. Η υποστήριξη των απογόνων του Μεγάλου Αλεξάνδρου στον βουδισμό κορυφώνεται την εποχή του Βασιλιά Μένανδρου, του οποίου η φιλοσοφική  συζήτηση με τον μοναχό Ναγκασένα, έχει καταγραφεί στην ιερή γραφή της Milindapañha και τον έχει αναδείξει σαν έναν από τους Άρχατ (φωτισμένους) του βουδισμού. Εκτός από τα γλυπτά του Βούδα και των Μποντισάτβας υπάρχουν γλυπτά του Πάντσικα, θεού του πλούτου, και της Χαρίτι, θεάς της γονιμότητος. Η γλυπτική τεχνική της Γκαντάρα είναι «πρόσθια», δηλαδή η πίσω πλευρά των γλυπτών μένει ακατέργαστη διότι στερεώνονταν σε τοίχους και δεν ήταν ορατή. Τα προσφιλέστερα θέματα της τέχνης της Γκαντάρα είναι παρμένα από την ζωή του Βούδα. Από την ώρα της βιολογικής του σύλληψης, όλα τα επεισόδια της ζωής του ιστορούνται με πολλή προσοχή σε αφηγηματικά ανάγλυφα. Στα ανάγλυφα αυτά κάθε ιστορία χωρίζεται από την άλλη με έναν στύλο κορινθιακού ή ιωνικού ρυθμού. Τα ιερά βουδιστικά μνημεία (γνωστά ως "στούπες") όπου στεγάζονται ιερά λείψανα ή κείμενα σχετικά με τον Βούδα, καλύπτονται από αφηγηματικά ανάγλυφα στερεωμένα με σιδερένια καρφιά ή γάντζους, μέσα από τα οποία ξετυλίγεται η ζωή του. Τα Τάξιλα για τη βουδιστική τέχνη είναι ένας τόπος ξεχωριστός. Εδώ, το κλειδωμένο θησαυροφυλάκιο είναι  γεμάτο  με περίτεχνα χρυσά  ελληνικότατα κοσμήματα. Εδώ ο Βούδας πρωτοεκφράστηκε από τους Έλληνες ανθρωπομορφικά στη γλυπτική. Ως τον πρώτο μ.Χ. αιώνα εικονιζόταν συμβολικά, ως ίχνος πέλματος ή ως δένδρο. Θεωρείται ότι ως ανθρωποκεντρικό μοντέλο χρησιμοποιήθηκε ο ελληνικός Απόλλωνας με την εξιδανικευμένη ηρεμία. Γλυκό, μελαγχολικό βλέμμα, το σώμα να διαγράφεται με πλαστικότητα κάτω από τον χιτώνα. Ο αρχαιολογικός χώρος στα Τάξιλα έχει ξεκάθαρα τα ίχνη της ελληνιστικής πόλης. Ο Αλέξανδρος πέρασε επευφημούμενος από τον κεντρικό δρόμο στο Σιρπάκ, την καλύτερα διατηρημένη από τις πόλεις στην περιοχή. Στο μουσείο στα Τάξιλα όπως και αργότερα στο άλλο τοπικό μουσείο στο Σουάτ, στην ομώνυμη καταπράσινη, χαμογελαστή κοιλάδα και στο Πεσαβάρ, στην πολύβουη πόλη, συναντά κανείς πάμπολλα ελληνικά στοιχεία: Τρίτωνες, Ιππόκαμπους, Ερωτες, Ατλαντες, Σιληνούς, παλαιστές, Σατύρους, βακχικές σκηνές. Μερικά χρόνια αργότερα, όταν ο χριστιανός  απόστολος Θωμάς, το 44 μ.Χ., επισκέφθηκε την περιοχή, έγραψε «η πόλη έχει κάστρο ολόγυρα όπως οι ελληνικές πόλεις, οι δρόμοι θυμίζουν τους δρόμους της Αθήνας και τα σπίτια είναι διώροφα». Για διακόσια ακόμη χρόνια παρέμεινε η ελληνιστική επίδραση στη γλώσσα, στα νομίσματα, στη μεταλλοτεχνία, στη γλυπτική και στα κοσμήματα και σιγά σιγά μετατράπηκε σε ελληνοϊνδική. Οι δυτικοί ειδικοί αποδίδουν το τέλος της τέχνης της Γκαντάρα στην εισβολή των Εφθαλιτων Ούννων, υπό τον Μιχιραγούλα, στα 540 μ.Χ. Λόγω πολιτικής σύγχυσης και ελλείψει σταθερών κυβερνήσεων στην περιοχή, θα επαναναβιώσει ο Ινδουϊσμός, ενώ ο Ελληνοβουδισμός, κύρια δύναμη υποστήριξης και ανάπτυξης αυτής της τέχνης, θα εξαφανισθεί βαθμιαία.
Πηγή : https://rogerios.wordpress.com/2010/01/27/οι-έλληνες-στη-βακτριανή-και-στην-ινδί/
http://autochthonesellhnes.blogspot.gr/2016/04/blog-post_95.html
https://archaeomaniac.wordpress.com/2011/03/15/ελληνοβουδιστική-τέχνη/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου